24/7/17

"Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;", Βίκυ Τσελεπίδου





Ο χωρισμός είναι χειρότερος από τον θάνατο. Στον θάνατο είναι όλα ασκίαστα, ισοπεδωμένα, πεντακάθαρα και γυαλιστερά. Γλιστράς πάνω στη λεία πλάκα του και πέφτεις. 

Η ιστορία μιας οικογένειας για κοντά έναν αιώνα απασχολεί την Βίκυ Τσελεπίδου στο νέο της μυθιστόρημα «αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;» Το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν, και με το μέλλον, οι γενιές- μοιάζουν διαφορετικοί οι άνθρωποι αλλά δεν είναι- γυρίζουν και οι χαρές με τις λύπες διαφέρουν πολύ για τον καθένα. Αλλά, καταγεγραμμένες σε έναν αόρατο καμβά, οι συλλογικές μνήμες γίνονται μέρος της ταυτότητάς μας.

Σε δύο επίπεδα κινείται το μυθιστόρημα. Από τη μια η ιστορία της οικογένειας της Αναστασίας και του Λουκά που βρέθηκαν το 1924 από τη Μικρασία στην Ελλάδα μέσω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Από την άλλη η ιστορία της εγγονής τους που παντρεύτηκε έναν άντρα που την κακοποιούσε. Μνήμη και βία, οικογένεια και κακοποίηση- προσφυγιά απτή και προσφυγιά από τον ίδιο σου τον εαυτό. Η ιστορία μιας οικογένειας, ενός ολόκληρου έθνους, περνά από τις σελίδες του βιβλίου. Στην αρχή ακολουθούμε την ιστορία σχεδόν γραμμικά. Έπειτα η μπάλα χάνεται, ο χρόνος διασπάται, οι αφηγητές εναλλάσσονται, το ίδιο κι οι υποπλοκές. Μαθαίνουμε την αλήθεια σε σπαράγματα. Αλλά εδώ που τα λέμε αντικειμενικά, αλήθεια δεν υπάρχει. 

Το βιβλίο πραγματεύεται ένα θέμα με το οποίο κατά κόρον έχει ασχοληθεί η ελληνική λογοτεχνία. Το κάνει όμως με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η γραφή της Τσελεπίδου κάποτε θυμίζει της Μαρίας Ιορδανίδου στη Λωξάντρα, άλλοτε, συχνότερα, θυμίζει τη δική της στο Ελενίτ. Γιατί όλα αυτά εκτός από μυρωδιές και θύμησες περιλαμβάνουν και σκηνές απίστευτης ωμότητας και σκληρότητας. Κι η συγγραφέας δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. 

Ανασφάλεια και αβεβαιότητα: Με κάθε τρόπο ο θύτης φροντίζει να δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας στο θύμα, δείχνοντάς του ότι τίποτα στη σχέση δε θεωρείται δεδομένο και ότι από στιγμή σε στιγμή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, μπορεί η σχέση τους να διαλυθεί και να μείνει το θύμα μόνο και απροστάτευτο. 

Η "Αλεπού" περιέχει τα πάντα: πρωτότυπη αφήγηση, κομμάτια από την Wikipedia, άρθρα από εφημερίδες, τα κείμενα από τις συνθήκες της ανταλλαγής του πληθυσμού, αποσπάσματα από νεότερα και παλαιότερα κείμενα, λήμματα από το λεξικό της κακοποίησης, αιτήσεις διαζυγίου, επιστολές του Βενιζέλου, κι ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Κι όλα αυτά, όσο ανόμοια κι αν μοιάζουν, όσο μακρινά ή κοντινά, συνθέτουν το παζλ της τρέλας της νεοελληνικής πραγματικότητας, κάπου ανάμεσα στην οικογένεια και την πολιτική. Επίσης, κατατάσσουν την Τσελεπίδου- που κατάφερε τόσο άρτια να χειριστεί όλο αυτό το υλικό- στις πιο ελπιδοφόρες πένες του καιρού μας.


                                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ




"Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;", Βίκυ Τσελεπίδου, εκδ. Νεφέλη, 2017, σελ. 388

20/7/17

Η βαλίτσα των διακοπών



Όταν ήμουν μικρότερη, δεν διάβαζα στις διακοπές. Δεν εννοώ πολύ μικρή, τότε που πήγαινα διακοπές με τους γονείς, τότε διάβαζα τα πάντα τις ατελείωτα βαρετές ώρες της ιερής μεσημεριανής σιέστας που δεν έπρεπε να βγάλω κιχ. Τότε διάβαζα όσα βιβλία μου αγόραζαν ξανά και ξανά, κι ατέλειωτα κόμικς, μέχρι και τα σταυρόλεξα του μπαμπά μου. Αργότερα, στην δεκαετία των είκοσι δεν έπαιρνα βιβλίο μαζί- ή κοιμόμουν ή διασκέδαζα, μέση λύση δεν υπήρχε. Τώρα, που διάγω αισίως τα τελευταία χρόνια της τέταρτης δεκαετίας της ζωής μου, οι διακοπές χωρίς βιβλίο μου φαίνονται αδιανόητες, σχεδόν σαν να μου πει κάποιος πως θα ξεχάσω το μαγιώ ή τα μπρατσάκια του μικρού. Και μπρατσάκια αγοράζεις, βιβλία όμως στα θέρετρα, μπα, όχι, μόνο ευπώλητα του σωρού. Οπότε πρέπει να κάνω τα κουμάντα μου.



Το πρώτο θέμα είναι ποια και πόσα. Το δεύτερο είναι πώς, πού και ποιος θα κουβαλάει. 

Το πρώτο είναι το πιο καυτό. Συνήθως για διακοπές 7-10 ημερών παίρνω δυο ογκώδη, δύσκολα βιβλία, με τα οποία κυρίως θα αναμετρηθώ. Κι έπειτα ξεκινάει ο γολγοθάς των μικρών. Πόσα, γιατί, ποια, πόσο μικρά, κι αν δεν μου αρέσει ένα από τα μεγάλα; Κι αν δεν μου αρέσει κανένα από τα μεγάλα; Και πού θα τα κρύψω; 

Το πιο μεγάλο ζόρι είναι να τα κατανείμεις στις βαλίτσες. Αν πηγαίνεις με αεροπλάνο, απλά παίρνεις μαζί σου το kindle κι ησυχάζεις, δεν υπάρχει πια χώρος για πολυτέλειες. Αν πηγαίνεις με ΚΤΕΛ, με τραίνο, με πλοίο χωρίς αυτοκίνητο, πρέπει να είσαι φειδωλός. Αλλά αν πηγαίνεις με αμάξι μπορείς άνετα να ξεσαλώσεις. Οι διακοπές εξάλλου είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξανακοιτάξεις τις στοίβες με τα αδιάβαστα για ώρες. Αρκεί να μην σε πάρει χαμπάρι το έτερον σου ήμισυ που κουβαλάει. 

Συνήθως βάζω ένα βιβλίο σε κάθε βαλίτσα. Έτσι το βάρος του περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Μερικές φορές, βέβαια, περνάει και το βιβλίο απαρατήρητο, κάπου χωμένο ανάμεσα στα εσώρουχα των παιδιών. Αλλά αυτά, είναι παράπλευρες απώλειες. Εξάλλου, στις βαλίτσες των διακοπών έχω κατά καιρούς χώσει κάποια απίστευτα από τα αδιάβαστα, που άλλοτε βγήκαν διαμαντάκια, κι άλλοτε εντελώς μάπα. 







19/7/17

«Metropolis», Τhea Von Harbou



Αυτό το βιβλίο δεν είναι του σήμερα ή του αύριο. Δεν μιλάει για κάποιο μέρος. Δεν εξυπηρετεί κάποιον σκοπό, κόμμα ή τάξη. Έχει ένα ηθικό δίδαγμα που απορρέει από μια θεμελιώδη ιδέα: Ο μεσολαβητής ανάμεσα στο μυαλό και τα χέρια, πρέπει να είναι η καρδιά.


Η γνώμη μου για το “Metropolis”, αν και έχει περάσει ήδη ένα δεκαήμερο που το τελείωσα, δεν είναι ακόμα πλήρως σχηματισμένη. Από την μία η ίδια η ιστορία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η πλοκή γεμάτη συμβολισμούς, η ατμόσφαιρα ζοφερή, όπως της πρέπει. Αν δε σκεφτεί κανείς πως το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1927 κι είναι ένα από τα πρώτα βιβλία επιστημονικής φαντασίας που γράφτηκε από γυναίκα και μάλιστα Γερμανίδα, τότε η αξία του μοιάζει ακόμα μεγαλύτερη. Το βιβλίο γράφτηκε βασισμένο στο σενάριο που συνέγραψε μαζί με τον σκηνοθέτη σύζυγό της η Thea Von Harbou για την ομώνυμη κλασική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Από την άλλη, το ίδιο το κείμενο, είναι λιγότερο εντυπωσιακό. Η γλώσσα της Von Harbou μοιάζει βαρυφορτωμένη και παλιακή- όχι, δεν έχει δικαιολογία για αυτό, τον ίδιο καιρό οι Γερμανοί έγραφαν αριστουργήματα- η αφήγηση είναι μάλλον περιγραφική, διάλογος και δράση δεν είναι το φόρτε της συγγραφέως. 

Στη Μετρόπολις κυριαρχεί η Μηχανή, αυτή φροντίζει για όλους κι αυτή θρέφεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με ζεστή ανθρώπινη σάρκα. Το κουμπί του συναγερμού για τη θυσία το πατάει ο Γιοχ Φρέντερσεν, ο απόλυτος άρχοντας της Μηχανής και της πόλης. Ο γιος του, ο Φρέντερ, μεγαλωμένος μέσα στη χλιδή, θα του αντιτεθεί, και μετά από μια διένεξη θα πάρει τη θέση ενός κατώτερου χειριστή μηχανής. Έτσι, θα γνωρίσει την πιο φριχτή όψη της πόλης αλλά και τη Μαρία. Η Μαρία είναι μια μικρή προφήτισσα, που κηρύττει πως ανάμεσα στα χέρια της μηχανής και την καρδιά, χρειάζεται ένας Διαμεσολαβητής. Θα αναγνωρίσει τον Φρέντερ ως μεσολαβητή και θα ερωτευτούν παράφορα. 

Παράλληλα, ο Φρέντερσεν, τυφλωμένος από την αγάπη για το γιο του και τον θυμό του, θα ζητήσει από τον άσπονδο εχθρό του, τρελό επιστήμονα Ρότβαγκ, να φτιάξει ένα ρομπότ με την μορφή της Μαρίας. Κι έπειτα, θα ξεχυθεί όλη η κόλαση. 

Το μυθιστόρημα έχει σαφή μηνύματα για τον καπιταλισμό, για τον τρόπο που η θρησκεία μπλέκει τα πράγματα, για την τρέλα του μεγάλου Ηγέτη που τυφλώνεται από την ίδια του την εξουσία κι οδηγεί στην (αυτό)καταστροφή. Είναι εντυπωσιακά μπαρόκ και σκοτεινό, ενώ οι χαρακτήρες, αν και χάρτινοι και μονοδιάστατοι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως ο ηγέτης Φρέντερσεν και η προφήτισσα Μαρία. Όμως, το κείμενο δεν κυλάει, έχουμε περιγραφές επί περιγραφών, ασύνδετες σκηνές, μοιάζει σχεδόν να είναι συμπληρωματικό της ταινίας και να μην μπορεί να σταθεί αυθύπαρκτο. Χάρηκα που το διάβασα, γιατί είμαι φαν της ταινίας. Όμως αν δεν υπήρχε αυτή, θα το είχε καταβροχθίσει η λήθη. 


                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ


«Metropolis», Τhea Von Harbou, μετ. Δημήτρης Αρβανίτης, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 272




  

Υ.Γ. 42 Η ταινία του Fritz Lang, συζύγου της Thea Von Harbou, ήταν, το 1927 που πρωτοκυκλοφόρησε, μια πανάκριβη υπερπαραγωγή. Είναι μια από τις πρώτες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, βωβή και γεμάτη συμβολισμούς, χαρακτηριστική του γερμανικού εξπρεσιονισμού- κυρίαρχου αισθητικού ρεύματος της Δημοκρατίας της Βαιμάρης- που ενσωματώνει στοιχεία φουτουρισμού, μελοδράματος, αρ νουβό, ρομαντισμού. Σύντομα υπέστη περικοπές από λογοκριτές, κι έτσι συρρικνώθηκε κατά το ένα τέταρτο. Το 2001 κυκλοφόρησε μια μεγαλύτερη κόπια, ενώ το 2010 προβλήθηκε σε πανηγυρική προβολή μια πλήρως απεκατεστημένη εκδοχή των 153 λεπτών, που βασίστηκε σε μια φθαρμένη κόπια που βρέθηκε το 2008 στο Μπουένος Άιρες. Δείτε πιο πολλά εδώ.

10/7/17

"Οι τυφλοί", Νίκος Α. Μάντης



Ο Νίκος Μάντης δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, τα τελευταία χρόνια τόσο με την Άγρια Ακρόπολη, όσο και με το Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί απέκτησε σταθερή, φανατική αναγνωστική βάση. Όταν όμως κανείς βλέπει στον πάγκο του βιβλιοπωλείου το νέο του μυθιστόρημα, «Οι Τυφλοί», νιώθει δέος για τον όγκο του, και πιθανότατα διαβάζοντας το οπισθόφυλλο θα αισθανθεί κάτι ανάμικτο με φόβο και προσμονή. Ακόμα περισσότερο αφού σε συνέντευξή του δήλωσε πως κατέληξε να κάνει κάτι που μοιάζει Πιντσονικό, αναφέροντας τον Ορχάν Παμούκ, τον Ρομπέρτο Μπολάνιο αλλά και τον Αλέξη Πανσέληνο, ως βασικές επιρροές του σε αυτό το βιβλίο. 

Το σίγουρο είναι ένα, ο Μάντης με τους Τυφλούς προσπάθησε κάτι που λίγοι έχουν αποτολμήσει στην Ελλάδα: ένα μεγάλο μυθιστόρημα με πλοκές και υποπλοκές, δεύτερα και τρίτα επίπεδα, που να συμπυκνώνει το χάος της χώρας, κι ειδικότερα της Αθήνας. Αν η περιγραφή μοιάζει φιλόδοξη, το εγχείρημα είναι ακόμα περισσότερο. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: τα κατάφερε; Μετά την ανάγνωση, η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά θετική, τις περισσότερες φορές το στοίχημα είναι κερδισμένο. 

Ο Νίκος Μάντης στηρίχτηκε στη δύναμη της αφήγησής του, στη δεξιοτεχνία του να απορροφά στοιχεία της πραγματικότητας και να τα ενσωματώνει στην πλοκή, στη «βαβούρα» που ζούμε όλοι, πολιτικά, κοινωνικά μέσα στην πρωτεύουσα, κι έφτιαξε ένα δαιδαλώδες κατασκεύασμα γεμάτο υπόγειες στοές, εθνικιστικά σύμβολα, ακροαριστερά μορφώματα, έναν εύζωνα με δίχρωμα μάτια που μπορεί να διαβάσει τη σκέψη και να μιλήσει μες στο μυαλό σου, λογοκριτές επί δικτατορίας, και βασιλιάδες σε μια φυλή νάνων, στελέχη του ΔΝΤ και μέλη ενός φόρουμ για εθνικιστικές ομάδες που ανταλλάσσουν μνήμες. Πώς ενώνονται όλα αυτά; Μόνο με τη γραφή του. Μόνο γιατί συνεχώς έχεις την αίσθηση, πως παρόλα τα άλματα στον χρόνο και τον χώρο και τα πρόσωπα, αφηγητής παραμένει σταθερά ένας. 

Το βιβλίο ξεκινά ακολουθώντας τον Ισίδωρο, έναν αποτυχημένο νεαρό ηθοποιό που αράζει από δω κι από κει σε σπίτια φίλων και συμμετέχει με την παρέα του στους Αγανακτισμενους. Κάποια στιγμή, αναζητώντας την ιδανική «Σοφία», την κοπέλα που ερωτεύτηκε αλλά στην πράξη δεν υπάρχει, θα βρεθεί μπλεγμένος στην αριθμολογία, ψάχνοντας τη σχέση ανάμεσα στον «Ραδάμανθυ», την εθνικιστική οργάνωση «Διπλός πέλεκυς» και το «Βιβλίο των πάντων». 

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τον Εύζωνα Γιώργο Καρζή, που ταυτόχρονα παίζει σε μια παράσταση που στήνει η βεντέτα και ερωμένη του, Δωροθέα Κλήμη. Το «Ελληνικόν Κλέος» το υπογράφουν από κοινού ο άντρας της και ο γιος της, Βάσος Μεθενίτης, που αργότερα θα γίνει αρχηγός του «Διπλού Πέλεκυ». Και τελικά δεν γλιτώνει τον πέλεκυ της λογοκρισίας.

Έπειτα πεταγόμαστε στο 1985, ψάχνοντας τους υπαίτιους για το θάνατο του πατέρα του Νέιτ. Ο Νέιτ είναι ένας ελληνοαμερικάνος που δουλεύει στο ΔΝΤ και ο πατέρας του εικάζεται πως δολοφονήθηκε από ακροαριστερές οργανώσεις γιατί δούλευε στη ΣΙΑ. Βέβαια, τα πράγματα μπορεί να μην είναι κι έτσι. Τελικά γυρίζουμε πάλι στον Ισίδωρο για μια «τυφλή» περιπλάνηση στην Αθήνα. Και το τέλος.

Από το βιβλίο λείπει ο κεντρικός ήρωας με τον οποίο θα μπορούσες να ταυτιστείς. Όμως είναι τέτοια η δράση και η ένταση, οι υπόγειες διαδρομές, που δεν σε αφήνουν να εφησυχάσεις. Λείπουν και οι «οριστικές λύσεις». Κάτι τέτοιο όμως σε ένα μυθιστόρημα τόσο βαθιά πολιτικό θα έμοιαζε ανάρμοστο. 

Ο Νίκος Μάντης κατόρθωσε να μιλήσει για τον αχταρμά της νεότερης πολιτικής ιστορίας, για την πόλη του- που την υπεραγαπά, για ένα σωρό επικίνδυνα και σχεδόν ακατανόητα θέματα όπως οι ψεκασμένες θεωρίες συνωμοσίας και η άνοδος του εθνικισμού στην Ελλάδα. Η πολιτική του σκέψη δεν είναι πάντα σαφής, αλλά πιθανότατα κανενός μας δεν είναι. Είναι όμως σαφής η πρόθεσή του να αφηγηθεί την ιστορία του, να αφεθεί στον τρόπο που η μία πλοκή μπαίνει μέσα στην άλλη και επηρεάζει χρόνια μετά. Ένα τέτοιο βιβλίο γραμμένο από κάποιον άλλο μπορεί και να κατέληγε ακατανόητο. Μόνο η δύναμη της γραφής αποτρέπει αυτόν τον κίνδυνο. Το σίγουρο είναι ένα, με αυτό το μυθιστόρημα ο Νίκος Μάντης έβαλε γερή υποθήκη για το μέλλον, φρόντισε για την υστεροφημία του· οι αυριανοί αναγνώστες θα το αναζητούν.



                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ




"Οι τυφλοί", Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 598

6/7/17

Παρουσίαση ή πάρτυ;



Παλιότερα δεν με ενδιέφερε καθόλου να μάθω για τους συγγραφείς, σιχαινόμουν τις βιογραφίες, δεν είχα καμία όρεξη να ασχοληθώ με τις πολιτικές απόψεις τους, δεν πήγαινα σε παρουσιάσεις και δεν ασχολιόμουν καν αν κάποιος από τους πολυδιαβασμένους μου ερχόταν στην Αθήνα από το εξωτερικό. Παλιότερα με ενδιέφεραν μόνο τα κείμενα. 

Τα τελευταία πέντε χρόνια μπήκαν στη ζωή μου οι παρουσιάσεις. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, όλο αυτό άρχισε με το blog. Για να γράψεις δυο κουβέντες για το βιβλίο ενός συγγραφέα πάντα ρίχνεις μια ματιά στο βιογραφικό του, την εργογραφία του. Έχουν ενδιαφέρον οι συνδέσεις. Τώρα με το Booktalks μάλλον παραβρέθηκα σε περισσότερες βιβλιοπαρουσιάσεις από όσες οποιοσδήποτε βιβλιόφιλος μπορεί να αντέξει. Και κατέληξα στο συμπέρασμα πως πολύ λίγες είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Αυτές που είχαν όμως ήταν σαν μυσταγωγία, σαν να βλέπεις στο σινεμά επιτέλους μια ταινία πραγματικής τέχνης, ενώ όλο το καλοκαίρι έχεις δει όλα τα blockbuster. 



Ταυτόχρονα άρχισα να ενδιαφέρομαι και για τους ξένους συγγραφείς που έρχονται εδώ. Η αρχή έγινε με τον Όστερ, έπειτα ήρθε ο Ντελίλο, μετά δεν θα μπορούσα να χάσω τον Παδούρα. Φέτος είδα μαζεμένους όσους δεν είχα δει όλη μου την ζωή, τον Καμπρέ, τον Μπρυκνέρ, τον Φορντ, τον Πεϊσότο, τον Γκαλάν. Και κατέληξα πως και με αυτούς ισχύει το ίδιο, οι περισσότερες παρουσιάσεις είναι άνευρες και κακές. Μέχρι να βρεθεί μια που να αξίζει τον κόπο. 

Ο Όστερ βαριόταν, δεν τον βοηθούσε κι ο παρουσιαστής του που είχε πάρει τις ερωτήσεις όπως όπως από τις 2-3 πρώτες συνεντεύξεις που βγαίνουν στο google. Απαντούσε λοιπόν τα ίδια και τα ίδια, με χάρη κι εμφανή τα σημάδια της κούρασης. Ο Ντελίλο πιο μαζεμένος, πιο σοφός, λιγότερο λαμπερός αλλά με κάποιον τρόπο πιο βαθύς, ήθελες να τον ακουμπήσεις και να του υποσχεθείς πως ναι, εσύ είσαι μεγάλη του φαν, εσύ τον έχεις διαβάσει. Ο Παδούρα έκανε την παρουσίαση να μοιάζει με γιορτή. 

Ο Καμπρέ ουσιαστικός, και μαζί διεκπεραιωτικός. Το ένιωθες πως δεν έδινε δεκάρα σε ποια γωνιά του κόσμου βρισκόταν, τον ένοιαζε μονάχα να μιλήσει για την Καταλονία. Το ίδιο κι ο Γκαλάν, το θέμα του είναι και θα είναι το Ελ Σαλβαδόρ, τα βιβλία είναι μόνο η αφορμή. Συγκινητικός ήταν ο Ρίτσαρντ Φορντ, ένιωθε τιμή που τον καλέσαν να μιλήσει στην Ελλάδα, είχε ετοιμάσει έναν κλασικά Αμερικανικό λόγο, όπου οι χιουμοριστικές ατάκες  εναλλάσσονταν με τις σοβαρές. Κι ο Πεϊσότο ήταν ο πιο άμεσος και συμπαθής από όλους, θα μπορούσες άνετα να τον κάνεις παρέα. 


Σε αυτές τις τελευταίες, τις φετινές εκδηλώσεις- τη εξαιρέσει αυτής του Καμπρέ στη Σαλονίκη- ο κόσμος ήταν λιγοστός. Η επίσημη ομιλία του Φορντ δεν κατόρθωσε να γεμίσει καν μία αίθουσα στη βιβλιοθήκη του Μεγάρου, στον Πεϊσότο ανάθεμα αν ήταν 40 άτομα, μαζί με τους επισήμους της Πορτογαλικής πρεσβείας. Αρχίζει κανείς να σκέφτεται αν όλα αυτά αξίζουν τον κόπο, αν ο συγγραφέας πρέπει ή όχι να περιφέρεται από χώρα σε χώρα ή από χωριό σε χωριό. Κάποιοι θα πουν πως έστω κι ένας νέος αναγνώστης, είναι κέρδος. Κάποιοι άλλοι πως ο συγγραφέας δεν είναι περιφερόμενος ροκ σταρ να ζει σε ξενοδοχεία και να βλέπει γκρουπις. 




Νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα. 

Νιώθω μπουκωμένη από τις πολλές εγχώριες παρουσιάσεις βιβλίων, όμως δεν θα ήθελα να σταματήσουν αυτές, θα κάνω εγώ μια παύση. Τον Ιούνιο που ήταν εδώ και ο Φορντ και ο Οντάαντζε και όλοι αυτοί οι Ισπανόφωνοι και Πορτογαλόφωνοι που έφερε το ΛΕΑ μπούκωσα και δεν ήθελα άλλον. Κάποιους δεν τους είδα, σε κάποιους δεν πήγα. Δεν μπορώ τον καταναγκασμό.






Θα ήθελα κάθε παρουσίαση να είναι μια ξεχωριστή γιορτή. Αυτό θα ήθελα. Να μην είναι κάτι το συνηθισμένο και τετριμμένο. Θα ήθελα οι παρουσίασεις βιβλίου να μην είναι υποχρέωση, να μην είναι κοινωνική σύμβαση, να μην πρέπει να καταναγκάσεις γνωστούς και φίλους. Αυτά από την πλευρά του αναγνώστη. Γιατί αν φορέσω το καπέλο του συγγραφέα, θα έλεγα πως οι παρουσιάσεις βιβλίων πρέπει να καταργηθούν. Χίλιες φορές ένα πάρτυ. 









                                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


Υ.Γ. 42 Η πρώτη φωτογραφία από την παρουσίαση Ρουκ-Βλαβιανού στο Booktalks- η γνωριμία με τη Ρουκ ίσως από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της ιστορίας αυτής.

3/7/17

"Το θαύμα", Emma Donaghue



Διάβασα «Το Θαύμα» της Έμα Ντόναχιου γιατί ήθελα να ξεφύγω από τη σοβαρότητα της Καρένινα και του Τολστόι, να μπω σε μια αφήγηση λιγότερο βαθιά και πιο απλή. Και τελικά πήρα ακριβώς αυτό που ευχήθηκα- αν μου επιτρέπεται ο αγγλισμός. Το Θαύμα, ενώ πραγματεύεται ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον, το κάνει με τον πιο ρηχό και μονότονο τρόπο. 

Η Άννα είναι ένα κορίτσι, στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ιρλανδία, προερχόμενο από μια πολύ φτωχή και θρήσκα οικογένεια. Ισχυρίζεται πως τους τελευταίους μήνες, μετά την πρώτη της μετάληψη και τα ενδέκατα της γενέθλια, δεν έχει βάλει μπουκιά φαγητό στο στόμα της. Κι όμως επιζεί. Για να αποδείξει το θαύμα, ο γιατρός της καλεί δύο νοσοκόμες: τη Λιμπ, που έχει μαθητεύσει δίπλα στην διάσημη Ναϊτινγκέιλ κι είναι ένα από τα αηδόνια της και μια καλόγρια. Αυτές πρέπει να παρακολουθούν το κορίτσι 24ώρες το 24ωρο για να πιστοποιήσουν πως δεν τρώει, αλλά παραμένει καλά στην υγεία της. 

Αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα είναι η Αγγλίδα νοσοκόμα Λιμπ. Στις πρώτες πολλές σελίδες του βιβλίου είναι τελείως μονοδιάστατη, προσπαθεί να αποδείξει πως το κορίτσι τρώει, είναι σκεπτικίστρια, χωρίς να έχει επιχειρήματα, λες και είναι αυταπόδεικτο πως έχει δίκιο. Τα πάντα κυλάνε απελπιστικά αργά. Αντίθετα, στις τελευταίες σελίδες η πλοκή μοιάζει καταιγιστική, το ένα τουίστ ακολουθεί το άλλο, προκύπτει ένας μάλλον αμήχανος «από μηχανής» έρωτας και μια φυγή. 

Το θέμα των κοριτσιών που ισχυρίζονταν πως δεν έτρωγαν και θρέφονταν με την αγάπη του Χριστού θα μπορούσε να μας δώσει ένα μυθιστόρημα ως και αριστουργηματικό αν το είχε χειριστεί κάποιος που δεν βλέπει τη λογοτεχνία διεκπεραιωτικά. Η Έμα Ντόναχιου φαίνεται να αγνοεί τους βασικούς κανόνες της αφήγησης, να μην ξέρει πώς να χτίσει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, να μην μπορεί να δώσει ροή στα γεγονότα. Σαν να της δώσαν ένα θέμα για μυθιστόρημα περίπου όπως δίνεις ένα θέμα  έκθεσης για τις πανελλήνιες, κι εκείνη κατάφερε να το ολοκληρώσει όπως όπως με έτοιμες λύσεις από το λυσάρι. Δεν έχω διαβάσει το μπεστ- σέλερ της συγγραφέως, το "Δωμάτιο", αλλά μετά από αυτό, φαντάζομαι πως δεν θα ήθελα. 



                                                                                         Κατερίνα Μαλακατέ



«Το θαύμα», Έμα Ντόναχιου, μετ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ. 359










Υ.Γ. 42 Το εξώφυλλο μου αρέσει πάρα πάρα πολύ. Το ίδιο και η μετάφραση.