Πέρασα καλά αυτή την εβδομάδα διαβάζοντας το «Χήρα για ένα χρόνο» του Τζον Ίρβινγκ. Είχα τη γλύκα της ταύτισης, αυτή που σε κάνει να διαβάσεις αδιαμαρτύρητα 641 σελίδες, να μην σου φανεί κοπιαστικό το ταξίδι ως το τέλος, να μην θέλεις για την ακρίβεια να τελειώσει. Την τελευταία φορά που είχα αυτήν την αίσθηση νομίζω πως ήταν για τις «Διορθώσεις» του Φράνζεν.
Η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην αρχή βλέπουμε την οικογένεια Κόουλ, τον Τεντ, τη Μάριον και την τετράχρονη Ρουθ σε μια ιδιαίτερη καμπή της ζωής τους. Η Μάριον, που ποτέ δεν θέλησε την κόρη της γιατί δεν μπορεί ακόμα να ξεχάσει το χαμό των έφηβων αγοριών της, στα τριάντα εννιά της συνάπτει δεσμό με τον Έντι, τον δεκαεξάχρονο βοηθό του άντρα της. Ο Τεντ, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, αλλά κυρίως συστηματικός καρδιοκατακτητής δυστυχισμένων παντρεμένων, δεν ενοχλείται, γιατί δεν καταλαβαίνει πως η γυναίκα του θα τον αφήσει. Κι η μικρή Ρουθ, που τη ζωή της στοιχειώνουν οι εκατοντάδες φωτογραφίες των χαμένων, άγνωστων αδελφών της σε όλους τους τοίχους, δεν μπορεί να καταλάβει ότι η μαμά της δεν θέλει να την αγαπήσει. Το δεύτερο κομμάτι διαδραματίζεται όταν η Ρουθ είναι τριάντα έξι ετών, πολύ επιτυχημένη συγγραφέας βιβλίων στα οποία δεν υπάρχουν ποτέ μανάδες- ούτε μπαμπάδες και ο Έντι σαράντα οκτώ, σχετικά άσημος συγγραφέας με ένα μόνο θέμα, τον έρωτα μιας μεγαλύτερης γυναίκας για έναν πολύ μικρότερο της άντρα. Στο τρίτο κομμάτι, η Ρουθ, στα σαράντα ένα της και χήρα, ερωτεύεται.
Ιδιαίτερη αδυναμία στον Ίρβινγκ δεν είχα, κυρίως γιατί το προηγούμενο του μυθιστόρημα που είχα διαβάσει, το «Θέα στον ωκεανό» με είχε κουράσει. Τούτο όμως είναι ρουφηχτό, από κείνα που σε κάνουν λίγο να νιώθεις ηθοποιός, πως ζεις δυο ζωές, μια μέσα και μια έξω από τις σελίδες. Το τέλος μόνον με απογοήτευσε, σα να μην ήθελε ούτε ο συγγραφέας να το λήξει. Κι αν αναρωτιέστε με ποιόν ταυτίστηκα, μα φυσικά με τον αποτυχημένο, άσημο και ακόμα ερωτευμένο Έντι. Προβλέψιμο.