29/3/19

Δέκα χρόνια μετά




Σαν σήμερα, πριν δέκα χρόνια, δημιουργήθηκε το Διαβάζοντας. Και με αυτό, εννοώ το blog κι όχι όλα τα άλλα εργαλεία που το συνοδεύουν. Όταν το έφτιαξα, το 2009, είχα μια αμυδρή ιδέα, κάπως σκοτεινή, για το πώς δουλεύουν τα blogs. Επισκεπτόμουν μερικά τακτικά, αλλά δεν λάμβανα μέρος στις συζητήσεις, ανακάλυπτα βιβλία κι έπαιρνα σιωπηλά μια γεύση από έναν βιβλιόφιλο κόσμο που μέχρι τότε μόνο ονειρευόμουν. Έφτιαξα το Διαβάζοντας σε μια παρόρμηση, ένα βράδυ. Ήταν ένα στιγμιαίο λάθος. Παραλίγο δε, να το λένε «ΔιαβάΖωντας». Οριακά απέφυγα το μάλλον προφανές και κάπως δημοσιογραφίστικο λογοπαίγνιο. 

Ανέβασα το πρώτο πόστ- ήταν για τον Λιόσα- και το ποστάρισα στο Facebook. Τότε ήταν της μόδας οι bloggers να είναι ανώνυμοι, αλλά για κάποιο λόγο δεν συμπαθούσα την ανωνυμία. Το ίδιο βράδυ σχεδόν, ανακάλυψε το blog ένας καλός παλιός μου συμμαθητής και γνωστός blogger. Και συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν μόνη. Στους διαλόγους μας χρωστάω το ότι κράτησα το blog ζωντανό τον πρώτο καιρό. Κι έπειτα δεν με ένοιαζε πια, ήμουν μέρος της κοινότητας. Δεν ήξερα να το ορίσω, ούτε και τώρα, αλλά το blog σημάδεψε μια εποχή, αυτή της μετάβασης. Μπόρεσα μέσα από αυτό, από τα μικρά και κάποτε κάπως ξετσίπωτα κείμενα που ανέβαζα εδώ, να καταλάβω πως εκείνο το μοναχικό κορίτσι που ξεκοκκάλιζε βιβλία καθισμένο στους διαδρόμους της σχολικής βιβλιοθήκης- γιατί η καρτέλα του ήταν ήδη γεμάτη και δεν του δάνειζαν άλλα αυτή την εβδομάδα- ήμουν εγώ. Και ενήλικη, αυτή ήμουν, όσο κι αν προσπαθούσα να το ξορκίσω∙ για τους άλλους. 

Το blogging είναι μοναχική διαδικασία, μοιάζει σε αυτό με το διάβασμα και το γράψιμο. Όμως στην εποχή των social media, η μοναχικότητα άλλαξε μορφές. Έφτιαξα τη σελίδα στο facebook αλλά και το group, ίσα για να ανεβάζω τα ποστ μου εκεί, να απελευθερώσω το προφίλ μου από τη μονοτονία των αναρτήσεων για βιβλία. Στην πράξη, εκείνη την εποχή ήμουν ενεργή μόνο στο twitter- μεγάλο σχολείο το twitter, ευνοούσε τον ρυθμό, την καυστικότητα και την ατάκα. Όταν το πράγμα άρχισε να γίνεται σιχαμερά κομματικοποιημένο, έκλεισα τον λογαριασμό μου. Και τότε ήρθε η σειρά του Facebook. 

Αλλά για την άνθηση εκεί, θα σας πως μια άλλη φορά, ίσως αν καταφέρω ποτέ να θυμηθώ πότε φτιάχτηκε το group. Θα σας πω πως αγαπώ το blog γιατί είναι ένα αρχείο των κειμένων μου, και με ένα τρόπο των βιβλίων που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια- κι ας μην είναι όλα εδώ. Το blog έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ανάγνωσης (μου). Δεν κρατάω ποτέ σημειώσεις, όμως έχω πάντα στον νου μου πως πιθανότατα κάτι θα γράψω για το βιβλίο που διαβάζω. Υπάρχουν μισοτελειωμένα κείμενα που δεν ανέβηκαν ποτέ; Φυσικά. Υπάρχουν συγγραφείς που τους αδίκησα, στη θέρμη της πρώτης ανάγνωσης; Βεβαίως. Υπάρχουν κείμενα που ξαναδιάβασα και τα εκτίμησα διαφορετικά; Πώς αλλιώς; Και κείμενα δικά μου για τα οποία δεν είμαι φοβερά περήφανη; Ένα σωρό. Αυτή είναι η χαρά του μέσου, η διαφορά του, δίνει την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης, με όλα τα καλά και τα κακά της. 

Είμαι συγγραφέας γιατί υπάρχει το blog; Έγραφα και πριν. Όμως η καθημερινή τριβή με το κείμενο είναι μεγάλο σχολείο. Διαβάζω πιο πολύ γιατί υπάρχει το blog; Ναι. Αυτό με έβαλε σε μια παρέα βιβλιόφιλων, άλλαξε τις αναγνωστικές μου συνήθειες και τους ρυθμούς. Φταίει το blog που υπάρχει το Booktalks; Εννοείται. Είμαι ευγνώμων για κείνο το στιγμιαίο λάθος δέκα χρόνια πριν; Ε, ναι!





27/3/19

"Υπόγειος σιδηρόδρομος", Colson Whitehead



Ο Υπόγειος σιδηρόδρομος του  Colson Whitehead πήρε και το National Book Award 2016 και το Pulitzer 2017, κάτι που συμβαίνει σπάνια στην Αμερική. Πραγματεύεται ένα θέμα που πονάει βαθιά τη χώρα και τη διχάζει ακόμα και τώρα, αυτό του φυλετικού ρατσισμού. Η δράση τοποθετείται στην Αμερική πριν τον Εμφύλιο, η δουλεία είναι νόμιμη κι άνθρωποι είναι ιδιοκτησίες άλλων ανθρώπων, σαν τα πράγματα και τα κτήματα. Μόνο που τα σκαμνιά, τα τραπέζια και τα χωράφια δεν ματώνουν, oι σκλάβοι πεθαίνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους, σακατεύονται, υποτιμούνται, μαστιγώνονται. Οι μαύροι δεν είναι άνθρωποι, ακόμα και τα κατοικίδια είναι σε καλύτερη μοίρα, τα παιδιά τους πεθαίνουν συνήθως, αλλά ακόμα κι αυτά που επιβιώνουν πωλούνται μακριά. Η ζωή στις φυτείες του Νότου είναι μαρτυρική, όμως δεν είναι πολύ καλύτερη ούτε στις Βόρειες πολιτείες, ίσως λίγο λιγότερο βάναυση. Ο εφιάλτης μιας ζωής στη σκλαβιά δεν φαίνεται να τελειώνει παρά με τον θάνατο.  

Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος η Κόρα, που γεννήθηκε σκλάβα σε μια φυτεία στη Τζόρτζα (sic). Στην αρχή την παρακολουθούμε ως μια έφηβη, που την παράτησε η μητέρα της όταν το έσκασε από τη φυτεία. Το κορίτσι προσπαθεί να επιβιώσει, συμπεριφέρεται κάπως ελεύθερα και για αυτό τη στέλνουν στην καλύβα των τρελών. Ώσπου μια μέρα έρχεται ένας σκλάβος από την Βιρτζίνια, ο Σίζαρ, μεγαλωμένος αλλιώς, και την πείθει να αποδράσουν. Παίρνουν τον υπόγειο σιδηρόδρομο και ακολουθούν ένα σωρό σταθμούς, από την Νότια Καρολίνα, ως τη Βόρεια, ως την Ιντιάνα και την Καλιφόρνια. Η Κόρα θα περάσει ξυστά από τις διαδικασίες της στείρωσης και της εξάπλωσης της σύφιλης, θα κρυφτεί για μήνες σε μια χαραμάδα στα δοκάρια μιας οροφής, θα αλυσοδεθεί από έναν κυνηγό σκλάβων, θα ζήσει σε ένα κοινόβιο με ελεύθερους μαύρους. Στην πορεία παντού πτώματα, βασανισμοί- αποκορύφωμα το «Μονοπάτι της Ελευθερίας», εκατοντάδες μαύρα κορμιά κρεμασμένα αφήνονται στη σήψη και τα όρνια. 

Ο υπόγειος σιδηρόδρομος ήταν ο ευφημισμός που χρησιμοποιούταν στην πορεία των σκλάβων για την ελευθερία, ο Whitehead τον φαντάζεται πραγματικό. Είναι το τρικ του για να μας βάλει στην ιστορία, να εξηγήσει πώς όποιοι κι αν είναι οι νόμοι, εσύ προσωπικά μπορείς να αντισταθείς, πως έχει σημασία ακόμα και η επανάσταση του ενός. Το βιβλίο αρχίζει εντυπωσιακά, ο συγγραφέας δεν μασάει τα λόγια του. Στην πορεία βέβαια υπάρχουν έντονες στιγμές διδακτισμού, κλισέ, κάποιες ιδέες μοιάζουν βγαλμένες από τη δική μας πολίτικαλι κορέκτ εποχή κι όχι από τη βαναυσότητα της εποχής της δουλειάς.  Δεν παύει πάντως να είναι ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα. Αρκεί να φανταστεί κανείς πόσο κοντινή ήταν εκείνη η εποχή, πόσα φαίνεται να έχουν αλλάξει, αλλά στην ουσία παραμένουν ίδια. Ομολογώ πως θα απολάμβανα καλύτερα μια λιγότερο γραμμική και σχεδιασμένη πλοκή, μοιάζαν στο τέλος οι σκηνές να δημιουργούνται πλαστά, κι αυτό έκανε τους ήρωες χάρτινους, δεν μπορούσες να ταυτιστείς, να νιώσεις. Όμως και πάλι πρόκειται για ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει κανείς. Για να μην ξεχνά∙ και να μην ξεχνιέται. 


                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Υπόγειος σιδηρόδρομος", Κόλσον Γουάιτχεντ, μετ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιος, σελ. 417, 2018  

21/3/19

"Η βλάβη", Friedrich Dürrenmatt



Ο Φρίντριχ Ντίρενματ υπήρξε σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, σκιτσογράφος και θεωρητικός του θεάτρου. Το θεατρικό «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» τον έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο. Εμένα όμως μου αρέσουν πολύ και οι νουβέλες του, που μοιάζουν και δεν μοιάζουν με τα θεατρικά, έχουν την ίδια αίσθηση του γκροτέσκου, κινούνται με την ίδια άνεση ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, και περιγράφουν την παραδοξότητα του κόσμου μας με μεγάλη ευκρίνεια. 

«Η βλάβη» είναι χαρακτηριστική. Πρωταγωνιστής ο Αλφρέντο Τραπς, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος που το πολυτελέστατο αμάξι του «μένει» ένα απόγευμα σε μια επαρχιακή πόλη. Κι εκείνος αντί να περπατήσει μισή ώρα για να πάρει το τρένο, σκέφτεται μήπως έχει κανένα «τυχερό» και αποφασίζει να διανυκτερεύσει. Αλλά τι ατυχία, το αγαπημένο του ξενοδοχείο στην πόλη έχει συνέδριο γουρουνοεκτροφέων κι έτσι το μόνο μέρος να μείνει είναι η έπαυλη ενός ηλικιωμένου, που του παραχωρεί δωμάτιο δωρεάν και τον προσκαλεί για δείπνο με τους φίλους του. 

Ο οικοδεσπότης του είναι συνταξιούχος δικαστής και η παρέα του αποτελείται από άλλα τρία γεροντάκια, ένα εισαγγελέα, έναν συνήγορο δικηγόρο, κι έναν δήμιο. Του εξηγούν πως τους αρέσει να παίζουν το παιχνίδι «δίκη» και πως ο μόνος ρόλος που μένει για τον Τραπς είναι αυτός του κατηγορούμενου. Ο Τραπς, μιας και δεν βρέθηκε καμιά γκομενοδουλειά, δέχεται να παίξει για να περάσει ευχάριστα το βράδυ. Κι έτσι ξεκινά ένα λουκούλλειο γεύμα κατά το οποίο τούς λέει πως μέχρι πρόσφατα δεν ήταν τόσο πλούσιος, ήταν ένας γυρολόγος, αλλά με το που πέθανε ο προϊστάμενός του, πήρε εκείνος τη δουλειά με έναν μεγάλο αντιπρόσωπο και όλα άλλαξαν για αυτόν, τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους. Επιμένει πως είναι αθώος για το θάνατο του προϊσταμένου του, όμως ο δικαστήριο έχει άλλη γνώμη. 

Η νουβέλα είναι εκπληκτική, παίζει με το συνεχές σασπένς, ποιοι είναι αυτοί και τι νομιμοποίηση έχουν, θα εκτελεστεί με κάποιον τρόπο η ποινή, βάζει τον Τραπς- και εμάς- στο δίλημμα τι είναι ηθικό και τι νόμιμο και δίνει με εξαιρετικά λιτά μέσα την εικόνα της κοινωνίας, που δεν διαφέρει πενήντα χρόνια μετά και τόσο από τη σημερινή. «Η βλάβη» είναι ένα έργο συμβολικό όλης της παράνοιας του σύγχρονου κόσμου μας, της ανάγκης για κατανάλωση, της πιεστικής καθημερινότητας, των οικογενειακών δεσμών. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου στο πρώτο μέρος: «[]δεν απειλεί πια κανένας θεός, καμία δικαιοσύνη, κανένα πεπρωμένο[], αλλά τροχαία ατυχήματα, σπασίματα φραγμάτων εξαιτίας κακής κατασκευής, έκρηξη ενός εργοστασίου ατομικών βομβών, προκαλεσμένη από έναν αφηρημένο βοηθό εργαστηρίου, λάθος ρυθμισμένες αναπαραγωγικές μηχανές. Σ’ αυτό τον κόσμο των βλαβών οδηγεί ο δρόμος μας, στη σκονισμένη άκρη του οποίου, δίπλα στις ρεκλάμες για παπούτσια Bally, Studebaker, Icecreme και τις αναμνηστικές πλάκες των σκοτωμένων σε δυστυχήματα προκύπτουν ακόμη μερικές πιθανές ιστορίες, ενώ από ένα κοινό πρόσωπο κοιτάζει η ανθρωπότητα, η ατυχία επεκτείνεται χωρίς πρόθεση στο γενικό, το δικαστήριο και η δικαιοσύνη γίνονται ορατά, ίσως και η χάρη, συμπτωματικά, αντικατοπτρισμένα στο μονόκλ ενός μεθυσμένου». 





                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ


"Η βλάβη", Φρήντριχ Ντύρενματ, μετ. Γιώργος Βαμβαλής, εκδ. Επίκουρος, 1970, σελ. 78













15/3/19

«Στο χείλος της αβύσσου», Erich Kästner



Τούτο το βιβλίο, που περιγράφει τη ζωή στη μεγαλούπολη εκείνης της εποχής, δεν είναι φωτογραφικό λεύκωμα∙ είναι σάτιρα. Δεν καταγράφει τα γεγονότα∙ υπερβάλλει. Ο ηθικός άνθρωπος αντικρίζει την εποχή του κρατώντας παραμορφωτικό καθρέφτη. Η καρικατούρα, δόκιμο μέσο στην τέχνη, είναι ό,τι πιο ακραίο μπορεί να χρησιμοποιήσει. 

Ο ίδιος ο Κέστνερ δίνει το στίγμα του βιβλίου του, στον πρόλογο. Το «Στο χείλος της αβύσσου», που για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε με τον τίτλο «Φάμπιαν. Η ιστορία ενός ηθικολόγου», είναι ένα βιβλίο ευφυές, με ακραίες χιουμοριστικές – αλλά και σεξουαλικές- σκηνές. Είναι επίσης ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, μια τοιχογραφία του Μεσοπολέμου. Και προφητικό, γιατί προμηνύει τον Πόλεμο που ακολούθησε. 

Ο Φάμπιαν είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, ένας έξυπνος και ταλαντούχος νεαρός, που δουλεύει υποαμειβόμενος σε μια διαφημιστική εταιρεία. Ζει σε μια άθλια παγωμένη κάμαρα. Ο κολλητός του φίλος, ο Λαμπούντε, προέρχεται από εύπορη οικογένεια, τον απασχολεί η πολιτική, είναι μέλος μιας φράξιας, και είναι κι αυτός λαμπρός φιλόλογος. Μαζί ξενυχτούν, φιλοσοφούν, συχνάζουν σε καταγώγια, μπλέκουν σε περιπέτειες. Ο Φαμπιάν γνωρίζει την Κορνέλια στο ατελιέ μιας γλύπτριας, όπου γίνονται ένα σωρό όργια. Και μόλις συνειδητοποιεί πως με αυτή την κοπέλα θέλει να συνεχίσει, χάνει τη δουλειά του, και χάνει και την κοπέλα, που αποφασίζει να τον αφήσει για κάποιον πλούσιο. 

Οι δικαστές των ηθών κρίνουν τον συγγραφέα, οι δικαστές της τέχνης κρίνουν το βιβλίο. 
Τούτο το βιβλίο δεν έχει πλοκή. Εκτός από την εξής μία: όταν κάνεις μια δουλειά που αμείβεται με διακόσια εβδομήντα μάρκα τον μήνα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Δεν υπάρχει ούτε πορτοφόλι, ούτε μαργαριταρένιο κολιέ, ούτε ανάμνηση, ούτε κάτι άλλο από αυτά που συνήθως χάνονται στην αρχή μιας ιστορίας και εμφανίζονται πάλι, προς γενική ικανοποίηση, στο τελευταίο κεφάλαιο. Σε τούτο το βιβλίο δεν ξαναβρίσκουμε τίποτα. Κι όμως, παρόλο που ο συγγραφέας δεν χρησιμοποίησε πέτρες για να χτίσει το οικοδόμημά του, δεν πιστεύει σε καμία περίπτωση ότι το μυθιστόρημα είναι ένα καλλιτεχνικό είδος που δεν διαθέτει μορφή. 

Ο Φάμπιαν είναι ένας νέος με πολλά προσόντα. Παραμένει ηθικός, ενώ γύρω του τα πάντα μοιάζουν να βουλιάζουν στη σήψη, είναι σαν φάρσα ή κακόγουστο αστείο. Η ηθική του δεν περιλαμβάνει την υποκριτική ηθική των άλλων, δεν αποστρέφεται τις διασκεδάσεις, ή το σεξ, αποστρέφεται την υποκρισία και την παρακμή, τον πόλεμο που έρχεται και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.Το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό, σε βυθίζει αργά στον κόσμο του, από τον οποίο δεν θέλεις να βγεις. Και τελειώνει απότομα, σχεδόν ανάρμοστα, γελοία. Γιατί η τυχαιότητα και η γελοιότητα ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. 

Ο Φάμπιαν υπήρξε μπεστ σέλερ, αν και το κυνήγησαν ανελέητα, κυρίως λόγω των σεξουαλικών σκηνών- που περιλαμβάνουν ακόμα και λεσβιακές σκηνές (τι σκάνδαλο για την εποχή!). Ο Κέστνερ επέλεξε να παραμείνει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα βιβλία του απαγορεύτηκαν και πετάχτηκαν στην πυρά, ενώ ο ίδιος περιορίστηκε να γράφει ανώδυνα θεατρικά με ψευδώνυμο. Το ίδιο το μυθιστόρημα κυκλοφορούσε για πολλά χρόνια, και μέχρι το θάνατο του, αρκετά πετσοκομμένο, έλειπε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το πιο σεξουαλικό. Τώρα πια κυκλοφορεί παντού στην αρχική εκδοχή του, και με τον αρχικό του τίτλο. 

Ο Κέστνερ δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα αυτής της πνοής, αν και ήταν πολυγραφότατος, ένας λαϊκός συγγραφέας, που τον λάτρευαν για τα παιδικά του βιβλία και για την απλή του γλώσσα. Αυτή στάθηκε πολλές φορές εμπόδιο στο να τον κατατάξουν εκεί που αξίζει. Πάντως όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο δεν νομίζω πως θα έχει αμφιβολία πως ανήκει στο Πάνθεον της λογοτεχνίας.


                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



«Στο χείλος της αβύσσου», Έριχ Κέστνερ, μετ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 348











Υ.Γ. 42 με πλάγια, μπλε γράμματα, η γνώμη του ίδιου του Κέστνερ για το έργο του- αποσπάσματα από προλόγους εκδόσεων. 

Υ.Γ. 42-42 Η έκδοση είναι υπερπλήρης, επίμετρα, πρόλογοι του συγγραφέα, πώς αποκαταστάθηκε το βιβλίο, όλα. 

11/3/19

"Ελέφαντας", Raymond Carver



Απόλαυσα τον Ελέφαντα περισσότερο από όσο έχω απολαύσει πολλά πολυδιαφημισμένα βιβλία αυτόν τον καιρό. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ δεν θεωρείται τυχαία ο σπουδαιότερος Αμερικανός διηγηματογράφος. Η συλλογή διηγημάτων Ελέφαντας και άλλες ιστορίες δημοσιεύτηκε το 1988 μετά τον θάνατό του και κρύβει διαμάντια, όπως το ομώνυμο διήγημα, το Menudo, αλλά και το Θέλημα με πρωταγωνιστή τον Άντον Τσέχωφ. Με τον τελευταίο τον συγκρίνουν συχνά, αν και μοιάζει κάπως ιερόσυλη η σύγκριση. Έχουν πάντως κι οι δυο τη μεγάλη ικανότητα να κάνουν σημαντικό το καθημερινό, να φτιάχνουν ιστορία αυτό που φαίνεται ένα τετριμμένο συμβάν αλλά κρύβει πίσω του τη βιαιότητα της ζωής μας. 

Τα γνωστά μοτίβα των διηγημάτων του είναι εδώ: αστικό περιβάλλον, ήρωες που φυτοζωούν σε δουλειές του ποδαριού ή είναι άνεργοι, που έχουν συζυγικά προβλήματα και θέματα με τα παιδιά τους, ήρωες που ψάχνουν στη μιζέρια της καθημερινότητας- δουλειά, φτώχεια, οικογένεια- κάπου να πιαστούν∙ και συνήθως δεν βρίσκουν. Σε αυτή την συλλογή πάντως, με την οποία ο Κάρβερ θεωρούσε πως έκανε στροφή, οι άνθρωποι πια χαλαρώνουν, φαίνονται πιο στοργικοί, λιγότερο απαισιόδοξοι, δεν σφίγγουν τα δόντια με τον ίδιο τρόπο. Και ο τρόπος γραφής είναι λιγότερο σφιχτός, κάπως πιο λυρικός, δεν σε κάνει να νιώθεις τη θηλιά στο λαιμό σου. 

Ο Κάρβερ είχε τραγική ζωή, μεγάλωσε σε φτωχική οικογένεια, έκανε ο ίδιος παιδιά σχεδόν έφηβος και χρειάστηκε να δουλέψει για να τα μεγαλώσει- θρυλείται μάλιστα πως κατέβαινε στο αυτοκίνητό του για να γράψει, γιατί είχαν μόνο ένα δωμάτιο. Ως τα τριάντα του ήταν ήδη αλκοολικός όπως ο πατέρας του, βίαιος με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η γυναίκα του δούλευε πολύ σκληρά για να τους συντηρήσει, όσο εκείνος σπούδαζε και μεθούσε. Η οικογένεια χρεοκόπησε δύο φορές, ώσπου τον ανακάλυψε ο επιμελητής Gordon Lish. Αυτός τον βοήθησε να εκδοθεί, κάνοντας όμως υπερβολική επιμέλεια στα γραπτά του- κάποιοι λένε πως ο τόσο αυστηρός μινιμαλισμός τους Κάρβερ οφείλεται κυρίως στον επιμελητή. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κάρβερ να καταξιωθεί επιτέλους και να του αποδώσουν τις τιμές που του αξίζουν. Αποτοξινώθηκε από το αλκοόλ, χώρισε τη γυναίκα του, παντρεύτηκε την ποιήτρια Τες Γκάλαχερ, ξεφορτώθηκε τον επιμελητή, και πέθανε χτυπημένος από καρκίνο του πνεύμονα, στα 50 του. Ο ίδιος πίστευε πως δεν είχε ακόμα δώσει την καλύτερη του δουλειά. Άφησε πάντως πίσω του διηγήματα- δικά του ή έστω με τη βοήθεια του Lish- απαράμιλλα. 

Η τέχνη του διηγήματος μπορεί να μοιάζει απλή, όλοι λένε πως μπορούν να γράψουν ένα. Η τέχνη του καλού διηγήματος όμως είναι για λίγους. Και του αριστουργηματικού, για ελάχιστους. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ, με όλους τους δαίμονες του- κι ίσως εξαιτίας αυτών- ήταν ένας από αυτούς.


                                                     Κατερίνα Μαλακατε

"Ελέφαντας", Ρέιμοντ Κάρβερ, μετ. Τρισεύγενη Παπαιωάννου, εκδ. Μεταίχμιο, 2018









6/3/19

"ρηχό νερό, σκιές", Άκης Παπαντώνης





Είχα μια ανησυχία μετά τον Καρυότυπο, το εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο του Άκη Παπαντώνη, πως δεν θα έγραφε δεύτερο, πως ένα τόσο ψυχρό και ταυτόχρονα συναισθηματικό πρώτο βήμα, μπορεί να σε αφήσει μετέωρο μετά. Ευτυχώς ο συγγραφέας με διέψευσε πανηγυρικά, και πριν από λίγες μέρες εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο του, «ρηχό νερό, σκιές», που μοιάζει με τον Καρυότυπο ως προς το στυλιζάρισμα και τον λόγο, αλλά έχει διαφορετικό τρόπο ως προς την πλοκή. 

Με αφορμή την έκρηξη στον 4ο αντιδραστήρα του πυρηνικού σταθμού «Β.Ι.Λένιν», ο Παπαντώνης μάς γνωρίζει τρεις γενιές ανθρώπων, παίζει με την ιστορία, τις σχέσεις μεταξύ τους, τον χρόνο και τον χώρο. Και τελικά, φτιάχνει ένα σπονδυλωτό αφήγημα, που στην αρχή δυσκολεύεσαι να παρακολουθήσεις τη ροή του, έπειτα όμως με κάποιο τρόπο σε ρουφάει και σε κερδίζει. 

Δεν πρόκειται σίγουρα για μια γραμμική ιστορία, ούτε για ένα βιβλίο που μπορείς να το διαβάσεις ελαφρά αφηρημένος. Απαιτεί έναν ενεργητικό αναγνώστη, που θα μπορεί να μπαινοβγαίνει στις ιστορίες και τις ζωές. Μόνο έτσι θα συγκινηθείς από την ερωτική ιστορία του βιβλίου, μόνον έτσι θα νιώσεις λίγο από το κενό των ηρώων, πριν και μετά την έκρηξη. Γιατί η πυρηνική έκρηξη είναι μόνο η αφορμή, και τη φρίκη της τη νιώθουμε μόνο από τη σιωπή και το κενό. Κανείς δεν ουρλιάζει. Κανείς δεν μιλά καν για αυτή. Υπάρχει και δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα.

Το "ρηχό νερό, σκιές" του Άκη Παπαντώνη, αν και μου άρεσε λιγότερο από τον Καρυότυπο, βάζει τις βάσεις, μας εξηγεί πώς θέλει εκείνος να παίξει το λογοτεχνικό παιχνίδι, μοιάζει κάπως σαν διακήρυξη προθέσεων. Ο συγγραφέας χειρίζεται καλά τη γλώσσα, έχει ιδέες έξω από τις καθιερωμένες, ξέρει να παίζει ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό. Πάνω από όλα φαίνεται διατεθειμένος να πειραματιστεί λογοτεχνικά- αδιάφορο αν θα πετύχει ή θα αποτύχει- να ρισκάρει και να δοκιμαστεί. Όλα αυτά θέτουν γερά θεμέλια για το μέλλον, γιατί αν το ένστικτό μου δεν με γελά, ο Παπαντώνης ήρθε στα λογοτεχνικά πράγματα για να μείνει.



                                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



"ρηχό νερό, σκιές", Άκης Παπαντώνης, εκδ. Κίχλη, 2019, σελ. 163









1/3/19

"Τραγούδα, άταφο πουλί", Jesmyn Ward



Το «Τραγούδα, άταφο πουλί» πήρε το National Book Award το 2017. Μπορώ να καταλάβω γιατί, είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που χειρίζεται ένα θέμα που καίει ακόμα στην Αμερική, που μοιάζει εν πολλοίς άλυτο και στάσιμο. Λευκοί και έγχρωμοι σε μια προσπάθεια να ξεχάσουν τι έχει συμβεί μεταξύ τους- τη σκλαβιά, τα πάθη και τα μίση-, χωρίς να τα καταφέρνουν, γιατί το παρελθόν είναι πολύ κοντινό, το παρόν διατηρεί ακόμα πολλές αγκυλώσεις και το μέλλον είναι άδηλο.

Ο Τζότζο είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι που έχει μεγάλο δέσιμο με την πεντάχρονη αδελφή του Κέιλα. Οι γονείς τους είναι η μαύρη Λιόνι, που τον έκανε στα δεκαεφτά της και ο λευκός Μάικλ. Η Λιόνι είναι εθισμένη στα ναρκωτικά, ο Μάικλ είναι έγκλειστος στη φυλακή Πάρτσμαν. Τη μόνη σταθερότητα στη ζωή των δύο παιδιών τη δίνουν οι μαύροι παππούδες τους, με τους οποίους ζουν, o Πατερούλης (Pop), που είναι βυθισμένος στις αναμνήσεις από τη δική του θητεία στην Πάρτσμαν, τότε που έμοιαζε μάλλον σαν στρατόπεδο εργασίας, και η Μαμάκα (Mama), που πεθαίνει από καρκίνο. Η οικογένεια του Μάικλ μισεί τα εγγόνια της, γιατί είναι μιγάδες. Όταν η Λιόνι μαθαίνει πως ο Μάικλ θα αποφυλακιστεί, αποφασίζει να πάρει τα παιδιά, και μια λευκή φίλη της εξίσου εθισμένη, και να πάνε να τον παραλάβουν όλοι μαζί. Έτσι ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου, που δεν μοιάζει με τα άλλα, δίχως στιγμές απελευθέρωσης, μόνο αηδίας και τρόμου.

Η Λιόνι δεν ξέρει πώς να είναι μητέρα, έχει μπλέξει ανάμεσα στα λευκά πεθερικά της, στον μεγάλο έρωτα για τον άντρα της και την εξάρτησή της, δεν μπορεί να διαχειριστεί το γεγονός πως ένας ξάδελφος του άντρα της σκότωσε τον αδελφό της στο κυνήγι μόνο και μόνο για μην κερδίσει ένας μαύρος και νιώθει μίσος όταν η πεντάχρονη Κέιλα απευθύνεται στον αδελφό της όταν έχει ανάγκη, κι όχι στην ίδια. Ο Τζοτζο προσπαθεί να καταλάβει και να επιβιώσει∙ γύρω του ένας πατέρας απών, μια μητέρα απούσα, ένα πλασματάκι που τον αγαπάει παθολογικά και οι παππούδες του. Η Λιόνι στο ταξίδι αφήνει τα παιδιά της νηστικά, δεν την νοιάζει αν πεινάνε, τα κουβαλάει μαζί ως διαπιστευτήρια του έρωτά της για τον Μάικλ. Κι η μικρή Κέιλα τους εκδικείται όλους, ξερνώντας Cheerios και Gatorade, όσο δεν την ταΐζουν και την έχουν μερόνυχτα δεμένη στο παιδικό καθισματάκι στο αμάξι. 

Τα φαντάσματα του παρελθόντος, σε μια Αμερική που προσπαθεί ακόμα να συμβιβαστεί με αυτά αλλά δεν τα καταφέρνει, η δυσκολία της μητρότητας, ο υφέρπων ρατσισμός που επηρεάζει τις ζωές όλων, συνθέτουν μια εικόνα εφιαλτική για τον νεαρό Τζοτζο, που προσπαθεί απλά να υπάρξει. Το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, θυμίζοντας ίσως σε κάποιες στιγμές το «Καθώς ψυχορραγώ», αν και η σύγκριση μοιάζει ανίερη. Ο Τζοτζο σκιαγραφείται εκπληκτικά, όμως οι χαρακτήρες γύρω του, φαντάσματα ή μη, μοιάζουν σχηματικοί. Η Jesmyn Ward έχει μεγάλη αφηγηματική δεινότητα και μιλάει για ένα θέμα που την αφορά άμεσα. Αν και το βιβλίο φαίνεται σε στιγμές πολύ προγραμματικό, σαν να ξεπερνάει το θέμα την πλοκή και τους χαρακτήρες, σαν να βλέπεις μέσα από τις συγγραφικές ραφές, δεν παύει να είναι άξιο να διαβαστεί. Ο Τζότζο, το παιδί που ψάχνει να πιαστεί έστω κι από μια μικρή λωρίδα αγάπης, και που δίνει τόση αγάπη στην μικρή Κέιλα, έχω την αίσθηση πως θα σωθεί. Κι αυτό είναι τόσο παρηγορητικό, που δύσκολα θα τον βγάλω από τη μνήμη μου. 



                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ

"Τραγούδα, άταφο πουλί", Τζάσμιν Γουόρντ, μετ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Παπαδόπουλος, 2018, σελ. 303