30/12/21

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2021





Τούτη ήταν η χρονιά με τις λιγότερες αναρτήσεις στο blog. Πάρθηκαν αποφάσεις και παραδόξως τηρήθηκαν, θα γράφω πια μόνο όταν έχω κέφι χωρίς καμία υποχρέωση (προς τον εαυτό μου) να καταγράψω όλα μου τα διαβάσματα εδώ. Το ιστολόγιο διανύει την 13η χρονιά του, ίσως από τα μακροβιότερα με σταθερή παρουσία στην ελληνική μπλογκόσφαιρα, μα ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αργοπεθαίνει. Θα είχε αφεθεί στη λήθη αν δεν το στήριζαν τα social media που χτίστηκαν γύρω από αυτό, η ομάδα και η σελίδα στο facebook. Κι ίσως από καιρό να το είχα βαρεθεί αν δεν υπήρχε το Booktalks.

Φέτος λοιπόν θα βαθμολογήσω τα βιβλία για τα οποία έγραψα έστω και λίγες γραμμές κι όχι όσα διάβασα. Και μοιάζει εντελώς απελευθερωτικό αυτό, που έσπασε η σύμβαση.


"Ηθικές επιστήμες", Martín Kohan         9




"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις", José Saramago          10



"Όλιβ Κίττριτζ", Elizabeth Strout          9


"Το κοριτσάκι στον παγετώνα", Adelaide Bon          7



"Άντρες χωρίς άντρες", Νίκος Δαββέτας          8



"Ένας άνθρωπος που κοιμάται", Georges Perec          8



"Πριν χαθούν τα πουλιά", Charlotte McConaghy          7



"Τρικυμίες παθών", Αργυρώ Μαντόγλου          8



"Το γυάλινο ξενοδοχείο", Emily St.John Mandel          7



"Η Κλάρα και ο Ήλιος", Kazuo Isighuro          8



"Λύκος ανάμεσα σε λύκους", Hans Fallada          8



"Περί φυσικής της μελαγχολίας", Georgi Gospodinov          10



"Η Λόττε στη Βαϊμάρη", Thomas Mann              9



«Δυσφορεί η νύχτα» , Marieke Lucas Rijneveld          6



"Η Ζέλντα έφυγε", Φωτεινή Ναούμ          7



"Να μάθω να μιλώ με τα φυτά", Marta Orriols          9



"Η Ανωμαλία", Hervé Le Tellier          9



"Η θάλασσα δεν είναι μπλε", Πέλα Σουλτάτου          8



"Έτσι αρχίζει το κακό", Javier Marías          7



" Η λίστα του Λεπορέλο", Φώτης Δούσος          8



"Αρκαδία", Emmanuelle Bayamack-Tam          9



"Σάγκι Μπέιν", Douglas Stuart          8



"Οι λέοντες της Σικελίας", Stefania Auci          7



"Το πέρασμα του μακελάρη", John Williams          8



"Εκπνοή", Ted Chiang          10



"Χιλιανός ποητής", Alejandro Zambra          10



"Ο φίλος", Sigrid Nunez          10


"Νοσταλγία", Mircea Cărtărescu          10



"Διομίρα", Σπύρος Γλύκας          7



"Neverhome", Laird Hunt          7



"Μπλε Ήλιος", Διονύσης Μαρίνος          8



"Utopia Avenue, David Mitchell          9


"Η θάλασσα", Μιχάλης Μακρόπουλος          9


Συνολικά διάβασα 52 πεζογραφικά βιβλία, καμιά δεκαριά ποιητικά, πέντε graphic novels και άπειρα βιβλία αναφοράς για το μεταπτυχιακό (καλά να πάθω, αφού ήθελα δεύτερο). Δεν μετράω, αλλά ίσως και να μετράω και σιγά μη σας δώσω και λογαριασμό. 




Καλή χρονιά να έχουμε! Με υγεία! Χαρά! Και βιβλία!

27/12/21

Ανασκόπηση: Τα δέκα καλύτερα βιβλία της χρονιάς μας





Κι όπως συνήθως τακτοποιημένα και με τη σειρά τους τα βιβλία του Χριστουγεννιάτικου Διαβάζοντας Live (με την Αγγελική Μποζίκη και την Κατερίνα Μαλακατέ) 



Για αρχή τα βιβλία δώρα, ευγενική προσφορά των Εκδόσεων Μεταίχμιο, Δώμα και Κίχλη: 






Τα βιβλία της χρονιάς μας:

(είμαστε κολλητές τελικά, 7 στα 10 ήταν κοινά, οπότε θα τα γράψω συνολικά)

Η λίστα της Αγγελικής

Η λίστα της Κατερίνας



Νέες κυκλοφορίες

  • "Americana", Ντον ΝτεΛίλο, μετ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Gutenberg 
  • "Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος καταβάθος", Μαρία Μήτσορα, εκδ. Πατάκη
  • "Αυτοπροσωπογραφία με ρώσικο πιάνο", Βολφ Βόντρατσεκ, μετ. Ελίζα Παναγιωτάτου, εκδ. Αντίποδες
  • "Apollokalypse", Γκέρχαρντ Φάλκνερ, μετ Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδ. Loggia
  • "Θερμά θαλάσσια λουτρά", Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος, εκδ. Κίχλη
  • "Ο γάτος που έσωζε τα βιβλία", Σοσούκε Ματουκάουα, μετ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός
  • "Όλα γίνονται¨, Ελίζαμπεθ Στράουτ, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα
  • "Φοβάμαι ταυρομάχε", Πέδρο Λεμεμπέλ, μετ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη
  • "Ζήτημα θανάτου και ζωής", Ίρβιν και Μαίρυλιν Γιάλομ, μετ. Ευαγγελία Ανδιτσάνου, εκδ. Άγρα
  • "Το χιόνι των αγράφων", Παναγιώτης Χατζημυωσιάδης, εκδ. Κίχλη
  • "Τα άνθη του κακού", Σαρλ Μποντλέρ, μετ. Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Μεταίχμιο
  • "Απόψεις ενός κλόουν", Χάινριχ Μπέλ, μετ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδ. Πόλις
  • "Ένα μυστικό", Αλεχάντρο Παλόμας, μετ. Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, εκδ. Opera
  • "Αλέξης- Η χαριστική βολή", Μαρκερίτ Γιουρσενάρ, μετ.Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκης
  • "Οι γυναίκες που επιβίωσαν", Ρόμπερτ Κόλκερ, μετ. Βαγγέλης Προβιάς, εκδ. Ίκαρος 
  • "Το καπλάνι της βιτρίνας- graphic novel", Άλκη Ζέη, εκδ. Μεταίχμιο
  • "Μια πραγματικά μικρή ιστορία περί σχεδών των πάντων", Μπιλ Μπράισον, μετ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, εκδ. Μεταίχμιο
  • Η ιστορία του κόσμου μέσα από 25 πόλεις", Τρέισι Τέρνερ, Άντριου Ντονκιν, μετ. Ειρήνη Παιδούση, εκδ. Μεταίχμιο



3/12/21

"Η θάλασσα", Μιχάλης Μακρόπουλος

 




Μοιάζει και δεν μοιάζει με το -εκπληκτικό- Μαύρο νερό, Η Θάλασσα. Πρόκειται πάλι για μια νουβέλα με οικολογικές ανησυχίες και μελλοντολογικό φόντο, όπου ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την αντίφαση της εποχής: η τεχνολογική πρόοδος κοντράρεται με τη φύση και η φύση χάνει, όμως τελικά κερδίζει ο άνθρωπος.

Κεντρική πρωταγωνίστρια μια κοπέλα που επιζεί. Επιζεί όταν λιώνουν οι πάγοι και τα πάντα καλύπτονται από το νερό. Επιζεί χάρη μιας τυχαίας μετάλλαξης στο DNA της που τη γλιτώνει από τον θανατηφόρο ιό που αποκαλύπτουν οι λιωμένοι πάγοι και σκοτώνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της γης (μαζί και όλους όσους αγαπά). Και τελικά επιζεί από τη θλίψη και τη νοσταλγία. 

Η νουβέλα είναι γραμμένη σε τρεις διαφορετικούς αφηγηματικούς χρόνους. Ο πρώτος όταν το κορίτσι, στα δέκα του, καταλαβαίνει για πρώτη φορά την αλλαγή στο κλίμα και βλέπει μαζί με την οικογένειά της τους πάγους να λιώνουν. Ο δεύτερος όσο η κοπέλα ζει στην Υπόγεια πόλη, εκεί που μαζεύτηκαν όσοι τυχαία έζησαν. Και τέλος όταν μαζί με τη σύντροφό της ξαναγυρνά στην κατεστραμμένη επιφάνεια της γης.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πυκνό κείμενο, γεμάτο εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές. Η πρώτη σκηνή, με τη μητέρα που καθαρίζει ροδάκινα προσέχοντας να μη μείνει ούτε κομματάκι από τη σάρκα του φρούτου στη φλούδα, είναι σχεδόν ταρκοφσκική. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει βρει τη φωνή του, συνδυάζει την εξαιρετική πάντοτε χρήση της γλώσσας, με ιστορίες που πηγάζουν από το βίωμα κι από τα διαβάσματά του, από ό,τι του δημιουργεί ατόφιο συναίσθημα. Καταφέρνει έτσι να χρησιμοποιήσει το αγαπημένο του είδος για να φτιάξει κάτι νέο, πέρα από αυτό. Γιατί τόσο το Μαύρο νερό, όσο κι η Θάλασσα, αν και έχουν πατήματα στην επιστημονική φαντασία, δεν ανήκουν εκεί. Για να ακριβολογούμε μοιάζει να επεκτείνουν το genre, να το αποδομούν. Τα δύο βιβλία, μαζί με τον «Άρη», το διαλογικό βιβλίο που έγραψε με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού, φτιάχνουν μια άτυπη δυστοπική τριλογία. Και ταυτόχρονα είναι σαν να ξεχνούν όλους τους πολύ περιοριστικούς κανόνες∙ της δυστοπίας και της τριλογίας.

Αυτή που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η θάλασσα. Η ηρωίδα δεν την έχει δει ποτέ και την ονειρεύεται. Από τη θάλασσα ήρθε η καταστροφή, αλλά κι από τη θάλασσα συντηρείται η μνήμη. Στην τελευταία σκηνή όλα μοιάζουν σα να βγήκαν από το Στάλκερ. Ο χρόνος και ο τόπος πρωταγωνιστούν. Αυτό ενώνει όλα τα βιβλία του Μακρόπουλου κι όχι μόνο αυτά τα τρία, ο τόπος, ο χρόνος, η αχρονία.

Η Θάλασσα είναι μια μικρή νουβέλα, στα όρια ενός εκτεταμένου διηγήματος ίσως. Πιθανότατα ο αδηφάγος αναγνώστης να τελειώσει το κείμενο χωρίς να σταματήσει, μέσα σε μία δύο ώρες, κι έπειτα να μην το ξαναδιαβάσει. Αυτό χαρίζει στην ανάγνωση ενότητα και δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα ξεχαστεί. Το κύριο όμως είναι πως αν το ξαναδιαβάσεις, κάθε φορά οι εικόνες θα εκρήγνυνται στο μυαλό σου με διαφορετικό τρόπο, δημιουργώντας νέα σύμπαντα.



                             Κατερίνα Μαλακατέ


Υ.Γ. 42 Εγώ πάντως το ξαναδιάβασα καπάκι, μόλις το τελείωσα. 


"Θάλασσα", Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Κίχλη, 2020, σ.73



26/11/21

Utopia Avenue, David Mitchell

 




To Utopia Avenue είναι το όγδοο μυθιστόρημα του David Mitchell (ένατο αν προσμετρήσει κανείς κι εκείνο που μπήκε στο μπαούλο του χρόνου και θα βγει το 2114 και μάλλον δεν θα το διαβάσουμε). Για μένα είναι το τέταρτο, μετά το Cloud Atlas, Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ και τα Κοκάλινα Ρολόγια.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για ένα μουσικό συγκρότημα (οι αμερικάνοι συγγραφείς που ασχολούνται με τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 σπανίως δεν έχουν κι από ένα τέτοιο) όμως ταυτόχρονα δεν πρόκειται μόνο για ένα μυθιστόρημα για ένα μουσικό συγκρότημα. Ο Μίτσελ, κατά την προσφιλή του συνήθεια, μετενσαρκώνει τους χαρακτήρες του από βιβλίο σε βιβλίο, σχεδόν όλοι έχουν υπάρξει κι αλλού, είτε με αυτή τη μορφή, είτε με αυτό το φύλο, είτε μόνο με αυτό το όνομα. Έτσι και το Utopia Avenue εντάσσεται σε αυτό το μέτα-μυθιστόρημα που διαρθρώνεται σιγά σιγά αν βάλεις όλα μαζί τα μυθιστορήματά του —κάπως σαν να φτιάχνει την Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ, ή τη Γιοναπατόφα του Φώκνερ (όχι δεν συγκρίνω τον Μπαλζάκ ή τον Φώκνερ με τον Μίτσελ, δεν ξεμωράθηκα τώρα στα γεράματα). Μόνο που εδώ έχουμε μια διαφορά από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του Μίτσελ, από τις σελίδες αυτού του βιβλίου παρελαύνουν και τα περισσότερα μουσικά αστέρια της εποχής, τα πραγματικά, με σάρκα και οστά, λέγοντας κοινοτοπίες ή κάνοντας έναν μπάφο.

Το βιβλίο ξεκινά με τη δημιουργία ενός φανταστικού (κυριολεκτικά) μουσικού συγκροτήματος που το συστήνει ο μάνατζερ Λέβον Φράκλαντ (κάτι θα θυμίσει αυτός σε όσους έχουν διαβάσει τα Κοκάλινα Ρολόγια). Ο Λέβον είναι ίσως ο μόνος μάνατζερ μουσικής στην ιστορία που έχει καλές προθέσεις. Μαζεύει τέσσερις ετερόκλητους μα φοβερούς μουσικούς, για να δημιουργήσει μια μπάντα που θα περάσει από την αφραγκιά και την αφάνεια στην κορυφή.

Ο Ντιν είναι μπασίστας, προέρχεται από μια δυσλειτουργική οικογένεια της εργατικής τάξης, κι όταν τον στρατολογεί ο Λέβον κυριολεκτικά δεν έχει να φάει και πού να περάσει την επόμενη νύχτα. Τα τραγούδια του είναι ξεσηκωτικά και γκαζιάρικα. Η Έλφ είναι τραγουδίστρια της φολκ, την έχει μόλις παρατήσει ο έρωτας της ζωής της, με τον οποίο τραγουδούσαν ντουέτο. Είναι φοβερή πληκτρού, ξέρει μουσική όσο όλοι οι άλλοι, και φτιάχνει συναισθηματικά, βιωματικά τραγούδια. Ο Γιάσπερ ντε Ζουτ (αυτός πάλι μήπως σας θυμίζει κάτι;) είναι ένας περίεργος τύπος που ακούει φωνές, νόθος γιος μιας Αγγλίδας κι ενός Ολλανδού μεγιστάνα, ο καλύτερος κιθαρίστας που υπάρχει αν και εμπειρικός.Φτιάχνει ψυχεδελικά έπη διάρκειας δώδεκα λεπτών. Και ο Γκριφ κρατάει τον ρυθμό, και της μπάντας, και του βιβλίου, είναι ένας κουλ ντράμερ.

Οι πέντε τους δεν διαπράττουν ύβρι, όπως συνήθως τα συγκροτήματα αυτά, δεν είναι αδίστακτοι, δεν πατάνε επί πτωμάτων, ούτε έχουν ψευδαισθήσεις για το τι θέλουν. Θέλουν να γράφουν αξιοπρεπώς μουσική, να ξεπεράσουν τα φρικτά καταγώγια στα οποία παίζουν μπροστά σε μεθυσμένους και φτιαγμένους και να μπουν στα τοπ τεν και στην τηλεόραση, να τους ξέρει ο κόσμος. Ο Ντιν χρειάζεται και τα λεφτά, γιατί δεν είναι και το καλύτερο αγόρι. Η Ελφ πρέπει να απαντά συνεχώς στην ερώτηση «γιατί μια μπάντα να έχει στις τάξεις της ένα κορίτσι, που φανερά δεν κάνει για γλάστρα». Ειδικά στις τηλεοπτικές εκπομπές, αυτό που μοιάζει τώρα αυτονόητο στην Αμερική, πως δεν κάνουμε σεξιστικές ερωτήσεις, της συμβαίνει συνέχεια. Ο Γιάσπερ έχει τη δυσκολότερη πίστα από όλους, παλεύει με την ψυχική ασθένεια και τη φαντασία, δίνει έναν αγώνα που μοιάζει εντελώς άνισος. 

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αναζήτησης ταυτότητας. Βάζει θέματα σεξισμού, σεξουαλικού προσανατολισμού, ακουμπά το θέμα της τρέλας, που είναι ταμπού, Το βιβλίο όσο προχωρούν οι σελίδες γίνεται ένα απίστευτο κολάζ πραγματικότητας και φαντασίας, μια γιορτή της μουσικής και της λογοτεχνίας αλλά και της ποπ κουλτούρας του ‘60. Κανονικά εγώ δεν είμαι αναγνώστρια που ενθουσιάζεται με αυτή τη θεματολογία, τα διαβάζω και μετά τα ξεχνάω, η μουσική κουλτούρα της εποχής δεν ξυπνάει καμία ευαίσθητη ανάμνηση, ούτε νιώθω καμιά ανατριχίλα που ο Ντέιβιντ Μπόουι ήταν ακόμα άσημος τότε. Όμως κανένας δεν διαβάζει τα βιβλία του Μίτσελ για την αφορμή, δηλαδή ποιο συγκεκριμένο είδος διάλεξε να χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Η αιτία που διαβάζουμε Μίτσελ, είναι ο ίδιος ο Μίτσελ.

Αυτή είναι φοβερή συγγραφική κατάκτηση, πολύ λίγοι συγγραφείς γραπώνουν με ανάλογο τρόπο το κοινό τους —και τον τηλεφωνικό κατάλογο να απαριθμούσε, αυτό θα γινόταν με τόση ευχαρίστηση και χαρά και θα το διάβαζες με το ίδιο κέφι. Ο Μίτσελ είναι παραμυθάς, ένας έντεχνος παραμυθάς, ένας διαβασμένος παραμυθάς, ένας παραμυθάς που λατρεύει τις αφηγήσεις. Είναι ένας από μας, τα τζάνκι της λογοτεχνίας, μα ταυτόχρονα έχει το ταλέντο να λέει ιστορίες. Αποσπασματικά; Μεταμοντέρνα; Πηδώντας από genre σε genre; Βάζοντας μια μεταφυσική πινελιά σε κάθε βιβλίο; Ναι, με όλα αυτά, χωρίς κεντρικό θέμα, μπορεί να γράφει για την Ιαπωνία πέντε αιώνες πριν ή το διάστημα και να τον ακολουθείς.

Στην Ελλάδα λίγοι αναγνώστες έχουν κολλήσει τον ιό της Μιτσελίτιδας και για αυτό το εμβληματικό Cloud Atlas παραμένει εξαντλημένο. Έχω μια ελπίδα, να πάει τόσο καλά το Utopia Avenue που η Μαρία Ξυλούρη (η μεταφράστρια από τον Γιάκομπ ντε Ζουτ και δώθε, που τον λατρεύει πιο πολύ από όλους μας και του κεντάει την κάθε λέξη, ακόμα και την πιο βαριά βρισιά), να αναγκαστεί να μεταφράσει τα εξαντλημένα και τα αμετάφραστα. Μετά από κοινή λαϊκή απαίτηση.



                                 Κατερίνα Μαλακατέ



Utopia Avenue, David Mitchell, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σ.714 

17/11/21

"Μπλε Ήλιος", Διονύσης Μαρίνος

 



Το πρώτο που κινεί την περιέργεια στο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου είναι ο τίτλος, Μπλε Ήλιος. Ο ήλιος δεν είναι μπλε (ούτε και κίτρινος ή πορτοκαλί, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορια). Υπάρχει όμως μια στιγμή, περίπου ένα μισάωρο πριν την αυγή κι ένα τέταρτο μετά τη δύση, που η γωνία του φωτός είναι τέτοια που βάφονται τα πάντα μπλε. Είναι η ιδανική ώρα για φωτογραφίες κι ίσως για νέα ξεκινήματα. Μια ώρα μεταιχμιακή.

Σε αυτό το μεταίχμιο βρίσκονται οι ήρωες του μυθιστορήματος. Κεντρική η Μαριάννα, που αναλαμβάνει και βασική αφηγήτρια. Πρόκειται για μια γυναίκα μέσης ηλικίας, που έχει περάσει όλη της τη ζωή με έναν άντρα, τον Γεράσιμο. Τον παντρεύτηκε από προξενιό χωρίς να φέρει πολλές αντιρρήσεις, χωρίς έστω και λίγο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Έζησαν μια ζωή συμβατική, εκείνος κουβαλητής, με σταθερή δουλειά, πάντα απόμακρος ακόμα κι από τα παιδιά. Αυτή στοργική, περιποιητική, σεμνή σύζυγος και μητέρα. Για το σεξ μάλλον δεν θα συζητήσουμε. Το οικοδόμημα καταρρέει, όταν καταρρεέι κι ο Γεράσιμος, παθαίνει εγκεφαλικό και βρίσκεται στο νοσοκομείο χωρίς να μπορεί να αντιδράσει στα εξωτερικά ερεθίσματα. Κομβικό ρόλο στην πλοκή παίζει κι ένας νεότερος άντρας, ο Ιάσονας, ο συγγραφέας που βοηθά τον Γεράσιμο την ώρα του εγκεφαλικού και τον πηγαίνει για πρώτες βοήθειες.

Οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές είναι αυτοί οι τρεις, εναλλάσσονται, με προεξάρχουσα τη γυναίκα, που τελικά τους συνδέει. Μιλάνε ξεκάθαρα και ειλικρινά για τη ζωή τους. Η Μαριάννα για μια πικρή σύμβαση που αποδέχτηκε κι έγινε όλος της ο κόσμος, για τις στιγμές που χάνονται δίχως στοργή. Μα κι ο Γεράσιμος, που δεν μπορεί πια να μιλήσει, που δεν μίλησε ποτέ κι άφηνε τα χρόνια να περνούν, τώρα στο νεκροκρέβατο, τώρα που είναι αργά, μιλάει κι αυτός για τη δική του εκδοχή της πραγματικότητα. Τέλος ο Ιάσονας, που είναι πιο ανοιχτό πνεύμα, ούτε κι αυτός όμως καταφέρνει να βρει νόημα στη ζωή ή να παραδοθεί στον έρωτα.

Ο Μπλέ Ήλιος πραγματεύεται τις ζωές όλων μας, τους συμβιβασμούς και τις συνεχείς ήττες, το πόσο απέχει αυτό που ζούμε και αυτό που είμαστε, από τα νεανικά μας όνειρα. Και μιλά για την αγάπη, που παραδόξως δεν λείπει ακόμα κι από τον γάμο των πρωταγωνιστών. Οι ζωές των ηρώων δεν είναι κενές στοργής και συναισθήματος. Αυτό που λείπει είναι η λάμψη της μυθολογίας. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν το κεντρικό ζευγάρι θυμόταν κάποτε πως ήταν ερωτευμένο, κι όχι εγκλωβισμένο σε έναν γάμο που κανόνισαν άλλοι. Το μυθιστόρημα μιλά και για δεύτερες ευκαιρίες. Μπορεί κανείς να τις αρπάξει; Αν αυτά που έζησες χρόνια ολόκληρα, τώρα σε βαραίνουν και δεν ξέρεις πώς να ανασάνεις. Αν έχει πια σημασία να αποδεχτείς τα αισθήματά σου, όταν κανείς δεν μπορεί να σε ακούσει πλέον κι εσύ δεν μπορείς να τα εκφράσεις.

Θεωρώ πως το μεγαλύτερο ρίσκο  ήταν η επιλογή της γυναίκας ως πρωταγωνίστριας. Εκείνης τη φωνή ακούμε ξεκάθαρα, η καταβύθιση αφορά τον δικό της ψυχισμό. Και σε αυτό ο συγγραφέας τα κατάφερε εξαιρετικά. Δύσκολα θα αποφύγει ο αναγνώστης την ταύτιση, το κείμενο σε βουτάει μέσα στην ηρωίδα, γίνεσαι ένα μαζί της. Πολλές φορές, αν και οι λεπτομέρειες αλλάζουν, νιώθει ο αναγνώστης πως ο ίδιος είναι εκεί με τη Μαριάννα στο προσκέφαλο του Γεράσιμου. 

Δεύτερο ρίσκο, ο Ιάσονας, ο συγγραφέας. Μια ιδιότυπη προσωπικότητα, μέσα κι έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις ταυτόχρονα. Λειτουργεί σαν αντιβαρο στη μικροαστική καθημερινότητα των άλλων δύο, όιμως δεν κατόρθώνει να κάνει την υπέρβαση. Μοιάζει να είναι το alter ego του ίδιου του Διονύση Μαρίνου μες στο μυθιστόρημα, αν κι εγώ πιστεύω πως αυτόν τον ρόλο τον επωμίζεται η Μαριάννα.

Η γραφή του Μαρίνου με τα χρόνια μεστώνει, έχει βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη λυρικότητα (που τον διέκρινε πάντα) και τη λιτότητα. Αν και δεν πρόκειται για ένα βιβλίο δράσης -όλα συμβαίνουν εσωτερικά και υπόγεια, σχεδόν άρρητα-, δεν πλατειάζει ούτε φλυαρεί. Στον Μπλέ Ήλιο δεν περισσεύουν λέξεις, όμως περισσεύουν συναισθήματα - ο ίδιος ο υγγραφέας άλλωστε λέει πως πρόκειται για το πιο αυτοβιογραφικό του βιβλίο· κι αυτό είναι βασικό.


                                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Μπλε Ήλιος", Διονύσης Μαρίνος, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σ.261

10/11/21

"Neverhome", Laird Hunt






O αμερικανικός εμφύλιος μας έχει δώσει σπουδαία βιβλία, όπως η Στρατιά του Ντοκτόροου, και το πολύ αγαπημένο μου Μέρες δίχως τέλος του Σεμπάστιαν Μπάρυ. Στην Αμερική κυκλοφορούν δεκάδες μυθιστορήματα που αφορούν στο θέμα κάθε χρόνο. Παρ’ όλα αυτά ελάχιστα ασχολούνται με τις σχεδόν πεντακόσιες γυναίκες που πήγαν στον πόλεμο ντυμένες σαν άντρες και πολέμησαν ως στρατιώτες. Αυτό είναι το κεντρικό θέμα του Neverhome του Λερντ Χαντ και για αυτό το μυθιστόρημα ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα του είδους.

Η Κονστάνς πηγαίνει στον πόλεμο μασκαρεμένη ως Ας. Πίσω της αφήνει να φροντίζει τη φάρμα τους ο πολύ πιο ντελικάτος και ευαίσθητος άντρας της, ο Βαρθολομαίος. Στην αρχή είναι γενναία, μέχρι και “Μπαλάντα για τον ατρόμητο Ας” φτιάχνουν οι συμπολεμιστές του. Έπειτα όμως ο παραλογισμός του πολέμου κυριαρχεί. Ο Ας φαίνεται να παραπαίει, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, όχι με τις σκοποβολές και τα όπλα, με αυτά τα πάει καλά, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη φρίκη.

Η ιδέα του μυθιστορήματος είναι εξαιρετική, το ίδιο και η γλώσσα, το ύφος, είναι χαμηλότονα χωρίς φιοριτούρες και πολλά πολλά στολίδια. Αν από κάτι πάσχει το Neverhome είναι από ρυθμό, στην αρχή όλα γίνονται πολύ αργά και στο τέλος όλα επιταχύνονται, λες και θέλει ο συγγραφέας να μας αποζημιώσει για τις δεκάδες σελίδες με επεισόδια χωρίς πλοκή και ειρμό.

Δεν μαθαίνουμε έτσι καμία από τις απόψεις της Κονστάνς, δεν ξέρουμε τι νιώθει για τον Εμφύλιο, τι αισθάνεται για την πλευρά που πολεμά, ούτε και για τον ίδιο το πόλεμο. Αυτό είναι κατανοητό σε ένα βιβλίο τόσο αντιπολεμικό, δεν έχει σημασία ο σκοπός. Μα λείπουν κι άλλα στοιχεία, για τη σχέση με τον άντρα της, γιατί αποφάσισε να αρματωθεί. Μοιάζει σαν να είναι μόνον η αφορμή για τη γραφή η περιπέτεια της κεντρικής ηρωίδας, χωρίς όμως ο συγγραφέας να έχει απόλυτα ξεκαθαρίσει κι ίδιος την αιτία.

Δεν είναι χάσιμο χρόνου η ανάγνωση του Neverhome, αν και μοιάζει κάπως λειψό, χωρίς δεύτερο ή τρίτο επίπεδο. Σαν να μην μπόρεσε ο Χαντ να ταυτιστεί με την ηρωίδα του και για αυτό χάνουμε κι εμείς τη ροή της ανάγνωσης, δεν μπαίνουμε βαθιά στον κόσμο της. Όμως δεν κρύβω πως όλο αυτό μου κίνησε την περιέργεια, δεν πρόκειται για το πρώτο, μα για το έκτο βιβλίο του συγγραφέα. Τι άραγε να αφηγούνται τα άλλα πέντε; Θα άξιζε να μεταφραστούν στα ελληνικά.





                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Neverhome", Λερντ Χαντ, μετ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις, 2021, σ.252

1/11/21

Για τη "Νοσταλγία" του Μίρτσεα Καρταρέσκου γράφει η Νέλλη Σεληνιάδου

 




«Πώς να διαρρήξεις τη χρυσαλλίδα και να γίνεις πεταλούδα»

ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ

Ο Καρταρέσκου, στην αρχή του βιβλίου του, μας αφήνει να περιπλανηθούμε στον κόσμο του «Ρουλετίστα», και μας εισάγει ήδη σ΄ ένα παράλληλο σύμπαν, εκείνο του «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι, με τις εμμονές και την αγωνία του ήρωα κάθε φορά που εισέρχεται στον κόσμο της ρουλέτας. Εδώ όμως έχουμε ένα διαφορετικό είδος τζογαδόρου, που δεν παίζει με τα λεφτά και την υπόληψή του, αλλά με την ίδια του τη ζωή. Κι αυτό το συχνό παιχνίδι με τον θάνατο, το εξελίσσει σε Τέχνη και παράσταση και show, με θύμα τα κουράγια και τους φόβους του, που τον ρίχνουν αναίσθητο κάθε φορά που καταφέρνει κι επιζεί. Κι αυτή η ιστορία, είναι μόνο ο Πρόλογος του βιβλίου, γιατί στο κυρίως μέρος, η «Νοσταλγία», που αποτελείται από τρία σπονδυλωτά τμήματα/ιστορίες, ο συγγραφέας αναρωτιέται, περιπλανώμενος στα όρια της Λογοτεχνίας, του ονείρου και της παραφροσύνης, τον τρόπο που πρέπει να βρεί, για να διηγηθεί και να περιγράψει, αναβιώνοντας (;) (αυτό θα το δούμε) τη ζωή και την πορεία του στο χώρο της Τέχνης, απορρίπτοντας με τη σειρά, τρόπους, καλούπια και τεχνοτροπίες πολυχρησιμοποιημένες κι εύκολα αναγνωρίσιμες, όπως του Προύστ (στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»), ή του Μαν (στον «Δόκτορα Φάουστους»). Αντίθετα, πρέπει να βρεί τρόπους ευφάνταστους, όσο κι εύπλαστους, που να τροποποιούνται ανάλογα με το ταλέντο και τη φαντασία του, τέτοιους που δεν θα περιορίζονται από μανιέρες.

Έτσι περιπλανώμενοι κατ΄ αρχήν οι αναγνώστες, σε μια πρώτη ανάγνωση, αφήνονται ν΄ απορροφηθούν σ΄ ένα σύμπαν γεμάτο όνειρα, φαντασία, διακειμενικές ιστορίες, όργιο παρενδυσίας και καταβυθίσεων σε μυστικά τούνελ και υπόγεια Μουσεία, φτάνοντας σε μια κραυγή που μας δίνεται γραπτά, στις 216 φορές του «όχι» στο τέλος, που υποδηλώνεται, σαν μια διακειμενική άρνηση/απάντηση στο «ναι» της Μόλλυ Μπλούμ, στο τέλος του «Οδυσσέα» του Τζόυς. Και μ΄ αυτήν την άρνηση τελειώνει το κεντρικό μέρος της «Νοσταλγίας», που σαν Επίλογο έχει άλλη μία ιστορία, αυτή του «Αρχιτέκτονα», στην οποία, ένας αρχιτέκτονας γίνεται κατά περίεργο τρόπο μουσικός, κι από εκείνη τη στιγμή, και προοδευτικά, γίνεται ένα με την Τέχνη του, και την αφήνει να κατακτήσει τη γή, το διάστημα, τους γαλαξίες, το σύμπαν.

Αυτή λοιπόν είναι η «Νοσταλγία»; Ή πρέπει, διαβάζοντας το βιβλίο για δεύτερη φορά, ν΄ αφήσουμε τα σημάδια και τα ίχνη που μας αφήνει κατά καιρούς ο συγγραφέας να μας καθοδηγήσουν στο μυστικό όσο και μυθικό του σύμπαν;

Στο τρίτο μέρος της «Νοσταλγίας», στο κεφάλαιο με τον τίτλο ΡΕΜ (σελ.230), αρχίζει ο συγγραφέας ως εξής: Ένας Κορτάσαρ, ένας Μαρκές πολύ ταλαιπωρημένος (η Ερέντιρα σε μεγάλο σχήμα… Ας αρχίσουμε λοιπόν από εδώ. Στη σελίδα 275 διαβάζουμε:…πηγαίναμε πίσω από το σπίτι, όπου άνοιγε η πόρτα της κουζίνας. Υπήρχε εκεί ένα καλογυαλισμένο τσιμεντένιο πλάτωμα…. Εμείς…παίζαμε στο πλάτωμα εκείνο το «Κουτσό»: με χρωματιστές κιμωλίες σχεδιάζαμε στο τσιμέντο περίπλοκες, λαβυρινθώδεις μορφές, άλλες με το κλασικό σχήμα ανθρώπου με τα χέρια ανοιχτά και άλλες σαν σπειροειδείς κόγχες σαλιγκαριού. Κάθε σπιτάκι του «Κουτσού» το ζωγραφίζαμε με κιμωλία διαφορετικού χρώματος∙ τα χρώματα ήταν καθαρά, αλλά τα σχήματα στραβά, νηματοειδή∙ κατά προτίμηση προς το κόκκινο ανοιχτό, γαλάζια, πορτοκαλί ή λεμονί… Οι φιγούρες και οι αριθμοί στα σπιτάκια αναγράφονταν με άσπρο ή μοβ, σύμφωνα με το αν προμήνυαν καλή ή κακή τύχη. Θυμάμαι στην εντέλεια πώς καθρεφτίζονταν πάνω στο στιλπνό τσιμέντο τα λευκά σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Καθόμασταν εκεί, ανακούρκουδα, μέχρι και ολόκληρο το απόγευμα. Όταν η μία από μας έπαιζε το «Κουτσό», ρίχνοντας το κεραμίδι σε κάποιο αριθμημένο σπιτάκι, οι άλλες σχεδίαζαν στις γωνίες κανονικά σπίτια με κουρτίνες στα παράθυρα, με κίτρινες μάντρες σχεδόν αόρατες, με δέντρα σαν καφέ ορθογώνια από τα οποία ξεφύτρωναν κλαδιά με κόκκινα μήλα. Ζωγραφίζαμε επίσης γαλανομάτες πριγκίπισσες, με κοτσιδάκια και μακριές φούστες σε φανταχτερά χρώματα. Χρησιμοποιούσαμε φιστικί πράσινο για τα τριαντάφυλλα που κρατούσαν στα χέρια και πορτοκαλί για τα δάχτυλά τους.

Βλέπουμε ήδη σε τι κόσμο θέλει να μας εισάγει ο συγγραφέας∙ στον πολύχρωμο και φανταστικό Παράδεισο των παιδιών, έναν κόσμο όπου όλα επιτρέπονται και η αίσθηση της πραγματικότητας δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Αυτός θα είναι και ο κόσμος του βιβλίου αυτού του συγγραφέα, όπως θα τον παρακολουθήσουμε στην ανορθόδοξη και σπειροειδή πορεία του. Λίγες σελίδες παρακάτω διαβάζουμε (σελ.291), για το Κουτσό που σχεδίαζε η Εσθήρ: Το «Κουτσό» που σχεδίαζε εκείνη είχε περίπλοκο σχήμα σαλιγκαριού, με τυχερά κι επικίνδυνα σπιτάκια, τα οποία έπρεπε να προσπεράσεις πηδώντας με το ένα πόδι και μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις:«άνκαρα-νάνκαρα-ασταρώθ-τζεφιρά-σαβαώθ-σαβαώθ-σαβαώθ».Αλίμονο σ’ όποια λάχαινε ένα άτυχο τετραγωνάκι: ένοιωθε να την καίει μια άσβεστη φλόγα ή να παγιδεύεται σε κρούστα πάγο. Η κακόμοιρη η Γαρόφα δεν έπαψε να ωρύεται ένα ολόκληρο απόγευμα, αιχμάλωτη σ’ ένα τέτοιο σπιτάκι, χτυπώντας με τις γροθιές της τους αόρατους τοίχους του. Ωστόσο αυτές που κατέληγαν σε καλό σπιτάκι, έβρισκαν εκεί κανένα άγνωστο λουλούδι, μια έγχρωμη φωτογραφία ενός κόλπου με ιστιοφόρα ή καμμιά λεπτοφτιαγμένη πλαστική κουκλίτσα με φυσικά μαλλιά. Η ζωή παραπέρα σ’ ένα πιο πολύπλοκο και ανεπτυγμένο κόσμο με ατυχίες, απολαβές και δώρα καμμιά φορά.

Στις παραπάνω λοιπόν σελίδες κι αναφορές, ο Καρταρέσκου μας δίνει τη νύξη, κι εμφανώς το άμεσο ίχνος και στοιχείο, ότι, χωρίς πυξίδα κι οδηγίες από εκείνον, και σε αντίθεση με αυτό που έκανε ο Κορτάσαρ, θα πάει ένα βήμα παραπέρα, σε βαθμό δυσκολίας για τον αναγνώστη, και θα μας παρασύρει σε μια συγγραφή και μια αναπόληση και ανασύνθεση της «Νοσταλγίας» του, σε δομή και άτακτα πισωγυρίσματα στυλ «Κουτσού», για να μας διηγηθεί, όχι απλά τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά του χρόνια, αλλά σ’ ένα καινούργιο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σαν νέου άντρα» αλλά Τζόϋς ή και το αντίθετό του, στην πορεία της ζωής του μέχρι να πετύχει να γίνει συγγραφέας. Σιγά σιγά και προοδευτικά, ο Καρταρέσκου, άλλοτε με αόρατους αλλά το ίδιο φοβερούς και δεσμευτικούς από τη φαντασία τοίχους, άλλοτε επιστρατεύοντας τη Σεχραζάτ των «Χιλίων και μίας νυκτών», πότε το «Γελαστό άνθρωπο» του Σάλιτζερ, πότε την Ερέντιρα του Μαρκές, που πάντοτε κοιμόταν μ’ ανοιχτά τα μάτια, πότε καλύπτοντας με καναβάτσο τον καθρέφτη του Μπόρχες, επινοώντας δια της γραφής, ένα άλλο κάλυμμα, που θα τον προστατεύει από τη θλίψη, την τρέλα και την ευτυχία της (της Τζίνας), από την ανοησία, τον ιδεαλισμό, την ποταπότητα και την υπέροχη πλεονεξία της, και πότε, κάθε φορά που βρισκόταν πριν από κάθε κατάδυση μπροστά σε μια άλικη (Αλίκη;) πόρτα, στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», ενώ, ο βασικός του ήρωας είναι τον περισσότερο καιρό μια αράχνη που έχει μεταμορφωθεί σε άνθρωπο, σε μια βιρτουόζικη αντιστροφή της Καφκικής «Μεταμόρφωσης», κι ενώ το «Ανάστροφα» του Χουϊσμάν βοηθά τον εφηβικό έρωτα του συγγραφέα, την Τζίνα, να προσπαθεί να ζεί τη ζωή της σαν έργο Τέχνης, εστέτ, και «θέαμα», κατά γενική ομολογία των συμμαθητών της, όλα τα παραπάνω οδηγούν την αφήγηση και μαζί μ’ αυτήν και τον αναγνώστη, σε φανταστικές ατραπούς κι ονειρικές διαδρομές μιάς ζωής, η οποία, μπορεί στις λεπτομέρειές της να είναι φτιαχτή και πλαστή, επινοημένη, αλλά, που η αλήθεια της βασίζεται στα χρώματα και τα’ αρώματα της παιδικής κι εφηβικής ζωής σ’ ένα ολοζώντανο κι ατμοσφαιρικό Βουκουρέστι των δεκαετιών 70 και 80 κυρίως. Με τις μουσικές, τα θεάματα, τα διαβάσματα της τότε ανήσυχης νεολαίας.

Σταθμός της ζωής του συγγραφέα, καθώς διαμορφώνεται και κατά την εφηβική του ηλικία είναι βέβαια ο πρώτος μεγάλος, χωρίς ανταπόκριση έρωτας με την Τζίνα, οπότε οδηγούμαστε στο προηγούμενο από το ΡΕΜ κεφάλαιο, στους «διδύμους», όπου, ο ήρωας, μεταμφιέζεται, μεταμορφώνεται, μετενσαρκώνεται σε Τζίνα, έτσι ώστε μεταμορφωμένος μ’ αυτό τον τρόπο, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής του, και υφιστάμενος νευρικό κλονισμό και υστερική κρίση, κλείνεται σε νευρολογική κλινική, όπου, (συγχωνεύεται πιά στο κεφάλαιο αυτό το προηγούμενο από τους «διδύμους» κεφάλαιο, ο «Λοξοπάλαβος») ο συγγραφέας προσπαθεί, και τα καταφέρνει, να γιατρευτεί μέσα από τη γραφή. Τόσο η ζωή του, όσο και η σωτηρία του, θυμάται, και γράφει, υπήρξε πάντα η γραφή. Από μικρός που ακούγοντας πάντα ιστορίες και ζώντας σε φανταστικούς, κατά το πλείστον, κόσμους, όπως τους περιγράφει στον «Λοξοπάλαβο», αλλά και μετά ακόμα, που όντας έφηβος, ξεπερνά το ερωτικό του τραύμα, με τη γραφή της ιστορίας του με την Τζίνα, γινόμενος Τζίνα.

Το βιβλίο ουσιαστικά τελειώνει όταν, ο συγγραφέας, έχοντας γλυτώσει από την εφηβική ερωτική απογοήτευση, κι έχοντας ωριμάσει και λευτερωθεί από κάθε εγκόσμια δέσμευση (σελ.229) έχοντας σκοτώσει την Τζίνα διά της γραφής, μας κάνει να θυμηθούμε και να προβλέψουμε για το μέλλον του πως πιά κανένα εμπόδιο δεν θα τον σταματήσει από το να πετύχει τον στόχο του να γίνει, όχι ένας σπουδαίος συγγραφέας αλλά, να κατακτήσει τον κόσμο, τους γαλαξίες, το σύμπαν, το παν, με το έργο του(βλέπε τον επίλογο τον «αρχιτέκτονα» όπου αυτό ακριβώς συμβαίνει). Αλήθεια, αυτή ήταν η ζωή του, κι αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ο συγγραφέας απαντά στη σελίδα 405: Ε, αυτό είναι περίπου όλο το «ωραιότατο παραμύθι μου». Χρειάστηκα χρόνια, χρειάστηκε να ωριμάσω, να γίνω, για δες. Σχεδόν γριά, για να αρχίσω να υποψιάζομαι τι είναι πραγματικά το ΡΕΜ: ότι δεν βρίσκεται εκεί, κρυμμένο στην αποθήκη, αλλά έξω απ’ αυτήν, ότι στην ουσία εμείς είμαστε το ΡΕΜ, εσύ κι εγώ, και η ιστορία μου, με όλα τα μέρη και τους χαρακτήρες της, και η BloodyMary, και το σκυλί που το παρέσυρε το αυτοκίνητο, ότι ο δικός μας κόσμος είναι μυθοπλασία, ότι είμαστε χάρτινοι ήρωες κι ότι γεννηθήκαμε στον εγκέφαλο, στο μυαλό και την καρδιά του, που εγώ έχω δει. Ότι ακόμα κι αυτός ενσωμάτωσε τον εαυτό του στο ΡΕΜ. Ότι ακόμη κι αυτός κι ο δικός του κόσμος (όπου εγώ έχω εισχωρήσει και τούτο αποτελεί ίσως τον μόνο λόγο ύπαρξής μου), κι αυτός λοιπόν είναι προϊόν κάποιου πολύ ευρύτερου μυαλού, από έναν άλλο κόσμο, επίσης φανταστικό κι επινοημένο. Ναι, είμαι σίγουρη, ότι αυτήν ακριβώς τη στιγμή κι εκείνος ψάχνει πυρετωδώς την είσοδο σε κάποιον ανώτερο κόσμο∙ διακαής πόθος όλων μας, είναι να αντικρύσουμε τον Δημιουργό μας, να κοιτάξουμε ίσα στα μάτια την ύπαρξη που μας χάρισε τη δική μας ύπαρξη. Όμως φευ! Ίσως το ΡΕΜ να μην είναι τίποτε απ’ όλα ΄΄οσα σκέφτομαι εγώ για το ίδιο. Ίσως να είναι απλώς ένα συναίσθημα, ένα σφίξιμο της καρδιάς μπροστά στην κατάρρευση των πάντων, μπροστά σε αυτό που υπήρξε κάποτε και δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ πιά. Μια μνήμη αναμνήσεων. Το ΡΕΜ είναι ίσως η νοσταλγία. Ή κάτι άλλο. Ή όλα αυτά μαζί. Δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Η ζωή, όπως περιγράφεται παραπάνω, σαν διαδικασία και αποτέλεσμα, γιατί στο τέλος δεν πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε γι’ αυτό που διαβάσαμε, ναι, μπορεί, στο τέλος τέλος να πρόκειται για μια ζωή επινοημένη∙ κρατάμε όμως μονάχα αυτό, γιατί αυτό και μόνο είναι που ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Μόλις έχουμε διαβάσει την πορεία ενός νέου ανθρώπου σε συγγραφέα, τις στιγμές που καθόρισαν το πέταγμά του από κάμπια, χρυσαλλίδα ή αράχνη, σε πεταλούδα. Το μόνο που επιθυμώ είναι να ανακαλέσω το παρελθόν μου ή να το αναμορφώσω ή να το επινοήσω ή όλα αυτά μαζί, γιατί το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να έχω κάποιο παρελθόν, δηλαδή μια σειρά εικόνων που να είναι ή να υποκαθιστούν το χάος του παρόντος.

Η ζωή σαν μύθος, σαν παραμύθι, σαν Λογοτεχνία, σαν γραφή.



                                                    Νέλλη Σεληνιάδου



"Νοσταλγία", Μίρτσεα Καρταρέσκου, μετ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Καστανιώτης, 2021, σ.462

29/10/21

"Διομίρα", Σπύρος Γλύκας

 


Ο Σπύρος Γλύκας πήρε ένα σοβαρό ρίσκο όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη Διομίρα. Έγραψε ένα βιβλίο που είναι ξεκάθαρα δυστοπία, με όλες τις πολιτικές, οικονομικές, προσωπικές προεκτάσεις, ενώ είμαι σίγουρη πως ξέρει πολύ καλά πως το κοινό της επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα είναι περιορισμένο και θα δυσκολευόταν να βρει κάποιον να το εκδώσει.

Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Τροτ, ένας έφηβος στην ένατη επαρχία της Γης στον 23ο αιώνα, που βρίσκεται μπροστά στην καμπή της ενηλικίωσης. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αποχωριστεί όλους τους ανθρώπους, να αναλάβει μια δική του Μονάδα Ζωής, απ’ όπου δεν θα ξαναβγεί ποτέ και να ζήσει τα υπόλοιπα διακόσια χρόνια που του αναλογούν παρέα με ένα ρομπότ και τις οθόνες. Ο Τρότ όμως δεν είναι ένας κοινός έφηβος, έχει μια φοβερή ικανότητα συγκέντρωσης. Και αποφασίζει να το σκάσει. Στο φευγιό του θα συμβάλλει η Γριά, ένα σκιώδες πρόσωπο που βοηθά για λίγο όλους τους αντιφρονούντες, και θα του δώσει να καταλάβει την αξία της λογοτεχνίας αλλά και του ταλέντου του στη συγκέντρωση.

Όλα τα στοιχεία μια δυστοπίας είναι εδώ. Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία σε μια μελλοντική κοινωνία, όπου το περιβάλλον έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι στηρίζονται αποκλειστικά στην τεχνολογία για την επαφή. Όλοι σχεδόν αποδέχονται τη νέα κατάσταση, ελάχιστοι επαναστατούν. Σε αυτήν την κοινωνία υπάρχει και η Διομίρα, η μοναδική πόλη στην επιφάνεια, μα εκεί ζουν μονάχα τα μέλη πέντε οικογενειών, αυτών που προκάλεσαν την καταστροφή και τώρα κρατούν όλη την εξουσία για τον εαυτό τους.

Οι άνθρωποι πρέπει να αποδεχτούν ο καθένας την κοινωνική του θέση, να μην προσπαθούν, να μην ελπίζουν. Καταναλώνουν μόνο ό,τι τους πουν, χωρίς να μπορούν να μεταπηδήσουν στην άρχουσα τάξη, χωρίς να υπάρχει ελπίδα αλλαγής. Χάνει έτσι ο καθένας την ατομικότητά του, την ταυτότητά του, αυτοί που ξεχωρίζουν αναπότρεπτα πρέπει να εξαλειφθούν. Ο Γλύκας διαλέγει για ήρωες ακριβώς αυτούς, τους ελαχίστους αντιφρονούντες, αυτούς που κάνουν έστω μια προσπάθεια για μια αυτόνομη ζωή.

Κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα έχει η τεχνολογία, τα ανδροειδή που γίνονται όλο και πιο ανθρώπινα, στα όρια να έχουν συναισθήματα και να απολαμβάνουν την ερωτική πράξη. Και να ελέγχουν την ανθρωπότητα. Αυτός ο προβληματισμός, πολύ κοινός στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, μοιάζει τώρα που είμαστε στο έλεος της τεχνητής νοημοσύνης και των αλγορίθμων πιο επίκαιρος από ποτέ.

Το άλλο στοιχείο που δεν κρύβεται είναι η βιβλιοφιλία του συγγραφέα. Διακειμενικές αναφορές έχουμε διάσπαρτες σε όλο το κείμενο, όρεξη να έχει κανείς να τις εντοπίζει και να σημειώνει βιβλία. Εξάλλου όποιος είναι κάπως παρατηρητικός θα καταλάβει πως το όνομα "Διομίρα" και κάπου αλλού το έχει συναντήσει (στον Ίταλο Καλβίνο, κρύβε λόγια). Ο κεντρικός ήρωας είναι βαθιά βιβλιομανής και ούτε λίγο ούτε πολύ, πιστεύει πως τα βιβλία θα σώσουν τον κόσμο.

Τελικά αυτό που πρέπει κανείς για να απολαύσει ένα μυθιστόρημα όπως η Διομίρα είναι να άρει τη δυσπιστία και τις προκαταλήψεις του, να αφεθεί σε αυτόν τον νέο κόσμο χωρίς να τον αμφισβητεί, για να μπορέσει να ταυτιστεί με τους ήρωες και να περάσει στο δεύτερο επίπεδο του κειμένου. Όποιος μείνει στις λεπτομέρειες, θα γοητευτεί από το φόντο, αλλά θα χάσει την ουσία.


                         Κατερίνα Μαλακατέ



"Διομίρα", Σπύρος Γλύκας, εκδ. Ιβίσκος, 2021












21/10/21

"Νοσταλγία", Mircea Cărtărescu

 



Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου διατείνεται πως δεν διορθώνει τα γραπτά του, γράφει στο χέρι ευλαβικά δύο σελίδες την ημέρα, με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα, και ποτέ δεν τις αλλάζει. Αυτό αντιτίθεται στις βασικές αρχές της λογοτεχνικής δημιουργίας, κι είτε είναι ψέμα είτε αλήθεια, δημιουργεί μια αχλή που αξίζει στον συγγραφέα. Ο πιο γνωστός Ρουμάνος λογοτέχνης της «γενιάς με τα τζιν», που άλλαξε εκ βάθρων τη ρουμάνικη λογοτεχνία, ξεκίνησε ως ποιητής. Εκείνος, λέει, πως συνεχίζει να είναι ποιητής, στην πραγματικότητα βέβαια τα έργα του είναι ένας συγκερασμός, μια σύνθεση ανάμεσα στο γιγαντιαίο σύμπαν ενός μυθιστορήματος και τον ντελικάτο λυρισμό ενός ποιήματος.

Η Νοσταλγία εκδόθηκε το 1989 λογοκριμένη με τον τίτλο «Όνειρο» και τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα νέο καθεστώς πια, σε όλη της την έκταση με τον τωρινό τίτλο. Πρόκειται για ένα κείμενο σπονδυλωτό, που στην αρχή -ίσως για πολλούς φτάνοντας και στο τέλος-, φαίνεται να μην έχει συνοχή, να μην είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Από το πρώτο διήγημα ήδη, τον Ρουλετίστα, καταλαβαίνουμε πως η σχέση του συγγραφέα με το πραγματικό είναι εξαιρετικά χαλαρή. Οι μνήμες ξεπηδούν με έναν προυστικό τρόπο, συνειρμικά, αλλά οι ιστορίες του Καρταρέσκου μοιάζουν περισσότερο μπορχικές, είναι ένα φίδι που κυνηγάει την ουρά του, χωρίς καμία απολύτως διάθεση να διευκολύνει τον αναγνώστη.

Στις τρεις κεντρικές νουβέλες του μυθιστορήματος, τον Λοξοπαλαβό, τους Διδύμους, το ΡΕΜ, οι παιδικές μνήμες μπλέκονται με ιστορίες πολύ πιο σκοτεινές, φτιάχνουν μαιάνδρους με τα τοιχώματα της μνήμης, του ονείρου και της ζωής. Δεν είναι μόνον η νοσταλγία το θέμα, είναι το καθεστώς, ο τρόπος που καθένας χειρίζεται από την παιδική ηλικία την πραγματικότητα, είναι η ταυτότητα του που τον ξεχωρίζει, και τελικά, όσο αλλόκοτος κι αν είναι, τον κάνει ίδιο με όλους τους άλλους. Ο Καρταρέσκου αρέσκεται στους νεολογισμούς, κορυφαίος η "Μαγιασκάφισσα" του Λοξοπαλαβού, στις ιστορίες με παρενδυσία και αλλαγή του εαυτού, μοιάζει σαν αφηγητής να είναι η ίδια η Σεχραζάτ, άλλωστε στην τρίτη νουβέλα, αυτή είναι ξεκάθαρα η κεντρική ηρωίδα, είμαι σίγουρη για αυτό. Ο αφηγητής του συχνά πυκνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον αναγνώστη, περίπου όπως ο Τρίστραμ Σάντι του Λώρενς Στερν, δεν κρατά τις συμβάσεις, και δεν νοιάζεται καθόλου για την αλήθεια.

Η αλήθεια δεν οδηγεί στην λογοτεχνία. Το βιβλίο είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές, από τον Έλιοτ στον Ζιντ και στον Κορτάσαρ, είναι μια πανδαισία ποιητικής. Όλα αυτά, τα οποία αποτελούν και δεν αποτελούν μυθιστόρημα, έχουν μόνον τελικό σκοπο: την ίδια τη Λογοτεχνία. Το κείμενο είναι σαν να λούζεται μέσα στα διαβάσματα του συγγραφέα του, σαν αυτός ο αφηγητής, που μοιάζει τόσο με τον αφηγητή του Προύφροκ του Έλιοτ, είναι μια μεγάλη κίτρινη σκιά γάτας ή σκύλου στην πραγματικότητα, να μην νοιάζεται για τίποτα άλλο. Χρησιμοποιεί όλα τα δομικά συστατικά της τέχνης, τη μνήμη, τη φαντασία, την υποκειμενική πραγματικότητα και την αίσθηση του εαυτού, για να φτιάξει τελικά μια ιστορία υπαρξιακού τρόμου. Οι ήρωες του Καρταρέσκου δεν μπορούν να υπάρξουν σε έναν πραγματικό κόσμο που ολοένα τους σκοτώνει, δεν μπορούν να ερωτευτούν παρά μόνον τον εαυτό τους και για αυτό καταφεύγουν στην μόνη άλλη εναλλακτική, ζουν μέσα στη συνείδησή τους.

Διαφέρει πολύ αυτό το βιβλίο, που είναι βαθιάς ομφαλοσκόπησης, με τα αντίστοιχα στη χώρα μας; Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί βουτιές αντάξιες ενός Κορτάσαρ ή ενός Σάμπατο, δεν μένει στην επιφανειακή αναζήτηση του εαυτού. Στην ερώτηση αν τα καταφέρνει, η απάντηση είναι δύσκολη. Άλλοτε έχεις την αίσθηση πως αυτό το κείμενο είναι εντελώς μοναδικό και θα έπρεπε να το είχες ήδη διαβάσει. Άλλες φορές η αφήγηση χαλαρώνει, γίνεται βασανιστική, σχεδόν θέλεις να το παρατήσεις, έχεις την αίσθηση πως ο συγγραφέας σε βασανίζει επίτηδες, γιατί βασανίζεται. Αυτές τις στιγμές, το κείμενο γίνεται λυρικό και οι περιγραφές τραβούν σε ανεξήγητο μάκρος. Αν κάνεις όμως το λάθος να τις προσπεράσεις διαγώνια, τότε θα σου ξεφύγει η μία εκείνη φράση που κάνει τη διαφορά και σε οδηγήσει στην επόμενη εικόνα.

Αξίζει τον κόπο η, ομολογουμένως μεγάλη, περίοδος που θα διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο; Είναι σίγουρα αδύνατο να ξεμπερδέψεις μαζί του με μια ανάγνωση, ή με ένα γρήγορο πέρασμα. Σε κάθε ανάγνωση δίνει κάτι ακόμα. Σε κάθε ανάγνωση είναι πιο εύκολο πια να το τελειώσεις. Στην πρώτη ανάγνωση, θεωρώ αδύνατο κάτι τέτοιο. Δεν είναι βέβαια το πρώτο βιβλίο που απαιτεί από μας μια τέτοια προσέγγιση. Μένει να δούμε αν όσο δουλεύει σωστά ο χρόνος, αυτό το παιχνίδι που παίζει η Νοσταλγία με τον αναγνώστη της -στην πραγματικότητα εδώ το θύμα κυρίως είναι αυτός που διαβάζει- αφήνει τη λογοτεχνία να κερδίσει. Και τότε ο αναγνώστης-θύμα, που θυσίασε τόσο χρόνο για ένα μόνο βιβλίο, μπορεί να βγει νικητής.



                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Νοσταλγία", Μίρτσεα Καρταρέσκου, μετ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Καστανιώτης, 2021, σ.462 

15/10/21

"Ο φίλος", Sigrid Nunez






Δεν είχα διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο της Σίγκριντ Νιούνεζ (οι ρίζες της είναι από τη Γερμανία, την Κίνα και τον Παναμά, αλλά γεννήθηκε και ζει στη Νέα Υόρκη), δεν έχουμε εξάλλου κανένα άλλο της μεταφρασμένο πέρα από το τωρινό, τον «Φίλο». Ούτε όμως την είχα ξανακούσει. Δεν μπορώ να ισχυριστώ με λίγα λόγια πως περίμενα με λαχτάρα το μυθιστόρημα της 70χρονης συγγραφέα, που έχει πολλά βιβλία πίσω της, ούτε πως με συγκίνησε το National Book Award του 2018. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι πολύ κοινότοπο που με παρακίνησε να το διαβάσω, με συγκίνησε ο σκύλος.

Πρωταγωνίστρια και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, σε αυτό το βιβλίο που είναι κάτι ανάμεσα σε μυθοπλασία και memoir -πρόκειται για autofiction με τον τρόπο του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (ο ίδιος, ή τέλος πάντων το βιβλίο του, συμμετέχουν και σε ένα αστείο περιστατικό)- είναι μια μεσόκοπη γυναίκα, συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής που χάνει τον κολλητό της. Ο καλύτερός της φίλος ήταν κι αυτός συγγραφέας και καθηγητής δημιουργικής γραφής, ένας άντρας μιας άλλης εποχής, γυναικάς, που παντρευόταν τις μαθήτριές του (τρεις από αυτές) κι έκανε δεσμό με δεκάδες άλλες. Τώρα, στην εποχή του #MeToo οι άντρες δεν βάζουν καν γυναικείους χαρακτήρες ή σεξ στα μυθιστορήματά τους, όπως την ενημερώνει ένας φοιτητής της, γράφουν τις σκηνές, αλλά δεν τις φέρνουν στο Πανεπιστήμιο. Η ιδέα πως καθηγητής θα είχε ερωμένη φοιτήτρια του είναι αποτρόπαια. Η πρωταγωνίστρια έχει βαρύ πένθος για τον φίλο της, που ήταν κάποτε και δικός της καθηγητής. Κι όταν η τρίτη του γυναίκα της δίνει τον σκύλο του, τον Απόλλωνα, έναν τεράστιο δανό ποιμενικό, πιο μεγάλο κι από την ίδια, δεν το σκέφτεται καν, φιλοξενεί το γέρικο σκυλί, κι ας μην επιτρέπεται στο οικοδομικό τους τετράγωνο, κι ας κινδυνεύει να χάσει το μικρό νεουορκέζικο διαμερισματάκι της, ενώ είναι σίγουρη πως δεν μπορεί να βρει άλλο.

Το βιβλίο της Νιούνεζ έχει να κάνει με τα σκυλιά και τα βιβλία, με τη φιλιά και την αγάπη, με την αμερικάνικη κοινωνία που συνεχώς αλλάζει και συντηρητικοποιείται, με το συγγραφικό σινάφι, που μοιάζει τόσο μα τόσο για όποια χώρα κι αν μιλάμε. Μετά την αυτοκτονία του φίλου της, μεγάλη και μόνη, η ηρωίδα αναρωτιέται αν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Σίγουρα πάντως είναι ερωτευμένη με τον σκύλο. Και με τη λογοτεχνία, που περνάει από τις σελίδες της σαν να ζει και να ανασαίναει μόνο για αυτή, η ζωή της να ταυτίζεται με τα βιβλία, αβίαστα μιλάει για Φλομπέρ, Ρίλκε, Μπέκετ, Κλάιστ, Γουλγ, Σέξτον, Μόρισον, Αλεξίεβιτς κ.α..

Το βιβλίο έχει ένα πικρό αυτοσαρκαστικό χιούμορ που δεν κρύβεται από τη συγκίνηση του πένθους, είναι ένα σχόλιο για μια κοινότητα ανθρώπων αλλά κι ένα αφιερωμα σε αυτούς που αναλώνουν τη ζωή τους στο γράψιμο. Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, δίχως αυτολύπηση, χωρίς άσκοπους πειραματισμούς και μεταμοντέρνα διάσπαση, το κείμενο φανερώνει μια εξαιρετικά ευφυή συγγραφέα. Η ματιά της είναι διεισδυτική και απολαυστική. Κι ελπίζω τώρα που τη μάθαμε, να μεταφραστούν κι άλλα της βιβλία.


                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο φίλος", Sigrid Nunez, μετ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Gutenberg, 2021, σ.244 


1/10/21

"Χιλιανός ποητής", Alejandro Zambra

 



Δίσταζα να ξεκινήσω τις 519 σελίδες του Χιλιανού ποιητή, αν και έχω διαβάσει -και απολαύσει- όλα τα βιβλία του Alejandro Zambra που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ξεκινώντας από το Μπονσάι. Ο Σάμπρα ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε το βάσανο του στίχου κι αφοσιώθηκε στη μικρή πεζογραφική φόρμα. Όλα τα άλλα του βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι σε μέγεθος νουβέλας, κάποιες φορές υβριδικά, πάντοτε όμως με τη ματιά επικεντρωμένη στον άνθρωπο. Για να είμαι ειλικρινής, έκανα λάθος που δίστασα. Αυτό είναι ίσως το καλύτερο βιβλίο του που έχω διαβάσει, αποδεικνύοντας περίτρανα πως τα καταφέρνει όχι μόνο στην μικρή, αλλά και στην πολύ μεγάλη φόρμα, πως είναι πεζογράφος στην ψυχή, αν και οι ελιτιστές-ποιητές ήρωες του δεν τους έχουν και σε μεγάλη υπόληψη.

Κεντρικοί ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Γκονσάλο κι ο θετός γιός του, Βισέντε. Κι οι δυο ποιητές, σε μια χώρα που φαίνεται πως όλοι γράφουν ποίηση (δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό), ασχολούνται μάλλον παραπάνω με την ανάγνωση και την ανάλυση των ποιημάτων των άλλων, παρά με τα δικά τους. Ο Γκονσάλο γνωρίστηκε με την Κάρλα όταν ήταν κι οι δυο έφηβοι, και έχασαν μαζί την παρθενιά τους. Χρόνια αργότερα θα ξαναβρεθούν, ο Γκονσάλο θα γίνει άτυπος πατριός του γιού της, του Βισέντε, συνεχίζοντας να στοιχειώνεται από την ποίηση. Πολύ καιρό μετά, ο Βισέντε, νεαρός ενήλικας θα προσπαθήσει κι αυτός να βρει τη θέση του στη χιλιανή ποίηση.

Τα γνώριμα θέματα του Σάμπρα, είναι όλα εδώ: ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, το τι έχει σημασία στη ζωή, η ταυτότητα του καθενός μας, ο πυρήνας μας που δεν αλλάζει, αλλά μετασχηματίζεται ανάλογα στις συνθήκες. Η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, φιλική, ερωτική, πατρική, υιική, είναι πάντα το κεντρικό ζήτημα, ο τρόπος που χανόμαστε και βρισκόμαστε, κάνοντας κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλον. Η μνήμη, που αφήνει άλλες αναμνήσεις στον καθένα, διαταράσσοντας κάπως την αίσθησή μας για την πραγματικότητα, και τελικά μας χαστουκίζει όταν δεν την αποδεχόμαστε.

Και η γραφή και η ανάγνωση, το πώς τοποθετείται ο αναγνώστης και ο συγγραφέας (ο ποιητής εδώ) απέναντί τους, πώς προκύπτουν σημαντικά κείμενα, αν έχει σημασία η θέση σου στο λογοτεχνικό κύκλωμα. Η Χιλή έχει δυο Νόμπελ, και τα δυο ποιητικά, κι η βαριά σκιά του Πάμπλο Νερούδα, -τον οποίο οι νέοι ποιητές δεν διαβάζουν πια, αλλά με χαρά δέχονται υποτροφίες από τα ιδρύματά του-, καλύπτει τον χώρο. Από το βιβλίο κάνουν πέρασμα πολλά τρανταχτά ονόματα της χιλιανής ποίησης, βλέπουμε ακόμα και συνέντευξη του Νικανόρ Πάρα, και σχολιάζονται και οι παθογένειές της, με χιούμορ και αγάπη. Για ένα συγγραφέα αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον και πικάντικό σημείο του βιβλίου, μαζί με τις διακειμενικές αναφορές. Φαντάζομαι όμως πως είναι εξίσου σημαντικό και για αυτόν που μόνο διαβάζει χωρίς να γράφει.

Αγάπησα τον Χιλιανό ποιητή, όπως κι όλα τα άλλα βιβλία του Σάμπρα. Δεν είναι βέβαια τόσο σφιχτοδεμένο, όσο οι νουβέλες, μα είναι σημαντικό να βλέπεις έναν γραφιά να αφήνεται, φαίνονται έτσι με μεγαλύτερη ενάργεια οι ραφές της γραφής του, τα θέματα που τον απασχολούν. Μια μικρή κοιλιά στην αφήγηση ίσως υπήρξε, χωρίς να έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει πως τελειώνοντας το βιβλίο, ήθελα να ξαναδιαβάσω Ρομπέρτο Μπολάνιο απεγνωσμένα.



                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Χιλιανός ποητής", Alejandro Zambra, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, 2021, σ.519



16/9/21

"Εκπνοή", Ted Chiang

 






“Νομίζω πως με άνεση ο Τεντ Τσιάνγκ εδραιώθηκε μέσα μου ως άμεσος απόγονος του Φίλιπ Ντικ· κάτι σαν χαμένος γιος ή εγγονός του. Και αποκατέστησε την πίστη μου στην επιστημονική φαντασία, ως το μόνο λογοτεχνικό είδος που μπορεί να με σώσει από την ανία”.

Έτσι έκλεινα το κείμενο για την μόνη άλλη συλλογή διηγημάτων του Τεντ Τσιάνγκ, Ιστορίες της ζωής σου και άλλες ιστορίες. Κι είχα και δίκιο και άδικο. Δίκιο γιατί με την Εκπνοή ο εξαιρετικά ολιγογράφος Τσιάνγκ σίγουρα εδραιώνεται μέσα μου ως ο βασικός εκπρόσωπος της τωρινής λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. Κι άδικο, γιατί με αυτή την συλλογή ο Τσιανγκ προσπερνάει τον Ντικ, και κάνει αυτό που ίσως θα έκανε εκείνος αν δεν ήταν τόσο βουτηγμένος στις ουσίες, γράφει επιστημονική φαντασία που προχωράει βαθιά, και μιλάει για όλα τα σημαντικά και φιλοσοφικά της ανθρώπινης φύσης, αφήνοντας κατά μέρος την επιφάνεια.

Ήδη από το πρώτο διήγημα της συλλογής, το Ο έμπορος και η πύλη του Αλχημιστή, ο συγγραφέας φτιάχνει μια ιστορία που αφορά το ταξίδι στον χρόνο και τον χώρο και την ύπαρξη ή όχι του πεπρωμένου, που θα ζήλευαν κι οι Χίλιες και μια νύχτες. Το ταξίδι στον χρόνο μετατρέπεται έτσι σε φιλοσοφικό και θεολογικό ζήτημα.

Στον Βιολογικό κύκλο των λογισμικών όντων, που μάλλον έχει μέγεθος νουβέλας, ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη, τα όρια του συναισθήματος και της γνώσης, πού μπορεί να οδηγήσει μια ανθρωπόμορφη, παιδική, εκδοχή της. Γιατί το μεγαλώνεις ένα ψηφιόν, είναι και δεν είναι όπως το να μεγαλώνεις ένα παιδί με σάρκα και οστά.

Στο Η αγωνία είναι ο ίλιγγος της ελευθερίας ο Τσιάνγκ διερευνά τα παράλληλα σύμπαντα, τι θα γινόταν μπορούσαμε να έχουμε επαφή με τους παράλληλους εαυτούς μας, τις πολλές εκδοχές της προσωπικότητας και της ηθικής μας. Αν το πεπρωμένο δεν είναι γραμμένο, και σε μια στιγμή μπορεί να πεθάνεις στο ένα σύμπαν και να συνεχίσεις να ζεις στο άλλο, ποιος είσαι.

Για να φτάσουμε στο κατ’ εμέ κορυφαίο, τον Ομφαλό, όπου η επιστήμη έχει ήδη αποδείξει πως υπάρχει Θεός, μόνο που… Εδώ πια καταπιάνεται άμεσα με το θείο για να κατδείξει πως όλα αφορούν τον άνθρωπο.

Ο Τεντ Τσιάνγκ μιλάει για τον χρόνο, τον τόπο, την ύπαρξη ή όχι της ελεύθερης βούλησης, του Θεού, για το νόημα της ανθρώπινης ζωής εν γένει. Δεν τον απασχολεί πια τόσο να γράψει για τα επιτεύγματά μας σε διακόσια χρόνια, απαγκιστρώνεται από την ανάγκη για τη ματιά στο μέλλον, γράφει για το παρόν, σχεδόν σαν να κάνει μια άτυπη φιλοσοφική πραγματεία. Ο Τσιάνγκ γράφει πολύ λίγο (αυτές οι δυο συλλογές είναι όλες κι όλες και δεν έχει άλλο), κι ας έχει σαρώσει όλα τα βραβεία. Συνεχίζω να έχω την αίσθηση πως καθένα από αυτά τα διηγήματα άξιζε να γίνει μυθιστόρημα. Όμως εκτιμώ την πυκνότητά τους, την ματιά τους, την προσοχή και το παίδεμα. Χαίρομαι που στην Ελλάδα ένας τέτοιος συγγραφέας μεταφράζεται από μια από τις ευφυέστερες μεταφράστριες μας (η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου το κέντησε το βιβλίο) και το βιβλίο βγαίνει με αυτό το εξώφυλλο, σε αυτές τις εκδόσεις. Ας ελπίσουμε πως κάτι επιτέλοους θα αλλάξει στον τόπο που οι μισοί αναγνώστες ακούν επιστημονική φαντασία και τρέχουν μακριά. Και σε αυτούς που είπαν «Είναι το καλύτερο βιβλίο του καλοκαιριού μου, δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία, αποκλείεται» η απάντηση είναι απλή: «Είναι επιστημονική φαντασία. Στα καλύτερά της».

                             
                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Εκπνοή", Ted Chiang, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Ίκαρος, 2021, σ. 451

7/9/21

"Το πέρασμα του μακελάρη", John Williams

 




Θα διάβαζα ποτέ ένα βιβλίο που το λένε Το πέρασμα του μακελάρη (Butcher’scrossing) και στο οπισθόφυλλο γράφει πως πρόκειται για γουέστερν, αν δεν ήταν του Τζον Γουίλιαμς; Ποτέ. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι αλήθεια είναι πως το θέμα δεν μου ταίριαξε, και σίγουρα ο Μακελάρης δεν αντικατέστησε στην τρυφερή αναγνωστική καρδιά μου ούτε τον Στόουνερ , ούτε τον Αύγουστο (αδυνατώ ακόμα να αποφασίσω ποιο μου άρεσε πιο πολύ, τελευταία κλίνω προς τον Αύγουστο). Όμως το μυθιστόρημα αυτό, το πρώτο του Γουίλιαμς αν εξαιρέσεις το αποκηρυγμένο, έχει ύπουλη γοητεία, κι εκεί που αναρωτιέσαι γιατί διαβάζεις για σκοτωμούς βουβαλιών, και πορωμένους δολοφόνους ζώων, σε τραβάει στον κόσμο του και δεν μπορείς να το αφήσεις.


Πρωταγωνιστής ο νεαρός Γουίλιαμ Άντριους, που επηρεασμένος από τον Έμερσον και τον Θορό, παρατάει τις σπουδές του στο Χάρβαρντ και ταξιδεύει ως Το πέρασμα του Μακελάρη, εκεί που κάνουν στάση οι κυνηγοί βουβαλιών, ψάχνοντας για την περιπέτεια, την επαφή με τη φύση, για αυτό το κάτι άλλο που θα δώσει νόημα στη ζωή του. Σύντομα αποφασίζει να χρηματοδοτήσει την αποστολή του Μίλερ, ενός κυνηγού που ισχυρίζεται πως ξέρει ένα μέρος στα βουνά όπου μπορούν να βρουν τεράστια κοπάδια βουβαλιών. Ξεκινούν οι τέσσερίς του, ο Άντριους, ο Μίλερ, ένα μάλλον γκροτέσκο ανθρωπάκι, ο Τσαρλς Χότζ, κι ένας γδάρτης, ο Σνάιντερ. Και τα βγάζουν πέρα με το άγριο τοπίο, και τη δίψα και την πείνα, και τους καυγάδες μεταξύ τους, και φτάνουν στον προορισμό τους και πετυχαίνουν τον σκοπό τους· κι ο Μίλερ δεν μπορεί να σταματήσει να σκοτώνει βουβάλια, χιλιάδες βουβάλια που αφήνει τα -γυμνά από δέρμα- κουφάρια τους να σαπίζουν στον ήλιο και κρατάει μόνο τα τομάρια τους.

Κι εκεί αρχίζει η γνωστή βύθιση του Γουίλιαμς στην ψυχή των ηρώων του. Ο Άντριους είναι ένα αγόρι που δεν ξέρει πολλά από αγριότητα, έχει όμως τη λαχτάρα να εξερευνήσει και να μάθει. Δίπλα του ο Μίλερ μοιάζει με πορωμένος δολοφόνος. Ο λογικός Σνάιντερ δεν εισακούεται ποτέ. Ο Τσαρλς δεν τα καταφέρνει και θα μείνει πίσω. Όλοι αυτοί μαζί συμβολίζουν την ίδια την Αμερική, την ορμή και την αφέλειά της, τον επαγγελματισμό και την πίστη, τον ερασιτεχνισμό και την ευπιστία, τη λαχτάρα για γρήγορα λεφτά και σκοτωμούς και καθυπόταξη όλων των άλλων. Το μακελείο των βουβαλιών, που δεν κάνουν καν προσπάθεια να αντισταθούν, που μοιάζει και είναι μάταιο, για τον Μίλερ είναι μονόδρομος. Είναι αυτός που είναι και θα σφάξει μέχρι τέλους.

Το πέρασμα του μακελάρη είναι ίσως το πιο περίεργο από τα τρία μυθιστορήματα του Γουίλιαμς, κάποια στιγμή νιώθεις τα εντόσθια να κρέμονται από τα χέρια σου. Σίγουρα πρόκειται για αυτό που αγάπησα λιγότερο. Γραμμένο από κάποιον άλλο μπορεί να με έκανε να νιώσω και αποστροφή. Αλλά η γραφή του Γουίλιαμς έχει το χάρισμα αυτών των χαμηλότονων χαρακτήρων, της ηπιότητας της πλοκής, σαν να σε βάζει να κάνεις παύση ξαφνικά και να αφουγκραστείς πραγματικά τους ανθρώπους. Κι αυτό είναι που ενώνει τα τόσο ετερόκλιτα μυθιστορήματά του, και δίνει στο έργο του ξεχωριστό ύφος. Συνεχίζει να μου κάνει τεράστια εντύπωση πως παρέμεινε αφανής και ξεχασμένος για τόσον καιρό. Νομίζω όμως πια πως θα πάρει τη θέση του στον Κανόνα.



                                    Κατερίνα Μαλακατέ




"Το πέρασμα του μακελάρη", John Williams, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg, 2021, σ.460