28/2/12

"Όλα έρχονται στο φως", Jonathan Safran Foer




Έχοντας διαβάσει πρώτα το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά» οφείλω να ομολογήσω πως απογοητεύτηκα κάπως από το πρωτόλειο του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ «Όλα έρχονται στο φως». Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα έξυπνο αφηγηματικό τρικ, το οποίο όσο περνούν οι σελίδες γίνεται εξαιρετικά κουραστικό, παύει να είναι αστείο και σημαντικό, είναι απλά κάπως… ρατσιστικό.

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο νεαρός Τζόναθαν Σάφραν Φόερ που στα είκοσι του ψάχνει να βρει τις ρίζες του στην Ουκρανία. Ο παππούς του και όλοι οι πρόγονοι του υπήρξαν Ουκρανοί Εβραϊκής καταγωγής σε ένα μικρό εβραϊκό χωριό, το Τράχιμπορντ, που το εξολόθρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά  οι Ναζί. Βρίσκει  το Κληρονομιά Τουρς που του υπόσχεται εκπαιδευμένο προσωπικό σε αυτήν την αναζήτηση, στην πράξη όμως ο ιδιοκτήτης απλά αγγαρεύει τον γέρο τυφλό πατέρα του για οδηγό και τον έφηβο γιο του, τον Άλεξ, που μισοξέρει κάποια Αγγλικά, για το ταξίδι. Η αφήγηση είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στα κομμάτια της ιστορίας του Τράχιμπορντ που μας αφηγείται ο Τζόναθαν και τα κομμάτια της ιστορίας τους προς το Τράχιμπορντ που μας αφηγείται με τα άθλια Αγγλικά του ο νεαρός «ξεναγός» του. Κι αν στην αρχή η γραφή του Άλεξ είναι αστεία με τους σολοικισμούς και τα λάθη, δείχνοντας την σύγχρονη Ουκρανία της αρπαχτής, σιγά σιγά όσο βαθαίνει η ιστορία αυτό το κομμάτι γίνεται περιττό, δυσκολεύει την ανάγνωση (τουλάχιστον στην ελληνική μετάφραση), κάνει την ιστορία κάπως πιο ρηχή, μας κάνει να βλέπουμε τον νεαρό Ουκρανό σαν παιδί μειωμένης ευφυΐας.

Η ίδια η ιστορία του Τράχιμπορντ, τόσο η παλαιότερη της προπροπροπροπρο γιαγιάς του Μπόρντ, όσο και του παππού του Σάφραν, έχουν ενδιαφέρον, που ίσως και να τονώνεται και από την αποσπασματικότητα της γραφής. Φαίνονται κάποιες από τις αρετές του Φόερ, όπως η συγκινησιακή φόρτιση των ηρώων, το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλάνε, η ικανότητά του να κάνει πλάκα με τα σοβαρά. Από την άλλη, εδώ δεν μπορεί να κρυφτεί μια ιδέα μελό, τόσο για την περίοδο των Ναζί, όσο και για την σύγχρονη Ουκρανία. Ούτε πως ο συγγραφέας είναι Αμερικανός.

27/2/12

Υπέκυψα......





Υπέκυψα στη μόδα και στις πιέσεις των αναγνωστών μου…. Πλάκα κάνω, όλα αυτά τα σχόλια σε διάφορα βιβλιοιστολόγια και κάνα δυο mail, ένα εκ των οποίων μου έλεγε να μη σκέφτομαι το κόστος γιατί είναι σα να αγοράζω τέσσερα-πέντε βιβλία μαζί- με οδήγησαν να πατήσω την αρχική μου απόφαση για φέτος και να παραγγείλω το 2666. Έρχεται, λοιπόν, στο όμορφο πακέτο της Πολιτείας, συντροφιά με καμιά δεκαριά άλλα βιβλία- το ομολογώ το κρίμα μου- πιθανότατα αύριο. Δεν ξέρω αν θα το αφήσω να ξεκουραστεί πρώτα στα ράφια παρέα με τα αδιάβαστα ή θα το διαβάσω αμέσως. Δεν το έχω πιάσει στα χέρια μου, δεν το έχω ξεφυλλίσει, έχω χάσει εδώ και καιρό αυτήν την απόλαυση. Το μοναδικό βιβλιοπωλείο που είναι αρκετά κοντά μου είναι ένα αλυσίδας που με ενοχλεί πολύ και το να πάω Αθήνα με τα ωράρια μου είναι ένας σχετικός άθλος.

            Μου έχει λείψει, εγώ που λέω πως δεν γοητεύομαι από εξώφυλλα, πως δεν με νοιάζουν τα δεσίματα και τα χαρτιά, πως δεν μυρίζω- εντάξει υπερβολή δεν ξέρω κανέναν που να μη μυρίζει τα βιβλία του- έχω σύνδρομο στέρησης του χασίματος σε ένα βιβλιοπωλείο με τις ώρες. Θέλω να μπω και να διαβάσω οπισθόφυλλα, να έχει ησυχία, να μην με κοιτάνε περίεργα οι πωλητές για να μου δώσουν καλαθάκι, να αφήνω που και που ένα βιβλίο σε ένα ράφι από δω και σε ένα από κει, γιατί τελικά αποφάσισα πως κάποιο άλλο μου κουνάει πιο δελεαστικά την ουρά του, να ρωτάω για τίτλους και τελικά να μην τους παίρνω. Θέλω να ενοχλώ αλλά μην ενοχλούμαι, να μη μου μιλάνε, παρά μόνον όταν ζητήσω την συμβουλή τους.

            Ξέφυγα, πίσω στο 2666. Ο Μπολάνιο μου αρέσει, έχει μια ικανότητα να σε οδηγεί από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς καν να το καταλάβεις, μια συνειρμικότητα η γραφή που με συνεπαίρνει. Ελπίζω να μην απογοητευτώ.  


Υ.Γ. Την φωτό την δημοσίευσε στο facebook η annabooklover και την έκλεψα!!!!

24/2/12

"Ανήκουστος βλάβη", David Lodge


Η «Ανήκουστος βλάβη» πραγματεύεται με χιούμορ και πικρία ένα θέμα που μου είναι εξαιρετικά οικείο, τη βαρηκοΐα- υποψιάζομαι πως το θέμα είναι και για κείνον πολύ κοντινό, γιατί οι λεπτομέρειες είναι σωστές. Ο Λοτζ με το γνωστό φλεγματικό, ειρωνικό του χιούμορ, αντιμετωπίζει την κατάσταση περίπου σαν μια γελοία θανατική ποινή, αστείο που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα αλλά χάνεται ολοσχερώς για τον έλληνα αναγνώστη λόγω της προβληματικής μετάφρασης του τίτλου. Το Deaf sentence μοιάζει πολύ με το Death sentence, το Ανήκουστος βλάβη μοιάζει με κάτι άσχετο.

Αρκετά με τη γκρίνια (δικαιολογημένη) λοιπόν και πίσω στο μυθιστόρημα. Ο Ντέσμοντ είναι ένας συνταξιοδοτημένος καθηγητής Γλωσσολογίας που χρειάζεται ακουστικό (αυτό στα ελληνικά το λένε σκέτο ακουστικό κι όχι ακουστικό βοήθημα, αλλά μάλλον ψιλά γράμματα για το μεταφραστή που μας φλόμωσε στα «βοήθημα» και «βοήθημα» ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχε λογοπαίγνιο) αν και είναι ακόμα σχετικά νέος. Η γυναίκα του είναι μια ξανανιωμένη πενηντάρα που διατηρεί δικό της μαγαζί και ανθηρή κοινωνική ζωή, στην οποία ο ίδιος δεν μπορεί να συμμετέχει ενεργά γιατί στους μεγάλους χώρους με οχλαγωγία δεν μπορεί να ξεχωρίσει συζητήσεις (όπως όλοι οι βαρήκοοι). Σε έναν τέτοιο χώρο γνωρίζει την νεαρή Άλεξ Λουμ, που του πιάνει κουβέντα, αυτός δεν ακούει λέξη από ό,τι λέει κι απλά κουνάει καταφατικά το κεφάλι πάνω από το ντεκολτέ της και την επόμενη μέρα αυτή του τηλεφωνεί. Σε όλα αυτά προστίθεται ένας σχεδόν ενενηντάχρονος βαρήκοος και πεισματάρης πατέρας καθώς και τα πέντε παιδία που έχουν μεταξύ τους αυτός και η γυναικά του.

Αγαπημένα θέματα του Λοτζ, όπως η κατάσταση στα Βρετανικά ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης, η θέση του καθενός σε μια Βρετανική οικογένεια που σε γενικές γραμμές θυμάται όλα της τα μέλη μόνον τα Χριστούγεννα, αλλά κυρίως το πώς αντιμετωπίζει ένας άντρας τη μέση ηλικία και τα γηρατειά που έρχονται αλλά δεν είναι ακόμα εδώ, βγαίνουν συνέχεια στην επιφάνεια, με ένα πικρό χιούμορ που είναι ομολογουμένως δύσκολο να μεταφραστεί. Μονάχα να το φανταστεί μπορεί ο έλληνας αναγνώστης που ξέρει πέντε ρημαδοαγγλικά. Εν πολλοίς, ένα συμπαθητικό βιβλίο, ενός εξαιρετικού συγγραφέα, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Υποθέτω ακόμα πιο ευχάριστα στο πρωτότυπο.


Υ.Γ. Αγαπητή anagnostria σας υπόσχομαι πως δεν σας αντιγράφω, απλά μου έτυχε.....

22/2/12

"The hitchhiker’s guide to the galaxy", Douglas Adams



Είναι σπάνιο ένα καλό διαχρονικά κωμικό βιβλίο, από αυτά που σε κάνει να χαχανίζεις σα χαζός μόνος σου κοιτώντας τις σελίδες. Ε, λοιπόν το “The hitchhikers guide to the galaxy” είναι μάλλον το κορυφαίο. Από insiders jokes για τους τρελούς και παλαβούς της επιστημονικής φαντασίας- ένα καταθλιπτικό ρομπότ- μέχρι απίστευτα κωμικές σκηνές, που ξεκινούν από την αρχή και δεν τελειώνουν παρά στην τελευταία σελίδα. Προφανώς.

            Ένας γήινος ο Άρθουρ ξυπνά μια μέρα με τις μπουλντόζες έξω από το σπίτι του, ήτανε λέει τοιχοκολλημένο εδώ κι ένα μήνα στο αρχείο του δημαρχείου πως θα κατεδαφίσουν το οίκημα κι είχε όλο το χρόνο να κάνει τις ενστάσεις, ξαπλώνει λοιπόν στις λάσπες για να εμποδίσει τα μηχανήματα με το κορμί του. Εκείνη την ώρα περνά ένας φίλος του και τον πείθει πως μπορεί να αφήσει στις λάσπες στο πόστο του τον οδηγό της μπουλντόζας γιατί οι δυο τους πρέπει να πιούν ένα ποτάκι. Έχει κάτι σημαντικό να του πει, η γη θα καταστραφεί σε δώδεκα λεπτά.

            Το βιβλίο το διάβασα σε μια αγγλική πρόσφατη έκδοση με Do it yourself «Dont panic» cover (για να ζηλεύετε οι fans), που μου δώρισε ο Παρασκευάς γιατί εγώ γνωστή ακαμάτω δεν το είχα πάρει ακόμη. Α, και άξιζε πολύ περισσότερο από ότι με άφηνε η ταινία που είχα δει να φανταστώ. Για το τέλος σας άφησα το καλύτερο, οι Monty Pythons είπαν για το βιβλίο:


Really entertaining and fun
                        John Cleese

Much funnier than anything John Cleese has ever written
                                                            Terry Jones

I know for a fact that John Cleese hasn’t read it
                                                Graham Chapman

Who is John Cleese?
            Eric Idle

Really entertaining and fun
                        Michael Palin

            Και νομίζω πως οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής από τότε και στο εξής πρέπει να πεθάνει.

"The hitchhiker's guide to the galaxy", Douglas Adams, ed. Pan, 1979, pg. 179


21/2/12

Ο παππούς Ισαάκ Ασίμωφ.....


Σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες τί ήταν αυτό που μου έβαλε το μικρόβιο της γραφής. Πέρα από την έμφυτη κλίση μου, το πρώτο μου ποίημα το έγραψα πολύ νωρίς – αλλά αυτό το κάνουν πολλά παιδάκια- και την άθλια εφηβεία μου, που με οδηγούσε στην δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου με βία και με έκανε να καταβροχθίζω ολόκληρα ράφια από κλασικούς (έχω διαβάσει σχεδόν όλη τη γενιά του 30, πάρα πολλά από τον Τολστόι, τον Ντοστογέφσκι, τον Τσέχωφ έτσι και τα περισσότερα δεν τα έχω ξαναδιαβάσει, πράγμα που είναι κρίμα, γιατί ξαναδιαβάζοντας τους αδελφούς Καραμαζωφ, ας πούμε, συνειδητοποίησα πως την πρώτη φορά στα δεκατέσσερα δεν είχα καταλάβει τίποτα, έμεινα στην ιστορία) δεν είχα μες στην οικογένεια άλλο ερέθισμα δυνατό. Εκτός από…. ουπς, την μανία του μπαμπά με την επιστημονική φαντασία και συγκεκριμένα με τα βιβλία του Ασίμωφ.

Ο αγαπητός παππούς του S.F. είχε μια ευγενή συνήθεια, σε κάθε του βιβλίο εν είδει προλόγου έβαζε ένα επεισόδιο από τη συγγραφική ζωή του, πότε ήταν ο διαπληκτισμός του με κάποιον εκδότη, πότε τι τον οδήγησε να σκεφτεί την ιστορία, κάποτε μονάχα σκόρπιες σκέψεις που με κάποιο τρόπο έδεναν την ιστορία. Με άλλα λόγια, και ίσως άθελα του, ο Ασίμωφ κινούσε μέσα μου τη διαδικασία να σκεφτώ πως γεννιέται τέχνη, από ένα ασήμαντο επεισόδιο στο δρόμο, μέχρι το τι μαγείρεψε η γυναίκα του χθες. Το πρώτο μου διήγημα το έγραψα με αφορμή ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση για την αφή των τυφλών. Το επόμενο γιατί διάβασα μια ιστορία σε ένα περιοδικό. Τα διηγήματά μου σχεδόν πάντα έχουν ένα στοιχείο «μαγικό», άλλοτε πάλι είναι καταφανώς αστυνομικά ή επιστημονικής φαντασίας, απροκάλυπτα αποδίδουν τα εύσημα εκεί που τους ανήκουν, στον παππού Ασίμωφ που βιβλίο του έχω να πιάσω στα χέρια μου καμιά δεκαπενταετία, που τα χιλιοδιαβασμένα τους αντίτυπα έμειναν τιμωρία στο πατρικό μου – ήταν του μπαμπά- που ο συγγραφέας τους είχε την καλοσύνη στα πρελούδια του να μοιράζεται λίγη από την καθημερινή του έμπνευση με όλους.   


Υ.Γ. Καλά, έκτοτε μπορεί να έχουν διευρυνθεί οι επιρροές μου :-Ρ

20/2/12

The Love Song of J. Alfred Prufrock

The Love Song of J. Alfred Prufrock
S’io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo
Questa fiamma staria sensa piu scosse.
Ma perciocche giammai di questo fondo
Non torno vivo alcun, s’i’odo il vero
Sensa tema d’infamia ti rispondo.

Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question . . .
Oh, do not ask, ‘What is it?’
Let us go and make our visit.
In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.
The yellow fog that rubs its back upon the window-panes,
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes,
Licked its tongue into the corners of the evening,
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,
And seeing that it was a soft October night,
Curled once about the house, and fell asleep.
And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions,
And for a hundred visions and revisions,
Before the taking of a toast and tea.
In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.
And indeed there will be time
To wonder, ‘Do I dare?’ and, ‘Do I dare?’
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair—
[They will say: ‘How his hair is growing thin!’]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: ‘But how his arms and legs are thin!’]
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.
For I have known them all already, known them all—
Have known the evenings, mornings, afternoons,
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?
And I have known the eyes already, known them all—
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?
And how should I presume?
And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
. . . . .

Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .
I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
. . . . .

And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep . . . tired . . . or it malingers
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head [grown slightly bald] brought in upon a platter
I am no prophet—and here’s no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.
And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: ‘I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all’—
If one, settling a pillow by her head,
Should say: ‘That is not what I meant at all.
That is not it, at all.’
And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
‘That is not it at all,
That is not what I meant at all.’
No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.
I grow old . . . I grow old . . .
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.
Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.
I do not think that they will sing to me.
I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.
We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till human voices wake us, and we drown.


19/2/12

Σαν σήμερα


Σαν σήμερα πριν από δυο χρόνια, ξύπνησα στις 3 το πρωί, τσεκάρισα για τελευταία φορά την βαλιτσούλα μου- δυο ήτανε, μια μεγάλη, μια μικρή- βόλεψα κάπως την τεράστια κοιλιά μου στη θέση του συνοδηγού και κατά τις 5 το πρωί ήμουν στο μαιευτήριο. Μετά τα απαραίτητα beaute, ο γιατρός μου έβαλε τεχνητούς πόνους. Ακριβώς 14 ώρες και 39 λεπτά μετά, γέννησα τον Δημητράκη φυσιολογικά, που δεν έκλαψε. Έκλαψε κάποια λεπτά μετά.

            Σαν σήμερα, στις 7 και 39 το απόγευμα, γεννήθηκε ο μεγαλύτερος μου έρωτας, που τον βίωσα όπως όλες τις αγάπες μου, σταδιακά και επιφυλακτικά στην αρχή μέχρι να βρω τα πατήματα, και με φόρα φορτηγού στη συνέχεια, ένα τυφώνας που σαρώνει τα πάντα. Χρόνια πολλά στο αγόρι μου, αντικειμενικά το ομορφότερο, εξυπνότερο και καλύτερο παιδί του κόσμου.


18/2/12

Άμα δεν (ξανά)παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει

 
Αυτή τη φορά τα αποτελέσματα δεν είναι οριστικά κι έχω μια σχετική αγωνία. Δεν ξέρω αν θυμάστε πως έστειλα ένα διήγημα στο διαγωνισμό Hotel με θεματικό άξονα τον Παπαδιαμάντη. Ε, στον βραχύ κατάλογο των 15 διηγημάτων από τα οποία 10 θα αποτελέσουν τον συλλογικό τόμο "Το άγγιγμα του Σκιαθίτη" είναι και το δικό μου. Αχ, μακάρι.


 http://www.patakis.gr/ViewShopArticle.aspx?ArticleId=2780  

17/2/12

"Εις γην Χαναάν", Sebastian Barry


Όταν ξεκίνησα το «Εις γην Χαναάν», πίστεψα πως το βιβλίο συνεισέφερε στη δυσφορία και στο αίσθημα κατάθλιψης που με κατέβαλλε τις τελευταίες μέρες. Είχα άδικο, είναι η  πολιτική επικαιρότητα που με αφήνει σε αυτό το ασφυκτικό δίλημμα που ευθύνεται για την κατάστασή μου. Είναι η γαμοαίσθηση πως και δημοψήφισμα να γινότανε θα ψήφιζα όχι με την κρυφή ελπίδα οι άλλοι να ψηφίσουν ναι. Όπως ακριβώς έκαναν και οι «βουλευτές» μας, εν ολίγοις. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Εντελώς.

Στο προκείμενο, ο Σεμπάστιαν Μπάρυ έχει την ικανότητα μιας καθόλα συγκινητικής και συναισθηματικής γραφής που σε συνεπαίρνει, σε χώνει βαθιά στο αίσθημα του ήρωα του σε κάνει να συμπάσχεις κι ας μην ταυτίζεσαι. Αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο η Λίλη Μπιρ, που μόλις έχει χάσει τον μονάκριβο εγγονό της και ξεκινά το μίτο της ζωής της από την αρχή, από την αναγκαστική μετανάστευση της στην Αμερική από την Ιρλανδία, όπου την κυνηγούσαν αυτή και τον αρραβωνιαστικό της για πολιτικούς λόγους, το θάνατο του πρώτου άντρα της, την εγκατάλειψη του δευτέρου, την απομάκρυνση από το γιο της, το μεγάλωμα του εγγονού. Η Λίλη Μπιρ είναι μια γυναίκα που βρίσκει πολλούς να της σταθούν στο δρόμο της, όσο μένει μόνη, μένει συνέχεια μόνη για να καταλήξει στα ογδόντα εννιά της, πλήρης ημερών και πόνων να μην κλαίγεται, παρά μέσα στο βαρύ πένθος της να γράφει νηφάλια και με γενναιότητα για τη ζωή της.

Το μυθιστόρημα είναι δυνατό, η ιστορία της Ιρλανδής Λίλη που είναι από τη «λάθος» πλευρά- ο πατέρας και ο αρραβωνιαστικός της ήταν αστυνομικοί «του Στέμματος»- και φτάνει στη γη της Επαγγελίας για να ζήσει, εξουθενωτικά αληθινή. Και η εμπλοκή των αγοριών της- του αδελφού, του γιου, του εγγονού- σε εξίσου παράλογους πολέμους με όλους τους άλλους το αποκορύφωμα μιας ζωής στιγματισμένης από πολιτικές αποφάσεις άλλων. Με λίγα λόγια ένα σπουδαίο βιβλίο.


Υ.Γ. Κορυφαία φιγούρα είναι ο κος Νόλαν, αυτός που συμπυκνώνει το λόγο που γράφτηκε αυτό το βιβλίο.

Υ.Γ. Μα έλεος, ποιός γράφει τα οπισθόφυλλα;

15/2/12

Η "Φήμη" του readathon (Daniel Kehlmann)





Και τώρα που το readathon στο doneverreadme έλαβε επισήμως τέλος, μπορώ να πω τη γνώμη μου, τόσο για το βιβλίο, όσο και για την ίδια τη διαδικασία.



 Η «Φήμη» του Ντάνιελ Κέλμαν είναι ένα πολύ χαλαρά δεμένο σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από 9 διηγήματα. Ο ιστός που τα δένει είναι πολύ σχετικός, μας αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος και η αλήθεια είναι πως δεν πείθει και ιδιαίτερα. Πάντως κάποια από τα κομμάτια- διηγήματα είναι εξαιρετικά δυνατά, όπως αυτό που μια συγγραφέας χάνεται σε μια ξένη χώρα που δεν ξέρει τη γλώσσα, χωρίς λεφτά, χωρίς τρόπο επικοινωνίας και τελικά υποτάσσεται στη μοίρα της. Ή εκείνο που κάποιος βρίσκεται ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, έξω από τη ζωή του, ένας άλλος έχει πάρει τη θέση του και παρ’ όλο που ως τώρα δεν την πολυυπολόγιζε, τώρα τη θέλει πίσω. Περισσότερο από ένα παιχνίδι φήμης, τα διηγήματα του Κέλμαν είναι ένα παιχνίδι ταυτότητας, πού είσαι, πού πηγαίνεις, αν αυτό που είσαι είναι μια τυχαιότητα εύκολα ανατρεπόμενη, αν αυτό που είσαι δεν είναι η ζωή σου αλλά η φαντασία κάποιου και ούτω καθ’ εξής. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται και δυο τρία πραγματικά κακά κείμενα, που δεν θα με ένοιαζε καθόλου κι αν δεν τα είχα ποτέ διαβάσει. Εν ολίγοις, η γνώμη μου είναι πως πρόκειται για ένα μέτριο βιβλίο, πιθανώς βεβιασμένο στην έκδοση για να «εκμεταλλευτεί» την νεοαποκτηθείσα φήμη του Κέλμαν από τα άλλα του βιβλία.



Τώρα για το readathon, αυτό που με ξένισε στη διαδικασία ήταν ο χρόνος που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί, με έβγαλε τελείως εκτός ρυθμού και εν μέρει φταίει και για την χλιαρή σχέση μου με το βιβλίο. Από την άλλη, έχει την πλάκα του να συζητάς για ένα βιβλίο που ξέρεις πως όλοι οι συνομιλητές έχουν διαβάσει, που δεν υπάρχει περίπτωση να κατηγορηθείς για spoiler, που μπορείς να εκφράσεις ελεύθερα την άποψή σου. Εάν επρόκειτο για ένα σημαντικό, και όχι για ένα μέτριο βιβλίο, τότε αυτή η συνδιαλλαγή κεφάλαιο κεφάλαιο θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική. Τώρα ίσως να ήταν απλά ένα ζέσταμα για ένα μεγαλύτερο εγχείρημα.  


Υ.Γ. Η φωτό είναι από το http://emeraldcity-dorothy.blogspot.com/


"Η φήμη", Ντάνιελ Κέλμαν, μετ. Κώστας Κοσμάς, εκδ. Καστανιώτη, 2009, σελ. 176

10/2/12

Μετά το αριστούργημα, τί διαβάζεις, τί;


            Δεν έχω καταλήξει αν μετά από ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο βιβλίο πρέπει να ακολουθεί ένα ακόμα αριστούργημα ή ένα μέτριο χαζοχαρούμενο. Πάντως αυτό που δεν πρέπει να ακολουθεί είναι ένα απλώς καλό μυθιστόρημα. Ένα σωρό βιβλία έχουν αδικηθεί στη συνείδησή μου γιατί τα διάβασα μετά από κάποιο από τα ιερά τέρατα των λογοτεχνημάτων. Δεν μου αρέσει να διαβάζω αργά, δεν έχω χρόνο, δεν υπογραμμίζω ποτέ ακόμα κι όταν νιώθω την ανάγκη να το κάνω, δεν σημειώνω σε περιθώρια παρά μόνο σε βιβλία ποίησης, δεν σκιάζομαι από τις πολλές σελίδες, δεν αγοράζω βιβλία για τα εξώφυλλά τους- σε γενικές γραμμές. Με λίγα λόγια το φετίχ μου με τα βιβλία περιλαμβάνει μονάχα λόγια τυπωμένα, ούτε εικόνες, ούτε μυρωδιές, ούτε γεύσεις. Σε γενικές γραμμές έτσι λειτουργεί κι η μνήμη μου, σα να μην έχω εικόνες παρά μόνο φράσεις στο μυαλό μου.

            Όμως όλες αυτές οι αποκοιμισμένες αισθήσεις αφυπνίζονται μετά από ένα σημαντικό βιβλίο. Δηλαδή, τώρα με ενοχλεί η ομοιόμορφη μαυρίλα στα εξώφυλλα των βιβλίων. Τυχαίνει να είναι τρία του Καστανιώτη μαζεμένα στο κομοδίνο μου από τη σχετικά νέα παραγωγή και δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω ποιό έχω διαβάσει - τις Μάσκες, ποιό διαβάζω για το readathon- τη Φήμη και ποιό διαβάζω τώρα – το «Εις Γην Χαναάν (γαμώτο χάλασα την έκπληξη). Επίσης νομίζω πως αδίκησα τον Παδούρα που τον διάβασα μετά το «Κουτσό», μου φάνηκε κάπως μονοδιάστατος και απλός μετά από αυτήν την κόλαση συμπιεσμένων νοημάτων.

            Ίσως μετά από ένα τέτοιο βιβλίο πρέπει μόνον η σιωπή κι η αγρανάπαυση για λίγο καιρό. Ή η χαρούμενη αύρα ενός βιβλίου διασκέδασης, μια επιστημονική φαντασία, ένα bestseller αστυνομικό, κάτι γρήγορο, απλό και εύπεπτο, σαν ένα κομματάκι γλυκό μετά από ένα καλό γεύμα.  

8/2/12

"Μάσκες", Leonardo Padura


       


           Σπανίως με ενθουσιάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα που αφήνουν λίγα στη φαντασία, σε τούτο δω πάντως, παρ’ όλο που ήξερα με βεβαιότητα σχεδόν από την αρχή τον δολοφόνο, με κράτησε η γραφή, το θέμα και ο εξαιρετικός κεντρικός χαρακτήρας.

            Στην Αβάνα ο αστυνόμος Μάριο Κόντε αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ένα περίεργο έγκλημα με θύμα μια τραβεστί ντυμένη με ένα κατακόκκινο φόρεμα που βρίσκεται στραγγαλισμένη στο κεντρικό Πάρκο. Στην πορεία της έρευνας ο Κόντε γνωρίζει τον κόσμο των ομοφυλοφίλων της Αβάνας, έναν σκηνοθέτη και συγγραφέα που είναι αδελφή κατατρεγμένη από το σύστημα, μια γυναίκα με το κωλαράκι ενός σπουργιτιού, θυμάται από την αρχή πως πάντα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Η εξέλιξη του χαρακτήρα είναι ομαλή, αλλά ταυτόχρονα με εκπλήξεις και η ροή της αφήγησης εθιστική. Πρόκειται για ένα βιβλίο ρουφηχτό.

            Στην τελική ανάλυση ίσως η έξη μου από τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς να χρήζει κάποιας ψυχιατρικής συμβουλής……  

6/2/12

Ποιό βιβλίο θα αναλαμβάνατε να αποστηθίσετε ολόκληρο για να το σώσετε;




Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά η πρόταση με ιντριγκάρισε….



“Στο «Φαρενάιτ 451» του Ray Brandbury , σ’ έναν κόσμο που τα βιβλία βρίσκονται υπό διωγμό και καίγονται από τις δυνάμεις τις πυροσβεστικής, οι φανατικοί βιβλιόφιλοι για να τα προστατέψουν αναλαμβάνουν να τα αποστηθίσουν, διασώζοντάς τα έτσι από γενιά σε γενιά, με καθένα από αυτούς να ταυτίζεται ολάκερος με το βιβλίο που αναλαμβάνει να αποστηθίσει. Θα σου πρότεινα να θέσεις αυτό το ερώτημα, δηλαδή το ποιο βιβλίο θα επέλεγε καθένας απ’ τους αναγνώστες του blog σου να ενσαρκώσει, αναλαμβάνοντας φυσικά καθένας, μαζί με την απάντησή του να εξηγήσει το γιατί, το τι είναι αυτό που στο βιβλίο που επέλεξε του προκαλεί τόση λατρεία ώστε να ήταν μπορετό να του αφοσιωθεί σε τέτοιο βαθμό.”



Βρίσκομαι ακόμα σε σκέψεις ως προς το ποιό θα ήταν το «δικό» μου βιβλίο, ποιό βιβλίο είμαι ή θα γινόμουν εγώ. Είναι δυο-τρία που με απασχολούν πολύ, και κάποια που μου περνάνε φευγαλέα από το μυαλό κι έπειτα δεν τα ξανασκέφτομαι. Ακούω τα δικά σας….     


Update:  Τελικά το διάβασα, η ανάρτηση εδώ...

5/2/12

«Το κουτσό»- ο απολογισμός, Julio Cortazar




            Θα ομολογήσω πως πριν από αυτό το μπλογκ δεν είχα καν ακούσει να γίνεται λόγος για τον Κορτάσαρ, όμως από τότε που άρχισα να παρακολουθώ στενά ιστολόγια, το "Κουτσό" είχε την τάση να μπαίνει στις λίστες των ανθρώπων με τα αγαπημένα τους, κι έτσι το αγόρασα. Το άφησα κάποιον καιρό να αναπαυτεί. Το καλοκαίρι διάβασα την εισαγωγή στην ελληνική έκδοση και αποθαρρύνθηκα, χρειαζόμουν χώρο και χρόνο αποφάσισα. Έπειτα το ξεκίνησα ξανά στην αρχή ετούτου του μήνα. Πέντε βιβλία διαβασμένα και 130 σελίδες αργότερα, μάλλον δεν είχα μπει ακόμα στο πνεύμα. Μια διαδικτυακή φίλη μπήκε στον κόπο να με μαλώσει μέσω mail, μαζεύτηκα. Και φτάσαμε στο Κεφ.21. Μαγεύτηκα, διάβασα σχεδόν μονορούφι το εκπληκτικό αυτό βιβλίο ως το πρώτο τέλος του, στο Κεφ.56. Έπειτα ξανααπίστησα. Δεν είμαι σίγουρη πως μπορώ να έχω ολοκληρωμένη άποψη, έχω διαβάσει το «Κουτσό» μόνο με τον κλασικό τρόπο, από την αρχή μέχρι το τέλος, κι όχι με τον δεύτερο ανάκατο. Με σιγουριά πρόκειται για κάτι μεγαλειώδες. Από την άλλη εγώ σπανίως κάνω απιστίες, γενικά.

            Κάποιες στιγμές το βιβλίο είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο, άλλες ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, με αρχή μέση τέλος, η πραγματικότητα, όπως πιστεύει ο κεντρικός ήρωας, χάνεται αλλά υπάρχει ταυτόχρονα, δεν είναι διαφορετικοί κόσμοι που μπορείς να εφεύρεις, ούτε στα αλήθεια μια απλή αλλαγή οπτικής. Η πραγματικότητα υπάρχει αλλά δεν υπάρχει. Όπως υπάρχει και δεν υπάρχει ο κεντρικός ήρωας, ένας τύπος που αφήνει τη γυναίκα της ζωής του στην πιο δύσκολη της ώρα, κι έπειτα την ψάχνει χλιαρά, ως τα πέρατα του κόσμου. Ένας άνθρωπος που μπερδεύει την γυναίκα του καλύτερου του φίλου με τη δική του, που μπορεί, αλλά δεν μπορεί να ερωτεύεται. Γιατί είναι «χαλασμένος» από το διάβασμα, ανίκανος να νιώσει με τον μεταφυσικό τρόπο της αδαούς αλλά ταυτόχρονα αυθεντικής Μάγα, γιατί είναι «φτιαγμένος» από το διάβασμα, μπορεί να ξεχωρίσει το νόημα. Ή μάλλον ξέρει πως είναι αδύνατο στην τελική να ξεχωρίσεις το νόημα.

            Το Κουτσό μάλλον όλοι στη ζωή μας το έχουμε παίξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το έχουμε νιώσει στο πετσί μας, την αδεξιότητα να ρίξεις την πέτρα εκεί που θες, την αδυναμία να φτάσεις με το ένα πόδι εκεί που μπορείς. Την αίσθηση του γελοίου όσο το παίζεις, το Κουτσό ίσως δεν αρέσει σε κανέναν, άλλα ασκεί την ίδια γοητεία που είχε και για την Ταλίτα, το έπαιξε γιατί ψυχανεμιζόταν πως θα την έβλεπε ο Ολιβέιρα, δεν ήταν άμοιρη ευθυνών. Κανένας δεν είναι.

            Ψάχνω να βρω αν με απώθησαν τα «κεφάλαια που θα μπορούσαν να παραληφθούν». Στην αρχή ναι, με άφησαν κρύα ενώ εγώ ήμουν ήδη ζεστή από την ιστορία, μου έδωσαν μασημένη τροφή εκεί που δεν τη γύρεψα. Την επόμενη φορά, που θα διαβάσω το «Κουτσό» ανάκατα, ίσως και να με συναρπάσουν. Γιατί θα υπάρξει επόμενη, όπως καταλάβατε.  


3/2/12

"Το κουτσό",Jylio Cortazar- μέρος ΙΙ



Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος αλλάζει εντελώς το σκηνικό. Ο Οράσιο Ολιβέιρα γυρίζει στο Μπουένος Άιρες, και στην αποβάθρα τον περιμένει ο παλιός του φίλος Τράβελερ με την γυναίκα του Ταλίτα. Ο Τράβελερ, που δεν έχει ταξιδέψει πουθενά, είναι το alter ego του και η Ταλίτα μοιάζει τόσο στη Μάγα, που σχηματίζουν σχεδόν αμέσως ένα μεταφυσικό τρίγωνο. Ο Οράσιο εγκαθίσταται στο απέναντι τους δωμάτιο μαζί με την χαζή αντιπρόσωπο της «κοινής λογικής» Γκεκρέπτεν, που είναι ανυπόφορη όταν μιλάει, και μέτρια στο σεξ, αλλά καλή νοικοκυρά. Οι τρεις τους, Οράσιο, Τράβελερ, Ταλίτα, δουλεύουν στο τσίρκο, κι έπειτα στο τρελάδικο που αγοράζει το αφεντικό του τσίρκου. Εκεί ανάμεσα στους τρελούς, θα λύσουν τις διαφορές τους.
          Εκπληκτικής ομορφιάς είναι η σκηνή όπου αντί να ανεβοκατέβουν μερικούς ορόφους, οι δυο άντρες περνάνε δυο σανίδες από το παράθυρα και φτιάχνουν μια επισφαλή γέφυρα ανάμεσά τους, βάζοντας την Ταλίτα να αιωρηθεί στο κενό για να πάει από τον Τράβελερ στον Οράσιο ματέ και λίγα καρφιά, αφήνοντας την να διαλέξει. Και φυσικά η σκηνή που έδωσε το όνομα της στο βιβλίο. Στην αυλή του τρελάδικου είναι ζωγραφισμένο ένα κουτσό, από το παράθυρό του ο Οράσιο βλέπει την Ταλίτα στην αυλή, κι έπειτα εμφανίζεται η Μάγα και παίζει μόνη της κουτσό. Αποκαλύπτει στην Ταλίτα ότι την είδε ως Μάγα στο νεκροθάλαμο του τρελάδικου και τη φιλά. Κι έπειτα ξέρει πως ο Τράβελερ θέλει να τον σκοτώσει, δεν μπορούν να ζήσουν κι δυο, οι δυο όψεις του νομίσματος, και στήνει μαζί με έναν τρελό έναν αμυντικό μηχανισμό. Το μέρος φτάνει σε ένα κάποιο τέλος με τον Οράσιο Ολιβέιρα δίβουλο μπροστά στο κενό.
                Κι έτσι τελειώνουν τα 56 πρώτα κεφάλαια, και τώρα κατά τον Κορτάσαρ ο αναγνώστης μπορεί να κλείσει το βιβλίο χωρίς τύψεις γιατί τα επόμενα είναι…. προαιρετικά. Ίδωμεν.


Υ.Γ. Ίσως το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο, από αφηγηματική πλευρά, όλου του βιβλίου να είναι το 34.