Τι είχα καταλάβει διαβάζοντας την πρώτη φορά την Ατίμωση του Κουτσί (ή Κουτζέι ή Κούτσι ή Cootzee τέλος πάντων, το έχουμε πει κατά καιρούς στην Ελλάδα). Την τύφλα μου τη μαύρη. Αυτό είχα καταλάβει, γιατί η Ατίμωση, που είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστη, έχει την ικανότητα να αποκοιμίζει τον Δυτικό αναγνώστη που ξέρει τα βασικά για τη Νότιο Αφρική και ίσως να μην ασχολήθηκε ποτέ σε βάθος με το απαρτχάιντ. Γενικά κι αόριστα ένιωθα αποτροπιασμό για το τελευταίο ανοιχτά ρατσιστικό καθεστώς της γης, χωρίς να δίνω και πολλή σημασία. Χρειάστηκε η Λέσχη, δύο ώρες κουβέντα δια ζώσης, άλλες τόσες διαδικτυακά, για να κατασταλάξει μέσα μου, αυτό που έπρεπε να είναι ξεκάθαρο από την αρχή, αλλά δεν ήταν, γιατί έβλεπα το βιβλίο από τα μάτια μιας λευκής. Αυτή είναι η γοητεία, λευκός είναι ο Κουτσί, και ξέρει πως απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό κι όχι στους Αφρικάανς ή τους μαύρους συμπατριώτες του. Για αυτό χρησιμοποιεί έναν ύπουλο, τριτοπρόσωπο αφηγητή, που έχει εστίαση μόνο από τον πρωταγωνιστή, τον Ντέιβιντ Λούρι. Και μας αφήνει στην αρχή στην αρχή να ταυτιστούμε κι έπειτα να ντραπούμε.
Ο Ντέιβιντ είναι πενηντάρης, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο και διδάσκει Μπάιρον σε ένα ακροατήριο που δεν ενδιαφέρεται. Το μόνο που τον νοιάζει είναι το σεξ με νεαρές γαζέλες. Κι έτσι, όταν τον εγκαταλείπει η πληρωμένη φιλενάδα του, βρίσκει μια υπερκούκλα φοιτήτρια του. Εκείνη τον καταγγέλει, και ξεκινά η ιστορία. Για όσους ενδιαφέρονται για τη θεωρία της λογοτεχνίας, αυτό είναι το αγκίστρι μας, το καταπίνει αμάσητο ο αναγνώστης για να συνεχίσει μια ιστορία που κατά τα άλλα φαίνεται τελείως αδιάφορη.
Ο Ντέιβιντ θα φύγει από το Πανεπιστήμιο ατιμασμένος μα ακόμα θρασύς και επηρμένος και θα πάει στην κόρη του που έχει ένα αγρόκτημα και φυλάει σκυλιά. Σκυλιά, γιατί αυτά εκπαίδευαν οι λευκοί για να δαγκώνουν τους μαύρους που έφευγαν ή στασίαζαν από τη σκλαβιά, σκυλιά, γιατί αυτά θα πυροβολήσουν πρώτα, αλλά κι αυτά θα αγαπήσει ο πρωταγωνιστής, σε αυτά θα εναποθέσει τις ελπίδες του. Όμως ελπίδα δεν υπάρχει, στο αγρόκτημα θα έρθει κι άλλη ατίμωση, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη∙ τόσες ατιμώσεις, που δεν φαντάζεται κανείς.
Η Ατίμωση γράφεται το 1998, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του απαρτχάιντ. Και το βασικό της θέμα είναι το αβίωτο και το εντελώς παράλογο της ζωής σε μια χώρα που για τόσα χρόνια είχε θεσμοθετημένο ρατσιστικό καθεστώς και τώρα πια δεν έχει. Κανένας δεν ξέρει πού πατάει και που βρίσκεται, η βία μετά τη βία, η εξουσία, μετά την εξουσία, το βάρος της ευθύνης των κριμάτων της παλαιότερης γενιάς, η εξιλέωση και η κάθαρση που δεν έρχονται, δεν μπορούν να έρθουν.
Ο Λούρι είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς που έχει συνηθίσει να ζει σε μια βίαια εκδυτικοποιημένη και αποικιοκρατική Νότιο Αφρική. Δεν είναι ρατσιστής ο ίδιος, όμως δεν μπορεί να καταλάβει τη νέα εποχή κι ούτε να ζήσει σε αυτή. Προσπαθεί, κάνει μια γενναία αλλαγή, από εκεί που τον νοιάζουν μόνο αν μια γυναίκα είναι αδύνατη και νέα κι αν θα βρει κάποια τέτοια να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ανάγκες, βρίσκεται συνεχώς σε αδιανόητες καταστάσεις με κορυφαία την απόφαση της κόρης του να κρατήσει το παιδί της που είναι προϊόν βιασμού.
Δεν είναι τυχαία η ενασχόλησή του με τον Μπάιρον, έναν ρομαντικό ποιητή που είναι γνωστός γιατί πέθανε για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες στην επαναστατική Ελλάδα, μα ταυτόχρονα έναν έκφυλο μέθυσο, που απολάμβανε φαΐ, ναρκωτικά, αλκοόλ, όργια, με αδηφάγα ορμή, που δεν δίστασε να στήσει τρίγωνα, τετράγωνα πεντάγωνα με τον καλύτερό του φίλο, που δεν σταμάτησε ούτε στην αδελφή του και στην αιμομιξία.
Ο Ντέιβιντ Λούρι μαθαίνει πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια των ατιμώσεων του, μαθαίνει τι είναι πατρίδα, τι είναι αγάπη, τι σημασία έχει η τέχνη, μαθαίνει πως θέλει να μιλήσει για την πτώση κι όχι την ακμή. Όμως τελικά αποτυγχάνει, είναι πολύ μεγάλος, δεν μπορεί να κατανοήσει αυτόν τον νέο κόσμο που ανατέλλει, κι είναι τόσο βίαιος απέναντί του, αυτή δεν είναι η πατρίδα του πια, εγκαταλείπει.
Η Λούσι, η κόρη του, είναι η νέα εποχή λευκών, η πατρίδα τους είναι η Νότιος Αφρική και θα δεχτούν όποια ταπείνωση για να εξιλεωθούν και να παραμείνουν, να γίνουν ένα. Το παιδί στην κοιλιά της, προϊόν βίας, θα είναι η νέα γενιά, μια γενιά μιγάς, που θα αφήσει πίσω τη βιαιότητα των γονιών της, άσπρων και μαύρων και θα γεννηθεί άσπιλη. Ίσως.
"Μίσος... Σε σχέση με τους άντρες και το σεξ, Ντέιβιντ, δεν με εκπλήσσει τίποτα πια. Ίσως για τους άντρες το μίσος προς τις γυναίκες να κάνει το σεξ πιο συναρπαστικό. Άντρας είσαι θα ξέρεις. Όταν κάνεις σεξ με κάποια άγνωστη -όταν την παγιδεύεις, την ακινητοποιείς, τη βάζεις κάτω, ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω της-, δεν είναι λίγο σαν να τη σκοτώνεις; Μπήγεις το μαχαίρι∙ και μετά βγαίνεις κι αφήνεις το σώμα γεμάτο αίματα. Δεν νιώθεις σαν να διαπράττεις δολοφονία, σαν να σκοτώνεις ατιμώρητα;"
Η Λούσι είναι η Νότιος Αφρική. Για αυτό δεν την καταλαβαίνουμε.
Ο Κουτσί στην Ατίμωση, αν και χρησιμοποιεί όλα του τα βασικά θέματα, τον μαρασμό του σώματος, τη σεξουαλική απόλαυση, την αγάπη για τα ζώα, τις προκαταλήψεις, κάνει ένα βασικό πολιτικό σχόλιο που το κατανοεί στην ολότητά του μονάχα όποιος έχει ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις, όπου το άτομο, διαλυμένο από την Ιστορία, ψάχνει να βρει θέση να σταθεί, εκεί που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Η εξουσία είναι το θέμα, για αυτό μια γυναίκα όπως η Λούσι, φεμινίστρια λεσβία, υποτάσσεται. Γιατί ψάχνει να βρει που ανήκει και διαφυγή δεν υπάρχει. Οι γυναίκες πάντοτε ιστορικά εξάλλου, αναγκάζονται να υποταχθούν. Άλλη λύση δεν υπάρχει.
Ο Κουτσί ήταν πάντα λόγιος, γεννημένος το 1940, έζησε κοντά πενήντα χρόνια στο απαρτχάιντ, δεν κατέβηκε ποτέ σε διαδηλώσεις, αν και από τα πρώτα έργα του ήδη ήταν ξεκάθαρη η αντίθεσή του. Με την Ατίμωση, που του χάρισε το δεύτερο Booker (δεν πήγε να πάρει κανένα από τα δυο γιατί δεν ήθελε να αποσπαστεί από το γράψιμο), πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, κλείνει στην ουσία του η προσωπική του ιστορία και η λογοτεχνική του πορεία στη Νότιο Αφρική. Ήδη από το 2002 μεταναστεύει στην Αυστραλία κι εκεί θα δεχτεί το Νόμπελ το 2003. Η Ατίμωση τού έφερε πολλούς προσωπικούς μπελάδες, με κορυφαία την καταδίκη της από τη Νοτιοαφρικάνικη βουλή ως βιβλίο ρατσιστικό. Η λογοτεχνική του εποχή στην Αυστραλία ξεκινά με έναν Κουτσί αλλαγμένο, που ασχολείται ακόμα περισσότερο με τη λογοτεχνία και την ουσία της, γράφει βιβλία ακόμα πιο δύσκολα και μεταμοντέρνα, μα πάντα με αυτή τη χαρακτηριστική, κρυστάλλινη γραφή. Η κάθε λέξη έχει τη θέση της, η κάθε φράση έχει τη θέση της, η κάθε παράγραφος.
Ο Κουτσί έχει σπουδάσει Αγγλική φιλολογία και μαθηματικά, κι έπειτα σημειολογία για γλωσσολογία. Έγραψε στα αγγλικά αλλά πάντα τον απασχολούσε βαθιά η τύχη των μικρότερων γλωσσών, της μητρικής του, των Αφρικάανς και των 13 μαύρων φυλών της πατρίδας του. Το τελευταίο του βιβλίο ο Πολωνός κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανική μετάφραση και μετά στα Αγγλικά, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η γλώσσα για κείνον είναι το εργαλείο μας για να κατανοήσουμε τον κόσμο και για αυτό, σε όλα του τα βιβλία, αυτό εντυπωσιάζει, το πόσο συναίσθημα κρύβει η λιτότητα, το πόσα πράγματα πρέπει να σκεφτείς αφού τελειώσεις το βιβλίο του που λόγω της διαύγειας της γλώσσας σε εκμαυλίζει να το τελειώσεις σε δυο απογεύματα.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Ατίμωση", J.M. Coetzee, μτφ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα