30/7/13

«Η στιγμή της ελευθερίας», Jens Bjorneboe



«Η στιγμή της ελευθερίας» του Γενς Μπιέρνεμπο είναι ένα εντυπωσιακό βιβλίο, γεμάτο σκληρές αλήθειες και βουνά από την ανθρώπινη θηριωδία. Είναι όμως πάνω από όλα μια πραγματεία στην ανθρώπινη ελευθερία, στην ανυπαρξία της, στην ύπαρξή της, σε όλα όσα την αφορούν και την κάνουν αφόρητη.

Ο κεντρικός ήρωας είναι κλητήρας δικαστηρίου σε ένα χωριό των Άλπεων, δεν θυμάται πως τον λένε, ούτε πως βρέθηκε εκεί, διεκπεραιώνει τη δουλειά του που είναι για κρετίνους κι έπειτα πίνει το κρασί του στο καπηλειό μαζί με τον κωδωνοκρούστη και τον νεωκόρο. Παράλληλα στα θραύσματα της μνήμης του στηρίζεται για να γράψει το  έργο του Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΗΡΙΩΔΙΑΣ. Οι μνήμες του είναι γεμάτες βασανισμούς, φόνους, κακοποιήσεις, εμπόριο λευκής σαρκός. Είναι ένας άνθρωπος εκτός των ορίων αλλά και μέσα σε αυτά, μια καρικατούρα και μια φιγούρα υπαρκτή γεμάτη πόνο. Ο ήρωάς μας προσδιορίζεται μονάχα μέσα από την ωμότητα της ανθρωπότητας- ο πόλεμος είναι παντού.

«Δεν ψάχνω να βρω μια χαμένη ταυτότητα. Απεναντίας. Υποφέρω από  υπερτροφική ταυτότητα, από ένα εγώ στέρεο και συμπαγές σαν βράχος. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η υδροκεφαλική ταυτότητα, από ποιό υλικό είναι φτιαγμένη, πώς έγινε αυτή η ύπαρξη τόσο συμπαγής;
Σίγουρα αυτή η υλικότητα έχει μεγάλη σχέση με τα πρωτόκολλα, που συντάσσω συνειδητά και συστηματικά εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου. Αυτά τα αδιάψευστα στοιχεία ενάντια στις αρκουδίτσες στηρίζουν σε σημαντικό βαθμό την ταυτότητά μου: η επίγνωση των αδιάσειστων αποδείξεων που έχω συγκεντρώσει για να δικάσω τους δίποδους φίλους μας στέριωσε το εγώ μου, του έδωσε ξεχωριστή σκληρότητα και πυκνότητα»

Ένας άντρας που ταυτόχρονα έλκεται και απωθείται από τη Γερμανία και τα εγκλήματα του  Παγκοσμίου που είναι εξαιρετικά νωπά, που καταλαβαίνει γιατί μετράνε τα θύματα της θηριωδίας των Γερμανών περισσότερο από τα θύματα της ατομικής βόμβας των Αμερικάνων, που δεν καταλαβαίνει τίποτα, που δεν θέλει να θυμάται, αλλά θυμάται, όσο χρειάζεται για να πεθαίνει μέσα του.

«Βλέπω τώρα ότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθώ από εκείνη την εποχή κάτι περισσότερο από λίγες αναλαμπές. Ο λόγος είναι πως ολόκληρη η ζωή μου είναι βυθισμένη στο σκοτάδι∙ ήταν ασύνειδη και κρυμμένη κάτω από πέπλα. Μόνο σήμερα με την κολοσσιαία ύπαρξη μου εδώ και τώρα, η συνείδησή μου είναι τόσο ρωμαλέα ώστε να μπορώ να θυμηθώ»

Δε θυμάται ποτέ.

«Ήμουν ετοιμοθάνατος γιατί ζούσα μέσα στην ανελευθερία χωρίς να το ξέρω και γιατί η ανελευθερία μάς είναι φυσικά πιο ευχάριστη από την ελευθερία αφού ελαττώνει το βάρος της ευθύνης για την ύπαρξή μας ή και μας απαλλάσσει από αυτό. Μόνο με το θάρρος της απόγνωσης μπορούμε να αδράξουμε μια χούφτα ελευθερία»

Και φυσικά δεν είναι ελεύθερος.

«Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι που αδράχνουν μεμιάς την ελευθερία, που δεν αμφιβάλουν και δε διστάζουν. Σε μερικές περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που έχουν αρκετή δύναμη για να το κάνουν και αρκετή έμφυτη σοφία για να γνωρίζουν το τίμημα. Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που δεν υποπτεύονται τί κάνουν, δεν έχουν ιδέα ποιό είναι το τίμημα και καταστρέφονται, όταν καλούνται να το πληρώσουν. Η επιλογή σου να σκέφτεσαι αυτόνομα, σημαίνει την καταστροφή σου, αν δεν ξέρεις να σκέφτεσαι.»

Το κείμενο θα μπορούσε να είναι και απλά ένα σύγγραμμα φιλοσοφίας, όμως το γεγονός πως είναι λογοτεχνία του δίνει μια δύναμη ξεχωριστή που σε αναγκάζει να μην το αφήσεις κάτω ως την τελευταία πικρή σελίδα. Γιατί φυσικά τέλος σε αυτό που είναι ο άνθρωπος και η «κοινωνία» δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Ούτε και στο βιβλίο.


 "Η στιγμή της ελευθερίας", Γενς Μπιερνεμπο, μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κανάκη, 1992, σελ.244

28/7/13

"Μπαλτάζαρ", "Αλεξανδρινό κουαρτέτο", Lawrence Durrell

 


Σαφώς πιο υποτονικό και δυσκολότερο στη ροή του διαβάσματος, το "Μπαλτάζαρ" είναι η εν μέρει ανασκευή της ιστορίας έτσι όπως την ξέραμε. Στο απομονωμένο νησί που μένει ο αφηγητής και συγγραφέας της «Τζαστίν», Ντάρλι, φτάνει ο Μπαλτάζαρ κι αφήνει το χειρόγραφο του πρώτου βιβλίου γεμάτο σημειώσεις και υπομνήματα. Ο αφηγητής ορμώμενος από αυτά αντιλαμβάνεται τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, καταλαβαίνει πως μες στο ερωτικό του πάθος έκλεισε τον κύκλο γύρω από την Τζαστίν κι εκείνον και δεν έβλεπε τα πράγματα και κυρίως τους ανθρώπους καλά.

Οι χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο, εδώ δείχνουν κι άλλες πλευρές, όχι κατ’ ανάγκη που δεν τις ψυχανεμιζόσουν αλλά δεν μπορούσες με ακρίβεια να τις αγγίξεις. Όλοι φαίνονται μέσα από ένα άλλο πρίσμα, κάπως μυστικιστικό παρ’ όλο που το ερωτικό πνεύμα παραμένει, λιγότερο λάγνο. Αν στο πρώτο βιβλίο βασικό κίνητρο είναι το ερωτικό πάθος, εδώ οι φιλοσοφικές- και κάποτε οι πολιτικές ανησυχίες του καθενός- γιγαντώνονται.

Το «Μπαλτάζαρ» με δυσκόλεψε στην ανάγνωση, οι περιγραφές είναι ακόμα πιο διεξοδικές, οι λεπτές αποχρώσεις χρειάζονται λεπτούς χειρισμούς. Αυτό που κατορθώνει αυτό το βιβλίο είναι να σε κάνει να νιώσεις πια μέρος αυτού του Αλεξανδρινού κύκλου οριστικά και αμετάκλητα. Αν μέσα στη μυθοπλασία ήμουν άντρας μάλλον θα είχα πάει με την Τζαστίν, αν ήμουν γυναίκα μάλλον θα ήμουν ερωτευμένη με την Κλέα. Ο πιο γοητευτικός χαρακτήρας που γνωρίζουμε σε αυτό το βιβλίο είναι ο αδελφός του Νεσίμ, Ναρούζ, ο πλούσιος γαιοκτήμονας με το λαγώχειλο.

Αυτός που αποκαθηλώνεται είναι ο «πράος» στον πρώτο βιβλίο Νεσίμ, εδώ βέβαιοι πια για την τρέλα του αλλά και την πολιτική του εμπλοκή, τον βλέπουμε σε όλο το παρανοϊκό μεγαλείο. Το ίδιο και η σχέση του με την Τζαστίν, που χάνει το ερωτικό λούστρο της. Α, και ο αφηγητής. Που βγάζει τα γυαλιά της υποκειμενικότητας, αγκαλιάζει τη ματιά του Μπαλτάζαρ και συνειδητοποιεί πέντε έξι πικρές αλήθειες για τον εαυτό του.  


"Μπαλτάζαρ", "Αλεξανδρινό κουαρτέτο, Λώρενς Ντάρελ, μετ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2008, σελ. 235-448 

25/7/13

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική



Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. Μια γλώσσα αρχέγονη, πολλών χιλιετιών που άλλαξε και πάλλεται, που δεν εξαφανίζεται ούτε αντιστέκεται, που τη μιλάνε μια χούφτα άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική κι αυτό ολοένα με τρομάζει.

Είναι άραγε καταδικασμένη η λογοτεχνία σε μια χώρα που τη γλώσσα της μιλούν καμία δεκαριά εκατομμύρια άνθρωποι; Εκ πρώτης όψεως αυτό θα ήταν το απολύτως φυσιολογικό, κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί, ειδικά σε μια παγκόσμια κοινότητα που ολοένα και περισσότερο την τρώει η σάχλα. Η Ελλάδα βεβαίως συνιστά περίπτωση μοναδική ως προς τούτο: θεωρείται το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Όμως ένας άνθρωπος μένει στο λίκνο του για λίγο και σπανίως θυμάται τι έγινε όσο ήταν εκεί. Έτσι κι ο πολιτισμός δε θυμάται αλλά μπορεί να λέει  πως εκεί έμαθε τα βασικά. Όμως έχει ο τόπος τόση σημασία;

Ο τόπος είναι πάνω στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, έχει καιρό εύκρατο και χαβαλετζή και για αυτό κατάφερε να προσελκύσει τους ανθρώπους, να τους κρατήσει, να τους θρέψει αρκετά μέχρι να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει. Ταυτόχρονα λόγω των ευκολιών, της ομορφιάς και του πλούτου του, πάντα φαινόταν ξερολούκουμο στους κατακτητές. Θα ήταν γελοίο να ισχυριστεί κανείς πως κατάγεται από τους Αρχαίους Έλληνες αυτοπροσώπως- πέρα από το γεγονός πως οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ένα μίγμα φυλών,  πέρασαν από τούτη τη χερσόνησο τόσοι λαοί.

Το μοναδικό που ενώνει εμάς με εκείνους που αποκαλούμε προγόνους είναι η γλώσσα. Αυτή που άλλοτε διατρανώνουμε κι άλλοτε ελεεινολογούμε, που μας αρέσει να τη φανταζόμαστε σταθερή σαν βράχο αλλά η πραγματικότητα είναι πως θα μείνει ζωντανή μοναχά αν κυλά σαν πέτρα. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, και ζω εκεί που την μιλούσαν κι άλλοτε. Μια εποχή ήταν κάτι σαν παγκόσμια εσπεράντο, τώρα μια βούλα στον χάρτη. Αυτό σα γραφιά με βάζει σε αυτήν την περίεργη υποψία πως αν μιλούσα μια άλλην γλώσσα θα είχα περισσότερες ευκαιρίες να ακουστεί η φωνή μου και ταυτόχρονα με καθηλώνει στην ιδέα πως αυτό που είμαι εν μέρει καθορίζεται από αυτή τη γλώσσα, την πανάρχαιη.


Τα ελληνικά, σε τούτη την εσχατιά πια της πολιτισμένης Ευρώπης, είναι δύναμη∙ έμαθαν να επιβιώνουν μέσα από συγκρούσεις χρόνων, να ζουν ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τους λόγιους, να αποβάλλουν αυτούς που προσπάθησαν να τα διαστρέψουν, να κρατούν. Ίσως μάλιστα θα μπορούσαμε να μάθουμε δυο τρία πραγματάκια από αυτήν την γλώσσα για το τι σημαίνει «σκληρό καρύδι».  


23/7/13

"Μέρες εγκατάλειψης", Elena Ferrante




Βιβλίο που με κράτησε ξάγρυπνη ως να το τελειώσω τα χαράματα (πράγμα που όλο και λιγότερο συχνά μου συμβαίνει τελευταία) το «Μέρες εγκατάλειψης» της Έλενα Φεράντε κατάφερε να με βασανίσει, να με κάνει φρικτά να ταυτιστώ κι έπειτα να με λυτρώσει με έναν τρόπο που μόνο η περασμένη ώρα και η αίσθηση της ησυχίας και της μοναξιάς της νύχτας θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν.

Ηρωίδα η Όλγα, μια γυναίκα που βρίσκεται από την μια στιγμή στην άλλη σε μια απάλευτη κατάσταση, ο άντρας την παρατά στα ξαφνικά, εκείνη και τα δυο παιδιά τους ηλικίας δέκα και έξι ετών, έτσι χωρίς δικαιολογία, χωρίς να αφήσει τηλέφωνο επικοινωνίας ή διεύθυνση. Εκείνη στην αρχή προσπαθεί να τον ξανακερδίσει με μακαρονάδες όταν έρχεται να δει τα παιδιά του, να τον βάλει κάτω να της εξηγήσει τι συμβαίνει. Όμως εκείνος αρνείται πεισματικά να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, κι εκείνη μένει μετέωρη στα τριανταοκτώ της, έχοντας- όπως όλοι οι χρονίως παντρεμένοι- προδώσει αρκετά από τα όνειρά της, χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα άλλο από τη σκέψη εκείνου. Αρχίζει να παραμελεί τα παιδιά, το σπιτικό, τον εαυτό της, τον σκύλο, να γίνεται απότομη με τους φίλους, αθυρόστομη, ανίκανη να τα βγάλει πέρα με την απαιτητική καθημερινότητα. Με λίγα λόγια διαλύεται, η κατάστασή της φτάνει σε μια απεγνωσμένη κορύφωση μια μέρα που όλα πια πάνε αγωνιωδώς στραβά και καταλήγει σε μια τραγωδία. Το τέλος μόνο δίνει τη λύση και την λύτρωση, τον συμβιβασμό.

Η ηρωίδα της Φεράντε είναι ευαίσθητη αλλά δεν είναι τρελή, είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, σε μια συνηθισμένη κατάσταση που δεν μπορεί να κουμαντάρει τον εαυτό της. Περισσότερο ταυτίστηκα με τον τρόπο που αντιδρούν τα παιδιά κι εκείνη, φοβήθηκα για αυτά, ένιωσα ένα ατελείωτο καρδιοχτύπι στην ιδέα πως θα μπορούσαν να πάθουν κακό μες στην παραφροσύνη της. Έρωτας, εγωισμός, απόγνωση, γάμος, απώλεια, η αίσθηση της ζωής που χάθηκε και δεν γυρίζει πίσω. Ο φόβος καθενός που βλέπει μια μακρόχρονη σχέση να πεθαίνει.

Καλογραμμένο μυθιστόρημα, αρχετυπικό ως προς τη δομή που οδηγεί στην κάθαρση, καταλαβαίνω απόλυτα γιατί έγινε μπεστ σέλερ πριν από 10 χρόνια στην Ιταλία. Και ελπίζω κάποτε και τα δικά μας μπεστ σέλερ να γίνουν σαν κι αυτό. Κι αυτό για σχέσεις και έρωτες μιλάει, αλλά με λόγο μεστό και συγκροτημένο, χωρίς ροζ διαλόγους και ατελείωτες σάχλες. 

"Μέρες εγκατάλειψης", Έλενα Φεράντε, μετ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα, 2004, σελ. 269


20/7/13

Οδός ονείρων 42





Υπάρχουν δυο τρία βασικά πράγματα σε αυτή τη ζωή που δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Αρχικά την κλίση σου, τη φυσική ροπή προς το ένα ή το άλλο, την αίσθηση πως πρέπει να ισορροπήσεις ανάμεσα σε αυτό που φοβάσαι για σένα κι αυτό που εύχεσαι. Έπειτα είναι οι συγκυρίες, που σε φέρνουν από τη μια ή την άλλη όψη της βάρκας, σε αφήνουν να επιπλεύσεις, σε ρίχνουν στο βυθό να αγωνίζεσαι να ανασάνεις ή σε έχουν για πάντα πάνω σε ένα γιοτ πολυτελείας. Και τέλος είναι αυτό που είσαι στη δεδομένη στιγμή, που δεν καθορίζεται ποτέ μόνο από τις κλίσεις και τα ταλέντα σου, ούτε από αυτά που σου έτυχαν, είναι ο συγκερασμός τους και κάτι τις παραπάνω άυλο, σχεδόν μαγικό, που η συνειδητοποίησή του μας διαφοροποιεί και μας κάνει έλλογα όντα.

Πιθανολογώ πως η ζωή μου δεν θα ήταν αυτό που είναι αν έλειπαν έστω και οι πιο δειλές από τις επιλογές μου, αν μπορούσα με κάποιον τρόπο να γυρίσω τον ρολόι πίσω και να τα κάνω όλα σωστά. Το ερώτημα πια είναι αν θα ήθελα. Σε φάσεις όπως αυτή, που μπορώ να ανασάνω, που δεν πνίγομαι από μια δουλειά αδηφάγα και απαιτητική ως το μεδούλι σαν αυτή που κατέληξα να κάνω, λέω πως δεν θα άλλαζα τίποτα. Όταν όμως ο χρόνος μου περιορίζεται, όταν γυρνάω στις εννιά το βράδυ και πρέπει να δω το παιδί, να φροντίσω το σπιτικό μου και να μαγειρέψω και τα φασολάκια, τότε μοιάζουν όλα ένα ατελείωτο βουνό. Λίγο λάσκα να με αφήσεις και το μυαλό μου ταξιδεύει, οι προοπτικές ανοίγονται.

Λίγο λάσκα να με αφήσεις και αρχίζω να σκαρώνω ένα σωρό καινούργια πράγματα. Μια έφηβη ετών τριανταπέντε –ωσονούπω- γεμάτη ιδέες για το μέλλον και όρεξη για δουλειά κι οργάνωση. Μέχρι να πέσω στα ίδια σκατά  του ωραρίου; Εδώ θα δείξει πια αν το ωράριο δυναστεύει μονάχα αυτούς που κάνουν κάτι που δεν πολυαγαπούν ή αφορά τους πάντες, όσο αγαπησιάρικο κι αν είναι το επάγγελμά τους. Στο επόμενο εξάμηνο θα αλλάξει η ζωή μου ή όλα θα είναι μια από τα ίδια μόλις μπούμε σε κανονικούς ρυθμούς, η ρουτίνα θα φάει λάχανο τον ενθουσιασμό και όλα όσα είναι πασιφανώς η φυσική μου κλίση θα πέσουν και θα με πλακώσουν; Ένα είναι σίγουρο, πως τίποτε από όλα όσα σχεδιάζω δεν θα ήταν εφικτό αν δεν δούλευα για δέκα χρόνια σε αυτή την αδηφάγα, καταδυναστευτική δουλειά που κάνω και τώρα. Άρα τι να αλλάξεις και τι να αφήσεις, μπορείς μονάχα να προσπαθήσεις να κάνεις αυτό που ονειρεύτηκες πραγματικότητα.



18/7/13

"Τζαστίν"- "Αλεξανδρινό κουαρτέτο", Lawrence Durrell



Αγόρασα το Αλεξανδρινό κουαρτέτο του Ντάρελ μόνο και μόνο γιατί το βιβλίο βγήκε σε μια εκπληκτική προσφορά- πιθανότατα γιατί το αντίτυπο έχει δυο άσχημα τυπογραφικά. Το είχα διαβάσει εκεί προς το τέλος της εφηβείας μου, μαζί κατά κάποιο τρόπο με την Τριλογία του Τσίρκα, το είχα συνδέσει κάπως μαζί της στο μυαλό μου. Μόνο που τον Τσίρκα τον είχα ξανατιμήσει εκεί γύρω στα 25 μου, τον Ντάρελ όχι,

Στην αρχή δυσκολεύτηκα να μπω στην αργόσυρτη ατμόσφαιρα του βιβλίου, πέρασαν κάποιες σελίδες για να θυμηθώ τη γοητεία του και να αφεθώ σε αυτή με όλες μου τις αισθήσεις. Κάποια στιγμή μάλιστα αναρωτήθηκα αν το πρόβλημα ήταν πως εκείνη την εποχή ήμουν βαθιά ερωτευμένη με τον Καβάφη, ενώ τώρα πια όχι. Μετά το πρώτο σοκ όμως, άρχισα να βυθίζομαι στον ανατολίτικο ρυθμό του βιβλίου, να τον νιώθω ύπουλα κάτω από το δέρμα μου μαζί με τις δόσεις Δυτικής σοφίας.

Πρωταγωνιστές, η Τζαστίν, ένα θηλυκό από αυτά τα αρχέγονα, που λατρεύει τον εύπορο άντρα της Νεσίμ αλλά του απιστεί όλη την ώρα και ο νεαρός αφηγητής που ενώ αγαπά την αυθεντική και αισθαντική Μελίσσα, πέφτει στα δίχτυα του έρωτα της Τζαστίν και το συναίσθημά του κορυφώνεται. Γύρω τους μια πλειάδα χαρακτήρων χαρακτηριστικοί του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της Αλεξάνδρειας του πλαισιώνουν και τους στοιχειώνουν. Ο επιτυχημένος συγγραφέας αυτόχειρας Περσγουόρντεν, ο μύστης της Καμπαλά Μπαλτάζαρ, η εύθραυστη Κλέα, ο Σκόπι, τυχοδιώκτης, που σε κάποια φάση γίνεται ως και αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών.

Το σκηνικό είναι ο Μεσοπόλεμος, ο νέος πόλεμος μυρίζει ήδη στον αέρα, η πολιτική είναι παντού και πουθενά, η παρακμή ζώνει τους ήρωες περίπου όπως η ζέστη που κάνει τα κορμιά να κολλούν και τα οδηγεί σε μια ραχάτικη λαγνεία. Η ίδια η Τζαστίν είναι η προσωποποίηση της ηθικής και του ερωτισμού, της νεύρωσης που οδηγεί σε πράξεις. Τα θέματα πολλά και βαθιά, η αίσθηση της απώλειας πάνω από όλα, του θείου που μπλέκεται με το σαρκικό, της κυνικότητας, της μοναξιάς που τελικά κυκλώνει τους πάντες και του Έρωτα. Ο έρωτας το κεντρικό σημείο αναφοράς, στις πιο ανοιχτές από τις εκφάνσεις του, όπως εκφράζεται για διαφορετικούς ανθρώπους και στοιχειώνει το υπόλοιπο κομμάτι της ζωής τους.

Νομίζω πως ότι κι αν λεχτεί για το βιβλίο θα είναι λίγο. Δεν πρόκειται για κάτι ευκολοδιάβαστο, που ρέει - κάθε σελίδα έχει αναγνωστικό κόστος. Κι αν κι έχω πια στο νου μου τα βιβλία που έπονται, έχω αρχίσει να ανυπομονώ, να ανιχνεύω κάπως εκείνες τις λεπτομέρειες που θα μου ξέφυγαν σίγουρα στην άγουρη πρώτη εφηβική ανάγνωση.

"Τζαστίν"- "Αλεξανδρινό κουαρτέτο", μετ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, σελ.1-232

Υ.Γ. Νομίζω πως η μετάφραση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου είναι ένας άθλος. Και μου αρέσει πολύ περισσότερο από την παλιά που έρχεται σιγά σιγά στο μυαλό μου.


17/7/13

"Οι φτηνοφαγάδες", Thomas Bernhard



Ο Τόμας Μπέρνχαρντ ήταν αναμφίβολα ειδική περίπτωση ανθρώπου, πόσο μάλλον λογοτέχνη. Ο μπάσταρδος γιος ενός πατέρα που δεν τον αναγνώρισε ποτέ, έκλεισε μέσα του μια οργή που εκφραζόταν συχνά πυκνά, όχι για την καταγωγή του αλλά για τη χώρα που μεγάλωσε και τη μητρική του γλώσσα – πατρίδα φυσικά δεν είναι μόνο η χώρα που γεννηθήκαμε. Η γραφή του με τη σπειροειδή επανάληψη, τόσο λέξεων, όσο και φράσεων και τελικά νοημάτων, βγάζει έντονη την ανάγκη για μουσικότητα, σε ωθεί να διαβάζεις που και που δυνατά ολόκληρα κομμάτια στη σειρά έτσι που τελικά οι λέξεις χάνουν την αρχική τους αξία και βρίσκουν μιαν άλλη δυνατότερη.

Τα κείμενά του συνήθως αγνοούν τις παραγράφους, αλλά σέβονται τη στίξη, σπάνε τους κανόνες για να δημιουργήσουν μια σειρά δικούς τους, κι αυτό που τα σώζει είναι η πρωτοτυπία των ιδεών του ίδιου του Μπέρνχαρντ, η προκλητική στάση των ηρώων του απέναντι στη ζωή και φυσικά το χιούμορ. Κάθε σοβαρός έξυπνος άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του καταλαβαίνει πως η μόνη οδός διαφυγής από την κυνικότητα και την κρεμάλα είναι τελικά λίγη γελοιότητα.

«Οι Φτηνοφαγάδες» είναι ένα σχετικά μικρό βιβλιαράκι που θα μπορούσε και να διαβαστεί απνευστί, ο ρυθμός το επιτρέπει, αλλά ποιός θα ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, να προσπεράσει τα επιμέρους και να μείνει στα βασικά. Με τα χρόνια και την τριβή έχω καταλήξει πως ο Μπέρνχαρντ πρέπει να διαβάζεται σαν ποιητής, αργά -κάποτε μεγαλοφώνως- κοιτώντας που και που το ταβάνι. Και πάντοτε στη μοναξιά. Θα ήταν ιεροσυλία διαφορετικά.

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Κόλερ είναι ένας άνθρωπος μονόχνωτος, που ζει μόνος και συγγράφει για χρόνια ολόκληρα τη «Φυσιογνωμική» του. Ένα έργο υψίστου φιλοσοφικής σημασίας που ολοκληρώνεται μονάχα με το βιβλίο που επιγράφεται «Οι Φτηνοφαγάδες», δηλαδή τέσσερεις άνθρωποι σε ένα φτηνιάρικο εστιατόριο που παραγγέλνουν πάντοτε το πιο φτηνό πιάτο. Ευτυχία της ζωής του είναι πως κάποτε τον δάγκωσε ένας σκύλος που ανήκε σε έναν βιομήχανο και αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Έτσι ζει με τα λεφτά της αποζημίωσης και μπορεί να ολοκληρώσει το έργο του.

Ο αφηγητής είναι ο μοναδικός άνθρωπος κάπως κοντινός στον Κόλερ, αλλά κι αυτός κάποιες φορές μετά βίας τον ανέχεται. Ο Κόλερ είναι χαρακτηριστικός ήρωας στο μπερνχαρντικό σύμπαν, ένα άτομο που επιλέγει να αποκοπεί από τον κοινωνικό ιστό, αλλά τελικά επιδιώκει την αποδοχή και την εξύψωση ακριβώς από αυτούς που σιχαίνεται και χλευάζει. Δεν μπορεί να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις με τους ανθρώπους, ούτε με τους Φτηνοφαγάδες του που τους σκέφτεται συνέχεια λόγω της μελέτης του αλλά ποτέ δεν γίνονται φίλοι του, ούτε με τον αφηγητή που είναι μαζί από παιδιά. Θέλει όμως να είναι πρώτος και να ξεχωρίζει.

Το μικρό μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι και φιλοσοφικό δοκίμιο. Έχει όμως η τρέλα της πένας του συγγραφέα μια κρυφή ρωγμή που σε αναγκάζει να το θεωρήσεις λογοτεχνία. Ο Μπέρνχαρντ αγαπά τον λόγο, να τον διασπά, να τον συμπτύσσει, να τον ζουλά και να τον απομακρύνει κι έπειτα να μας τον δίνει λαχταριστό, έτοιμο για να ανάγνωση· κι αυτή είναι η πρώτη ύλη της τέχνης κι όχι της απλής σκέψης.

«Οι φτηνοφαγάδες», Τόμας Μπέρνχαρντ, μτφ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες, 1998

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο όλο και καλύτερο bookstand  στις 8-3-2013

14/7/13

«Ερωτευμένα φαντάσματα», Paco Ignacio Taibo II



Ναι, ναι, το ομολογώ, ούτε καν θα μου περνούσε από το μυαλό να διαβάσω Τάιμπο ΙΙ αν ο καλός άνθρωπος που ακούει στο ψευδώνυμο Librofilo Books'aficionado ( true story, σε αυτό ακούει), δεν εκφραζόταν επί μια ολόκληρη εβδομάδα εγκωμιαστικά για τον Πάκο Ιγκνάσιο κάπου εκεί στα μέσα της άνοιξης. (Όλο αυτό είναι ευφημισμός, για την ακρίβεια στο τέλος του παραληρήματος μου είπε: «Αν ήμουν συγγραφέας θα ήθελα να γράφω σαν τον Πάκο»). Μετά από όλα αυτά, αν γύριζα από το παζάρι της Άγρας με άδεια χέρια, χωρίς Τάιμπο, υποψιάζομαι πως δεν θα μου ξαναμιλούσε, άσε που μπορεί και να με αποκλήρωνε.

Στα «Ερωτευμένα φαντάσματα» ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν ασχολείται με δυο διαφορετικά εγκλήματα – που αποδεικνύονται τελικά όχι και τόσο άσχετα ως προς τη φύση τους. Ο καλός του φίλος, Άνχελ, παλαιστής που αρέσκεται να παλεύει με μάσκα, δολοφονείται ενώ προπονείται. Ο Έκτορ προσπαθεί να βρει την άκρη και γνωρίζει τον γιο του φίλου του, Άνχελ τον δεύτερο, που του λέει μια παλιά ιστορία για τον πατέρα του.

Παράλληλα η καλή του φίλη Λάουρα- ραδιοφωνική παραγωγός- του αναθέτει μια υπόθεση διπλής αυτοκτονίας εφήβων. Το κορίτσι έστελνε συχνά κασέτες στην εκπομπή της και το όλο θέμα μοιάζει κάπως ύποπτο.

Πέρα από τις αστυνομικές ιστορίες- που εδώ που τα λέμε σε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο ίδιος ο ντετέκτιβ ως χαρακτήρας- από τους ελάχιστους που δεν μοιάζουν χάρτινοι- οι συνήθειές του, ο ταπετσέρης Βάργκας με τον οποίο μοιράζεται την επαγγελματική του στέγη και φυσικά η γραφή, έξυπνη, γρήγορη, ενδιαφέρουσα, ιδανική για να συνοδεύσεις ένα καφεδάκι μια καυτή Κυριακή.

«Ερωτευμένα φαντάσματα», Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα, 2009, σελ.123

12/7/13

"Η τυφλόμυγα", Siri Hustvedt






Το εξαιρετικό βιβλίο της Σίρι Χούστβεντ, η «Τυφλόμυγα», είναι ένα σκοτεινό παραλήρημα, μια συλλογή θραυσμάτων και επεισοδίων. Η ηρωίδα της Χουστβεντ, Άιρις Βήγκαν είναι ένα εύθραυστο και ταυτόχρονα σκληρό πλάσμα γεμάτο ανασφάλειες και βεβαιότητες, μια χαρισματικά ανισόρροπη κοπέλα, από αυτές που αγαπάμε πολύ για λογοτεχνικούς ήρωες.

Η Άιρις είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά προβλήματα και αρνείται να ζητήσει χρήματα από τους γονείς της. Αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό περίεργες δουλειές. Ταυτόχρονα η μοναξιά, η αφαγιά και η ιδιοσυγκρασία της την οδηγούν σε μια αλλόκοτη κατάσταση μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, ελευθερώνουν τους ηθικούς φραγμούς της, και τη σέρνουν στην παράνοια. Η Άιρις δεν κάνει ναρκωτικά, δεν τα έχει ανάγκη, της είναι ήδη δύσκολο να ισορροπήσει το νευρολογικό της σύστημα ως έχει.

Στο πρώτο επεισόδιο αναλαμβάνει την ύποπτη εργασία της περιγραφής σε ένα μαγνητόφωνο των αντικειμένων μιας νεκρής για έναν εργοδότη που παραδέχεται ότι δεν ήξερε την πεθαμένη αλλά θα ήθελε να τη θυμηθεί. Στο δεύτερο μπλέκεται σε μια διπλή ερωτική ιστορία που καταλήγει σε μια φωτογραφία της που την συζητά όλο το Πανεπιστήμιο. Κάνει τη μετάφραση μιας μικρής νουβέλας όπου πρωταγωνιστής είναι ένα μικρό τέρας, ο Κλάους και για κάποιον καιρό κυκλοφορεί μισοανδρόγυνη με ένα κουστούμι, επηρεασμένη από μια άλλη ανδρόγυνη αλλά άκρως σεξουαλική φιγούρα, τον κριτικό τέχνης Πάρις που γνωρίζει σε ένα πάρτι, μπαίνει σε νευρολογική κλινική για τις ημικρανίες της και φτάνει στα όρια μια τρελή, τα φτιάχνει με τον καθηγητή της.

Η Άιρις είναι μια εξαιρετικά γοητευτική ηρωίδα. Καμία από τις ιστορίες της δεν ολοκληρώνεται, αλλά βοηθά να ολοκληρώσει την εικόνα που έχουμε για κείνη. Η Χούστβεντ διερευνά με σκοτεινή επιμονή τα όρια της σεξουαλικότητας, της τρέλας, της νεοφτώχιας, της πείνας, της γυναικείας ματαιοδοξίας αλλά και της ανθρώπινης ξεροκεφαλιάς. Η τυφλόμυγα είναι ένα παιχνίδι που αν δέχεσαι να το παίξεις πρέπει να αποδεχτείς και τις συνέπειες. Η ηρωίδα το κάνει συνεχώς με τους άλλους και τον εαυτό της, αλλά δεν αντέχει το που την οδηγεί.

Μια ιστορία ενηλικίωσης αλλά και τρέλας, γραμμένη σε λιτή φόρμα, χωρίς απορίες άλλες από τις φιλοσοφικές που γεννά η ίδια η πλοκή. Η συγγραφέας έχει το χάρισμα της γραφής, ξέρει να αφηγηθεί κι εδώ έχει κι ένα πρωτότυπο, ξεσηκωτικό πρωτογενές υλικό. Θαυμάσια.  


«Η τυφλόμυγα», Σίρι Χούστβεντ, μετ Κάτια Σπερελάκη, εκδ. Scripta, 1997, σελ. 214

9/7/13

"Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ", Georges Simenon




Αριστουργηματικό είναι το βιβλίο του Ζορζ Σιμενόν «Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ». Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άκρως λογοτεχνικός χαρακτήρας και η πλοκή στήνεται γύρω του μαεστρία, νιώθεις παγιδευμένος κι εσύ μαζί του, μαγεμένος από τον τρόπο που εθελοτυφλεί, εκνευρισμένος που αυτός στο τέλος θα χάσει. Κι ας μη μαθαίνεις ποτέ, έστω και μια γραμμούλα από τις σκέψεις του. 

Ο κύριος Ιρ, ένας κοντός άντρας, πλαδαρός, που δίνει την εντύπωση του στρογγυλού κι ας είναι σε κανονικό βάρος, μένει σε μια πολυκατοικία με πολλούς ενοίκους, δεν έχει όμως επαφή με κανέναν τους και πολύ περισσότερο με τη θυρωρό. Δε φαίνεται να έχει φίλους και η ζωή του είναι ρυθμισμένη τέλεια, γυρνά κάθε μέρα την ίδια ώρα από τη δουλειά, κάνει τις ίδιες κινήσεις, περιμένει με την ίδια ευλάβεια την κοπέλα του απέναντι διαμερίσματος να γυρίσει από το γαλακτοπωλείο στο οποίο δουλεύει και να βγάλει αισθησιακά τα ρούχα της, σα να ξέρει πως τη βλέπει.

Τα προβλήματα θα ξεκινήσουν όταν η θυρωρός – ένας υποδειγματικός δευτερεύων χαρακτήρας-καρικατούρα- θα τον υποπτευτεί πως είναι υπεύθυνος για τον άγριο φόνο μιας κοπέλας που το πτώμα της βρέθηκε εκεί κοντά. Η θυρωρός θα εμπιστευτεί τους φόβους της στην αστυνομία και δυο αστυνομικοί θα αρχίσουν καθόλου διακριτικά να παρακολουθούν κάθε του κίνηση. Η ζωή του θα αλλάξει, ο χαρακτήρας του ύπουλα θα στρεβλωθεί- δεν είναι και το αγγελούδι που φαινόταν πριν- και αυτό το κυνηγητό θα καταλήξει σε ένα απόλυτα προβλεπόμενο και αναπάντεχο (!) φινάλε.

Μιλάμε για μια άσκηση ύφους στημένη από τον Σιμενόν με απαράμιλλη μαστοριά, που σε αφήνει άναυδο με τη δυνατότητα που έχει να παρεισφρέει στη δική σου ζωή και να σε κάνει να νιώθεις ότι και ο κύριος Ιρ όσο το διαβάζεις. Η ιστορία τρύπωσε κάτω από το πετσί μου, είναι διαφορετική από όποιον άλλο Σιμενόν έχω διαβάσει, αν και αποτελείται από τα ίδια βασικά συστατικά και με κάνει να αναρωτιέμαι, εγώ αυτό το βιβλίο γιατί δεν το είχα διαβάσει νωρίτερα. 

"Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ", Ζορζ Σιμενόν, μετ. Αργυρώ Μακάλωφ, εκδ. Άγρα, 2008, σελ. 189


6/7/13

Βιβλία για την παραλία




Η ιστορία με τα βιβλία των διακοπών μου φαινόταν πάντα μια γελοία προκατάληψη. Μου τυχαίνει μερικές φορές μες στο ραχάτι των ημερών να μην διαβάζω τίποτα πέρα από το Cosmopolitan Αυγούστου- το μόνο τεύχος που αγοράζω ποτέ. Κι άλλοτε να τελειώνουν 5 βιβλία σε 5 μέρες και να μην μπορώ να ανασάνω. Ανάλογα το μέρος, την παρέα, το πόσο με βάρεσε ο ήλιος. Πάντως στην παραλία αρνούμαι να διαβάσω (φταίει σε αυτό και η κάτασπρη σαν το γάλα επιδερμίδα μου που μισεί την ηλιοθεραπεία, σιχαίνεται τις ξαπλώστρες και αποζητά τη δροσιά για να μη μοιάζει με αστακό). Με λίγα λόγια δεν κάθομαι ποτέ με ένα βιβλίο στο χέρι στην παραλία ή στην άκρη της πισίνας. Πολλές φορές όμως βγαίνω στη βεραντούλα του ξενοδοχείου με ένα τέτοιο.

Είμαι κι εγώ λοιπόν μέρος της στατιστικής «ούτε καν στην αμμουδιά ο κόσμος δε διαβάζει». Για αυτό και δεν μπορώ να προτείνω τέτοια αναγνώσματα, δεν καταλαβαίνω τη χρησιμότητά τους, με κοιτάνε σαν ούφο όταν λέω πως θα πάρω φέτος μαζί μου στις διακοπές τον τάδε ή τον δείνα κι όχι κάνα αστυνομικό της προκοπής.


Όλα αυτά τα λέω για να παρηγοριέμαι. Φέτος μάλλον δεν προβλέπονται διακοπές, νιώθω ήδη τα κόκαλα μου να με περιγελάνε, στα όνειρά μου παίζουν φουσκωτά μπρατσάκια (ήμαρτον) και σχεδόν φαντασιώνομαι τις ξαπλώστρες που μισώ. Πάντως θα σας πω τι θα πάρω αν τελικά μου κάτσει και βρεθεί το θεϊκό έγκυο κορμί μου στην ακρογιαλιά : το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του Ντάρελ στην καινούργια έκδοση με όλα τα βιβλία μαζί. Έτσι, γιατί είναι τόσο μα τόσο "όχι παραλία" να σέρνω μαζί μου το τούβλο, και μάλιστα βιβλίο που έχω ξαναδιαβάσει, γιατί δε χωράει στην τσάντα της θάλασσας (εκεί θα μπει το Cosmo που λέγαμε) και στην τελική γιατί αν κανείς με πάρει μάτι από την βεραντούλα θα με βάλει στη στατιστική «κουλτούρα».  

Υ. Γ 42 Καλά, θα πάρω κι έναν Τάιμπο ΙΙ να μου βρίσκεται....




3/7/13

"Η Δοκιμασία", Ivan Klíma



       Θεωρώ πως δύο είναι τα βασικά αναγνωστικά κέρδη μου από τη χρονιά που διανύουμε ως τώρα, ο Χαβιέρ Μαρίας (για τον οποίο πρέπει να ευχαριστήσω τον Νο14me) και ο Τσέχος Ιβάν Κλίμα. Κι αν το «Ερωτικό καλοκαίρι» κατάφερε να μου ανάψει πόθους προσεκτικά και για χρόνια κλεισμένους, η «Δοκιμασία» είχε πολύ περισσότερα να προσφέρει.

       Ήρωας του μυθιστορήματος ο Άνταμ Κιντλ, ένας δικαστής στην Τσεχοσλοβακία υπό το κομμουνιστικό καθεστώς έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά την Άνοιξη της Πράγας. Του αναθέτουν μια υπόθεση διπλής δολοφονίας, κάνοντας σαφές πως περιμένουν από κείνον να στείλει τον ένοχο στην κρεμάλα. Με αφορμή αυτό το γεγονός ξετυλίγεται ένα κουβάρι προσωπικής ιστορίας, που περιλαμβάνει πολλή πολιτική αλλά και θέματα σχέσεων και έρωτα.

        Ο Άνταμ βρέθηκε λόγω της Εβραϊκής καταγωγής του στην παιδική του ηλικία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Γερμανών. Πέρασε τέσσερα χρόνια μια δυσβάσταχτης αβεβαιότητας και πείνας κατά τα οποία όλοι οι φίλοι του πέθαναν, όλες οι σταθερές του χάθηκαν, αλλά τελικά εκείνος και η οικογένειά του επέζησαν. Αυτό του έχει αφήσει τραύματα ως προς τις σχέσεις του με τους άλλους, τη γυναίκα και τα παιδιά του, αλλά και παλαιότερα τις φίλες του, ανικανότητα για διασκέδαση ή ουσιαστική τρυφερότητα ακόμα και με τους φίλους.

        Στα εφηβικά του χρόνια μοιράστηκε με τον πατέρα του τον ενθουσιασμό για τον Κομμουνισμό που ερχόταν, αφέθηκε ακόμα και να συγχωρήσει το καθεστώς όταν κυνήγησε τον πατέρα του και τον έβαλε δυο χρόνια στη φυλακή, αργότερα ενώ κατάφερε να φύγει στην Αμερική ξαναγύρισε. Συνειδητοποίησε την υποκρισία όταν λογόκριναν ένα άρθρό του για την κατάργηση της θανατικής ποινής, κι αργότερα ακόμα έμαθε να σκύβει το κεφάλι στη δικαστική του θέση για να μην καταλήξει ένας παρίας, όπως οι φίλοι του που απολύθηκαν και κατέληξαν σε χαμαλοδουλειές. Δεν τους ξέχασε όμως και συνέχισε να τους συναναστρέφεται.

       Ο Άνταμ είναι ένας τυπολάτρης, για αυτό έγινε και νομικός, ταυτόχρονα ενώ αγαπά τον έρωτα διστάζει να δοθεί, μακραίνει από τις σχέσεις του όταν εκείνες πάνε να γίνουν ουσιαστικές. Όταν τα πράγματα σκουραίνουν στο γάμο του, βρίσκει ερωμένη, χωρίς όμως να μπορεί κι εκείνη να τη συμμεριστεί ή να την αγαπήσει. Μαθημένος να προσδοκά μια ελευθερία που δεν ερχόταν στην παιδική του ηλικία, δυσκολεύεται να τη θυσιάσει για οποιονδήποτε. Αλλά τελικά δεν τη θέλει.

Γράφει στον αδελφό του προς το τέλος του βιβλίου:

      «Από τον πόλεμο έμαθα να τρέφω ελπίδες και να πιστεύω πως θα ξέφευγα την τελευταία στιγμή. Και ξέφυγα από την Τρύπα για να αποποιηθώ τις ευθύνες μου σα δικαστής και να το σκάσω από τη Μαγδαλένα, αν τη θυμάσαι ακόμα. Όταν ήρθαν τα δύσκολα έφυγα στην Αμερική. Βρήκα σύζυγο αλλά αντί να αντιμετωπίσω την αποξένωση που μας απειλούσε βρήκα καταφύγιο στη δουλειά μου. Όταν ανακάλυψα πως η δουλειά μου- σαν τον γάμο μου- δεν έβγαζε πουθενά, ξέφυγα με μιαν άλλη γυναίκα, πείθοντας μάλιστα τον εαυτό μου πως επιτέλους προκαλούσα την τύχη μου. Από όλες τις μορφές φυγής, η ίδια η αγάπη κρύβει καλύτερα τη φυγή. Αλλά πώς μπορείς να υπάρχεις μέσα από τη φυγή; Αρχίζεις να συμπεριφέρεσαι σαν εγκληματίας: ρίχνεις συνέχεια ματιές πίσω σου και είσαι ευχαριστημένος που κανείς δε σε έχει πάρει ακόμα είδηση.»


           Μιλάμε για ένα μυθιστόρημα ποταμό, που πραγματεύεται ένα σωρό θέματα, από την αγάπη, τον γάμο, την πίστη, την απιστία, έως τα σοβαρότερα, τον ναζισμό, τη φρικαλεότητα του πολέμου, την αδυναμία των ανθρώπων να υπάρξουν στα απολυταρχικά καθεστώτα, τα όρια της δικαιοσύνης, το ποιός την καθορίζει κι από που εκπορεύεται, τη θανατική ποινή. Κι όλα αυτά με τρόπο λογοτεχνικό, κάποτε αργό και διστακτικό, άλλοτε χειμαρρώδη. Ο Ιβάν Κλίμα, που σε αυτό το βιβλίο έχει ενσωματώσει την προσωπική του εμπειρία, αφού πέρασε τέσσερα χρόνια από την εφηβεία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν, έχει μια μοναδική ικανότητα: χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο καταφέρνει να μας κάνει να πιστέψουμε πως αφηγητής είναι ο ήρωάς του. Αυτό είναι μια μαγική αφηγηματική τεχνική που σε καθηλώνει, κάποτε σε κάνει να ψάχνεις με αγωνία την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κατορθώνει όμως τελικά να σε κρατήσει μακριά και κοντά στον ήρωα, να σε κάνει να ταυτιστείς και παράλληλα να σου δώσει και δυο χαστούκια απομόνωσης. Περίπου όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. 

"Η δοκιμασία", Ιβάν Κλίμα, μετ. Αντώνης Γαλέος, εκδ. Οδυσσέας, 1995, σελ. 534

Υ.Γ. Στον πρόλογο του ο συγγραφέας αναφέρει πως το πρωτότυπο είχε περίπου 300 σελίδες παραπάνω. Δεν ξέρω πως ήταν αυτό το βιβλίο, πάντως οι 534 σελίδες που διάβασα εγώ ήταν εντυπωσιακές.