28/6/09

"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas



Τη Νόσο του Μοντάνο τη διάβαζα αυτές τις μέρες παράλληλα με το Βιβλίο της Ανησυχίας του Πεσσόα. Όπως και το βιβλίο, η Νόσος δεν είναι αυθεντικό μυθιστόρημα. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το πρώτο κομμάτι του βιβλίου καταλαμβάνει ένα μυθιστορηματικό τμήμα, όπου ο κριτικός λογοτεχνίας Ροσάριο Χιρόντο μας συστήνει τη νόσο του Μοντάνο, του γιου του, που δεν μπορεί να γράψει, αν και είναι συγγραφέας. Σε αυτό το κομμάτι η γυναίκα του Ρόσα είναι σκηνοθέτης και σιγά σιγά μας αποκαλύπτεται ότι κι ο ίδιος πάσχει από τη νόσο, που είναι πολύ ευρύτερη, είναι η ίδια η αρρώστια της λογοτεχνίας. Κι ο αφηγητής μας θέλει να γίνει η ενσάρκωση της λογοτεχνίας, να τη σώσει από τη λήθη και το θάνατο.

Στο δεύτερο κομμάτι το βιβλίο μετατρέπεται σε ημερολόγιο. Ο αφηγητής μάς αποκαλύπτει πως δεν είναι κριτικός, αλλά συγγραφέας, πως ο γιος του είναι ανύπαρκτος κι η γυναίκα του εκδότης που βάλθηκε να εξολοθρεύσει τους ποιητές. Σε αυτό το κομμάτι εμπεριέχεται ένα λεξικό των πιο γνωστών ημερολογιογράφων συγγραφέων, η διαισθητική σχέση του αφηγητή μαζί τους, και μας αποκαλύπτεται η Νόσος σε όλο της το μεγαλείο. Η Νόσος του Μοντάνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία και στην τελική ανάλυση μόνο για αυτή.

Στο τρίτο μέρος, μέσα από μια διάλεξη του συγγραφέα όπου ακουμπούν πάλι μυθιστορηματικά κομμάτια, αυτή τη φορά για τη χαρά της υποκριτικής, ο αφηγητής αρχίζει να έχει πραγματικές στιγμές αναμνήσεων άλλων συγγραφέων, μπλέκεται τόσο στη νόσο, που το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα. Δεν ενσαρκώνει τη Λογοτεχνία, ενσαρκώνει πια τη Νόσο της Ζωής και του Θανάτου της.

Το βιβλίο είναι εκπληκτικό, σε βάζει σε ένα λαβύρινθο, από όπου είναι δύσκολο να βγεις αλώβητος, ειδικά αν αναγνωρίζεις κάποια από τα σημάδια της Νόσου στον εαυτού σου. Και για μένα ήταν ακόμα περισσότερο επίπονο, όταν δεν ταυτιζόμουν. Όταν δηλαδή συνειδητοποιούσα πως ο Ροσάριο Χιρόντο ήταν ακόμα πιο άρρωστος από μένα. Νοσηρό; Ίσως η αίσθηση πως ζούμε μέσα από τη λογοτεχνία, δηλαδή ζούμε όχι μόνο σε αυτό που έγινε, αλλά και σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει, να δίνει μια διάσταση μοναδικότητας. Έναν αδιόρατο σνομπισμό, μια περηφάνια πως είσαι άρρωστος. Κι η στιγμή που κάποιος πιο ασθενής εμφανίζεται να σπάει την τσιχλόφουσκα της ψευδαίσθησης.

"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 353 

26/6/09

Το βιβλίο της ανησυχίας




Η περίπτωση του Φερνάντο Πεσσόα είναι ιδιάζουσα. Ο συγγραφέας και ποιητής που επινόησε για τον εαυτό του τόσα πρόσωπα, τόσους ετερώνυμους, που δεν κατάφερε εν ζωή να τυπώσει παρά ελάχιστα πράγματα από το έργο του, που όμως ακόμα και τώρα που τον ανακαλύπτουμε τόσα χρόνια μετά δείχνει να βοήθησε τη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα να πάει μπροστά, έγραψε μονάχα ένα πεζό κείμενο. Για την ακρίβεια το βιβλίο υπογράφει ο ημι-ετερώνυμος του Μπερνάντο Σοάρες, κι ο Πεσσόα το έγραφε σχεδόν όλη του τη ζωή.

Το βιβλίο της ανησυχίας είναι κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο και αυτοβιογραφία, αλλά δεν είναι αυτό και δεν είναι ούτε το άλλο. Είναι πάντως ένα έργο που επηρεάζει βαθιά, που δε σε κάνει στιγμή να αναρωτιέσαι «εγώ γιατί το διαβάζω αυτό τώρα;»

Ο Μπερνάντο Σοάρες λέγεται πως είναι αυτός από τους ετερώνυμους του Πεσσόα που είναι πιο κοντά στην πραγματική του φύση. Αυτό δεν το ξέρω. Μπορώ όμως να σας πω στοιχεία από την ψευτοβιογραφία του και να αποφασίσετε μόνοι. Είναι ένας άντρας γύρω στα τριάντα, βοηθός λογιστή, μένει μόνος και στον ελεύθερο χρόνο του γράφει το ημερολόγιο του, και αποφασίζει να το εμπιστευτεί στον Πεσσόα. Είναι συνάμα ο ήρωας, ο αφηγητής και ο συγγραφέας του βιβλίου. Επίσης είναι ανύπαρκτος. Και γράφει ένα βιβλίο τόσο εκπληκτικό που αν το διαβάσεις αλλάζει όχι μόνο την πρόσκαιρη διάθεσή σου, μα και τον τρόπο που σκέφτεσαι τα πράγματα.

25/6/09

Ο αποχωρισμός

Στο δωμάτιο επικρατεί σκοτάδι, ανοίγω το φως και η μοναχική φιγούρα του λερού πιάτου, γεμάτου σάλτσες και ψίχουλα, με πληγώνει. Με βασανίζει αφόρητα. Αφημένο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Παρατημένο και παράταιρο. Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν ανεκτική σε τέτοιου είδους ακαταστασίες. Τώρα ανοίγω τα μάτια και η σκόνη που μαζεύεται πάνω στην εταζέρα, με πονά. Κοιτώ το φουτουριστικό φωτιστικό στον τοίχο, τις κουρτίνες που ανέμιζαν κάποτε, όταν σηκωνόταν αέρας.

Εδώ καθόμασταν με το Δημήτρη. Εγώ σε τούτη την καρέκλα, κι εκείνος στην μακρινή απέναντι μου. «Δεν είναι σωστό οι οικοδεσπότες να κάθονται πλάι πλάι», μου έλεγε. Το σερβίτσιο του φαγητού, το καλό μας, λάμπει μες στη βιτρίνα του σύνθετου, γυρνούν τα ράφια του εφιαλτικά, φωτιζόμενα από το εσωτερικό φως. Ξεδιπλώνομαι.

Μια γυναίκα, μέσα σε μιαν άλλη γυναίκα και γύρω της βουνά, κι έπειτα κι άλλες γυναίκες ξαπλωμένες, ηδονικά τανυζόμενες, ενοχλητικές φιγούρες πάνω στον απέναντι πίνακα. Τούτο τον πίνακα δεν τον διάλεξα εγώ. Εκείνος. Εγώ διάλεξα τη συλλογή από λουλούδια μέσα σε κείνο το βάζο, τον πίνακα με τα χρώματα που πήγαιναν με το καθιστικό.

Όλα γύρω μου ροζ. Επιλογή του διακοσμητή το ροζ και το γκρι, πάντοτε ενοχλούσε το Δημήτρη. Τον έμπλεκε σε περιπέτειες. Τούτο το σπίτι δε θυμίζει τίποτα από μένα. Μου έλεγε. Η μεγάλη τηλεόραση, πλάσμα, τελευταίας τεχνολογίας, σβηστή, μου δίνει στα νεύρα. Θα ήθελα να τη σπάσω, να μην υπάρχει πια, να μην μου θυμίζει εκείνον.

Μπαίνω στην κουζίνα. Με απορροφούν για λίγο τα στοιβαγμένα άπλυτα κουζινικά στο νεροχύτη, οι συσκευές, εντοιχισμένες και γυαλιστερές. Τί να το κάνω εγώ τούτο το τεσσάρι; Τα παιδιά μου από καιρό φευγάτα, με οικογένειες και αγκαλιές άλλες. Κι ο Δημήτρης. Αυτός επέλεξε τη φυγή. Ο άνανδρος.

Βγάζω με προσοχή τις μαύρες κάλτσες, τη φούστα, τη μπλούζα, μαύρες κι αυτές και τις απιθώνω στο κρεβάτι με το κόκκινο ντεσέν. Επιλογή του διακοσμητή. «Ούτε στην κρεβατοκάμαρά μας δεν μπορούμε να είμαστε εμείς», έλεγε ο Δημήτρης μου. Σαράντα μέρες πεθαμένος κι εγώ ακόμα να το συνηθίσω.

21/6/09

Ο Κεραυνός

Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού, σαν τιμωρία και σαν κάθαρση και έραιναν τα πάντα με μιαν ατέρμονη ροή από νερό και αστραπές. Η Κάτια έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα και κοιτούσε από το παράθυρο τη βροχή να ξεπλένει τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα δέντρα. Συχνά πυκνά άστραφτε. Τα πεύκα στο απέναντι άλσος προσέλκυαν τους κεραυνούς. Η γυναίκα φοβήθηκε για την ίδια και για το σπίτι της. Για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής που τώρα ξεκινούσε ξανά. Μόλις είχε μετακομίσει σε τούτο το διαμέρισμα. Θα έμενε μόνη. Να καθαρίσει τις σκέψεις της, να βρει το εαυτό της. Έτσι έλεγε σε όλους, έτσι έλεγε και στα μύχια της ψυχής της. «Όλα θα πάνε καλά».

Με αργές κινήσεις, πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έκλεισε τους διακόπτες των τηλεοράσεων, έκλεισε τα στόρια, να μη βλέπει τη βροχή, να μην ακούει τις βροντές, να μην έρχονται άσχημες σκέψεις και φόβοι να την προϋπαντήσουν. Μια γυναίκα μόνη πάντα είναι ευάλωτη στις καταιγίδες. Έπειτα ξαναγύρισε στο πλύσιμο των πιάτων, στο ακόμα ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας και τις ανάκατες σκέψεις της.

Λένε πως το πλύσιμο των πιάτων είναι ψυχοθεραπευτικό. Πως καθαρίζει το μυαλό από τα υπολείμματα του ασυνειδήτου. Η βροχή, καταρρακτώδης, ορμητική, γεμάτη ένταση και ενέργεια πρωτόγνωρη, έδινε τροφή και ηλεκτρισμό στις σκέψεις της Κάτιας. Το μυαλό της αρχικά πιάστηκε από τα ζητήματα στη δουλειά, έπειτα στις εκκρεμότητες στο σπίτι. Σκέφτηκε με θυμό τα πλυμένα ρούχα που στράγγιζαν στο παρκέ του άδειου παιδικού δωματίου. «Δεν αξιώθηκα ένα παιδάκι», ξεκίνησε η διαδικασία της αυτολύπησης.

Αναπάντεχα, ένας κεραυνός φώτισε το απόμερο δρομάκι κάτω από το διαμέρισμα της. Στο φως του, η Κάτια είδε βαθιά μέσα στο άλσος, απέναντι από το σπίτι, μια γυναίκα. Της έμοιασε να μη φορά τα κατάλληλα ρούχα για βροχή. Σα να ήταν ντυμένη μοναχά με τη ρόμπα του σπιτιού της. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μόνη. Στο φως του επόμενου κεραυνού φάνηκε πως την έσερνε ένας άντρας από τα χέρια, την τραβολογούσε μέσα στη βροχή. Τη χτυπούσε αλύπητα. Το πρόσωπο της ήταν διεσταλμένο από τον πόνο και φάνηκε φρικιαστικό και άσχημο στη στιγμιαία λάμψη του κεραυνού.

Η Κάτια παράτησε τα πιάτα, έριξε πάνω της το αδιάβροχο που κρεμόταν στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα, αλλά δεν ήταν το δικό της, και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Η βροχή, καταλυτική και λυτρωτική, την πότισε αμέσως ως την τελευταία ίνα του κορμιού της. Έμεινε μια στιγμή να ανασάνει τη ζωογόνο δύναμη της. Έπειτα ένας κεραυνός την τάραξε με τον κρότο του και της έδειξε το δρόμο. Έτρεξε προς το ζευγάρι, που φαινόταν τώρα να παλεύει, ρίχτηκε πάνω σε αυτόν τον άντρα, που θέλησε να κακοποιήσει τη γυναίκα μέσα στην ζωντανή βροχή. Την τράβηξε από τα χέρια του, με μια επιδέξια κίνηση του έριξε μια κλωτσιά στα αχαμνά κι έπειτα κι άλλη κι άλλη, ώσπου ο άντρας σωριάστηκε αιμόφυρτος στο μαλακό γρασίδι. Την έσωσε.

Την πήρε σπίτι της. Τύλιξε το μωλωπισμένο κορμί της με μια κουβέρτα, έτριψε τα πονεμένα άκρα της με λίγη κολόνια, της έφτιαξε καφέ. Η γυναίκα τρομαγμένη, δε μιλούσε. Δεν είχε λόγια να την ευχαριστήσει, να της πει πόσο σημαντικό ήταν για αυτήν που κάποιος νοιάστηκε, που κάποιος έτρεξε μες στη βροχή για να τη σώσει. Ήπιε το ρόφημα αχόρταγα κι έπειτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι που της έστρωσε η Κάτια. Με ζεστές κουβέρτες και παπλώματα που απαλύνουν τους πόνους.

Η Κάτια ξύπνησε μουδιασμένη το πρωί. Έξω το πρωινό έδειχνε καθαρό και όμορφο, μετά το χθεσινό ξέσπασμα του καιρού. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο από τη χθεσινοβραδινή περιπέτεια. Άναψε το θερμοσίφωνα και περίμενε να ζεσταθεί το νερό, όσο να πιει τον καφέ της. Μπήκε στο μπάνιο με αργές τελετουργικές κινήσεις, γδύθηκε, εξέτασε στον καθρέφτη το κορμί της και τις ουλές στην ψυχή. Έπειτα άφησε ευεργετικό το νερό να κυλήσει επάνω της. Βγήκε και σκούπισε προσεκτικά το σώμα της. Είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται οι μελανιές. Τηλεφώνησε στην αστυνομία. «Χθες βράδυ. Στο άλσος. Προσπάθησαν να με βιάσουν. Αλλά εγώ του ξέφυγα. Αλλά εγώ σώθηκα»

Ήρθε ένας αστυνόμος, έπειτα, από το σπίτι της για να της βάλει τις χειροπέδες, να την πάει στο τμήμα, να τη ρωτήσει πώς τον σκότωσε. Στην αρχή τους είπε την ιστορία με το βιασμό. Ύστερα την ιστορία με την άλλη, την άγνωστη γυναίκα. Έπειτα ήρθε η αδελφή της. Κατέθεσε πως το θύμα ήταν ο πρώην της Κάτιας. Πως τη χτυπούσε. Πως μια μέρα σαν την χθεσινή, την είχε βγάλει στη βροχή και την έσπασε στο ξύλο. Την έστειλε στο νοσοκομείο. Κι έπειτα στο τρελάδικο. Για κάποιον καιρό.

Στο τέλος η Κάτια τους είπε πως έφταιγε ο κεραυνός. Αν δεν ήταν αυτός δε θα είχε δει ποτέ τον πρώην άντρα της να διασχίζει το αλσάκι έξω από το σπίτι, μέσα στη νύχτα και τη βροχή.

17/6/09

Η χαρά του μεγάλου

Η χαρά του μεγάλου κειμένου είναι απερίγραπτη, το ίδιο κι η δυσκολία του. Και δε μιλώ πια για την ανάγνωση, αλλά τη γραφή. Η αίσθηση του τελειωμένου «μεγάλου», είτε είναι ένα κανονικό διήγημα είτε ένα μυθιστόρημα μπορεί να συγκριθεί με λίγα πράγματα. Δεν έχω γίνει μάνα ακόμα και δε θα επιχειρήσω το βλάσφημο συσχετισμό. Πάντως είναι συναίσθημα μοναδικό.

Από την άλλη η δυσκολία μιας ολοκληρωμένη ιστορίας, με αρχή, μέση τέλος, ή και όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά είναι κι αυτή ασήκωτη. Ένα μεγάλο κείμενο δε γράφεται σε μια στιγμή ή σε μια μέρα έμπνευσης, απαιτεί μέρες δουλειάς, και κάποιες από αυτές τις μέρες θα είναι…ατυχείς συγγραφικά. Αυτές χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, στις μέρες που δε μπορείς να γράψεις καθόλου, κι αυτό δημιουργεί εκνευρισμό μεν, δεν βλάπτει το κείμενο δε. Και αυτές που νομίζεις πως το έχεις και δεν…

Τούτες είναι πολύ πιο επικίνδυνες και ύπουλες. Γιατί δεν είναι απλά μια κακογραμμένη σελίδα ανάμεσα σε τόσες άλλες, μπορεί με μια σου λέξη να δώσεις τροπή σε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα που δεν την ήθελες. Ίσως να είναι αυτό που λένε πως ξυπνούν οι ήρωες και σε καθοδηγούν. Ε, λοιπόν, οι ήρωες να κάτσουν στα αυγά τους, δεν είναι αυτή η δουλειά τους. Αυτή είναι δική μου δουλειά. Και τότε ξεκινά ο γολγοθάς, των επόμενων ημερών, των αναθεωρήσεων, των αμφιβολιών, των χαμένων «καλών ημερών», να διορθώνεις τις παλιές σελίδες, αντί να γράφεις καινούριες.

Και των σχεδιαγραμμάτων. Δε ξέρω αν το ανέφερα ποτέ, αλλά τα πλάνα των μυθιστορημάτων είναι για να καταπατούνται, τα φτιάχνεις τη μια, τα ξεχνάς την άλλη. Σε αυτό το κομμάτι η πεζογραφία μοιάζει λιγάκι με την ποίηση, αν ξέρεις την πρώτη λέξη που θα βάλεις στο χαρτί τότε τα σχέδια σε προσπερνούν. Ή τα προσπερνάς.

Το μεγάλο κείμενο που μετά από τόσα βάσανα και κόπους, συνεχείς αναθεωρήσεις και διορθώσεις, ολοκληρώνεται είναι μια μεγαλειώδης στιγμή. Ακόμα κι αν έγραψες μια χαζομάρα, ένα εύκολο πράγμα. Δεν υπάρχουν εύκολα κείμενα. Τουλάχιστον για αυτόν που πόνεσε πάνω τους ένα ή δυο χρόνια.

Και μετά τί; Τους πρώτους μήνες δεν θέλεις να το ξαναδείς στα μάτια σου. Τους επόμενους, αν σιγά το πιάνεις να το διαβάσεις στο κρεβάτι σαν οποιοδήποτε άλλο βιβλίο αγαπημένο, τότε κάτι καλό συμβαίνει. Και το βγάζεις στη γύρα. Και μην με φουντώνετε με κακές ερωτήσεις «Ποιά είναι η γύρα;». Αυτό το ξέρουμε όλοι. Φωτοκόπιες που κάθονται αναπαυτικά στα γραφεία των εκδοτών κι ένα ευγενικό αρνητικό σημείωμα στο τέλος της μέρας.

14/6/09

Τρίτη

Ήταν ένα άγριο πρωινό Τρίτης. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε, η υγρασία κολλούσε στην ατμόσφαιρα. Μάλλον έβρεχε. Το ξυπνητήρι χτύπησε κατά τις εξίμησι κι η Καιτούλα σηκώθηκε τουρτουρίζοντας από το κρεβάτι. Φορούσε μια κοντή μαύρη νυχτικιά όλο ροζ δαντέλα στα τελειώματα. Τα πόδια της ήταν εξαιρετικά για μια τόσο μικροκαμωμένη γυναίκα και το ντεκολτέ της φάνταζε ακόμα πιο άσπρο από ό,τι συνήθως στο σκοτάδι. Έκανε να κινηθεί προς το μέρος του Νίκου. Τελικά το μετάνιωσε και τον άφησε να κοιμάται.

Σύρθηκε ως την τουαλέτα. Πάντα σιχαινόταν τη μοντέρνα διακόσμηση. Κι όμως την είχε ανεχτεί για χάρη του. Αυτή και τόσα άλλα. Οι τοίχοι ήταν στρωμένοι με σκούρο γκρι πλακάκι που μίκραινε το χώρο. Ένας μεταλλικός καταρράκτης κατέβαινε ακριβώς μπροστά της, αντανακλούσε το φως και την τύφλωνε. Η γυναίκα στάθηκε στον πλακέ τετράγωνο νιπτήρα και ο καθρέφτης την κοίταξε εξεταστικά. Το πρόσωπό της άλλοτε ήτανε όμορφο. Τώρα δυο βαθιές ρυτίδες-παρενθέσεις το πλαισίωναν. Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει και σήμερα.

Στην κουζίνα, απορροφημένη στις σκέψεις της, χάζεψε για λίγο εξω από το παράθυρο τον καιρό που χειροτέρευε. Ανατρίχιασε, έτσι όπως πατούσε με γυμνά πόδια στο κρύο πάτωμα. Όταν επανήλθε στην πραγματικότητα, ο καφές της έβραζε ήδη. Έμεινε να τον κοιτάζει καθώς μικρές φουσκάλες σχηματίζονταν στην επιφάνεια του, έπειτα έπεφταν πάλι. «Χωρίς καϊμάκι και σήμερα λοιπόν», παραδέχτηκε μέσα της. Η γυάλινη επιφάνεια της τραπεζαρίας δεν την καλοδέχτηκε. Πήγε και χώθηκε στον καναπέ. Φορούσε ακόμα τη νυχτικιά της, ούτε καν μια ρόμπα να προφυλαχτεί, όταν εμφανίστηκε εκείνος.

Ήταν μελαχρινός, κοντός μα γεροδεμένος. Το κορμί του –παράδοξο – ανέδυε μια μυρωδιά χώματος και βρεγμένου γρασιδιού. Ίσως όμως να ήταν μονάχα η ιδέα της. Τον προσκάλεσε κι εκείνος χώθηκε στην αγκαλιά της. Μπόρεσε έτσι, ίσως με κάποια λύπη, να δει τις πρώτες άσπρες τρίχες ανάμεσα στα άλλοτε κορακίσια γένια του. «Με τσιμπούν», του είπε όταν προσπάθησε να τη φιλήσει. Εκείνος ελαφρά θιγμένος εξαφανίστηκε προς το μπάνιο και αναπτέρωσε τις ελπίδες της. Ίσως να γλίτωνε και σήμερα.

Ο Νίκος, που πάντοτε ως τώρα ήταν κύριος, που είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο στα παιδιά και στα εγγόνια τους, που την αγαπούσε με το σταθερό και ήρεμο τρόπο των πολυκαιρισμένων ζευγαριών, είχε γίνει άλλος άνθρωπος από τότε που οι κόρες τους έφυγαν από το σπίτι, παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένεια. Τη διεκδικούσε συνέχεια, την κυνηγούσε στους διαδρόμους, στο νεροχύτη, στα παιδικά δωμάτια. Ζητούσε μια δεύτερη νεότητα, ένα μήνα του μέλιτος που δεν έζησαν ως νιόπαντροι. Τα πρωινά οι διαθέσεις του ήταν χειρότερες. Από τότε που είχε συνταξιοδοτηθεί δεν την άφηνε σχεδόν ποτέ να φύγει χωρίς μια γερή δόση σεξ.

«Τους δίνουν τη σύνταξη νωρίς κι έπειτα αφήνουν εμάς να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα», σκεφτόταν εκείνη. Εθελουσία έξοδος με ένα γερό πακέτο. Για να μείνει έπειτα η Καίτη μόνη να φροντίζει το σπίτι, τη δουλειά της, τα εγγόνια, την ευρύτερη οικογένεια κι αυτός να γυρνά όλη μέρα σαν την άδικη κατάρα από καφενείο σε σινεμά, κι από πολιτιστικό σύλλογο σε θεατρική ομάδα. Ο Νίκος να προσπαθεί να γεμίσει έναν ατελείωτο ελεύθερο χρόνο κι αυτή να κυνηγά το ρολόι μπας και την αφήσει ήσυχη μια στάλα. Αλλά αυτός ανένδοτος.

Ο Νίκος βγήκε από το μπάνιο ανανεωμένος. Τώρα η μυρωδιά του σαπουνιού και του άφτερ-σέιβ τη συνεπήρε. Τον ρώτησε αν θα βοηθούσε με κάποιες από τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού κι εκείνος, ως συνήθως, αρνήθηκε. Δεν ήξερε, δεν μπορούσε, ποτέ άλλοτε δεν είχε αναγκαστεί να τις κάνει. Η Καίτη αναστέναξε. Όλα στους ώμους της πάλι. Εκείνος τη φίλησε για ώρα στο στόμα κι ήταν η οικειότητά τους τέτοια, το κορμί του τόσο αβάσταχτα δοσμένο στη στιγμή, που δεν κρατήθηκε.
«Σε αγαπώ, μαναράκι μου», της ψιθύρισε στο αυτί.
«Έχω λίγο χρόνο ακόμα πριν φύγω», είπε εκείνη. «Στο δωμάτιο;»

13/6/09

Η Ξύλευση



O Thomas Bernhard είναι από τους συγγραφείς που αγαπώ. Η «Διόρθωση» θα μείνει σκαλωμένη στη μνήμη μου. Τα δικά του βιβλία, η αντιφατική ζωή και προσωπικότητά του πάντα ήταν ένα αίνιγμα κάπως δυσεπίλυτο και τελικά τόσο οικείο που δεν υπήρχε επιστροφή. Έτσι και με την «Ξύλευση», μια νουβέλα, στατική κι όμως εντελώς ξεσηκωτική. Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται όλη σε ένα καλλιτεχνικό δείπνο. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής κάθεται σε μια μπερζέρα κι αναλογίζεται το μίσος του για τον καλλιτεχνικό κόσμο γύρω του, την αυθεντικότητα μιας πρόσφατα αυτόχειρος φίλης του, που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει μεγάλη καλλιτέχνις, την αποστροφή του για το δήθεν που τον περιτριγυρίζει. Η βραδιά κρατά σε μάκρος γιατί περιμένουν έναν ηθοποιό, τιμώμενο πρόσωπο του δείπνου να τελειώσει με την παράσταση της Αγριόπαπιας.


Το βιβλίο με τον γνωστό μονότονο, αλλά και υποβλητικό τρόπο του Αυστριακού συγγραφέα φέρνει στο τέλος τον αφηγητή σε ένα τρελό δρόμο μέσα στη Βιέννη, όπου συνειδητοποιεί πως αγαπά να μισεί την πόλη του κι αγαπά να μισεί τους ανθρώπους του. Αλλά τελικά είναι ένα με αυτούς, τους ανήκει και του ανήκουν.


Η κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή είναι δύσκολη τέχνη. Μπορεί στιγμές στιγμές να γίνει βαρετή ή αφόρητη. Στην πρώτη περίπτωση συζητάμε για ένα μέτριο καλλιτεχνικά βιβλίο, στη δεύτερη για ένα αριστούργημα. Γιατί το να μετουσιώσεις την απόγνωση που νιώθουμε μπροστά στα άλυτα φιλοσοφικά ερωτήματα σε τέχνη που μιλά βαθιά και ανθρώπινα, είναι τελικά ένας σκοπός ανώτερος μεν, ουσιαστικά πάντα άυλος και ανέφικτος, δε.

7/6/09

Το θαύμα της αναπνοής



Κάποιος σου δίνει μια δουλειά με υπέρογκες αμοιβές κι εσύ δεν πρέπει παρά να αφιερώσεις λίγο από το χρόνο και λίγο από το χώρο σου. Είσαι άνεργος με μάνα άρρωστη και ερωμένη χρόνια που θα ήθελες να την αποκαταστήσεις. Υπογράφεις το συμβόλαιο. Όλα είναι καλά μέχρι που η εταιρεία απαιτεί λίγο ακόμα από το χώρο σου, και λίγο ακόμα από το χρόνο σου, σε κυκλώνει σταδιακά, ώσπου καταλαμβάνει όλη τη ζωή σου, συνεχίζοντας να σε πληρώνει αδρά. Κι εσύ, εγκλωβίζεσαι στην ίδια στάση, τους αφήνεις γιατί κι οι γύρω σου σε ενθαρρύνουν να τσαλαπατούν πάνω σου. Ώσπου δεν σου μένει τίποτα άλλο παρά μόνο να ανασαίνεις.

«Το θαύμα της αναπνοής» του Δημήτρη Σωτάκη, ένα μικρό μυθιστόρημα με σαφή παραβολικά στοιχεία, έχει κάτι από την αύρα του Λάθους του Σαμαράκη, και σου δημιουργεί την ανάγκη να το διαβάσεις μονορούφι. Δεν έχω διαβάσει τα άλλα του βιβλία, αλλά με τη γνωστή εμμονή μου υποψιάζομαι πως θα το κάνω πολύ σύντομα. Χαίρομαι.

3/6/09

American Pastoral



Για το American Pastoral ο Phillip Roth έχει κερδίσει το Πούλιτζερ. Το βιβλίο ακολουθεί μέσω του αγαπημένου alter ego του Roth, Nathan Zuckerman, τη ζωή του Seymour "Swede" Levov, ενός κλασικού Αμερικάνου «θεού» των αθλημάτων στο Λύκειο που όμως απαρνιέται τη ζωή της δόξας για να πάρει την οικογενειακή βιοτεχνία γαντιών και να πραγματώσει το Αμερικάνικο όνειρο, σπίτι, ακριβό αμάξι, σκυλί, γυναίκα και παιδιά ( με αυτή τη σειρά). Είναι ένας απόλυτα «πολιτικώς» ορθός τύπος, που κάποια στιγμή μια ανωμαλία συμβαίνει στη ζωή του. Η κόρη του Μαίρη αναμιγνύεται με τα πολιτικά και θέλοντας να βάλει τον πόλεμο μέσα στην Αμερική, βάζει μια βόμβα. Εκείνη εξαφανίζεται κι η ζωή του πατέρα της παραμένει βαθιά πληγωμένη.

Το θέμα είναι πιασάρικο, με πολιτικές αιχμές και μομφές για το «Αμερικάνικο όνειρο», η αρχή είναι εξαιρετική. Όμως το βιβλίο έχει σοβαρότατα προβλήματα πλοκής, όλα τα βασικά στοιχεία μας παρουσιάζονται από την αρχή και μετά δεν μένει παρά μια ατελείωτη φλυαρία πολλών σελίδων. Ο Phillip Roth δεν είναι από τους αγαπημένους μου αλλά δεν μπορώ να πω πως δεν απόλαυσα το «Human stain». Το American pastoral πάντως μου έγινε αφόρητο και το τελείωσα μονάχα καθαρά από βιβλιοφαγική διαστροφή.