«Πώς να διαρρήξεις τη χρυσαλλίδα και να γίνεις πεταλούδα»
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Ο Καρταρέσκου, στην αρχή του βιβλίου του, μας αφήνει να περιπλανηθούμε στον κόσμο του «Ρουλετίστα», και μας εισάγει ήδη σ΄ ένα παράλληλο σύμπαν, εκείνο του «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι, με τις εμμονές και την αγωνία του ήρωα κάθε φορά που εισέρχεται στον κόσμο της ρουλέτας. Εδώ όμως έχουμε ένα διαφορετικό είδος τζογαδόρου, που δεν παίζει με τα λεφτά και την υπόληψή του, αλλά με την ίδια του τη ζωή. Κι αυτό το συχνό παιχνίδι με τον θάνατο, το εξελίσσει σε Τέχνη και παράσταση και show, με θύμα τα κουράγια και τους φόβους του, που τον ρίχνουν αναίσθητο κάθε φορά που καταφέρνει κι επιζεί. Κι αυτή η ιστορία, είναι μόνο ο Πρόλογος του βιβλίου, γιατί στο κυρίως μέρος, η «Νοσταλγία», που αποτελείται από τρία σπονδυλωτά τμήματα/ιστορίες, ο συγγραφέας αναρωτιέται, περιπλανώμενος στα όρια της Λογοτεχνίας, του ονείρου και της παραφροσύνης, τον τρόπο που πρέπει να βρεί, για να διηγηθεί και να περιγράψει, αναβιώνοντας (;) (αυτό θα το δούμε) τη ζωή και την πορεία του στο χώρο της Τέχνης, απορρίπτοντας με τη σειρά, τρόπους, καλούπια και τεχνοτροπίες πολυχρησιμοποιημένες κι εύκολα αναγνωρίσιμες, όπως του Προύστ (στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»), ή του Μαν (στον «Δόκτορα Φάουστους»). Αντίθετα, πρέπει να βρεί τρόπους ευφάνταστους, όσο κι εύπλαστους, που να τροποποιούνται ανάλογα με το ταλέντο και τη φαντασία του, τέτοιους που δεν θα περιορίζονται από μανιέρες.
Έτσι περιπλανώμενοι κατ΄ αρχήν οι αναγνώστες, σε μια πρώτη ανάγνωση, αφήνονται ν΄ απορροφηθούν σ΄ ένα σύμπαν γεμάτο όνειρα, φαντασία, διακειμενικές ιστορίες, όργιο παρενδυσίας και καταβυθίσεων σε μυστικά τούνελ και υπόγεια Μουσεία, φτάνοντας σε μια κραυγή που μας δίνεται γραπτά, στις 216 φορές του «όχι» στο τέλος, που υποδηλώνεται, σαν μια διακειμενική άρνηση/απάντηση στο «ναι» της Μόλλυ Μπλούμ, στο τέλος του «Οδυσσέα» του Τζόυς. Και μ΄ αυτήν την άρνηση τελειώνει το κεντρικό μέρος της «Νοσταλγίας», που σαν Επίλογο έχει άλλη μία ιστορία, αυτή του «Αρχιτέκτονα», στην οποία, ένας αρχιτέκτονας γίνεται κατά περίεργο τρόπο μουσικός, κι από εκείνη τη στιγμή, και προοδευτικά, γίνεται ένα με την Τέχνη του, και την αφήνει να κατακτήσει τη γή, το διάστημα, τους γαλαξίες, το σύμπαν.
Αυτή λοιπόν είναι η «Νοσταλγία»; Ή πρέπει, διαβάζοντας το βιβλίο για δεύτερη φορά, ν΄ αφήσουμε τα σημάδια και τα ίχνη που μας αφήνει κατά καιρούς ο συγγραφέας να μας καθοδηγήσουν στο μυστικό όσο και μυθικό του σύμπαν;
Στο τρίτο μέρος της «Νοσταλγίας», στο κεφάλαιο με τον τίτλο ΡΕΜ (σελ.230), αρχίζει ο συγγραφέας ως εξής: Ένας Κορτάσαρ, ένας Μαρκές πολύ ταλαιπωρημένος (η Ερέντιρα σε μεγάλο σχήμα… Ας αρχίσουμε λοιπόν από εδώ. Στη σελίδα 275 διαβάζουμε:…πηγαίναμε πίσω από το σπίτι, όπου άνοιγε η πόρτα της κουζίνας. Υπήρχε εκεί ένα καλογυαλισμένο τσιμεντένιο πλάτωμα…. Εμείς…παίζαμε στο πλάτωμα εκείνο το «Κουτσό»: με χρωματιστές κιμωλίες σχεδιάζαμε στο τσιμέντο περίπλοκες, λαβυρινθώδεις μορφές, άλλες με το κλασικό σχήμα ανθρώπου με τα χέρια ανοιχτά και άλλες σαν σπειροειδείς κόγχες σαλιγκαριού. Κάθε σπιτάκι του «Κουτσού» το ζωγραφίζαμε με κιμωλία διαφορετικού χρώματος∙ τα χρώματα ήταν καθαρά, αλλά τα σχήματα στραβά, νηματοειδή∙ κατά προτίμηση προς το κόκκινο ανοιχτό, γαλάζια, πορτοκαλί ή λεμονί… Οι φιγούρες και οι αριθμοί στα σπιτάκια αναγράφονταν με άσπρο ή μοβ, σύμφωνα με το αν προμήνυαν καλή ή κακή τύχη. Θυμάμαι στην εντέλεια πώς καθρεφτίζονταν πάνω στο στιλπνό τσιμέντο τα λευκά σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Καθόμασταν εκεί, ανακούρκουδα, μέχρι και ολόκληρο το απόγευμα. Όταν η μία από μας έπαιζε το «Κουτσό», ρίχνοντας το κεραμίδι σε κάποιο αριθμημένο σπιτάκι, οι άλλες σχεδίαζαν στις γωνίες κανονικά σπίτια με κουρτίνες στα παράθυρα, με κίτρινες μάντρες σχεδόν αόρατες, με δέντρα σαν καφέ ορθογώνια από τα οποία ξεφύτρωναν κλαδιά με κόκκινα μήλα. Ζωγραφίζαμε επίσης γαλανομάτες πριγκίπισσες, με κοτσιδάκια και μακριές φούστες σε φανταχτερά χρώματα. Χρησιμοποιούσαμε φιστικί πράσινο για τα τριαντάφυλλα που κρατούσαν στα χέρια και πορτοκαλί για τα δάχτυλά τους.
Βλέπουμε ήδη σε τι κόσμο θέλει να μας εισάγει ο συγγραφέας∙ στον πολύχρωμο και φανταστικό Παράδεισο των παιδιών, έναν κόσμο όπου όλα επιτρέπονται και η αίσθηση της πραγματικότητας δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Αυτός θα είναι και ο κόσμος του βιβλίου αυτού του συγγραφέα, όπως θα τον παρακολουθήσουμε στην ανορθόδοξη και σπειροειδή πορεία του. Λίγες σελίδες παρακάτω διαβάζουμε (σελ.291), για το Κουτσό που σχεδίαζε η Εσθήρ: Το «Κουτσό» που σχεδίαζε εκείνη είχε περίπλοκο σχήμα σαλιγκαριού, με τυχερά κι επικίνδυνα σπιτάκια, τα οποία έπρεπε να προσπεράσεις πηδώντας με το ένα πόδι και μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις:«άνκαρα-νάνκαρα-ασταρώθ-τζεφιρά-σαβαώθ-σαβαώθ-σαβαώθ».Αλίμονο σ’ όποια λάχαινε ένα άτυχο τετραγωνάκι: ένοιωθε να την καίει μια άσβεστη φλόγα ή να παγιδεύεται σε κρούστα πάγο. Η κακόμοιρη η Γαρόφα δεν έπαψε να ωρύεται ένα ολόκληρο απόγευμα, αιχμάλωτη σ’ ένα τέτοιο σπιτάκι, χτυπώντας με τις γροθιές της τους αόρατους τοίχους του. Ωστόσο αυτές που κατέληγαν σε καλό σπιτάκι, έβρισκαν εκεί κανένα άγνωστο λουλούδι, μια έγχρωμη φωτογραφία ενός κόλπου με ιστιοφόρα ή καμμιά λεπτοφτιαγμένη πλαστική κουκλίτσα με φυσικά μαλλιά. Η ζωή παραπέρα σ’ ένα πιο πολύπλοκο και ανεπτυγμένο κόσμο με ατυχίες, απολαβές και δώρα καμμιά φορά.
Στις παραπάνω λοιπόν σελίδες κι αναφορές, ο Καρταρέσκου μας δίνει τη νύξη, κι εμφανώς το άμεσο ίχνος και στοιχείο, ότι, χωρίς πυξίδα κι οδηγίες από εκείνον, και σε αντίθεση με αυτό που έκανε ο Κορτάσαρ, θα πάει ένα βήμα παραπέρα, σε βαθμό δυσκολίας για τον αναγνώστη, και θα μας παρασύρει σε μια συγγραφή και μια αναπόληση και ανασύνθεση της «Νοσταλγίας» του, σε δομή και άτακτα πισωγυρίσματα στυλ «Κουτσού», για να μας διηγηθεί, όχι απλά τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά του χρόνια, αλλά σ’ ένα καινούργιο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σαν νέου άντρα» αλλά Τζόϋς ή και το αντίθετό του, στην πορεία της ζωής του μέχρι να πετύχει να γίνει συγγραφέας. Σιγά σιγά και προοδευτικά, ο Καρταρέσκου, άλλοτε με αόρατους αλλά το ίδιο φοβερούς και δεσμευτικούς από τη φαντασία τοίχους, άλλοτε επιστρατεύοντας τη Σεχραζάτ των «Χιλίων και μίας νυκτών», πότε το «Γελαστό άνθρωπο» του Σάλιτζερ, πότε την Ερέντιρα του Μαρκές, που πάντοτε κοιμόταν μ’ ανοιχτά τα μάτια, πότε καλύπτοντας με καναβάτσο τον καθρέφτη του Μπόρχες, επινοώντας δια της γραφής, ένα άλλο κάλυμμα, που θα τον προστατεύει από τη θλίψη, την τρέλα και την ευτυχία της (της Τζίνας), από την ανοησία, τον ιδεαλισμό, την ποταπότητα και την υπέροχη πλεονεξία της, και πότε, κάθε φορά που βρισκόταν πριν από κάθε κατάδυση μπροστά σε μια άλικη (Αλίκη;) πόρτα, στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», ενώ, ο βασικός του ήρωας είναι τον περισσότερο καιρό μια αράχνη που έχει μεταμορφωθεί σε άνθρωπο, σε μια βιρτουόζικη αντιστροφή της Καφκικής «Μεταμόρφωσης», κι ενώ το «Ανάστροφα» του Χουϊσμάν βοηθά τον εφηβικό έρωτα του συγγραφέα, την Τζίνα, να προσπαθεί να ζεί τη ζωή της σαν έργο Τέχνης, εστέτ, και «θέαμα», κατά γενική ομολογία των συμμαθητών της, όλα τα παραπάνω οδηγούν την αφήγηση και μαζί μ’ αυτήν και τον αναγνώστη, σε φανταστικές ατραπούς κι ονειρικές διαδρομές μιάς ζωής, η οποία, μπορεί στις λεπτομέρειές της να είναι φτιαχτή και πλαστή, επινοημένη, αλλά, που η αλήθεια της βασίζεται στα χρώματα και τα’ αρώματα της παιδικής κι εφηβικής ζωής σ’ ένα ολοζώντανο κι ατμοσφαιρικό Βουκουρέστι των δεκαετιών 70 και 80 κυρίως. Με τις μουσικές, τα θεάματα, τα διαβάσματα της τότε ανήσυχης νεολαίας.
Σταθμός της ζωής του συγγραφέα, καθώς διαμορφώνεται και κατά την εφηβική του ηλικία είναι βέβαια ο πρώτος μεγάλος, χωρίς ανταπόκριση έρωτας με την Τζίνα, οπότε οδηγούμαστε στο προηγούμενο από το ΡΕΜ κεφάλαιο, στους «διδύμους», όπου, ο ήρωας, μεταμφιέζεται, μεταμορφώνεται, μετενσαρκώνεται σε Τζίνα, έτσι ώστε μεταμορφωμένος μ’ αυτό τον τρόπο, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής του, και υφιστάμενος νευρικό κλονισμό και υστερική κρίση, κλείνεται σε νευρολογική κλινική, όπου, (συγχωνεύεται πιά στο κεφάλαιο αυτό το προηγούμενο από τους «διδύμους» κεφάλαιο, ο «Λοξοπάλαβος») ο συγγραφέας προσπαθεί, και τα καταφέρνει, να γιατρευτεί μέσα από τη γραφή. Τόσο η ζωή του, όσο και η σωτηρία του, θυμάται, και γράφει, υπήρξε πάντα η γραφή. Από μικρός που ακούγοντας πάντα ιστορίες και ζώντας σε φανταστικούς, κατά το πλείστον, κόσμους, όπως τους περιγράφει στον «Λοξοπάλαβο», αλλά και μετά ακόμα, που όντας έφηβος, ξεπερνά το ερωτικό του τραύμα, με τη γραφή της ιστορίας του με την Τζίνα, γινόμενος Τζίνα.
Το βιβλίο ουσιαστικά τελειώνει όταν, ο συγγραφέας, έχοντας γλυτώσει από την εφηβική ερωτική απογοήτευση, κι έχοντας ωριμάσει και λευτερωθεί από κάθε εγκόσμια δέσμευση (σελ.229) έχοντας σκοτώσει την Τζίνα διά της γραφής, μας κάνει να θυμηθούμε και να προβλέψουμε για το μέλλον του πως πιά κανένα εμπόδιο δεν θα τον σταματήσει από το να πετύχει τον στόχο του να γίνει, όχι ένας σπουδαίος συγγραφέας αλλά, να κατακτήσει τον κόσμο, τους γαλαξίες, το σύμπαν, το παν, με το έργο του(βλέπε τον επίλογο τον «αρχιτέκτονα» όπου αυτό ακριβώς συμβαίνει). Αλήθεια, αυτή ήταν η ζωή του, κι αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ο συγγραφέας απαντά στη σελίδα 405: Ε, αυτό είναι περίπου όλο το «ωραιότατο παραμύθι μου». Χρειάστηκα χρόνια, χρειάστηκε να ωριμάσω, να γίνω, για δες. Σχεδόν γριά, για να αρχίσω να υποψιάζομαι τι είναι πραγματικά το ΡΕΜ: ότι δεν βρίσκεται εκεί, κρυμμένο στην αποθήκη, αλλά έξω απ’ αυτήν, ότι στην ουσία εμείς είμαστε το ΡΕΜ, εσύ κι εγώ, και η ιστορία μου, με όλα τα μέρη και τους χαρακτήρες της, και η BloodyMary, και το σκυλί που το παρέσυρε το αυτοκίνητο, ότι ο δικός μας κόσμος είναι μυθοπλασία, ότι είμαστε χάρτινοι ήρωες κι ότι γεννηθήκαμε στον εγκέφαλο, στο μυαλό και την καρδιά του, που εγώ έχω δει. Ότι ακόμα κι αυτός ενσωμάτωσε τον εαυτό του στο ΡΕΜ. Ότι ακόμη κι αυτός κι ο δικός του κόσμος (όπου εγώ έχω εισχωρήσει και τούτο αποτελεί ίσως τον μόνο λόγο ύπαρξής μου), κι αυτός λοιπόν είναι προϊόν κάποιου πολύ ευρύτερου μυαλού, από έναν άλλο κόσμο, επίσης φανταστικό κι επινοημένο. Ναι, είμαι σίγουρη, ότι αυτήν ακριβώς τη στιγμή κι εκείνος ψάχνει πυρετωδώς την είσοδο σε κάποιον ανώτερο κόσμο∙ διακαής πόθος όλων μας, είναι να αντικρύσουμε τον Δημιουργό μας, να κοιτάξουμε ίσα στα μάτια την ύπαρξη που μας χάρισε τη δική μας ύπαρξη. Όμως φευ! Ίσως το ΡΕΜ να μην είναι τίποτε απ’ όλα ΄΄οσα σκέφτομαι εγώ για το ίδιο. Ίσως να είναι απλώς ένα συναίσθημα, ένα σφίξιμο της καρδιάς μπροστά στην κατάρρευση των πάντων, μπροστά σε αυτό που υπήρξε κάποτε και δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ πιά. Μια μνήμη αναμνήσεων. Το ΡΕΜ είναι ίσως η νοσταλγία. Ή κάτι άλλο. Ή όλα αυτά μαζί. Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Η ζωή, όπως περιγράφεται παραπάνω, σαν διαδικασία και αποτέλεσμα, γιατί στο τέλος δεν πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε γι’ αυτό που διαβάσαμε, ναι, μπορεί, στο τέλος τέλος να πρόκειται για μια ζωή επινοημένη∙ κρατάμε όμως μονάχα αυτό, γιατί αυτό και μόνο είναι που ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Μόλις έχουμε διαβάσει την πορεία ενός νέου ανθρώπου σε συγγραφέα, τις στιγμές που καθόρισαν το πέταγμά του από κάμπια, χρυσαλλίδα ή αράχνη, σε πεταλούδα. Το μόνο που επιθυμώ είναι να ανακαλέσω το παρελθόν μου ή να το αναμορφώσω ή να το επινοήσω ή όλα αυτά μαζί, γιατί το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να έχω κάποιο παρελθόν, δηλαδή μια σειρά εικόνων που να είναι ή να υποκαθιστούν το χάος του παρόντος.
Η ζωή σαν μύθος, σαν παραμύθι, σαν Λογοτεχνία, σαν γραφή.
Νέλλη Σεληνιάδου
"Νοσταλγία", Μίρτσεα Καρταρέσκου, μετ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Καστανιώτης, 2021, σ.462