Σήμερα δεν θα μπω ξανά στην χαρούμενη διένεξη κριτικός ή blogger γιατί
έχω καταλήξει πως αυτή είναι άνευ ουσίας, μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν ο
επίσημος- συχνά σπουδαγμένος αλλά μην βάζεις και το χέρι σου στην φωτιά- κριτικός
με τον πιο ανέμελο, ρέμπελο και μάλλον αμελή blogger. Θα σας πω τι είναι αυτό που με κουράζει και σπανίως πια
μπαίνω στον κόπο να διαβάσω "επίσημη κριτική". [Κάτι για το οποίο δεν είναι και
πολύ περήφανη κι αρκετές φορές αυτή που χάνω είμαι εγώ, για να λέμε και τους στραβού
το δίκιο].
Όμως η πλειονότητα των «κριτικών» γράφεται κάπως έτσι:
1. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Για τον α, β, γ, δ λόγο πρέπει να γράψω για αυτό. Αν είναι κανένα ελληνικό του σωρού ξεπατικώνω το δελτίο τύπου, το τμήμα μάρκετινγκ του εκδοτικού οίκου το έχει γράψει, κάτι θα ξέρουν περισσότερο από μένα. Που δεν το έχω διαβάσει. [Ο συγγραφέας, οι συγγενείς του και οι αναγνώστες το καταλαβαίνουν γιατί, ε, εντάξει δεν έχω μόνο εγώ την έμπνευση του δελτίου τύπου, την είχαν κι άλλοι].
2. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Πρόκειται όμως για παγκόσμιο κλασικό που επανεκδίδεται. Διαβάζω το δελτίο τύπου, μπαίνω στην Guardian, μετά μπαίνω στους NYT. E, αρκεί, καλά δεν είναι; 600 λεξούλες τις έχω στο τσεπάκι. [Βεβαίως ο αναγνώστης που έχει διαβάσει- ή θα- το βιβλίο θα με καταλάβει, αλλά τώρα ποιος μπαίνει στον κόπο να διαβάσει τους κλασικούς στην Ελλάδα;]
3. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι για τα μπάζα. Όμως για τον α, β, γ, δ λόγο πρέπει να γράψω για αυτό. Αρχίζω να θεωρητικολογώ. Εφευρίσκω μια συγγένεια με τον Ντοστογιέφσκι. Έπειτα μου φέρνει και λίγο από Καμύ. Κι από Νταν Μπράουν- αλλά αυτό δεν το λέω. Γράφω λίγη πλοκή. Και όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ας καταλάβουν από την πλοκή βρε αδελφέ πως είναι μούφα. Όποιος με διαβάζει αρκετά θα καταλάβει. Ε, δεν έγραψα και την λέξη αριστούργημα. Αυτή είναι κομβικής σημασίας.
4. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι καλό και του γούστου μου. Όμως για τον α, β, γ, δ λόγο δεν έχω κανέναν να με πιέζει να γράψω για αυτό. Έλα μωρέ, ίσως να μην ήταν και τόσο καλό. Τελικά. Ας μην γράψω.
5. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι καλό και του γούστου μου. Για τον α, β, γ, δ λόγο είμαι αναγκασμένος να γράψω για αυτό. Κοιτάω το δελτίο τύπου, κοιτάω και δυο άλλες κριτικές. Εμπνέομαι. Αρχίζω να γράφω. Μου θυμίζει Ντοστογιέφσκι. Α, και λίγο από Καμύ. Αλλά μωρέ έτσι ξερά θα το πω; Ανοίγω το λεξικό, βρίσκω μια εξαιρετική λέξη που δεν την ξέρει η μάνα της. Έπειτα κι άλλη μία. Σκέφτομαι τι μου μάθαν στην Σορβόννη. Οh, wait, μα δεν πήγα στην Σορβόννη. Ε, ποιος την γαμεί την Σορβόννη. Αν γράψω κι αυτήν την λέξη, κάποιος, κάτι θα με θαυμάσει. Η κριτική είναι αυθύπαρκτο κείμενο. Ίσως καν να μην χρειάζεται βιβλίο για να την γράψεις.
6. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Είναι καλό, αλλά έχει τα θεματάκια του. Γράφω τα καλά στοιχεία, έπειτα τα κακά. Αναλογίζομαι αν αξίζει τον κόπο. Παίρνω θέση. Η κριτική μου χάνεται στο σωρό.
7. Έχω διαβάσει το βιβλίο, είναι του γούστου μου, είναι αριστούργημα. Θέλω πολύ να προάγω τον πολιτισμό και το συγκεκριμένο βιβλίο. Έχω τα φόντα να το κάνω. Γράφω ένα βαθύ, σημαντικό κείμενο· κατανοητό, απλό αλλά όχι απλοϊκό. Εμβριθές. Χάνεται στο σωρό.
Ομολογώ πως ο παραπάνω οδηγός μοιάζει υπεραπλουστευμένος. Και είναι. Γιατί υπάρχει καλή κριτική στην Ελλάδα. Υπάρχουν άνθρωποι που το αγαπούν βαθιά το βιβλίο. Κι αυτοί έπειτα από λίγο καιρό μπαίνουν στο παιχνίδι βεβαίως, νομίζουν πως γράφουν για το σινάφι, τον συγγραφέα, ξεχνούν πως γράφουν για τον αναγνώστη.
Εκεί χάνεται για μένα η ουσία. Μόλις ξεχάσεις ποιος είναι ο αποδέκτης του κειμένου σου, μόλις θεωρήσεις πως δεν σε διαβάζει κανείς παρά μια δράκα άνθρωποι της συντεχνιακής φατρίας σου. Κι αποξενώνει τους κριτικούς και το βιβλίο από την πλειονότητα των αναγνωστών. Που θα ήθελαν να ξέρουν, να έχουν έναν άνθρωπο με γνώση που να τον εμπιστεύονται. Και να μην πρέπει κάθε φορά να αποκρυπτογραφήσουν ποιοι είναι οι λόγοι - συνήθως α, β, γ και δ- που πρέπει να γράψει το κείμενο.