27/2/20

"Κάποιοι άλλοι", Ιάκωβος Ανυφαντάκης



Ένας άντρας πέφτει νεκρός από τον ουρανό στην ταράτσα του σπιτιού του Βαγγέλη και της Μάρως στο Γκντανσκ. Οι δυο τους έχουν μεταναστεύσει σχετικά πρόσφατα εκεί, η Μάρω είναι γιατρός και βρήκε σχεδόν αμέσως δουλειά στην Πολωνία, ενώ ο Βαγγέλης, που ήταν δημοσιογράφος στα πολιτιστικά μιας εφημερίδας, παραμένει άνεργος. Ο Βαγγέλης παθαίνει εμμονή με τον νεκρό άντρα, που αποκαλύπτεται πως είναι ένας Αμερικανός ονόματι Ρέι Πάρκερ. Πιστεύει πως αν λύσει το μυστήριο  —γιατί ένας Αμερικανός, κι όχι ένας μετανάστης που προσπαθούσε να μπει στην Ευρώπη, βρέθηκε στους τροχούς ενός αεροπλάνου αντί για την καμπίνα και πάγωσε ζωντανός— θα γράψει ένα τόσο φοβερό άρθρο που θα το πουλήσει ακριβά και η ζωή του θα ξαναμπεί σε τροχιά. 

Ο Βαγγέλης περνάει τη μέρα του τρέχοντας με μια νεαρή Πολωνή, την Αγκάτα, και κάνοντας skype με συγγενείς και φίλους του Ρέι Πάρκερ. Μοιάζει να έχει χάσει εντελώς τον ρυθμό του, να μην μπορεί να ζήσει φυσιολογικά πια, αφού όλες οι σταθερές και τα ερείσματά του έχουν καταρρεύσει. Ξεψαχνίζει τη ζωή του Ρέι Πάρκερ, για να μην νιώθει τον πόνο του: είναι ένας αποτυχημένος, ο γάμος του διαλύεται, ο ίδιος είναι ένα συντρίμμι που δεν βρίσκει από πουθενά να πιαστεί. 

Το «Κάποιοι άλλοι» είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους της κρίσης, ένα βιβλίο για την αποτυχία και τη ματαίωση, για τη μετανάστευση και τη ματαιότητα της ζωής. Αλλά κυρίως είναι ένα βιβλίο για τους ανθρώπους της γενιάς μας, εφοδιασμένους με πτυχία και προσδοκίες, με όνειρα ή και πλαστά όνειρα, για σταθερή δουλειά, και σπίτια και εξοχικά και δύο αυτοκίνητα και ευμάρεια, που συγκρούστηκαν μετωπικά με τον τοίχο της κρίσης. Η οικονομική δυσχέρεια, κάτι που δεν φανταζόταν ο ήρωας στην αρχή όταν έχασε τη δουλειά του, μα που κατάλαβε καλά δεκατέσσερις μήνες μετά που τελείωσαν τα λεφτά που είχε στην άκρη και αναγκάστηκε να "σκοτώσει" το αμάξι του, και μετά να δέχεται να τον τρέφει η γυναίκα του στην Πολωνία, κάνει τα πάντα να φαίνονται πιο σκοτεινά και δυσοίωνα. Ο Βαγγέλης έχει μια βίαιη πλευρά, είναι ένας άντρας συνηθισμένος στα προνόμια του, κι όταν ο κόσμος του γκρεμίζεται, αντιδρά με τρόπο αντισυμβατικό. Δεν είναι ένας πάντα συμπαθής χαρακτήρας. Όμως δεν μπορείς με σιγουριά και να τον αντιπαθήσεις, με κάποιον τρόπο, τον καταλαβαίνεις κι ας μην τον έκανες ποτέ φίλο. 

Το μυθιστόρημα έχει στην αρχή μια άρρυθμη αίσθηση, που σε πετάει εκτός στην ανάγνωση, όμως όσο περνούν οι σελίδες και επικεντρώνεται στον ήρωα, βρίσκει πατήματα. Το αστυνομικό κομμάτι —οι έρευνες για τον Ρέι Πάρκερ— είναι μάλλον το πιο αδύναμο. Η δύναμή του είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, που τραβάει ένα ζόρι πολύ κοινό, αν και το χειρίζεται με μάλλον αλλόκοτο τρόπο. Και η γλώσσα. Από κάποιο σημείο και μετά ο Ανυφαντάκης αφήνεται και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση βρίσκει ορμή και σε παίρνει μαζί της, νιώθεις το βιβλίο να πάλλεται. Και οι επιτέλους ανθρώπινες ερωτικές σκηνές, χωρίς την τάχαμου αιδημοσύνη που μπλοκάρει τη λογοτεχνία μας τα τελευταία χρόνια. 

Δεν έχω διαβάσει τα δύο προηγούμενα βιβλία του Ιάκωβου Ανυφαντάκη. Ανήκει σε μια πολλά υποσχόμενη γενιά για την πεζογραφία μας, ανθρώπων που έχουν διαβάσει πολύ κι αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν. Το «Κάποιοι άλλοι» είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως πρώτη φορά ο συγγραφέας του δοκιμάζεται στη μεγάλη φόρμα. Και μια υπόσχεση, για ακόμα καλύτερα βιβλία στο μέλλον.



                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ


"Κάποιοι άλλοι", Ιάκωβος Ανυφαντάκης, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 340

19/2/20

"Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων", Juan Jacinto Muñoz Rengel

το παπαγαλόσκυλο


Ο πιο εύκολος τρόπος να περιγράψεις "Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων" υπάρχει μέσα στο ίδιο το βιβλίο κι είναι με τα λόγια του συγγραφέα του: 

Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων και των άγνωστων πλανητών που περιέχει τις λεπτομερείς και πολύ ειλικρινείς {μικρο}αφηγήσεις των μεγάλων υπερφυσικών και παράξενων γεγονότων αυτού του κόσμου, καθώς και τις {μίνι} εποποιίες άλλων τόσων εξωγήινων άθλων και μια συλλογή από τις διαφορετικές και αξιομνημόνευτες ερωτικές πρακτικές, εκδικήσεις και βασανιστήρια, θανάτους μετενσαρκώσεις, πνεύματα και φαντάσματα, ερπετά, τέρατα, ανέφικτες αρχιτεκτονικές, τα χρονικά της κατάκτησης του διαστήματος και την αναζήτηση του θεού

Πρόκειται λοιπόν για μικρά ως πολύ μικρά κείμενα, που ξεκινούν από κάποια φιλοσοφική και υπαρξιακή αγωνία, τον θεό, τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο, τη ζωή σε άλλους πλανήτες, και καταλήγουν σε έναν κόσμο όπου το φανταστικό μπλέκεται με το πραγματικό. Στην Ισπανία, όπως και στην Ελλάδα, η λογοτεχνία του φανταστικού δεν χαίρει μεγάλης εκτίμησης, οι σπουδαίοι σύγχρονοι συγγραφείς ποντάρουν στον ρεαλισμό με μικρές δόσεις μεταμοντέρνου. Ο Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρενχέλ (ή Χότα Χότα όπως τον αποκαλεί η μεταφραστική του ομάδα στα ελληνικά), είναι ένας συγγραφέας που δεν φοβάται το φανταστικό, το χρησιμοποιεί και το μεταπλάθει, πατά γερά στην παράδοση του Χουάν Ρούλφο, του Χ.Λ.Μπόρχες —"το βιβλίο των φανταστικών όντων"—, του Κορτάσαρ —με το "Αξολότλ". Και με έναν περίεργο τρόπο, γιατί οι λαοί δένονται, καταλήγει να φτιάξει διηγήματα που μοιάζουν εκπληκτικά με αυτά στο «Όντα και μη όντα» του Αργύρη Χιόνη. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ύπαρξη ενός τερατολογίου πριν τα περιεχόμενα. 

Τα μικρο-αφηγήματα χωρίζονται σε τρία μέρη: Urbi, πόλη, Orbe, οικουμένη και Extramundi, κι άλλοι κόσμοι. Η λατινική φράση Urbi et Orbi που χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε διεθνείς Συνθήκες και συμβόλαια, μοιάζει σαν να είναι προγραμματική δήλωση του Χ.Χ. Θα γράψει για τα μεγάλα και τα υψηλά, αυτά που αφορούν το αστικό τοπίο, την οικουμένη όπως την ξέρουμε και τους άλλους κόσμους που ακόμα δεν ξέρουμε, με όχημα το μικρό και το πάρα πολύ μικρό διήγημα. Σε κάποιες στιγμές τα κείμενά του έχουν τόσο ρυθμό που δεν ξεχωρίζουν από ποίημα. Η γλώσσα του φαίνεται να ρέει —ακόμα και στην ελληνική μετάφραση που έχει τόσους μεταφραστές— και του αρέσει να παίζει μαζί της, χωρίς να φοβάται. Άλλοτε είναι τελείως απλή κι άλλοτε διανθίζεται, γίνεται πληθωρική. Ο συγγραφέας αγαπά τους νεολογισμούς και τα λογοπαίγνια, κρύβεται μερικές φορές πίσω από τη γλώσσα κι άλλες την αφήνει να αναλάβει τα ηνία. 

Μόνο έτσι, με μικρές μπουκιές ανάγνωσης, κόβοντας φέτες την πραγματικότητα, κατακερματίζοντάς την, βρίσκει ψήγματα αλήθειας. Όταν το μυαλό αφήνει πίσω τις αντιστάσεις του, ξέρει πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να εμφανιστεί ένας τύπος με γαλάζια χαίτη σε όλο του το σώμα, μια αγελάδα που λύνει την υπόθεση του Ρίμαν ή ένας βιογύπας, τότε η πραγματικότητα αρχίζει να παρουσιάζει ρωγμές, από αυτές μόνο μπορεί να φτάσεις στην κατανόηση του κόσμου. 

Στην αρχή το τοπίο είναι αστικό, μετά οικουμενικό, τελικά εντελώς φανταστικό. Ο Χ.Χ. δεν διστάζει να κάνει κριτική της κοινωνίας, να μιλήσει για οικολογία, για γυναικοκτονίες, για τον θάνατο∙ και να τον αντιστρέψει. Ο χρόνος και η χρονική σειρά τον πραγμάτων τον απασχολεί σε πολλά διηγήματα, σε ένα μια γυναίκα που γεννάει αποδεικνύεται πως μόλις γεννιέται, σε ένα άλλο ο τελευταίος πρόγονος ενός ζευγαριού μπαίνει ξανά στο σώμα της γυναίκας με αβάσταχτους πόνους. Η ζωή μοιάζει να είναι εξίσου παράλογη με το τέλος, συνήθως την εξορθολογίζουμε και χρεώνουμε στο τέρμα όλα όσα συνέβησαν στην αρχή. Εδώ η αρχή και το τέλος μοιάζουν αξεδιάλυτα, ο χρόνος άλλοτε συστέλλεται κι άλλοτε διαστέλλεται, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μία σύμβαση. Αυτό κάνει ο Χ.Χ. με αυτή τη μικρή συλλογή, σπάει τις συμβάσεις. Δεν διστάζει ούτε μπροστά στους θεούς ή τον θεό. Δεν διστάζει ούτε μπροστά στον εαυτό του. Η ζωή ξεγυμνώνεται, και ο ίδιος ξεγυμνώνεται, φτιάχνει καινούργιες λέξεις, για νέες υπάρξεις. Ούτε διστάζει να χρησιμοποιήσει την μυθολογία και να τη διαστρέψει- πιο χαρακτηριστική η ανατροπή του Δούρειου Ίππου. Κι ούτε έχει θέμα με την σεξουαλικότητα, τον ερωτισμό και τον αισθησιασμό, είναι μέρος της ζωής, ακόμα κι αν έχεις άλλη όψη κι άλλο σχήμα.  

Είχε δύο αγόρια δίδυμα, ολόιδια. Εκείνη τα έντυνε με τα ίδια ρούχα και τους έφτιαχνε συμμετρικά πρωινά κάθε πρωί. Εκείνα συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο κι έμοιαζε να έχουν μία και μόνη προσωπικότητα. Και τα δύο έπαιρναν τους ίδιους βαθμούς στο σχολείο, έκαναν μελανιά στο ίδιο γόνατο --την ίδια μέρα, την ίδια ώρα--, τους άρεσε το ίδιο κορίτσι, μιλούσαν ταυτόχρονα για να πουν μια παρόμοια φράση. Εκείνη τα σκέπαζε με τον ίδιο τρόπο κάθε βράδυ, σε αντίστοιχα δίδυμα κρεβάτια, το καθένα κάτω από το δικό του γαλάζιο πουπουλένιο πάπλωμα. Ύστερα, πλησίαζε σιωπηλά ένα από αυτά, πάντα το ίδιο, και του ψιθύριζε στο αφτί: "Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου". 

Το μικρό κείμενο —εδώ μιλάμε ακόμα και για μία μόνη φράση— έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Χωρίς να σε προετοιμάσει επαρκώς, χωρίς να νοιάζεται για το πριν και το μετά, σε ξεβράζει άλλοτε πάνω στην κορύφωση, κι άλλοτε πάνω στην κάθαρση ενός μεγαλύτερου κειμένου. Ο αναγνώστης πρέπει τότε να συμβάλει στη συγγραφή, να γεμίσει τα κενά με βάση τη δική του εμπειρία, να νιώσει όπως ο συγγραφέας ή και τελείως διαφορετικά. Είναι ο συγγραφέας ένας μικρός θεός; Στο σύμπαν του είναι. Τον αποκαθηλώνει μόνο ο αναγνώστης. 

Σε κάποια μικροκείμενα ο ΧΧ το έχει καταφέρει εκπληκτικά, σε άλλα μοιάζει να μας ταΐζει μασημένη τροφή και να προσγειώνει τη φαντασία. Πάντως σε ελάχιστα δεν δίνει έρεισμα στο ασυνείδητο να κάνει τις δικές του παραλλαγές. Κι αυτό κάνει αυτό το μικρό βιβλίο, μεγαλύτερο. Μπορείς αν θες να το διαβάσεις σε ένα απόγευμα και μετά να το ξεχάσεις. Λίγο όμως να είσαι μαθημένος, να έχεις διαβάσει Πεσόα, Καλβίνο ή Μπόρχες, τότε ξέρεις πως αυτά είναι από τα βιβλία που μένουν στο προσκεφάλι σου για καιρό. Μπορείς να τσαλαβουτάς μέσα τους όπως και όποτε θες, μετά την πρώτη ανάγνωση. Και τα κείμενα θα σε αποζημιώσουν, θα δώσουν στην καθημερινότητα ρυθμό και στίγμα. Έστω κι αν απλά διαβάσεις τον κολοφώνα: Η εκτύπωση της συλλογής διηγημάτων του Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρενχέλ, «Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων», στα ελληνικά, ολοκληρώθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2019, στιγμή κατά την οποία το Σύμπαν συμπλήρωνε 13.789 εκατομμύρια χρόνια, πέντε μήνες, δεκαεννιά μέρες και έξι ώρες. 


                                                                Κατερίνα Μαλακατέ

"Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων", Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρενχέλ, μετ.Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αναστασία Γιαλαντζή, εκδ. Opera, 2019, σελ. 136






Υ.Γ.42 Η μετάφραση είναι προϊόν εργαστηρίου λογοτεχνικής μετάφρασης και επιμέλειας από τα ισπανικά στα ελληνικά που οργάνωσαν και συντόνισαν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η Αναστασία Γιαλαντζή στο Κέντρο Ισπανικής, Πορτογαλικής και Καταλανικής γλώσσας Abanico σε δύο περιόδους: Οκτώβριος 2017-Απρίλιος 2018 και Οκτώβριος 2018-Μάρτιος 2019. Μετέφρασαν οι: Μαρία Αθανασιάδου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Νίκος Μανουσάκης, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου

Υ.Γ42-42 το κείμενο, με μικρές προφορικές παραλλαγές, διαβάστηκε το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου, στη σχετική εκδήλωση στο Abanico.

12/2/20

"Δόκτωρ Ζιβάγκο", Boris Pasternak





Έχουν περάσει κοντά εικοσί πέντε χρόνια από την πρώτη μου ανάγνωση του Δρ. Ζιβάγκο του Μπαρίς Παστερνάκ. Αμφιβάλλω πως στην πρώτη εκείνη εφηβική ανάγνωση είχα συνειδητοποιήσει το πολιτικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος, ή καταλάβει πως ο Δρ Ζιβάγκο, παρόλο που μοιάζει πολύ με Ντοστογιέφσκι ή Τολστόι στον τρόπο αφήγησης, είναι ένα μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1957. 

Ο Παστερνάκ ξεκίνησε ως φουτουριστής ποιητής, στην ομάδα του Μαγιακόσφσκι. Η ποιήση του υπήρξε καθοριστική για τους νεότερους Οσίπ Μάντελσταμ (δεν κατάφερε να τον σώσει στο περιβόητο επεισόδιο με το τηλεφώνημα του Στάλιν) και Μαρίνα Τσβετάγεβα (η τριπλή αλληλογραφία τους με τον Ρίλκε είναι κομμάτι της λογοτεχνικής ιστορίας). Αν και προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια κι είχε τη δυνατότητα να φύγει στο εξωτερικό, δεν τους ακολούθησε και παρέμεινε στην ΕΣΣΔ, για πολλά χρόνια υποστηρικτής του καθεστώτος. Σιγά σιγά η ποιήση του απλοποιήθηκε κατ’ απαίτηση της εξουσίας. Ο ίδιος περιορίστηκε στις (πολύ σημαντικές) μεταφράσεις. Άρχισε να γράφει τον Δρ.Ζιβάγκο κάπου ανάμεσα στο 1910 και το 1920 όμως δεν τον ολοκλήρωσε παρά τη δεκαετία του '50. Το βιβλίο δεν πήρε έγκριση για έκδοση από το σοβιετικό καθεστώς που θεώρησε πως μιλά για το ατομικό κι όχι το κοινωνικό καλό και φυγαδεύτηκε στην Ιταλια, όπου και πρωτοκυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Φελτρινέλι (που έχει ακόμα τα παγκόσμια δικαιώματα). Στον Παστερνάκ δόθηκε το 1958 το Νόμπελ, δεν το παρέλαβε καθ’ υπόδειξιν την Μόσχας, κι έναν χρόνο μετά πέθανε. 

Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον Γιούρα Ζιβάγκο από τα δέκα χρόνια του-- να κλαίει πάνω από το μνήμα της μάνας του-- ως τον θάνατο. Ο Ζιβάγκο είναι ένα φαινομενικά αντιφατικός χαρακτήρας, γίνεται γιατρός, είναι ποιητής, παντρεύεται σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί την Τόνια, που οι γόνεις της τον μεγάλωσαν στα εφηβικά του χρόνια. Κι έπειτα καθώς μπλέκει στη δίνη των πολέμων και της επανάστασης, χωρίς καν να το καταλάβει πώς η ζωή του παίρνει αυτή την τροπή, ερωτεύεται τη Λάρα. Από γιατρός στη Μόσχα, καταλήγει σε ένα παγωμένο χωριό στα Ουράλια, με την οικογένειά του να πεινάει. Αν και στην αρχή συμπαθεί την ιδέα της επανάστασης, όταν συνειδητοποιεί τη βία, δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Ο Ζιβάγκο είναι ένας σπασμένος άνθρωπος. Ακολουθούμε την πορεία του προς τη διάλυση. Δεν παίρνει πάντα συνειδητές αποφάσεις, άλλοτε βολεύεται, άλλοτε σκέφτεται, άλλοτε γράφει, ερωτεύεται. Τον διαλύει ο πόλεμος. Η ζωή του δεν μπορεί να έχει προδιαγεγραμμένη τροχιά. Γύρω του χαρακτήρες που μοιάζουν με καρικατούρες, όπως η γυναίκα του, κι άλλες πολύ ζωντανές όπως η Λάρα και ο άντρας της, ο Πάσα Αντίποφ. 

Ένας φουτουριστής ποιητής, όπως ο Παστερνάκ, επιλέγει να γράψει ένα μυθιστόρημα εντελώς ρεαλιστικό, στα όρια του νατουραλισμού, στα μέσα του 20ου αιώνα. Στις καλύτερες στιγμές του το βιβλίο θυμίζει Τολστόι. Σε άλλες, νιώθεις λιγάκι μετέωρος, σαν να μην είναι το ίδιο δουλεμένες, σαν να χρειάζονται περισσότερη ζωή και βάθος. Σίγουρα ο χαρακτήρας του Ζιβάγκο περικλείει κομμάτια του συγγραφέα και τον φίλων του, έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τόσο για την πολιτική στάση και την ποίηση, όσο και για το πώς χειρίζεται ο ήρωας τις γυναίκες και τον έρωτα. Μοιάζει η μοναξιά που νιώθει ο Ζιβάγκο και διαπερνά όλη του την ύπαρξη, ακόμα κι όταν αραδιάζει ή μεγαλώνει ένα σωρό παιδιά, να είναι βιωμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Ένιωσα να συμπάσχω με τον Γιούρα, που απομονωμένος, την πρώτη του νύχτα μετά από το μακρύ ταξίδι για το χωριό, το μόνο που λαχταράει είναι να γράψει. Μετά του κόβεται η λαχτάρα, η ζωή σκορπίζει τα λόγια και τα γραπτά του, κανείς, ούτε οι αγαπημένοι του δεν μπορούν να τα συμμαζέψουν. Η ζωή τον κατακερματίζει. Το πολιτικό και ιστορικό κομμάτι του βιβλίου ίσως είναι κάπως δύσκολο να το ακολουθήσεις αν δεν έχεις βασικές γνώσεις, μιλάμε για μια πολύ ταραγμένη εποχή της Ρώσικης ιστορίας. Πάντως έχει ενδιαφέρον γιατί είναι μια αφήγηση εκ των έσω, νιώθεις την Ιστορία να πάλλεται κάτω από τις λέξεις. 

Απόλαυσα τη δεύτερη ανάγνωση. Δεν ξέρω ειλικρινά τι είχα αποκομίσει από την πρώτη, ήμουν παιδί και είμαι ενήλικας. Αυτό το θέμα πάντα με απασχολούσε, η δεύτερη ανάγνωση, το πώς προσλαμβάνουμε τα σπουδαία έργα σε κάθε περίοδο της ζωής μας. Αισθάνομαι πάντα πολύ κοντά στη ρώσικη λογοτεχνία, μου ταιριάζουν οι ήρωες, η χώρα, ο τρόπος, δεν μπερδεύομαι με τα χιλιάδες ονόματα-- ίσως να φταίνε οι πρώτες αναγνωστικές μου συνήθειες. Όμως δεν θα ξαναδιάβαζα τον Ζιβάγκο αν δεν υπήρχε η Λέσχη Ανάγνωσης του Booktalks. Και για αυτό, για αυτόν τον «καταναγκασμό», την ευγνομωνώ.


                                                          Κατερίνα Μαλακατέ



"Δόκτωρ Ζιβάγκο", Μπαρίς Παστερνάκ, μετ. Μαρία Τσαντσάνογλου, εκδ. Ποταμός, σελ.668, 2006











5/2/20

"Κάτω από την επιφάνεια", Daisy Johnson



Η Ντέιζι Τζόνσον γράφει μια διαταραγμένη εκδοχή του Οιδίποδα, ένα βιβλίο βαθύ, που πονάει τόσο, κι είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψεις πως το έγραψε μια γυναίκα γεννημένη το 1990. Μοιάζει το τραύμα να έχει διαποτίσει το βιβλίο, τόσο που η πραγματικότητα είναι αδύνατον πια να λεχθει με τις κανονικές λέξεις, πρέπει να βρεθούν άλλες, που να μην πονάνε τόσο. 

Αυτό κάνουν η Γκρέτελ και η μητέρα της η Σάρα, εφευρίσκουν λέξεις, ψάχνουν τρόπους να ζήσουν πέρα από τα εσκαμμένα, να βάλουν το τέρας του νερού κάτω από την επιφάνεια, να το πνίξουν ή να πνιγούν μαζί του. Αλλά το Μπόνακ τις κατατρύχει. Οι δυο τους ζουν σε μια φορτηγίδα στο ποτάμι. Τελικά η Σάρα εγκαταλείπει την Γκρέτελ, εκείνη μεγαλώνει σε ανάδοχες οικογένειες, γίνεται λεξικογράφος, προσπαθεί να ξορκίσει την καινούργια γλώσσα, να ορίσει και να οριστεί από την παλιά. Δεκαέξι χρόνια μετά την εγκατάλειψη, χωρίς κανέναν φίλο, θα ψάχνει συνεχώς για κείνη, στην αστυνομία και τα νοσοκομεία. Και τελικά θα τη βρει. Μόνο που πια έχει χτυπήσει η άνοια. 

Αναλογίζομαι τα ίχνη που αφήνουν πίσω οι αναμνήσεις μας, αν μένουν απαράλλαχτες ή μεταβάλλονται καθώς τις αναθεωρούμε με το πέρασμα του χρόνου. Αν είναι σταθερές όπως τα σπίτια και οι βράχοι, ή αν αποσαθρώνονται σιγά σιγά και αντικαθίστανται, επικαλύπτονται με άλλες. Όλα όσα θυμόμαστε περνούν από στόμα σε στόμα, από σκέψη σε σκέψη, δεν είναι ποτέ όπως ήταν στην πραγματικότητα. Αυτό με τρομάζει, με ταράζει. Δεν θα μάθω ποτέ τι στ' αλήθεια συνέβη. 

Και θα βρει στοιχεία και για κείνο το αγόρι που τις συνάντησε λίγο πριν την εγκατάλειψη, τον Μάρκους, κι έμεινε μαζί τους. Και ποια προφητεία ακολουθούσε όταν άφησε την οικογένειά του. Και θα μάθει πως ο εαυτός της είναι ένα αντίγραφο. Η Σάρα και η Γκρέτελ, που έχουν αυτή την τελείως μη τυπική σχέση μάνας και κόρης, μοιάζουν να είναι η αρχετυπική μάνα και κόρη. Πληγώνουν γιατί πληγώνονται, σκοτώνουν για να αντέξουν. 

Το βιβλίο κινείται σε έναν μαγικό χώρο, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσεις ξεκάθαρα για πράγματα τόσο βαθιά κάτω από την επιφάνεια. Ο αναγνώστης συχνά χάνεται, ποιος μιλάει, για ποιον λέμε, τι συμβαίνει, αν υπάρχει. Όταν όμως τα κομμάτια ξεκαθαρίζουν, είναι φανερό πως τη μοίρα σου, ακόμα κι αν στην είπε μια τρανς χαρτορίχτρα, δεν μπορείς να την αποφύγεις. Και πως η μνήμη παίζει παιχνίδια με το σήμερα όσο κι αν φαίνεται πως το παρελθόν το έχεις αφήσει πίσω. 

Δεν είμαι σίγουρη πως συμπαθώ το βιβλίο της Τζόνσον, φέρνει κοντά ένα σωρό πράγματα που συχνά παραμένουν ανείπωτα- κι ίσως είναι καλύτερα έτσι. Με βασάνισε όσο το διάβαζα, με έκανε να σκάψω σε μέρη που δεν θα ήθελα. Όμως μου άρεσε η χαώδης γυναικεία γραφή της, μετατρέπει όλες αυτές τις φωνές που ενοικούν μέσα στα γυναικεία μυαλά σε λογοτεχνία. Κι αυτό το κατόρθωσαν πολύ λίγες. Πόσο μάλλον σε τόσο νεαρή ηλικία.


                                                            Κατερίνα Μαλακατέ 


"Κάτω από την επιφάνεια", Ντέιζι Τζόνσον, μετ. Μαρία Βαρδοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ.301