6/7/24

"Ατίμωση", J.M. Coetzee







Τι είχα καταλάβει διαβάζοντας την πρώτη φορά την Ατίμωση του Κουτσί (ή Κουτζέι ή Κούτσι ή Cootzee τέλος πάντων, το έχουμε πει κατά καιρούς στην Ελλάδα). Την τύφλα μου τη μαύρη. Αυτό είχα καταλάβει, γιατί η Ατίμωση, που είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστη, έχει την ικανότητα να αποκοιμίζει τον Δυτικό αναγνώστη που ξέρει τα βασικά για τη Νότιο Αφρική και ίσως να μην ασχολήθηκε ποτέ σε βάθος με το απαρτχάιντ. Γενικά κι αόριστα ένιωθα αποτροπιασμό για το τελευταίο ανοιχτά ρατσιστικό καθεστώς της γης, χωρίς να δίνω και πολλή σημασία.
Χρειάστηκε η Λέσχη, δύο ώρες κουβέντα δια ζώσης, άλλες τόσες διαδικτυακά, για να κατασταλάξει μέσα μου, αυτό που έπρεπε να είναι ξεκάθαρο από την αρχή, αλλά δεν ήταν, γιατί έβλεπα το βιβλίο από τα μάτια μιας λευκής. Αυτή είναι η γοητεία, λευκός είναι ο Κουτσί, και ξέρει πως απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό κι όχι στους Αφρικάανς ή τους μαύρους συμπατριώτες του. Για αυτό χρησιμοποιεί έναν ύπουλο, τριτοπρόσωπο αφηγητή, που έχει εστίαση μόνο από τον πρωταγωνιστή, τον Ντέιβιντ Λούρι. Και μας αφήνει στην αρχή στην αρχή να ταυτιστούμε κι έπειτα να ντραπούμε.
Ο Ντέιβιντ είναι πενηντάρης, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο και διδάσκει Μπάιρον σε ένα ακροατήριο που δεν ενδιαφέρεται. Το μόνο που τον νοιάζει είναι το σεξ με νεαρές γαζέλες. Κι έτσι, όταν τον εγκαταλείπει η πληρωμένη φιλενάδα του, βρίσκει μια υπερκούκλα φοιτήτρια του. Εκείνη τον καταγγέλει, και ξεκινά η ιστορία. Για όσους ενδιαφέρονται για τη θεωρία της λογοτεχνίας, αυτό είναι το αγκίστρι μας, το καταπίνει αμάσητο ο αναγνώστης για να συνεχίσει μια ιστορία που κατά τα άλλα φαίνεται τελείως αδιάφορη.
Ο Ντέιβιντ θα φύγει από το Πανεπιστήμιο ατιμασμένος μα ακόμα θρασύς και επηρμένος και θα πάει στην κόρη του που έχει ένα αγρόκτημα και φυλάει σκυλιά. Σκυλιά, γιατί αυτά εκπαίδευαν οι λευκοί για να δαγκώνουν τους μαύρους που έφευγαν ή στασίαζαν από τη σκλαβιά, σκυλιά, γιατί αυτά θα πυροβολήσουν πρώτα, αλλά κι αυτά θα αγαπήσει ο πρωταγωνιστής, σε αυτά θα εναποθέσει τις ελπίδες του. Όμως ελπίδα δεν υπάρχει, στο αγρόκτημα θα έρθει κι άλλη ατίμωση, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη∙ τόσες ατιμώσεις, που δεν φαντάζεται κανείς.
Η Ατίμωση γράφεται το 1998, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του απαρτχάιντ. Και το βασικό της θέμα είναι το αβίωτο και το εντελώς παράλογο της ζωής σε μια χώρα που για τόσα χρόνια είχε θεσμοθετημένο ρατσιστικό καθεστώς και τώρα πια δεν έχει. Κανένας δεν ξέρει πού πατάει και που βρίσκεται, η βία μετά τη βία, η εξουσία, μετά την εξουσία, το βάρος της ευθύνης των κριμάτων της παλαιότερης γενιάς, η εξιλέωση και η κάθαρση που δεν έρχονται, δεν μπορούν να έρθουν.
Ο Λούρι είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς που έχει συνηθίσει να ζει σε μια βίαια εκδυτικοποιημένη και αποικιοκρατική Νότιο Αφρική. Δεν είναι ρατσιστής ο ίδιος, όμως δεν μπορεί να καταλάβει τη νέα εποχή κι ούτε να ζήσει σε αυτή. Προσπαθεί, κάνει μια γενναία αλλαγή, από εκεί που τον νοιάζουν μόνο αν μια γυναίκα είναι αδύνατη και νέα κι αν θα βρει κάποια τέτοια να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ανάγκες, βρίσκεται συνεχώς σε αδιανόητες καταστάσεις με κορυφαία την απόφαση της κόρης του να κρατήσει το παιδί της που είναι προϊόν βιασμού.
Δεν είναι τυχαία η ενασχόλησή του με τον Μπάιρον, έναν ρομαντικό ποιητή που είναι γνωστός γιατί πέθανε για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες στην επαναστατική Ελλάδα, μα ταυτόχρονα έναν έκφυλο μέθυσο, που απολάμβανε φαΐ, ναρκωτικά, αλκοόλ, όργια, με αδηφάγα ορμή, που δεν δίστασε να στήσει τρίγωνα, τετράγωνα πεντάγωνα με τον καλύτερό του φίλο, που δεν σταμάτησε ούτε στην αδελφή του και στην αιμομιξία.
Ο Ντέιβιντ Λούρι μαθαίνει πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια των ατιμώσεων του, μαθαίνει τι είναι πατρίδα, τι είναι αγάπη, τι σημασία έχει η τέχνη, μαθαίνει πως θέλει να μιλήσει για την πτώση κι όχι την ακμή. Όμως τελικά αποτυγχάνει, είναι πολύ μεγάλος, δεν μπορεί να κατανοήσει αυτόν τον νέο κόσμο που ανατέλλει, κι είναι τόσο βίαιος απέναντί του, αυτή δεν είναι η πατρίδα του πια, εγκαταλείπει.
Η Λούσι, η κόρη του, είναι η νέα εποχή λευκών, η πατρίδα τους είναι η Νότιος Αφρική και θα δεχτούν όποια ταπείνωση για να εξιλεωθούν και να παραμείνουν, να γίνουν ένα. Το παιδί στην κοιλιά της, προϊόν βίας, θα είναι η νέα γενιά, μια γενιά μιγάς, που θα αφήσει πίσω τη βιαιότητα των γονιών της, άσπρων και μαύρων και θα γεννηθεί άσπιλη. Ίσως.
"Μίσος... Σε σχέση με τους άντρες και το σεξ, Ντέιβιντ, δεν με εκπλήσσει τίποτα πια. Ίσως για τους άντρες το μίσος προς τις γυναίκες να κάνει το σεξ πιο συναρπαστικό. Άντρας είσαι θα ξέρεις. Όταν κάνεις σεξ με κάποια άγνωστη -όταν την παγιδεύεις, την ακινητοποιείς, τη βάζεις κάτω, ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω της-, δεν είναι λίγο σαν να τη σκοτώνεις; Μπήγεις το μαχαίρι∙ και μετά βγαίνεις κι αφήνεις το σώμα γεμάτο αίματα. Δεν νιώθεις σαν να διαπράττεις δολοφονία, σαν να σκοτώνεις ατιμώρητα;"
Η Λούσι είναι η Νότιος Αφρική. Για αυτό δεν την καταλαβαίνουμε.
Ο Κουτσί στην Ατίμωση, αν και χρησιμοποιεί όλα του τα βασικά θέματα, τον μαρασμό του σώματος, τη σεξουαλική απόλαυση, την αγάπη για τα ζώα, τις προκαταλήψεις, κάνει ένα βασικό πολιτικό σχόλιο που το κατανοεί στην ολότητά του μονάχα όποιος έχει ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις, όπου το άτομο, διαλυμένο από την Ιστορία, ψάχνει να βρει θέση να σταθεί, εκεί που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Η εξουσία είναι το θέμα, για αυτό μια γυναίκα όπως η Λούσι, φεμινίστρια λεσβία, υποτάσσεται. Γιατί ψάχνει να βρει που ανήκει και διαφυγή δεν υπάρχει. Οι γυναίκες πάντοτε ιστορικά εξάλλου, αναγκάζονται να υποταχθούν. Άλλη λύση δεν υπάρχει.
Ο Κουτσί ήταν πάντα λόγιος, γεννημένος το 1940, έζησε κοντά πενήντα χρόνια στο απαρτχάιντ, δεν κατέβηκε ποτέ σε διαδηλώσεις, αν και από τα πρώτα έργα του ήδη ήταν ξεκάθαρη η αντίθεσή του. Με την Ατίμωση, που του χάρισε το δεύτερο Booker (δεν πήγε να πάρει κανένα από τα δυο γιατί δεν ήθελε να αποσπαστεί από το γράψιμο), πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, κλείνει στην ουσία του η προσωπική του ιστορία και η λογοτεχνική του πορεία στη Νότιο Αφρική. Ήδη από το 2002 μεταναστεύει στην Αυστραλία κι εκεί θα δεχτεί το Νόμπελ το 2003. Η Ατίμωση τού έφερε πολλούς προσωπικούς μπελάδες, με κορυφαία την καταδίκη της από τη Νοτιοαφρικάνικη βουλή ως βιβλίο ρατσιστικό. Η λογοτεχνική του εποχή στην Αυστραλία ξεκινά με έναν Κουτσί αλλαγμένο, που ασχολείται ακόμα περισσότερο με τη λογοτεχνία και την ουσία της, γράφει βιβλία ακόμα πιο δύσκολα και μεταμοντέρνα, μα πάντα με αυτή τη χαρακτηριστική, κρυστάλλινη γραφή. Η κάθε λέξη έχει τη θέση της, η κάθε φράση έχει τη θέση της, η κάθε παράγραφος.
Ο Κουτσί έχει σπουδάσει Αγγλική φιλολογία και μαθηματικά, κι έπειτα σημειολογία για γλωσσολογία. Έγραψε στα αγγλικά αλλά πάντα τον απασχολούσε βαθιά η τύχη των μικρότερων γλωσσών, της μητρικής του, των Αφρικάανς και των 13 μαύρων φυλών της πατρίδας του. Το τελευταίο του βιβλίο ο Πολωνός κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανική μετάφραση και μετά στα Αγγλικά, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η γλώσσα για κείνον είναι το εργαλείο μας για να κατανοήσουμε τον κόσμο και για αυτό, σε όλα του τα βιβλία, αυτό εντυπωσιάζει, το πόσο συναίσθημα κρύβει η λιτότητα, το πόσα πράγματα πρέπει να σκεφτείς αφού τελειώσεις το βιβλίο του που λόγω της διαύγειας της γλώσσας σε εκμαυλίζει να το τελειώσεις σε δυο απογεύματα.


Κατερίνα Μαλακατέ



"Ατίμωση", J.M. Coetzee, μτφ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα 
   

15/6/24

"Η κυρία Νταλογουέι", Virginia Woolf






Τρέφω μια κάποια λατρεία για τη Βιρτζίνια Γουλφ, όλα τα κείμενά της, αλλά πιο πολύ τον Φάρο και την Νταλογουέι. Δεν είναι μόνον τι αντιπροσωπεύει για τις γυναίκες της γραφής η Βιρτζίνια, την απελευθέρωσή μας, την πίστη πως οι γυναίκες μπορούν να γράψουν ισάξια με τους άντρες χωρίς να τους μιμούνται, δεν είναι πως ήταν ιδιοφυής και στέκεται μαζί με τον Τζόυς και τον Προυστ εκεί ψηλά στα εικονίσματα του μοντερνισμού, είναι που αγαπώ τον κυματισμό της γραφής της, που αν αφεθώ στις σπείρες και τους μαιάνδρους της, προκύπτει μέσα μου ένα άλλο κείμενο, μέσα στο κείμενο, σαν να είναι το μυαλό μου που δημιουργεί τις εικόνες κι όχι το δικό της.

Η κα Νταλογουέι είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Χρησιμοποιεί τη ροή συνείδησης όχι μόνον στους πρωτοπρόσωπους εσωτερικούς μονολόγους αλλά και στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, δημιουργώντας χωρίς να το καταλάβει ο αναγνώστης, μια πολυπρισματική αφήγηση, όπου κάθε ήρωας με τον δικό του συνειρμικό τρόπο μάς λέει μια πλευρά της ιστορίας. Σιγά σιγά τα κομμάτια ολοκληρώνονται, δημιούργουν ένα καλειδοσκόπιο μέσα στη ψυχή της Νταλογουει και του συμπρωταγωνιστή της, του Σέπτιμους.

Νταλογουέι και Σέπτιμους, η πρωταγωνίστρια και η σκιά της, το ανάλαφρο φως και το βαρύ σκοτάδι της υπαρξιακής ανησυχίας και του τραύματος, δεν συναντιούνται ποτέ. Ένας ήχος σαν πιστολιά ακούγεται στην αρχή του βιβλίου, έχει η σκάσει η εξάτμιση ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, για την Νταλογουέι και την κοινωνία, το θέμα είναι ποιος ή ποια διάσημη είναι μέσα σε ένα τέτοιο αμάξι, για τον Σέπτιμους είναι η σκανδάλη για να γυρίσει στον Πόλεμο και το μετατραυματικό του σύνδρομο. Οι δυο χαρακτήρες δεν βρίσκονται ποτέ, όμως τους ενώνει μια αόρατη γραμμή, που είναι κεντρικό θέμα του βιβλίου, η αγωνία και η δυσφορία της ύπαρξης.

Η κα Νταλογουέι σκέφτεται τον νεανικό της έρωτα, τον Πίτερ, κι ο Πίτερ τη σκέφτεται. Αλλά είναι παντρεμένη με τον Ρίτσαρντ Ντάλογουει, πολιτικό ήσσονος σημασίας και μάλλον μικρής ευφυίας, που όμως της εξασφαλίζει μια πλούσια ζωή. Εκείνη, δεν έχει τίποτα άλλο παρά να ετοιμάζει δεξιώσεις και το κάνει καλά, νιώθοντας κάθε στιγμή το κενό να τη ζυγώνει, βλέποντας σε κάθε γωνιά τον Πίτερ. Μα όταν ο Πίτερ έρχεται, δεν σηκώνει καν το βλέμμα από το φόρεμα που μαντάρει. Είναι αποτυχημένος.

Η Γουλφ γράφει ένα αρχετυπικό βιβλίο για τη γυναικεία κατάσταση. Η Νταλογουει, τραγικά κοσμική, παθαίνει κρίση άγχους λίγο πριν την δεξίωση, μήπως δεν πάνε όλα ρολόι, μήπως δεν έρθει ο τάδε και ο δείνα, μήπως δεν πετύχει∙ και κατά τη διάρκεια της πολύ πετυχημένης εκδήλωσης, στεναχωριέται όταν όλοι μιλούν για μια αυτοκτονία στη δεξίωσή της, μα αν είναι είναι δυνατόν, τι θλιβερό θέμα, και δεν βλέπει τους δυο ανθρώπους που αγαπά, τους αφήνει στη γωνία για να τριγυρνά κρεμασμένη στο μπράτσο του πληκτικού πρωθυπουργού. Την πλαισιώνουν η όμορφη κόρη της, Ελίζαμπεθ, που στην αρχή το μόνο που μαθαίνουμε για αυτή μέσα από τη Νταλογουέι είναι πως δεν της μοιάζει και μάλλον δεν έχει τη γοητεία της. Μετά, μέσα από τα μάτια άλλων αφηγητών, μαθαίνουμε πως είναι το ωραιότερο κορίτσι της πόλης. Εκεί είναι και η κυρία Κάλισμαν, μορφωμένη, αλλά άσχημη, φτωχή και θεούσα και η υπηρέτρια Φραν, η μόνη που απολαμβάνει το σεξ. Α, και η ερωμένη της Νταλογουέι είναι εκεί.

Η Γουλφ μιλά για σεξ και σεξουαλική ικανοποίηση, ομοφυλοφιλία και έρωτα, για τη ματαιότητα της ύπαρξης, τον συμβιβασμό στα κοινωνικά πρότυπα, για κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες και τις γυναίκες εν γένει. Το κεντρικό της όμως θέμα είναι ο θάνατος, η αυτοκτονία, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, η ψυχική ασθένεια. Α, και οι γιατροί που κακοποιούν ανεξέλεγκτα όποιον ψυχικά ασθενή, λέγοντας του είτε να το ξεπεράσει είτε να βρεθεί εκτός κοινωνίας σε κάποιο ίδρυμα.

Διάβασα στο πλαίσιο της Λέσχης τη κα Νταλογουέι, για τρίτη φορά, και την έβαλα στη Λέσχη για μένα, γιατί ένιωθα την ανάγκη να την ξαναδιαβάσω, τώρα που ξεπέρασα την ηλικία που την έγραψε η Γουλφ, τώρα που πλησιάζω την ηλικία της Ντάλογουει, που κάτι ξέρω από ματαιότητα, κοινωνικές μάσκες και τραύμα.

Η κα Νταλογουέι είναι και δεν είναι άλτερ ίγκο της Βιρτζίνιας Γουλφ, τι δουλειά έχει εξάλλου η Γουλφ να ταυτίζεται με μια κοσμική επιφανειακή κυρία. Αν την συνδέσεις όμως με το τραύμα του Σέπτιμους, τον αυτοκτονικό ιδεασμό του, τη βαθιά μαυρίλα της ύπαρξης, τότε τα δυο μαζί, άντρας και γυναίκα, όχι μόνο είναι το άλτερ ίγκο της, είναι τα δυο πρόσωπα της Γουλφ-Ιανός.

Η Βιρτζίνια Γουλφ περιγράφει τα τραύματα και τους συμβιβασμούς μας, τη βαθιά απογοήτευση των ανθρώπων από την πεζότητάς τους, την ανικανότητα να ζήσουμε βαθιά, πέρα από συμβάσεις, πέρα από την σκοτεινιά μας, την αδυναμία να βγούμε στο φως αγνοί από τους άλλους. Και το κάνει ενώ η ίδια είναι εικόνισμα και όχι άνθρωπος∙ θα έπρεπε κάθε μέρα οι γυναίκες συγγραφείς ν’ ανάβουμε ένα κεράκι στην αναρχική και ιδιοφυή ψυχή της.



                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Η κυρία Νταλογουέι", Virginia Woolf, μτφ. Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο

21/5/24

Στην 20η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης




μαμά, μαμά, βρήκα το πρόγραμμα


Είκοσι χρόνια Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, ακούγεται σαν ψέμα και μερικές φορές οι Θεσσαλονικείς νομίζουν και πως είναι ψέμα. Την πρώτη κρυάδα την τρως από τον ταξιτζή «Ωχ, αυτό στην παραλία; Θα βρέχει συνέχεια;». «Όχι, όχι, στη HELEXPO» του απαντάς και σε κοιτάει με βλέμμα θολό. Η πόλη δεν χορεύει στους ρυθμούς της Έκθεσης, δεν έχει καν ένα banner στην είσοδο. Η Έκθεση βιβλίου είναι το καλά κρυμμένο μυστικό από τους κατοίκους της πόλης.




Μα θα μου πεις, εκεί είναι μια επαγγελματική Έκθεση. Μα θα σου πω, χμ, πρώτον εκεί οι Εκδότες πουλάνε βιβλία στο κοινό, όχι στους επαγγελματίες, άρα χρειάζονται την είσπραξη και δευτερευόντως στις πόλεις του εξωτερικού που γίνονται αντίστοιχες Εκθέσεις, κι εκεί οι εκδότες δεν πουλάνε βιβλία και δεν παριστάνουν τους βιβλιοπώλες (κάτι δικά μου), ο κόσμος συρρέει. Γιατί εκεί όλα τα βιβλία είναι μαζεμένα, γιατί εκεί είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας, γιατί εκεί είναι ο φυσικός χώρος του βιβλιόφιλου.

Στοπ η γκρίνια. Πηγαίνω στην Έκθεση ανελλιπώς από το 2015. Φέτος ήταν μια υποτονική χρονιά, με λίγους καλεσμένους ξένους συγγραφείς, έχουμε δει εκεί Κρασναχορκάι, και Μπρυκνέρ, και Καμπρέ, και Γκοσμποντίνοφ, είναι μια απομάγευση ο βασικός ξένος συγγραφέας να είναι ο Φίτζεκ (μετά συγχωρήσεως) και ο Στάσι (πάλι μετά συγχωρήσεως) και να μην φτάνουν και τα ακουστικά. Δεν βοήθησε καθόλου και η τιμώμενη χώρα, η Σάρζα, ένα εμιράτο, που έστησε ένα Ταζ Μαχάλ μες στην Έκθεση και μοίραζε δωρεάν κουκλάκια. Συγγνώμη που συνέχισε η γκρίνια.


Αλλά η Έκθεση είχε φεστιβάλ νέων λογοτεχνών και μετάφρασης, και τις Λέσχες πάλι στο προσκήνιο, και μιάμιση μέρα εκδηλώσεις για τη γυναικεία λογοτεχνία και Poetry Booth. Και για δεύτερη χρονιά επαγγελματικό πρόγραμμα (λειψό ακόμα και λίγο, αλλά επιτέλους γίνεται πραγματικά Διεθνής). Και, αυτές τις ατελείωτες εκδηλώσεις, περίπου 400 μέσα στην Έκθεση, και αρκετές τριγύρω που με είχαν μαγέψει όταν είχα πρωτοπάει και σιγά σιγά με κουράζουν αφόρητα. Για να κάνεις πραγματική Έκθεση πρέπει πού και πού να λες και κανένα όχι, δεν μπορεί καθένας να κάνει μια εκδήλωση, δεν έχει νόημα να κάνεις μια εκδήλωση Παρασκευή στις 4μ.μ. που όλοι δουλεύουν ακόμα και οι Αθηναίοι δεν έχουν φτάσει, ή την Κυριακή στις 7μ.μ. που όλοι μαζεύουν. Δεν έχει νόημα να ακούμε με στόμφο ατελείωτες κοινοτοπίες γραμμένες σε χαρτιά, ο δημόσιος προφορικός λόγος είναι διαφορετικός από τον γραπτό, όποιος διαβάζει από μέσα το κειμενάκι του, καλύτερα να το δώσει κάπου να δημοσιευτεί και να μην μας κάνει να κοιμόμαστε. Άσε που το πρόγραμμα τυπωμένο ήτανε κρυμμένο και διαδικτυακά τόσο στο site και στην εφαρμογή εντελώς δύσχρηστο (και το λέω κομψά, άλλη είναι η φράση)


Είδα φρέσκα παιδιά, νέες ιδέες, είδα εκδηλώσεις για τις γυναίκες πολύ σημαντικές και άλλες όχι και τόσο, παλιακές και παρωχημένες, είδα τον φεμινισμό τώρα, και χθες, είδα τη λογοτεχνία τώρα και χθες. Κατά τη γνώμη μου μέρος της ευθύνης για την απώλεια επισκεπτών φέτος έχουν αυτές οι παλιακές εκδηλώσεις, με τους τρεις φίλους του ομιλητή να κουνάνε το κεφάλι από κάτω. Θα μου πεις ωραία τα λες, αλλά δεν έχεις την ευθύνη όλου αυτού του εντυπωσιακού οικοδομήματος. Όχι, και δεν θα ήθελα κιόλας για να είμαι ειλικρινής, το βάρος είναι δυσβάσταχτο. Χρειάζονται κι άλλα κονδύλια, κι άλλοι άνθρωποι, σχεδιασμός ετήσιος. Τόσο απλά.

Παρουσίαση Know her Words



Φέτος, επειδή είχα κάνει το λάθος πέρυσι να φορτώσω το πρόγραμμά μου, αποφάσισα να ανέβω Θεσσαλονίκη κυρίως ως αναγνώστρια. Μόνο μια εκδήλωση ως αντιπρόεδρος του PEN Greece, που τη χάρηκα, την προετοίμασα, την ευχαριστήθηκα. Μπορείτε να τη δείτε εδώ (όσο θα τα καταφέρετε, γιατί πέφτει από πάνω η διερμηνεία): https://www.youtube.com/watch?v=EYUgPVlUdPs 

Ευχαριστήθηκα και τους φίλους που τόσα χρόνια λόγω Έκθεσης, Διαβάζοντας και Λεσχών έχω κάνει στη Θεσσαλονίκη. Αγάπησα όσους και όσες με έκοβαν όσο χαιρετούσα κάποιον άλλο και μου λέγανε κάτι σαν «σας αγαπώ πολύ και να συνεχίσετε, σας παρακαλώ» (ψώνιο alert). 


φίλοι, ναι, αυτό, φίλοι <3 




Με έκανε να βουρκώσω το secret writer crush μου, συνειδητοποίησα πως αν αγαπάς τόσο πολύ τα βιβλία κάποιας, πρέπει αυτή η κάποια να είναι τόσο σπουδαίος άνθρωπος. Θα σας αφήσω να μαντέψετε ποια είναι.

μην κοιτάτε τον Μπέκο.-



Χάρηκα την πόλη, τα ξενύχτια, τα ποτά (όχι τα τσιγάρα, εντάξει). Αν και γύριζα κάθε βράδυ σαν καπνισμένος γαύρος (γιατί καπνίζετε μέσα, ρεεεεεε). Και τώρα που είπα γαύρος, την Έκθεση δεν την βοήθησε ο… ΠΑΟΚ. Να τα λέμε κι αυτά, το κέντρο από την Κυριακή το μεσημέρι τίγκα στις κλούβες και τα δακρυγόνα, φοβιστικό και κλειστό στην ουσία, ποιος θα κατέβαζε το παιδί του στο παιδικό περίπτερο.





Ομολογουμένως, φέτος που δεν ήμουν ούτε συγγραφέας, ούτε βιβλιοπώλισσα, ούτε επαγγελματίας εκεί, ήμουν απλά αναγνώστρια που καθόταν στο πάτωμα για να δει εκδηλώσεις, πέρασα καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Κι αυτό το τρομαγμένο σπουργίτι που ανέβηκε στην Έκθεση πρώτη φορά το 2015, νιώθοντας το κάπως σαν ιεροσυλία, τι κάνω εγώ εκεί ανάμεσα στους πραγματικούς συγγραφείς (impostor syndrome το ελένε), φέτος αγκάλιασε τόσους πολλούς φίλους— κι έμαθε να αποφεύγει τόσους πολλούς λύκους— που επιτέλους ένιωσε πως ανήκει εκεί.



               Κατερίνα Μαλακατέ

το να εκθέτεις τις κολλητές σου δημοσίως
είναι η μισή χαρά της έκθεσης, μωρέ





20/4/24

"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska





Πέρυσι τέτοιον καιρό, όταν διάβασα την πρώτη Συλλογή της Ρούμενα Μπουζάροφσκα που βγήκε σε ελληνική μετάφραση, το «ο Άντρας μου», ενθουσιάστηκα. Τόσο γιατί μια συγγραφέας κατάφερε να μιλήσει για θέματα που μας απασχολούν όλες με τρόπο τόσο απλό και πολύπλοκο ταυτόχρονα— έδωσε φωνή σε γυναίκες οικείες, στις γειτόνισσες, τις φίλες μας, σε μας τις ίδιες—, όσο και για τον λογοτεχνικό τρόπο αυτών των ιστοριών, για τη διαύγεια της αφήγηση, τη χρήση των συμβολισμών, την τόσο επίπονη καθαρότητα του λόγου, έτσι που κάθε φωνή να μοιάζει ώρες ώρες παιδική κι άλλες απελπιστικά ενήλικη∙ όπως νιώθουμε δηλαδή οι περισσότερες στη ζωή μας.

Άνοιξα το «Δεν πάω πουθενά» με προσδοκίες και φόβο. Φοβόμουν μην απογοητευτώ, μήπως είχε νικήσει η μανιέρα ή η εκδοτική πίεση να γραφτεί άλλο ένα βιβλίο με το ίδιο θέμα, μιας και «ο Άντρας μου» έφερε τόση καταξίωση (και τόσες πωλήσεις). Ευτυχώς οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Ήδη από το πρώτο διήγημα, φαίνεται πως η Μπουζάροφκα έχει ωριμάσει λογοτεχνικά, γράφει χωρίς να περισσεύουν λέξεις, για γυναίκες και άντρες που τους ξέρει καλά, ξεπηδούν από μέσα της οι ιστορίες, με χιούμορ και πικρή ειρωνεία κάποτε, αλλά τις περισσότερες φορές χωρίς ίχνος κυνισμού. Η Μπουζάροφσκα μιλάει χωρίς περιστροφές για αυτό συμβαίνει γύρω μας, στις ζωές μας, κι οι περισσότεροι το κρύβουμε κάτω από το χαλί.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες συμβιβάζονται στη ζωούλα τους, στο μικρό διαμέρισμα, στο γάμο, στο διαζύγιο, την απιστία, τις προσβολές, στην εξουσία, στην καθημερινή ανελέητη μιζέρια. Μέχρι που εκρήγνυνται, κι ο θυμός τους είναι καταλυτικός και κάποιες στιγμές λυτρωτικός. Μέχρι τότε δεν έχουν δικαίωμα να θυμόσουν, μόνο να βρουν την «καλύτερη λύση», να «σωπάσουν», «να κάνουν υπομονή», «να πάρουν απόφαση πως έτσι είναι τα πράγματα».

Σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις, ανεπαίσθητα, τα κείμενα διαπερνά η πραγματικότητα των Βαλκανίων. Η απουσία ενός δίκαιου κράτους, οι εθνικιστές που κρύβονται παντού, ακόμα κι εκεί που δεν τους περιμένεις, η βία και η βαναυσότητα της κοινωνίας. Και η χαρά βέβαια, και η ομορφιά των βαλκανικών χωρών, ως αντιστάθμισμα για όλες τις συστημικές ελλείψεις. Οι ήρωες ξεγλιστρούν, τα καταφέρνουν όπως όπως, όταν μεταναστεύουν φέρνουν μαζί τους την πατρίδα που είναι εντυπωμένη πάνω τους, σαν μυρωδιά από φαγητό. Α, και τη γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα που τη μιλούν μια χούφτα άνθρωποι κι όμως τους ορίζει (δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό). Η γειτονική χώρα μοιάζει τόσο επίπονα όμοια με τη δική μας σε αυτά τα κείμενα.

Στο βιβλίο άντρες και γυναίκες υποφέρουν εξίσου, αλλά όχι με τους ίδιους όρους. Γιατί ακόμα η κοινωνία μας έχει διαφορετικούς όρους για τα δύο φύλα, άλλες επιταγές. Πρόκειται για ένα φεμινιστικό βιβλίο; Από την άποψη πως μιλά για μια πατριαρχική κοινωνία, για γυναίκες που περνούν τη ζωή τους εγκλωβισμένες, γιατί πρέπει να είναι ωραίες γκόμενες και υποτακτικές σύζυγοι και αφοσιωμένες μάνες, ναι, είναι ένα περήφανα φεμινιστικό βιβλίο. Από την άλλη όμως δεν πρόκειται για κανένα μανιφέστο. Οι ιστορίες είναι ανθρώπινες, μιλούν για μας χωρίς κλισέ, χωρίς ταμπού, για όλη την εμπεδωμένη πατριαρχική εμετίλα σε άντρες και γυναίκες που διαφεντεύει ακόμα τη ζωή μας.

«Ήμουν ευχάριστη όλη μου τη ζωή. Δεν θα είμαι πια ευχάριστη» έχει δηλώσει η Μπουζάροφσκα. Και νομίζω πως σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλο το κεντρικό θέμα του «Δεν πάω πουθενά». Το πέπλο σηκώνεται, οι γυναίκες και οι άντρες βγάζουν τη μάσκα, μένουν γυμνοί μπροστά μας, σαν μια εκ βαθέων συνομιλία με όλα αυτά που δεν λέμε ούτε στον εαυτό μας, για τον δικό μας γάμο, για τη δική μας σχέση, για τη δική μας κοινωνία, για τα δικά μας παιδιά.


                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg




6/2/24

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ BOOKTALKS ΑΝΟΙΞΗ 2024

 



Αρχίζουν νέοι κύκλοι στα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης του Booktalks


ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΓΡΑΦΗΣ (με την Κατερίνα Μαλακατέ): 

♦️ κάθε ΤΡΙΤΗ 7-10μ.μ. διαδικτυακά μέσω zoom

ΕΝΑΡΞΗ: Τρίτη 5/3/2024 στις 7μ.μ.


10 τρίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις (230 ευρώ προκαταβολικά ή 250 σε δύο δόσεις)


---------------------------------------------------------------------------------------


ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ (με τη Βιβή Γεωργαντοπούλου) 

 ♦️ κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ 6-8μ.μ. στο Booktalks (Αρτέμιδος 47, Π. Φάληρο)

ΕΝΑΡΞΗ: Δευτέρα 4/3/2024 στις 6μ.μ.


♦️ κάθε ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8:30-10:30μ.μ. μέσω zoom


Έναρξη Παρασκευή 8/3/2024


10 δίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις (150 ευρώ προκαταβολικά ή 160 σε δύο δόσεις) 


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ/ΕΓΓΡΑΦΕΣ: info@booktalks.gr


*Οι 2οι, 3οι, 4οι κύκλοι μας θα ξεκινήσουν κανονικά και αφορούν μόνον συμμετέχοντες και συμμετέχουσες που έχουν ολοκληρώσει τον αμέσως προηγούμενο κύκλο

* Οι θέσεις μας είναι περιορισμένες και τηρείται σειρά προτεραιότητας 

1/2/24

"Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος", Thomas Hardy

 https://www.booktalks.gr/logotexnia/aggliki-kai-agglofoni-logotexnia/pezografia/makria-ap-to-agriemeno-plithos.html
                                                    


Το Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος είναι το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον Τόμας Χάρντυ στην αναγνωστική κοινή γνώμη. Μέχρι να αρχίσει να εκδίδεται το 1874 σε συνέχειες, ο Χάρντυ, που γεννήθηκε το 1840 σε μια φτωχή οικογένεια κι αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο στα δεκαέξι του για να δουλέψει ως βοηθός σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή.

Η ιστορία μοιάζει μάλλον απλή, ίσως και απλοϊκή σε σημεία, μια νεαρή γυναίκα, η Μπαθσίμπα, κληρονομεί ένα κτήμα κι αποφασίζει να το διοικήσει μόνη της. Είναι εξαιρετικά όμορφη και τη διεκδικούν τρεις πολύ διαφορετικοί άντρες, ο Γκάμπριελ Όουκ που κάποτε ήταν κι αυτός κτηματίας αλλά τώρα δουλεύει βοσκός στο κτήμα της, και την λατρεύει από την αρχή μέχρι το τέλος, ο κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της κτηματίας της διπλανής φάρμας, Μπολντγουντ, που προτίθεται να της «προσφέρει τα πάντα» κι ένας άστατος, γοητευτικός γυναικάς, ο λοχίας Τρόυ.

Στα πρόσωπα των τριών αυτών αντρών ενσαρκώνονται οι βασικές μορφές του έρωτα, ένας στιβαρός άντρας που αγαπά και θα είναι πάντα με το μέρος της γυναίκας του, ένας άντρας που παθαίνει εμμονή (περίπου όπως θα πάθαινε ένας σημερινός stalker) κι ένας που παρασύρεται καθαρά από τη λαγνεία και την εξωτερική εμφάνιση, ενώ τα βαθιά του συναισθήματα είναι για μιαν άλλη γυναίκα. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα του Χάρντυ μοιάζει πολύ σύγχρονο, σχεδόν σαν να γράφτηκε στην εποχή μας. Ο έρωτας κι εκφάνσεις του δεν αλλάζουν είτε μιλάμε για την αγγλική εξοχή 150 χρόνια πριν, είτε για τη σημερινή του διαδικτύου.

Όμως κεντρικοί χαρακτήρες είναι η Μπαθσίμπα κι ο Γκάμπριελ. Στα πρόσωπά τους συγκρούονται δυο κόσμοι, ένας στέρεος και παλιός, κι ένας ανέμελος, όμορφος και καινούργιος. Μην ξεχνάμε πως ο κόσμος την εποχή εκείνη αλλάζει, οι βικτωριανοί αριστοκράτες ξεπέφτουν κι αναδύεται μια άλλη κυρίαρχη τάξη, οι νεόπλουτοι αστοί. Ο Χάρντυ τρέφει μεγάλη αγάπη για τη φύση, τοποθετεί τους ήρωες του μακριά από τις πόλεις (και το αγριεμένο πλήθος τους), μας δίνει περιγραφές απαράμιλλης ομορφιάς που είναι οργανικά μέρη του κειμένου, δεν θες να τις προσπεράσεις με κανέναν τρόπο ακόμα κι αν αφορούν το κούρεμα των προβάτων. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά κι αυτό το ημι-φανταστικό μέρος της αγγλικής εξοχής, που θα αποτελέσει τον τόπο για τα περισσότερα κείμενά του, το Γουέσεξ.

Η Μπαθσίμπα είναι ένας πολύ πρωτοποριακός γυναικείος χαρακτήρας για την εποχή, δηλώνει πως δεν την ενδιαφέρει ο γάμος, αναλαμβάνει μόνη τη φάρμα της και έχει δοσοληψίες στην αγορά με τους άντρες ως ίση προς ίσο. Ο αφηγητής του Χάρντυ κάνει κάποιες κρίσεις για τις γυναίκες, κάπως κλισέ, και μαζικές, λέει πως οι γυναίκες δεν τα καταφέρνουν ή είναι επιπόλαιες, αλλά οι ηρωίδες του τον διαψεύδουν, είναι γυναίκες δυνατές που διεκδικούν. Δεν τις καταλαβαίνει πλήρως, αλλά τις μελετά και τις θαυμάζει, χωρίς να χάνει την ηθική του στάση, που είναι ξεκάθαρα με τον σταθερό, σίγουρο, κάπως βαρετό και αποφασισμένο Όουκ.

Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, από αυτά που δεν σε αφήνουν να τα αφήσεις από τα χέρια σου, που μπορούν να γιατρέψουν κάθε αναγνωστικό μπλοκάρισμα. Πρόκειται άλλωστε για ένα από τα βασικότερα μπεστ σέλερ της εποχής του. Η δομή που ακολουθεί είναι η κλασική βικτωριανή, της αρχαίας τραγωδίας, με αρχή, μέση, τέλος, κορύφωση και κάθαρση. Ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες, θέλουμε να ξεπεράσουν τα εμπόδια στο διάβα τους, δημιουργούμε μαζί τους δεσμούς ακατάλυτους, μέσα από τα πάθη αλλά και την ηθική τους υπόσταση.

Πολλοί κριτικοί κατηγορούν τον Τόμας Χάρντυ για μηδενισμό και πεσιμισμό, κυρίως γιατί τον απασχολεί το θέμα της μοίρας και της τυχαιότητας. Οι ήρωες του παθαίνουν πολλά (αγαπά την υπερπλοκή), και τελικά λαμβάνουν «αυτό που τους αξίζει». Όμως εδώ δεν συναντάμε μια χριστιανικού τύπου υποταγή στη μοίρα, ο συγγραφέας εξάλλου ήταν οπαδός τους Δαρβίνου και από τους πρώτους λόγιους που δήλωσε «αγνωστικιστής». Η σχέση με τη μοίρα διερευνάται, όπως και το τι είναι ηθικό και τι είναι δίκαιο (να την πάλι την αρχαία τραγωδία). Οι ήρωες του δεν είναι κυνικοί, ούτε καν ο επιπόλαιος Τρόυ∙ όταν χτυπά η καταστροφή μας δείχνει πως μπορεί να αγαπήσει πραγματικά κι αληθινά.

Ο Τόμας Χάρντυ αγαπήθηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, και πολεμήθηκε πολύ από την κριτική, σε βαθμό που σταμάτησε μετά το 1897 να γράφει πεζογραφία (μιας και οι κριτικές για την Τες και τον Τζουντ τον αφανή ήταν καταβαραθρωτικές, τα δυο βιβλία περιείχαν εξωσυζυγικό σεξ χωρίς να το κατακεραυνώνουν). Έζησε περίπου 30 χρόνια ακόμα (πέθανε 88 ετών, το 1928) και σε αυτά έγραψε μόνο ποίηση. Προτάθηκε πολλές φορές για Νόμπελ αλλά δεν το πήρε. Το Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος δεν είναι με κανέναν τρόπο το καλύτερό του μυθιστόρημα, είναι όμως ένας βιβλίο άξιο να διαβαστεί, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πώς γράφτηκε, σε συνέχειες σε περιοδικό με ανάγκη για cliffhangers (για να συνεχίσουν οι αναγνώστες να αγοράζουν για να διαβάσουν και την επόμενη εβδομάδα), κι όλα αυτά ενώ ο Χάρντυ ήταν μόλις 35 χρόνων.


                                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος", Τόμας Χάρντυ, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτης

Αγοράστε το εδώ:

4/1/24

"Τομ Λέικ", Ann Patchett

 



Πέρασα μια δύσκολη αναγνωστική χρονιά. Πολλά βιβλία μισοτελειωμένα, δυσκολία στη συγκέντρωση, γυαλιά που άλλαζαν συνεχώς (άτιμη πρεσβυωπία), και φοβόμουν πως το 2024 θα με βρει αναγνωστικά στον ίδιο βάλτο. Αλλά σαν να γύρισε ένας μαγικός διακόπτης, πάντα ο μαγικός διακόπτης είναι ένα βιβλίο, κι ελπίζω πως ο βούρκος τελείωσε για μένα.

Το Τομ Λέικ είναι μια φαινομενικά απλή ιστορία, ένα ζευγάρι έχει και τα τρία ενήλικα κορίτσια του πίσω στο κτήμα τους, όπου έχουν εγκλωβιστεί λόγω κόβιντ, και μαζεύουν όλοι μαζί κεράσια και βύσσινα γιατί δεν υπάρχουν εν μέσω πανδημίας εργάτες. Για να περάσει η ώρα τα κορίτσια ζητούν από τη μητέρα τους να τους αφηγηθεί την ιστορία, τότε που ήταν εικοσάχρονη κι ήταν ζευγάρι με έναν διάσημο πια ηθοποιό. Κι έτσι έχουμε δύο χρονικά επίπεδα στην ιστορία, το ένα είναι το τώρα, οι κόρες, οι κερασιές, το άλλο είναι το τότε, στο Τομ Λέικ που η μαμά τους έπαιζε την Έμιλυ στη Μικρή μας πόλη.

Η Μικρή μας πόλη ως αναφορά αλλά κι ως κεντρικό σημείο της αναδρομικής ιστορίας δίνει νόημα και φωτίζει το μυθιστόρημα. Πότε ως αντίστιξη, πότε ως σύμβολο, αυτό το έργο, που έχει επί σκηνής αφηγητή, τον Διευθυντή σκηνής, κι ένα έργο μέσα στο έργο, και μιλά για τη ζωή, την αγάπη, το θάνατο, και τις μικρές λεπτομέρειες ανάμεσά τους, είναι στην ουσία ο πυλώνας των δύο αφηγήσεων.

Κι εδώ έχουμε μια αφηγήτρια, που μπορεί να μας απευθύνεται και να κρύβει πράγματα από τις κόρες της, κι εδώ έχουμε ψιλοβελονιά το πώς μια ζωή καταλήγει έτσι ή αλλιώς από τις μικρολεπτομέρειες, την τυχαιότητα, τη στιγμή, αλλά και αποφάσεις που δεν καταλαβαίνεις πλήρως τη σημασία τους παρά μόνον πολλά χρόνια μετά.

Απόλαυσα το μυθιστόρημα, το διάβασα μονοκοπανιά σχεδόν μέσα σε δύο μέρες, βυθίστηκα στις κερασιές και τον βυσσινόκηπο, αφέθηκα στην αφήγηση, μέσα στην αφήγηση, μέσα στην αφήγηση, όπου σαν μπάμπουσκα οι ιστορίες άνοιγαν η μία την άλλη, για να φτάσουν στο ζουμί, για να νιώσεις μαζί το μεγαλείο και την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής.


“EMILY: "Does anyone ever realize life while they live it...every, every minute?"

STAGE MANAGER: "No. Saints and poets maybe...they do some.”

Our Town, Thornton Wilder


Αυτό είναι και δεν είναι και το κεντρικό θέμα του Τομ Λέικ κι αυτό είναι το κομβικό σημείο που το ξεχωρίζει και το κάνει ένα καλό μυθιστόρημα, μιλάει για ένα κλασικό έργο, ίσως το πιο κλασικό θεατρικό έργο στην Αμερική, που παίζεται παντού, σε κάθε μικρή πόλη, γιατί απαιτεί ελάχιστα σκηνικά, κι όμως λειτουργεί ως μετα-αφήγηση, για να φτιάξει μια μέτα-μετα-αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα μας λέει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που ακολουθείς πολύ εύκολα αναγνωστικά, που ταυτίζεσαι μαζί της. Εντυπωσιακό; Εντυπωσιακότατο.




                                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Τομ Λέικ", Ann Patchett, μτφ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Δώμα