Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα bookstand. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα bookstand. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30/9/13

"Στον τόπο", Δημήτρης Νόλλας



Σε γενικές γραμμές η έννοια της πατρίδας με απασχολούσε πάντα. Συχνά -ίσως συχνότερα από ότι θα φανταζόμουν- νιώθω πως η τυχαιότητα της γέννησής μου σε αυτόν τον τόπο και αυτόν τον χώρο δεν μπορεί να με αφορά πάρα έμμεσα. Με λίγα λόγια νιώθω πως δεν ανήκω καν στον εαυτό μου, πως θα μπορούσα να ανήκω σε μια ολότητα τόσο ετερόκλητη και διαφορετική από μένα. Άλλοτε όμως το ότι γεννήθηκα στην Ελλάδα και κυρίως μιλάω και γράφω στα ελληνικά μοιάζει πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, σχεδόν ο μισός εαυτός μου.

Οι ήρωες του Δημήτρη Νόλλα έχουν μια ξεκάθαρη ματιά σε αυτό το θέμα που στην αρχή μού φάνηκε τελείως διαφορετική από τη δική μου μπερδεμένη ψυχοσύνθεση. Στα διηγήματα της συλλογής με τον γενικό τίτλο «Στον τόπο», οι ήρωες μπορεί να τραβούν τα δικά τους πάθη, όμως σε γενικές γραμμές ξέρουν που ανήκουν και για αυτό μπορούν να αφεθούν και στους άλλους. Η γραφή του Νόλλα έχει μια καθαρότητα, χωρίς περιττές γιρλάντες και στολίδια. Αυτό είναι ταυτόχρονα το απωθητικό και το τραβηχτικό για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα.

Στο «Μωρό στην αιώρα», ο Ρολάντο (ή Ρούλης), μουσικός στην πατρίδα του και στην Ελλάδα ασπριτζής, μοιράζεται με τον Αναστάση, τον Έλληνα, μια τρώγλη. Κι όταν βρεθούν στο σπίτι μιας φίλης τους που έχει παρατήσει το μωρό της σε μια γριά κι αυτό όλο κλαίει θα βρεθούν σε δίλημμα.

Στο προσωπικό μου αγαπημένο «Ένα κουλούρι στα δυο», ο Νεκτάριος, που ζει δέκα χρόνια με την Ανθούλα κι ας μην είναι παντρεμένοι, της εξηγεί πως τσακώθηκε με την αδελφή του για μια χούφτα χρυσαφικά της μάνας τους. Εκείνη όσο μοιράζεται το κουλούρι της μαζί του τού εξηγεί δυο-τρία πραγματάκια για τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι που στο τέλος τον αναγκάζει να αναφωνήσει: «Ίσως για αυτό ζευγαρώνουν οι άνθρωποι. Για να έχουν κάποιον να τους φέρνει στα ίσα τους, να μην τρελαίνονται».

Στο «Μάτζικερτ» ένας Τούρκος μετανάστης στη Γερμανία απολογείται γιατί πέταξε τη Γερμανίδα γυναίκα του από το παράθυρο.

Στη «Νεκρή φύση» επί των υδάτων, ένας παρίας, ο Φώκιας, ζευγαρώνει τελικά.

Και στο ομώνυμο «Στον τόπο», ο Σήφης Κ. δεν μπορεί να ξεχάσει κείνη τη μέρα που αντάλλαξε τυχαία θέση με έναν συστρατιώτη και μια σφαίρα που προοριζόταν πριν λίγα δευτερόλεπτα για κείνον μπήχτηκε στο μέτωπο ενός άλλου.

Το βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα είναι μικρό, 80 σελίδες όλες όλες, όμως αφήνει μια αίσθηση κάθαρσης ιδιότροπη. Δεν είναι πως σε τόσο λίγες σελίδες κατορθώνουν οι ιστορίες να ολοκληρωθούν -αυτό σπάνια συμβαίνει στα διηγήματα-, είναι πως σε αυτά τα στιγμιότυπα της ζωής των ανθρώπων συντελείται μια αλλαγή. Συμβαίνει αυτό που μέσα στη μοναξιά, στην κρίση ταυτότητας και σκοπού κάνει τον καθένα να νιώσει πως ανήκει· έστω και στον εαυτό του.


"Στον τόπο", Δημήτρης Νόλλας, εκδ. Ίκαρος, 2012, σελ.83 


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 14-5-2013 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand 


17/7/13

"Οι φτηνοφαγάδες", Thomas Bernhard



Ο Τόμας Μπέρνχαρντ ήταν αναμφίβολα ειδική περίπτωση ανθρώπου, πόσο μάλλον λογοτέχνη. Ο μπάσταρδος γιος ενός πατέρα που δεν τον αναγνώρισε ποτέ, έκλεισε μέσα του μια οργή που εκφραζόταν συχνά πυκνά, όχι για την καταγωγή του αλλά για τη χώρα που μεγάλωσε και τη μητρική του γλώσσα – πατρίδα φυσικά δεν είναι μόνο η χώρα που γεννηθήκαμε. Η γραφή του με τη σπειροειδή επανάληψη, τόσο λέξεων, όσο και φράσεων και τελικά νοημάτων, βγάζει έντονη την ανάγκη για μουσικότητα, σε ωθεί να διαβάζεις που και που δυνατά ολόκληρα κομμάτια στη σειρά έτσι που τελικά οι λέξεις χάνουν την αρχική τους αξία και βρίσκουν μιαν άλλη δυνατότερη.

Τα κείμενά του συνήθως αγνοούν τις παραγράφους, αλλά σέβονται τη στίξη, σπάνε τους κανόνες για να δημιουργήσουν μια σειρά δικούς τους, κι αυτό που τα σώζει είναι η πρωτοτυπία των ιδεών του ίδιου του Μπέρνχαρντ, η προκλητική στάση των ηρώων του απέναντι στη ζωή και φυσικά το χιούμορ. Κάθε σοβαρός έξυπνος άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του καταλαβαίνει πως η μόνη οδός διαφυγής από την κυνικότητα και την κρεμάλα είναι τελικά λίγη γελοιότητα.

«Οι Φτηνοφαγάδες» είναι ένα σχετικά μικρό βιβλιαράκι που θα μπορούσε και να διαβαστεί απνευστί, ο ρυθμός το επιτρέπει, αλλά ποιός θα ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, να προσπεράσει τα επιμέρους και να μείνει στα βασικά. Με τα χρόνια και την τριβή έχω καταλήξει πως ο Μπέρνχαρντ πρέπει να διαβάζεται σαν ποιητής, αργά -κάποτε μεγαλοφώνως- κοιτώντας που και που το ταβάνι. Και πάντοτε στη μοναξιά. Θα ήταν ιεροσυλία διαφορετικά.

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Κόλερ είναι ένας άνθρωπος μονόχνωτος, που ζει μόνος και συγγράφει για χρόνια ολόκληρα τη «Φυσιογνωμική» του. Ένα έργο υψίστου φιλοσοφικής σημασίας που ολοκληρώνεται μονάχα με το βιβλίο που επιγράφεται «Οι Φτηνοφαγάδες», δηλαδή τέσσερεις άνθρωποι σε ένα φτηνιάρικο εστιατόριο που παραγγέλνουν πάντοτε το πιο φτηνό πιάτο. Ευτυχία της ζωής του είναι πως κάποτε τον δάγκωσε ένας σκύλος που ανήκε σε έναν βιομήχανο και αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Έτσι ζει με τα λεφτά της αποζημίωσης και μπορεί να ολοκληρώσει το έργο του.

Ο αφηγητής είναι ο μοναδικός άνθρωπος κάπως κοντινός στον Κόλερ, αλλά κι αυτός κάποιες φορές μετά βίας τον ανέχεται. Ο Κόλερ είναι χαρακτηριστικός ήρωας στο μπερνχαρντικό σύμπαν, ένα άτομο που επιλέγει να αποκοπεί από τον κοινωνικό ιστό, αλλά τελικά επιδιώκει την αποδοχή και την εξύψωση ακριβώς από αυτούς που σιχαίνεται και χλευάζει. Δεν μπορεί να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις με τους ανθρώπους, ούτε με τους Φτηνοφαγάδες του που τους σκέφτεται συνέχεια λόγω της μελέτης του αλλά ποτέ δεν γίνονται φίλοι του, ούτε με τον αφηγητή που είναι μαζί από παιδιά. Θέλει όμως να είναι πρώτος και να ξεχωρίζει.

Το μικρό μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι και φιλοσοφικό δοκίμιο. Έχει όμως η τρέλα της πένας του συγγραφέα μια κρυφή ρωγμή που σε αναγκάζει να το θεωρήσεις λογοτεχνία. Ο Μπέρνχαρντ αγαπά τον λόγο, να τον διασπά, να τον συμπτύσσει, να τον ζουλά και να τον απομακρύνει κι έπειτα να μας τον δίνει λαχταριστό, έτοιμο για να ανάγνωση· κι αυτή είναι η πρώτη ύλη της τέχνης κι όχι της απλής σκέψης.

«Οι φτηνοφαγάδες», Τόμας Μπέρνχαρντ, μτφ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες, 1998

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο όλο και καλύτερο bookstand  στις 8-3-2013

22/5/13

Ο δημιουργός υπερήρωας




      Το αν ένα βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη ή στο συγγραφέα του με απασχολεί συχνά τελευταία. Διαπιστώνω με τρόμο πως θέλω να κάνω αυτό που κορόιδευα, να υπερασπιστώ τα γραπτά μου, να εξηγήσω την τάδε λεπτομέρεια, να αντικρούσω τη δείνα κατηγορία, να δώσω στους ήρωες μου τα μαλλιά και το πρόσωπο που ονειρεύτηκα∙ κι αυτό θέλω να το περάσω στους άλλους με λόγια. Δε γίνεται. Αν ο αναγνώστης φτιάχνει μιαν εικόνα στο μυαλό του είναι μονάχα αυτή που φαντάστηκε όσο διάβαζε το κείμενο, τα υπόλοιπα είναι απλά κουβέντες για να περνά η ώρα.

      Τα βιβλία δε χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε από αυτόν που τα έγραψε, ούτε από αυτόν που τα λάτρεψε – είναι υπάρξεις ξέχωρες από το δημιουργό τους, σαν απόγονοι που διατηρούν κάποια χαρακτηριστικά, αλλά πάντα μπλεγμένα και στρεβλωμένα. Έχουν διαφορετικές σχέσεις με τον κάθε αναγνώστη∙ κάποτε διαπιστώνω πως αυτό που έγραψα κι ήταν μια ποταπή έκφραση χωρίς πολλή σκέψη, δίνει τροφή για κάτι μεγαλειώδες στο μυαλό ενός άλλου. Κι άλλοτε αγαπημένες φράσεις περνούν απαρατήρητες, προσπερνώνται σαν κάτι τετριμμένο. Είναι ο λόγος που μισώ τα αποσπάσματα, δείχνουν μια βιασύνη να προδικάσεις τι θα άρεσε και στον επόμενο.

      Κι όταν διαβάζω κείμενα άλλων αυτή η αίσθηση είναι εντονότερη. Δεν πιστεύω στον συγγραφέα-υπερασπιστή του έργου του με την κόκκινη κάπα του υπερήρωα. Ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα, ό,τι ένιωσα, ένιωσα, δε θα αλλάξει, ούτε θα βελτιωθεί αν υπάρξουν ύστερες διευκρινίσεις. Από την άλλη, κανείς επηρεάζεται πολύ περισσότερο από αυτά που έχει ακούσει πριν, από ό,τι κι αν διαβάσει μετά. Είναι η δύναμη της κριτικής, σε προϊδεάζει, μερικές φορές πατά στον εγωισμό σου, κολακεύει τα θέλω σου, ένα «δύσκολο» βιβλίο δε μπορεί παρά να σου αρέσει κι εσένα. Ούτε αυτό μου αρέσει.

     Για μένα το μοναδικό που έχει σημασία είναι η σχέση βιβλίου-αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το τι θα βγει από αυτό το δεσμό εξαρτάται φυσικά από το ποιος είναι ο αναγνώστης -τι έχει διαβάσει, τι έχει ζήσει- και το τι είναι το βιβλίο. Όμως κάποιες φορές, σε πείσμα της λογικής, των εμπειριών, του γούστου, αυτό που προκύπτει είναι απλά έρωτας.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand στις 19-2-2013 

11/4/13

"Σημείο Ωμέγα", Don Delillo



Το «Σημείο Ωμέγα» είναι με σιγουριά ένα βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλο∙ το καταλαβαίνεις αμέσως από τον τρόπο της γραφής, ενώ η ανυπαρξία πλοκής φτάνει στα όριά της. Οι χαρακτήρες είναι σκιώδεις με αποκορύφωμα τη γυναικεία φιγούρα που είναι αέρινη, σα να μην έχει σάρκα και οστά. Απουσιάζει από το μικρό βιβλιαράκι το χιούμορ που σε άλλα βιβλία σαν τον «Λευκό θόρυβο» ήταν ευεργετικό, αλλά η ένταση είναι παρούσα και μας θυμίζει πως ένας τέτοιος μάστορας -ακόμα κι αν δεν είναι στα καλύτερά του και πειραματίζεται για να πάει τη φόρμα του ένα βήμα παραπέρα- βρίσκεται μίλια μπροστά από τους υπολοίπους.

Όχι, δε θα μπορούσε να γίνει το αγαπημένο μου, οι ήρωες του είναι οριακά ενδιαφέροντες, καμιά τρέλα με το Ψυχώ, που είναι ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής του βιβλίου και αφορά τόσο πολύ τον αφηγητή του, δεν έχω, ούτε καν με πρωτοποριακές εγκαταστάσεις σε γκαλερί, ο πόλεμος στο Ιράκ ίσως και για μένα να ήταν ένα χαϊκού πάνω σε έναν χάρτη. Από την άλλη πώς μπορείς να βρεις απωθητικό ένα βιβλίο που περιέχει τις εξής φράσεις:

«Η αληθινή ζωή δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις, γραπτές ή προφορικές, ποτέ και από κανέναν. Η αληθινή ζωή συμβαίνει όταν είμαστε μόνοι μας, όταν σκεφτόμαστε, όταν νιώθουμε, όταν είμαστε χαμένοι στις αναμνήσεις μας, έχουμε επίγνωση του εαυτού μας ονειροπολώντας, στις υπομικροσκοπικές στιγμές»

Ο Έλστερ είναι ένας θεωρητικός που επιστρατεύτηκε ως Σύμβουλος στον πόλεμο του Ιράκ όταν έγραψε ένα κείμενο πάνω στην λέξη, «rendition» κι έχει αποσυρθεί σε ένα σπιτάκι κάπου στην έρημο. Εκεί τον επισκέπτεται ένας νεαρός σκηνοθέτης που θέλει να κάνει μια ταινία χωρίς μοντάζ, όλα «σε έναν χρόνο», όπου ο Έλστερ θα μιλά για την εμπειρία του από τον πόλεμο, δε θα χάνονται ούτε οι παύσεις, ούτε οι αμηχανίες, θα στηρίζεται πάνω σε ένα και μοναδικό πρόσωπο. Οι δυο άντρες περνούν πολλές μέρες απομονωμένοι εκεί, ώσπου έρχεται η κόρη του Έλστερ, η Τζέσι, ένα κορίτσι σχεδόν ανύπαρκτο. Παράλληλα ο αφηγητής του μυθιστορήματος βλέπει μια επεξεργασμένη εκδοχή του Ψυχώ όπου οι σκηνές έχουν επίτηδες επιμηκυνθεί για να διαρκεί η ταινία 24ώρες. Στην αίθουσα της γκαλερί που γίνεται η προβολή δεν υπάρχουν καρέκλες ούτε πάγκοι, παρά μια ξερή οθόνη που οι περισσότεροι προσπερνούν γιατί δεν καταλαβαίνουν τί βλέπουν, αυτός όμως εκεί, σταθερός μέρα τη μέρα.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν είναι μια καλή αρχή για κάποιον που θέλει να μυηθεί στον ΝτεΛίλλο, έχει τις γοητείες και τις γωνίες του μόνον για αυτόν που ξέρει τι να περιμένει, που έχει γνωρίσει τη γραφή του στις μεγαλειώδεις εκρήξεις. Εδώ συνεχίζουν να υπάρχουν η καθαρότητα στο στυλ, η οξυδέρκεια στην αντίληψη των καταστάσεων, όμως λείπουν οι μεγαλοφυείς στιγμές ή μάλλον υποβιβάζονται σε ψίθυρο και μόνον εκείνος που θα έχει το νου του θα μπορέσει να τις εντοπίσει.

"Σημείο Ωμέγα", Ντον Ντελίλο, μετ. Ελένη Γιαννακάκη, εκδ. Εστίας, σελ. 2012


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand στις 5/2/2012


4/3/13

Η νόσος της βιβλιομανίας



Με γοητεύουν πολύ τα βιβλία που είναι γραμμένα από συγγραφείς για συγγραφείς, για βιλιόφιλους, για μανιώδεις αναγνώστες. Τόσο αυτά που έχουν ήρωα έναν συγγραφέα –κατά προτίμηση ανέκδοτο και περιφρονημένο- όσο και τα άλλα, εκείνα που απευθύνονται στο βιβλιοφιλικό μου ένστικτο, γεμάτα συνδέσεις με άλλα βιβλία και σκέψεις για την ασθένεια που μας κατατρύχει. Γιατί, μη γελιόμαστε, στην ακραία της μορφή η νόσος της βιβλιομανίας είναι εθισμός – για καλή μας τύχη δεν υπάρχουν μακροχρόνιες συνέπειες στην υγεία ούτε και τοκογλύφοι.

Αναρωτιέμαι όμως αν και πόσο τέτοια μυθιστορήματα μπορούν να αγγίξουν τον μέσο αναγνώστη, αυτόν που διαβάζει κάπως συστηματικά κάποιο είδος λογοτεχνίας και σποραδικά κάποια άλλα βιβλία, τί έχει να του πει ένα βιβλίο όπως «Η νόσος του Μοντάνο» ή η «Δουβλινιάδα». Αν κρίνω από τον περίγυρό μου, θεωρούνται κάπως σαν ομφαλοσκόπηση, ο συγγραφέας μιλά για αυτό που αφορά εκείνον και ξέρει καλά, χωρίς να υπολογίζει τον αναγνώστη του. Ή χειρότερα, οι αναφορές στην αχανή έρημο της λογοτεχνίας -σε τέτοια βιβλία ούτε αυτοί που αφιερώνουν τη ζωή τους στο διάβασμα δεν μπορούν να καταλάβουν όλες τις συνδέσεις- φαντάζουν άσκοπο παιχνίδι.

Εμένα πάλι με ενθουσιάζουν. Αυτά που ξέρω με ποτίζουν με μια ευχαρίστηση που τα ξανασυναντώ, αυτά που δεν αναγνωρίζω με την πρώτη ματιά με κολακεύουν ακόμα περισσότερο μόλις κάνω τη σύνδεση, και αν κάποτε ανακαλύψω μία, μετά από χρόνια, ενθουσιάζομαι ακόμα περισσότερο. Πρόσφατο παράδειγμα η «Έρημη χώρα» με την «Καρδιά του σκότους». Όταν ως έφηβη μάθαινα ολόκληρα κομμάτια από τη “Wasteland” απ’ έξω από τις πολλές φορές που τη διάβαζα φωναχτά στον εαυτό μου, δεν είχα ιδέα πως ένα κομμάτι αναφερόταν στον Κούρτς∙ το έμαθα πριν κάποιες μέρες κοντά εικοσιπέντε χρόνια μετά.

Δεν είμαι φιλόλογος, αν κάτι δεν μου κινήσει την περιέργεια, δε θα το ψάξω -αν και το ίντερνετ βοηθά πολύ- κι όμως μου αρέσει. Σαν να μπαίνεις σε έναν μυστικό κόσμο που δεν ανήκουν όλοι παρά μόνον λίγοι, που κατ’ ανάγκη δεν τους συμπαθείς, κι όμως τους νιώθεις κοντά σου. Μοιάζει λιγάκι με το να δημιουργείς μια καινούργια φιλία στηριγμένη στα βιβλία. Ή σ’ έναν κώδικα μυστικό, διαλεγμένο από κάποιον άλλο, που μπορείς όμως με επιμονή -κι ίσως και λίγη εμμονή- να τον διαβάσεις εσύ, άντε και πέντε έξι ακόμα εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό για τα βιβλία και την ανάγνωση bookstand 


15/2/13

«Το Γεύμα», Μίνως Ευσταθιάδης & Κατρίν Λίγκμαν





Με δυσκολεύει η ιδέα να γράψω για ένα έργο θεατρικό∙ αυτά είναι φτιαγμένα για να τα αναπαριστούν ηθοποιοί, τα κείμενά τους είναι γεμάτα σκηνικές οδηγίες, χάνονται οι αποχρώσεις με τους διαλόγους. Τελευταία σα να άλλαξα γνώμη, τη βιβλιοθήκη μου ως τώρα δεν την κοσμούσαν παρά τα θεατρικά του Τσέχωφ, μα ίσως αυτό να είναι αδικία.

 Διάβασα το «Γεύμα» του Μίνωα Ευσταθιάδη αφού το είδα παιγμένο. Παραδόξως με συγκίνησε το κείμενο σχεδόν όσο και η ίδια η παράσταση. Μου αρέσει πως ένα έργο έλληνα συγγραφέα – όχι κωμωδία- βρήκε στέγη, έστω και μέσω διαγωνισμού, στην ελληνική σκηνή. Και πως, αν δεν ήξερα πως προέρχεται από έναν άνθρωπο που δεν έχει γράψει ξανά θέατρο, ούτε καν θα το καταλάβαινα.

              Η πλοκή έχει κανιβαλιστικό χαρακτήρα, οι τρεις κεντρικοί ήρωες βασανίζουν ο ένας τον άλλο με τον πιο απλό τρόπο, συνυπάρχουν σε μια μίζερη καθημερινότητα. Η δράση εξελίσσεται σε ένα παραλιακό ταβερνάκι, ο μάγειρας και ιδιοκτήτης είναι στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης, οι προμηθευτές του δεν του δίνουν πια τίποτα, του έχουν κόψει και το ρεύμα. Η μια του κόρη- η σερβιτόρα- είναι ένα πλάσμα κυνικό, κάπως ευαίσθητο, βουλιαγμένο στην ευεργετική αναισθησία των ουσιών, για να μη σκέφτεται την πραγματικότητα. Η άλλη- η Μαρία- έχει βαριά νοητική στέρηση, μιλά μονάχα αποσπασματικά και ακατάληπτα- σέρνει μαζί της μια κούκλα. Όταν πια έχουν φτάσει στο έσχατο οικονομικό σημείο και δεν υπάρχουν στο ψυγείο παρά παγωμένα μακαρόνια,  παίρνει τηλέφωνο ο «πρόεδρος» και κλείνει τραπέζι για τριάντα άτομα. Ο κρεοπώλης- που συχνά του κουνιέται η σερβιτόρα για τη δόση της- αρνείται να τους δώσει βερεσέ, ρεύμα δεν υπάρχει, μόνο ο μανάβης τους δίνει έναντι. Και τότε ο μάγειρας θα έχει μια ιδέα για το πώς θα βρούνε κρέας.

Είναι μια ιστορία καθημερινότητας, ώσπου να κάνει την υπέρβαση, ένα κείμενο καλογραμμένο, με οικονομία, που ανεβάστηκε σωστά. Οι άνθρωποι στο θέατρο Άρτι που διοργάνωσαν τον διαγωνισμό για νέους συγγραφείς σεβάστηκαν το έργο που κέρδισε, του συμπεριφέρθηκαν με σοβαρότητα∙ θα χαιρόμουν αν έβλεπα το εγχείρημα να επαναλαμβάνεται. Κι ακόμα είναι ένα έργο που, παραδόξως για θεατρικό, βρήκε εκδοτική στέγη και μου έδωσε τη δυνατότητα να αναθεωρήσω κάποια από τα στερεότυπά μου ως αναγνώστης.   

«Το Γεύμα», Μίνως Ευσταθιάδης & Κατρίν Λίγκμαν, εκδ. δήγμα, 2012, σελ.72 

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά  στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand.



17/1/13

Οι κουλτουριάρηδες και οι άλλοι




Η «κουλτούρα» είναι στην Ελλάδα μια έννοια παρεξηγημένη. Δυο κατηγορίες την κακοποιούν, οι κουλτουριάρηδες και οι άλλοι. Οι μεν την οικειοποιούνται σαν οικοσκευή, έχουν μονάχα εκείνοι το κρυφό χάρισμα να τη γνωρίζουν, κλείνονται ο ένας μέσα στον άλλο σα σε στρείδι, γίνονται κάστα αφόρητα σνομπ και σκωπτική, κι έπειτα χάνουν αυτό που απαιτεί η ίδια η κουλτούρα, την ικανότητα να αναγνωρίσουν το νέο και καινοτόμο και να το εντάξουν στο παλιό. Οι δε κάθονται απέξω και γελούν, χαρούμενοι μες στην άγνοια και την αδιαφορία τους∙ δεν είναι απλό πράγμα να νιώθεις ξεκομμένος, πολιτισμικά απαίδευτος και για αυτό οι περισσότεροι αντιδρούμε σπασμωδικά, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε το γελοιοποιούμε. Βαριέμαι και τις δυο κατηγορίες. Ή μάλλον τους πρώτους τους βαριέμαι, τους δεύτερους τους φοβάμαι λιγουλάκι γιατί είναι πιο πολλοί και διαμορφώνουν μια κατάσταση που επιτάσσει να θεωρείται της μοδός η κάθε σκυλού, αλλά να είναι ξεπερασμένοι ο Καζαντζάκης και ο Ντοστογιέφσκι.

Διάβαζα από μικρή πολύ, τότε έβλεπα και θέατρο αρκετό και σινεμά, κι όμως ποτέ δε θέλησα να ενταχθώ σε μια κουλτουριάρικη παρέα, σχεδόν κανένας από τους κολλητούς μου δε διαβάζει∙ δεν αποτελεί η τέχνη κριτήριο φιλικό. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πολλά τείνουν να είναι πιο ανοιχτόμυαλοι, λέει η λογική. Στην πράξη αυτό πολλές φορές το είδα να καταργείται, εξαρτάται από το τί διαβάζεις και γιατί, κυρίως από το ποιός είσαι. Αρνούμαι να καταπιεστώ και να δω τέχνη εκεί που το συναίσθημά μου αποκοιμιέται, όμως το ίδιο έντονα νιώθω για αυτούς που χλευάζουν γιατί δεν προσπαθούν. Η τέχνη, η όποια τέχνη, απαιτεί λίγη παιδεία, αγάπη και όρεξη να ασχοληθείς, κέφι. Δεν αρκεί να μπορείς να μιλήσεις για ένα βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει σα να το είχες, σε κύκλους κοσμικούς, μάλλον πρέπει να στρωθείς και να αρχίσεις την ανάγνωση. Κι αυτό ακόμα δε σε καθιστά «καλύτερο άνθρωπο», «ανώτερο απέναντι στους αδαείς», έτοιμο με το φουλάρι στο λαιμό να κατακτήσεις τα λογοτεχνικά σαλόνια (τα ποιά;), κάποτε σε κάνει γραφικό.

Τη φιλαναγνωσία μου αναγκάστηκα κάποιες φορές να την κρύψω- στο σχολείο, σε παρέες, στη δουλειά. Άλλες τόσες συγκρατήθηκα για να μην μπω σε συζητήσεις περιεχομένου φιλολογικού, να μην πω έχω διαβάσει τον τάδε ή τον δείνα χωρίς να το έχω κάνει, υπό το ολίγον τι ειρωνικό βλέμμα ενός γνώστη. Τούτο το τελευταίο μου συνέβη ομολογουμένως περισσότερο με το θέατρο και το σινεμά, στο βιβλίο τα πράγματα είναι πιο αχανή και δικαιούσαι λίγη άγνοια. Όμως ακόμα κι έτσι, δε βρίσκω κανέναν απολύτως λόγο να το κάνω, αν κάτι είναι αναζωογονητικό στην κουβέντα για τη λογοτεχνία είναι η ανακάλυψη του νέου, του παλιού που ήτανε χαμένο, του αριστουργήματος που κρυβόταν στη γωνία. Εξάλλου η μεγαλύτερη απώλεια που θα είχα από την προσποίηση θα ήταν πως δε θα μπορούσα κάποτε να κοκορευτώ πως «επιτέλους το διάβασα» (οποιαδήποτε ομοιότητα με τον «Οδυσσέα» ή το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» κρίνεται εντελώς τυχαία και παραπλανητική)

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand, που αξίζει τον κόπο να τσεκάρετε κάθε Τρίτη....  


25/12/12

Ένα Χριστουγεννιάτικο ποίημα




Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τα Χριστούγεννα όταν ήμουνα παιδί. Οι γονείς μου δούλευαν πάντα σα δαιμονισμένοι, μου έκαναν δώρα διάσπαρτα που δεν εντοπίζονταν στις γιορτές, ο στολισμός γινόταν μια μέρα πριν, κάποτε καθόλου. Όσο ήμουν νήπιο με άφηναν στη γιαγιά ή σε κάποια θεία για τις γιορτές, τους άρεσαν τα χειμερινά ταξίδια. Όταν πέρασα τα έξι, με έπαιρναν πάντα μαζί, βρέθηκα να έχω γυρίσει τη μισή Ευρώπη χωρίς να το θυμάμαι.
Ήμουν έντεκα χρονών όταν από κάποια συγκυρία που δε συγκρατώ πια, νομίζω πως κρύωνα να βγω στα μαγαζιά μαζί τους, βρέθηκα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μόνη μου στη Βιέννη. Η τηλεόραση έπαιζε παιδικά στα Γερμανικά που εγώ μόλις είχα αρχίσει τον προηγούμενο χρόνο, ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός κι από τις βαριές κουρτίνες έμπαινε ένα αρρωστιάρικο φως. Άνοιξα το πορτατίφ στο γραφείο του δωματίου και ξεκίνησα να παίζω με τα επιστολόχαρτα. Πάνω σε ένα από αυτά έγραψα το πρώτο μου ποίημα.
Κάπου ανάμεσα στις ενήλικες μετακομίσεις μου το χαρτί αυτό χάθηκε, σκίστηκε, πετάχτηκε, αφέθηκε. Δε θυμάμαι το θέμα, ούτε αν το έδειξα στους γονείς μου και τί είπαν, ξέρω όμως ακόμα την αίσθηση που μου άφησε η εμπειρία, την ξαναζώ όποτε ολοκληρώνω ένα κείμενο- μικρό ή μεγάλο- όποτε έχω μια ιδέα∙ και δεν την αλλάζω με όλα τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και τα δώρα του κόσμου.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό bookstand

23/11/12

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Imre Kertész





Όταν πρωτοδιάβασα το «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί»- λίγο μετά την εποχή που πήρε ο Ίμρε Κέρτες το Νόμπελ- ήμουν σε μια διαφορετική φάση ζωής κι η stream of consciousness γραφή του, που μου θύμισε έντονα Μπέρνχαρντ, με άγγιξε αλλά δε με συγκλόνισε. Κοντά δέκα χρόνια μετά ξαναγύρισα στο Καντίς, γιατί μάλλον είχαμε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς κι η κραυγή του συγγραφέα είχε πάνω μου πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο.

Η νουβέλα ξεκινά με ένα εμφατικό «Όχι», όχι στη συνέχιση της ζωής, στη διαιώνιση του είδους, στην προσπάθεια για ένα παιδί. Όχι στην ίδια την επιβίωση. Όπως και στο «Ο άνθρωπος δίχως πεπρωμένο», ο συγγραφέας μας λέει εμφατικά πως μετά την εμπειρία του στο Άουσβιτς δε θέλει να συνεχίσει να ζει ∙ έχοντας ζήσει αυτήν την αγριότητα, αυτή την εξαθλίωση, δε θέλει να εξακολουθήσει να είναι άνθρωπος και πολύ περισσότερο να φτιάξει ένα άλλο ανθρώπινο ον.

Ο λόγος του Κέρτες, μακροπερίοδος, γεμάτος επαναλήψεις, δυσκολεύει την ανάγνωση (πιθανώς και τη μετάφραση), δε μιλάμε για ένα βιβλίο που θα το ρουφήξεις, αλλά για μια επίμονη προσπάθεια κατάδυσης σε μια ψυχή ανεξίτηλα στιγματισμένη. Ο αποτυχημένος γάμος, οι δυσκολίες στην καριέρα,  η εβραϊκότητά του, γίνονται σημαία για την τέχνη του, αφορμή, αιτία, δικαιολογία για την άρνηση, την επιθυμία του να παραμείνει στη μιζέρια.

Ως τώρα δεν έχω διαβάσει βιβλίο του Κέρτες που να μην είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό κάποτε πίστευα πως είναι μειονέκτημα, δείχνει έλλειψη φαντασίας και ίσως αντίκειται στον ορισμό της τέχνης. Γραφιάδες σαν κι αυτόν όμως με κάνουν να αλλάξω γνώμη, δε χρειάζεται πάντα ένας φανταστικός κόσμος για να συγκαλύψεις την αλήθειά σου, μπορείς να την πεις ανοιχτά, βασανιστικά, φορτικά. Ειδικά όταν αυτή κρύβει τόσο πόνο.

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Ίμρε Κέρτες, μετ. Μάγκυ Κοεν, εκδ Καστανιώτη, 2003

* το κείμενο δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand

10/11/12

Αυτόν τον e-reader ποιός θα τον πάρει;






Κοιτάζω τις βιβλιοθήκες μου και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως όλα αυτά τα βιβλία είναι δικά μου, πως τα έχω διαβάσει κι έχω ζήσει μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όπως κάθε βιβλιόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχω μια στοίβα με αδιάβαστα που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με τα οικονομικά, ποτέ όμως δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα διαβασμένα. Με άλλα λόγια δεν είμαι συλλέκτης βιβλίων, δεν τα κυνηγάω στα παλαιοβιβλιοπωλεία για να τα σωρεύσω και να μην τα διαβάσω, δεν τα έχω τρόπαια, συχνά δεν ασχολούμαι με τις εκδόσεις, δε με νοιάζει καθόλου το χαρτί, το εξώφυλλο, ο τρόπος που είναι τοποθετημένα. Αγαπώ τις ιστορίες τους, τους ήρωες, τα νάζια της γραφής τους, όμως δεν είμαι φανατικός συλλέκτης του αντικειμένου. Τότε γιατί αντιστέκομαι τόσο στην ιδέα ενός ηλεκτρονικού αναγνώστη;

       Στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον αστιγματισμό, ό,τι φωτίζεται μου δημιουργεί δυσκολία∙ τώρα όλοι με διαβεβαιώνουν πως τέτοιο θέμα δεν υπάρχει, πως το ηλεκτρονικό χαρτί δεν κουράζει, πως ίσα ίσα κάνει την ανάγνωση ευκολότερη, και ίσως και πιο πλήρη με την άμεση πρόσβαση στο ίντερνετ. Έπειτα αποφάσισα πως τα ηλεκτρονικά μαραφέτια είναι για κείνους μόνον που μετακινούνται με τα ΜΜΜ και δε θέλουν να σέρνουν μαζί τους ογκόλιθους. Μάλλον κι αυτό ήταν ψέματα. Τώρα κρύβομαι πίσω από την τιμή τους, περιμένω εκείνο το καλύτερο μοντέλο που θα αρχίσει να διατίθεται στη χώρα μας – αλλά μπορεί και να (ελπίζω πως θα) αργήσει- ανησυχώ για τη χρήση της πιστωτικής στο διαδίκτυο, και άλλα τέτοια

       Ο πραγματικός λόγος είναι εγωιστικός. Τα βιβλία που διάβασα στην εφηβεία από την δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου, κι ας ήταν πολλά, τα θεωρώ  χαμένα. Δεν τα βλέπω κάθε μέρα και για αυτό δεν υπάρχουν. Έτσι θα είναι και με έναν ηλεκτρονικό αναγνώστη, θα έχω τις ευκολίες του, το διάβασμα θα στοιχίζει λιγότερο, αλλά θα λείπει η φυσική παρουσία των βιβλίων, η πρώτη ματιά το πρωί με τον καφέ. Κι ας μην τα λογαριάζω μετά, ας τους τσακίζω τις ακρούλες, ας τα στοιβάζω στην αποθήκη, ας τα χρησιμοποιώ για να στηρίζουν το κομοδίνο- κάποτε τα είχα ακόμα και σα στόπερ για να μην χτυπάει η πόρτα. Τα θέλω κοντά μου.


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand.