Τη Νόσο του Μοντάνο τη διάβαζα αυτές τις μέρες παράλληλα με το Βιβλίο της Ανησυχίας του Πεσσόα. Όπως και το βιβλίο, η Νόσος δεν είναι αυθεντικό μυθιστόρημα. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το πρώτο κομμάτι του βιβλίου καταλαμβάνει ένα μυθιστορηματικό τμήμα, όπου ο κριτικός λογοτεχνίας Ροσάριο Χιρόντο μας συστήνει τη νόσο του Μοντάνο, του γιου του, που δεν μπορεί να γράψει, αν και είναι συγγραφέας. Σε αυτό το κομμάτι η γυναίκα του Ρόσα είναι σκηνοθέτης και σιγά σιγά μας αποκαλύπτεται ότι κι ο ίδιος πάσχει από τη νόσο, που είναι πολύ ευρύτερη, είναι η ίδια η αρρώστια της λογοτεχνίας. Κι ο αφηγητής μας θέλει να γίνει η ενσάρκωση της λογοτεχνίας, να τη σώσει από τη λήθη και το θάνατο.
Στο δεύτερο κομμάτι το βιβλίο μετατρέπεται σε ημερολόγιο. Ο αφηγητής μάς αποκαλύπτει πως δεν είναι κριτικός, αλλά συγγραφέας, πως ο γιος του είναι ανύπαρκτος κι η γυναίκα του εκδότης που βάλθηκε να εξολοθρεύσει τους ποιητές. Σε αυτό το κομμάτι εμπεριέχεται ένα λεξικό των πιο γνωστών ημερολογιογράφων συγγραφέων, η διαισθητική σχέση του αφηγητή μαζί τους, και μας αποκαλύπτεται η Νόσος σε όλο της το μεγαλείο. Η Νόσος του Μοντάνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία και στην τελική ανάλυση μόνο για αυτή.
Στο τρίτο μέρος, μέσα από μια διάλεξη του συγγραφέα όπου ακουμπούν πάλι μυθιστορηματικά κομμάτια, αυτή τη φορά για τη χαρά της υποκριτικής, ο αφηγητής αρχίζει να έχει πραγματικές στιγμές αναμνήσεων άλλων συγγραφέων, μπλέκεται τόσο στη νόσο, που το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα. Δεν ενσαρκώνει τη Λογοτεχνία, ενσαρκώνει πια τη Νόσο της Ζωής και του Θανάτου της.
Το βιβλίο είναι εκπληκτικό, σε βάζει σε ένα λαβύρινθο, από όπου είναι δύσκολο να βγεις αλώβητος, ειδικά αν αναγνωρίζεις κάποια από τα σημάδια της Νόσου στον εαυτού σου. Και για μένα ήταν ακόμα περισσότερο επίπονο, όταν δεν ταυτιζόμουν. Όταν δηλαδή συνειδητοποιούσα πως ο Ροσάριο Χιρόντο ήταν ακόμα πιο άρρωστος από μένα. Νοσηρό; Ίσως η αίσθηση πως ζούμε μέσα από τη λογοτεχνία, δηλαδή ζούμε όχι μόνο σε αυτό που έγινε, αλλά και σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει, να δίνει μια διάσταση μοναδικότητας. Έναν αδιόρατο σνομπισμό, μια περηφάνια πως είσαι άρρωστος. Κι η στιγμή που κάποιος πιο ασθενής εμφανίζεται να σπάει την τσιχλόφουσκα της ψευδαίσθησης.
"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 353
Στο δεύτερο κομμάτι το βιβλίο μετατρέπεται σε ημερολόγιο. Ο αφηγητής μάς αποκαλύπτει πως δεν είναι κριτικός, αλλά συγγραφέας, πως ο γιος του είναι ανύπαρκτος κι η γυναίκα του εκδότης που βάλθηκε να εξολοθρεύσει τους ποιητές. Σε αυτό το κομμάτι εμπεριέχεται ένα λεξικό των πιο γνωστών ημερολογιογράφων συγγραφέων, η διαισθητική σχέση του αφηγητή μαζί τους, και μας αποκαλύπτεται η Νόσος σε όλο της το μεγαλείο. Η Νόσος του Μοντάνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία και στην τελική ανάλυση μόνο για αυτή.
Στο τρίτο μέρος, μέσα από μια διάλεξη του συγγραφέα όπου ακουμπούν πάλι μυθιστορηματικά κομμάτια, αυτή τη φορά για τη χαρά της υποκριτικής, ο αφηγητής αρχίζει να έχει πραγματικές στιγμές αναμνήσεων άλλων συγγραφέων, μπλέκεται τόσο στη νόσο, που το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα. Δεν ενσαρκώνει τη Λογοτεχνία, ενσαρκώνει πια τη Νόσο της Ζωής και του Θανάτου της.
Το βιβλίο είναι εκπληκτικό, σε βάζει σε ένα λαβύρινθο, από όπου είναι δύσκολο να βγεις αλώβητος, ειδικά αν αναγνωρίζεις κάποια από τα σημάδια της Νόσου στον εαυτού σου. Και για μένα ήταν ακόμα περισσότερο επίπονο, όταν δεν ταυτιζόμουν. Όταν δηλαδή συνειδητοποιούσα πως ο Ροσάριο Χιρόντο ήταν ακόμα πιο άρρωστος από μένα. Νοσηρό; Ίσως η αίσθηση πως ζούμε μέσα από τη λογοτεχνία, δηλαδή ζούμε όχι μόνο σε αυτό που έγινε, αλλά και σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει, να δίνει μια διάσταση μοναδικότητας. Έναν αδιόρατο σνομπισμό, μια περηφάνια πως είσαι άρρωστος. Κι η στιγμή που κάποιος πιο ασθενής εμφανίζεται να σπάει την τσιχλόφουσκα της ψευδαίσθησης.
"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 353