26/11/19

"Βορινή παραλία", Ιωάννα Ντούμπρου



Η Βορινή παραλία είναι ύπουλο βιβλίο. Στην αρχή νομίζεις πως διαβάζεις μια κλασική ερωτική ιστορία, από αυτές που γράφονται και πωλούνται με τον σωρό. Ένα ζευγάρι, η Γεωργία κι ο Γιώργος, φτάνουν στο νησί Chimera στις Μαλβίδες. Τα πάντα είναι ειδυλλιακά, πάντα βρίσκεται κάποιος να τους εξυπηρετήσει, ένας «Σταν» (έτσι λέει όλους τους εργαζόμενους στο νησί ο Γιώργος). Η πρώτη εβδομάδα περνάει μια χαρά. Η Γεωργία σκέφτεται πως ίσως θα μπορούσε να ζητήσει από τον Γιώργο ένα παιδί, αν και τα δυο χρόνια που είναι μαζί δεν έχουν αναπτύξει καμία ιδιαίτερη επαφή. Αυτή είναι πολύ όμορφη και κομψή, πετυχημένη, στα τριάντα οκτώ, εκείνος είναι πετυχημένος, όμορφος, γυμνασμένος και τριάντα τριών. 

Όλα αλλάζουν όταν στο τέλος των διακοπών τους, ο διευθυντής του ξενοδοχείου τούς κάνει δώρο μια καμπάνα πάνω στο νερό για άλλη μια εβδομάδα. Ο Γιώργος βρίσκει μια παλιά αγάπη κι εξαφανίζεται, κι η Γεωργία μένει να ξεσκεπάσει τις αυταπάτες της. Καθοδηγούμενη από τον διευθυντή του ξενοδοχείου, που φανερά έλκεται από κείνη, βλέπει και τη βορινή παραλία, εκεί που μαζεύονται όλα τα σκουπίδια. Το νησί αποκαλύπτει κάτι από τα μυστικά του, επίπονα, βασανιστικά, χωρίς πια ανεμελιά, στρείδια, και ποτά, αλλά με τσιγάρα στριφτά στη ζούλα. Η Γεωργία καταβυθίζεται, στο νησί και τον εαυτό της— κι ας μην μπορεί τις καταδύσεις. Αυτά που στην αρχή μοιάζουν επίπονα, μετά δεν έχουν καμία σημασία. Αναδύονται όμως στην επιφάνεια άλλοι πόνοι, ουσιαστικοί. Ένα άλλο κορμί, που ζητάει παρηγοριά, το δικό της –πότε τσιγάρα, πότε φαγητό, πότε να το αφήσουν ήσυχο. Και μια φασματική γυναίκα που μοιάζει ύποπτα στην ιλουστρασιόν εκδοχή της. 

«Πες μου, πόσο όμορφη είσαι;» τη ρωτάει συνέχεια ο Γιώργος. Κι αυτό είναι το ερώτημα σε όλο το βιβλίο. Πόσο όμορφη είναι; Τι ξέρει για τον εαυτό της και την ομορφιά της. Τι ξέρει για τις αυταπάτες, τη χλιδή και τα σκουπίδια. Πώς ένα ταξιδάκι αναψυχής-όνειρο ζωής μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ή μάλλον όχι ακριβώς, μετατρέπεται σε ξυπνητήρι αφύπνισης. Η Ιωάννα Ντούμπρου έγραψε ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο, δεν έπεσε στην παγίδα να μιλήσει για όλα όσα την αφορούν –όπως συνήθως στα πρωτόλεια— επικεντρώθηκε στο θέμα της κι έδωσε μια σημερινή ερωτική ιστορία, ιστορία αναζήτησης και αγάπης του εαυτού, που αξίζει να διαβαστεί. 




                                          Κατερίνα Μαλακατέ




"Βορινή παραλία", Ιωάννα Ντούμπρου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.227









21/11/19

"Zero K", Don Dellilo



Μοιάζει κάπως ιερόσυλο να προσπαθήσεις να γράψεις για το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα που στο μυαλό σου είναι ιερό τέρας. Πόσο μάλλον αν αυτός έχει περάσει πια τα ογδόντα και η σκέψη πως μπορεί να μην ξαναγράψει σε τριβελίζει. Τον άκουσα ζωντανά πριν κάποιο καιρό, παραμένει ο λόγος του εντυπωσιακός και απλός, αν και τα βιβλία του έχουν αλλάξει. Από τον Υπόγειο κόσμο και τον Λευκό θόρυβο, τεράστιες σάγκες που ασχολούνται σχεδόν με τα πάντα, έχει περάσει σε πιο λιτές αφηγήσεις, κάπως μονοθεματικές, που εξαντλούν το θέμα και δεν εντυπωσιάζουν τόσο. Το Zero K μοιάζει να είναι φτιαγμένο κι από τα δύο υλικά, δεν είναι λιτό, όπως ας πούμε το Body artist, έχει στιγμές αριστουργηματικής πρόζας— αυτή η κρύα, σχεδόν αποστασιοποιημένα γραφή που τον χαρακτηρίζει είναι σχεδόν κλασική πια– αλλά ασχολείται με το θέμα του διεξοδικά. 

Ένας άντρας, ο Τζεφ, πηγαίνει σε ένα περίεργο κέντρο μέσα στην έρημο, σχεδόν όλο είναι υπόγειο και οι εγκαταστάσεις είναι εντυπωσιακές. Εκεί ο πατέρας του, με τη νυν σύντροφό του, την Άρτις, σχεδιάζουν τον θάνατό της. Η Άρτις πάσχει από μια εκφυλιστική ασθένεια, οπότε επιλέγει τη στιγμή που θα πεθάνει και θέλει το σώμα της να διατηρηθεί με κρυογονική, για να αναγεννηθεί όταν υπάρχει θεραπεία. Ο πατέρας του Τζεφ είναι υγιής, όμως κι αυτός μπαίνει στο πειρασμό να κάνει τη διαδικασία μαζί της. Εξάλλου αυτός χρηματοδοτεί το κέντρο μέσα στην έρημο, είναι πάμπλουτος, αυτοδημιούργητος και παντοδύναμος. Πολύ σύντομα φαίνεται πως δεν κάλεσε τον Τζεφ εκεί μόνο για να πει αντίο στη μητριά του. Θέλει να αναλάβει τις επιχειρήσεις του, ή ίσως και να πάει μαζί τους. Μόνο που τον γιο του τον έχει εγκαταλείψει στα 14 του, κι ο Τζεφ τώρα στα 34 του, βρίσκει όλο τον εαυτό του, να αναπολεί τη στιγμή του θανάτου της μητέρας του. 

Θα μπορούσε να είναι απλώς αγάπη; Όλες αυτές οι απόλυτες λέξεις. Τις άξιζε άραγε ο άντρας με το ψεύτικο όνομα, ο ανεπαρκής σύζυγος, ο απών πατέρας; Κόψε το παραλήρημα, το παράπονο που φουντώνει μέσα σου, είπα στον εαυτό μου. Ένας άνθρωπος με τα δικά του μέσα επιλέγει να γίνει κατεψυγμένο δείγμα μέσα σε μια κάψουλα σε κάποιες αποθηκευτικής εγκαταστάσεις, είκοσι χρόνια πριν την ώρα του. 

Η σκηνή που ο Τζεφ φτάνει στην έρημο είναι εντελώς ντελιλική. Κάποιος βρίσκεται σε ένα άγνωστο μέρος, που μοιάζει φοβερά τρομακτικό, με κλειστές πόρτες. Αλλά και ο τρόπος που χειρίζεται τη θνητότητα και το θάνατο είναι ενδιαφέρων. Ο πατέρας του Τζεφ δεν είναι σίγουρο πως θέλει να ακολουθήσει τη μητριά του μόνο από αγάπη, έχει και μια διεστραμμένη ελπίδα αθανασίας, την αίσθηση πως η παντοδυναμία του μπορεί να επεκταθεί και στον θάνατο. Μετά υπαναχωρεί. Η ζωή μετά το θάνατο, ή ο θάνατος για τη ζωή ή τελικά η ίδια η ζωή που μοιάζει αβίωτη χωρίς την ελπίδα. Ο θεός που μπορεί να είναι η επιστήμη, κι αν είναι ψευδοεπιστήμη. Κι η ζωή στην καθημερινότητά της, με θέματα πιο απλά, γονεϊκών σχέσεων και επικοινωνίας. 

Ο Ντελίλλο χειρίζεται όλα αυτά τα ζητήματα με τον δικό του μετά-μετάμοντέρνο τρόπο, με τη λιτότητα της γλώσσας που είναι το σήμα καατεθέν του, κι έχει κι εδώ κομμάτια που μένουν στη μνήμη για πάντα. Το Zero K δεν είναι σε καμία περίπτωση το αγαπημένο μου βιβλίο του, έχει οριακά στιγμές που πλατειάζει, ίσως και λίγο να ηθικολογεί. Εδώ το περιώνυμο χιούμορ του μοιάζει να τον εγκαταλείπει. Παρόλα δεν σε αφήνει να ανασάνεις, και παραμένει ένα μυθιστόρημα που θυμίζει την ιδιοφυΐα του συγγραφέα από τα παλιά.


                                                  Κατερίνα Μαλακατέ


"Zero K", Ντον ΝτεΛίλο, μετ. Λαμπρινή Κουζέλη, εκδ. Εστία, 2019, σελ. 310

14/11/19

"Μηχανές σαν κι εμένα", Ian McEwan


Είμαι τακτική αναγνώστρια του Ίαν ΜακΓιούαν, τον ακολουθώ αρκετά χρόνια και γι' αυτό διάβασα το Μηχανές σαν κι εμένα σχεδόν μόλις το είδα στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Για να είμαι ειλικρινής, με γοήτευσε και το θέμα, η επιστημονική φαντασία είναι σταθερά στις προτιμήσεις μου, από τότε που ξεκοκκάλιζα τον παππού Ισαάκ Ασίμωφ στην εφηβεία. Με ιντριγκάρισε που ένας συγγραφέας που δεν έχει δοκιμαστεί στο είδος αποφάσισε να φτιάξει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο ΜακΓιούαν- παρ’ όλη την αγάπη που του έχω- είναι άνισος, έχει γράψει αριστουργηματικά βιβλία όπως η Έμμονη Αγάπη, η Εξιλέωση, τα Μαύρα σκυλιά αλλά και μετριότατα όπως το Σόλαρ. Στις Μηχανές, τα πράγματα είναι μοιρασμένα, έχει αριστοτεχνικές σκηνές, από εκείνες που θυμάσαι, με χιούμορ και βαθιά νοήματα, κι άλλες που φαίνεται καθαρά πως δεν μπορεί να χειριστεί τόσες πληροφορίες μαζεμένες. 

Ο Τσάρλι, ο κεντρικός ήρωας, είναι ένας μάλλον αποτυχημένος τριαντάρης ανθρωπολόγος, που αρνείται να πιάσει δουλειά πλήρους απασχόλησης και βιοπορίζεται μερικώς παίζοντας στο χρηματιστήριο από έναν πανάρχαιο υπολογιστή στο σπίτι του. Με τα τελευταία λεφτά που κληρονομεί από μια θεία του, αντί να πάρει ένα σπίτι, αγοράζει ένα από 13 ανθρωπόμορφα ρομπότ που μόλις κυκλοφόρησαν. Έχουν βασιστεί στις τεχνολογίες που ανέπτυξε ο Άλαν Τούρινγκ- που εν έτει 1982 είναι η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα της εποχής και ζει με τον σύντροφό του ευτυχής (!). Ο Τσάρλι προγραματίζει το ανδροειδές του με τη βοήθεια της όμορφης εικοσάχρονης γειτονοπούλας, Μιράντα, και σύντομα αντιλαμβάνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Έτσι αρχίζουν να ζουν μαζί, ο Τσάρλι, η Μιράντα και το ρομπότ, ο Αδάμ. Περίπου σαν οικογένεια.

Μόνο που ο Αδάμ δεν είναι παιδί και δεν είναι άνθρωπος. Ήδη από την πρώτη στιγμή λέει στον Τσάρλι να προσέχει το παρελθόν της Μιράντα. Τα πραγματικά προβλήματα όμως αρχίζουν όταν ο Αδάμ ολοκληρώνει την προσωπικότητά του, πιστεύει πως έχει συνείδηση και αισθήματα- νιώθει συμπάθεια, αντιπάθεια, έρωτα. Τότε μπαίνουν θέματα ηθικών αποφάσεων. Τι είναι ή δεν είναι ηθικό για έναν άνθρωπο. Τι είναι νόμιμο. Πώς μαθαίνει ένα παιδί, πώς μαθαίνει ένα ρομπότ χωρίς προσωπική ιστορία, μπορούν τα ανδροειδή να ερωτευόνται; Έχουν συνείδηση, με ποιον τρόπο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και πώς θα αλλάξουν τον κόσμο.

Όλα αυτά τα ερωτήματα τα έχουν θέσει ο Φίλιπ Ντικ, ο Ασίμωφ κι οι υπόλοιποι μάστερς της επιστημονικής φαντασίας πολλά χρόνια πριν- και το έκαναν καλύτερα. Ο ΜακΓιούαν φαίνεται να αγνοεί τον βασικό κανόνα του είδους, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι αλλαγές στην Ιστορία δίνονται με μικρές πινελιές μέσα στην πλοκή. Αντίθετα εδώ βλέπουμε σελίδες ολόκληρες αφιερωμένες στο τι είναι "αλλιώς". Κι αυτό ενέχει πάντα μια παγίδα, να γίνει το δυστοπικό φόντο ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, και να χαθεί το ενδιαφέρον για τους ήρωες. 

Η εποχή, το 1982, είναι πολύ ενδιαφέρουσα πολιτικά, τα πολλαπλά ιστορικά "τι θα γινόταν αν"- τα Φόκλαντς, η Θάτσερ μπαίνει σε εκλογική αναμέτρηση με τον Τόνυ Μπεν, τι θα γινόταν αν ζούσε ο Τούρινγκ- έχουν πλάκα. Δεν είναι σίγουρα το πιο εμπνευσμένο βιβλίο από αυτά που που διερευνούν τη σχέση ανθρώπου και ανθρωπόμορφης μηχανής. Δεν είναι, ακόμα ακόμα, το καλύτερο μυθιστόρημα του. Είναι όμως ένα καλογραμμένο βιβλίο, που θυμίζει την σκοτεινή, παλαιότερη εποχή του, με αρκετές δόσεις χιούμορ, και μια κυνικότητα καθαρά βρετανική. Κι αξίζει να διαβαστεί.



                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ





"Μηχανές σαν κι εμένα", Ίαν ΜακΓιούαν, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.416