29/4/22

"Μάθημα ελληνικών", Χαν Γκανγκ 한강

 


 


Αν και σε καμία περίπτωση δεν φτάνει την πολυπλοκότητα της Χορτοφάγου, το Μάθημα ελληνικών είναι ένα ήσυχο βιβλίο, που επικεντρώνεται σε ένα θέμα και το εξαντλεί σε βάθος. Η απλότητα και το βάθος μαζί, κάνουν καλό στην ψυχή. Εκεί έχω καταλήξει.

Μια γυναίκα δουλεύει όλα της τα χρόνια με τη γλώσσα, όταν ξαφνικά χάνει τη φωνή της. Το είχε πάθει ξανά όταν ήταν παιδί, αδυνατεί να μιλήσει. Η γυναίκα έχει πρόσφατα χωρίσει, πέθανε η μητέρα της, κι ο πρώην άντρας της της πήρε την επιμέλεια του παιδιού. Αρχίζει μαθήματα αρχαίων ελληνικών, ίσως με την κρυφή ελπίδα πως θα λειτουργήσουν όπως κάποτε τα Γαλλικά που τη βοήθησαν να βρει φωνή. Ο δάσκαλός της είναι ένας σαραντάρης άντρας που γύρισε πρόσφατα από την Γερμανία όπου είχε μεταναστεύσει για χρόνια η οικογένειά του. Ο άντρας σύντομα θα χάσει την όρασή του, το ξέρει από μικρός, μα τώρα θα γίνει οριστικά. Του έχουν μείνει ένα δύο χρόνια προοδευτικού θολώματος, κι έπειτα σκοτάδι.

Ο υπαινιγμός είναι τέχνη. Κι αυτή την τέχνη την εξασκεί και εδώ εξαιρετικά η Χαν Γκανγκ. Τίποτα δεν λέγεται, όλα όμως αφήνεται να υπονοηθούν, σαν να σέρνονται ύπουλα και είναι έτοιμα να σου επιτεθούν ανα πάσα στιγμή. Οι αισθήσει που σε εγκαταλείπουν, η γλώσσα ως πατρίδα και καταφύγιο (ειδικά μια γλώσσα τόσο διαφορετική από τη δική σου και πεθαμένη εκατοντάδες χρόνια), η παιδική ηλικία, οι σχέσεις με τους γονείς που διαμορφώνουν το παρόν, το κάθε παρόν, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η φθορά και η λήθη. Και το πλησίασμα, δυο ανθρώπων τόσο πληγωμένων που δεν φανταζόσουν ποτέ πως μπορούν να σώσουν ο ένας τον άλλον.

Βιβλίο υποτονικό, σε στιγμές μαυλιστικό, που δεν θέλεις να τελειώσει γιατί η πλοκή του είναι εντελώς αδιάφορη. Θέλεις να συνεχίσει να σε έχει στα δίκτυα του, να μην βγεις από αυτόν τον κόσμο που φαίνεται να έχει μόνο μια έγνοια, την πολυπλοκότητα της ίδιας της ζωής. Αυτό είναι συνάμα συνταρακτικό και ανακουφιστικό. Η Χαν Γκανγκ καταφέρνει με μια απλή συμβολική ιστορία να φτιάξει δυο ήρωες γοητευτικούς μες στις δυσκολίες και τις αναπηρίες τους.

Η κορεάτικη είναι μια κουλτούρα πολύ διαφορετική από τη δική μας, το νιώθω βαθιά στα κόκκαλα μου κάθε φορά που διαβάζω βιβλίο συγγραφέα κορεάτικης καταγωγής. Ο Κορεάτες μεγαλώνουν αλλιώς, βλέπουν τη ζωή με άλλον τρόπο, κι όμως τα μυθιστορήματα της Χαν Γκάνγκ έχουν κάτι το οικείο. Το δράμα είναι βαθιά ανθρώπινο. Ο καθηγητής των ελληνικών, ποτέ δεν έμαθε τέλεια Γερμανικά, όσα χρόνια κι αν έλειψε, μόνο στην Κορέα νιώθει πως δεν ξεχωρίζει. Και η αίσθηση του ανήκειν -έστω κι απλά ο ένας στον άλλον- είναι το θέμα όλου του μυθιστορήματος.


                                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μάθημα ελληνικών", Χαν Γκανγκ, μτφ. Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Καστανιώτη, 2022, σ.192 



12/4/22

"Αρχίζουμε από το τέλος", Chris Whitaker

 




Είχα καιρό να διαβάσω whodunit αστυνομικό, εμπορικό και γρήγορο, όταν έπιασα το «Αρχίζουμε από το τέλος». Επίσης ίσως να είχα κι ελαφρύ πυρετό. Πάντως το μυθιστόρημα ανταποκρίθηκε πλήρως, με ξενύχτησε όταν έπρεπε και μου κράτησε συντροφιά, όχι για πολύ 2-3 μέρες, ίσα ίσα να μπορέσω να βγάλω το δύσκολο.

Φυσικά, όπως τα περισσότερα αντίστοιχα που έχω διαβάσει, πάσχει από την ασθένεια της υπερπλοκής, ήρωες εμφανίζονται, κι έπειτα πεθαίνουν εν ριπεί οφθαλμού, ακριβώς μόλις τους συμπαθήσεις, δολοφόνοι κάνουν σουλάτσο, λες και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου είναι να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, έστω και τυχαία. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας αστυνομικός που δεν έχει λύσει ποτέ ούτε μια υπόθεση και πάσχει από ανίατη ασθένεια. Α, και ο πραγματικός δολοφόνος κάνει μπαμ αμέσως.

Δύο παιδιά, η Ντάτσες, δώδεκα χρονών και ο Ρόμπιν, έξι χρονών, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους με ελάχιστα χρήματα, γιατί η μητέρα τους είναι μια άσωτη που δουλεύει ενίοτε τραγουδίστρια σε κακόφημα μπαρ, κάνει σωρηδόν απόπειρες αυτοκτονίας και τα παραμελεί. Ο μόνος που νοιάζεται για αυτά είναι ο στρογγυλός, ροδαλός αστυνόμος Γουόκ, παιδικός φίλος της μαμάς τους. Κι αργότερα ο Βίνσεντ, ο κολλητός του Γουόκ, που μόλις βγήκε έπειτα από τριάντα χρόνια στη φυλακή

Άλλα σπόιλερ σε αστυνομικό, εγώ δεν κάνω.-

Το μυθιστόρημα έχει κάποιες νύξεις για τις διαλυμένες οικογένειες, για το τραύμα, για τη θανατική ποινή, για την ιδρυματοποίηση, για την οικολογία, χωρίς να φτάνει σε κάποιο βάθος κι αυτό είναι ξεκούραστο. Ενεργοποιεί την ταύτιση από την πρώτη στιγμή, με το πιο εύκολο τρικ, έχοντας για κεντρική πρωταγωνίστρια ένα παιδί δώδεκα χρονών και πιάνει σωστά όλες τις αποχρώσεις του μελό. Βέβαια πιθανολογώ πως ο συγγραφέας έχει χρόνια να συναναστραφεί με μια δωδεκάχρονη, κι έτσι η πρωταγωνίστρια άλλοτε μοιάζει οκτώ, κι άλλοτε σαράντα οκτώ ετών, χωρίς καμία συνέπεια.

Η πλοκή έχει κάποια παιδαριώδη λάθη, είναι δύσκολο να χειριστείς όλους αυτούς τους χαρακτήρες, κι η μετάφραση είναι μέτρια, γεμάτη αγγλισμούς και κυριολεξίες που σε κάνουν να γελάς και να χάνεις τον ρυθμό της αφήγησης. Αυτό είναι πάντα κακό σημάδι, σημαίνει πως ο μεταφραστής βαρέθηκε, «μπήκε στον αυτόματο» για να βγουν οι πολλές σελίδες. Γενικά, μόλις αρχίσει κανείς να ψάχνει τις «ραφές» του κείμενου, είναι κακά τα μαντάτα για ένα μυθιστόρημα που δεν διεκδικεί δάφνες μεταμοντερνισμού. Κι αν κατάφερα εγώ που είμαι εξαιρετικά επιρρεπής στο μελόδραμα, να αρχίσω να ασχολούμαι με τα δομικά στοιχεία της πλοκής, αντί να κλαίω για τους πεθαμένους, τότε μάλλον κάτι πήγε λάθος.


                                              Κατερίνα Μαλακατέ

 
"Αρχίζουμε από το τέλος", Chris Whitaker, μετ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Μεταίχμιο, 2022, σ.482

7/4/22

"Μια χούφτα σκόνη", Evelyn Waugh

 




Θα έλεγα ψέματα, αν υποκρινόμουν πως ήξερα τον Ίβλιν Γουό (Evelyn Waugh) πριν από την έκδοση του «Μια χούφτα σκόνη» από τις εκδόσεις Gutenberg, αν και δεν είναι αυτό το πρώτο του βιβλίο πoυ μεταφράζεται στα ελληνικά. Ξεκίνησα να το διαβάζω γιατί στο οπισθόφυλλο ο Γκράχαμ Γκρην ισχυρίζεται πως ο Γουό είναι ο καλύτερος συγγραφέας της γενιάς τους (κοινώς τσίμπησα το διαφημιστικό τυράκι). Και ενθουσιάστηκα.

Το «Μια χούφτα σκόνη» είναι μια καυστική σάτιρα της αστικής τάξης του Μεσοπολέμου, αλλά παράλληλα είναι και ένα βιβλίο πικρό, και τολμηρό. Ο Γουό εξάλλου δεν διστάζει να σκοτώσει τον μόνο συμπαθητικό ήρωα της ιστορίας του. Η όμορφη λαίδη Μπρέντα είναι παντρεμένη με τον Τοντ για επτά χρόνια. Ζουν σε ένα βαρύ γοτθικό σπίτι, κακάσχημο κατά την άποψή της, που η συντήρησή του απαιτεί πάνω από το μισό ετήσιο τους εισόδημα. Έχουν κι ένα αγοράκι τον Τζον Άντριους, που τον μεγαλώνουν οι νταντάδες. Έτσι, όταν τους επισκέπτεται ένας ανυπόληπτος νεαρός, ο Τζον Μπίβερ, η Μπρέντα ξεμυαλίζεται μαζί του και πιάνει ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο για να τον βλέπει με πρόσχημα τις σπουδές. Πίσω μένουν ο γιος και ο άντρας της.

Το μυθιστόρημα έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, γράφτηκε κατά τη διάρκεια του δύσκολου διαζυγίου του Γουό από την πρώτη του σύζυγο (που την έλεγαν κι εκείνη Evelyn). Σατιρίζει τα ήθη της εποχής, τις μικρότητες, τα προσχήματα. Αυτό που κυριαρχεί στο βιβλίο είναι η ανυπαρξία ειλικρινών συναισθημάτων, όλα, ακόμα και οι οικογενειακοί δεσμοί, μοιάζουν μικροί, ανύπαρκτοι, και ο κάθε χαρακτήρας ζει σε μια αφόρητη μοναξιά που διανθίζεται από κοινωνικές συναναστροφές.

Το τελευταίο κεφάλαιο με τον Άνθρωπο που αγαπούσε τον Ντίκενς, φαίνεται κάπως αποκομμένο από το υπόλοιπο βιβλίο, αλλά είναι μακράν το αγαπημένο μου. Ο Γουό μοιάζει σε αυτό να παίζει με την ιδέα πως η τέχνη θα μας σώσει και να την απορρίπτει σκωπτικά. Κι αν αναλογιστεί κανείς και την ιστορία του ίδιου του Ντίκενς, το αστείο γίνεται ακόμα πιο σουρρεαλιστικό.

Απόλαυσα το «Μια χούφτα σκόνη», είναι φανερά γραμμένο από έναν δεξιοτέχνη. Είναι από εκείνα τα βιβλία που σε ρουφάνε στην πλοκή τους, ενεργοποιούν την ταύτιση, δεν μπορείς εύκολα να τα αποχωριστείς. Όμως όταν τα τελειώσεις, δεν νιώθεις πως τελείωσαν, συνεχίζει η ιστορία να δουλεύει μέσα σου, δεν διάβασες κάτι κενό, χωρίς νόημα. Ίσως δε, να με έσπρωξε ξανά προς τον Ντίκενς.

                                  
                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Μια χούφτα σκόνη", Evelyn Waugh, μετ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Gutenberg, 2022, σ. 376