31/1/13

"Η Στενή πύλη", André Gide



«Η στενή πύλη» είναι η πρώτη μου επαφή με τον έργο του Αντρέ Ζιντ. Και παρ’ όλο που πρόκειται για ένα βιβλίο του περασμένου αιώνα με ένα θέμα που μπορεί να φανεί παλιομοδίτικο, εμένα με συγκίνησε. Το βιβλίο το ρούφηξα, η ιστορία αν και δεν έχω κανένα κοινό σημείο αναφοράς μαζί της και θα μπορούσε να μου φανεί από αδιάφορη έως και φρικτή, με συνεπήρε.

Ένας νεαρός άντρας, ο Ζερόμ, που μεγαλώνει ορφανός από πατέρα μαζί με την μητέρα του και μια γηραιά φίλη της, ερωτεύεται την ξαδέλφη του Άλισα σε πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα δέκα. Εκείνη ανταποκρίνεται στον έρωτά του, τον λατρεύει με την ίδια ένταση. Όταν μαθαίνει πως η μικρή της αδελφή, η Ζουλιέτ, είναι κι αυτή πολύ ερωτευμένη μαζί του κάνει ένα βήμα πίσω για να ευτυχίσει αυτή. Ακόμα όμως κι όταν πια η Ζουλιέτ παντρεύεται κάποιον άλλο κι αποκτά παιδιά, η Άλισα συνεχίζει να απομακρύνει  τον Ζερόμ, πεπεισμένη πως μόνο με τη θυσία του έρωτά της θα μπορέσει να τον οδηγήσει στην Αρετή, την Αγνότητα και τον Κύριο.

Αν και ο Ζερόμ είναι πρωτοπρόσωπος αφηγητής, εν τούτοις η Άλισα έχει τη δική της φωνή μέσα από τις επιστολές και το ημερολόγιο της. Δεν είναι φυσικά η προσήλωση στην χριστιανική αρετή που με συνεπήρε, αλλά αυτή η υφέρπουσα τάση της ανθρώπινης φύσης να θυσιάζεται για λογιών λογιών λόγους, πολύ σημαντικούς καθώς φαίνεται τη στιγμή που τους σκέφτεται κανείς κι ίσως παιδιάστικους αργότερα. Η ανάγκη για αυταπάρνηση και θυσία, ακόμα κι όταν κανείς δεν έχει ζητήσει κάτι τέτοιο είναι ίσως σύμφυτη της γυναικείας φύσης ή μας πότισαν με αυτή για να μπορούμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας.

Η «τελειότητα» που αποζητά η Άλισα για τον εαυτό της και τον Ζερόμ την οδηγούν στο θάνατο. Αν και σύμφωνα με την χριστιανική ηθική αυτό θα ήταν το ιδανικό, θυσία και εγκαρτέρηση στην τωρινή ζωή για να αξιωθείς την βασιλεία των ουρανών, εμένα αυτή η σκέψη μου φαίνεται αποκρουστική. Όμως η Άλισα δεν είναι αντιπαθητικός χαρακτήρας, αντίθετα είναι μια ρομαντική φιγούρα σε έναν κόσμο που αλλάζει και δεν μπορεί να τον κατανοήσει. Κι αυτός ο έρωτας, βαθύς, ανεκπλήρωτος από την απουσία- παρουσία των επιστολών αφήνει μια αίσθηση πικρή στο στόμα για τη ματαιότητα των επιλογών μας.

«Η στενή πύλη», Αντρέ Ζιντ, μετ. Ανδρέας Κατσαμακίδης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1989, σελ.159



29/1/13

"Αστείο", Γιάννης Παλαβός





Τα διηγήματα του Γιάννη Παλαβού στο «Αστείο» είναι μικρά, κάποια δεν πρέπει να ξεπερνούν τις χίλιες λέξεις, κι όμως σε αυτά κατορθώνει να στήσει ολόκληρους κόσμους. Η πραγματικότητα, τα όρια του χρόνου και της φαντασίας αρκετές φορές καταλύονται για να μπορέσει στο φινάλε ο συγγραφέας να μας δώσει την θλίψη του ατόφια για τη ζωή, τα όνειρα, τις προσδοκίες και το θάνατο. Αυτός ο τελευταίος είναι μάλλον το προσφιλές του θέμα, αν και τα διηγήματα δεν είναι μαύρα, απλά αποπνέουν μια ψυχρή αύρα.

Απόλαυσα ιδιαίτερα το «Γέροι άνθρωποι» όπου ένας νεαρός βοηθά τη γιαγιά του που έχει σπάσει το γοφό της και δεν μπορεί να κινηθεί να φτάσει ως το μπάνιο, το «Τιμής Ένεκεν», έναν τρελό μονόλογο ενός εφοριακού, και το «Αυτοκόλλητο», όπου ένα παιδί βγάζει πρώτη φορά τις βοηθητικές ρόδες στο ποδήλατό του με την επίβλεψη του πατέρα του.

Διαβάζοντας τα κείμενα μια σκέψη ερχόταν στο μυαλό μου∙ καταλαβαίνω πως ο Γιάννης Παλαβός έχει ιδιαίτερη ικανότητα στη μικρή φόρμα, από την άλλη εγώ προσωπικά τη θεωρώ κάπως βόλεψη, σα να μην τολμάς να ανοιχτείς. Θα ήθελα το επόμενό του βιβλίο να είναι μυθιστόρημα.


«Αστείο», Γιάννης Παλαβός, εκδ. Νεφέλη 2012, σελ.107

Υ.Γ. Ομολογώ πως δεν το θυμόμουν με ευκρίνεια, αλλά το διήγημα «Για αλλαγή» με έκανε να το καταλάβω, κάποτε είχαμε πάρει μέρος κι οι δυο σε έναν διαγωνισμό διηγήματος της Arta Press και του Μεταίχμιου. Τα δέκα πρώτα διηγήματα κέρδιζαν ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής στην Άρτα με τα έξοδα πληρωμένα. Στην Άρτα ο Παλαβός πήρε το πρώτο βραβείο κι ένα laptop, εγώ έμεινα – με το «Μενταγιόν»- τέταρτη….


27/1/13

Τί γυρεύει η Κατερίνα στο παζάρι....

Είχα κάποια χρόνια να πάω στο παζάρι των βιβλίων- που φέτος μετακόμισε στην Κοτζιά. Τις τελευταίες φορές είχα συμπεριφερθεί κάπως χαζοχαρούμενα και είχα μαζέψει ένα σωρό αδιάβαστα που θα παραμείνουν τέτοια. Έλεγα πως δε θέλω να ξαναπάω, αλλά η φίλη Ε.Γ. (θα σας μιλήσω μια άλλη φορά για τη χαρά να ανακαλύπτεις στα 34 πως μπορείς ακόμα να κάνεις καινούργιες ουσιαστικές φιλίες μέσα από  ένα blog) επέμενε και ξεκινήσαμε. Είχε συμφωνήσει να με συγκρατεί και όπως θα διαπιστώσετε έκανε εξαιρετική δουλειά.... (μμμμμμ)



Λοιπόν πήρα 22 βιβλία, πλήρωσα 79 ευρώ και θέλω να πιστεύω πως δεν έκανα τα λάθη του παρελθόντος. Οι επιλογές μου κινήθηκαν κυρίως στους κλασικούς (Ντοστογιέφκι, Φλωμπέρ, Μούζιλ, Μωμ, Τζόυς, Ζιντ, Γκόγκολ, Πούσκιν), σε συγγραφείς που με σιγουριά τα βιβλία τους θα διαβάσω (Λέσινγκ, Άτγουντ, Ντικ, Γκόρντιμερ, Κορτάσαρ), 2-3 που μου γυάλισαν, στον Χαβιέρ Μαρίας με τον οποίο έχει φαγωθεί ο no14me, στον Κλίμα που μου άρεσε, και στον Τρέιβεν που δεν ήθελα να πάρω αλλά δεν με άφηνε να φύγω η Ε.Γ. χωρίς αυτόν ...  



 Πριν από λίγο καιρό είχα κάπως κουλαντρίσει τη στοίβα με τα αδιάβαστα. Τώρα όμως έχουν αρχίσει πάλι να συσσωρεύονται πολλά, αν και περιέργως αυτό δεν με αγχώνει. Κάνω μια κάπως μίζερη σκέψη πως αν στα χρόνια που θα έρθουν δεν μου περισσεύουν για βιβλία, όλο και κάτι θα έχω να διαβάσω.  









25/1/13

"Ένα ερωτικό καλοκαίρι", Ivan Klíma





Η επαφή μου με την τσέχικη λογοτεχνία είναι μικρή κι όμως ένιωσα οικειότητα με το κείμενο του Ιβάν Κλίμα, «Ένα ερωτικό καλοκαίρι». Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ευκολοδιάβαστο, που μιλά για τη ζωή και τον έρωτα με όρους απτούς, που αφορά σε συναισθήματα που έχουν νιώσει όλοι οι παντρεμένοι, ίσως με διαφορετική ένταση.

Ο Δαβίδ είναι ένας βιολόγος αφοσιωμένος στην επιστήμη του και στα πειράματα για μακροζωία που κάνει στα ποντίκια του, παντρεμένος με μια μάλλον άσχημη και χοντρή γυναίκα που αφέθηκε μετά τις γέννες και πατέρας δυο όμορφων μικρών κοριτσιών. Αγαπά πολύ τη δουλειά του, δεν ξέρει να χαλαρώνει σχεδόν ποτέ, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν διασκεδάζει. Η γυναικά του έχει επιφορτιστεί με όλες τις δουλειές του σπιτιού, είναι και δασκάλα, και μοιάζει μονίμως θολή και κουρασμένη. Σε μια κηδεία ο Δαβίδ θα γνωρίσει την Ίβα, ένα πανέμορφο εικοσάχρονο κορίτσι που φαίνεται να μην είναι πιστό σε κανέναν άντρα, που αγαπά τα λούσα, τα ταξίδια, τα ακριβά εστιατόρια. Ο Δαβίδ θα χάσει τα μυαλά του μαζί της, αλλά ταυτόχρονα δε θα μπορέσει να αφήσει τη βολή της οικογένειάς του. Η αδυναμία να πάρει αποφάσεις θα τον οδηγήσει στην καταστροφή.

Ταυτίστηκα και με τη γυναίκα του και με το Δαβίδ∙ εναλλάξ σε μια μακρόχρονη σχέση με υποχρεώσεις μπορείς να νιώσεις ο εξουθενωμένος, θαμπός άνθρωπος που κάνει τα πάντα αλλά παραμένει αόρατος και άσχημος για το σύντροφό του και αντίστοιχα ο έτοιμος να απατήσει για μια γυαλιστερή αλλαγή. Πέρα από το ερωτικό κομμάτι όμως, το κείμενο έχει πολλά να πει για τις επιλογές που κάνουμε ή δεν κάνουμε στη ζωή, για αυτό που είναι απατηλό και γίνεται χειροπιαστό μέσα σε μια στιγμή, για το συμβιβασμό που μοιάζει μονόδρομος, για το φόβο των γηρατειών και του θανάτου. Αυτό το τελευταίο είναι το θέμα μάλλον όλης της λογοτεχνίας κι εδώ εκφράζεται έντεχνα, κάτω από στρώσεις λαγνείας και συστολής, με καθαρότητα από την αρχή ως το τέλος. 


"Ένα ερωτικό καλοκαίρι", Ιβάν Κλίμα, μετ. Σόνια Στάμου- Ντορνιάκοβα, εκδ. Καστανιώτης 2009, σελ.240



23/1/13

"Το θηρίο στη ζούγκλα", Henry James





Ο Henry James ήταν ένας μάγος της νουβέλας, ήξερε να χειρίζεται τη φόρμα αυτή καλύτερα από κάθε άλλο. Το εξαιρετικό «Το στρίψιμο της βίδας» πιστεύω πως έχει στοιχειώσει κάποια από τα βράδια κάθε βιβλιόφιλου που σέβεται τον εαυτό του. Όμως και το λιγότερο γνωστό «Το θηρίο στη ζούγκλα» είναι ένα κομψοτέχνημα, με πολύ λίγα λόγια οδηγεί την πλοκή στο τέλος, που δεν είναι αναπάντεχο αλλά το περιμένεις, και το βλέπεις, και το αισθάνεσαι με ένταση ∙ θέλεις να το φωνάξεις στον ήρωα, αλλά αυτός, τυφλός, εγωιστής και αλαζόνας, δεν καταλαβαίνει.

Ο Τζων Μάρτσερ είναι ένας άνθρωπος που ζει υπό την πίεση ενός τρομερού μυστικού κι αυτό διαποτίζει ολόκληρη την ύπαρξή του, τον κάνει σημαντικό. Τυχαία σε μια επίσκεψη ανακαλύπτει πως αυτό το φοβερό πράγμα το είχε αποκαλύψει πριν δέκα χρόνια σε μια γυναίκα που ως τότε δεν θυμόταν καν, την Μαίη Μπάρτραμ. Έκτοτε οι δυο τους θα ενωθούν με μια φιλία αποκλειστική, θα κάνουν όνειρα και θα μοιραστούν τερατώδεις φαντασιώσεις, ώσπου εκείνη θα πεθάνει μόνη, έχοντας ανακαλύψει τι ήταν αυτό που τους κατέφαγε όλη τους τη ζωή κι αυτός θα μείνει πίσω να αναρωτιέται.

«Το θηρίο στη ζούγκλα» δεν εμφανίζεται ποτέ, εκτός αν το έχουμε μέσα μας, κατοικοεδρεύει στον ανθρώπινο ψυχισμό, καθορίζει χαρακτήρες και ζωές. Και το πώς ζει κανείς - άλλοι από επιλογή και άλλοι από καθαρή τύχη μπορεί τελικά να ζήσουν παρόμοια πράγματα – έχει να κάνει με αυτό που είναι και το πόσο καλά επιλέγει να μάθει τον εαυτό του.

 "Το θηρίο στη ζούγκλα", Χένρι Τζέιμς, μετ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα, 2004, σελ.102

Υ.Γ. Στην αρχή πολύ χάρηκα που πήρα ένα τέτοιο βιβλίο με 1,94€, τώρα όμως σα να ντρέπομαι, δεν είναι αυτή η τιμή του....


19/1/13

"Cosmopolis", Don DeLillo




Πέρασα με το «Cosmopolis» του Don DeLillo ώρες ειλικρινούς αναγνωστικής απόλαυσης. Ένα αρχετυπικά αριστουργηματικό βιβλίο που μιλά για όλα εκείνα τα σημαντικά της ανθρώπινης ύπαρξης έτσι απλά, σα να λες μια ιστορία σε παρέα φιλική. Η δύναμη που προκύπτει από την εξουσία, ο έρωτας – διαφορετικός από τον σεξουαλικό αισθησιασμό- η ματαιότητα μιας ζωής ολοκληρωμένης και αναγνωρισμένης ήδη από τη νεότητα, αλλά και η μεθυστική αίσθηση να είναι όλοι και όλα στα πόδια σου, έτοιμοι με ένα νεύμα του κεφαλιού ακόμα και να χύσουν για πάρτη σου, η ζωή ως είδος πολυτελείας αλλά και πόνου, είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται.

Ο Έρικ Πάρκερ, νεαρός πολυεκατομμυριούχος ήδη από τα 28 του, μια διάνοια στα οικονομικά, ξυπνά μια μέρα και ξέρει τι θέλει να κάνει, πρέπει να κόψει τα μαλλιά του. Πλησιάζει την λιμουζίνα του και μαθαίνει πως το κέντρο είναι κλειστό, ο Πρόεδρος έχει έρθει, υπάρχει μια κηδεία ενός γνωστού προσώπου, η πόλη είναι αδιάβατη. Παρ’ όλα αυτά αυτός θέλει να κόψει τα μαλλιά του στην άλλη άκρη της πόλης κι έτσι θα αρχίσει ένα ταξίδι, που θα τον φέρει στην καταστροφή. Τον βλέπουμε να συνομιλεί με τους υπαλλήλους του που επιβιβάζονται κι έπειτα αποβιβάζονται, να περνά μέσα από μια διαδήλωση, να επιμένει να ποντάρει στο γιεν ενώ αυτό όλο ανεβαίνει, να τα έχει όλα, να πηδάει γυναίκες, να αγαπάει γυναίκες, να μην έχει τίποτα, να καταστρέφεται. Κορυφαία είναι η σεξουαλική σκηνή του βιβλίου που δεν θα σας την περιγράψω γιατί θα ήταν απίστευτο spoiler.

Ο DeLillo όλο και περισσότερο επιβεβαιώνει για μένα πως είναι από τους μεγαλύτερους αμερικάνους συγγραφείς της γενιάς του. Δεν έχω διαβάσει πολλά βιβλία του- τρία με αυτό- και είναι πολυγραφότατος, όμως αυτή η καθαρότητα στη γραφή, η αίσθηση πληρότητας όταν τελειώνεις το βιβλίο μοιάζει λιγάκι με την κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας. Μιας τραγωδίας ολωσδιόλου σύγχρονης, εντελώς πραγματικής, που μιλά για όλα αυτά που αφορούν τη ζωή μας.

«Cosmopolis”, Don DeLillo, εκδ. Picador, 2003, σελ.209

Y.Γ. Δε θέλω καν να σχολιάσω τον πρωταγωνιστή που διάλεξε για την ταινία ο Cronenberg. Υπάρχει όμως μια περίπτωση να τη δω. 

17/1/13

Οι κουλτουριάρηδες και οι άλλοι




Η «κουλτούρα» είναι στην Ελλάδα μια έννοια παρεξηγημένη. Δυο κατηγορίες την κακοποιούν, οι κουλτουριάρηδες και οι άλλοι. Οι μεν την οικειοποιούνται σαν οικοσκευή, έχουν μονάχα εκείνοι το κρυφό χάρισμα να τη γνωρίζουν, κλείνονται ο ένας μέσα στον άλλο σα σε στρείδι, γίνονται κάστα αφόρητα σνομπ και σκωπτική, κι έπειτα χάνουν αυτό που απαιτεί η ίδια η κουλτούρα, την ικανότητα να αναγνωρίσουν το νέο και καινοτόμο και να το εντάξουν στο παλιό. Οι δε κάθονται απέξω και γελούν, χαρούμενοι μες στην άγνοια και την αδιαφορία τους∙ δεν είναι απλό πράγμα να νιώθεις ξεκομμένος, πολιτισμικά απαίδευτος και για αυτό οι περισσότεροι αντιδρούμε σπασμωδικά, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε το γελοιοποιούμε. Βαριέμαι και τις δυο κατηγορίες. Ή μάλλον τους πρώτους τους βαριέμαι, τους δεύτερους τους φοβάμαι λιγουλάκι γιατί είναι πιο πολλοί και διαμορφώνουν μια κατάσταση που επιτάσσει να θεωρείται της μοδός η κάθε σκυλού, αλλά να είναι ξεπερασμένοι ο Καζαντζάκης και ο Ντοστογιέφσκι.

Διάβαζα από μικρή πολύ, τότε έβλεπα και θέατρο αρκετό και σινεμά, κι όμως ποτέ δε θέλησα να ενταχθώ σε μια κουλτουριάρικη παρέα, σχεδόν κανένας από τους κολλητούς μου δε διαβάζει∙ δεν αποτελεί η τέχνη κριτήριο φιλικό. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πολλά τείνουν να είναι πιο ανοιχτόμυαλοι, λέει η λογική. Στην πράξη αυτό πολλές φορές το είδα να καταργείται, εξαρτάται από το τί διαβάζεις και γιατί, κυρίως από το ποιός είσαι. Αρνούμαι να καταπιεστώ και να δω τέχνη εκεί που το συναίσθημά μου αποκοιμιέται, όμως το ίδιο έντονα νιώθω για αυτούς που χλευάζουν γιατί δεν προσπαθούν. Η τέχνη, η όποια τέχνη, απαιτεί λίγη παιδεία, αγάπη και όρεξη να ασχοληθείς, κέφι. Δεν αρκεί να μπορείς να μιλήσεις για ένα βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει σα να το είχες, σε κύκλους κοσμικούς, μάλλον πρέπει να στρωθείς και να αρχίσεις την ανάγνωση. Κι αυτό ακόμα δε σε καθιστά «καλύτερο άνθρωπο», «ανώτερο απέναντι στους αδαείς», έτοιμο με το φουλάρι στο λαιμό να κατακτήσεις τα λογοτεχνικά σαλόνια (τα ποιά;), κάποτε σε κάνει γραφικό.

Τη φιλαναγνωσία μου αναγκάστηκα κάποιες φορές να την κρύψω- στο σχολείο, σε παρέες, στη δουλειά. Άλλες τόσες συγκρατήθηκα για να μην μπω σε συζητήσεις περιεχομένου φιλολογικού, να μην πω έχω διαβάσει τον τάδε ή τον δείνα χωρίς να το έχω κάνει, υπό το ολίγον τι ειρωνικό βλέμμα ενός γνώστη. Τούτο το τελευταίο μου συνέβη ομολογουμένως περισσότερο με το θέατρο και το σινεμά, στο βιβλίο τα πράγματα είναι πιο αχανή και δικαιούσαι λίγη άγνοια. Όμως ακόμα κι έτσι, δε βρίσκω κανέναν απολύτως λόγο να το κάνω, αν κάτι είναι αναζωογονητικό στην κουβέντα για τη λογοτεχνία είναι η ανακάλυψη του νέου, του παλιού που ήτανε χαμένο, του αριστουργήματος που κρυβόταν στη γωνία. Εξάλλου η μεγαλύτερη απώλεια που θα είχα από την προσποίηση θα ήταν πως δε θα μπορούσα κάποτε να κοκορευτώ πως «επιτέλους το διάβασα» (οποιαδήποτε ομοιότητα με τον «Οδυσσέα» ή το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» κρίνεται εντελώς τυχαία και παραπλανητική)

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand, που αξίζει τον κόπο να τσεκάρετε κάθε Τρίτη....  


15/1/13

"camera obscura", Σταμάτης Λαδικός




Τα δυο αρχικά διηγήματα της συλλογής διηγημάτων του Σταμάτη Λαδικού “camera obscura” μου φάνηκαν τυπικά για ιστορίες τρόμου, σα να είχα κάπου ξανακούσει την πλοκή. Όμως όσο οι ιστορίες διαδέχονταν η μια την άλλη μπήκα στο πνεύμα της γραφής του και μου άρεσε όλο και περισσότερο. Αυτά που ξεχώρισα έχω την αίσθηση πως ήταν αυτά που δεν στόχευαν αμιγώς στο να δημιουργήσουν εφιάλτες, αλλά στη διαστροφή της ίδιας της πλοκής.

Τα αγαπημένα μου είναι:

«Το Όνειρο του Κρόνου», όπου μια ομάδα φοιτητών φτιάχνει μια μηχανή που μπορεί να σε οδηγήσει μέσα σε έναν πίνακα σα να ήταν ζωντανός. Μόνο που μια τέτοια μάσκα σε συνδυασμό με τη φαντασία ενός καλλιτέχνη μπορεί να φέρει αναπάντεχα αποτελέσματα.

«Το Στοίχειωμα» που αδικείται από τον τίτλο του, γιατί αυτό το Κάτι που πλησιάζει το σπίτι κι «έχει τόση αγάπη να δώσει, τόση να πάρει» δεν είναι ένα κοινό φάντασμα του συρμού αλλά κάτι πιο ύπουλο

και το «Vice Versa» όπου παρακολουθούμε δυο ιστορίες, δυο διαφορετικές αγριότητες σε δυο πολέμους, το 1943 στον 2ο Παγκόσμιο και το 1991 στην Γιουγκοσλαβία σχεδόν πλάνο πλάνο.

Η γραφή του Σταμάτη Λαδικού δεν έχει πουθενά αμηχανίες, τα χάσματα στην πλοκή μάλλον προσθέτουν παρά αφαιρούν στη γοητεία της κι εγώ προσωπικά πιστεύω πως θα αδικηθεί αν μείνει φανατικά στην κατηγορία τρόμου. Κάποια από τα διηγήματά του είχαν κι άλλα να πουν, ίσως εμπεριείχαν και το σπέρμα για μια μεγαλύτερη ιστορία.  

"camera obscura", Σταμάτης Λαδικός, εκδ. Momentum, 2012, σελ.180

Υ.Γ. Το εξώφυλλο δεν μου άρεσε.


12/1/13

Η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ





Θέλω να ξεκαθαρίσω πως δεν έχω καμία μα καμία διασύνδεση με το ΕΚΕΒΙ, δεν ξέρω ποιοι είναι οι διευθυντές του, αν τα κάναν όλα σωστά ή όλα λάθος αυτά τα χρόνια λειτουργίας του. Όμως η είδηση για την κατάργησή του με πόνεσε. Για αρχή είναι το θέμα της biblionet, του μοναδικού αρχείου στην Ελλάδα για ό,τι εκδίδεται που την έστησε το ΕΚΕΒΙ και τη συντηρούσε αυτό. Θέλω να ελπίζω πως οι άνθρωποι που θεώρησαν πως δεν χρειάζεται ένας ξέχωρος οργανισμός για το βιβλίο τουλάχιστον δεν θα παρατήσουν ένα τόσο σημαντικό έργο. Από την άλλη το ΕΚΕΒΙ είχε ένα σωρό δράσεις- παρουσιάσεις βιβλίων, σεμινάρια δημιουργικής γραφής, τον ιστότοπό του, την περιβόητη Φιλαναγνωσία- που υποπτεύομαι πως θα κάνουμε καιρό να ξαναδούμε από επίσημο φορέα για το βιβλίο στην Ελλάδα.

Τούτη η χώρα πάσχει από έλλειμμα παιδείας, αφήνει τα βρακιά της ανοιχτά να μπαίνει ο πρώτος τυχών γιατί δεν μπορεί να βάλει δυο προτάσεις στη σειρά, να αρθρώσει λόγο. Οι κυβερνώντες μας δυσκολεύονται και στα βασικά, πόσο μάλλον σε μια «πολυτέλεια» σαν το βιβλίο, ξεχαρβαλώνουν το σύστημα υγείας, αφήνουν τα παιδιά μας χωρίς δασκάλους, για αυτούς η λογοτεχνία είναι ψιλά γράμματα. Κι όμως, μια χώρα που δεν παράγει πολιτισμό, που δε δίνει δεκάρα τσακιστή για την τέχνη, πεθαίνει, μαραζώνει, αναλώνεται στο πότε θα πάρει τη σύνταξη. Αν δεν τους άρεσε ο τρόπος που λειτουργούσε το ΕΚΕΒΙ είχαν κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να το αλλάξουν. Η κατάργηση σε τι αποσκοπεί δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω... 



11/1/13

«Αντεργκράουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας», Vladimir Makanin





Είχα καιρό να διαβάσω βιβλίο Ρώσου συγγραφέα και να θυμηθώ πόσο βαθιά με συναρπάζει η ρώσικη ψυχή, πόσο ξένη μου φαίνεται στην αρχή κι έπειτα πόσο οικεία, κατανοητή και ακατανόητη μαζί. Ο Μακάνιν από το Ντοστογιέφσκι απέχουν κοντά ενάμιση αιώνα, κι όμως ήταν τόσες οι αναφορές, τόσο έντονη η αίσθηση πως ο ένας είναι ο συνεχιστής του άλλου που συχνά ξεχνιόμουν, ένιωθα σα να διάβαζα ένα βιβλίο κομμάτι ενός παζλ σχεδόν ολοκληρωμένου μέσα μου, της ρώσικης λογοτεχνίας.

            Το μυθιστόρημα «Αντεργκράουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας» είναι γραμμένο το 1998, μιλά με ένταση για μια εποχή που είναι μεταβατική, όπου όλα αλλάζουν, οι δημόσιες πολυκατοικίες ιδιωτικοποιούνται και τα κομματόσκυλα του παρελθόντος αποκαθαίρονται, αλλά οι βασικές επιθυμίες των ανθρώπων μένουν ίδιες, απλά προσαρμόζονται οι τρόποι τους στους καιρούς. Ήρωας του ο Πετρόβιτς, ένας συγγραφέας που την εποχή του παντοδύναμου Κομμουνιστικού κόμματος δεν εκδόθηκε αν και θεωρούνταν εξαιρετικός γιατί είχε αποκλίσεις από την κομματική γραμμή και τελικά κατέληξε σχεδόν άστεγος, να κάνει τον φύλακα σε μια δημόσια πολυκατοικία  και να μη γράφει συνειδητά τίποτα. Ο άνθρωπος αυτός, μέλος του αντεργκράουντ, μιας ομάδας ανέκδοτων καταραμένων, θα συρθεί στη ζωή, στο φόνο, στο φρενοκομείο, στην τρέλα και την λογική με μια τόσο φυσική ροή που δεν θα το καταλάβει καν. Οι φίλοι του έρχονται και χάνονται, αυτός παραμένει πιστός στη γραφομηχανούλα του κι ας μη γράφει τίποτα ποτέ σε αυτή, θα γνωρίσει την σκληρότητα του συστήματος, θα πάρει στο διάβα του την τρέλα του αδελφού του- ενός χαρισματικού στα νιάτα του ζωγράφου που τον έσπασε το καθεστώς- θα ζήσει κυνηγώντας την επόμενη μέρα, που μπορεί να φέρει τα πάντα. Αυτό είναι το βασικό θέμα, πως στη Ρωσία της μετά περεστρόικας εποχής μπορούν ανά πάσα στιγμή να συμβούν όλα και να είναι ταυτόχρονα σα να μη συνέβησαν.

            Ο Μακάνιν είναι απολαυστικός, γράφει διεισδυτικά και σκοτεινά, ατρόμητα, δίχως φιοριτούρες, χωρίς καμιά προσποίηση- είμαι μοντέρνος δεν είμαι- χωρίς σκέψη για αυτό που θα προκύψει. Και για αυτό, ακολουθώντας το ένστικτό του αλλά και την μακρά παράδοση της χώρας του κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο που είμαι σίγουρη πως στον επόμενο αιώνα θα τον κατατάξει στους κλασικούς της γενιάς του.  

«Αντεργκράουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας», Βλαντιμίρ Μακάνιν, μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη, 2003, σελ. 616


9/1/13

"Η καρδιά του σκότους", Joseph Conrad






«Η καρδιά του σκότους» του Τζόζεφ Κόρνραντ είναι ένα λιανό βιβλιαράκι 129 σελίδων που γράφτηκε στα τέλη του προπερασμένου αιώνα και δημοσιεύτηκε στα 1900. Οι συστάσεις του είναι εκπληκτικές∙ πάνω σε αυτό στηρίχθηκε ο Κόπολα για να φτιάξει το «Αποκάλυψη τώρα», είναι ένα βιβλίο ανθύπαρκτο και μοναδικό, αριστούργημα από μόνο του. Το άνοιξα διστακτικά, με ένα φόβο που σπάνια με πιάνει, μήπως εμένα δε θα μου αρέσει.

            Ο Τσάρλι Μάρλοου, αφηγητής και ήρωας μαζί, ορίζεται καπετάνιος σε ένα ατμόπλοιο που διασχίζει έναν ποταμό στο Κονγκό. Η εμπορική εταιρεία που εκμεταλλεύεται την περιοχή ψάχνει για κάθε είδους φυσικό πλούτο – κυρίως φίλντισι- που αποσπά από τους κανίβαλους για μερικά κομματάκια σύρμα. Σε όλο το μήκος του ποταμού διάφοροι εμπορικοί αντιπρόσωποι εγκαθίστανται σε μικρές παράγκες, «εκπολιτίζουν τους αγρίους» και μαζεύουν χρήμα. Όταν ο Μάρλοου φτάνει στις εγκαταστάσεις της εταιρίας το πλοίο είναι σε κακή κατάσταση και μένει τρεις μήνες να το επισκευάσει. Εκεί ακούει πρώτη φορά για τον αντιπρόσωπο Κουρτς, έναν άντρα που φέρνει το πιο πολύ ελεφαντόδοντο από όλους, που τολμά περισσότερο και που λένε πως είναι καθηλωτικός όταν του μιλάς. Στο ταξίδι για να τον φέρει από το πόστο του πίσω στη βάση θα ανακαλύψει πως πρόκειται για σκοτεινή φιγούρα.

            Εκ πρώτης όψεως το βιβλίο μοιάζει μια συνηθισμένη περιπέτεια που θα ενδιέφερε ίσως έφηβα αγόρια, αλλά θα άφηνε αδιάφορα τα κοριτσάκια. Οι αρχικές σελίδες κυλούν αργά από άποψη πλοκής για να σε φέρουν ύπουλα στην γνωριμία με τον Κουρτς. Εκεί συναντάς την ανθρώπινη φύση – την άγρια ανθρωποφάγα πλευρά της αντάμα με την εκλεπτυσμένη και την ιδιοφυή- στον ίδιο άνθρωπο. Ο Κουρτς είναι ηγέτης, σε αυτό δε χωρά καμιά αμφιβολία, χαρισματικός ομιλητής που του συγχωρείς τα πάντα, για τον εαυτό του φυλά τη σπανιότερη αγριότητα και την μεγαλύτερη οξυδέρκεια. Ακόμα και μετά το θάνατό του οι άνθρωποί του παραμένουν πιστοί, ξεχνούν τι έκανε, μένουν στο ποιος ήταν.

            Σπάνια ήρωας που εμφανίζεται τόσο λίγο, σε καμιά δεκαριά σελίδες όλες όλες είναι πρωταγωνιστής, σφραγίζει τόσο ένα βιβλίο. Σε έναν βαθμό το μυθιστόρημα μοιάζει παλιακό, αλλά αυτό που εκφράζει με λόγο λιτό και περιεκτικό είναι σύγχρονο και σπαρταριστό. Δεν ξέρω να σας πω πού θα το κατέτασσα σε σχέση με την ταινία – βλέπω μόνο μια ελαφριά, αμυδρή σχέση ανάμεσα στον Κουρτς του Βιετνάμ (του Κόπολα) και τον Κουρτς του Κονγκό (του Κόνραντ). Τείνω να πιστεύω πως η ταινία με συγκλόνισε περισσότερο, ήταν ένα μεγαθήριο. Αντιθέτως το βιβλίο είναι ένα ψίθυρος, ολοένα αυξανόμενος, μια μύγα κακή που βουίζει τη νύχτα, όσο προσπαθείς να κοιμηθείς.     

 "Η Καρδιά του σκότους", Τζόζεφ Κόνραντ, μετ.Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Πατάκη, 1999, σελ.129


6/1/13

Βαθμολογίας το λιβάνισμα....





Ακούω λίγες γκρίνιες για τις βαθμολογίες των βιβλίων του 2012 (ακόμα) και καταλαβαίνω τις αιτιάσεις αρκετών∙ έβαλα όλα τα βιβλία στην ίδια κατηγορία, παγκόσμια αριστουργήματα κοντά σε άλλα πιο ελαφρά αναγνώσματα, αδίκησα κάποια κατάφωρα, άλλαξα γνώμη στην πορεία της χρονιάς, είμαι μια βλαμένη χωριάτα που δεν κατάλαβα την ομορφιά κάποιου έστω και την ύστατη ώρα. Κατ’ αρχάς θα πω πως η συζήτηση πολύ μου αρέσει και έδωσε αφορμή να επικοινωνήσω με ανθρώπους που διαβάζουν και δεν τους ήξερα κι άλλους που συμπαθώ πολύ.

Η ιδέα της βαθμολόγησης δεν είναι φυσικά δικιά μου, πρώτος διδάξας ο librofilo και άξιος συνεχιστής ο nautilus, τα blogs στην Ελλάδα βαθμολογούν τα βιβλία που διαβάζουν. Για μένα που γράφω εν θερμώ τις αναρτήσεις, που αποζητώ την πρώτη εντύπωση μια- δυο μέρες, ενίοτε και μια-δυο ώρες αφότου τελείωσα το βιβλίο, η βαθμολογία στην ανάρτηση φαντάζει λάθος. Στο τέλος της χρονιάς όμως μου αρέσει η ανασκόπηση, ο βαθμός αντικατοπτρίζει τη δική μου σχέση με το κάθε βιβλίο και δεν αποτελεί απαραίτητα πρόταση. Και μιας κι είμαι ακόμα μια νεαρή (χμ..) αναγνώστρια έχω πολλές ελλείψεις στα παγκόσμια αριστουργήματα, έτσι την χρονιά μου δεν την απαρτίζει η λογοτεχνική παραγωγή της χώρας, αλλά ανάκατα βιβλία τωρινά με παλιά, ελαφρά με σοβαρότερα, αυτό που μου γυαλίζει και αυτό που μου κολλάει. Διαβάζω για την προσωπική μου ευχαρίστηση, κι αν η ανάμνηση της ανάγνωσης ενός κειμένου μου φέρνει χαμόγελο, θα το βαθμολογήσω ανάλογα ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την αποκάλυψη του έτους.

Το blog παραμένει προσωπική υπόθεση, δεν είναι λογοτεχνικό περιοδικό, δεν είναι χώρος προώθησης (δικής μου ή άλλων). Είναι η αγάπη μου για το βιβλίο ανάκατη με την αφέλεια μου, η σοφία μου ανάκατη με το πένθος μου, η ηλικία μου μαζί με την παιδικότητά μου. Και απολαμβάνω τα μηνύματα που λαμβάνω, τρελαίνομαι για την επικοινωνία με αφορμή τα βιβλία που δεν είχα μέχρι λίγο καιρό πριν, χαίρομαι και για τα αρνητικά σχόλια. Κι αν λίγες βαθμολογίες είναι αφορμή για τόση κουβέντα, είμαι διατεθειμένη να το ξανακάνω….   




4/1/13

"Η Εφεύρεση του Μορέλ", Adolfo Bioy Casares





«Η εφεύρεση του Μορέλ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες είναι ένα αριστουργηματικό βιβλίο, τέλειο από άποψη μεγέθους και κορύφωσης της πλοκής. Ήρωας ένας κατάδικος (πιθανότατα για πολιτικούς λόγους) που φτάνει σε ένα ακατοίκητο νησί που του σύστησε ένας Ιταλός. Εκεί είναι χτισμένα και εγκαταλελειμμένα το μουσείο (ένα κτήριο σα μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο), η πισίνα και το παρεκκλήσι. Στην αρχή ζει σχετικά καλά σε αυτήν την ερημιά, όπου ο θρύλος λέει πως οι άνθρωποι πεθαίνουν από μια ασθένεια που τους αφήνει καραφλούς και χωρίς νύχια. Μόνο που σύντομα πλησιάζει ένα καράβι με μια συντροφιά που καταλαμβάνει το μουσείο. Ο ήρωας μας φοβάται πως τον κυνηγούν, φεύγει για τα πεδινά του νησιού όπου κυριαρχεί η παλίρροια. Όμως ξαναγυρνά για να παρατηρήσει αυτούς τους ανθρώπους, να ερωτευτεί μια κοπελιά τη Φοστίν που αγαπά το ηλιοβασίλεμα, να καταλάβει πως δεν τον βλέπουν, ούτε μπορούν να τον αντιληφθούν.

            Το τέλος καταλυτικό, γεμάτο έμπνευση για ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1940 αποκαλύπτει την αγωνία του ανθρώπου για ευτυχία, συγχώρεση και αθανασία και μοιάζει βγαλμένο από μια πραγματικότητα –ζοφερή- που ο Κασάρες μόνο θα μπορούσε να μαντέψει για την εποχή μας. Στο βιβλίο κυριαρχεί η υπαρξιακή αγωνία για έρωτα μαζί με την βιολογική ανάγκη για επιβίωση, μπλέκονται το ένα με το άλλο με μεταφυσικό τρόπο – περίπου όπως επιχειρούν να τα αναμείξουν η θρησκεία και η επιστήμη και καταλήγει σε μια μεγαλοφυή απάντηση, που ίσχυσε και θα ισχύει πάντα για τα ανθρώπινα όντα.

            Αν κάποιο βιβλίο αξίζει να διαβαστεί είναι ετούτο. Κι όχι δεν έχει καθόλου να κάνει με την μανία μου με τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς και το μαγικό μες στο ρεαλισμό. Απλά η ιστορία αυτή με τη μαθηματική ακρίβεια της και τη λογοτεχνική μαεστρία του συγγραφέα γίνεται μαγευτική.


"Η εφεύρεση του Μορέλ", Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη, 2004, σελ. 153


Υ.Γ. Το βιβλίο το αγόρασα από την Πολιτεία στην εξωφρενική τιμή των 2,80 ευρώ και το απόλαυσα πολύ περισσότερο από έναν καφέ...


2/1/13

Χαρούμενο Πρωτοχρονιάτικο πόστ


           



           Όταν έρχονται τα ζόρια, το μοναδικό μου καταφύγιο είναι τα βιβλία. Έτσι απλά, αντικοινωνικά, απάνθρωπα σχεδόν. Όταν τα πράγματα καταλήγουν απάλευτα, όσες φορές και να τα διυλίσεις, να τα αναλύσεις στο τηλέφωνο και σε καφέδες, όσες και να κλάψεις και να σου χαϊδέψουν τα μαλλιά, μόνον τα βιβλία κατορθώνουν να σε βγάλουν από τη διάθεση.
            Τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις, πρέπει όμως στις περισσότερες περιπτώσεις να ζήσεις με αυτούς, να ζήσεις ίσως και για αυτούς. Το τι θα σε γλιτώσει από την παράνοια όμως είναι καθαρά δική σου υπόθεση. Εγώ διαλέγω τα βιβλία. Δε με απογοήτευσαν, δεν αρνήθηκαν ποτέ να με σώσουν, δεν τράβηξαν ποτέ υστερική κρίση για να γίνει το δικό τους.
            Είναι τόσα τα πράγματα που δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτή τη στιγμή που πρέπει κάπου να ξεσπάσω όλη αυτή την ενέργεια, να τη διοχετεύσω. Όταν είμαι έτσι δεν μπορώ να γράψω, μου βγαίνουν κόμποι κόμποι λέξεων ακατάληπτοι. Μπορώ όμως να διαβάσω, να κουρνιάσω στο κρεβάτι μου, να ανάψω το πορτατίφ, να κλειστώ στη γωνιά μου ως να περάσει η φουρτούνα. Ή να χρειαστεί να βγω και πάλι στον κόσμο.
            Γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα την τέχνη. Ή κάπως έτσι.