25/12/10

Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε ή μια τεράστια, υπέροχη χρονιά

Σπανίως με πιάνει διάθεση απολογισμού. Η πρώτη του χρόνου δεν ήταν για μένα ποτέ καλή αφορμή για αποφάσεις - εξάλλου «ξεκινάω δίαιτα» κάθε Δευτέρα- δεν έχω ανάγκη την Πρωτοχρονιά. Φέτος όμως το κουτάκι με τις αναμνήσεις ανοίγει σαν εκείνο το παιχνίδι με το ελατήριο και πετάγεται από μέσα ο φασουλής. Ή το σκιουράκι. Αυτό το χρόνο έγραψα και διάβασα λιγότερο από κάθε άλλο. Στις αρχές του ήμουν βαριά έγκυος, στη μέση του ήμουν λεχώνα, τώρα είμαι μια εργαζόμενη μωρομάνα. Αυτό όμως που κατάλαβα είναι πως το «Δεν έχω χρόνο, γι’ αυτό δεν διαβάζω» είναι απλά μια δικαιολογία. Γιατί ακόμα κι έτσι, διάβασα πάνω από το μέσο Έλληνα πολίτη, μη σας πω πάνω από το μέσο Έλληνα αναγνώστη.

Κοιτώντας τις αναρτήσεις της χρονιάς συνειδητοποιώ πως διάβασα ωραία βιβλία. Αριστουργηματικά, όπως η "Πείνα" του Χάμσουν και τα "Κρυστάλλινα Σύνορα" του Φουέντες, υπέροχα μυθιστορήματα που αξίζει να διαβαστούν σαν το «Η σκιά του Ανέμου» του Θαφόν, το «Ο Άγγελος της Πείνας» της Μύλερ , το «Νεκροταφείο Πιάνων»  του Πεισότο και τις «Διορθώσεις» του Φράνζεν. Μου έλειψε ο περίπατος στα βιβλιοπωλεία, η ξεγνοιασιά και το χάζεμα στις εκθέσεις και τα ράφια. Μου έλειψε ο ύπνος και ο χρόνος. Αλλά δεν μου έλειψε η δίψα για ανάγνωση, η ανάγκη για επαφή με έναν άλλο κόσμο. Με ένα ΄Αρλεκιν ξεχνιέμαι, ή κάπως έτσι. Με ένα βιβλίο χάνομαι και ο μόνος τρόπος για να ξανακοιμηθώ τις νύχτες όταν με ξυπνάει ο σκιου να αναμασήσω μια πλοκή, δική μου ή ξένη, να μπω σε μια ιστορία και να ξεκινήσω εγώ το επόμενο όνειρο.

19/12/10

"Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου", Haruki Murakami



Δυο φορές ξεκίνησα την ανάρτηση για το βιβλίο του αγαπημένου μου Χαρούκι Μουρακάμι "Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου" και τις δυο μου βγήκε ένα γλυκανάλατο πράγμα που θα ταίριαζε σε κάποιο γυναικείο ευπώλητο κι όχι σε μυθιστόρημα ενός από τους σπουδαιότερους συγγραφέα των καιρών μας. Κι αυτό γιατί ο Μουρακάμι ξέρει να πει καλά μια ερωτική ιστορία ενώ ταυτόχρονα λέει και δυο τρία πραγματάκια για τη ζωή, σημαντικά, απλά, απλούστατα, που στα περνάει ύπουλα όσο παρακολουθείς την πλοκή και σε νοιάζει τί θα γίνει παρακάτω.

Ο Χατζίμε γνωρίζει την Σιμαμότο, όταν είναι και οι δυο δώδεκα χρονών. Ταιριάζουν απόλυτα, καταλαβαίνονται, μετά χάνονται. Έκτοτε δεν υπάρχει γυναίκα που να συγκριθεί με την μαγική ουσία της Σιμαμότο, με αυτό που είναι ο Χατζίμε και είναι κι εκείνη. Ο πρώτος του πραγματικός έρωτας καταλήγει βαθιά πληγωμένος συγκρινόμενη με το φάντασμά της, το ίδιο κι η γυναίκα και τα παιδία του, όταν η Σιμαμότο στα 37 τους επανεμφανίζεται.

Βιβλίο εκπληκτικής ατμόσφαιρας και με αυτήν την υποβλητική, καθάρια γραφή του Ιάπωνα συγγραφέα που συγκλονίζει. Σε κάνει να ερωτευτείς εκείνον κι όχι τους ήρωες του, γιατί κάθε σελίδα που διαβάζεις το ξέρεις πως την έγραψε αυτός.

12/12/10

"Graffito", Παύλος Μάτεσις



Ένα ευφυολόγημα είναι το”Graffito” του Παύλου Μάτεσι, που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον όταν ξεκινά αλλά καταλήγει βαρετό, βαρετό περίπου όσο ο θάνατος και ο παράδεισος. Μυθιστόρημα αυτοχαρακτηρίζεται κάτω από τον τίτλο του το βιβλίο, αλλά εγώ μυθιστόρημα δίχως πλοκή και κεντρικό ήρωα δεν ξαναείδα, οπότε μάλλον γράψτε λάθος. Όλα ξεκινούν και δυστυχώς τελειώνουν όταν πέφετι ένας αστικός λοιμός που σκοτώνει αρχικά τους Εθνοπατέρες, μετά τους βολεμένους, μετά τους αστούς. Ωραία ιδέα, κακή εως ανύπαρκτη εκτέλεση.

Υπέμεινα τα ασυνάρτητα επεισόδια τούτου του λοιμού, γιατί φανταζόμουν πως κάτι τις θα υπήρχε στο τέλος. Εις μάτην. Το βιβλίο θα είχε νόημα ως σάτιρα αν είχε κάποιον ήρωα ή έστω έναν αφηγητή. Δεν έχει τίποτα από τα δυο, συνεχείς περιγραφές μια κατάστασης που όπως την ακούς, όπως την φαντάζεσαι, έτσι μενει, στην επιφάνεια και στη ρηχότητά της. Φαντάζομαι πως η ιδέα από μόνη της - όχι τίποτα το πρωτότυπο έτσι κι αλλιώς-  θα έφτανε για ένα εξαιρετικό πολιτικό  χρονογράφημα. Αλλά ως εκεί.

7/12/10

"Οι διορθώσεις", Jonathan Franzen


Εκπληκτικό βιβλίο, που δεν θα ανακάλυπτα αν μια καλή διαδικτυακή μου φίλη και παλιά συμμαθήτρια δεν διατηρούσε αυτό το μπλογκ, είναι «Οι Διορθώσεις» του Τζόναθαν Φράνζεν. Προσπάθησα να το βρω στα Αγγλικά, δεν το βρήκα και το διάβασα στην ελληνική μετάφραση που μου φάνηκε αξιοπρεπής.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί την ιστορία της οικογένειας Λάμπερτ. Βλέπουμε επεισόδια από το γάμο των γονιών, την παιδική ηλικία των παιδιών αλλά ταυτόχρονα έχουμε σαφή άποψη για το πώς είναι η ζωή του καθενός όταν τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς μεγαλώνουν. Ο συγγραφέας κατορθώνει έτσι μέσα από μια και μόνη οικογένεια να ενσωματώσει τόσα πολλά από τα στοιχεία των Αμερικανών.

Οι γονείς συντηρητικοί, με τις παραξενιές τους. Η μητέρα νοιάζεται για το τί θα πει η γειτόνισσα, για την καλή της κρουαζιέρα και τα καλά της τα ομόλογα, θέλει την οικογένεια λυσσασμένα μαζί, αλλά παράλληλα λέει ψέματα στην εν λόγω γειτόνισσα όταν η ζωή των παιδιών της δεν ικανοποιεί τη φαντασία της. Ο πατέρας, λίγο ρατσιστής από συνήθεια, άνθρωπος αποτραβηγμένος από την αρχή από τους άλλους, όμως ταυτόχρονα άμεσα εξαρτημένος από αυτούς. Δεν απλώνει το χέρι για να χαϊδέψει, κι όμως όλοι τον νοιάζονται. Τον νοιάζει να κατορθώνει να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια και να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του. Παθαίνει Πάρκινσον και άνοια.

Ο πρωτότοκος Γκάρυ εκπληρώνει το Αμερικάνικο όνειρο με το μεγάλο σπίτι, τα καλά λεφτά, την φιλάνθρωπη γυναίκα και τα 3 παιδία και θα έπρεπε να είναι το καμάρι της μάνας του. Μα δεν είναι. Ο δεύτερος Τσιπ, διανοούμενος και τρελός γυναικάς, καταφέρνει να απολυθεί λόγω σεξουαλικού σκανδάλου από το Κολέγιο στο οποίο δούλευε ως καθηγητής και να μπλέξει σε μια απίστευτη ιστορία στην Λιθουανία. Τέλος η Ντενίζ, όμορφη μαγείρισσα που θέλει σε όλα να είναι πρώτη, είναι εξίσου καλή και υποταγμένη κόρη με τον Γκάρυ, το ίδιο σεξουαλικά αδηφάγα με τον Τσιπ. Κεντρική, η επιθυμία της μάνας να βρεθούν όλοι μαζί για τα Χριστούγεννα.

Σπάνια έχω βρεθεί σε τόσο αριστοτεχνικά μπλεγμένο κουβάρι πλοκών και χαρακτήρων, που οι βάσεις τους μας δίνονται από την παιδική ηλικία αλλά παραμένουν φρέσκοι, σε στιγμές αψυχολόγητοι, σε όλο το βιβλίο. Αυτό που ξεχωρίζει είναι ο παλμός μιας ολόκληρης νοοτροπίας, όχι μιας, πολλών, που συνυπάρχουν και μάλιστα απορρέουν η μια από την άλλη, που μαζί φτιάχνουν μια οικογένεια και μια χώρα αντιθέσεων και συνθέσεων. Όλα τα παιδιά των Λάμπερτ εξάλλου αποφασίζουν να μετακομίσουν από τα μεσοδυτικά.

Η εναλλαγή στην αφήγηση βοηθά να μην γίνουν κουραστικές οι 764 σελίδες του βιβλίου. Η γραφή ρέει και δεν συνειδητοποιείς καν πως πέρασαν οι μέρες που χρειάζονται για να διαβαστεί. Όπως καταλάβατε, ό,τι και να γράψω, κάτι θα λείπει, είναι από αυτά τα μυθιστορήματα που απλώς πρέπει να διαβαστεί.



21/11/10

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ : "Η Ανακάλυψη του Ουρανού", Harry Mulisch

 
 
 

Ώρες ώρες αναρωτιέμαι τί είναι αυτό που κάνει βιβλία να κολλάν στο μυαλό μας, να μη βγαίνουν από κει. Όταν ξανάπιασα στα χέρια μου το «Η Ανακάλυψη του Ουρανού» ήθελα απεγνωσμένα να το ξανανοίξω παρ’ όλο το μέγεθός του-μάλλον τόσο απλά είναι τα πράγματα. Το μυθιστόρημα του Χάρι Μούλις έχει κατηγορηθεί για πολλά μέσα στα χρόνια, ανάμεσα σε αυτά για θρησκοληψία και ελαφρότητα. Τώρα πια συνειδητοποιώ κι εγώ κάποια από τα ελαττώματά του, αλλά διάολε, θέλω να το ξαναδιαβάσω.

Το βιβλίο είναι η επιτομή της διαλογικής φιλοσοφίας. Ενδιάμεσα, εμφανίζονται οι άγγελοι. Το πλάνο έχει ως εξής, δυο άγγελοι έχουν λάβει εντολή να κινήσουν τα νήματα έτσι ώστε να γεννηθεί ένας άνθρωπος που έχει αποστολή να φέρει πίσω τις Λίθινες Πλάκες του Μωυσή. Έτσι, φροντίζουν να γνωριστούν δυο άντρες φιλοσοφημένοι, ίδιοι αλλά κι αντίθετοι, ο Μαξ και ο Όττο και μια γυναίκα κλαρινίστρια. Αυτά που συμβαίνουν μεταξύ τους, οι συζητήσεις των δυο αντρών, η μαγεία τους και ο ερωτισμός των τριών οδηγεί στη γέννηση του Κουέντιν.

Το βιβλίο πέρα από φιλοσοφικό πόνημα έχει πλοκή, κι εκτός από τα προφανή προχωρά βαθύτερα, σε αυτά που έχουν και σε αυτά που δεν έχουν νόημα. Μοιάζει πανάρχαιο, επικό κι ας έχει γραφτεί μόλις το 1992. Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα και δεν έχω καμία αμφιβολία πως η Ιστορία σαν τέτοιο θα το καταγράψει.

15/11/10

"Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν", Joanna Kavenna




Στο οπισθόφυλλο η συγγραφέας διαφημίζεται ως η Βιρτζίνια Γούλφ του 21ου αιώνα, ενώ η κριτική στα Orange όταν πήρε το βραβείο ήταν πως πρόκειται για τον… Ντοστογιέφσκι που συναντά τη Μπρίτζετ Τζόουνς. Το βιβλίο, αν και λιγότερο διασκεδαστικό από την Μπρίτζετ, είναι αλήθεια πως σέβεται τον εαυτό του και είμαι σίγουρη πως η Τζοάννα Καβένα θα ντρέπεται όταν βλέπει τέτοιες… μεγαλοστομίες( όρα μαλακίες) για το πόνημά της. Δε θα σταθώ σε αυτό λοιπόν, ούτε στο φριχτό εξώφυλλο που προσπάθησε, είμαι σίγουρη, να μιμηθεί το αντίστοιχο Αγγλικό του πρωτότυπου που θα βγήκε σε paperback. Στην Ελλάδα όμως που η κουλτούρα αυτή δεν υπάρχει μοιάζει απλά χαζοχαρούμενο και γυαλιστερό.

Το μυθιστόρημα «Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζας Λέιν» αδικείται από τον τίτλο του, αδικείται από τη διαφήμισή του, αδικείται από το εξώφυλλο αλλά δεν αδικεί τον εαυτό του σε έναν τομέα εξαιρετικά σημαντικό, είναι βιβλίο, με όλη τη σημασία της λέξης. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ολοκληρωμένος και φτάνει σε συμπεράσματα φιλοσοφημένα κι όχι απλά αναμασημένα. Το βιβλίο ρέει και δε σε αφήνει ανικανοποίητο, σε στιγμές λυπάσαι που πρέπει να το αφήσεις κάτω.

 Παρακολουθούμε τη ζωή της Ρόζας, μιας συντάκτριας σε κάποια εφημερίδα που με καταλύτη το θάνατο της μητέρας της αντιλαμβάνεται πως η ζωή της είναι ένας βάλτος στον οποίο δε θέλει να ζει. Παραιτείται λοιπόν από την καλοπληρωμένη δουλειά της και…

Και μετά έρχεται η καταιγίδα, την χωρίζει ο άντρας με τον οποίο συζούσε για οκτώ χρόνια και παντρεύεται μέσα σε 3 μήνες την κολλητή της, τα λεφτά τελειώνουν κι αναγκάζεται να μένει σε φίλους και γνωστούς – που δεν την θέλουν- την κυνηγούν οι τράπεζες, δεν τολμά να μιλήσει στον πατέρα της ουσιαστικά, αρχίζουν οι αισθήσεις και οι παραισθήσεις.

Το μυθιστόρημα μιλά για τους φόβους μας και τη ζωή μας. Μια ζωή που δεν «αντέχεται» δέκα χρόνια στην ίδια δουλειά, που όμως γίνεται ανυπόφορη έξω από αυτή τη δουλειά κι από αυτή τη σχέση κι από αυτό τον κοινωνικό κύκλο. Η ηρωίδα που τόσο ένδοξα παραιτήθηκε ψάχνει μετά για μια οποιαδήποτε δουλειά, κάτι να της δώσει χρήματα, δεν ψάχνει για το νόημα της ζωής όπως νόμιζε. Ταυτόχρονα τρελαίνεται, παρ’ όλο που κάθεται δεν κάνει αυτά που θέλει και κάνει κάποιες από τις πιο συγκροτημένες σκέψεις. Κάποια στιγμή έρχεται η κάθαρση. Μια κάθαρση αμφίβολη, όπως όλα στην πραγματική ζωή.


"Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν", Joanna Kavenna, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, σελ. 369


11/11/10

Όποιος νύχτα

Έχω τόσα πρωινά την ανάγκη να γράψω, σχεδόν ποτέ νύχτα. Τη νύχτα σχεδόν πάντα έχω την ανάγκη να γράψω ποίηση. Σήμερα θα γράψω πεζό, έτσι για αλλαγή. Έχει μια ησυχία, για να μην ξυπνήσει ο σκίου, αποπνιχτική, σχεδόν σα να είμαι μόνη στο σπίτι κι όχι με την οικογένεια. Συνειδητοποιώ πως το μόνο που με κάνει να γράφω πια είναι η ησυχία και μια κλειστή πόρτα. Θέλω το χώρο μου. Υποψιάζομαι μάλιστα πως θα αλλάξω ωράρια, η μέρα μου πια είναι πολύ γεμάτη - κι εδώ που τα λέμε δεν με βοήθησε και ιδιαίτερα, τόσα χρόνια που γράφω μέρα τί κατάλαβα. Μάλλον θα το γυρίσω στη νύχτα, όπου οι δυνάμεις μου είναι πιο χαλαρές, σχεδόν ανύπαρκτες. Ίσως η χαλαρότητα να μου κάνει καλό.

Οι σκέψεις μου πετούν τη νύχτα, η συγκέντρωσή μου χάνεται και μαζί με αυτή ο ρυθμός των κειμένων μου. Αυτό χρόνια τώρα, η αποδόμηση της λογικής, έχω ανακαλύψει πως κάνει καλό στα ποιήματά μου και βλάφτει τα πεζά μου. Τώρα νιώθω πως μπορεί και να τα βοηθήσει, να βγουν από τη μανιέρα του ρυθμού που με ακολουθεί, να σπάσουν και γι' αυτό ίσως να αποκτήσουν αυτή τη γοητεία του ψεγαδιού, που τους λείπει. Κάποτε κάποτε τα κείμενα μου μοιάζουν διεκπεραιωτικά, γιατί έτσι γράφω. Ίσως αν....



8/11/10

Ο Άγγελος της Πείνας



Μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα διάβασα δυο βιβλία που έχουν να κάνουν λίγο ως πολύ με το ίδιο θέμα, την αριστουργηματική «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν και τώρα το «Ο Άγγελος της πείνας» της Χέρτα Μύλερ. Αν και ο παραλληλισμός μοιάζει λίγο ασεβής, και τα δυο κατόρθωσαν να με κάνουν να βλέπω εφιάλτες τα βράδια. Βιβλίο άλλο της συγγραφέως δεν έχω διαβάσει, σε τούτο δω όμως κατόρθωσε το πρωτογενές υλικό που είχε να το ζωντανέψει με έναν φρικαλέο αν και καθαρά γυναικείο τρόπο, συνδύασε την ποιητικότητα με την αθλιότητα.

Το μυθιστόρημα μιλά για ένα νεαρό ομοφυλόφιλο Γερμανό που μένει στη Ρουμανία στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που το Σοβιετικό καθεστώς εκτοπίζει όλους τους Γερμανούς επί Ρουμανικού εδάφους από 17 έως 45 ετών σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων. Παρακολουθούμε στην αρχή έναν νέο που σχεδόν χαίρεται που θα φύγει από την στενότητα του περιβάλλοντός του που δεν τον αφήνει να εκφραστεί ως ομοφυλόφιλος να φτάνει στα απώτατα σημεία της εξαθλίωσης και της πείνας, να χάνει, όπως και όλοι οι άλλοι, την ταυτότητά του, πόσο μάλλον τη σεξουαλικότητά, να καταλήγει σε ένα μοναδικό συμπέρασμα:
μια φτυαριά = 1γρ. ψωμί.
«Ο Άγγελος της Πείνας» είναι ένα βασανιστικό βιβλίο, σε βυθίζει στη μιζέρια του μα ταυτόχρονα σε αφήνει να εξυψωθείς. Όπως όλα τα βιβλία που φέρνουν την κάθαρση.



1/11/10

Βιβλιοπροτάσεις: "Περί Τυφλότητας"


Μια ενότητα που λείπει σε αυτό το ιστολόγιο είναι αυτή των προτάσεων. Νομίζω πως πια δεν αρκεί η κριτική του εκάστοτε βιβλίου που διαβάζω, μέσα μου θέλω να κατασταλάξουν κι όλα αυτά που με ενθουσίασαν, με έκαναν να χαρώ κατά καιρούς που είμαι αναγνώστρια.

Πρώτο βιβλίο το «Περί Τυφλότητας» του Ζοζέ Σαραμάγκου, το ανακάλυψα πριν πολλά πολλά χρόνια στα ράφια ενός σουπερμάρκετ και το πήρα χωρίς να έχω ακούσει τίποτα για τον Πορτογάλο συγγραφέα. Το λάτρεψα από το οπισθόφυλλο, και με κάθε σελίδα που γύριζα συνειδητοποιούσα πως κάτι λείπει στα διαβάσματά μου, κάτι βασικό που δεν μπορούσε να μου δώσει η ελληνική λογοτεχνία που διάβαζα ως τότε, ούτε και τα ξένα ευπώλητα. Με λίγα λόγια ανακάλυψα ένα μοντέρνο μυθιστόρημα.

Το «Περί Τυφλότητας» έχει μια έξυπνη αρχική ιδέα, ξαφνικά και χωρίς κανένα εμφανή λόγο ένας άντρας τυφλώνεται στη μέση του δρόμου, με μια τύφλα άσπρη κι όχι μαύρη. Αυτή η τύφλωση είναι κολλητική. Σε λίγο όσοι τον συναναστράφηκαν είναι τυφλοί και η κυβέρνηση αποφασίζει να τους μαντρώσει σε ένα άσυλο. Όμως η τύφλα εξαπλώνεται. Και σε λίγο είναι όλοι τυφλοί. Η πολιτική που αντιμετωπίζει με τη γνωστή της γραφειοκρατία στην αρχή το φαινόμενο, σύντομα καταρρέει, όπως κι όλα τα άλλα. Και μένει γυμνή η ανθρώπινη φύση, κατά κάποιο τρόπο πρωτόγονη αλλά ταυτόχρονα και διεφθαρμένη από τον πολιτισμό να παλέψει για την επιβίωση.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με τον γνωστό πια τρόπο του Σαραμάγκου, με ενσωματωμένους τους διαλόγους, με δική του στίξη. Η πλοκή κυλά έξοχα. Τόσο που οι πολιτικές και κοινωνικές αναφορές βγαίνουν γλυκά, σχεδόν φυσιολογικά.

Είδα και την ταινία. Στάθηκε όπως πάντα στη δράση. Στο βιβλίο η δράση είναι απλά η αφορμή, η αιτία είναι άλλη. Μόνο στα βιβλία μπορείς να ανακαλύψεις το λόγο που συμβαίνουν τα πράγματα. Κι αυτή είναι μια από τις πρωταρχικές χαρές της ανάγνωσης.

28/10/10

VALIS



Δυσκολεύομαι να τελειώσω βιβλία, τελευταία. Η προσοχή μου αποσπάται πολύ εύκολα- γιατί άραγε;- και πρέπει κάτι να είναι καλό για να με κρατήσει. Ε, λοιπόν, το VALIS του Philip Dick δεν ήταν. Βιβλίο της τελευταίας εποχής του συγγραφέα, όπου η θρησκοληψία, το μεταφυσικό και η φιλοσοφία ήταν ανάκατα με πολλά ναρκωτικά στο μυαλό του, το VALIS αντικατοπτρίζει πλήρως την κατάστασή του. Θρησκόληπτο, με ψήγματα ελληνικής φιλοσοφίας ατάκτως ερριμένα και μια ακατανόητη, εντελώς αργή πλοκή.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το alter ego του, τον Horselover Fat για να μας οδηγήσει στα μονοπάτια της τρέλας και της φιλοσοφίας του, άλλοτε είναι ένα με τον ετερώνυμό του κι άλλοτε πάλι εντελώς ξέχωροι. Το βιβλίο μισό στο πρώτο, μισό στο τρίτο πρόσωπο θα είχε κάποιο ενδιαφέρον, αν δεν φαίνονταν τόσο αμάσητες οι επιρροές του- ο χριστιανισμός, η ελληνική φιλοσοφία, ο ταοϊσμός σε μορφή πρωτογενή. Ο συγγραφέας, ήρωας, αφηγητής μέχρι που σε κάποια φάση ξυπνάει και μιλά koine Greek, κοινώς ελληνικά της Ελληνιστικής περιόδου.

Αν αυτή είναι η προσπάθεια του πολύ πετυχημένου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας να ενστερνιστεί τον μεταμοντερνισμό, τότε είναι αποτυχημένη.



22/10/10

"Το ατύχημα", Ismail Kantare


Ισμαήλ Κανταρέ δεν είχα ξαναδιαβάσει. Αν κρίνω πάντως από αυτό το βιβλίο – «Το ατύχημα»- είναι ένας πραγματικός μάστορας της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε μια φαινομενικά απλή πλοκή, ένας ταξιτζής χάνει την αυτοσυγκέντρωσή του και ρίχνει το ταξί στο χαντάκι. Σκοτώνεται το ζευγάρι που επέβαινε στο όχημα, ενώ ο ίδιος τη γλιτώνει. Τη μόνη δικαιολογία που δίνει για την έλλειψη προσοχής είναι πως κοιτούσε το ζευγάρι από τον καθρέφτη και... προσπαθούσαν να φιληθούν.

Με αφορμή το δυστύχημα μπλέκεται ένας ολόκληρος ιστός που αφορά το ζευγάρι, μια πιανίστρια ονόματι Λούλου Μπλουμπ και τον ερευνητή της υπόθεσης. Πρόκειται για μια κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή, συχνά με τόσο ύπουλο τρόπο που δεν το καταλαβαίνεις καν πως έγινε και ταυτίζεσαι με μια ιστορία τόσο ξένη προς εσένα.

Από τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν ίσως μόνο και μόνο γιατί θέτει ένα από πιο παλιά ερωτήματα, υπάρχει ο έρωτας κι αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις.

"Το ατύχημα", Ισμαήλ Κανταρέ, μετ. Τηλέμαχος Κώτσιας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2010, σελ. 317 

20/10/10

Ξενοφοβία

Διαβάζω ένα βιβλίο Αλβανού συγγραφέα κι ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω την ανάρτηση με ένα κακόγουστο αστείο για το πόσο γελοίο ακούγεται στην Ελλάδα αυτό, περίπου σαν το Αλβανός τουρίστας. Και δεν είναι πως είμαι ρατσίστρια, είναι μάλλον που έχω κακό και κοινότυπο χιούμορ.

Η Ελληνική κοινωνία "περηφανευόταν" για χρόνια για τα 100άρια της. 98% Έλληνες, 98% Χριστιανοί Ορθόδοξοι, 99% μαλάκες, κι άλλα συναφή. Σήμερα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει κι ίσως πρέπει να αλλάξουν τα αστεία μας. Λοιπόν συναναστρέφομαι πολλούς μετανάστες. Στο εργαστήριο της Φαρμακευτικής για το μεταπτυχιακό μου ο πιο κοντινός μου συνεργάτης ήταν ο Τσαρλς, Αφρικανός Αφρικανικής καταγωγής, κοινώς κατάμαυρος, και ποτέ δεν το συμπάθησα ή τον αντιπάθησα για το χρώμα του. Περνούσα πολλές ώρες μαζί του για να έχω αυτή την πολυτέλεια, τσακωνόμασταν και φιλιώναμε όπως κάνουν όλοι οι άνθρωπο του κόσμου που συνεργάζονται για ένα 15ωρο τη μέρα.

Οι μισοί και πλέον πελάτες μου στο φαρμακείο είναι Αλβανοί υπήκοοι. Δεν τους κατατάσσω σε Βορειοηπειρώτες και μη γιατί για μένα αυτό είναι αδιάφορο. Αυτοί μου δίνουν ψωμάκι να φάω και σε μεγάλο βαθμό είναι πολύ πιο καλοπληρωτάδες από τους "αμιγώς" Έλληνες γιατί έχουν κάτι που εμείς δεν έχουμε, λόγο και μπέσα. Και λέω αμιγώς Έλληνες γιατί τα παιδιά αυτών των Αλβανών υπηκόων είναι Έλληνες, νιώθουν Έλληνες, μιλάν Ελληνικά, ζούνε στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν την υπηκοότητα.

Όλα καλά ως εδώ. Όμως χθες που ξεχύθηκε ένας κακόμοιρος Πακιστανός να μου καθαρίσει το παμπρίζ τον έβρισα. Και έκλεισα και το παράθυρο γιατί μετά φοβήθηκα, Αφού τον έβρισα. Κι όταν μπαίνουν Τσιγγάνοι στο μαγαζί ή μαύροι μικροπωλητάδες, μια από όλες είναι από πίσω μπας και μας κλέψουν τίποτα. Κι έχω καιρό που δεν δίνω πια τίποτα στα παιδάκια στα φανάρια, που έχουν μειωθεί, αλλά δεν έχουν τελείως λείψει. Όταν περνάω από την Πειραιώς τα βράδια, σκιάζομαι.

Που τελειώνει το παράλογο και που αρχίζει το λογικό λοιπόν. Πότε ο Αλβανός τουρίστας γίνεται Αλβανός συγγραφέας, συνεργάτης, συνάδελφος, φίλος. Και πώς; Έχει να κάνει με τη φτώχια; Μήπως είμαι ρατσίστρια με τους φτωχούς, άπλυτους και άστεγους κι όχι με τους ξένους τελικά. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο.

17/10/10

Αριστουργήματα

Τί είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο επιτυχημένο; Προφανώς η σύνδεση που επιτυγχάνει ο συγγραφέας του με τον αναγνώστη. Με λίγα λόγια, το μισό τούτης της αλληλεπίδρασης είναι η ανάγνωση. Άρα σε ένα βαθμό δεν υπάρχει αντικειμενικά ένα αριστούργημα. Τί καθιστά όμως ένα βιβλίο ξεχωριστό, ικανό να μείνει στις ψυχές των ανθρώπων και το χρόνο; Πώς ξεχωρίζει από ένα κοινό ευπώλητο και γιατί να ξεχωρίζει, αφού και το ευπώλητο το διάβασαν πολλοί άνθρωποι που αλληλεπίδρασαν μαζί του.

Το θέμα λοιπόν που μπαίνει είναι γιατί το έντεχνο είναι έντεχνο. Ή σε πιο απλά ελληνικά, τί κάνει το βιβλίο που διαβάζω εγώ και με ενθουσιάζει αριστούργημα και το ευπώλητο σκουπίδι. Προφανώς πως το διαβάζω εγώ. Έτσι, πολύ ελιτίστικα και σνομπίστικα. Η πολυφορεμένη παιδεία είναι πάλι ο λόγος. Το ότι εγώ ή εσύ, ο διπλανός και ο παραδιπλανός έχουμε διαβάσει δέκα πραγματικά βιβλία παραπάνω. Την κρίση την οξύνει η χρήση.

Ξέρω πως πολλοί θα διαφωνήσουν . Ξέρω κι άλλους τόσους που κρυφά ή φανερά θα συμφωνήσουν μαζί μου πως το πρόσκαιρο ευπώλητο δεν είναι καν τέχνη, δεν μπορεί να είναι αξιομνημόνευτο κι αξιοπρόσεχτο. Συνεπώς στη δική μου συνείδηση ο Νταν Μπράουν δεν είναι επιτυχημένος. Αλλά ο Σαραμάγκου είναι. Για να μιλήσω για μεγάλα μπεστ σέλερ.

10/10/10

Wolf Hall



Σε γενικές γραμμές μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα (είπαμε, εκτός από αυτά για τον Ελληνικό εμφύλιο, νισάφι πια....) κι έτσι αγόρασα το "Wolf Hall" της Hilary Mantel και ξεκίνησα να το διαβάζω με ανυπομονησία. Το βιβλίο μας γυρίζει πίσω στην Αγγλία του 1520, την εποχή που ο Ερρίκος προσπαθεί να χωρίσει την από εικοσαετίας γυναίκα του που δεν του χάρισε αρσενικούς απογόνους και να παντρευτεί την Άννα Μπολέιν. Εστιάζει κυρίως- και δίκαια- στην αναρρίχηση του Κρόμγουελ στην εξουσία και σκιαγραφεί αρκετά γλαφυρά την εποχή.

Μάλλον όμως υπερεκτίμησα το ενδιαφέρον μου για την Αγγλία του 16ου αιώνα. Η γραφή ήταν μακρόσυρτη και το θέμα περιορισμένο για να μου κρατήσει το ενδιαφέρον και μάλιστα για τέτοιο όγκο σελίδων. Με λίγα λόγια το τελείωσα, αλλά το βαρυγκώμησα.



7/10/10

Μάριο Βάργκας Λιόσα

Δεν μπόρεσα τελικά να συγκρατηθώ. Ήθελα να κάνω μια προσεγμένη ανάρτηση, έτσι όπως του αρμόζει, αλλά χαίρομαι πολύ και μιας και είμαι παρορμητικός άνθρωπος θα τα πω συναισθηματικά και μαζεμένα. Επιτέλους το Νόμπελ Λογοτεχνίας πήγε σε έναν συγγραφέα που πραγματικά το αξίζει. Τα τελευταία χρόνια ο θεσμός ήταν μια συνεχής απογοήτευση, φέτος η έκπληξη ήταν εξαιρετικά ευχάριστη.

Λοιπόν, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είναι ο μοναδικός συγγραφέας που ξέρω που καταφέρνει να γράψει μοντέρνα και μεταμοντέρνα χωρίς να χάνει τον ειρμό της γραφής, χωρίς να ξεφεύγει από το στόχο του μυθιστορήματος, που πάντα ήταν και θα είναι ένας- να πει μια καλή ιστορία. Τελειώνοντας τα βιβλία του, αν εξαιρέσεις "Το πράσινο Σπίτι" ίσως, έχεις μια γλυκειά αίσθηση πως ο χρόνος που αφιέρωσες στην ανάγνωση δεν σπαταλήθηκε. Κι αυτό δεν μπορεί να λεχθεί σχεδόν για κανέναν άλλο εν ζωή συγγραφέα.

"Η πόλη και τα σκυλιά", που με γοήτευσε,  "Ο Πανταλέων και οι Επισκέπτριες", που διαβάζω και ξαναδιαβάζω, "Η γιορτή του Τράγου", "Το παλιοκόριστο", "Τα τετράδια του Δον Ριγοβέρτο" είναι βιβλία άξια να διαβαστούν και να αγαπηθούν. Εξάλλου τούτο το μπλογκ με ανάρτηση για δικό του βιβλίο ξεκίνησε.

3/10/10

"Μπάρτλεμπυ και Σια", Enrique Vila-Matas


Το "Μπάρτλεμπυ και Σια" του Ενρίκε Βίλα Μάτας είναι σίγουρα λογοτεχνία. Αυτό που δεν μπορώ να προσδιορίσω με σιγουριά είναι αν είναι και μυθιστόρημα. Ας το ονομάσουμε αφήγημα λοιπόν για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Τον τελευταίο καιρό εντυπωσιάζομαι όλο και περισσότερο από το συγγραφέα της "Νόσου του Μοντάνο", όποιο βιβλίο του κι αν διαβάσω, μου μένει γεύση καθαρή τέχνης.

Σε αυτό, που το ξαναδιάβασα επίτηδες αργά και με προσοχή, ο συγγραφέας μέσω του αφηγητή καταπιάνεται με τους συγγραφείς εκείνους που επέλεξαν να μη γράψουν. Με αυτούς που έβγαλαν ένα δυο βιβλία και μετά σίγησαν ή ακόμα και με αυτούς που ήταν φανερά εν δυνάμει συγγραφείς αλλά διάλεξαν να μην πουν τίποτα. Ενδιαφέρον θέμα, ακόμα κι για αυτούς που δεν καταπιάνονται με τη γραφή και πολύ σωστά δομημένο βιβλιοβιβλίο, που θα έλεγαν κάποιες διαδικτυακές φίλες.

"Μπάρτλεμπυ και Σια", Ενρίκε Βίλα- Μάτας, μετ. Αμαλία Καψάλα, Φωτεινή Τζούλα, Ελεάνα Τσόκα, Δανάη Φέρρη κ.α., εκδ. Καστανιώτη, 2002, σελ 198

29/9/10

Ζοζέ Σαραμάγκου

Και μιας κι εγώ είμαι πολύ συναισθηματική για να γράψω κάτι τόσο εμπεριστατωμένο, διαβάστε στο Ημερολόγιο Ανάγνωσης το άρθρο για τον Σαραμάγκου. Εκπληκτικό......

23/9/10

Από μνήμης

Με αφορμή κάποια σχόλια συνειδητοποίησα πως αυτό το μπλογκ δεν έχει ένα σεντούκι, μια παλιά ντιβανοκασέλα από όπου τα παλιά διαβάσματά μου θα βγαίνουν από καιρό σε καιρό για να σας στοιχειώσουν. Έτσι, από το αριστερό πλάι λείπουν βιβλία και συγγραφείς σημαντικά και αγαπημένα. Δεν ξέρω γιατί, μάλλον δεν είμαι έτοιμη ακόμα να το κάνω. Λείπει ας πούμε ο Μάρκες, ο Μπόρχες, ο Πόε, ο Μούζιλ, κι άλλοι πολλοί.

Από την άλλη έχω έλλειμα μνήμης εντυπωσιακό ως προος την ακρίβεια της πλοκής πολλών βιβλίων. Μετά την ανάγνωση κι όταν κατακαθίσει ο... κουρνιαχτός μένει συχνά μονάχα η αίσθηση. Μη με ρωτήσετε γιατί, έτσι λειτουργούσε ο εγκέφαλος μου από το σχολείο ακόμα. "Πες Κατερινούλα τί έχετε σήμερα ιστορία;" Η μικρή Κατερινούλα έλεγε 4-5 φράσεις, το βιβλίο είχε 3 σελίδες. Κι άρχιζαν οι γκρίνιες.
Μιας όμως και πιστεύω πως το μπλογκ αυτό δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωμένο εργαλείο ούτε για μένα ούτε για κανέναν άλλο αν δεν υπάρχει και μια τέτοια ενότητα, θα σας ειδοποιώ κάθε φορά που θα το κάνω. Για να είστε σίγουροι για την ανακρίβεια των λεπτομερειών και τη σπουδαιότητα του βιβλίου.

22/9/10

Το σύνδρομο του Χέρμαν Μέλβιλ.

Ειλικρινά δεν ξέρω τί είναι αυτό που ωθεί τους μεγάλους λογοτέχνες στον Μέλβιλ. Δεν έχω διαβάσει το διήγημα με τον Μπάρτλεμπυ, τον Μόμπι Ντικ τον διάβασα ως βιβλίο παιδικό, πιθανολογώ απλουστευμένο. Κι όμως οι συνεχείς αναφορές στο έργο του με προβληματίζουν. Κάποιοι λένε πως ο Μόμπι Ντικ είναι αρχετυπικό μυθιστόρημα, ιδανικό για να διδαχτεί στα εργαστήρια γραφής. Άλλοι πως είναι το πάθος που μετράει. Έχω αρχίσει να ντρέπομαι που δεν έχω διαβάσει τον Μόμπι Ντικ στα αγγλικά. Ούτε και το διήγημα με τον Μπάρτλεμπυ που ενέπνευσε τόσους και τόσους συγγραφείς. Μάλλον θα πρέπει να το κάνω.

16/9/10

Η καλοσύνη των ξένων


Αν και κατά καιρούς με έχει ενοχλήσει η έκθεση του Πέτρου Τατσόπουλου στα μέσα- μη με ρωτήσετε γιατί, μια, εκ μέρους μου, κακώς εννοούμενη σεμνοτυφία μάλλον φταίει - διάβασα την "Καλοσύνη των ξένων" με ειλικρινές ενδιαφέρον. Είναι ένα έντιμο βιβλίο, ένα κομμάτι της αυτοβιογραφίας του σημαντικό κι έχω την αίσθηση πως δεν το κανιβάλισε.

Ο συγγραφέας λοιπόν, ανακαλύπτει στα δεκαοκτώ του πως είναι υιοθετημένος, κι έτι χειρότερο, όταν βρίσκει, εύκολα, την μητέρα που τον έδωσε, κατανοεί πως δεν θα την ήθελε για μητέρα, πως δεν είναι η μητέρα του. Παρ' όλα αυτά σε όλο το βιβλίο αναφέρεται στους θετούς του γονείς με τα μικρά τους ονόματα, κι όχι ως μαμά και μπαμπά, πράγμα που είμαι σίγουρη πως έκανε μικρότερος. Προσπερνώ τις χαβαλεδιάρικες αναφορές στο πόσο γκομενοπαγίδα είναι η...υιοθεσία και πιστεύω πως εδώ ο Τατσόπουλος έβαλε κομμάτι από τον εαυτό του.

Τον αν αυτό είναι λογοτεχνία, δεν το ξέρω. Μάλλον όχι. Πάντως αν και σπανίως ενδιαφέρομαι για βιογραφίες, ακόμα και μια του Ρεμπώ που μου έχει κάνει δώρο ένας φίλος καρδιάς πριν χρόνια αδιάβαστη κάθεται στα ράφια μου, η ρέουσα γραφή αλλά και το καταφανώς αληθινό του πράγματος, με κράτησαν.



13/9/10

The Island



Σας χρωστώ λοιπόν μια ανάρτηση για το...κουίζ. Το βιβλίο που διάβαζα, το "διεθνές μπεστ σέλερ" είναι "Tο νησί", της Βικτόρια Χίσλοπ και για κακή μου τύχη το διάβασα στα Αγγλικά. Έτσι δεν μπόρεσα να ξεφύγω από την κακογουστιά, τα panegyria, τη despoinida Petrakis, την Kyria Kroystalakis, το meze, και άλλα φαιδρά. Στα σοβαρά πάντως, το βιβλίο πραγματεύεται ένα θέμα ζεστό, αβανταδόρικο, γεμάτο πραγματική συγκίνηση, την εξορία των λεπρών στη Σπιναλόγκα. Το κάνει όμως με επιφανειακό και ρηχό τρόπο και τόσο μα τόσο απελπιστικά αργά.

Η ιστορία αφορά μια Αγγλίδα την Αλέξις, που η μητέρα της έχει ρίζες από την Ελλάδα αλλά δεν της έχει μιλήσει ποτέ γι' αυτό. Όταν αποφασίζει να το ψάξει ανακαλύπτει πως τόσο η προγιαγιά της όσο και η μεγάλη θεία της υπήρξαν λεπρές. Το βιβλίο περνά με άκομψο αφηγηματικό τρόπο σε μια αναδρομή στο παρελθόν, όπου ακολουθούμε την πορεία της οικογένειας αλλά και τη ζωή στον οικισμό των λεπρών.

Το φολκλόρ του πράγματος είναι έκδηλο παντού, παρακολουθούμε κρητικό πανηγύρι, το τελετουργικό του Ορθόδοξου γάμου, πολλές και μεγάλες περιγραφές άσχετων πραγμάτων. Είναι σαν κάποιος να έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία σε ένα δεκάχρονο για να τη διηγηθεί.

Τις ενστάσεις μου για τα ευπώλητα τις δήλωσα και στην προηγούμενη ανάρτηση. Ένα μένει να πω, η ιστορία της Σπιναλόγκας, που προσωπικά με αγγίζει πολύ και με ενδιαφέρει, άξιζε καλύτερης τύχης.

11/9/10

Πωλείται μαγαζί γωνία

Διαβάζω τις τελευταίες μέρες ένα από τα ευπώλητα της εποχής, ένα διεθνές μπεστ σελερ κι ειλικρινά η ανάγνωση με κάνει περισσότερο να θλίβομαι, παρά να έχω χαρά. Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία, ένα εξαιρετικό πρωτογενές υλικό, που στα χέρια ενός… Σαραμάγκου θα μπορούσε να γίνει σπουδαίο. Κι όμως η γραφή καταφέρνει να το ευτελίσει, να το καταδικάσει σε περιγραφές της…μπιγκόνιας και την προσθήκη «ελληνικών» λέξεων για το φολκλόρ του πράγματος. Το εξώφυλλο δεν ψεύδεται, είναι όντως ένα βιβλίο ιδανικό για την παραλία.

Για μένα ούτε για κει. Πώς το ψεύτικο γίνεται αληθινό, πως το ευτελές μεταφράζεται σε πωλήσεις και το σημαντικό όχι, πάντα μου διέφευγε ως σύλληψη. Δεν είναι θέμα ευφυΐας του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, φυσικά. Είναι θέμα μάρκετινγκ λοιπόν, κι αν ναι, γιατί να μην προμοτάρεις το σημαντικό; Είναι θέμα ευκολίας, μαζικότητας, τί; Γιατί οι άνθρωποι που δεν μπορούν να γράψουν κατακλύζουν τις λίστες με τα πιο πολυδιαβασμένα; Γιατί αυτοί που δεν μπορούν να τραγουδήσουν πωλούν τα πιο πολλά σι ντι (εδώ γελάνε, ευτυχώς. Το τι έχω ευχαριστηθεί που τα… χιτ των ελληνίδων απολύτων σταρ κρέμονται για πρώτη ακρόαση στα περίπτερα, συνοδευόμενα από ένα περιοδικό για να μειωθούν οι φόροι, όπως ακριβώς οι τσόντες, δε λέγεται….) Δεν είμαι πολύ των εικαστικών τεχνών, η ζωγραφική και η γλυπτική με δυσκολεύουν κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω τί γίνεται εκεί. Φαντάζομαι πως λόγω έλλειψης μαζικότητας τα πράγματα θα είναι καλύτερα.

Η τέχνη γεννάται από τις ανάγκες της κοινωνίας ή από την ανάγκη του ατόμου; Κάποτε ήμουν κάθετη σε αυτό. Η τέχνη γεννιέται μια νύχτα από τη φαντασία, μόνο για την τέχνη, για το άτομο που είχε την έμπνευση. Τώρα μεγαλώνω. Καταλαβαίνω τις ανάγκες των καιρών, την έλλειψη από μέρους μου θάρρους να παραδεχτώ το αυτονόητο, πως κι εγώ προσαρμόζομαι σε αυτούς τους καιρούς. Ξεκίνησα να γράφω πεζά, γιατί η ποίηση δεν πουλάει, άλλωστε.

Δεν είναι κακό το πούλημα. Αρκεί στην τιμή να μην περιλαμβάνεται και η ζωή σου

6/9/10

Κρέας από σταφύλι


Ένα μικρό, χαριτωμένο βιβλιαράκι με έναν μάλλον αποκρουστικό τίτλο "Κρέας από σταφύλι. Μια ιστορία ωμοφαγίας" είναι το μυθιστόρημα της Σταυρούλας Σκαλίδη. Η συγγραφέας έχει δύναμη στην περιγραφή και χαρακτηριστικό τρόπο και ύφος. Το βιβλίο θυμίζει αμυδρά την κλειστοφοβική αίσθηση που σου αφήνει το "Η αγάπη άργησε μια μέρα" χωρίς φυσικά να φτάνει τη μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα εκείνης της ιστορίας.

Με λίγα λόγια, λοιπόν, ο Φίλης είναι ένας άστεγος των Αθηνών που άφησε πίσω του την γυναίκα και τα δυο κοριτσάκια του στο χωριό για να ξεφύγει από την τρελή και καταπιεστική μάνα του. Η μοίρα το φέρνει έτσι που θα ενωθεί ξανά με τα κορίτσια του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Στα υπέρ του βιβλίου το μικρό μέγεθος, η ευκολία στην ανάγνωση, το ενδιαφέρον θέμα, στα κατά η άσκοπη εναλλαγή αφηγητών που δε σε αφήνει να ταυτιστείς με κάποιον και ο ενθουσιασμός της....μητέρας μου με το οπισθόφυλλο. Θέλει οπωσδήποτε να το διαβάσει.



31/8/10

Therapy


Διαβάσα το Therapy του David Lodge και βαρέθηκα. Η ιστορία αφορά έναν γραφιά μιας επιτυχημένης κωμωδίας της τηλεόρασης, που δε βρίσκει την ευτυχία πουθενά, παρ'όλες τις "θεραπείες", ψυχοθεραπεία, αρωματοθεραπεία, φυσιοθεραπεία, βελονισμός κτλ. Δεν έχω αντίρρηση για τις ιστορίες των μικρών πραγμάτων, της καθημερινότητας, της πίεσης. Αλλά εδώ δεν το ένιωσα. Το μόνο που ένιωσα ήταν αφόρητη πλήξη.


Συμπαθώ σε γενικές γραμμές τον Lodge, αλλά και την νέα αυτή γενιά Άγγλων συγγραφέων που συνδυάζει το πρόβλημα με το γέλιο, το γελοίο με το σοβαρό. Αλλά πώς να το κάνουμε ένα μυθιστόρημα χρειάζεται συνεχείς καλές ιδέες. Κι αυτό εδώ, δεν τις διαθέτει.

20/8/10

Τα Κρυστάλλινα Σύνορα


Έπρεπε να περάσουν κάποιες μέρες από τότε που τελείωσα την ανάγνωση για να κατασταλάξει μέσα μου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η συγκίνηση που ένιωθα όσο διάβαζα "Τα Κρυστάλλινα Σύνορα" του Κάρλος Φουέντες. Θεωρητικά εμένα δεν με ενθουσιάζουν καν τα διηγήματα (με την εξαίρεση του Μπόρχες δηλαδή, άντε και του Πόε). Κι όμως αυτό το μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα με άγγιξε βαθιά. Το θέμα είναι ένα, στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού παίζεται ένα βρώμικο παιχνίδι. Οι Μεξικανοί περνούν παράνομα τα σύνορα τα βράδια για να βρουν δουλειά κι οι Γιάνκηδες τους χρησιμοποιούν όταν τους χρειάζονται εκμεταλλευόμενοι τη φτηνή εργασία και τους κυνηγούν όταν δεν τους χρειάζονται. Παλιό παιχνίδι που παίζεται σε πολλές χώρες αλλά εδώ έχει ένα εφήμερο χαρακτήρα περίεργο. Στις υπόλοιπες χώρες ονομάζεται παράνομη μετανάστευση, εδώ δεν πρόκειται ακριβώς γι' αυτό, μιας και οι περισσότεροι Μεξικανοί γυρνούν έτσι κι αλλιώς στα σπίτια τους μετά την εργασία και ξαναμπαίνουν παράνομα την επόμενη φορά.


Τα πρόσωπα στα εννέα διηγήματα, είναι συγκινητικά και ανθρώπινα. Αυτό ίσως κάνει το έργο σημαντικό. Δεν είναι φτηνός συναισθηματισμός ούτε σχηματικοί χαρακτήρες απλώς και μόνο για να στηρίξουν το πολιτικό μήνυμα που εμφανίζονται στο αφήγημα, είναι υπαρκτοί, χειροπιαστοί άνθρωποι, που θα μπορούσαν να μην έχουν εθνικότητα, αν και πάντα το μεξικάνικο στοιχείο κυριαρχεί στο έργο του Λατινοαμερικάνου συγγραφέα.

Θα πρέπει να τονίσω εδώ πως δεν είμαι ούτε αντικειμενική, ούτε εμπιστοσύνης. Την ίδια αν όχι μεγαλύτερη συγκίνηση ένιωσα πριν κάποια χρόνια διαβάζοντας το "Κάθισμα του Αετού" αλλά και το "Θάνατο του Αρτέμιο Κρουζ". Δοξάστε τον Κάρλος Φουέντες, λοιπόν.

7/8/10

Το βλέμμα μου δεν άλλαξε

Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω βιβλίο τόσο αργά, επειδή το ευχαριστιέμαι. Μεγαλώνω. Κάτι στο βλέμμα μου άλλαξε, λένε αυτοί που έχουν να με δουν καιρό. Τίποτα δεν άλλαξε, τουλάχιστον όχι στο βλέμμα μου. Χθες μια γυναίκα μου είπε πως έκλαιγε όταν γέννησε. Ήθελε να έχει ξανά το παιδάκι της μαζί της, στην κοιλιά, να το χαϊδεύει. Πάγωσα όταν γέννησα. Το μωρό δεν έκλαψε. Έκλαψε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Αυτό αρκούσε για να περάσει η στιγμή της γέννας στην αθανασία. Το μωρό δεν έκλαψε. Λίγες βλέννες, είπε ο νεογνολόγος. Τίποτα. Τη στιγμή της γέννας τίποτα. Πάγωσα όταν γέννησα. Το μωρό δεν έκλαψε, έκλαψε λίγα δευτερόλεπτα μετά.

Το βλέμμα της αθανασίας, που πάντα με απασχολούσε, με κοιτά από δυο ξένα μάτια. Αλλά δεν είναι ξένα γιατί έχουν το βλέμμα μου. Το σχήμα τους είναι ξένο, με τη χαρακτηριστική γωνίτσα προς τα κάτω του άντρα μου, που πάντα αγαπάω να φιλάω. Από αυτές τις κόχες, με κοιτούν τα μάτια μου. Το ίδιο βλέμμα. Έκανα εκφραστικό μωρό, λένε.

Το βλέμμα μου δεν άλλαξε. Έμεινε καρμπόν στην αιωνιότητα. Μια μέρα θα το δω στο εγγόνι μου. Είναι η πρώτη φορά που απολαμβάνω τα θέλω μου. Μάλλον τόσο αργά έχω διαβάσει άλλοτε μονάχα το Βιβλίο της Ανησυχίας. Εκείνο τον άξιζε τον κόπο του. Κι αυτό τον αξίζει. Αλλά τότε διάβαζα κι άλλα ενδιάμεσα για να γεμίζω τα κενά μου. Μεγάλωσα.

O χρόνος άφθαρτος με περιγελάει. Μου λέει πως κάποτε θα γίνω σαράντα. Κι αυτό είναι πάντα το καλό σενάριο.

4/8/10

Το κάθισμα του Αετού

Διαβάζω αυτές τις μέρες τα "Κρυστάλλινα σύνορα" του Κάρλος Φουέντες κι είναι τόση η συγκίνηση που μου προκαλεί αυτό το μυθιστόρημα- συλλογή διηγημάτων, που δε μπορώ παρά να θυμηθώ την απίστευτη γεύση που μου άφησε πριν κάποια χρόνια "Το κάθισμα του Αετού". Το μυθιστόρημα αυτό τα έχει όλα.

Είναι γραμμένο με τη μορφή επιστολών, και δίνει ανάγλυφα την ιστορία μιας χώρας, την ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου λαού κι ας είναι γραμμένο στο μέλλον (2020). Η διαφθορά, η δολοπλοκία και ταυτόχρονα η αυθάδικη πίστη πως όλες οι απατεωνιές του κόσμου είναι απλά ένας τρόπος για να ζήσεις τη ζωή σου, να επιβληθείς, να κάτσεις στο "Κάθισμα του Αετού" είναι κυρίαρχα συστατικά των χαρακτήρων που σε τυλίγουν με τη γοητεία τους. Κυριολεκτικά δεν μπορείς να το αφήσεις κάτω.

Η πολυπλοκότητα της αφήγησης μέσω των επιστολών και η μεστή πλοκή που ξεδιπλώνεται αβιάστα όσο και κρυμμένα, θα το καθιστούσαν από μόνες του ένα εξαιρετικό αφήγημα. Αλλά τελικά, είναι η ικανότητα του Φουέντες να συγκινεί με τα πιο απλά μέσα, που το απογειώνει

30/7/10

"Childhood’s end", Arthur Clarke



Σε γενικές γραμμές τρελαίνομαι για βιβλία επιστημονικής φαντασίας, είτε στην παλιά κλασική μορφή τους – στην εφηβεία μου διάβασα και ξαναδιάβασα όλον τον Ασίμωφ- είτε στην νεότερη πιο σοφιστικέ εκδοχή τους. Αυτό το βιβλίο πάντως του Άρθουρ Κλαρκ με έκανε να βαρεθώ. Δε φταίει φυσικά το βιβλίο, που γράφτηκε το 1952, πως θα μπορούσε να προβλέψει την άνθηση της τεχνολογίας τα τελευταία 60 χρόνια, φταίει όμως λίγο ο συγγραφέας και η ενασχόλησή του με την παραψυχολογία και τα παρα-φυσικά φαινόμενα που με κάνουν να βαριέμαι.

Bρισκόμαστε λοιπόν στον 21ο αιώνα και η γη διοικείται από εξωγήινους που έχουν φτάσει μια ωραία μέρα με τα διαστημόπλοιά τους κι έχουν διαμιάς βαλθεί να κάνουν τον πλανήτη ένα εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς. Έτσι εξαλείφονται οι πόλεμοι, η βία, το έγκλημα, η πείνα, και φυσικά η καλλιτεχνική δημιουργία και η έμπνευση. Αυτοί οι εξωγήινοι κρύβουν τη μορφή τους για κάποια χρόνια, μέχρι να τους συνηθίσει η ανθρωπότητα γιατί μοιάζουν με τον…διάβολο. Ναι, ναι, έχουν κερατάκια, φτεράκια, ουρίτσα και τα άλλα συναφή. Κι είναι εδώ ως τοποτηρητές για ένα πείραμα που θα οδηγήσει στη καταστροφή.

Το τέλος της παιδικότητας- “Childhood’s end”- ή τέλος πάντων όπως κι αν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα (το να εφευρίσκω τίτλους για βιβλία στη μετάφρασή τους μου έχει γίνει κάτι σα χόμπι τελευταία, ίσως γιατί βαριέμαι να ψάξω για τη μετάφραση!!!) είναι ένα βιβλίο που 60 χρόνια μετά την έκδοσή του δεν αξίζει να διαβαστεί, ούτε από φανατικούς του είδους, όπως η αφεντιά μου.

"Childhood’s end", Arthur Clarke, ed. Del Ray, 1987, 224


24/7/10

Το μυστικό νερό


"Το μυστικό νερό" είναι από τα πρώτα βιβλία που έγραψε η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, που το βιβλίο της "Τί είδε η γυναίκα του Λωτ" με είχε ενθουσιάσει. Έχει λοιπόν τις αρετές αλλά και τα προβλήματα των πρωτόλειων. Είναι μια, όχι πάντα επιτυχημένη, προσπάθεια για τη δημιουργία ενός φανταστικού κόσμου και μιας ιστορίας που τα έχει όλα, τις μεταφυσικές της ανησυχίες, την αινιγματική πλοκή, τους σύνθετους χαρακτήρες.


Η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό νησί του Αιγαίου, τη Σαντάνα, που η Μεσαιωνική του Ιστορία το κυνηγά ακόμα και σήμερα. Το νησί κρατούν χωρισμένο και ενωμένο δυο αντίπαλοι πόλοι, από τη μια το Μοναστήρι με τις άσπιλες και αμόλυντες 13 μοναχές Άννες και από την άλλη το Παλάτι, το τοπικό μπορντέλο με επικεφαλής τη Δαλιδά. Στη διαμάχη αυτών των "ιδρυμάτων" θα αποκαλυφτούν πολλά πράγματα με κεντρικό άξονα την Σάντα Άννα, την "ειδική" Αγία του νησιού και μια απλή Αρχειοθέτρια του Νερού, την Ελπίδα Σακελλαρίου. Αλλά αυτό που κυρίως θα φανεί είναι πως οι δυο "θεσμοί" δε διαφέρουν σε τίποτα.

Η συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τη μυθοπλασία, να εισαγάγει πολλούς ετερόκλητους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, να κτίσει την πλοκή. Αλλά δεν κατορθώνει να συγκρατήσει αυτό το οικοδόμημα που ειδικά στο τέλος ξεφεύγει κι έτσι λήγει την ιστορία του κάπως γρήγορα και άδοξα. Όπως δεν θα έπρεπε σε έναν τόσο όμορφο, μαγικό κόσμο.

Πάντως, αν αυτό το βιβλίο ήταν ο προπομπός για να υπάρξει κάτι τόσο ολοκληρωμένο ως ιδέα, διαμόρφωση και εκτέλεση όσο η "γυναίκα του Λωτ", τότε δεν έχω παρά να βγάλω στην κυρία Μπουραζοπούλου το καπέλο.

19/7/10

"The terrible privacy of Maxwell Sim", Jonathan Coe


«Η φρικτή ιδιωτικότητα του Μάξγουελ Σιμ», λοιπόν ή αλλιώς “The terrible privacy of Maxwell Sim”, μιας και ιδέα δεν έχω αν έχει προλάβει να μεταφραστεί στα ελληνικά και ποιός είναι ο τίτλος. Καινούργιο βιβλίο ενός αγαπημένου μου συγγραφέα, του Τζόναθαν Κόου, που έχω διαβάσει όλα του τα μυθιστορήματα με κορυφαία το “What a carve up!” και το “The Rotters’ club”.

Αν μιλούσαμε για οποιονδήποτε άλλο, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο. Όμως εδώ μιλάμε για τον Κόου, που συνδυάζει συνήθως με άψογο βρετανικό φλέγμα τη σοβαρή και την αστεία πλευρά της ζωής, που φτιάχνει ιστορίες που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες γενιές. Και τέτοιο βιβλίο, αυτό δεν είναι. Κεντρικός ήρωας είναι ο Μάξγουελ Σιμ, άρτι χωρισμένος, με κλινική κατάθλιψη, που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με τους ανθρώπους (τον πατέρα, τη μάνα, την πρώην του, την κόρη του) αλλά και να κάνει καινούργιες σχέσεις. Στην πορεία βρίσκεται να κυνηγά μια χίμαιρα στο Σίδνευ, να κάνει ένα τρελό ταξίδι ως τα Σέτλαντ στην Σκωτία, μόνος με ένα εταιρικό αμάξι, να βρίσκει και να χάνει ανθρώπους από το παρελθόν και το παρόν του, να βρίσκει και να χάνει τα λογικά του.

Ο Σιμ είναι ένας άντρας αποξενωμένος από όλα όσα κάνουν τη ζωή ευχάριστη να τη ζεις κι όμως συνεχίζει, όχι να ζει, απλά να επιβιώνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα εδώ, η συνεισφορά του Κόου στην προσπάθεια κατανόησης των καιρών μας. Αυτό πάντως που είναι ακατανόητο είναι το τέλος μετά το τέλος, εξι σελίδες εντελώς άχρηστες, και καθόλου αστείες.....

"The terrible privacy of Maxwell Sim", Jonathan Coe, ed. Penguin, Viking, 2010, pg. 339

9/7/10

Η Σκιά του ανέμου


Εξαιρετικό βιβλίο, με ατμόσφαιρα, πλοκή, ουσία, κι όλα αυτά παρ' όλο το ξενέρωτο εξώφυλλο που το κάνει να μοιάζει με κάποιο γυναικείο ευπώλητο και το ύποπτο χάπι έντ. "Η Σκιά του ανέμου" του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν με κεντρικό ήρωα τον Ντανιέλ, ένα γιο βιβλιοπώλη που βρίσκει στα Νεκροταφείο των Λησμονημένων βιβλίων ένα μυθιστόρημα που θα του αλλάξει όλη τη ζωή, καταφέρνει να δώσει την ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης σε μια άλλη εποχή -λίγο μετά τον εμφύλιο- και ταυτόχρονα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια πλοκή καταιγιστική, αν και κάποιες φορές προβλέψιμη.

Το βιβλίο που διαλέγει ο ήρωας είναι μια τελευταία κόπια του μυθιστορήματος "Η Σκιά του Ανέμου" ενός άσημου συγγραφέα, του Χουλιάν Καράξ. Κι είναι η τελευταία γιατί κάποιος άντρας γυρνά όλο τον κόσμο και καίει όλα τα αντίτυπα. Προσπαθώντας να διαλευκάνει αυτό το μυστήριο, ο νεαρός μπαίνει στη ζωή του Καράξ και στο μύθο που την ακολουθεί, ερωτεύεται και κάνει φιλίες, μπλέκει με έναν βασανιστή της δικτατορίας, μαθαίνει δυο τρία πράγματα για τη ζωή. Στο τέλος, εντελώς απρόβλεπτα για ένα ατμοσφαιρικό ανάγνωσμα όπως αυτό, όλα ξεκαθαρίζουν.

Το μυθιστόρημα τούτο δείχνει με σαφήνεια πως έχω αρχίσει να είμαι κάπως ρατσίστρια με τα διαβάσματά μου. Καιρό τώρα καθόταν στην βιβλιοθήκη μου και δεν έπαιρνα την απόφαση να το διαβάσω γιατί το εξώφυλλο, αλλά και οι εκδόσεις με προδιέθεταν αρνητικά. Μάλλον εδώ είναι το σημείο που πρέπει να υποσχεθώ στον εαυτό μου να μην κρίνω ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του.

Υ.Γ. Άσχημη και εντελώς ασήμαντη δεν ακούγεται αυτή η τελευταία φράση στην ελληνική της μετάφραση;



5/7/10

Μια μικρή Κατερινούλα

Δεν ξέρω σε ποιό βαθμό το τί είμαστε το καθορίζουν τα διαβάσματά μας. Δεν ξέρω ακόμα αν θα μπορούσε κανείς να μετρήσει την επίδραση του κάθε βιβλίου χωριστά ή τη συλλογική, άγρια δύναμη του διαβάσματος. Ξέρω αυτό, αυτό που κάθε φορά είμαι το καθορίζει το βιβλίο που διαβάζω και η ιστορία που γράφω. Κι αυτή η σχέση μοιάζει περισσότερο με την ηθοποιία, παρά με τη συγγραφή και την ανάγνωση. Μόνο που δεν ταυτίζομαι με τον ήρωα παρά με τη ροή της αφήγησης. Αν με ρωτήσετε την πλοκή ενός βιβλίου, ακόμα και πολλές φορές διαβασμένου, σπάνια τη θυμάμαι ατόφια. Όμως ξέρω την αύρα του, τη μυρωδιά του, τί έγραφα τότε και πώς ζούσα. Περίεργο, ε; Αντί για το βιβλίο, θα πω τόσα πράγματα για μένα.

Ξεκίνησα να διαβάζω για δυο λόγους, ο πρώτος ήταν πως υπήρχαν βιβλία στο σπίτι κι ήμουν παιδί που βαριόταν εύκολα. Ο δεύτερος η μοναξιά μου. Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια δεν τα πολυκατάφερνα με τους άλλους. Κι ακόμα και σήμερα μέσα από την κοινωνικό εαυτό μου ξεπηδά κάποτε κάποτε μια ντροπαλοσύνη αλλόκοτη, που οι άνθρωποι που με γνώρισαν ενήλικη δεν μπορούν πλήρως να καταλάβουν. Δεν ταιριάζει με την εικόνα.

Το να φτιάχνω ιστορίες λίγο πριν κοιμηθώ ήταν το μόνο που με κράτησε λογική στην εφηβεία μου. Αλλιώς μάλλον θα είχα σοβαρότερα προβλήματα. Το να φτιάχνω ιστορίες, και σεξουαλικού περιεχομένου, ήταν το μόνο που με βοηθούσε να κοιμηθώ. Είναι σκληρά τα μικρά παιδιά. Σκληρά με αυτόν που δεν είναι όπως οι άλλοι, που ξεχωρίζει κάπως. Δεν ξέρω να σας πω ακόμα και σήμερα το γιατί, μάλλον από κακή συγκυρία αλλά ήμουν αυτό το παιδί της τάξης που τρώει το σπόγγο κατακέφαλα, που το περιμένουν στη γωνία να του ψάλλουν ρυθμικά "χοντρή" και "φυτό". Δεν ήμουν ούτε η πιο χοντρή, ούτε η πιο διαβαστερή στην τάξη. Έτυχε κι ήμουν εγώ.

Οι ιστορίες μου με κράτησαν ζωντανή για να γίνω καλύτερη, να ξεφύγω από τη μοναξιά μου τα επόμενα χρόνια. Απόδειξη πως με το που βρέθηκα σε άλλο περιβάλλον, του πανεπιστημίου, κανείς δε σκέφτηκε να με πει χοντρή, φυτό, χαζή, κάτι. Ήμουν ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Με την επιτέλους ουσιαστική παρέα του, τα αισθηματικά , τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά του. Και τη λόξα της συγγραφής. Που μπορεί να έβαλα για λίγο στην άκρη για να ζήσω κάποια πράγματα που στην εφηβεία μου δεν έζησα - ευφημισμός για μια περίοδο με πολλά ποτά και πολλά ξενύχτια, ό,τι δεν κάνει κανείς στην ώρα του το ζει ακόμα πιο άγρια μετά- αλλά παραδόξως δεν ξέχασα. Και τη χαρά της ανάγνωσης. Κληρονομιά και προίκα. Ηδονή αλλόκοτη και μια σιγουριά για το μέλλον πως τα χειρότερα είναι πίσω μου. Μα κι αν δεν είναι, δε με νοιάζει.

Υ.Γ. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αφορμή για αυτή την ανάρτηση υπήρξε αυτό το ποστ του Χρήστου...

27/6/10

"Τότε που ήμασταν ορφανοί", Kazuo Ishiguro


Καζούο Ισιγκούρο λοιπόν, ένα Ιάπωνας μεγαλωμένος στη μεγάλη Βρετανία, με το ένα πόδι στη μια κουλτούρα και το άλλο στην άλλη και ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο, bestseller στο ενεργητικό του, "Τα απομεινάρια μιας ημέρας". Από τις σπάνιες περιπτώσεις βιβλίων που η εμπορική επιτυχία συμβάδισε με την ποιότητα. Ίσως με επηρεάζει κι η ταινία, τα έχω αξεδιάλυτα στο μυαλό μου, μα το αγάπησα αυτό το μυθιστόρημα. Κι έτσι, ξεκίνησα να διαβάζω το "Τότε που ήμασταν ορφανοί" με τη σιγουριά πως τουλάχιστον δε θα χάσω το χρόνο μου.

Και δεν τον έχασα. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, Κρίστοφερ Μπάνκς είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που σε ταξιδεύει. Με τα κολλήματα και τα προβλήματά του αλλά και με μια αναζωογονητική αφέλεια, ο Μπάνκς, από τις διασημότερους ντετέκτιβ στη μεγάλη Βρετανία, ψάχνει να βρει τους δολοφόνους των γονιών του στη Σαγκάη, όπου μεγάλωσε ως τα δέκα του. Η εποχή είναι δύσκολη, όλος ο κόσμος ετοιμάζεται για ένα μεγάλο πόλεμο, κι όμως αυτός ο καλός αναλυτής και ερευνητής όταν ασχολείται με τη συγκεκριμένη υπόθεση, γίνεται παιδί, δεν μπορεί να κατανοήσει τί γίνεται γύρω του. Γιατί απλά η προσωπική συγκινησιακή φόρτιση και οι αυταπάτες που έχουμε για τον εαυτό μας πάντα υπερέχουν των κοινών.

Το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, έχει τα πάθη, τα λάθη του και κυρίως κάποιες στιγμές τους πλατειασμούς του. Παρ' όλα αυτά δεν παύει να κρατά αξιοπρεπώς το ενδιαφέρον και να αφήνει καλή επίγευση μετά την τελευταία φράση. Με απλά λόγια, άξιο να διαβαστεί.


"Τότε που ήμασταν ορφανοί", Kazuo Ishiguro, μετ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη, 2001, σελ. 392

19/6/10

Χάσαμε τον Σαραμάγκου.

Περίεργο, ε; Κάποιους ανθρώπους κι ας μην τους ξέρεις, νιώθεις πως τους ξέρεις. Έτσι περίπου ένιωσα όταν άκουσα την είδηση του θανάτου του Ζοζέ Σαραμάγκου, σα να έχασα ένα μακρινό θείο ένα πράγμα, με έπιασε μια πολύ γλυκειά θλίψη. Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή κι ούτε κι ο Σαραμάγκου πίστευε, άρα το μόνο που μπορώ να πως είναι πως είχε μια γεμάτη, μαγική ζωή όσο ήταν ανάμεσά μας.

Όχι, αυτό το κομμάτι δεν θα είναι ούτε επικήδειος, ούτε και μίνι βιογραφία. Θα είναι κάπως σα να τηρώ δυο λεπτά σιγή για έναν άνθρωπο που το έργο του με ταξίδεψε και θα με ταξιδεύει. Κρατήστε την μαζί μου.

13/6/10

Το γάλα της μάνας μας

Και βρίσκομαι εδώ, εν μέσω "κρίσης" και δε θέλω να γράψω μήτε για τα πολιτικά, μήτε για τα οικονομικά, αν και αυτά θα έπρεπε να με απασχολούν. Τα βαρέθηκα. Και δε θέλω να γράψω για βιβλία, γιατί ούτε αυτό με αφορά τώρα. Θα σας γράψω λοιπόν για μωρά, αν και ξέρω πόσο εκνευριστικό είναι. Όχι, δεν άλλαξε ο προσανατολισμός τούτου του ιστοχώρου, ούτε ελπίζω να είμαι σε αυτή τη φάση για καιρό. Θα σας γράψω για το γάλα της μάνας μας. Αυτό που θα φτύσουμε όλοι σε λίγο καιρό, αν συνεχίζουν τα πράγματα να κατρακυλούν με τόση φόρα.

Ο θηλασμός είναι ένα δώρο που οι περισσότερες από τις μανάδες μας, δεν μας έκαναν. Ο θηλασμός στην Ελλάδα χάθηκε μια γενιά πριν και τώρα είναι τόσο μα τόσο δύσκολο να επανέλθει. Ο θηλασμός είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει το παιδί στη μάνα και η μάνα στο παιδί.

Γέννησα και κανείς δεν ήξερε να μου πει πώς να θηλάσω. Χρειάστηκε η μαία να μου βάλει το παιδί στο στήθος γιατί ούτε η μάνα μου, ούτε η πεθερά μου θήλασαν σοβαρά. Δυσκολεύτηκα, πόνεσα, μάτωσα (στην κυριολεξία), τα κατάφεραμε. Κι ολοένα με ρωτούν οι γύρω, "Aκόμα να του δώσεις ξένο;". Λοιπόν, ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Το μητρικό γάλα, αυτό που είναι σχεδιασμένο για ανθρωπάκια κι όχι για μοσχαράκια, έχει τα κατάλληλα αντισώματα, τη σωστή σύσταση και ποσότητα για να μεγαλώσει γερά παιδιά. Για να τα θρέψει αποκλειστικά από τον 1ο ως τον 6ο μήνα της ζωής τους και να συνεχίσει να τα τρέφει μετά μαζί με τις στερεές τροφές για τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο. Τόσο απλά.

Αλλά εδώ δε θα αναλύσω την χρησιμότητα του μητρικού γάλακτος, μα τη χαρά της διαδικασίας. Ο σκιουράκος νεογέννητος είχε πολλούς πόνους, κυρίως γαστρεντερικούς. Τη μόνη φορά που πραγματικά ηρεμούσε ήταν όταν θήλαζε (12 φορές τη μέρα). Τότε, άπλωνε το νεογέννητο χεράκι του, ακουμπούσε πάνω στο στήθος και καταλάβαινες πως ο τρόμος της πολύ πρόσφατης του εμπειρίας με τη ζωή καταλάγιαζε. Το πρώτο βράδυ στο μαιευτήριο, εκεί που μετά το θηλασμό κούρνιασε πάνω μου κι έμοιαζε τόσο στο μπαμπά του, είπα στο παιδί μου πως δεν το αγαπώ ακόμα, πως θα πρέπει να γνωριστούμε για να το αγαπήσω. Αλλά εκείνο ήξερε πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του, γύρισε με κοίταξε και είπε πως δεν πειράζει.

Και τώρα; Τέσσερις σχεδόν μήνες μετά, μπουκωμένος ακόμα με το στήθος μου, γυρίζει και με κοιτά και ξέρει πως τρέφεται από το κορμί μου. Πως είμαστε μαζί, πως αγαπιόμαστε. Τώρα πια μπορεί να αναγνωρίσει τη μυρωδιά του γάλακτος και το κορμί και το πρόσωπό μου. Ο παιδάκι μου κάθε που θηλάζει, μου κρατά το χέρι. Κυριολεκτικά, απλώνει και με πιάνει. Με οδηγεί, στο να τον αγαπήσω κάθε μέρα και βαθύτερα.

4/6/10

Σεμινάρια δημιουργικής γραφής

Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής μας προέκυψαν ξαφνικά στην Ελλάδα πριν από κάποια χρόνια και όπως όλα τα άλλα εδώ γύρω, στήθηκαν πρόχειρα και κάπως ατσούμπαλα. Δεν ξέρω πως είναι τώρα πια τα πράγματα, γιατί έχω να παρακολουθήσω τέτοιο πρόγραμμα καιρό, αλλά θα σας διηγηθώ πως ήταν 5 χρόνια πριν, όταν έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα, είχα κολλήσει και θεώρησα καλό να πάω. Ήταν άλλωστε τα πρώτα χρόνια που δούλευα και δεν με είχε πάρει μπάλα η καθημερινότητα.

Στο σύνολο έχω παρακολουθήσει δυο κύκλους τέτοιων σεμιναρίων, με τρεις διαφορετικούς καθηγητές. Στο πρώτο, ο άνθρωπος που μας καθοδηγούσε είχε ουσιαστικές γνώσεις για τη λογοτεχνία, όρεξη να μας ακούσει, να μας κάνει να γράψουμε. Κάθε εβδομάδα διαβάζαμε κι ένα βιβλίο της επιλογής του κι έπρεπε να έχουμε γράψει και μια μικρή ιστορία με θέμα πάλι δικό του. Ακούγεται καταπιεστικό, έτσι δεν είναι; Λοιπόν η μικρή Κατερίνα μέσα από αυτή τη διαδικασία, στα είκοσι έξι της, ανακάλυψε τον Λιόσα. Α, κι έγραψε με μανία εκείνη την εποχή, είκοσι καλά, μικρά διηγήματα, όσα και τα μαθήματα. Τους "συμμαθητές", που όλοι τους έγραφαν εξαιρετικά, τους θυμάμαι με αγάπη, με κάποιους από αυτούς έχω ακόμα και τώρα ουσιαστική φιλία, για άλλους νιώθω μια τρυφερότητα αλλόκοτη που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά κρασιά που έχουμε πιει μαζί . Όσο για τον "δάσκαλο" κι ας μη διάβασε ποτέ το χειρόγραφό μου, αν και αναγνώστης για μεγάλο οίκο, τον αγαπώ για αυτό που είναι. Και θα τον παίρνω τηλέφωνα για να μάθω αν είναι καλά και μόνο. Χωρίς καμία υστεροβουλία.

Στον δεύτερο κύκλο, στην πρώτη φάση καθηγητής ήταν μεγάλο όνομα της ελληνικής λογοτεχνίας που τα βιβλία του τα αγαπούσα από μικρή. Πήγα γιατί ήταν αυτός, δεν είχα ανάγκη τα σεμινάρια. Και.... αποδείχτηκε πως οι άνθρωποι που γράφουν καλά, δεν μιλούν κατ΄ ανάγκη και καλά. Οι "μαθητές" τούτου του κύκλου, αν και υποτίθεται ότι περνούσαν από επιλογή, δεν είχαν όλοι έστω κάποιο ταλέντο στο γράψιμο. Ακούσαμε πονήματα του τύπου "Και του είπα, και μετά αυτός μου είπε, και του είπα", πολλές φορές. Με απλά λόγια, από αυτό το σεμινάριο μου έμειναν λίγα πράγματα και κανένας φίλος. Κάνα δυο περιστασιακοί γνωστοί, ίσως.

Στη δεύτερη φάση, καθηγητής ένας λιγότερο γνωστός λογοτέχνης, άνθρωπος όμως που είχε διδάξει δημιουργική γραφή στο παρελθόν. Κι εδώ επιλογή, προσεγμένη, όμως. Εξαιρετικός άνθρωπος, με γνώσεις, με απόδοση, με λέγειν. Από δω μου έμειναν δυο φίλοι, πολλοί συμπαθητικοί γνωστοί, και μια ολική αναδόμηση του μυθιστορήματός μου. Βλέπετε, το σύστημα είχε ως εξής, έδινες είκοσι σελίδες από το μυθιστόρημά σου σε όλους και κάθε εβδομάδα κρινόταν το πόνημα και άλλου μαθητή. Εποικοδομητική εμπειρία. Από κείνον τον κύκλο προέκυψαν 4 άνθρωποι που έχουν ήδη εκδοθεί, εκ των οποίων ένας εξαιρετικό ταλέντο, μια σεναριογράφος που ταινία της είναι ήδη στα σκαριά κι εγώ. Ακόμα ανέκδοτη και ανεπίδεκτη μαθήσεως. Αλλά με τρία πια τελειωμένα χειρόγραφα στο ενεργητικό μου.

Κι εδώ λοιπόν , γεννάται το σύνηθες ερώτημα, "μαθαίνεται ορέ η λογοτεχνία;" Φυσικά και όχι, όποιος δεν έχει το φυσικό τάλαντο, πάει στο σεμινάριο για να βγάλει γκόμενα, θα βαρεθεί πολύ πολύ σύντομα. Περισσότερο από το ίδιο το μάθημα είναι η συναναστροφή με άτομα που ενδιαφέρονται εξίσου για το γράψιμο που δίνει διάσταση στην ιστορία. Χάρη σε όλο αυτό το πανηγύρι ξέρω πως δουλεύει περίπου το κύκλωμα, συναναστρέφομαι ανθρώπους που αγαπούν να διαβάζουν και να γράφουν, απέκτησα και κάποιους καλούς φίλους που θα τους κρατήσω μάλλον για μια ζωή. Όσο για το αν χρειάζεται σύστημα σε αυτά τα μαθήματα ή χύμα και ό,τι κάτσει, είναι σαφές. Ακόμα και στο αχανές σύμπαν που είναι το γράψιμο, χρειάζεται μια αρχική καλή ιδέα, ένας σκελετός. Κι ας τον καταστρατηγήσεις στην πορεία ως το μεδούλι του.

27/5/10

Η Ζωή του Πι

Το οπισθόφυλλο υποσχόταν πως θα πιστέψω ξανά στο Θεό, δεν μπορούσα λοιπόν παρά να το πάρω. Αποδείχτηκε κακή επιλογή, εκτός που έχω πάψει να πιστεύω σε αλούτερα πράγματα χρόνια τώρα, βαρέθηκα μέχρι δακρύων. Χρόνια είχα να διαβάσω βιβλίο τόσο διαγώνια, όσο διάβασα τις κοντά πεντακόσιες σελίδες από το " Η Ζωή του Πι" του Γιαν Μαρτέλ.

Λίγα λόγια για την πλοκή λοιπόν. Ο Πι είναι ένα παιδάκι που ζει στην Ινδία και η οικογένειά του έχει ένα ζωολογικό κήπο (200 σελίδες). Του αρέσουν όλες οι θρησκείες, παρ' όλο που η οικογένειά του είναι ουσιαστικά αδιάφορη προς αυτές, κι εκτός από ινδουιστής δηλώνει και χριστιανός και μωαμεθανός. Κάποια στιγμή η οικογένεια αποφασίζει να μετακομίσει στον Καναδά και -μαζί με τα ζώα που πουλήθηκαν στα δέκα σημεία του ορίζοντα- φορτώνεται σε ένα καράβι. Το πλοίο ναυαγεί και μόνος επιζών σε μια βάρκα είναι ο Πι μαζί με μια τίγρη, μια ύαινα, μια μαϊμού και μια ζέβρα. Ακολουθούν ατελείωτες περιγραφές μέχρι να σωθεί (300 σελίδες).

Α, το βιβλίο πήρε το Booker το 2002.

23/5/10

Ο χρόνος μου έχει καθηλωθεί

Ο χρόνος μου έχει καθηλωθεί. Ή μάλλον άρχισε να σέρνεται. Για πρώτη φορά αντιμετωπίζω τις ρυτίδες στον καθρέφτη, τις άσπρες τρίχες στα μαλλιά μου, τα ρούχα μου που αγαπώ να τα κρατάω κι όμως έχουν πια παλιώσει, σαν εχθρούς. Ο χρόνος μου είναι στάσιμος. Σα να πήδηξε με ένα μεγάλο άλμα κι από είκοσι να έγινα τριάντα σε μια μέρα. Κι έπειτα έμεινε εκεί. Στις 19 Φλεβάρη τούτου του έτους έγινα μητέρα. Ο χρόνος μου με περιγελάει.

Ξύπνησα σήμερα με αυτή την ακατανίκητη έλξη για τον καθρέφτη, να δω το πρόσωπό μου, να μου θυμίσει κάτι πως ακόμα δεν γέρασα, πως ακόμα δεν πέθανα. Δεν στάθηκα. Δεν στάθηκα. Ο χρόνος έχει σταθεί μαζί μου. Δεν με νοιάζει τί χρώμα έχουν τα μαλλιά μου, το παιδί πεινάει. Και ξαφνικά, όταν ο μικρούλης σταμάτησε να θηλάζει, κάθισε ήσυχος ήσυχος στο μαξιλαράκι του, με κοίταξε και μου είπε σ' αγαπώ. Ή μάλλον εγώ του το είπα, εκείνος είπε "Άσε μας ρε μάνα" (το α-γκου σε ελεύθερη μετάφραση)

Ο χρόνος μου άλλαξε. Είμαι μητέρα και δε με νοιάζει; Μεγάλωσα με μια απότομη στροφή, ίσως στη χειρότερη ώρα και τη χειρότερη ιστορική συγκυρία. Ξαφνικά με νοιάζουν τα λεφτά κι αν θα έχω δουλειά και αύριο και αν μου διαρρήξουνε το σπίτι. Φοβάμαι. Έπαψα να είμαι άτρομη. Φοβάμαι μήπως τρακάρω και μείνει το παιδί μου νηστικό.

Ο χρόνος είναι σταθερός, γέρος, ένα προαιώνιο κακό και με κοιτάει. Για τον σκιουράκο ο χρόνος είναι τα πάντα, καλπάζει (πότε πέρασαν τρεις μήνες;). Σήμερα του είπα πως ό,τι κι αν συμβεί θα είμαι κοντά του, γιατί ακόμα κι αν δε με θυμάται, θα κουβαλάει τη μνήμη της αγάπης μου, θα μπορεί να αγαπηθεί πολύ γιατί κάποιος ήδη τον αγαπάει τόσο. Σαν ένα περίεργο αντίο. Ο σκίουρος, άτρομος, μου χαμογέλασε. Εγώ τρομαγμένη παράτησα τις τελευταίες λέξεις κι άρχισα τα α-γκου.

Η αγάπη μου έχει φόρα. Έτσι λέει ο άντρας μου, "αγαπάς το παιδί με φόρα". Μόνο που όλα και όλους έτσι τα αγαπάω. Με δύναμη. Αν αγαπάω, αγαπάω, αν όχι, θα το καταλάβεις. Αγαπάω τον εαυτό μου με φόρα; Δεν ξέρω. Ο χρόνος μένει στάσιμος. Και τα μίνι φορέματά μου στο ντουλάπι. Δεν μου κάνει καρδιά να τα φορέσω.

Υ.Γ. Μια ανάρτηση για τα βραβεία μπορεί και να περιμένει.

16/5/10

Ο αγαπημένος των μελισσών

Συμπαθητική ιδέα αλλά και προσπάθεια είναι το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου, "Ο αγαπημένος των μελισσών". Ένιωσα όμως από την αρχή σαν κάτι να έλειπε, κι αυτό ήταν η πλοκή που θα το πήγαινε παρά κάτω και θα το απογείωνε. Λέξεις μου έλειψαν λοιπόν, μικρές εκπλήξεις και πολλές ιδέες. Το βιβλίο, που είναι ομολογουμένως καλογραμμένο, στηρίζεται στον αρχικό του μύθo μόνο και του λείπουν οι παράλληλες ιστορίες, το κάτι διαφορετικό

Ο ήρωας, Μπρούνο Γκούσταφσον, ανταμώνει σε μια παραλία της Ναυπάκτου έναν Έλληνα άντρα είκοσι χρόνια μικρότερό του και είκοσι πόντους κοντύτερό του, που όμως είναι ο σωσίας του। Η ύπαρξη αυτού του ανθρώπου που του μοιάζει στο πρόσωπο και τις χειρονομίες, στη φωνή και τις γκριμάτσες, τον αναστατώνει τόσο που αναγκάζεται να λάβει δραστικά μέτρα. Ο χρόνος, ιστορικός, ανθρώπινος ή αντικειμενικός, ο δικός του χρόνος τέλως πάντων, εξαρτάται από την ύπαρξη αυτού του νεαρού σωσία, κι είναι διατεθειμένος να κάνει το παν για να τον διαφυλάξει.

Ο συγγραφέας φαίνεται πως είναι άνθρωπος διαβασμένος, με ενδιαφέρουσα άποψη οπότε το μυθιστόρημα δεν γίνεται σε κανένα σημείο βαρετό. Οι ήρωες του όμως, που εξυπηρετούν μοναχά την ανάγκη να εκφράσει τη φιλοσοφία του κι όχι να προχωρήσoυν την πλοκή, καταντούν ανύπαρκτοι ή μάλλον για να το θέσω ορθότερα, ανίκανοι να υπάρξουν, χάρτινοι και φτιαχτοί. Έτσι, τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτουν, δίνουν μεν τροφή για σκέψη, κάπως αμάσητη όμως και σκληρή, χωρίς την πραγματική γλύκα της λογοτεχνίας.

9/5/10

Η πείνα

Δυνατό βιβλίο, σε στιγμές αφόρητο, όπως θα έπρεπε να είναι, "Η Πείνα" του Κνουτ Χάμσουν δεν χαρακτηρίζεται άδικα αριστούργημα Ήρωας ένας διανοούμενος που δίνει άρθρα σε εφημερίδες για να ζήσει, που είναι συνεχώς χωρίς χρήματα για τα απαραίτητα, που για μεγάλα διαστήματα μένει νηστικός και άστεγος και στηρίζεται σε ένα παράξενο σύστημα αξιών, σε μια φιλοσοφία δική του, σχεδόν σχιζοφρενική που όμως με έναν περίεργο τρόπο είναι και ο μόνος λόγος που τον κρατά ζωντανό.

Κλειστοφοβικό και ταυτόχρονα εντελώς αληθινό, το μυθιστόρημα είναι η επιτομή της καλής αφήγησης., όπου σημασία δεν έχει η ιστορία, τα τεκταινόμενα, ούτε καν ο ήρωας, αλλά ο τρόπος που γίνονται και λέγονται τα πράματα. Αυτός που σε κάνει να νιώθεις πως είσαι εσύ που ζεις τις συγκεκριμένες καταστάσεις, που νιώθεις την πείνα να θερίζει τα σωθικά σου. Μια πείνα εντελώς απτή, που σέρνει τον άνθρωπο στα όρια του θανάτου, που τον εξευτελίζει κι όμως αυτός κρατά ψήγματα αξιοπρέπειας

Ο ήρωας, πολλές φορές παράφρονας και ενοχλητικός, λέγεται πως είναι ο ίδιος ο Χάμσουν. Κι αν το βιβλίο δεν προερχόταν από μια τόσο αμφιλεγόμενη για τις πολιτικές της πεποιθήσεις προσωπικότητα, νομίζω πως θα είχε ακόμα πιο περίοπτη θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας.


Υ.Γ. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε πολλές μεταφράσεις. Εγώ το διάβασα σε αυτή του "Δωρικού" που ήταν απαράδεκτη...

27/4/10

Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βιβλιοθήκες;

Άραγε τι θα κάναμε σε τούτο το σπίτι αν δεν υπήρχαν οι βιβλιοθήκες; Μάλλον θα χρειαζόμασταν περισσότερα ρηλάξ. Τώρα είμαστε καλυμμένοι, το πρωί μετά τον θηλασμό το σκιουράκι χαζεύει τη μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Η μαμά του μαγειρεύει. Το απόγευμα πριν τις βιταμίνες, το σκιουράκι χαζεύει τη βιβλιοθήκη στο γραφείο, όσο η μαμά του γράφει. Και μέσα στη νύχτα, όταν η μαμά πάει να πλύνει τα χέρια της, ανάμεσα στο άλλαγμα της πάνας και το φαγητό, το σκιουράκι κοιτά τη βιβλιοθήκη στο δικό του δωμάτιο (το κομμάτι που ξέμεινε εκεί μέσα ελλείψει άλλου χώρου) και δεν κλαίει. Κι αν ο μικρός χίκου χίκου είναι μόνο δυο μηνών, κι αν όταν είναι δυο, δώδεκα ή εικοσιδύο χρονών δεν θέλει ούτε να δει, ούτε να ακούσει για βιβλία, εγώ το χρέος μου θα το έχω κάνει. Προς το παιδί και τα βιβλία μου.

Τι θα έκανα εγώ αν δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες στο πατρικό μου, αν δεν διάβαζα το “Oh brave new world” στα Αγγλικά σε ηλικία που μετά βίας κατάλαβα το τέλος, αν δεν πήγαινα σε ένα σχολείο με σημαντική βιβλιοθήκη; Μάλλον πάλι θα διάβαζα. Ή ίσως και όχι, μπορεί να διάβαζα μονάχα τα της επιστήμης μου και τέρμα.

Αυτός ο τύπος «αναγνώστη», που διαβάζει όλη μέρα επιστημονικά άρθρα, που γράφει κάποια από αυτά, που σπουδάζει δέκα ή δώδεκα χρόνια στην ανώτατη εκπαίδευση κι όμως δεν ανοίγει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, με εκπλήσσει. Εγώ, που αγαπώ και τα επιστημονικά συγγράμματα και μου αρέσει να ακολουθώ τα τεκταινόμενα στην επιστήμη μου ακόμα και τώρα που είμαι στην αγορά εργασίας κι έξω από τα Πανεπιστημιακά νερά, δεν το διανοούμαι καν. Σα βαρετό και μονότονο μου κάνει. Σαν να μην είναι πραγματική αγάπη. Και τη δικαιολογία πως δεν υπάρχει χρόνος την ακούω βερεσέ.

Δεν ξέρω αν ο χίκου-χίκου θα γίνει αναγνώστης, αν θα αγαπά τη μουσική, όπως ο μπαμπάς του ή θα χαζεύει με τις ώρες τηλεόραση. Ξέρω πως θα προσπαθήσω να τα αγαπήσει τα βιβλία. Κι όταν αγαπήσει το είδος, νομίζω πως θα αγαπήσει και τα σχολικά. Έτσι, δεν θα τίθεται θέμα επιλογής, το ένα ή το άλλο. Ο χρόνος πάντα θα βρίσκεται. Ή και ποτέ. Γιατί καθώς θα παρατηρήσατε τον τελευταίο μήνα δε διαβάζω. Κι είναι καθαρά θέμα διάθεσης, χωρίς περιττές δικαιολογίες. Δε διαβάζω γιατί σε αυτή τη φάση δε γουστάρω να διαβάσω. Τόσο απλά. Αλλά οι βιβλιοθήκες μου με περιμένουν, με τα ραφάκια τους με τα αδιάβαστα, πιστές εκεί, μέχρι να ξαναγυρίσω.

15/4/10

Νεκροταφείο πιάνων

Ένα εξαιρετικό, μαγικό βιβλίο είναι το «Νεκροταφείο πιάνων» του Ζοζέ Λουίς Πεισότο. Ο Πορτογάλος συγγραφέας γνωρίζει καλά το παιχνίδι της αφήγησης και μας βάζει στη ζωή μιας οικογένειας που κρατά τα μυστικά της κι όμως τα μοιράζεται, που κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια πράγματα κι ας αλλάζουν οι γενιές. Αφηγητές είναι ο πεθαμένος παππούς κι ο εγγονός και στη μέση ο γιος, που πέθανε τη μέρα της γέννησης του δικού του γιου, τρέχοντας το μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς αγώνες της Στοκχόλμης. Κεντρικό σημείο και συνεκτικός κρίκος των προσώπων της οικογενείας το ξυλουργικό εργαστήριο που περνά από γενιά σε γενιά και κρύβει στα σπλάχνα του το νεκροταφείο των πιάνων. Εκεί που εκτός από τα χαλασμένα όργανα φωλιάζουν τα παιδικά παιχνίδια, η ανάγκη για απομόνωση, για ανάγνωση, η μοιχεία, κι η εξομολόγηση του νεκρού παππού στην τρίχρονη εγγονή του.

Ο χρόνος χάνεται και ξαναβρίσκεται, οι δυο αφηγήσεις συχνά μπλέκονται μεταξύ τους έτσι που είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσεις ποιό είναι το τώρα το πριν και το μετά κι όμως μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, χαρακτήρες χτίζονται, συναισθήματα εκφράζονται δυνατά κι η ανθρώπινη φύση ξεπηδά σε όλο της το μεγαλείο για να προξενήσει τελικά μια γλυκιά και άλλοτε βίαιη μελαγχολία. Γιατί τα λάθη δεν διορθώνονται, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν κι η συγχώρεση δε βγάζει πουθενά.

Τελικά ο παππούς πεθαίνει καθώς γεννιέται ο εγγονός του, ο πατέρας όσο γεννιέται ο γιος του και το μόνο που μένει είναι ο κύκλος της ζωής και του θανάτου.

9/4/10

Σε μια σειρά

Υπάρχουν πράγματα που μετράνε κι άλλα πάλι που φαίνονται πως είναι έτσι κι όμως στην πράξη δεν σε αφορούν καθόλου. Κι αυτά λίγες είναι οι στιγμές που μπορείς πραγματικά να τα μετρήσεις, να τα βάλεις σε σειρά. Λοιπόν, στην καινούρια μου καθημερινότητα η δουλειά μου δεν καταλαμβάνει ούτε ίχνος από το χρόνο μου. Εκεί που άλλοτε τη σκεφτόμουν ακόμα και στις στιγμές χαλάρωσης, τώρα μου φαίνονται όλα της τα προβλήματα τόσο μακρινά, σα να μην πρόκειται να γυρίσω ποτέ εκεί. Σα να μην ήμουν ποτέ.

Από την άλλη, τα βιβλία, που δε διαβάζω ή διαβάζω πολύ αργά γιατί η αϋπνία δεν με βοηθάει, με πονάνε. Δεν γράφω κι ούτε αυτό με πονάει, δεν δίνω δεκάρα. Που δε διαβάζω με πονάει. Έτσι λοιπόν, αρκεί ένα μικρό μωρό για να βάλεις τα πάντα στη σωστή προοπτική. Πρώτο το μωρό, μετά ο άντρας σου, έπειτα να επιβιώσεις από την αϋπνία, μετά τα βιβλία. Ύστερα το χάος. Και η σκόνη να κάνει πάρτι στον διάδρομο.

Διαβάζω ένα εξαιρετικό βιβλίο, το «Νεκροταφείο πιάνων» που όμως δεν λέω να τελειώσω κι ας μην είναι πολύ μεγάλο. Η εποχή των κολικών, βλέπετε.

Με κάποιο μαγικό τρόπο σε αυτή τη φάση μου λείπουν κι οι φίλοι μου. Κι ας με είχε πάρει μπάλα η δουλειά τα τελευταία χρόνια τόσο που γυρίζοντας το βράδυ δεν μπορούσα ούτε να τους μιλήσω στο τηλέφωνο. Τώρα δεν προλαβαίνω να μιλήσω ανάμεσα σε δυο κλάματα.

Ανακάλυψα και κάτι ακόμα, πως η νοοτροπία μου, οι πολιτικές μου πεποιθήσεις, η στάση μου απέναντι στη θρησκεία μοιάζουν να έχουν περισσότερο νόημα παρά ποτέ. Είναι μια κληρονομιά που δε με νοιάζει να τη μεταδώσω ατόφια, αλλά θα με πείραζε αν κάποια στιγμή το παιδάκι μου με έβρισκε ανακόλουθη, άλλα να κάνω κι άλλα να λέω. Μια ευκαιρία για μια καινούρια, καθαρή αρχή, δηλαδή. Χωρίς τις ενοχές του παρελθόντος και κυρίως χωρίς να σκέφτομαι τί θα πουν οι δικοί μου γονείς, οι πεθερές κι οι συμπεθέρες. Αυτό που θέλω για το παιδί μου είναι ξεκάθαρο, μέχρι τουλάχιστον να μπορεί να εκφράσει τα δικά του θέλω.

Κι αν αναρωτιέστε αν θα γυρίσω στη δουλειά, η απάντηση είναι ναι. Πρέπει κάπως να ζήσει το σκιουράκι. Κι αν την αφήσω πάλι να με καταβροχθίσει, η απάντηση είναι ναι, οποιαδήποτε δουλειά και δη αυτές που έχουν να κάνουν με πολύ κόσμο, σε αναλώνει. Αλλά μάλλον αυτό θα γίνει συνειδητά πια, για ένα σκοπό, με ένα σκοπό. Γιατί για μένα το καλύτερο αμάξι ή το καλύτερο σπίτι δεν ήταν ποτέ αρκετό έρεισμα, δούλευα πολύ για να ευχαριστήσω τους γύρω μου (ορα τη μάνα μου). Τώρα θα το κάνω για να ζει καλά το σκιουράκι. Είναι μια κάποια αναβάθμιση.

28/3/10

Μακρινό Αστέρι

Το γιατί με ελκύουν τόσο πολύ οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς δεν το έχω ακόμα πλήρως αποκρυπτογραφήσει. Όχι, η ψυχοσύνθεσή μας δεν είναι κοντινή ως λαών, το περιβάλλον δεν θυμίζει σε τίποτα Ελλάδα κι όμως ταυτίζομαι. Σχεδόν μαγικά δεν μου έχει τύχει ακόμα να απογοητευτώ. Έτσι και το «Μακρινό Αστέρι» του Ρομπέρτο Μπολάνιο έχει την αύρα που με γοητεύει.

Η ιστορία ξεκινά στη Χιλή σε μια λέσχη εκκολαπτόμενων συγγραφέων. Εκεί ένα αινιγματικό πρόσωπο που δεν ταιριάζει ακριβώς στην ομήγυρη γοητεύει τις γυναίκες. Έπειτα τις κατασφαγιάζει. Ο αφηγητής που ανήκει στην παρέα των ποιητών ακολουθεί την πορεία του δολοφόνου, τον αναγνωρίζει στο πρόσωπο του πιλότου-ποιητή της χιλιάνικης Αεροπορίας που αγαπά να γράφει με τον καπνό του αεροπλάνου του στίχους από τη Βίβλο στον ουρανό, αργότερα τον παρακολουθεί στην Ευρώπη μέσα από τα ψευδώνυμά του, τον αναγνωρίζει σε δεκάδες ετερώνυμους σε φτηνά περιοδικά και τελικά τον βρίσκει.

Η Χιλή της εποχής του Αλιέντε και του Πινοσέτ, το Παρίσι αργότερα, είναι το φόντο του μυθιστορήματος και το ουσιαστικό θέμα η διαπλοκή του κόσμου των ποιητών με το έγκλημα, τη βία, την πολιτική, την πραγματικότητα.

17/3/10

Μακριά, πολύ μακριά


«Μακριά, πολύ μακριά» από την Ιρλανδία, ο Γουίλι Νταν, εθελοντής στο Βρετανικό στρατό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ζει στα χαρακώματα της Φλάνδρας τον εφιάλτη του χημικού πολέμου. Γύρω του οι συμπατριώτες του πεθαίνουν. Αλλά και στην πατρίδα πεθαίνουν. Οι πρώτες προσπάθειες για την Αυτοδιάθεση της Ιρλανδίας φέρνουν τους Ιρλανδούς αντιμέτωπους με το Βρετανικό στρατό και το Γουίλι αμήχανο σιγά σιγά, με το θάνατο να τον περιτριγυρίζει, ανάμεσα στο καθήκον για την υπεράσπιση της πατρίδας Βρετανίας και την υπεράσπιση της πατρίδας Ιρλανδίας. Ειδικά όταν τα χέρια του βάφονται με αδελφικό αίμα.

Βαθιά αντιπολεμικό και ταυτόχρονα σκληρό και ανελέητο, παράλογο εντελώς όπως όλοι οι πόλεμοι, εμφύλιοι ή παγκόσμιοι, το βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπάρυ εστιάζει στον άνθρωπο για να μας πει την Ιστορία. Κι όσο κι αν σε ένα βαθμό κάθε αντιπολεμικό μυθιστόρημα μέσα από τις φρικαλέες περιγραφές μας εξοικειώνει με τον πόλεμο (που δε θα έπρεπε) δεν παύει τούτο εδώ με την καυστική ματιά του και την εξαιρετική γραφή να είναι άριστο δείγμα του είδους.

7/3/10

Το σκιουράκι

Όπως θα καταλάβατε το σκιουράκι δεν έχει ακριβώς πρόγραμμα, θηλάζει όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας κυρίως, κι εγώ διαβάζω δυο βιβλία και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε κανένα. Διαβάζω τρεις σελίδες και μετά ανοίγω και πάλι το "Τί να περιμένετε τον πρώτο χρόνο του μωρού σας". Υποθέτω πως κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα δυο χρόνια θα μπούμε σε ρουτίνα!!!
Πάντως είναι ατελείωτο το συναίσθημα που μου βγαίνει. Και γέλια και κλάματα και ένα άπλωμα αισθημάτων, σα να έχει ανοίξει ένας κρουνός στο έδαφος και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Όλα μαζεμένα κι οι στιγμές μπερδεμένες κι αυτές από την απόλυτη φρίκη στην απίστευτη ηρεμία. Ενίοτε και στη βαρεμάρα όταν ο κύκλος άλλαγμα, τάισμα, ύπνος, και σε 2 ώρες άντε πάλι δε διασπάται από δυο κουβεντούλες ενηλίκων. Σας είπα πως η τηλεόραση είναι πράγμα απάλευτο, αηδιαστικό και εθιστικό μαζί; Σαν να μην μπορείς να ξεκολλήσεις από δυο θέματα, ακούς συνεχώς τα ίδια και τα ίδια κι όμως δεν αντιδράς, δεν λες φτάνει, συνεχίζεις.
Αυτά από το μέτωπο. Το σκιουράκι θέλει πάλι να με σκαρφαλώσει με τα νυχάκια του. Σας φιλώ.

28/2/10

Πυθαγόρεια εγκλήματα

Τα "Πυθαγόρεια εγκλήματα" του Τεύκρου Μιχαηλίδη είναι μια καλή αφορμή για να μας μυήσει ο συγγραφέας στον μαγικό κόσμο των άλυτων προβλημάτων των μαθηματικών. Με αφορμή ένα έγκλημα και τη φιλία μεταξύ δυο αντρών που αγαπούν τα μαθηματικά βρισκόμαστε στο Παρίσι στις αρχές του αιώνα και σε έναν κόσμο άκρως μαθηματικό.

Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, αν και σε κάποιες στιγμές τα μαθηματικά ήταν μάλλον πάνω από το επίπεδό μου….. (το οποίο προφανώς δεν είναι υψηλό). Πάντως σε κανένα σημείο δεν έχασα το ενδιαφέρον μου κι αυτό ομολογουμένως είναι σοβαρό επίτευγμα.

Τα τελευταία χρόνια, μετά την «Εικασία του Γκόλντμπαχ» το ενδιαφέρον για τα «μαθηματικά μυθιστορήματα» έχει αυξηθεί. Κι αυτό στην δική μου ατζέντα καταγράφεται ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Άνθρωποι που η λογοτεχνία δεν είναι το πρώτο τους μέλημα, αλλά έχουν το υπόβαθρό για να προσεγγίσουν τέτοια βιβλία, δελεάζονται από το καρότο των μαθηματικών και διαβάζουν. Εξαιρετικά.


Υ.Γ. Θα παρατηρήσατε πως χάθηκα. Την περασμένη Παρασκευή γέννησα ένα όμορφο σκιουράκι, ε…. συγγνώμη παιδάκι. Και όπως καταλαβαίνετε……