28/2/10

Πυθαγόρεια εγκλήματα

Τα "Πυθαγόρεια εγκλήματα" του Τεύκρου Μιχαηλίδη είναι μια καλή αφορμή για να μας μυήσει ο συγγραφέας στον μαγικό κόσμο των άλυτων προβλημάτων των μαθηματικών. Με αφορμή ένα έγκλημα και τη φιλία μεταξύ δυο αντρών που αγαπούν τα μαθηματικά βρισκόμαστε στο Παρίσι στις αρχές του αιώνα και σε έναν κόσμο άκρως μαθηματικό.

Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, αν και σε κάποιες στιγμές τα μαθηματικά ήταν μάλλον πάνω από το επίπεδό μου….. (το οποίο προφανώς δεν είναι υψηλό). Πάντως σε κανένα σημείο δεν έχασα το ενδιαφέρον μου κι αυτό ομολογουμένως είναι σοβαρό επίτευγμα.

Τα τελευταία χρόνια, μετά την «Εικασία του Γκόλντμπαχ» το ενδιαφέρον για τα «μαθηματικά μυθιστορήματα» έχει αυξηθεί. Κι αυτό στην δική μου ατζέντα καταγράφεται ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Άνθρωποι που η λογοτεχνία δεν είναι το πρώτο τους μέλημα, αλλά έχουν το υπόβαθρό για να προσεγγίσουν τέτοια βιβλία, δελεάζονται από το καρότο των μαθηματικών και διαβάζουν. Εξαιρετικά.


Υ.Γ. Θα παρατηρήσατε πως χάθηκα. Την περασμένη Παρασκευή γέννησα ένα όμορφο σκιουράκι, ε…. συγγνώμη παιδάκι. Και όπως καταλαβαίνετε……

18/2/10

Ούτε γάτα ούτε ζημιά

Ο Βικ Γουίλκοξ είναι διευθυντής μιας προβληματικής εταιρείας στην Θατσερική Αγγλία. Έχει χάσει τον ύπνο του, αλλά πιστεύει ακράδαντα στο σύστημα που θα τους βγάλει από την κρίση αν δουλέψουν σωστά και σκληρά. Η Ρόμπυν Πένροουζ από την άλλη είναι έκτακτη λέκτορας της Αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, με ειδικότητα στις γυναικείες σπουδές, φεμινίστρια, αριστερίστρια, με άψογο θεωρητικό υπόβαθρο και καμία αίσθηση της σκληρής πραγματικότητας ενός εργάτη. Η ζωή τους θα αλλάξει, όταν λόγω του Βιομηχανικού Έτους αναγκαστούν να πάρουν μέρος σε ένα πρόγραμμα που εκείνη για έξι μήνες μια φορά την εβδομάδα πρέπει να γίνει η σκιά του.

Το μυθιστόρημα του Ντέηβιντ Λοτζ είναι εξόχως απολαυστικό και ευκολοδιάβαστο και ταυτόχρονα μπλέκει με μαεστρία τη φιλοσοφία, την πολιτική, τη ζωή έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα στα χρόνια και… την πλάκα. Το χιούμορ και η σύγκρουση ανάμεσα στην κλεισμένη στο μικρόκοσμό της πανεπιστημιακή κοινότητα και τον άκρατο υλισμό των ...golden boys, άλλωστε, είναι τα βασικά στοιχεία τούτου του μαγειρέματος, χωρίς όμως καθόλου να χάνονται οι χαρακτήρες.

Το βιβλίο δεν το διάβασα στα Αγγλικά και το μετάνιωσα. Υποψιάζομαι πως κάποια πράγματα θα χάθηκαν στη μετάφραση. Όπως ας πούμε ο τίτλος του πρωτοτύπου “Nice work” που για κάποιο λόγο απροσδιόριστο έγινε… «Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να διαβάσω κι άλλα δικά του - στη μητρική του γλώσσα αυτή τη φορά.

16/2/10

Dr. Bloodmoney

Είναι τόσο ευχάριστο να γυρνάς σε αναγνώσματα της εφηβείας, που ειλικρινά καταλαβαίνω τον πατέρα μου που τα τελευταία χρόνια έχει παρατήσει τα «σοβαρά» βιβλία και διαβάζει μονάχα κατασκοπικά. Εγώ καμία πετριά με τα κατασκοπικά δεν έχω, αυτό που με εξιτάρει είναι τα αστυνομικά και τα επιστημονικής φαντασίας. Από αστυνομικά τα τελευταία χρόνια παράπονο δεν έχω, από τα επιστημονικής φαντασίας όμως έχω διαβάσει λίγα πράγματα. Έτσι, το βιβλίο του Philip Dick το διάβασα με μεγάλη χαρά, μέσα σε μια μέρα σχεδόν, σαν ανάπαυλα λυτρωτική.

Στο «Dr. Bloodmoney», που έγραψε το 1964, ο συγγραφέας περιγράφει μια κοινωνία μετά τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο (που …έγινε το 1982) και παρ’ όλα αυτά παραμένει εξωφρενικά επίκαιρος. Ο Ντικ στήνει ένα αγαπημένο φουτουριστικό μοτίβο με πολλή φαντασία. Αλλά αυτό δεν είναι το βασικό επίτευγμα του βιβλίου. Μέσα σε αυτό τον κόσμο αναπτύσσονται χαρακτήρες αναγνωρίσιμοι, τελικά ανθρώπινοι. Το περιβάλλον είναι χάρτινο, όχι οι ήρωες του μυθιστορήματος. Κι αυτό είναι το στοίχημα για κάθε συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Κάποιες φορές είναι τόσο συναρπαστικός ο «θαυμαστός καινούριος κόσμος» της δυστοπίας που φαίνεται σα να αρκεί αυτός για να γραφτεί ένα καλό βιβλίο. Αλλά δεν.....

Γι’ αυτό αγαπώ τους παλιούς μαστόρους του είδους, τον Asimov, τον Dick, είναι συνειδητοποιημένοι, καλοί γραφιάδες. Για κάποιο παράξενο λόγο, άλλωστε αν εξαιρέσει κανείς τον Άρχοντα, βαριέμαι το άλλο κομμάτι της φανταστικής λογοτεχνίας, εκείνο με τις νεράιδες και τους δράκους. Δεν μου λέει τίποτα η πλαστή μυθολογία του παρελθόντος. Αντίθετα η φανταστική ιστορία του μέλλοντος πάντα με ενθουσίαζε. Γούστα.

Υ.Γ. Δεν θα σας πω για την πλοκή του βιβλίου. Δεν θα μου άρεσε να το χαλάσω σε κανέναν. Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα προσεγγίζει κανείς ανυποψίαστος, αγνός κι αμόλυντος. Διαφορετικά χάνεται η μισή μαγεία.

13/2/10

Tο ταξίδι του ελέφαντα

Με τον γνώριμο του πάντα τρόπο, ο Ζοζέ Σαραμάγκου μας ταξιδεύει στον 10ο αιώνα και στο ταξίδι του ελέφαντα Σολομώντα ή Σουλεϊμάν από την Πορτογαλία στην Ισπανία κι από κει στην παγωμένη Βιέννη. Ο βασιλιάς Ιωάννης Γ της Πορτογαλίας αποφασίζει να τον δωρίσει στον εξάδελφό του αρχιδούκα Μαξιμιλιανό της Αυστρίας κι από κει που το ζώο βρίσκεται μαζί με τον μαχούτ του (έτσι λένε τον εκπαιδευτή των ελεφάντων) παραμελημένο και ξεχασμένο κάπου στη Λισαβόνα, το ταξίδι ξεκινά.

Ο συγγραφέας με την αχαλίνωτη φαντασία και την καταπληκτική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης μας δίνει εδώ ένα μυθιστόρημα άξιο του ονόματος, της φήμης και των δυνατοτήτων του. Οι ιδιαιτερότητες της κάθε βασιλικής αυλής, οι λεπτές ισορροπίες που αφορούν τελικά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και ένας αλλόκοτος πρωταγωνιστής ο μαχούτ Σούμπρχο ή Φριτς που όπως σε κάποιο σημείο παραδέχεται ο ίδιος ο συγγραφέας το βιβλίο δεν θα ήταν το ίδιο, ούτε το ταξίδι, αν δεν είχε να κάνει μαζί του, δίνουν τη σωστή αναλογία πλοκής, ανάλυσης και λεπτού χιούμορ.

Κι αν τα τελευταία του βιβλία μού είχαν φανεί κάπως ανέμπνευστα και επαναλαμβανόμενα, ειδικά «Ο άνθρωπος αντίγραφο» με είχε απογοητεύσει, τούτο το μικρό βιβλιαράκι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους θριάμβους του.

10/2/10

Η "γυναικεία" λογοτεχνία

Γυναίκες που γράφουν για γυναίκες ή και άντρες που γράφουν για γυναίκες. Βιβλία με γλυκανάλατα θέματα, κατά βάση ερωτικά και οικογενειακά δράματα, που σκαρφαλώνουν μεμιάς στους πίνακες των ευπώλητων. Φαίνεται πως το κοινό που διαβάζει στην Ελλάδα δεν έχει πολύ εκλεπτυσμένα γούστα.

Προσπαθώντας να ψυχογραφήσω την Ελληνίδα που καταναλώνει αυτόν τον τύπο λογοτεχνίας έπεσα πάνω στη…μαμά μου. Λοιπόν, η μητέρα μου δε διάβαζε συστηματικά και δεν την ενδιέφερε σχεδόν ποτέ να πλησιάσει τη βιβλιοθήκη μου. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει προκύψει ένα θέμα με την ακοή της και δεν μπορεί να αντιληφθεί ευκρινώς τους διαλόγους στην τηλεόραση. Ναι, καλά καταλάβατε, τέρμα τα σήριαλ, έδωσαν τη θέση τους στα ευπώλητα δάκρυα των καιρών.

Αυτά τα βιβλία, λοιπόν, έχουν ένα χάρισμα, αυτό της ευκολίας, της απήχησης στην πλατειά μάζα των γυναικών που δεν την αφορά, δεν την αφορούσε ποτέ η λογοτεχνία, θέλει απλά να περάσει την ώρα της με ένα καλό κλάμα. Τα μυθιστορήματα αυτά, που προσωπικά τα βαριέμαι κάπως σαν τις αμαρτίες μου, φέρουν μια κάποια κληρονομιά από το παρελθόν. Είναι διασκεδαστικά, έχουν ήρωες άμεσα αναγνωρίσιμους αν και αρκετά χάρτινους, με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί η μέση γυναίκα και στο τέλος φέρνουν την κάθαρση. Επιτελούν δηλαδή, ένα σκοπό διαφορετικό από τα κλασικά λογοτεχνικά βιβλία, είναι είδος ευρείας καταναλώσεως.

Φυσικά δεν προάγουν το διάβασμα και δε δημιουργούν συνειδητοποιημένους αναγνώστες. Τις ελάχιστες φορές που ελλείψει κάποιου τέτοιου πονήματος η μάνα μου επιχείρησε να διαβάσει κάποια από τα «δικά μου» απογοητεύτηκε οικτρά. (Ήταν και άτυχη, την πρώτη φορά τη γοήτευσε «Το στρίψιμο της βίδας», μάλλον γιατί ήταν μικρό, που φυσικά το παράτησε μετά τις πρώτες 10 σελίδες, τη δεύτερη έπιασε το «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» για τον ερωτικό του τίτλο. Ούτε αυτό το τελείωσε….)

Οι γυναίκες αυτές αποτελούν μια κατηγορία αναγνωστικού κοινού που πολύ σπάνια θα μεταπηδήσει σε άλλο είδος. Όμως δεν κάνουν και κανένα κακό. Με λίγα λόγια η λογοτεχνία δεν απειλείται από τη… «γυναικεία» λογοτεχνία. Το γεγονός πως εκδίδονται τόσα ευπώλητα αυτού του είδους δεν είναι ο λόγος που οι εκδότες δυσκολεύονται να εκδώσουν κάτι σοβαρότερο. Αυτό θα γινόταν έτσι κι αλλιώς. Και σε τελική ανάλυση, αυτή η μορφή διασκέδασης που απευθύνεται στη «ρομαντική» φύση των γυναικών έχει και δυο καλά. Το πρώτο αφορά τους συγγραφείς τους που βλέπουν τα βιβλία τους bestseller και απολαμβάνουν τα δικαιώματα. Το δεύτερο τις ίδιες τις γυναίκες. Γιατί όσο κακό, ρηχό, μελό κι αν είναι ένα βιβλίο ποτέ δε θα ξεπέσει στο βούρκο της μεσημεριανής τηλεόρασης.

4/2/10

"H Κλέφτρα των βιβλίων", Markus Zusak



Ένα γλυκό βιβλίο, με ένα αξιόλογο αφηγηματικό εύρημα, είναι "H Κλέφτρα των βιβλίων" του Μάρκους Ζούσακ. Το σκηνικό εκτυλλίσεται στην Ναζιστική Γερμανία και αφηγητής είναι ο θάνατος. Ένας θάνατος ψυχοπονιάρης και σωστός, αλλά παρ' όλα αυτά ανελέητος και αμετάκλητος όπως όλοι οι χάροι.

Πρωταγωνίστρια η Λίζελ, ένα κορίτσι που βρίσκεται με τους θετούς γονείς της στη δίνη του μίσους που επιβάλλει ο Φίρερ στη Γερμανία. Συμπαραστάτες της στην προσπάθεια να επιβιώσει και να μεγαλώσει, ο θετός της πατέρας, ο φίλος της στις αλάνες, ένας Εβραίος ονόματι Μαξ και τα βιβλία που κλέβει από τη βιβλιοθήκη της γυναίκας του δημάρχου.

Κι αν το θέμα είναι χιλιοειπωμένο και η αφήγηση τραβάει αρκετά σε μάκρος, 610 σελίδες για την ακρίβεια, το μυθιστόρημα δε χάνει τη γοητεία του. Απευθύνεται στο συναίσθημα μόνο, φυσικά, ζητά να μας συγκινήσει όπως κάνουν πάντα τα παιδιά και τα βιβλία. Πάντως στο τέλος δεν νιώθεις πως σε έχουν αδικήσει γιατί σπατάλησες κάποιες ώρες από το χρόνο σου. Κι αυτό ίσως να είναι το μόνο που έχει μια κάποια σημασία στην ανάγνωση.

"H Κλέφτρα των βιβλίων", Markus Zusak, μετ. Κώστια Κοντολέων, εκδ. Ψυχογιος, 2008, σελ. 612

1/2/10

Δεν είμαι.... Αμερικανίδα

Με αφορμή ένα σχόλιο που έγινε σε τούτο δω το μπλογκ, θέλω να ασχοληθώ με ένα μεγάλο θέμα που αφορά την ανάγνωση. Στην κακή κριτική μου για το American Pastoral, κάποιος σχολίασε πως το βιβλίο μού έγινε ανυπόφορο γιατί δεν είμαι Αμερικανίδα. Και φυσικά το πιθανότερο είναι πως έχει δίκιο. Δεν ζω στην Αμερική και οι λεπτές αποχρώσεις της Αμερικάνικης κοινωνίας μου διαφεύγουν. Κι όχι, το να βλέπεις ταινίες δεν είναι το ίδιο με το να ζεις εκεί.

Από την άλλη σκέφτομαι πως όλοι οι συγγραφείς έχουν εθνικότητα, συγκεκριμένα βιώματα που αφορούν και τη χώρα στην οποία γεννήθηκαν και αυτή στην οποία διαμένουν, πολύ συχνά διαφορετική η μια από την άλλη. Όσο δεν είμαι Αμερικανίδα, δεν είμαι και Περουβιανή, Πορτογαλέζα, Γαλλίδα, Γιαπωνέζα (έτσι το αναφέρω τυχαία…) κι όμως βιβλία συγγραφέων ακόμα κι όταν αναφέρονται στις εν λόγω κοινωνίες, δε μου φάνηκαν βαρετά. Κι αναρωτιέμαι υπάρχουν δυο ειδών λογοτεχνίες; Αυτή που αναφέρεται στο εδώ και το τώρα τόσο καθηλωτικά που μια μη Αμερικανίδα να μην μπορεί να απολαύσει κι αυτή που αφορά το εδώ και το τώρα αλλά μπορεί να αναφέρεται και στο άλλου και το μετά ταυτόχρονα; Κι αν ναι, με ποιά στην ουσία μπορούμε να ταυτιστούμε;

Η κάθε ανάγνωση είναι διαφορετική, δε θα διαφωνήσω. Ακόμα και το ίδιο άτομο να διαβάσει ένα βιβλίο σε άλλο χρόνο, μπορεί να αποκομίσει καινούρια εντύπωση. Αλλά το θέμα του χρονικού και εθνικού υπόβαθρου μου φαίνεται πολύ περιορισμένο. Η συγγραφή δεν μπορεί να αφορά μονάχα το εδώ και το τώρα, γιατί διαφορετικά είναι κάτι πεζό και ρηχό. Δεν μπορείς να αρνηθείς το χώρο και το χρόνο σου, αλλά νομίζω πως μπορείς αν θέλεις να είναι ουσιαστικό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα να… τα «παρακάμψεις». Έτσι, για να μπορώ εγώ μια Ελληνίδα που δεν έχει ζήσει ποτέ πουθενά αλλού, να ταυτίζομαι με ένα συγγραφέα που γράφει για Περουβιανά μπουρδέλα, με έναν τύπο που ξαναγράφει την ιστορία της πολιορκίας της Λισσαβόνας, με έναν άλλο που μου περιγράφει τις ανησυχίες ενός σύγχρονου Γιαπωνέζου. Και να μη βρίσκω τα βιβλία τους αφόρητα, το αντίθετο μάλλον.