Ένα σπαρακτικό κείμενο για τον θάνατο και την κλειστή, πολύ κλειστή ομάδα ανθρώπων που αφορά ο θάνατος του καθενός μας, είναι το βιβλίο του Laurent Mauvignier «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη». Με αφορμή ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός- ένας άντρας ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου από τους σεκιουριτάδες του Carrefour γιατί ήπιε ένα κουτάκι μπίρα από τα ράφια του καταστήματος χωρίς να έχει να πληρώσει το αντίτιμο- ο συγγραφέας γράφει ένα κείμενο ασθματικό, δίχως τελεία καμιά, αφηγείται ξανά και και ξανά εκείνα τα λίγα λεπτά που ο άντρας γρονθοκοπείται, και τελικά πέφτει. Από την πλευρά των σεκιουριτάδων, του ίδιου, του εαυτού του, του εισαγγελέα, αλλάζει ο αφηγητής συνείδηση- κάποτε απευθύνεται στον αδελφό του θύματος- χωρίς να αλλάζει η πρόταση κι αυτό δίνει στην ιστορία την μεγαλειότητα που της πρέπει.
Ο θάνατος, στην μικρότητα και την ασημαντότητά του έχει την αμετάκλητη θέση που αρμόζει σε όλα τα τραγικά συμβάντα. Ο θάνατος, οι ελάχιστες στιγμές πριν, οι ελάχιστες στιγμές μετά- που έχει ζήσει όποιος τον καταλαβαίνει- αφορά λίγους. Ελάχιστους. Ίσως ο θάνατος του καθενός μας να νοιάζει από μια χούφτα ανθρώπους ως και κανέναν. Από αυτήν την άποψη το περιστατικό είναι ανάξιο λόγου. Από την άλλη η αμετάκλητη φύση του, η ύβρις της κοπής του νήματος της ζωής που φαίνεται να είναι το μοναδικό που έχει μια κάποια σημασία για τον καθένα μας, είναι τόσο μεγάλη, τόσο σημαντική, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Και η πολιτική νύξη, μόνον νύξη και όχι απαίτηση συναίνεσης, είναι τέτοια που θα συγκινήσει κάθε αναγνώστη.
Θεωρώ πως τίποτα άλλο κι αν δεν γράψει ο σχετικά νέος ακόμα Mauvignier, με αυτό το πεζογράφημα φαίνεται να κατανοεί όλο το μεγαλείο της λογοτεχνίας, αυτό που προσπαθεί με πολλά λόγια όλους αυτούς τους αιώνες να πει η τέχνη· τον ανείπωτο πόνο του θανάτου για ένα κουτάκι μπίρα του Carrefour και την ματαιότητά του.
"Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη", Λωράν Μωβινιέ, μετ. Σπύρος Γιανναράς, εκδ. Άγρα, 2014, σελ. 75