28/4/20

"Η γενναιοδωρία της γοργόνας", Denis Johnson



Πρωτογνώρισα τον Ντένις Τζόνσον διαβάζοντας το «Δέντρο από καπνό» πριν αρκετά χρόνια. Ομολογώ πως δεν θυμήθηκα αμέσως το όνομά του όταν είδα τη συλλογή διηγημάτων «Η γενναιοδωρία της γοργόνας» από τις εκδόσεις Αντίποδες. Πρόκειται για πέντε σχετικά εκτενή διηγήματα. Τα τρία μοιάζουν πολύ με το μυθιστόρημα που έχω διαβάσει, έχουν ήρωες παρίες, ανθρώπους σπασμένους από τη φυλακή, από τα ναρκωτικά. Το ύφος του Τζόνσον μοιάζει πολύ με του δασκάλου του, Ρέιμοντ Κάρβερ, αποπνέουν την ίδια μυρωδιά μιζέριας και δυστυχίας, όμως με έναν τρόπο ανθρώπινο και φυσικό, σαν να πίνεις ένα ποτήρι νερό. 

Το πρώτο μου πρωί στον όροφο παρακοιμήθηκα και κάποιος όντως μου βούτηξε το πρωινό. Στο εξής ξυπνούσα με την μία για το πρώτο γεύμα της ημέρας, γιατί πέρα από το φαγητό δεν είχαμε τίποτα άλλλο να περιμένουμε απ’ τη ζωή, και η πείνα που νιώθαμε σε κείνο το μέρος ήταν πιο φοβερή κι από των μωρών. Κορν φλέικς για πρωινό. Μεσημεριανό: σάντουιτς με μορταδέλα. Για βραδινό, μια από τις δημιουργίες του Σεφ Μπογιαρντί σε κονσέρβα, ή, τις καλές μέρες, βοδινό αλά Dinty Moore. Τα πιο νόστιμα που έχω φάει ποτέ. 

Οι ήρωες του Τζόνσον είναι κάπως ψυχεδελικοί, οριακές προσωπικότητες που προσπαθούν να κρατηθούν, άνθρωποι που γνώρισαν μόνο τη σκληρή πλευρά της ζωής. Έχει μεγάλη ικανότητα εμβάθυνσης στους χαρακτήρες, τόσο που νιώθεις σχεδόν αυτή την άλλη Αμερική, που συχνά δεν βλέπουμε, να σε κυκλώνει. Η ασφυξία δημιουργεί ένα αίσθημα αυθεντικότητας, κι εκεί που νιώθεις πως ίσως δεν θα άντεχες να διαβάσεις, ο Τζόνσον κάνει την υπέρβαση, με κάποιον σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, η φαντασία παρεισφρέει και δίνει τη λύση.

Στα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής, αυτά που δεν είχαν ποτέ εμφανιστεί όσο ζούσε, έχουμε μια διαφορά, κι εδώ οι ήρωες είναι δυστυχείς και κατατρεγμένοι, εγκλωβισμένοι σε μια μάταιη και αφόρητη ζωή, όμως είναι συγγραφείς∙ καμένοι συγγραφείς, με εμμονές, ταλαντούχοι ή ατάλαντοι, γεμάτοι ναρκωτικά και φαντάσματα, πάντως άνθρωποι που ασχολούνται με το γράψιμο και τον πόνο της γραφής.  

Ο Μαρκ ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Εγώ ήμουν τριάντα πέντε. Είχα διευθύνει αρκετά τέτοια εργαστήρια την προηγούμενη δεκαετία, είχα ξενυχτίσει παλεύοντας με τους στίχους που έγραφαν οι μαθητές κάθε είδους, όχι μόνο οι μεταπτυχιακοί της δημιουργικής γραφής αλλά και παιδάκια από κάτι κρατικά προγράμματα του τύπου «η ποίηση στο σχολείο», συνταξιούχοι από τα καλλιτεχνικά εργαστήρια των δήμων, και μια φορά, για πάνω από ένα χρόνο, κλεφτρόνια, λαθρέμποροι και μαχαιροβγάλτες σε μια ομοσπονδιακή φυλακή, κι αναρωτιόμουν σχεδόν διαρκώς: Είναι άραγε οι δικοί μου στίχοι καθόλου καλύτεροι από τους δικούς τους; Τα πρώτα πέντε έξι ποιήματα του Μάρκους Άχερν μου έδωσαν την απάντηση που ζητούσα. Ήταν αληθινά ποιήματα, κάθε στίχος τους ήταν στίχος αληθινού ποιήματος, και καθώς τα κρατούσα στα χέρια μου εκείνη η κρυφή αγωνία σταμάτησε να σφίγγει την καρδιά μου και αποδέχτηκα πως δεν θα γινόμουν ποτέ ποιητής, μόνο δάσκαλος ποιητών. 

Αυτά είναι τα αγαπημένα μου της συλλογής, ξεχωρίζουν από τα άλλα, ασχολούνται με το θάνατο, και την τρέλα και την παραίσθηση, μα με έναν τρόπο που μοιάζει ώριμος. Η γλώσσα του Τζόνσον είναι λιτή και καθαρή, χωρίς στολίδια, όπως κι ο τρόπος της αφήγησης. Η συλλογή κυκλοφόρησε στην Αμερική έναν χρόνο μετά τον θάνατο του και μοιάζει ως η ιδανική κατακλείδα μιας μάλλον ταραγμένης (και συγγραφικά) ζωής. 



                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Η γενναιοδωρία της γοργόνας", Ντένις Τζόνσον, μετ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες, 2019, σελ. 205













20/4/20

"Σώσα", Isaac Bashevis Singer




Αγαπώ την απλότητα και τη γοητεία της γραφής του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. Έχει την ικανότητα να κρατά μαγεμένο τον αναγνώστη, ενώ χτίζει πολύπλοκους και βαθείς χαρακτήρες. Ο Σίνγκερ δεν απομακρύνεται ποτέ πολύ από τις εμμονές του: την Εβραϊκότητα, τα γίντις, την Τορά, τον Έρωτα, την ταυτότητα. Η «Σώσα» είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, έχεις συνέχεια την αίσθηση πως κρυφοβλέπεις τον ίδιο τον συγγραφέα. Πρωταγωνιστής και πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο Άρελε, ένας νεαρός γιος Ραβίνου, μεγαλωμένος ως Ορθόδοξος Εβραίος σε μια φτωχογειτονιά της Βαρσοβίας, στην οδό Κροχμάλνα. Ο Άρελε, ενάντια στη θέληση της οικογένειάς του, δεν γίνεται ραβίνος, μα προσπαθεί να εδραιωθεί ως γίντις συγγραφέας. Περισσότερο κινείται στους λογοτεχνικούς κύκλους, παρά γράφει, βέβαια. Και ποτέ δεν απομακρύνεται από την Κοινότητα πραγματικά, ποτέ δεν παύει να αναρωτιέται για την ύπαρξη του θεού, κι ας μην έχει πια βοστρύχους. 

Κομβική φιγούρα είναι ο μέντορας του, ο δρ Φάιτελτσον, ένας άθεος Εβραίος, γυναικάς και φαφλατάς συγγραφέας και φιλόσοφος, που μοιάζει σχεδόν ονειρικός. Και φυσικά οι πολυάριθμες ερωμένες. Η επίσημη κοπέλα του, η Ντόρα, μια κοντούλα κάπως παχουλή επαναστάτρια κομμουνίστρια, η παντρεμένη με τον Χάιμλ, Τσέλια, μια αξιόλογη γυναίκα που αρχικά είναι ερωμένη του Φάιτελτσον, η Μπέτυ Σλόνιμ, μια ηθοποιός που τον ερωτεύεται παλαβά, ενώ έχει έρθει στη Βαρσοβία με τον πολύ μεγαλύτερό της παντρεμένο εραστή της, η Τέκλα, η χωριατοπούλα υπηρέτρια. Όμως όλες αυτές οι γυναίκες, με τις οποίες ο Άρελε κοιμάται ταυτόχρονα και περιστασιακά, ωχριούν μπροστά στην αινιγματική φιγούρα της Σώσα. 

Τη Σώσα ο Άρελε τη γνώρισε όταν ήταν εννέα χρονών, και ήδη τότε φαινόταν λίγο «αργή», τα γίντις της ήταν γεμάτα λάθη, δεν τα κατάφερνε στο σχολείο. Όταν την ξανασυναντά ενήλικος, η κοπέλα φαίνεται ολόιδια, δεν έχει πάρει καθόλου ύψος και η διανοητική της ηλικία μοιάζει παιδιού. Θα προσκολληθεί σε αυτήν, αρνούμενος να φύγει από την πατρίδα του, παρ’ όλο που βλέπει πως σύντομα ο Χίτλερ θα καταλάβει την Πολωνία και οι Εβραίοι θα έχουν κακή τύχη. Με κάποιον τρόπο θα θυσιαστεί για χάρη της, ή για χάρη του εαυτού του. Η Σώσα σηματοδοτεί την αγνότητα, είναι πλήρως αφοσιωμένη στον Άρελε, μόνο τον περιμένει, δεν έχει καμία άλλη ασχολία παρά να τον λατρεύει. Μερικές φορές κάνει και ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, όπως αν υπάρχει Θεός. Ανάμεσα στις κομψές, έξυπνες και μορφωμένες ερωμένες του, μοιάζει σαν ένα άφυλο παιδί. Κι όμως αυτή είναι η πατρίδα του φέρελπι συγγραφέα, αυτήν παντρεύεται και σε αυτήν αφοσιώνεται, ακόμα και σωματικά. 

Με την ίδια εμμονή, τόσο ο Άρελε, όσο και ο ίδιος ο Σίνγκερ επιμένουν στα γίντις. Τα γίντις τα μιλούσαν μια χούφτα άνθρωποι. Ο Σίνγκερ ακόμα και στην Αμερική, πρώτα έγραφε στα γίντις κι έπειτα βοηθούσε να μεταφραστούν τα βιβλία του στα πιο «σφιχτά» και αυστηρά Αγγλικά. Τα γίντις είναι μια γλώσσα υβρίδιο, μέσα της ενυπάρχουν παλαιότερες εκδοχές των Γερμανικών, και τον Ρωσικών, μοιάζουν να περικλείουν την ίδια την ταυτότητα ενός Εβραίου λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Το Ολοκαύτωμα, ο Άρελε το προσπερνά. Βλέπουμε μόνο λίγο τις συνέπειες του, έντεκα χρόνια μετά. Όμως η καυτή ανάσα του Χίτλερ καίει συνεχώς το σβέρκο των ηρώων της «Σώσα». Κι ο καθένας καλείται τότε να πάρει θέση, μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, θα φύγει ή θα μείνει; Ο Άρελε έμεινε στην Βαρσοβία, ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έφυγε για Αμερική. 

Η «Σώσα» βάζει θέματα πολιτικά και φιλοσοφικά, θρησκευτικά και ταυτότητας, και πατρίδας, και γλώσσας. Όλα όμως φιλτράρονται από την αχόρταγη ματιά του συγγραφέα για τον έρωτα. Αυτό το μοτίβο, ενός άντρα που περιβάλλεται από πολύ αξιόλογες γυναίκες, όλες ερωμένες του, επανέρχεται στα βιβλία του. Κι αν και ενέχει αρκετά στοιχεία πατριαρχίας, είναι τόσο οργανικά δεμένο με την πλοκή, που σχεδόν το περιμένεις και το δέχεσαι. Εξάλλου οι ηρωιδές είναι μακράν πιο ενδιαφέρουσες στα κείμενά του, από ό,τι οι άντρες. Το μυθιστόρημα είναι καθηλωτικό, από εκείνα που δεν ξεχνάς πως κάποτε τα διάβασες. Η ίδια η μορφή της ομώνυμης ηρωίδας —που φαντάζομαι πως κανένας δεν κατάφερε ποτέ πλήρως να αποκρυπτογραφήσει— όπως και οι προβληματισμοί του Άρελε, ο τρόπος που συμπεριφέρεται προσωπικά σε μια επερχόμενη πολιτική καταστροφή, θέτουν πολλά ερωτήματα και δίνουν λίγες απαντήσεις. Στην πορεία όμως, όσο βυθίζεσαι στον κόσμο του Σίνγκερ, συνειδητοποιείς πως αυτό δεν έχει καμία σημασία, 


                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ



"Σώσα", Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, μετ. Μιχάλης Πάγκαλος, εκδ. Κίχλη, 2019, σελ.468








10/4/20

"Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών", Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ



Ο Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ είναι ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές συγγραφείς της Τουρκίας. Το «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1954 και παρέμεινε αμετάφραστο στην Ελλάδα έως και το 2019. Σε αυτό ο Τάνπιναρ με ειρωνεία και πολλές φορές καυστικό χιούμορ σατιρίζει τη μετάβαση της Τουρκίας από το παραδοσιακό στο σύγχρονο κράτος, χρησιμοποιώντας έναν εν πολλοίς αναξιόπιστο, αν και αξιαγάπητο αφηγητή. 

Ο Χαϊρί Ιρντάλ μάς αφηγείται τα απομνημονεύματά του. Ο Χαϊρί είναι ένας τύπος που αγαπά το να μην κάνει τίποτα. Στα πρώτα χρόνια του, αν εξαιρέσει κανείς μια ελαφρά κλίση προς την ωρολογοποιία που δεν καλλιέργησε ποτέ, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, άγεται και φέρεται από τη φτώχεια του, κάνει παιδιά χωρίς να το καταλάβει, παντρεύεται μια γυναίκα που δεν μπορεί να σώσει από τον θάνατο και τελικά κουτσοβολεύεται ως δημόσιος υπάλληλος στα ταχυδρομεία. Και τότε γνωρίζει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, έναν άνθρωπο larger than life (ελληνιστί), που οραματίζεται έναν δημόσιο οργανισμό, που τραβάει χρήματα από κάθε πολιτικό αξιωματούχο, και φτιάχνει ένα τεράστιο άχρηστο κτήριο σε σχήμα ρολογιού, όπου βολεύονται όλοι οι ημέτεροι και συγγενείς και σκοπό να έχει να ρυθμίσει τα ρολόγια της Πόλης στην ίδια ώρα και ρίχνει αβέρτα πρόστιμα για κάτι απροσδιόριστο. Μα, την ώρα στα ρολόγια τη ρυθμίζεις κι από το τηλέφωνο. Ε, και; 

"Δεν αναφέρομαι στην πρώτη παράβαση. Η πρώτη παράβαση είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει τύψεις σε κάποιον, σαν ένας πρώτος γάμος. Είναι όμως προφανές πως στις αυξήσεις των προστίμων που επιβάλλονται στη δεύτερη παράβαση, επικρατεί η λογική της δημοπρασίας, που στο κλείσιμό της ωθεί την άλλη πλευρά στην απελπισία. Εμείς λοιπόν, μειώνοντας τα πρόστιμά μας έως και τριάντα τοις εκατό, αποτρέπαμε αυτό το φυσικό αποτέλεσμα και τις συνέπειές του. Έτσι το προσθετικό ακι αυξανόμενο σύστημα προστίμων θα έκανε το ίδρυμα μας να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Η συγκεκριμένη χρηματική ποινή, από την οποία ο δήμος μας είχε την καλοσύνη να μας αποδίδει ένα μέρος της, ήταν μορφή εμπορικής συναλλαγής. Υπάρχει άλλωστε εμπορικό κατάστημα που να μην κάνει προσφορές στους σταθερούς πελάτες του; Δεν είχα κάνει λάθος στην προκαταβολική μου σκέψη οτι κάτι τέτοιο θα ευχαριστούσε τον λαό της Ίνστανμπουλ, που ανέκαθεν ήταν μαθημένος στις εκπτώσεις λόγω τέλους εποχής, και μόνον τότε αντιλαμβανόταν τα τεράστια κέρδη των εμπορικών εταιρειών. Κανείς όμως δεν περίμενε κάτι ανάλογο από μια σχεδόν δημόσια υπηρεσία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το κοινό δεχόταν το σύστημα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την προσέλευση του κόσμου.
Κι έτσι έγινε τελικά Οι πολίτες, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια αυτή την αδιανόητη έκπτωση, που την περνούσαν για ανέκδοτο, αρχίσαν να σπεύδουν στα γραφεία μας με τα αρρύθμιστα ρολόγια τους στο χέρι ή να σταματούν τους ελεγκτές μας στον δρόμο για να τους κόψουν πρόστιμο. Η μόδα του προστίμου που ο κόσμος έδινε με τη θέλησή του και με το γέλιο στο στόμα κυρίευσε ξαφνικά όλη την πόλη. Δεν υπήρχε πια η ανάγκη να αγοράζουμε παιχνίδια στα παιδιά. Τα αξιαγάπητα μικρά πλάσματα είχαν βρει επιτέλους τον πιο όμορφο, τον πιο γαργαλιστικό τρόπο να συμμετέχουν στην χαρά των μεγάλων." 

Ο Χαϊρί, παρ’ όλο που επιφανειακά αντιστέκεται στον παραλογισμό ενός τέτοιου Τίποτα, τελικά γλυκαίνεται από τα λεφτά και την άνεση, βολεύεται, βολεύει τα παιδιά, τη ανυπόφορη σύζυγο, την φρικτή θεία του, την παντρεμένη ερωμένη του, και κάπως τα μασάει. Όλη αυτή η αλληγορία δεν μοιάζει και τόσο αλληγορική, είναι απλά η απότομη μετάβαση –που συνέβη κι εδώ— από το περίπου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τα μπαχσίσια και τα τερτίπια, σε ένα κράτος με περίπου κεντρική διοίκηση. Ο παραλογισμός μοιάζει τόσο οικείος που είναι και δικός μας. 

Ο αφηγητής του Τάνπιναρ είναι εξαιρετικά χαριτωμένος, φέρνει στο μυαλό τον Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο∙ αυτό είναι ένα από τα βιβλία του μοντερνισμού που δεν φέρνει προσκόμματα στην άνετη ανάγνωση. Τα ρολόγια και ο Χρόνος κυριαρχούν παντού, δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Μαζί, και η ματαιότητα της ζωής, το θέμα της ταυτότητας, ο Χαϊρί δεν έχει ιδέα ποιος είναι και πού πάει, δεν ξέρει αν κάποιον αγαπάει. Μιλάμε για μια απολαυστική αφήγηση-ποταμό, μερικές φορές χωρίς αρχή και τέλος, κι ούτε εμφανή σκοπό. Όπως το ίδιο το Ινστιτούτο. Το ίδιο το βιβλίο είναι το Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών και για αυτό με κάποιο τρόπο, είναι η ίδια η ζωή, παράλογη, αφόρητη, παράνομη και καταχρηστική αλλά μερικές φορές τόσο διασκεδαστική. Το «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών» είναι ένα βιβλίο του Κανόνα, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα κομψοτεχνήματα του μοντερνισμού. Δεν είμαι σίγουρη πως είναι καθιερωμένο στη συνείδηση των αναγνωστών ως τέτοιο, αλλά μου είναι αδιάφορο. Εγώ απλά χαίρομαι που το διάβασα. 


                                                         
                                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών", Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ, μετ. Στέλλα Χρηστίδου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ.510 












8/4/20

"Φυσικό μυθιστόρημα", Georgi Gospodinov



Πρωτογνώρισα τον Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ διαβάζοντας (σε αγγλική μετάφραση) πριν κάποια χρόνια το δεύτερο του μυθιστόρημα, το «Περί φυσικής της μελαγχολίας». Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό ανάγνωσμα, γραμμένο μεταμοντέρνα και αποσπασματικά, με πάρα πολλές διακειμενικές αναφορές, που δίνει ανάγλυφα την πολιτική κατάσταση στην Βουλγαρία πάνω στην αλλαγή, το πώς νιώθει ένας πολιτής σε αυτές τις χώρες, φτιάχνοντας έναν κειμενικό λαβύρινθο στηριγμένο πάνω στον μύθο του Μινώταυρου. 

Το "Φυσικό μυθιστόρημα" είναι το πρώτο του βιβλίο (και το δεύτερο που μεταφράζεται στα ελληνικά). Και λέω πρώτο κι όχι πρωτόλειο, γιατί δεν έχει κανένα από τα ελαττώματα των πρώτων προσπαθειών, είναι ολοκληρωμένο και επικεντρωμένο στο θέμα. Ο συγγραφέας μάς μιλά για τον χωρισμό από τη γυναίκα του, που έμεινε έγκυος από έναν άλλον άντρα, για την καθημερινότητά του, για τις γάτες και το γράψιμο, και για το νόημα της ζωής. 

Ο αφηγητής πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, φαινομενικά χωρίς ειρμό, όπως θα ήταν οι σκέψεις μας ανάκατες. Όμως το κάθε κομμάτι δεν έχει την αναρχία της καθημερινής ζωής, το κάθε κομμάτι, έστω κι αν είναι τρεις σελίδες και μιλάει για μύγες, για τη σπουδαιότητα της τουαλέτας, ή για κάτι βαθιά υπαρξιακό, έχει αρχή μέση και τέλος. Έτσι, μέσα σε αυτό το χάος των συνειρμών, έχεις την αίσθηση του κλεισίματος, ο συγγραφέας παρηγορεί τον εαυτό του και τον αναγνώστη, οι ατάκτως ερριμμένες εμμονές μας ίσως είναι το μόνο που μπορεί να βάλει τάξη στο χάος. 

Αυτό που συμβαίνει στον αφηγητή, η αίσθηση της ματαιότητας και του κενού, δεν σε πνίγει. Αντίθετα φαίνεται σαν να είναι η φυσική ροή των πραγμάτων- εξ ου και ο τίτλος, το «φυσικό μυθιστόρημα». Πρόκειται για ένα βιβλίο που μελετά την ανθρώπινη φύση, ίσως με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, ο αφηγητής καταπιάνεται με τον ίδιο του τον εαυτό. Το κείμενο με συνεπήρε, το τελείωσα με την μία, η αποσπασματικότητα -που συνήθως με αποτρέπει-, εδώ λειτούργησε περίπου σαν εργαλείο κάθαρσης, ένιωσα οικεία, πως η θλίψη ήταν και δική μου, βυθίστηκα σε αυτήν, κι έπειτα αναδύθηκα στην επιφάνεια. Κι αυτό ίσως να είναι ένας από τους ορισμούς της καλής λογοτεχνίας. 


                                                     Κατερίνα Μαλακατέ 




"Φυσικό μυθιστόρημα", Georgi Gospodinov, μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος, 2020, σελ. 180 

4/4/20

"Η φόνισσα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Είχα χρόνια να διαβάσω τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Από καιρό σε καιρό όλο και κάποιο διήγημά του ξαναπέφτει στα χέρια μου κάτι βράδια που σκαλίζω τη βιβλιοθήκη, αλλά η Φόνισσα έμοιαζε πάντα πολύ μεγάλη και πολύ οικεία. Έκανα λάθος. Θυμόμουνα βέβαια το κρίμα της Φραγκογιαννούς, δεν θυμόμουν όμως την υπόλοιπη ιστορία καλά, τα άλλα φονικά, τη φυγή της στο βουνό. Έμοιαζε στο μυαλό μου σαν να τα φαντάστηκα κι όχι να τα είχα κάποτε διαβάσει. 

Η Φραγκογιαννού σκοτώνει τα θηλυκά γιατί δεν αντέχει να έχει να έχει άλλα θηλυκά που πρέπει να τα προικίσει και να τα παντρέψει, και να ανεχτεί να ζήσουν μια τόσο βασανισμένη ζωή όπως έζησε εκείνη. Όμως σκοτώνει τα μωρά και τα νήπια, η ίδια δεν αυτοκτονεί. Αντιθέτως τρέχει για τη ζωή της, πιάνεται από το παραμικρό χόρτο και το παραμικρό πίτουρο για να παραμείνει ζωντανή, σκαρφαλώνει βράχους και πηδά γκρεμούς. Γίνεται μάλιστα αυτή η περιπέτεια ίσως το μόνο πραγματικό πράγμα που κάνει η ίδια για τον εαυτό της, αυτή που έζησε μια ζωή υπηρετώντας όλους τους άλλους, χωρίς αγάπη —ακόμα κι η μάνα της την έλεγε Στριγγλίτσα και την αδίκησε στην προίκα. 

Μέσα στο διήγημα βλέπουμε όλους τους καημούς της φτώχειας αλλά και των γυναικών, γεννιούνται κι είναι ανεπιθύμητες, υπηρετούν τους γονείς πρώτα κι έπειτα έναν άντρα αφέντη που δεν το θέλουν. Μετά έρχονται τα παιδιά. Και μετά φεύγουν, αχάριστα. Και μένουν τα κορίτσια και γεννοβολάνε πάλι από την αρχή, κι αρχινάει ο κύκλος. Ενδιάμεσα, αν ίσως λαχταρήσουν να πάνε με κάποιον άλλον, εκείνες πρέπει να βρούνε τρόπο να το ρίξουν. Αντίθετα τα αρσενικά χάνονται, κάνουν ό,τι θέλουν, μπορούν να είναι άβουλοι, καλοί, εργατικοί, ακόμα και απίστευτα βίαιοι όπως ο γιος της ο Μούρτος, κι όλα τους τα δικαιολογούν, όλα είναι ανεκτά. 

Για ποιον σκοτώνει η Φραγκογιαννού; Για τον εαυτό της; Για να σώσει τα κοριτσάκια; Για να σώσει τις μανάδες τους; Οι εύκολες αρχικές απαντήσεις, χάνονται όσο συνεχίζει η νουβέλα. Στην αρχή είσαι σίγουρος πως ξέρεις γιατί. Όμως το πράγμα βαθαίνει, χάνει την επιφανειακή του αίσθηση όσο η Φραγκογιαννού δεν νιώθει παρά ελάχιστες τύψεις. Κάπου κάπου εμφανίζονται τα κοριτσάκια σαν Ερινύες, αλλά δεν την κατατρύχουν για πολύ. Ούτε καν η ιδέα να εξομολογηθεί και να μεταμεληθεί είναι δική της. Σκοτώνοντας την εγγονούλα της, το μωρό με το ίδιο όνομα, η Φραγκογιαννού ελευθέρωσε τον εαυτό της και κανέναν άλλον. Τον ελευθέρωσε από τη σύμβαση, όσο βέβηλο κι αν ακούγεται αυτό. Τον ελευθέρωσε από τα αιώνια γυναικεία δεσμά. 

Ο Παπαδιαμάντης, που ομολογουμένως μετά τον Βιζυηνό, για μένα μοιάζει σαν να είναι ο μπαμπάς μας, είναι εξαιρετικά διεισδυτικός ως προς την ανθρώπινη φύση. Ναι, ηθογραφεί, δίνει λεπτομέρειες χαρακτήρων και τόπων, και εποχής. Όμως από την άλλη, ψυχογραφεί εξίσου. Με ζοφερές λεπτομέρειες, με μια μάλλον νατουραλιστική τάση, ψάχνει την ανθρώπινη φύση και την ξεσκεπάζει∙ δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Δεν θα μιλήσω για την γλώσσα του, γιατί δεν πιστεύω πως έχει νόημα. Όποιος έχει διαβάσει έστω κι ένα διήγημα γνωρίζει την «Παπαδιαμαντικήν». Μπορεί να γοητεύεται από αυτήν, μπορεί να τον απωθεί. Είναι αυτή που είναι, είναι ο τρόπος που έγραψε και δεν υπάρχει άλλος. Εγώ, την αγαπώ. Δεν έχω διαβάσει τα δύο μεγάλα μυθιστορήματα του. Ίσως τώρα να ήρθε ο καιρός που μπήκα πάλι σε ρυθμό. 


                                                     Κατερίνα Μαλακατέ 




"Η φόνισσα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 120 (πρ.εκδ. 1912, εκδ. Φέξη) 












Υ.Γ. 42 Το αγαπημένο μου διήγημα είναι το «Όνειρο στο κύμα». Όλα τα έργα του μπορείτε να τα βρείτε εδώ: http://www.papadiamantis.org/works