20/4/24

"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska





Πέρυσι τέτοιον καιρό, όταν διάβασα την πρώτη Συλλογή της Ρούμενα Μπουζάροφσκα που βγήκε σε ελληνική μετάφραση, το «ο Άντρας μου», ενθουσιάστηκα. Τόσο γιατί μια συγγραφέας κατάφερε να μιλήσει για θέματα που μας απασχολούν όλες με τρόπο τόσο απλό και πολύπλοκο ταυτόχρονα— έδωσε φωνή σε γυναίκες οικείες, στις γειτόνισσες, τις φίλες μας, σε μας τις ίδιες—, όσο και για τον λογοτεχνικό τρόπο αυτών των ιστοριών, για τη διαύγεια της αφήγηση, τη χρήση των συμβολισμών, την τόσο επίπονη καθαρότητα του λόγου, έτσι που κάθε φωνή να μοιάζει ώρες ώρες παιδική κι άλλες απελπιστικά ενήλικη∙ όπως νιώθουμε δηλαδή οι περισσότερες στη ζωή μας.

Άνοιξα το «Δεν πάω πουθενά» με προσδοκίες και φόβο. Φοβόμουν μην απογοητευτώ, μήπως είχε νικήσει η μανιέρα ή η εκδοτική πίεση να γραφτεί άλλο ένα βιβλίο με το ίδιο θέμα, μιας και «ο Άντρας μου» έφερε τόση καταξίωση (και τόσες πωλήσεις). Ευτυχώς οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Ήδη από το πρώτο διήγημα, φαίνεται πως η Μπουζάροφκα έχει ωριμάσει λογοτεχνικά, γράφει χωρίς να περισσεύουν λέξεις, για γυναίκες και άντρες που τους ξέρει καλά, ξεπηδούν από μέσα της οι ιστορίες, με χιούμορ και πικρή ειρωνεία κάποτε, αλλά τις περισσότερες φορές χωρίς ίχνος κυνισμού. Η Μπουζάροφσκα μιλάει χωρίς περιστροφές για αυτό συμβαίνει γύρω μας, στις ζωές μας, κι οι περισσότεροι το κρύβουμε κάτω από το χαλί.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες συμβιβάζονται στη ζωούλα τους, στο μικρό διαμέρισμα, στο γάμο, στο διαζύγιο, την απιστία, τις προσβολές, στην εξουσία, στην καθημερινή ανελέητη μιζέρια. Μέχρι που εκρήγνυνται, κι ο θυμός τους είναι καταλυτικός και κάποιες στιγμές λυτρωτικός. Μέχρι τότε δεν έχουν δικαίωμα να θυμόσουν, μόνο να βρουν την «καλύτερη λύση», να «σωπάσουν», «να κάνουν υπομονή», «να πάρουν απόφαση πως έτσι είναι τα πράγματα».

Σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις, ανεπαίσθητα, τα κείμενα διαπερνά η πραγματικότητα των Βαλκανίων. Η απουσία ενός δίκαιου κράτους, οι εθνικιστές που κρύβονται παντού, ακόμα κι εκεί που δεν τους περιμένεις, η βία και η βαναυσότητα της κοινωνίας. Και η χαρά βέβαια, και η ομορφιά των βαλκανικών χωρών, ως αντιστάθμισμα για όλες τις συστημικές ελλείψεις. Οι ήρωες ξεγλιστρούν, τα καταφέρνουν όπως όπως, όταν μεταναστεύουν φέρνουν μαζί τους την πατρίδα που είναι εντυπωμένη πάνω τους, σαν μυρωδιά από φαγητό. Α, και τη γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα που τη μιλούν μια χούφτα άνθρωποι κι όμως τους ορίζει (δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό). Η γειτονική χώρα μοιάζει τόσο επίπονα όμοια με τη δική μας σε αυτά τα κείμενα.

Στο βιβλίο άντρες και γυναίκες υποφέρουν εξίσου, αλλά όχι με τους ίδιους όρους. Γιατί ακόμα η κοινωνία μας έχει διαφορετικούς όρους για τα δύο φύλα, άλλες επιταγές. Πρόκειται για ένα φεμινιστικό βιβλίο; Από την άποψη πως μιλά για μια πατριαρχική κοινωνία, για γυναίκες που περνούν τη ζωή τους εγκλωβισμένες, γιατί πρέπει να είναι ωραίες γκόμενες και υποτακτικές σύζυγοι και αφοσιωμένες μάνες, ναι, είναι ένα περήφανα φεμινιστικό βιβλίο. Από την άλλη όμως δεν πρόκειται για κανένα μανιφέστο. Οι ιστορίες είναι ανθρώπινες, μιλούν για μας χωρίς κλισέ, χωρίς ταμπού, για όλη την εμπεδωμένη πατριαρχική εμετίλα σε άντρες και γυναίκες που διαφεντεύει ακόμα τη ζωή μας.

«Ήμουν ευχάριστη όλη μου τη ζωή. Δεν θα είμαι πια ευχάριστη» έχει δηλώσει η Μπουζάροφσκα. Και νομίζω πως σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλο το κεντρικό θέμα του «Δεν πάω πουθενά». Το πέπλο σηκώνεται, οι γυναίκες και οι άντρες βγάζουν τη μάσκα, μένουν γυμνοί μπροστά μας, σαν μια εκ βαθέων συνομιλία με όλα αυτά που δεν λέμε ούτε στον εαυτό μας, για τον δικό μας γάμο, για τη δική μας σχέση, για τη δική μας κοινωνία, για τα δικά μας παιδιά.


                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg