29/9/18

«Η καλή τρομοκράτισσα», Doris Lessing







Είχα αγοράσει εδώ και καιρό την «Καλή τρομοκράτισσα» της Ντόρις Λέσινγκ, αλλά για κάποιο λόγο όλο παρέμενε στα αδιάβαστα. Κακώς. Είναι ίσως για το πιο δυνατό βιβλίο της – μετά το Χρυσό Σημειωματάριο- που έχω διαβάσει. Πρόκειται ταυτόχρονα για ένα πολιτικό αφήγημα, μια ανθρώπινη ιστορία και μια λοξή ματιά στη θέση της γυναίκας στα 80’s. 

Η Άλις -πολύ μου άρεσε ο συνειρμός με την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων- είναι μια 36χρονη απόφοιτος Πανεπιστημίου που για πολλά χρόνια αρνείται να βρει δουλειά, ζει από το ένα κατειλημμένο σπίτι στο άλλο, είναι ερωτευμένη με τον ομοφυλόφιλο Τζάσπερ και δέχεται τα ψίχουλα της αγάπης του ενώ οραματίζεται πως θα αλλάξει τον κόσμο με έναν συγκεχυμένο και κάπως αφελή τρόπο. 

Η Άλις και ο Τζάσπερ μετακομίζουν στο νούμερο 43, ένα σπίτι που το Συμβούλιο προορίζει για κατεδάφιση κι έχει καταλάβει μια ομάδα ετερόκλητων ατόμων. Ο Μπερτ θέλει να συνεννοηθεί με τον IRA για να αναλάβουν δράση, αλλά ενδιαφέρεται μάλλον περισσότερο για τα γκομενικά του. Η Φείε και η Ρομπέρτα είναι ένα ζευγάρι λεσβιών που φαίνονται πολύ δυναμικές και ταυτόχρονα κατεστραμμένες και αλλοπρόσαλλες. Ο Τζιμ ένας έγχρωμος που έχει προβλήματα με τον νόμο. Η Άλις κατά την προσφιλή της συνήθεια θα ανασκουμπωθεί να φτιάξει το σπίτι, να ξαναφέρει το ηλεκτρικό και το νερό, να το γλιτώσει από την κατεδάφιση, να μαγειρέψει φαγητό για όλους, να τους γιατροπορέψει και να τους προστατεύσει. Η λατρεία της για τον Τζάσπερ φτάνει σε ακραία επίπεδα, ανέχεται να την κλέβει, να την παρατάει, να την αγνοεί, και σε αντάλλαγμα παίρνει ελάχιστες στιγμές. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, πάντα όμως από την πλευρά της Άλις. Η «καλή» τρομοκράτισσα είναι ταυτόχρονα μια μητρική φιγούρα- φροντίζει όλους αυτούς που δεν τους ξέρει- αλλά κι ένα κακομαθημένο παιδί- κλέβει από τους γονείς της, τους καταστρέφει, τους απεχθάνεται και τους αγαπά παθολογικά. Η «καλή» τρομοκράτισσα δεν καταλαβαίνει καλά τα ιδεολογικά, αλλά μπλέκεται χωρίς να το καταλάβει στην τρομοκρατία, ακολουθεί τους άντρες- ειδικά τον Τζάσπερ- σε μια ιδιόμορφη πατριαρχία που μοιάζει φαύλος κύκλος. Αποζητά την αποδοχή και φοβάται τόσο την απόρριψη που δεν μπορείς να μην νιώσεις οίκτο∙ εγώ το προχώρησα ένα βήμα παραπέρα και ταυτίστηκα μαζί της σε αυτό το σημείο. Όμως παραδόξως δέχεται να σκοτωθούν άνθρωποι, να κλέψει και να εξαπατήσει. 

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του '80, αλλά έχω την αίσθηση πως αν κάποιος έγραφε την ιστορία της τρομοκρατίας στην Ελλάδα κάπως έτσι θα έμοιαζε, ερασιτεχνική, αφελής, συναισθηματικά φορτισμένη και μαζί φονική. Η Ντόρις Λέσινγκ ενδιαφερόταν πάντα για τα πολιτικά αλλά και τα φεμινιστικά θέματα. «Η καλή τρομοκράτισσα» παρόλο που πραγματεύεται ακριβώς αυτά, είναι κι ένα βιβλίο σημαντικό από λογοτεχνική άποψη. Η κεντρική ηρωίδα είναι ίσως ένας από τους πιο ζωντανούς χαρακτήρες, ενώ η πλοκή δεν αφήνει σε καμία στιγμή παραπονεμένο τον αναγνώστη. Συνηθίζω να λέω πως αγαπώ τη γιαγιά Ντόρις. Τώρα έχω έναν λόγο ακόμα. 


                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ



«Η καλή τρομοκράτισσα», Ντόρις Λέσινγκ, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Οδυσσέας, 2007, σελ. 427

23/9/18

5ή σεζόν ραδιοφωνικό Διαβάζοντας


Ήμουν ειλικρινά τρομοκρατημένη στην πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή τον Σεπτέμβριο του 2014 με την Τίνα Μανδηλαρά, δεν είχα κοιμηθεί όλο το βράδυ, με φόβιζαν τα μικρόφωνα, οι κονσόλες, ο ήχος, όλα. Χρειάστηκε μόνο εκείνη η πρώτη εκπομπή για να καταλάβω πόσο καλά περνάω, τι ενέργεια μου δίνει το ραδιόφωνο, τι έκρηξη αδρεναλίνης μού χαρίζει.

Η αλήθεια είναι πως με τα χρόνια κάποιες εκπομπές έγιναν διεκπεραιωτικά, άλλες μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, κάποιες ενώ πάλευα για την υγεία μου, και προσπαθούσα πεισματικά, σχεδόν εμμονικά να μην παρατήσω την εκπομπή. Με βοήθησε πολύ η παρουσία του Άγη Αθανασιάδη πέρυσι, με αποφόρτισε. 

Λόγοι υγείας δεν επέτρεψαν ένα κανονικό τέλος της τέταρτης σεζόν και την άνοιξη. Όταν κάναμε την εκπομπή με τη Μαρία Ξυλούρη για το 4321 του Paul Auster, δεν υπολόγιζα πως θα είναι η τελευταία.

Επανέρχομαι πέντε μήνες μετά με κάποιο κράτημα, ίσως με τη λαχτάρα της αρχής κι ας πέρασαν τέσσερις σεζόν ήδη και περπατάμε στην 5η. Σήμερα 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr θα δούμε αν ακόμα με κρατάει το σκοινί. 


                                                              Κατερίνα Μαλακατέ

Υ.Γ. 42 Αν θέλετε να λάβετε μέρος στην κλήρωση, πατήστε εδώ

Υ.Γ. 42-42 Όλες οι παλιότερες εκπομπές μαζεμένες, εδώ




20/9/18

"Η Κάρι μας", Theodore Dreiser



Ευχαριστήθηκα την ανάγνωση της Κάρις μας, του εμβληματικού μυθιστορήματος του Θιόντορ Ντράιζερ. Το βιβλίο είναι γραμμένο στην εκπνοή του 19ου αιώνα και για αυτό είναι ακόμα φανερή η επιρροή του Ντίκενς στην αφήγηση, όμως η λογοτεχνία ήδη είχε αρχίσει να αλλάζει∙ πρόκειται για ένα από τα πρώτα νατουραλιστικά μυθιστορήματα της Αμερικής. Η Κάρι θυμίζει πάρα πολύ τη Νανά του Ζολά- μυθιστόρημα που λατρεύω- αλλά ταυτόχρονα είναι διαφορετική από εκείνη, αμιγώς αμερικάνικη. 

Η Κάρι είναι ένα κορίτσι που αφήνει το χωριό της για να μετακομίσει στη μεγάλη πόλη, το Σικάγο. Εκεί ζει αρχικά με την αδελφή της και τον γαμπρό της, πολύ φτωχικά. Βρίσκει γρήγορα δουλειά σε εργοστάσιο, όπου εργάζεται σκληρά για πενταροδεκάρες. Δίνει νοίκι στον γαμπρό της, και τελικά δεν μένει τίποτα για κείνην, όχι για να αγοράσει τα υπέροχα φορέματα που ονειρεύεται, αλλά ούτε καν μια φθινοπωρινή ζακέτα για να μην αρρωστήσει. Όταν τελικά πέφτει με πυρετό, την απολύουν και ο γαμπρός της τη διώχνει. Η Κάρι, αν και έχει την επιλογή να γυρίσει στο χωριό της, διαλέγει να μείνει. Θυμάται τον ευγενικό κύριο που της είχε μιλήσει στο τρένο του ερχομού, και πάει να τον βρει. 

Έτσι η Κάρι θα βρεθεί να συζεί με τον πλασιέ Ντρουέ. Η σχέση τους είναι αμοιβαίας ευχαρίστησης, αλλά όχι έρωτα. Η Κάρι έχει τα λούσα που επιθυμεί, κι αυτός ταυτόχρονα με την Κάρι, έχει την ελευθερία να κυνηγάει κι άλλα όμορφα κορίτσια. Ώσπου γνωρίζει την συμβία του στον φίλο του Χάρστγουντ κι αυτή γοητευμένη από τον πλούτο και την άνεση του μεσόκοπου διευθυντή μπαρ, αφήνεται στον θαυμασμό του. 

Ο συγγραφέας έχει μεγάλη αγάπη για τις πόλεις, το Σικάγο στην αρχή κι έπειτα τη Νέα Υόρκη, μοιάζει έκθαμβος μπροστά στο θαύμα που συντελέστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Αμερική. Ταυτόχρονα δείχνει τη μεγάλη σκληρότητα του καπιταλισμού: από τη μια άγρια εκμετάλλευση και μισθοί πείνας κι από την άλλη η δημιουργία του ονείρου- καταναλωτικά αγαθά που τα ονειρεύεσαι αλλά δεν μπορείς να τα έχεις. Η Κάρι συνέχεια λιμπίζεται καινούρια πράγματα, συνέχεια θέλει να είναι «όπως οι άλλες κοπέλες», αγαπάει τα μαγαζιά, τις βιτρίνες. Ακόμα κι όταν είναι ρακένδυτη. Και συνεχίζει να τα ποθεί κι όταν ακολουθεί τους θαυμαστές της, ακόμα κι όταν τελικά γίνεται μια σταρ. 

Η Κάρι δεν ερωτεύεται τους εραστές της αλλά θαμπώνεται από αυτούς. Όταν σταματούν να είναι τόσο γαλαντόμοι, τους αλλάζει δίχως μια σκέψη. Ενώ δίνει πάντα στους «φτωχούς» όταν πια τα καταφέρνει στη ζωή, δεν γυρίζει πίσω για να βοηθήσει την αδελφή της ή τον Χαρστγουντ όταν ξεπέφτει. Είναι ανήθικη η Κάρι; Αυτό είναι το ερώτημα. Κι η απάντηση είναι πως δεν είναι. Είναι δημιούργημα της εποχής της. Εξάλλου όταν αποκτά λεφτά κι ανήκει στην πολυπόθητη αστική τάξη, επιδιώκει να ραφιναριστεί, δεν σχετίζεται πια με εύπορους μεσόκοπους, την ελκύει εκείνος ο νεαρός που της μιλά για τη ματαιότητα του καταναλωτισμού και τα σπουδαία μυθιστορήματα της εποχής τους. 

Τραγική φιγούρα του μυθιστορήματος- και άτυπος πρωταγωνιστής- είναι ο Χάρστγουντ. Ένας άντρας με οικογένεια και παιδιά, που τα εγκαταλείπει όλα για την Κάρι, για να ανακαλύψει πως ο εαυτός του δεν μπορεί να οριστεί αν χάσει τη δύναμη, τις διασυνδέσεις και τα λεφτά του. Αυτό ήταν ο εαυτός του εξαρχής, κι η ρομαντική ιδέα πως τα τίναξε όλα στον αέρα για έναν έρωτα, μοιάζει σχεδόν γελοία. Αμέσως μόλις ζει με το αντικείμενο του πόθου, αυτό απομυθοποιείται. 

Η γραφή του Ντράιζερ είναι γρήγορη, η πλοκή εναλλάσσεται, η Κάρι μεγαλώνει και πολλές φορές μάς εκπλήσσει. Το μυθιστόρημα χαρακτηρίστηκε ανήθικο στην Αμερική- η Κάρι συζεί, κάνει έρωτα, πατάει επί πτωμάτων χωρίς ούτε μια τύψη, χωρίς καν να είναι αδήριτος ανάγκη- και για αυτό η πρώτη έκδοση του απέτυχε, την σαμποτάρισαν οι ίδιοι οι εκδότες της. Όμως η δύναμη του κειμένου παραμένει ακόμα και σήμερα. 

Είναι συμπαθητική η ηρωίδα; Ποιος νοιάζεται. Είναι ένα όμορφο κορίτσι του καιρού της, σηματοδοτεί κάτι νέο και πολιτικό που όρισε σχεδόν όλον τον 20ο αιώνα. Σαν ζωντανό μάθημα ιστορίας. 


                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Η Κάρι μας", Θίοντορ Ντράιζερ, μετ. Έλλη Φιλοκύπρου, εκδ. Gutenberg, 2018, σελ. 760

13/9/18

"Λούμπεν μυθιστορηματάκι", Roberto Bolaño




Τον τελευταίο καιρό γίνεται μεγάλη κουβέντα για τα γραπτά του Μπολάνιο που θα εκδοθούν ή εκδόθηκαν μετά θάνατον, το «Λούμπεν μυθιστορηματάκι» πάντως είναι το τελευταίο βιβλίο του που εκδόθηκε όσο εκείνος ήταν εν ζωή. Πρόκειται για μια νουβέλα που γράφτηκε κατά παραγγελία, με όρο να είναι η δράση επικεντρωμένη σε μια πόλη. Ο Μπολάνιο διάλεξε τη Ρώμη. Αν και μου φαίνεται πως η ιστορία θα μπορούσε να σταθεί παντού. 

Η Μπιάνκα και ο αδελφός της χάνουν τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και μένουν μόνοι. Όσο διαχειρίζονται το πένθος τους, πρέπει να αντιμετωπίσουν και τα πρακτικά της ζωής, η σύνταξη ορφάνιας που παίρνουν είναι ελάχιστη, κανένας ενήλικος δεν υπάρχει να τους αναλάβει. Βρίσκουν δουλειά, ο ένας σε ένα γυμναστήριο, η άλλη σε ένα κομμωτήριο, και σιγά σιγά παρατάνε το σχολείο. Μια μέρα ο αδελφός της θα φέρει δυο φίλους να μείνουν στο σπίτι, έναν Λίβυο κι έναν Μπολονέζο, που μοιάζουν σαν αδέλφια. 

Πρόκειται για μια σκοτεινή ιστορία ενηλικίωσης, αναζήτησης ταυτότητας- και σεξουαλικής-, για μια καταβύθιση στην εφηβική ψυχή, όταν όλα γύρω καταρρέουν και χάνονται. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες, και ειδικά η πρωταγωνίστρια Μπιάνκα, ξετυλίγονται σε όλο το μπολανικό τους μεγαλείο. Η πλοκή είναι απλή, αλλά δεν είναι. Στον συγγραφέα αρέσει να διερευνά θέματα ηθικής, να βάζει τους ήρωες να διαλέγουν. Εδώ, στη μέση μπαίνει κι έρωτας. 

«Τώρα είμαι μητέρα κι είμαι επίσης παντρεμένη γυναίκα, αλλά δεν πάει πολύ καιρός που ήμουν εγκληματίας. Ο αδελφός μου κι εγώ είχαμε μείνει ορφανοί. Το γεγονός αυτό κατά κάποιο τρόπο τα δικαιολογεί όλα. Δεν είχαμε κανέναν. Κι όλα συνέβησαν στο άψε-σβήσε» 

Το «Λούμπεν μυθιστορηματάκι» είναι ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς. Διαβάζεται εύκολα, πιθανότατα οι 119 σελίδες του να βγουν σε μια ανάγνωση. Στην πραγματικότητα όμως λίγοι θα αντισταθούν στον πειρασμό να το ξαναδιαβάσουν αμέσως. Μοιάζει να μην περισσεύει ούτε μια λέξη∙ κι αυτό όσο κι αν φαίνεται εύκολο, δεν είναι. Έχει να κάνει με το γεγονός πως ο Μπολάνιο ήταν πρωτίστως ποιητής και διηγηματογράφος, κι ας έγινε γνωστός για δύο ογκωδέστατα μυθιστορήματα.

Το ενδιαφέρον μου για τον συγγραφέα παραμένει αμείωτο μέσα στα χρόνια. Ξεκίνησα να τον διαβάζω δειλά, το 2010 με το Μακρινό αστέρι, έπειτα διάβασα το Amulet (το Φυλακτό) μετά το 2666, ακολούθησαν Οι Άγριοι ντετέκτιβ, οι Πουτάνες φόνισσες, τα Τηλεφωνήματα, Η Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική, το Παγοδρόμιο. Δεν μπορώ να σκεφτώ αυτά τα χρόνια άλλον συγγραφέα που να μου προκαλεί τέτοια αναγνωστική ευφορία, μου ταιριάζει η σκοτεινιά και η αλλόκοτη ματιά του, η διαστροφή και η ευστροφία του. Λυπάμαι όπως όλοι, που πέθανε νωρίς και τον ανακαλύψαμε αργά. Αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία πως Ρομπέρτο Μπολάνιο θα διαβάζουν και τα παιδιά μας. 

                
                                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Λούμπεν μυθιστορηματάκι", Ρομπέρτο Μπολάνιο, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα, 2018, σελ. 119


6/9/18

"The Sympathizer", Viet Thanh Nguyen

By Source, Fair use, https://en.wikipedia.org/w/index.php?curid=50590783


Ο Viet Thanh Nguyen είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Αμερικανοβιετναμέζος που μετανάστευσε στην Αμερική πολύ μικρός, μιας και η οικογένειά του βρέθηκε στα προσφυγικούς καταυλισμούς το 1975 μετά την πτώση της Σαϊγκόν. Το πρώτο του βιβλίο, “The Sympathizer”, πήρε το Πούλιτζερ του 2016, ενώ σάρωσε σχεδόν σε όλα τα Αμερικάνικα βραβεία. 

Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις το είδος του μυθιστορήματος που έγραψε ο Nguyen. Είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα, ένα κατασκοπικό μυθιστόρημα, ένα πολιτικό θρίλερ, ένα βιβλίο για την αναζήτηση της ταυτότητας και της πατρίδας; Είναι όλα αυτά κι ίσως τίποτα μαζί. Ο ανώνυμος αφηγητής, και βασικός πρωταγωνιστής, γράφει σε πρώτο πρόσωπο την απολογία του. Πρόκειται για έναν διπλό πράκτορα, έναν άντρα μικτής καταγωγής- μισός Βιετναμέζος, μισός λευκός [ο καθολικός ιερέας πατέρας του αποπλάνησε την 13χρονη υπηρετριούλα του]- που είναι η ορντινάτσα ενός αξιωματικού του Βιετναμέζικου στρατού. Όταν η Σαϊγκόν πέφτει και η χώρα περνά στα χέρια των Βιετκόνγκ, διαφεύγει μαζί με τον ανώτερό του στην Αμερική. Ζει την προσφυγιά, την έλλειψη της αξιοπρέπειας, είναι μόνος παντού, δεν μπορεί να νιώσει πατρίδα του κανέναν τόπο. Γοητεύεται από τον δυτικό πολιτισμό, αγαπά την τέχνη, την άνεση, την κουλτούρα, παραμένει όμως ένας πιστός κομμουνιστής, στέλνει συνεχώς πληροφορίες στον καθοδηγητή του- και καλύτερό του φίλο- στους Βιετκόνγκ. 

Υπάρχει ένα ολόκληρο μέρος όπου ο ήρωας δουλεύει ως «σύμβουλος» ενός κινηματογραφιστή για μια ταινία. Κι εκεί επιμένει να υπάρχουν στο καστ κανονικοί Βιετναμέζοι- όχι απλά άτομα της κίτρινης φυλής, Κινέζοι ή Φιλιππινέζοι ας πούμε- και να έχουν ατάκες πού και πού. Η κριτική για το «Αποκάλυψη τώρα» αλλά και το «Πλατούν» είναι σαφής. Οι Αμερικάνοι σκηνοθέτες, αν και έφτιαξαν αριστουργηματικές ταινίες για το θέμα, το είδαν τελείως αμερικανοκεντρικά- οι Βιετναμέζοι στις ταινίες τους ή ανατινάσσονται και πεθαίνουν ή βιάζουν και σκοτώνουν, χωρίς ποτέ να μιλάνε. 

Ο ήρωας είναι μιγάς. Δεν ανήκει σε καμία από τις δύο χώρες, σε καμιά από τις δύο φυλές, καταλαβαίνει- και δεν καταλαβαίνει- καμία από τις δύο κουλτούρες. Δεν θα τον παντρευόταν καμία, ούτε Αμερικάνα, ούτε Ανατολίτισσα. Είναι βαθιά μοναχικός, με μόνο σημείο αναφοράς τη μάνα του, που πέθανε στα τριάντα τέσσερά της, αφού έζησε μια φρικτή ζωή γεμάτη στερήσεις. Κι αυτός αφιερώνει τη ζωή του στην κατασκοπεία, μόνο για να συνειδητοποιήσει κάποτε πως όποιος έχει δύναμη την καταχράται. Όταν ξαναγυρνά στην πατρίδα του καταλαβαίνει καλά αυτή την απλή αλήθεια.

Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια εκπληκτική καταγραφή, για μια άλλη οπτική γωνία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για τον οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνι στην Αμερική, ποτέ όμως με αυτόν τον τρόπο. Η γραφή του Nguyen έχει εξαιρετικό ρυθμό, σε συνεπαίρνει, ώρες ώρες θέλεις να διαβάσεις αράδες φωναχτά για να καταλάβεις τη μουσικότητά τους. Κάποιες άλλες το ύφος του μοιάζει κάπως ακαδημαϊκό και διδακτικό. Πάντως μιλάμε για ένα βιβλίο βαθύ, σπαρακτικό, που ασχολείται με θέματα καυτά και πανανθρώπινα ενώ ταυτόχρονα διηγείται μια συγκλονιστική ιστορία.  




                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ



"The Sympathizer", Viet Thanh Nguyen, Grove Press, 2015, pg.371


Υ.Γ. 42 Στα Ελληνικά "Ο συνοδοιπόρος" κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Utopia σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη