30/1/14

"Ο Πότης", Hans Fallada




«Ο Πότης» δεν είναι ένα βιβλίο για τον αλκοολισμό, ούτε για το ποτό. Είναι ένα μυθιστόρημα που εξετάζει ένα από τα πολλά «κι αν από μια στιγμή που» αυτής της ζωής και καταλήγει να περιγράφει με τρόπο έντονο, ωμό, σχεδόν νατουραλιστικό την κατάσταση στα ιδρύματα και τις φυλακές της Ναζιστικής Γερμανίας. Το πιο θλιβερό είναι πως "Ο Πότης" είναι εν μέρει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, ο Φάλαντα το έγραψε  όσο ήταν κλεισμένος σε ένα τέτοιο μέρος.

Ο Έρβιν Ζόμερ, πρωταγωνιστής και πρωτοπρόσωπος αφηγητής, είναι ένας αδύναμος άνθρωπος. Ζει ευυπόληπτα, έχει έπαυλη, γυναίκα, υπηρέτρια, μια επιχείρηση που ανθεί αλλά τα πάντα γίνονται στη σκιά της άψογης γυναίκας του, της Μάγδας. Μόλις εκείνη αποφασίζει να μην ασχολείται πια με την οικογενειακή επιχείρηση, η δουλειά παίρνει την κάτω βόλτα. Κι ο Έρβιν που δεν θέλει και δεν μπορεί να παραδεχτεί την «ανωτερότητα» της γυναίκας του βρίσκει εντελώς αψυχολόγητα καταφύγιο στο ποτό, υπάρχει ένα- ξεχασμένο από κάποια γιορτή- μπουκάλι κρασί στο σπίτι. Πολύ σύντομα εξαρτάται από το σναπς, μπλέκει με απατεώνες επιδεικνύοντας μια αφέλεια απίστευτη που επιτείνεται από τη μέθη. Ούτε μήνα δεν πρέπει να μεθοκοπούσε, όταν κατέληξε στην φυλακή για απόπειρα κατά της ζωής της γυναίκας του. Εκεί θα ζήσει την σκληρότητα της φυλακής, την αγριότητα του να μετατρέπεσαι από «κάποιος» σε κανέναν. Εμπιστεύεται συνεχώς τους λάθους ανθρώπους, κάνει τις λάθος κινήσεις από ανασφάλεια, καταλήγει σε ένα ίδρυμα για αποτοξίνωση. Κι εδώ ξεκινά το πραγματικό μυθιστόρημα.

Η κατάσταση στο ίδρυμα των τρελών είναι απελπιστική. Η υποβίβαση της ανθρώπινης ζωής σε ένα τίποτα που συνεχώς πεινάει, το κυνήγι για λίγο ψωμί, καπνό, χαρτί, για τα βασικά γίνεται καθημερινότητα. Αυτό το άλλοτε σοβαρό μέλος της κοινωνίας μέσα σε πολύ λίγο γίνεται σαν όλους τους άλλους, μπαίνει στην ψυχολογία του τρόφιμου ασύλου. Οι περιπτώσεις εμφανίζονται γλαφυρότατα, ο ψυχισμός του καθενός είναι λες και αγγίζει προσωπικά τον συγγραφέα. Αυτό, και η πιθανότητα ο εγκλεισμός αυτός να είναι για πάντα. 


Η γραφή του Χανς Φάλαντα είναι σπαρακτική. Το μυθιστόρημα ρέει αφηγηματικά κι όμως κάθε λίγο και λιγάκι θέλεις να το κλείσεις και να αρχίσεις να καταριέσαι το ανθρώπινο γένος. Μέσα σε όλο αυτό το πολύ θλιβερό σκηνικό όμως, βρίσκει το κουράγιο να κρύψει και μικρές φλεβίτσες ειρωνείας, μαύρο πικρό χιούμορ που ανακουφίζει και τον ήρωα και τον αναγνώστη. Γιατί ο Έρβιν Ζόμερ είναι ένας έξυπνος άνθρωπος κι ας κατέληξε όπως κατέληξε. Αδύναμος, ανίκανος να αποδεχτεί πόσο «υπέρτερη» ήταν η γυναίκα του- όπως του τονίζει κι ο αρχίατρος- όμως πλήρως ικανός να καταλάβει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Κι αυτό, το πώς δηλαδή αφήνεται στην απάθεια, τον εγκλεισμό, την αλλαγή της μοίρας του για έναν μήνα μεθυσιού, είναι το τραγικότερο όλων.   

"Ο Πότης", Χανς Φάλαντα, μετ.  Έμη Βαϊκούση, εκδ. Κίχλη, 2013, σελ. 424

Υ.Γ. 42 Τις θεωρίες πως το ίδρυμα αντιπροσωπεύει την Ναζιστική Γερμανία εν γένει τις βρίσκω κάπως τραβηγμένες. 

28/1/14

"Το βιβλίο της Κατερίνας", Αύγουστος Κορτώ




Μακράν το καλύτερο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ που έχω διαβάσει, «Το βιβλίο της Κατερίνας» είναι ένα κείμενο εξομολογητικό και αυτοβιογραφικό, κι ας μην είναι αφηγητής ο συγγραφέας. Αφηγήτρια είναι η μαμά του και μάλιστα όσο είναι ήδη νεκρή. Με τον θάνατο ξεκινά το βιβλίο, στον θάνατο τελειώνει, για να μας πει την ιστορία της οικογένειας Χωριανού και λίγο από την ιστορία της οικογένειας Χατζόπουλου αλλά κυρίως την ιστορία της Κατερίνας, μιας γυναίκας που αγάπησε με πάθος- τον γιο της- που δεν κατάφερε να ξεφύγει από το οικογενειακό ιστορικό της τρέλας και που τελικά έδωσε η ίδια τέλος στη ζωή της ως υπέρτατη πράξη αγάπης. Και διπολικής διαταραχής.

Αναρωτιέμαι πως τα κατάφερε ο συγγραφέας να γράψει αυτό το βιβλίο, να υποστεί αυτό το ξεγύμνωμα χωρίς καν την ομπρέλα μιας ξένης ιστορίας, μιας πλοκής. Φαντάζομαι πως ήταν η ώρα να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματά του, να πει όσα- ανομολόγητα- των κατέτρωγαν, να κάνει την υπέρτατη μορφή ψυχοθεραπείας. Ο Κορτώ έχει χάρισμα στην αφήγηση αδιαμφισβήτητο, συχνά σκέφτομαι πως αφήνει το ταλέντο του να συνθλίβεται κάτω από την περσόνα του, για αυτό τα ευθυμογραφήματά του είναι κατά κανόνα καλύτερα από τα βιβλία μυθοπλασίας του. Ελπίζω κι εύχομαι τούτο το βιβλίο- εξομολόγηση ποταμός- με τον δυσκολότερο αφηγητή όλων- ποιος άλλος θα τολμούσε να βάλει την ίδια του τη μάνα να μιλά, ποιος θα ισχυριζόταν πως θα μπορούσε να μπει στο πετσί της γυναίκας που τον γέννησε- να γίνει η αφορμή, το τσίγκλισμα που χρειάζεται για να βγάλει την αφηγηματική του δεινότητα και σε ένα μυθιστόρημα.  

"Το βιβλίο της Κατερίνας", Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ. 252

Υ.Γ. 42 Ο Αύγουστος Κορτώ θα παρουσιάσει αύριο Τετάρτη 29/1/2014 "Το βιβλίο της Κατερίνας" στο Booktalks στις 7μ.μ.

26/1/14

Μια (ακόμα) βόλτα στο παζάρι



Το παζάρι στην πλατεία Κοτζιά στήθηκε για μια ακόμα φορά και μου φάνηκε κάπως γερασμένο, ολόιδιο με το περσινό, ίσως μάλιστα με λιγότερα βιβλία. Πήγαμε σήμερα το απόγευμα με την Ε.Γ. Κι ενώ στην αρχή τριγυρνούσα με ένα βιβλίο όλο κι όλο, τελικά έφυγα με...7. Α, και 3 παιδικά, που φέτος ήταν τα μόνα που μου φαίνεται πως άλλαξαν και ανανεώθηκαν σε σχέση με τις άλλες χρονιές.

Το παζάρι θα διαρκέσει ως τις 5/2 και παρά τις γκρίνιες μου αξίζει να το επισκεφτεί κανείς, έστω και για να πάρει εκείνο το ένα βιβλίο που χρόνια βάζει στο μάτι και τελικά μετρώντας τα λεφτά του κοντά στο ταμείο καταλήγει να αφήσει.



25/1/14

Η βιβλιοφιλία δεν είναι αρετή




Χθες το απόγευμα καθόταν στο καφέ μαζί με τον μπαμπά του ένα μικρό μικρό κορίτσι- του δημοτικού- χωμένο στο βιβλίο του που δε σήκωνε τα ματάκια του από τη σελίδα. Της χάιδεψα τα μαλλάκια και της έδωσα ένα φιλάκι στο κεφάλι. Δεν το έκανα νοερά, σα να φιλούσα τον εαυτό μου του κάποτε. Το έκανα φανερά. Εκείνη δεν αντέδρασε, της έφτιαξα μια στάλα ντροπή, το ξέρω. Επίσης ξέρω πως κρυφά μέσα της θα ένιωσε και ζεστασιά, μια αίσθηση συνενοχής, από τον έναν βιβλιόφιλο στον άλλο.

Αυτή η αίσθηση μου έλειψε όταν ήμουνα παιδί. Κι όταν ήμουν έφηβη, κι αργότερα όταν ενηλικιώθηκα. Μου έλειψε και δεν μου έλειψε για την ακρίβεια. Γιατί τα βιβλία δημιουργούν δεσμούς με αυτόν που τα διαβάζει έτσι κι αλλιώς, απαλύνουν την μοναξιά του, αποχαλινώνουν την φαντασία του, ξεχαρβαλώνουν το ηθικό του σύστημα για να στήσουν ένα άλλο. Μεγάλωσα με την ψευδαίσθηση πως τα βιβλία είναι ζωή.

Τα βιβλία δεν είναι ζωή και δεν μπορούν να είναι ζωή. Τα βιβλία δεν είναι φίλοι, ούτε μπορούν να γίνουν. Οι λογοτεχνικοί ήρωες δεν είναι οι γονείς, τα αδέλφια και οι κολλητοί που δεν είχαμε. Τα βιβλία δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τα βιβλία δεν μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Ούτε και θα έπρεπε.

Όμως κάνουν κάτι σημαντικότερο∙ διαμορφώνουν αυτό που είμαστε. Για να μπορέσουμε εμείς να γίνουμε καλύτεροι ή χειρότεροι, για να αποφασίσουμε εμείς να αλλάξουμε τον κόσμο, για να βρούμε- ή να μην βρούμε- τους ανθρώπους που μας ταιριάζουν.

Συναναστρέφομαι όλο και περισσότερους βιβλιόφιλους τα τελευταία χρόνια, κι ανθρώπους «του βιβλίου», κι άλλους που θα ήθελαν να είναι «του βιβλίου». Οι περισσότεροι είναι καλοί άνθρωποι, κάποιοι είναι πολύ κακοί, υπερφίαλοι, φαύλοι, γεμάτοι οίηση και εγωισμό. Δεν φταίνε τα βιβλία για αυτό. Φταίνε εκείνοι που ντύθηκαν τον μανδύα της διανόησης, που στην οξυδέρκεια - την ικανότητα ή την ανικανότητά τους να κατανοήσουν το περιεχόμενο- στήριξαν το στοίχημα της ζωής τους. Τα βιβλία δεν είναι ζωή. Ούτε και κτήμα κανενός.

Υ.Γ. 42 Την φωτογραφία τράβηξε ο Γιάννης Ρουμπάκης στο Booktalks και την βούτηξα από το blog του.



23/1/14

"Το πρόσωπό σου αύριο- 1. Πυρετός και Λόγχη", Javier Marías




"Οι άνθρωποι διηγούνται ασταμάτητα και εξιστορούν χωρίς καν να συνειδητοποιούν τι κάνουν, τι ανεξέλεγκτους μηχανισμούς απάτης, παρερμηνείας και χάους θέτουν σε κίνηση και οι οποίοι μπορεί να αποδειχθούν ολέθριοι, μιλάνε ακατάπαυστα για τους άλλους και για τον εαυτό τους, και επίσης για τους άλλους ενώ μιλάνε για τον εαυτό τους και επίσης για τον εαυτό τους ενώ μιλάνε για τους άλλους."

Ξεκινά κανείς να διαβάσει ένα βιβλίο του Χαβιέρ Μαρίας έχοντας υπόψη του πως η πλοκή θα είναι χαλαρή, κάποτε ίσως και υποτυπώδης, μια αφορμή μονάχα για να πει ο συγγραφέας αυτά που τον απασχολούν σε υπαρξιακό επίπεδο, να μιλήσει για ανθρώπους και καταστάσεις, να μας κάνει να θυμηθούμε πως λογοτεχνία δεν είναι μόνο η τέχνη του προφανούς, αλλά κι αυτού που κρύβεται από κάτω. Έτσι και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας "Το πρόσωπό σου αύριο- 1. Πυρετός και Λόγχη" – το μόνο μεταφρασμένο στην Ελλάδα- η βασική ιστορία αφήνει τον συγγραφέα να μας μιλήσει για ένα θέμα που αγαπά πολύ, την εξαπάτηση.

Ο Ζακ Ντέθα, ο πρωταγωνιστής, είναι ένας Ισπανός που έχει εγκατασταθεί στο Λονδίνο και έχει μόλις πρόσφατα χωρίσει από τη γυναίκα του, που την άφησε στην Μαδρίτη μαζί με τα παιδιά τους. Σε μια βραδιά στο σπίτι ενός παλιού του φίλου, του ηλικιωμένου καθηγητή της Οξφόρδης Πίτερ Γουίλερ, θα γνωρίσει τον Μπέρτραμ Τούπρα, και θα του γίνει μια ενδιαφέρουσα πρόταση∙ να δουλέψει για ένα παρακλάδι της αντικατασκοπίας που στρατολογεί ανθρώπους που έχουν το χάρισμα να βλέπουν στους άλλους, αυτό που δεν μπορούν να δουν ούτε οι ίδιοι. Οι σκοποί της Υπηρεσίας παραμένουν άδηλοι σε όλο το μυθιστόρημα, η πλοκή αφήνει κλωστές λυτές που μπορεί ή και όχι να δεθούν στα επόμενα κομμάτια της τριλογίας. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι μια μεγάλη κουβέντα ανάμεσα στον καθηγητή και τον Ντέθα, μια φιλοσοφική προσέγγιση με συνεχείς παρεκτροπές σε άσχετες μεταξύ τους ιστορίες, για την προδοσία, την εμπιστοσύνη, τον λόγο, την ικανότητα να διαβλέψεις ποιος είναι αυτός που ίσως θα μπορούσε να σε βλάψει αύριο.

«Πως γίνεται να μη βλέπουμε μέσα σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ότι θα μας καταστρέψει εκείνος που θα καταλήξει και κατέληξε να μας καταστρέψει; Να μην διαίσθανθούμε ούτε να μαντέψουμε την σκευωρία του, τις μηχανορραφίες του και τον κυκλικό χορό του, να μη μυρίσουμε την μοχθηρία του ή να ανασάνουμε την χυδιαότητά του, να μην παρατηρήσουμε την παγίδα που στήνει σιγά σιγά και την πολύ αργή και φθίνουσα αναμονή του, και την επακόλουθη ανυπομονησία που ποιος ξέρει πόσα χρόνια ήταν αναγκασμένος να συγκρατεί; Πως γίνεται να μην γνωρίζω σήμερα το πρόσωπό σου αύριο, αυτό που ήδη υπάρχει ή σφυριλατείται κάτω από τη μορφή που δείχνεις ή κάτω από τη μάσκα που φοράς, και που θα μου δείξεις μόνο τότε που δεν θα το περιμένω;»

"Το πρόσωπό σου αύριο" δεν είναι ένα βιβλίο που το ξεπετάς, απαιτεί την προσοχή και την συνενοχή σου, κάθε μια από τις φράσεις του έχει ειδικό βάρος. Στις κοντά 500 σελίδες του θίγονται ένα σωρό θέματα, μπορείς να πιαστείς από τρεις λέξεις -"πόσο θα πρέπει να του έλειπε ο νεκρός του ζωντανού, αφάνταστα"- και να κοιτάς το ταβάνι δυο ώρες. Η γραφή του Ισπανού έχει ταυτόχρονα καθαρότητα και ποίηση μέσα της, μοναδικά στοιχεία για να κρατηθείς, να δεις τη ζωή σου σου μέσα από τα μάτια του. Όσο διαβάζω βιβλία του, είμαι σίγουρη πια για αυτό, σε καθένα από αυτά, ανεξαρτήτως φάσης, νιώθω πως ο συγγραφέας είναι πολύ κοντά μου, μιλά για μένα, αυτό που μου συμβαίνει τώρα, σαν να έχουμε μια μαγική συνομωσία μεταξύ μας. Κι επειδή υποψιάζομαι πως ο Μαρίας δεν γράφει έχοντας κατά νου εμένα, μάλλον αυτό αφορά τους περισσότερους αναγνώστες του. 

Υ.Γ. 42 Ήρθε πια νομίζω ο καιρός να μεταφραστούν στα ελληνικά και τα άλλα δυο βιβλία της τριλογίας. 
Υ.Γ. 42-2  Εγώ λέω να τα πάρω στα Αγγλικά ως τότε.   

"Το πρόσωπό σου αύριο- 1. Πυρετός και Λόγχη", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Βιβή Φωτοπούλου, εκδ. Σέλας, 2008, σελ. 474




20/1/14

"Τα πορφυρά πανιά", Αλεξάντρ Γκριν




Ένα υπέροχο, γλυκό παραμύθι για μεγάλα παιδιά είναι «Τα πορφυρά πανιά» του Αλεξάντρ Γκριν, μια παρηγοριά στους σκληρούς καιρούς μας, που πάσχουν από ιστορίες αγάπης, που στερούνται της αίσθησης του έρωτα με την πρώτη ματιά, που θα έκανε τα πάντα για να εκπληρωθεί.

Η Ασσόλ είναι ένα κορίτσι στο μυθικό χωριό της Καπέρνα που μεγαλώνει πολύ μόνο, τα άλλα παιδιά την κοροϊδεύουν, οι κάτοικοι του χωριού δεν πλησιάζουν τον πατέρα της. Μια μέρα θα γνωρίσει έναν μάγο που θα της προφητεύσει πως ο άντρας που θα την παντρευτεί θα έρθει με ένα καράβι με πορφυρά πανιά. Από σύμπτωση όλο το χωριό θα μάθει για την προφητεία και η ζωή της θα γίνει ακόμα δυσκολότερη, την φωνάζουν «Σαλπαρισμένη Ασσόλ» και τη θεωρούν λίγο σαν την τρελή του χωριού.

Ο Γκρέυ ήταν πάντα ένα παιδί ξεχωριστό, διαφορετικό, που παράτησε τα πλούτη των γονιών του για να σαλπάρει με τα καράβια και να γίνει αργότερα καπετάνιος. Και για αυτόν υπάρχει μια προφητεία. Όταν φτάσει με το καράβι του στην Καπέρνα και σε μια τυχαία περιπλάνηση θα δει την Ασσολ να κοιμάται στο λιβάδι…

Η νουβέλα είναι μια γλυκιά παραβολή, ενώ φαίνεται μαγική, τίποτα το υπερφυσικό δεν συμβαίνει τελικά.  Οι προφητείες που εκπληρώνονται είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης βούλησης και μόνο. Είναι μια άσκηση μοντερνισμού, μια προσπάθεια η κλασική μορφή λογοτεχνίας να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο.  Το βασικό της μοτίβο είναι η διαφορετικότητα ενάντια σε έναν όχλο που υιοθετεί την άποψη του πλήθους μαζικά και ίσως χωρίς σκέψη. Η γραφή είναι συναρπαστική, δεν σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να έχεις τελειώσει και την τελευταία αράδα. Και να πιστέψεις ξανά στον κεραυνοβόλο έρωτα. 


"Τα πορφυρά πανιά", Αλεξάντρ Γκριν, μετ. Ιοκάστη Καμένου, εκδ. Κίχλη, 2013, σελ. 205

14/1/14

"Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" - Παρουσίαση

Το Σάββατο 18 Ιανουαρίου  στις 7 μ.μ είστε όλοι καλεσμένοι μου. Θα χαρώ τόσο πολύ να σας δω στην παρουσίαση του "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" στο Booktalks, Αρτέμιδος 47 και Αγ. Αλεξάνδρου 58 στο Π. Φάληρο. Για το βιβλίο θα μιλήσουν η  Ελένη Γκίκα, συγγραφέας και πολύπειρη βιβλιοκριτικός και η δική μας Βιβή Γεωργαντοπούλου της Λέσχης Ανάγνωσης Degas. 


"Μια ογδοντάχρονη Αγγλίδα σε κώμα θα αλλάξει μια νύχτα κορμί με την τριαντάχρονη Ουκρανή που την προσέχει. Μεθυσμένη από την ξαφνική παράταση της ζωής, θα παραστρατήσει στα σοκάκια των Αθηνών, θα νιώσει κυνηγημένη, μόνη, θα φτάσει ως το τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης. Παράλληλα ένας μαύρος άντρας που δουλεύει στα φανάρια θα δει την πράσινη λάμψη που σκίζει τον ουρανό και θα ενεργοποιηθεί. Κι η δεκαοκτάχρονη εγγονή της Αγγλίδας με το κορμί που τόσο μοιάζει στη γιαγιά της θα φτάσει ως την τρέλα. 
Τι τους ενώνει; Ένα πράσινο αφρικανικό μενταγιόν, ένας Ινδός θεός εγκατεστημένος σε μια μονοκατοικία κάπου στις παρυφές της Αττικής και η πεποίθηση πως κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Μια νουβέλα που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη του θεού ή και την ανυπαρξία, το τι θα έκανες την αθανασία αν στην χάριζαν έτσι ξαφνικά. Θέτει ένα σωρό ερωτήματα και φυσικά δεν απαντάει σε κανένα."



Γράφει η Ελένη Γκίκα για το βιβλίο: (ολόκληρη την κριτική θα την βρείτε εδώ)


"Το φανταστικό, ως είδος, είναι εκείνο που σου επιτρέπει να πεις περισσότερα, τα απίστευτα με έναν τρόπο παραμυθητικό, αλληγορικό, παραβολικό. Ο Χριστός ό,τι ήταν να πει με παραβολές δεν μας τα ‘πε; Οι προφήτες, ο Ιωάννης, οι Μπορίς και Αρκάντι Στρουγκάρσιο, ο Στάνισλαβ Λεμ, ο Πόε, ο Κασάρες, ο Μπόρχες, ο Ταρκόφσκι όχι μόνο με τη «Θυσία» αλλά και με όλο του το έργο, επιμένοντας ότι απλώς γράφει για την πραγματικότητα και την αλήθεια, γιατί αυτό το αλλόκοτο ως είδος είναι, τελικά, οπτική. Η συγγραφική ματιά ή ο σκηνοθετικός φακός τού να μπορεί κάποιος να κοιτά τη ζωή. Διότι ο καθένας μας, τελικά, «βλέπει» μια άλλη ζωή. Και η Κατερίνα Μαλακατέ το διαθέτει εγγενώς αυτό! Αυτό, αν δεν το ‘χεις, δεν μπορείς και να το κατασκευάσεις. Αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι θέμα, νομίζω, κατασκευαστικό. Γιατί δεν μιλάμε για μαγικό ρεαλισμό απλώς, αλλά για ένα σύμπαν πίσω από τα φαινόμενα που συνεχίζει να υπάρχει αφανώς και ταυτοχρόνως με τα φαινόμενα. Στην Ελλάδα λίγοι το έχουν και επιτυγχάνουν σ’ αυτό, ο Τάσος Ρούσσος, ο Βασίλης Κυριλλίδης, ο Μάκης Πανώριος κι εν μέρει στο έργο του και ο Νίκος Βλαντής. Με νωπή την Λίζα Πράις και την ανταλλαγή σωμάτων, η Κατερίνα ήρθε για να δώσει σ’ αυτό το μεγάλο φαουστικό ζήτημα, οντολογική και φιλοσοφική προοπτική.
Το βιβλίο με τύλιξε με την ατμόσφαιρα σαν αράχνη από την πρώτη στιγμή: «Ποτέ δεν ξέρεις από ποιον πρέπει να φυλάγεσαι και για πόσο», «στην πατρίδα του δεν θα επέτρεπε να αφήνονταν επάνω του αυτά τα κουρέλια», «Το μοτίβο είναι ο θάνατος» ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου από την Κατερίνα, η ζωή μας – θα σκεφτεί κανείς- αυτήν εδώ τη στιγμή."

και παρακάτω

"Ένα βιβλίο που αποτελεί ήδη εγγύηση για βιβλία πολλά, κι ας τελειώσουμε με την εξήγηση. Για την λογοτεχνία απαιτούνται δυο βασικά: η αφηγηματική άνεση και οι εμμονές, το αίνιγμα. Η σκιά. Δίχως τις εμμονές η αφηγηματική άνεση είναι γκόλεμ νεκρό, χωρίς λόγο, δεν έχει λόγο και διάθεση να γράψει κανείς! Κι η Κατερίνα έχει πολλούς λόγους. Την περιμένει εξάλλου άλυτο κάπου εκεί και αυτό που ρωτά, δηλαδή, «το μεγαλύτερο μυστικό του Κόσμου»."

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου σημειώνει: (ολόκληρη η κριτική εδώ)


"Το συναρπαστικό ταξίδι στις ζωές των άλλων ή καλύτερα στα σώματα των άλλων, που στήνει η συγγραφέας, γίνεται μυστηριώδες και πολύπλοκο, καθώς παρακολουθούμε σε παράλληλη εξέλιξη την ιστορία ενός μαύρου άντρα που δουλεύει στα φανάρια και που το μενταγιόν της Ελίζας είναι η δική του ενεργοποίηση.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, η συγγραφέας μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα, την ύπαρξη, την ανυπαρξία, αλλά και την έννοια της αθανασίας. Οι ήρωες περιδιαβαίνουν μια λούμπεν Αθήνα ή βρίσκονται σε απομονωμένα σπίτια στην εξοχή. Στα πέριξ μιας πλατείας που σηματοδοτεί την οικονομική εξαθλίωση ή κάπου στα βάθη και τα μυστήρια της αφρικανικής ζούγκλας. Σε ένα κοριτσίστικο δωμάτιο μιας ελιτίστικης κατοικίας ή πάνω σε έναν λόφο με θέα όνειρα ζωής υφασμένα με τα στημόνια της τρέλας.
Δεν θέλω να πεθάνω. Τελικά μπορεί και να μην πεθάνω ή ακόμη και να μην υπάρχει θάνατος. Κανείς δεν ξέρει."

Η Κατερίνα Σαμψώνα στο postin.gr


"Μια νουβέλα που σε κρατάει σε αγωνία για το ποιος τελικά θα κρατήσει το μενταγιόν και για το αν η πραγματικότητα και η λογική επικρατήσει της επιθυμίας για το ακατόρθωτο. Το τέλος του βιβλίου είναι ανατρεπτικό και κλείνει το μάτι ειρωνικά στις παραλογες επιθυμίες του μυαλού."

Η Αγγελική Μποζίκη : (ολόκληρη η κριτική καθώς και διαγωνισμός για να κερδίσετε δυο αντίτυπα εδώ)


"Μια ιστορία που ακροβατεί μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας και πραγματεύεται με ξεχωριστό τρόπο θέματα όπως ο θάνατος και η αθανασία, η θρησκεία, η μετανάστευση και η εξαθλίωση στην οποία φτάνουν οι ξένοι που αναγκάζονται να αλλάξουν πατρίδα. Το βιβλίο είναι μικρό και ο λόγος μεστός και ουσιαστικός και σε κάνει να αναρωτηθείς για το τι θα έκανες αν ήσουν η ηρωίδα ή κάποιος που αναγκάστηκε να αφήσει την χώρα του για να κυνηγήσει τι αλήθεια; Και ο έρωτας; Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας και που μας οδηγεί; Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα νουβέλα που με κάνει να ανυπομονώ για τα επόμενα και αυτή τη φορά δεν ξέρω αν θα περιμένω την έκδοση."

Και ο Σπύρος Γλύκας συμπληρώνει: (ολόκληρη η κριτική εδώ)


"Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, πυκνό. Άλλοτε σε παρασύρει να το διαβάσεις μονορούφι και άλλοτε είναι στιγμές που επιστρέφεις σε κάτι που μόλις διάβασες για να το σκεφτείς ή ακόμα και να το υπογραμμίσεις. Δεν διαβάζω πια συχνά Ελληνική λογοτεχνεία για τον εξής λόγο: αισθάνομαι πολύ κοντά σ' αυτά που γράφουν, ιστορικά, 'τοπικά' και θέλω συνεχώς να βρίσκομαι σε άλλες χώρες, κοινωνίες, φυλές γιατί μ αυτό τον τρόπο εμπνέομαι σ' αυτή τη φάση της ζωής μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι σνομπάρω ούτε ότι είμαι απόλυτος. Είναι θέμα προτιμήσεων και λόγω της συγγραφής, 'δρόμων' που με παρασέρνουν καθώς προσπαθώ να εξελίξω τα κείμενα μου. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει η ισορροπία που επιθυμώ να έχει ένα ελληνικό μυθιστόρημα του 21 αιώνα. Μου έλλειψε μονάχα λίγη έκταση παραπάνω γιατί απλά μου άρεσε και δεν μου έφτασε.
Αν λοιπόν αυτή είναι η αρχή για την εκδοτική παρουσία της Κατερίνας Μαλακατέ στην λογοτεχνία, είμαι βέβαιος ότι η συνέχεια θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα ..."

Υ.Γ42  Επειδή κάποια προβληματάκια με τη διανομή τα είχαμε στις γιορτές, μπορείτε να βρείτε το βιβλίο στα κεντρικά βιβλιοπωλεία (Πολιτεία, Πρωτοπορία, Ιανός), σε όλα τα e-shops, να το παραγγείλετε στα συνοικιακά (διανομέας : Τζεβελέκου, 2103844588) και φυσικά στο λατρεμένο Booktalks και το μικροβιβλιοπωλείο της Χαραμάδας στην Πάτρα. 

Υ.Γ 42-42 Ξεύρω, ξεύρω είμαι ψωνάρα. Βαράτε ασύστολα. 

12/1/14

"Το τέλος της μικρής μας πόλης", Δημήτρης Χατζής





Με σιγουριά πρόκειται για μία από τις εντυπωσιακότερες συλλογές διηγημάτων που έχω διαβάσει – και συμπεριλαμβάνω εδώ την ξένη και την ελληνική πεζογραφία. «Το τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή αποτελείται από 7 διηγήματα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο είναι καλύτερο από το άλλο. Στο σπέρμα της αφήγησης κρύβεται μια κληρονομία που μάλλον οι Έλληνες λογοτέχνες αποφάσισαν να αψηφήσουν και την αγνόησαν.

Η ιστορική περίοδος που είναι στημένες οι ιστορίες, από τον Μεσοπόλεμο ως και την Αντίσταση, είναι από μόνη της μια συγκινησιακά φορτισμένη εποχή. Τα πάντα άλλαξαν ραγδαία μέσα σε λίγες δεκαετίες, ένας πόλεμος πρωτοφανής ως προς την έκταση και την αγριότητα του- ο Δεύτερος- συντάραξε όλη την Ευρώπη. Ενώ παράλληλα στην Ελλάδα οι παλιές κοινωνικές δομές κατέρρεαν, άλλες αξίες εμφανίζονταν από αυτές που είχαν θρέψει το Ελληνικό κράτος στον κοντά έναν αιώνα, τότε, της ύπαρξής του. Οι ήρωες του παλεύουν να βρουν μια θέση σε αυτόν τον κόσμο που πεθαίνει, σε αυτόν που αναγεννάται, αντιμετωπίζουν κοσμοιστορικές αλλαγές, που έρχονται ύπουλα, σχεδόν μαυλιστικά, που οι περισσότεροι δεν τις αντιλαμβάνονται κι όμως συμβαίνουν.

Ο Σιούλας ο ταμπάκος, γεννημένος σε μια κλειστή κάστα ανθρώπων που παντρευόταν μεταξύ της, συναλλασσόταν μεταξύ της και ευημερούσε, ζει την παρακμή του επαγγέλματος που αφήνει τους ομότεχνους του να πεινούν. Και τελικά ανοίγει τον δρόμο, με πίκρα και φόρτο φυσικά, για αυτό που πρέπει να γίνει.

«Ο Σαμπεθάι Καμπιλής», που κρατά την εβραϊκή γειτονιά στα δυο του χέρια, που αρνείται το διαφορετικό αν και το έθρεψε στον κόρφο του, θα τους οδηγήσει στον όλεθρο.

"Η θεία μας η Αγγελική" που όλους τους βλέπει ίσους, πλούσιους και φτωχούς, θα μάθει μια και καλή κάποια πράγματα. 

και στη "Διαθήκη του καθηγητή", ένας ήσυχος φιλόλογος θα κατορθώσει με το θάνατό του, να ολοκληρώσει όλα όσα έλεγε στα παιδιά μια ολόκληρη ζωή. 

Οι ήρωες του Χατζή είναι καθημερινοί άνθρωποι, με δεδομένες ζωές. Η γραφή έχει μια οικειότητα και μια αποστασιοποίηση μαζί, σα να πατά και να μην πατά σε γνωστούς χαρακτήρες, να είναι εδώ αλλά ταυτόχρονα να είναι κι αλλού. Η γλώσσα που μπορεί να ξενίσει στην αρχή έχει πλαστικότητα, έναν μυστικό ρυθμό που είναι σχεδόν υπνωτιστικός. 

Μιλάμε για ένα ολοκληρωμένο έργο, μια τοιχογραφία χαρακτήρων και εποχής που πολύ δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί. Ξέρω πάντως πως κλείνοντας το βιβλίο είχα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία που συνοδεύει την εποικοδομητική ανάγνωση, μια αίσθηση πληρότητας που σε απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο και σε συντροφεύει για το υπόλοιπο της μέρας. 

"Το τέλος της μικρής μας πόλης", Δημήτρης Χατζής, εκδ. Ροδακιό, 1999, σελ.211





10/1/14

"Η ανάγκη μας για παρηγοριά…", Stig Dagerman




«Στερημένος από κάθε πίστη δεν μπορώ να είμαι ευτυχής∙ γιατί ένας άνθρωπος που διατρέχει τον κίνδυνο να πιστέψει ότι η ζωή του δεν είναι παρά μια παράλογη πορεία προς τον βέβαιο θάνατο δεν μπορεί να είναι ευτυχής. Δεν αξιώθηκα ούτε Θεό, ούτε κάποιο σταθερό σημείο πάνω στη γη, απ’ όπου θα μπορούσα να προσελκύσω την προσοχή του Θεού∙ πολύ περισσότερο δεν αξιώθηκα την συγκαλυμμένη οργή του σκεπτικιστή, την ακαμψία του ορθολογιστή ή την ζέουσα αθωότητα του άθεου».

Έτσι ξεκινά το μικρό, εντυπωσιακό βιβλιαράκι του Στιγκ Ντάγκερμαν «Η ανάγκη μας για παρηγοριά…». Γραμμένο μόλις δυο χρόνια πριν αποφασίσει να τερματίσει τη ζωή του στα 31 του, το σημείωμα –γιατί περί αυτού πρόκειται σε έκταση- μοιάζει σχεδόν σαν απολογητικό μιας αυτοκτονίας αναπότρεπτης. Η ανάγκη για παρηγοριά, για την επαφή με τον άλλο δηλαδή, είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο και παράλληλα τελείως διαφορετική από την έννοια της ελευθερίας. Είναι και δεν είναι η διέξοδος από τη δυστυχία και το θάνατο.

Το μικρό κείμενο δεν είναι παρηγορητικό. Αν και μιλά με λαχτάρα και φρίκη για την ανθρώπινη παραμυθία των λέξεων, της αγκαλιάς, της συντροφιάς, δεν μπορεί να κρατήσει επαφή παρά μόνον με το όραμα του θανάτου. Μέσα του όμως ενυπάρχει το σπέρμα που οδηγεί τους περισσότερους στη συγγραφή και όχι στο θάνατο. Περισσότερο από ένα σημείωμα για την επιλογή του θανάτου, είναι μια απολογία για την επιλογή του λόγου.

«Τι έχω λοιπόν μέσα στα χέρια μου;
Επειδή είμαι μόνος: μια γυναίκα αγαπημένη ή έναν σύντροφο στο ταξίδι της δυστυχίας. Επειδή είμαι δημιουργός: μια αψίδα λέξεων που το τέντωμα τους με κάνει να αισθάνομαι έντονα τη χαρά και την φρίκη. Επειδή είμαι φυλακισμένος: μια αιφνίδια θέα προς την ελευθερία. Επειδή είμαι υπό την απειλή του θανάτου: ένα ζώο ζωντανό και ζεστό, μια καρδιά που χτυπάει με τρόπο σπαρακτικό. Επειδή η θάλασσα με απειλεί: έναν σκληρό βράχο από γρανίτη»


Η γραφή είναι ποιητική, ονειρική, από κείνες που αξίζει τον κόπο να διαβάσεις το βράδυ αργά, λίγες φορές φωναχτά, όπως θα έκανε κανείς με μια συλλογή ποιημάτων. Το συμπέρασμα άγνωστο στις θάλασσες της ευαισθησίας.

«Η ανάγκη μας για παρηγοριά…», Στιγκ Ντάγκερμαν, μετ.Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, εκδ. Μελάνι, 2005, σελ. 41

Υ.Γ. 42 Ο πρόλογος του Ηλία Μαγλίνη είναι εξαιρετικός. 

8/1/14

Το ξερό μου το κεφάλι



Έχω δυο τρεις σαφείς ιδέες για το τι είναι το βλογινγκ που πολύ δύσκολα θα μου τις βγάλεις από το ξερό μου το κεφάλι. Θα σας πω τι είναι το blogging λοιπόν, είναι ερασιτεχνισμός και αγάπη, και λατρεία και κάβλα. Είναι αυτό που γουστάρεις με λύσσα να κάνεις, που ξυπνάς τα βράδια με τη φράση του ποστ να σε τριβελίζει, που δεν το βαρυγκωμάς, και όταν το βαρυγκωμάς πολύ απλά δεν ποστάρεις.

Θα σας πω και τι δεν είναι το blogging. Δεν είναι μέσο βιοπορισμού, δεν είναι μέσο να κάνεις δημόσιες σχέσεις, αλλαξοκριτικές, να στρογγυλεύεις παρουσιάσεις, να δεσμεύεσαι από τον καθένα για οτιδήποτε. Γιατί πολύ απλά το αυθεντικό blog δεν στήνεται για διαφημιστικούς λόγους, ούτε για να παίρνεις δωρεάν βιβλία, ούτε για τίποτα. Πάνε φτιάξε ένα σάιτ, ένα περιοδικό, κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξή σου τέλος πάντων. Έστω ένα βιβλιοπωλείο-καφέ βρε αδελφέ, αν γουστάρεις να βιοποριστείς.

Και θα σας πω και τι δεν πρέπει να είναι ο συγγραφέας, δεν θα πρέπει να είναι διαπλεκόμενος, να ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις με τους ομότεχνους κι από πίσω να τους κράζει, να θυμώνει με αυτούς που δεν τον βρίσκουν σούπερ γουάου, να περιχαρακώνεται στον κύκλο τον «λογοτεχνικό». Αν είναι να ξεφορτωθήκαμε την κλειστή κλίκα του άλλοτε με τους κριτικούς σε 5-6 μέσα που καταδυνάστευαν τα πάντα, για να κάνουμε μια δική μας κλίκα και να προωθήσουμε τα «δικά μας παιδιά», να μην σώσουμε.

Φυσικά και θα κάνεις φιλίες στον χώρο αφού κινείσαι σε αυτόν, άλλους θα τους συμπαθήσεις, με άλλους θα κολλήσεις, κάποιους θα τους αγαπήσεις. Αναπότρεπτα. Και κάποιους απλά θα τους προσπεράσεις. Τι σχέση έχει αυτό με το αν σου άρεσε το βιβλίο τους ή όχι, αν έχεις όρεξη ή όχι να γράψεις γι’ αυτό, αδυνατώ ακόμα και τώρα που έπαψα να έχω την αθωότητα του πρωτάρη να το καταλάβω.  


6/1/14

"Αστερισμός ζωτικών φαινομένων", Anthony Marra




Ύπουλο βιβλίο ο «Αστερισμός ζωτικών φαινομένων» του Anthony Marra, ξεκινά με ένα θέμα βίαιο, τον πόλεμο- έναν πόλεμο τόσο άγριο σαν αυτό της Τσετσενίας-  και χτίζει αργά τους ήρωες του πάνω στον πόνο, σε βάζει να θεωρήσεις δεδομένο τον πόνο, όπως σε κάθε πόλεμο και δη αδελφοκτόνο, κι έπειτα εκεί προς το τέλος βρίσκεσαι να κλαις πάνω από τις σελίδες χωρίς καν να το καταλάβεις.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι βαθείς, ανθρώπινοι, δουλεμένοι γερά. Η ιστορία ξεκινά σε ένα χωριό της Τσετσενίας, όπου δεν υπάρχει ηλεκτρικό, δεν υπάρχει νερό, όλοι πεινάνε, μετά από δυο πολέμους που άφησαν την χώρα σμπαράλια κι ακόμα βράζουν. Η μικρή Χαβάα βλέπει το σπίτι της να καίγεται και τον πατέρα της τον παίρνουν οι στρατιωτικοί. Ο γείτονας τους ο Άχμεντ, καταλαβαίνει πως οι στρατιώτες ψάχνουν και το κοριτσάκι, κι αποφασίζει να το προστατέψει. Το πηγαίνει με τα πόδια στη μεγάλη πόλη, όπου έχει ακούσει για μια φημισμένη χειρούργο, τη Σόνια Ραμπίνα που κρατά ολομόναχη το νοσοκομείο που απαιτεί 500 άτομα προσωπικό. Θα πέσει στα πόδια της γιατρού που μοιάζει μια άκαρδη σκύλα, αν και στην πραγματικότητα πενθεί για την αγνοούμενη αδελφή της, για την οποία άφησε την ευκολία του Λονδίνου και βρέθηκε στα χαλάσματα της Τσετσενίας, θα της υποσχεθεί πως θα δουλέψει κι αυτός στο νοσοκομείο- κι ας είναι καλύτερος ζωγράφος απ’ ότι υπήρξε ποτέ γιατρός- και τελικά  θα κερδίσει μια θέση για το κοριτσάκι.

Οι ζωές των ηρώων-του Άχμεντ, του πατέρας της Χαβάας, Ντόκα, του προδότη κολλητού τους Ραμζάν και του πατέρα του Χασάν, αλλά και της  γιατρού Σόνιας και της αδελφής της Νατάσσας- δίνουν μια ανάγλυφη αίσθηση του αποτρόπαιου του πράγματος ∙ ζουν καταστάσεις εντελώς απάνθρωπες, προσαρμόζονται στις κάθε φορά νέες συνθήκες, μεγαλώνουν, ωριμάζουν, αποκαλύπτονται. Αλλά κυρίως πονούν. Σε μια τέτοια κατάσταση που μετατρέπει τους ανθρώπους σε υπάνθρωπους, που οδηγεί στην πιο ακραία απελπισία, το να πενθήσεις για αυτό που ήταν η ζωή σου και τελικά σε τί κατέληξε, είναι αναπότρεπτο.

Η γραφή είναι ζωντανή, οι κοντά 500 σελίδες έχουν συναισθηματικό βάρος που δεν σε αφήνει να τις ξεπετάξεις γρήγορα, το τέλος σπαρακτικό αλλά και αισιόδοξο μαζί. Το βασικό είναι πως ο συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει χαρακτήρες ζωντανούς και παλλόμενους, που θα μπορούσαν να είναι ο καθένας, αλλά δεν είναι. Η παγίδα που στήνει συνήθως ένα τόσο τραγικό σκηνικό, εδώ αποφεύγεται. Δεν είναι ένα ιστορικό χρονικό αυτό που διαβάζουμε, είναι ανθρώπινη ιστορία. Κι όλα αυτά γράφονται άλλοτε εντελώς πυρετικά και ονειρικά, κι άλλοτε πολύ ρεαλιστικά, με χιούμορ κι ένταση, που δεν γίνεται παρά να καθηλώσουν τον αναγνώστη.

"Αστερισμός ζωτικών φαινομένων", Anthony Marra, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, 2013, σελ.486

3/1/14

"Το Κλειδί", Τζ. Τανιζάκι




Κεντημένο θαρρείς σταυροβελονιά, το «Κλειδί» του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι είναι ένα βιβλίο που δεν φεύγει εύκολα από τη μνήμη, δουλεύει ύπουλα η κάθε του λεπτομέρεια ακόμα και μέρες αφού το έχεις τελειώσει, αποζητάς να το ξαναδιαβάσεις γιατί είναι σίγουρο πως όλο και κάποιος υπαινιγμός σου έφυγε. Με κάποια οδύνη διαπιστώνεις πως μέσα στις σελίδες του κρύβονται μυστικά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και φύσης που θα μπορούσαν να είναι και δικά σου.

Όλα ξεκινούν όταν ένας άντρας μιας κάποια ηλικίας αποφασίζει ανοιχτά να μιλήσει για τη σεξουαλική του ζωή με τη γυναίκα του στο ημερολόγιο του που υποψιάζεται πως το διαβάζει εκείνη. Εκείνη για πρώτη φορά ξεκινά ημερολόγιο (για να το διαβάζει εκείνος) και ξεκινά το γαϊτανάκι που τους οδηγεί σε παροξυσμικές σεξουαλικές εντάσεις, στην εισαγωγή ενός τρίτου προσώπου στο παιχνίδι τους και τελικά κι ενός τέταρτου, της ίδιας τους της κόρης.

Τα δυο ημερολόγια παίζουν το ένα με το άλλο, στην κόψη ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, τον πόθο και την αποστροφή, την λαγνεία και την παραδοσιακή ανατροφή, την υποταγή και την κυριαρχία. Το παιχνίδι φυσικά θα εκτροχιαστεί. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πόσο, παρά μόνον στις τελευταίες σελίδες.

Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, που απασχολεί με βία τους Ιάπωνες συγγραφείς και σκηνοθέτες, η κρυμμένη πίσω από πέπλα «αγνότητας» κυριαρχεί. Μαζί της υφαίνεται ένα παιχνίδι εξουσίας που οδηγεί πάντα στον πόλεμο και τελικά στο θάνατο. Ο Τανιζάκι δίνει ένα μάθημα εντελώς αλλόκοτο, σχεδόν ηδονικό να το παρακολουθείς, για την ζωή, για την κοινωνία, για το πεπρωμένο, τον έρωτα και την ερωτική πράξη, το γάμο και τις σχέσεις μεταξύ της οικογένειας. Η γραφή του, με την λιτότητα και την αμεσότητα του ημερολογίου έχει την σπάνια ικανότητα να σε ρουφά μέσα της.

Στο σημείωμα του μεταφραστή αναφέρεται πως στα Ιαπωνικά υπάρχει ένα παιχνίδισμα ανάμεσα στις γραφές των δυο ημερολογίων, ο άντρας γράφει σε παραδοσιακά ιδεογράμματα, η γυναίκα με μια μοντέρνα, δημοσιογραφική γραφή που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί μόνον με greeklish. Παρ’ όλο όμως που στην μετάφραση το τρικ χάνεται, το κείμενο είναι τόσο δυνατό, που πολύ απλά δεν χρειάζεται.

«Το Κλειδί», Τζ. Τανιζάκι, μετ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα, 2013, σελ. 237


Υ.Γ. 42 Ναι, ναι, ξαναβγήκε το εξαντλημένο. Σπεύσατε…