26/12/09

To Παλιοκόριτσο



Τι όμορφο και εξαιρετικό συναίσθημα όταν ξαναγυρνάς σε ένα συγγραφέα που πολύ αγαπάς κι αυτός σε ανταμείβει με όλους τους τρόπους. Έτσι νιώθω τώρα, μόλις τελείωσα το "Παλιοκόριτσο" του Λιόσα, σαν όλα όσα διάβαζα από το ένα του βιβλίο ως το άλλο να μην έχουν καμία σημασία, να ωχριούν μπρος σε ένα συγγραφέα γεννημένο μόνο γι' αυτό.

Στο "Παλιοκόριτσο" ο Λιόσα δεν έχει στιγμές λογοτεχνικού οίστρου σαν την "Πόλη και τα σκυλιά", ούτε παραδίδει ένα υπόδειγμα μοντερνισμού σαν το "Πράσινο σπίτι", δείχνει όμως για άλλη μια φορά ότι μπορεί να πει και να χειριστεί μια πολυεπίπεδη ιστορία άψογα χωρίς να μένει παραπονεμένος κανένας χαρακτήρας.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Ρικάρντο, Περουβιανός που έχει ένα μόνο όνειρο, να "ζήσει τη ζωή του στο Παρίσι". Από τα παιδικά του χρόνια στο Περού ερωτεύεται μια κοπέλα που εμφανίζεται ξαφνικά στη γειτονιά του σα Χιλιανή κι εξαφανίζεται εξίσου ξαφνικά όταν αποκαλύπτεται πως είναι απλά μια φτωχή Περουβιανή που ήθελε με αυτό το ψέμα να καλύψει την ταπεινή καταγωγή της.

Η γυναίκα αυτή, ο ορισμός της φαμ φατάλ, θα τον βρίσκει αναπάντεχα σε όλες τις περιόδους της ζωής του- που κατάφερε τελικά να την περάσει στο Παρίσι...- από τα νιάτα μέχρι τα γεράματά τους, θα του γίνει βραχνάς, ο μόνος πραγματικός έρωτας κι ολοένα θα τον αφήνει για κάποιον άλλο πλουσιότερο και ισχυρότερο. Πριν καταλήξει πάλι στην αγκαλιά του.

Το βιβλίο διερευνά τα όρια του ανθρώπου και του έρωτα, τη σημασία ή τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής, και το κάνει με το γνωστό τρόπο του Λιόσα, χωρίς σε καμία στιγμή να κάνει κήρυγμα ή να ξεφεύγει από την μυθοπλασία. Γιατί το να γράφεις για τα σημαντικά δεν απαιτεί βαθυστόχαστες αναλύσεις, μονάχα το ταλέντο να πεις καλά μια ιστορία που δεν συνέβη ποτέ παρά μόνο στη φαντασία σου

23/12/09

Σαμπάνια με γύρο


Ο Παρασκευάς ποτέ δε θεώρησε χρέος μερικά νοίκια ή κάποια καθυστερημένα κοινόχρηστα. Κι όμως το χαρτί της εφορίας, που τον χρέωνε 2822 ευρώ για απλήρωτες κλήσεις του πεθαμένου πατέρα του που δεν ήξερε να οδηγεί για ένα αμάξι που δεν είχε ποτέ, τού στάθηκε στο λαιμό. Ο γέρος ήθελε πάντα να είναι εντάξει με τους λογαριασμούς του.


Φυσικά το να ξεπληρώσει ήταν αδύνατο με τα 500 μαύρα ευρώ το μήνα που του έδινε το αφεντικό για τη βραδινή βάρδια στο φούρνο. Και σα να μην έφτανε όλο αυτό, η κολλητή του η Ελπίδα ( τις φορές που το είχαν "κάνει" ήταν κάπως άχαρο...) που ξέρει να στρίβει τα καλύτερα "τσιγάρα" του φορτώνει μια ιστορία με έναν καθηγητή, μια γκόμενα και μια ασφαλιστική. Στην ιστορία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ένας άρρωστος σκύλος, ο Φραπέ, που τον μάζεψε ο Παρασκευάς από τα Εξάρχεια καθώς τους κυνηγούσαν κάτι μπάτσοι και ο τελειότερος μπακλαβάς που έφτιαξε άνθρωπος ποτέ. Α, και ο Μίξερ, ο καλύτερος άνθρωπος για να φτιάξει "Σαμπάνια με γύρο".


Η νουβέλα του Παρασκευά Ακαμάτη, του οποίου το μυθιστόρημα "Παραισθησιογόνα Σουβλάκια" μεταφράστηκε αμέσως στα αρχαία ελληνικά, τα αραβικά και τα σουαχίλι, κρύβει κάτω από το παιγνιώδες παρουσιαστικό της, σφιχτή δομή, εξαιρετική πλοκή, μια ιδέα χιούμορ(μικρή), α και την ανάγκη να αναπροσδιορίσει κανείς την ζωή του από όλες τις απόψεις.

"Σαμπάνια με γύρο", Παρασκευάς Ακαμάτης, εκδ. Ωκεανίδα, 2009, σελ.181 

22/12/09

Ο Δημήτρης Σωτάκης στον Vita Mi Barouak

Δείτε την εξαιρετική συνέντευξη του Δημήτρη Σωτάκη στο

http://barouak.blogspot.com/2009/12/barouaknet.html

Μερικοί άνθρωποι λένε τόσα πολλά από αυτά που σκέφτεσαι χωρίς να τους έχεις γνωρίσει ποτέ.

20/12/09

Η μνήμη της πολαρόιντ


Βιβλίο καλών προθέσεων, «Η μνήμη της πολαρόιντ» της Μαρλένας Πολιτοπούλου, έχει μια αρκετά βάσιμη αστυνομική πλοκή και ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές. Ο βασικός ήρωας ανακαλύπτει στα χαρτιά του πεθαμένου πατέρα του, πρώην αστυνομικού, μια ανεξιχνίαστη υπόθεση φόνου και νιώθει πως η εξιχνίασή της θα τον φέρει πιο κοντά του. Έτσι, ξεκινά μια προσπάθεια να ανασυνθέσει το τί συνέβη που τον οδηγεί βήμα βήμα σε παλιές ξεχασμένες υποθέσεις της κατοχής και του Εμφυλίου. Καινούρια πρόσωπα κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους που τελικά θα τον βοηθήσουν να φτάσει στη λύση του μυστηρίου.

Το μυθιστόρημα δεν είναι κακό, αν και κάποιες στιγμές τείνει να γίνει λίγο αφελές. Το μοναδικό ψεγάδι, η πληθώρα των «ανακρινόμενων» και των υπόπτων, σε βαθμό που όταν αποκαλύπτεται ο δολοφόνος να μη θυμάμαι τίποτα πια για αυτόν και να χρειαστεί να γυρίσω πίσω για να καταλάβω για ποιόν πρόκειται. Παρ’ όλα αυτά η γεύση που μου έμεινε στο στόμα δεν ήταν στυφή.

16/12/09

"Η Κλεψύδρα", Danilo Kiš


Η «Κλεψύδρα» του Ντανίλο Κις είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του συγγραφέα, τα «Πρώιμα βάσανα» και το «Κήπος, στάχτες» είναι τα προηγούμενα. Λέγεται πως πρόκειται για το αριστούργημά του.

Το βιβλίο περιέχει τις σημειώσεις ενός τρελού, του εβραίου, συνταξιούχου σιδηροδρομικού υπάλληλου, Ε.Σ. (Έντουαρντ Σαμ) που ποικίλουν από τα πραγματικά επεισόδια του παρελθόντος και του παρόντος του ως κρίσεις τρέλας και εντελώς φανταστικές ιστορίες. Παρακολουθούμε με συχνά ασύνδετα μεταξύ του κείμενα την πορεία του λίγους μήνες πριν τον στείλουν δια ασήμαντο αφορμή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο πόνο και οργή, μα ταυτόχρονα και μικροεπεισόδια της καθημερινότητας. Τελικά η ιστορία είναι συγκινητική κι ας μη μας αφήνει ο συγγραφέας ούτε μια στιγμή να ξεχάσουμε πως ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του είναι ένα άτομο αναξιόπιστο, ένας άντρας με πιστοποιητικό από τρελάδικο.

Το μυθιστόρημα είναι κλασικό δείγμα μεταμοντερνισμού με δυσκολίες στην πρώτη ανάγνωση, ειδικά αν αυτή είναι η πρώτη επαφή με το έργο του συγγραφέα. Ο Ντανίλο Κις είναι σέρβος, εβραϊκής καταγωγής – η οικογένειά του υπέστη τον κατατρεγμό των Εβραίων κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (ο πατέρας του έχασε τη ζωή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ ο ίδιος και η μητέρα του σώθηκαν εξόριστοι, χάρη στην ορθόδοξη καταγωγή της μάνας) – και φυσικά επιστρατεύει τις τραγικές μνήμες του παρελθόντος για να γράψει, αλλά δε μένει εκεί. Είναι ίσως από τους λίγους Βαλκάνιους συγγραφείς που κατόρθωσε να ακολουθήσει την τέχνη των καιρών του, τα έργα του δεν είναι μόνο ιστορικά ντοκουμέντα, είναι λογοτεχνία.


"Κλεψύδρα", Ντανίλο Κις, μετ. Μαρία Κεσίνη, εκδ. Κέδρος, 2009, σελ. 345

13/12/09

Blogging

Σήμερα μου βγαίνει μια απροσδόκητη αίσθηση απολογισμού. Όταν ξεκίνησα αυτό το blog ήμουν πραγματικά αδαής. Εντάξει παρακολουθούσα κάποια βιβλιοφιλικά ιστολόγια (το librofilo, το golem, το Βιβλιοκαφέ, το Ημερολόγιο Ανάγνωσης) αλλά στην πράξη δεν είχα καμία μα καμία συναίσθηση τού τι μπορεί να κάνει κάποιον να θέλει να γράφει για το βιβλίο ούτε και την ίδια την διαδικασία της επικοινωνίας στο διαδίκτυο.

Και τώρα; Κοντά στους οκτώ μήνες μετά, το μπλογκ είναι σε τέτοιο βαθμό κομμάτι μέρος της ζωής μου που δεν αντιστέκομαι σχεδόν ποτέ, πάντα ρίχνω μια ματιά μες στη μέρα. Πολλές φορές προτιμώ να γράψω μια ανάρτηση από το να συνεχίσω τα άλλα μου γραψίματα, το ιστολόγιο έχει γίνει κάπως σα φίλος μου. Και δεν εννοώ την ανθρώπινή του διάσταση της ανταλλαγής απόψεων με άλλους ανθρώπους, που είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά σημαντική. Εννοώ πως το ίδιο το μπλογκ μού κρατά συντροφιά. Ξαναδιαβάζω πράγματα που έχω γράψει, που έχουν γράψει άλλοι, βρίσκομαι σε συνεχή εγρήγορση. Μου δίνει το ρυθμό και στο διάβασμα και στο γράψιμο.

Κι όλα αυτά με ένα επιπλέον μπόνους, εγώ που στην προσωπική μου ζωή δεν ξέρω κανέναν που να διαβάζει συστηματικά, μαθαίνω να συνδιαλέγομαι με άλλους με το ίδιο πάθος. Έχω το θάρρος την γνώμης μου, τις προτιμήσεις και τις αποστροφές μου. Με λίγα λόγια μεγαλώνω κι ωριμάζω. Εκτίθεμαι.

11/12/09

Για μιαν Ελένη

«Αυτό ήταν μόνο η αρχή». Η βραχνή φωνή δεν τού θύμισε τίποτα. Ο αστυνόμος Φλέσσας έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε το πορτατίφ. Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα κι η μικρή δίπλα του γύρισε πλευρό ενοχλημένη.
«Ποιός ήταν αγάπη μου;».
«Λάθος», της απάντησε. «Έκαναν λάθος». Η Μαρία, μάλλον έτσι ήταν το όνομα της, γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε. Ο αστυνόμος έκλεισε το φως, χώθηκε βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα, έμεινε ξάγρυπνος.

«Φλέσσας, στο γραφείο μου». Ο προϊστάμενος, Φρόνιμο, τον έλεγαν, τον φώναξε.
«Τη γνωρίζεις αυτή;» Μια γυναίκα, δεμένη, φιμωμένη, το πτώμα της ήταν εξοντωτικό θέαμα. «Την έγδαραν;», ρώτησε κι ο προϊστάμενος έγνεψε καταφατικά.
«Έπειτα κατέστρεψαν το πρόσωπο, έβγαλαν τα μάτια, τα δόντια. Λείπουν ακόμα και τα ακροδάχτυλα. Επαγγελματική δουλειά»
«Ποιά είναι;»
Ο άντρας απέναντί του άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο για κάποιες στιγμές. «Η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω της λέει πως είναι η γυναίκα σου…»

Το φως έπεφτε στο πρόσωπό του ανελέητο. Ο Φρόνιμος κράτησε για λίγο μακριά το πορτατίφ και τον ρώτησε «Είχατε χωρίσει λοιπόν με την Ελένη. Πόσον καιρό;» Του είπε πάλι για τη διάστασή τους εδώ και έξι μήνες, για τη νοσηρή της στάση, τις γεμάτες ένταση σκηνές ανάμεσά τους. Για το βραδινό τηλεφώνημα και την αίσθηση πως κάποιος τον παρακολουθούσε. «Πού τα πουλάς αυτά, ρε Απόστολε; Για την Ελένη μιλάμε. Το προβατάκι που είχες δίπλα σου όλα αυτά τα χρόνια, σε κοιτούσε κι έσταζε μέλι.»

Μετά την ανάκριση τον άφησαν ελεύθερο, του πήραν όμως το όπλο και τον καταδίκασαν στην αδράνει αφού τον προειδοποίησαν να μη φύγει από την πόλη. Ο Απόστολος Φλέσσας αστυνόμος ήδη στα σαράντα του, έξυπνος άνθρωπος, αποχώρησε από το γραφείο με το κεφάλι ψηλά, με την καρδιά στα πόδια. Έκλαψε για μια γυναίκα που δεν ήταν πια δική του, αλλά δεν είχε σταματήσει να τη νοιάζεται.

«Στο είπα. Αυτό ήταν μονάχα η αρχή…» Η βραχνή φωνή τον κάλεσε κοντά της γύρω στα μεσάνυχτα αυτή τη φορά. «Ποιά είσαι;» Ο αστυνόμος δεν κατόρθωσε να εντοπίσει από πού ερχόταν το σήμα, μα κατάφερε να μαγνητοφωνήσει το τηλεφώνημα. Το κατέθεσε στον Φρόνιμο το επόμενο πρωί. «Αυτό είναι προϊόν υποκλοπής», του είπε εκείνος με παγωμένο το βλέμμα. «Θα σε προσέχω, Φλέσσα» τον προειδοποίησε.

Η μικρούλα, που ίσως να τη λέγανε Μαρία, την κοπάνισε το βράδυ του τρίτου τηλεφωνήματος. «Εις αύριο τα σπουδαία», του είπε η φωνή. Ο Απόστολος έμεινε να παρακολουθεί την Μαρία καθώς μάζευε μεθοδικά τα λιγοστά υπάρχοντά της, εξαφάνιζε τα ίχνη της από τη ζωή του, γινόταν καπνός. Άναψε τσιγάρο, το δωμάτιο γρήγορα ντουμάνιασε. Βγήκε έξω για ένα ποτό.

Στο μπαρ με την δυνατή μουσική και τους λιγοστούς θαμώνες παρήγγειλε το συνηθισμένο, βότκα λεμόνι. Σε λίγο ο χώρος γύριζε εφιαλτικά, τα χρώματα στα καθίσματα και στους τοίχους, ενώνονταν κι έπειτα χώριζαν ξανά σε έναν ατέρμονο χορό. Ελένη… Την αγαπούσε ακόμα τη γυναίκα του. «Χωρίζουμε», της είχε πει. Τώρα θα της έλεγε «Μείνε, Ελένη. Σ’ αγαπάω ακόμα. Σε χρειάζομαι.» Δεν πρόφτασε. Η Ελένη ήταν ήδη τέσσερις μέρες πεθαμένη.

Το τηλεφώνημα που τον καλούσε στο αστυνομικό τμήμα ήρθε το επόμενο πρωί. 'Εφτασε κατά τις εννιά, αξύριστος, ακόμα μεθυσμένος. Ο Φρόνιμος τον κοίταξε με λύπηση, σχεδόν με οίκτο «Για επαγγελματίας με απογοήτευσες. Σε έκαψε η βαλλιστική. Μα με το υπηρεσιακό;» Οι συνάδελφοι τού πέρασαν χειροπέδες με συνοπτικές διαδικασίες, τον οδήγησαν στο κρατητήριο, έπειτα στον ανακριτή, τον Εισαγγελέα, στη φυλακή.

Ήταν ήδη έξι μήνες προφυλακισμένος. Στο επισκεπτήριο δεν ερχόταν κανείς για κείνον, αλλά κατέβαινε από περιέργεια αρρωστημένη σχεδόν. Μια γυναίκα, ψηλή, ξανθιά αεράτη του τράβηξε την προσοχή. Τυλιγμένη στο στενό της φόρεμα, με το αγγελικό πρόσωπο να μοιάζει ψεύτικο σχεδόν. Ζήλεψε τον τυχερό που ανέμενε την επίσκεψη. Εκείνη στάθηκε μπροστά του. «Ο αστυνόμος Φλέσσας;», τον ρώτησε με μια βαθιά βραχνή φωνή που τον γέμισε ανησυχία. Μετά η φωνή της πήρε την κανονική της χροιά «Να σας συστηθώ», του είπε. «Ελένη;», ψέλλισε. Εκείνη του είπε για τα φρικτά χρόνια τους μαζί, για τις απιστίες και την αλαζονεία του. Για τη θεία δίκη. Για τις πλαστικές στο σώμα και το πρόσωπο. Για την αναστύλωση στην ψυχή της. Για το τέλος άφησε τις συστάσεις. «Ελένη Φρονίμου» και τού έδωσε το χέρι.

8/12/09

"Φίλοι και εραστές", Θοδωρής Καλλιφατίδης


Πολυγραφότατος ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, Έλληνας μετανάστης στη Σουηδία, εδώ μας δίνει ένα τρυφερό, ερωτικό μυθιστόρημα, με τις χάρες και τα μειονεκτήματά του.
Στα υπέρ του βιβλίου, ο ρέων λόγος που το κάνει ευκολοδιάβαστο, η πολυπλοκότητα του κεντρικού χαρακτήρα που δίνει μια πιο φιλοσοφημένη νότα σε όλα όσα γράφονται. Στα κατά, μια τάση για κοινοτυπία, μια αίσθηση πως κάποτε δεν αρκεί η πλοκή, είναι μονάχα μια πρόφαση για να μας πει ο συγγραφέας αυτό που έχει στο νου του σε άλλα πεδία. Και μια πραγματική απογοήτευση, η τελευταία φράση – «Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη» – είναι τόσο χιλιοειπωμένη που αδικεί πραγματικά όλο το μυθιστόρημα.

Ο κεντρικός ήρωας, Γκέοργκ, ένας μεσήλικας αποτυχημένος ποιητής, διευθυντής του Εργατικού Οργανισμού Παιδείας της Σουηδίας και για αυτό συχνός ομιλητής τόσο για θέματα λογοτεχνίας, όσο και για πολιτικά, είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Τον παρακολουθούμε σε μια ευαίσθητη φάση της ζωή του, κοντά στα πενήντα, όπου η γυναίκα του Μάργια αποφασίζει να πεθάνει. Κι όταν εκείνη χάνεται, αρχίζει μια εσωτερική αναζήτηση του Γκέοργκ, κατά την οποία συνειδητοποιεί πως δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της Μάργιας. Ένα γράμμα στη ντουλάπα περιπλέκει ακόμα περισσότερο την αίσθησή του πως την εγκλώβισε σε ένα γάμο ζεστασιάς, αλλά όχι πάθους.

Οι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν, ο καλύτερος του φίλος Μίλαν που είναι Τσέχος, οι υπάλληλοι στο κέντρο, η καινούργια του κοπέλα από τη Ρουμανία, είναι όλοι μετανάστες και εξαιρετικά ενδιαφέροντες. Από τις συζητήσεις των ηρώων προκύπτει η ομορφιά του βιβλίου, όπου απόψεις για τη σοσαλιαδημοκρατία, μπλέκονται με αυτές για τη λογοτεχνία, τη μετανάστευση, την εξορία και φτάνουν ως τον Οβίδιο.

Για το τέλος άφησα δυο σκέψεις για τον τίτλο. Μάλλον συνηθισμένος και άτονος, «Φίλοι και εραστές», δεν προϊδεάζει για τις αρετές αυτού του αξιόλογου μυθιστορήματος.
*Η κριτική δημοσιεύεται στο δεύτερο τεύχος της Bookmarks που κυκλοφορεί.

http://issuu.com/e-bookmarks/docs/bookmarks02-web?mode=a_p

"Φίλοι και εραστές", Θοδωρής Καλλιφατίδης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009, σελ. 311

5/12/09

Ιστορία σαν παραμύθι


Το εξαιρετικό, ταξιδιάρικο βιβλίο του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο «Ιστορία σαν παραμύθι» δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο. Με εκπληκτική μαεστρία ο συγγραφέας μας διηγείται την ιστορία του Ούλτιμο, ενός παιδιού που γεννήθηκε με τη χρυσαφένια αύρα του θανάτου και για αυτό είχε αστέρι. Ο πατέρας του τρελαμένος στις αρχές του αιώνα με τα αυτοκίνητα, πουλά τις αγελάδες του για να ανοίξει γκαράζ στη μέση του πουθενά. Αμάξια δεν κυκλοφορούν και όλα πηγαίνουν στραβά μέχρι να βρεθεί στο διάβα του ένας κόμης παθιασμένος με τους αγώνες ταχύτητας.

Το βιβλίο ακολουθεί τον Ούλτιμο μέχρι το τέλος της ζωής του, οι αφηγητές εναλλάσσονται, γίνονται μέρος της ιστορίας του. Ο άντρας αυτός έχει ένα όνειρο. Που σχετίζεται με το ό,τι έζησε με τον πατέρα του, που αφορά τα αμάξια, αλλά τελικά μιλά για το δικό του πάθος.

Ευκολοδιάβαστο, χωρίς μεγαλόστομες φιλοσοφίες αλλά με γλυκιά την αίσθηση πως έχει όλο και περισσότερα να πει, το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα είναι μοντέρνο μα ταυτόχρονα ειλικρινές, αγαπησιάρικο, όμορφο.

3/12/09

Ποίηση

Η πονεμένη ιστορία της ποίησης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι η εξής : πολλοί γράφουν, λίγοι διαβάζουν. Κι αυτό έχει να κάνει ίσως με τους καιρούς μας, που δεν αφήνουν να εξελιχθεί το διαφορετικό, το αφήνουν να χαθεί στην άβυσσο της μετριότητας. Θα ομολογήσω την ενοχή μου, είναι χρόνια πια που δεν ψάχνομαι, που στην ουσία διαβάζω τα βιβλιαράκια που είναι ήδη στα ράφια μου, δεν αγοράζω καινούρια ποίηση. Άρα είμαι μέρος του προβλήματος, μένω σε αυτά που αγαπώ.

Είναι και κάποια χρόνια που δε γράφω ποίηση. Αλλά αυτό δεν έπρεπε κανονικά να έχει σημασία. Στην πράξη έχει. Ίσως η αγάπη μου να μην ήταν ανιδιοτελής. Δεν διαβάζω καν στην διογκούμενη κοιλιά μου ποίηση, ούτε βάζω να ακούει Μπαχ, αλλά τέλως πάντων. Η εξαιρετικότητα είναι που μου λείπει. Πώς θα ξεχωρίσει κάτι, πώς θα ξεχωρίσω εγώ κάτι. Γιατί διαβάζω ακόμα Καρούζο και Σεφέρη και Έλιοτ, όλοι τους από χρόνια πεθαμένοι; Δεν μπαίνω στον κόπο για κάτι άλλο.

Και με τη λογοτεχνία; Με αυτή τα πράγματα αν και επίσης χαοτικά παραμένουν ως είχαν. Διάβαζα και διαβάζω πολύ. Και φοβάμαι, πως η ποίηση πια αργοπεθαίνει.

1/12/09

I have this urgent need to fly

I have this urgent need to fly. Έχω την ανάγκη να πετάξω μακριά, κάπου που δεν θα είμαι μόνη αλλά δεν θα είμαι μαζί. Αλλόκοτος συνδυασμός. I have this apocalyptic relationship with myself. Υπάρχει μια αίσθηση βιβλικής καταστροφής ή αναγέννησης γύρω μου. Κι εγώ σπανίως πιστεύω σε πράγματα τόσο κοσμογονικά.

Αυτό είναι το μέγα μου ελάττωμα. Σπάω δεσμά που δεν υπήρχαν ποτέ. Αποδομούμαι. Οι σταθερές χάθηκαν γιατί ποτέ δεν υπήρχαν.

This is the challenge of the challenged. Πάντα κάτι μέσα μου ήτανε λειψό. Σαν αναπηρία. Σα βαριά ασθένεια που δεν μου αποκάλυπτε κανείς. Αυτό δεν έχει αιτία. Ίσως όμως έχει προορισμό, σε ό,τι αγγίζω, με ό,τι καταπιάνομαι. Οι άλλοι γύρω μου είναι κι αυτοί μισοί. Κι όσοι το καταλαβαίνουν κι όσοι δεν το νιώθουν. Πιότερο οι τελευταίοι.

The last of my words will never exist. Ο λέξεις θα πάψουν μονάχα μαζί μου. Θα τις πάρω συντροφιά. Οι λέξεις που δεν ανταπαντώνται. Κι αυτός που γράφει, αυτός που δεν περιμένει απόκριση. Εγωιστικό. Που δεν έχει ανάγκη την απάντηση. Ακόμα εγωιστικότερο.

Θέλω να πετάξω μακριά. Εκεί που θα είμαι και δεν θα είμαι μαζί. Το ίδιο κι εδώ. Αλλά το μακριά αλλού. Στον πυθμένα.