30/12/12

Βαθμολογώντας τα βιβλία του 2012


Το 2012 υπήρξε για μένα μια από τις πιο μαύρες χρονιές της ζωής μου.  Αναγνωστικά όμως δεν ήταν άσχημα, γύρισα στις παλιές καλές μέρες πριν την εγκυμοσύνη (που αυτό το blog δεν είχε ποτέ γνωρίσει). Ο χρόνος ήταν γεμάτος και ποιοτικά και ποσοτικά.  Δε μπορώ να μην αναφέρω το "Κουτσό" του Κορτάσαρ, το "2666" του Μπολάνιο,  το "Αν μια νύχτα το χειμώνα ένας ταξιδιώτης" του Καλβίνο,  το "Oblivion" του Γουάλας, το "Golden notebook" της Λέσινγκ, το "Θείο τραγί" του Σκαρίμπα, το "The New York Trilogy" του Όστερ, το "Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά" του Παδούρα, το "Ο Παραγιός" του Βάλζερ, τις "Λέξεις" του Σάρτρ και φυσικά το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" του Προυστ. Φέτος δεν υπάρχει βιβλίο-νικητής, κέρδισα εγώ σε γνώση και αγάπη για την ανάγνωση, σε τρόπους να ανταπεξέλθω στην λύπη. Και σε φίλους που αγαπούν τα βιβλία...


Καλή μας (και αναγνωστική) χρονιά.

Υ.Γ. 1 Οι βαθμολογίες είναι στα 10
Υ.Γ. Τα βιβλία είναι 75 [για μια ψυχή που θα βγάλει τα μάτια της να τα μετρήσει]
Υ.Γ. 42 Οι γκρίνιες για το σύστημα της βαθμολόγησης, το βαθμό του κάθε βιβλίου κ.τ.λ. φαντάζομαι πως θα γίνουν θεσμός.



28/12/12

"Κράτα μου το χέρι", Δημήτρης Μαμαλούκας



Ξεκινάει σχετικά αργά το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα «Κράτα μου το χέρι» για να απογειωθεί από άποψη πλοκής στο τέλος. Το μικρό σε μέγεθος βιβλίο διαβάζεται με τον απογευματινό καφέ μονορούφι και έχει αρκετή από την συχνά καθηλωτική γραφή του συγγραφέα.

Ένας άντρας μετακομίζει σε μια άγνωστη του πόλη και νοικιάζει μια τρύπα πίσω από ένα σινεμά. Το διαμερισματάκι είναι σχεδόν αδύνατο να κατοικηθεί από τις πέντε το απόγευμα ως τη μια τα μεσάνυχτα γιατί ο θόρυβος του κινηματογράφου είναι εκκωφαντικός και η ζέστη από τις χοντρές σωλήνες της θέρμανσης για τους άλλους ορόφους αποπνιχτική. Δεν έχει όμως να πληρώσει κάτι καλύτερο και το μόνο που τον νοιάζει είναι να τελειώσει το βιβλίο του. Στους περιπάτους του θα συναντηθεί ξανά και ξανά με μια νεαρή κοπέλα, μόλις μεγαλύτερη από παιδί, που μοιάζει με πρεζάκι. Η γνωριμία αυτή θα τον βοηθήσει να ορίσει αυτό που τον βασανίζει, θα τον οδηγήσει μέσα από τα μηνύματα μιας ασφαλιστικής εταιρείας στις μεγάλες διαφημιστικές ταμπέλες της στο τέλος.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι εξόχως συμπαθητικός κι όταν η ιστορία ολισθαίνει προς το μαγικό γίνεται ακόμα πιο προσιτός. Είναι ένα μάλλον ασυνήθιστο βιβλίο για έναν κατ’ εξοχήν συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, που φαίνεται κάπως αμήχανο στην αρχή, από τη μέση και μετά όμως αποκτά ρυθμό και ένταση. Το ότι ένας συγγραφέας γράφει για την καθημερινότητα ενός συγγραφέα  -πως συγκεντρώνεται, πως διορθώνει, πως τυπώνει- είναι ταυτόχρονα το ατού και το μειονέκτημά του, από τη μια ο συγγραφέας μιλά για κάτι που το ξέρει καλά, τη δική του καθημερινότητα, από την άλλη καταντά κοινότοπο ήρωες των βιβλίων να είναι συγγραφείς.

Το βιβλιαράκι το απόλαυσα, ήταν για τα μέτρα μου, ό,τι ακριβώς έπρεπε, αν και δεν άλλαξε την προτίμησή μου για το ποιο είναι το αγαπημένο μου βιβλίο του Μαμαλούκα.

"Κράτα μου το χέρι", Δημήτρης Μαμαλούκας, εκδ. Ψυχογιος, 2012, σελ. 184



26/12/12

Ο Άγιος Βασίλης έφτασε νωρίς....

Ο καλός άγιος, αναποφάσιστος εδώ στην Ελλάδα για το αν έρχεται τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά, έφερε τούτο το κουτί, που παρά τρίχα τη γλίτωσε από τη φωτιά στο τζάκι καθώς έπεφτε από την καμινάδα. Φέτος ήμουν καλό κορίτσι....




Μερικά ήταν στη λίστα μου, άλλα μπήκαν λόγω τιμής και μερικά λόγω περιέργειας. Ίδωμεν...


25/12/12

Ένα Χριστουγεννιάτικο ποίημα




Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τα Χριστούγεννα όταν ήμουνα παιδί. Οι γονείς μου δούλευαν πάντα σα δαιμονισμένοι, μου έκαναν δώρα διάσπαρτα που δεν εντοπίζονταν στις γιορτές, ο στολισμός γινόταν μια μέρα πριν, κάποτε καθόλου. Όσο ήμουν νήπιο με άφηναν στη γιαγιά ή σε κάποια θεία για τις γιορτές, τους άρεσαν τα χειμερινά ταξίδια. Όταν πέρασα τα έξι, με έπαιρναν πάντα μαζί, βρέθηκα να έχω γυρίσει τη μισή Ευρώπη χωρίς να το θυμάμαι.
Ήμουν έντεκα χρονών όταν από κάποια συγκυρία που δε συγκρατώ πια, νομίζω πως κρύωνα να βγω στα μαγαζιά μαζί τους, βρέθηκα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μόνη μου στη Βιέννη. Η τηλεόραση έπαιζε παιδικά στα Γερμανικά που εγώ μόλις είχα αρχίσει τον προηγούμενο χρόνο, ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός κι από τις βαριές κουρτίνες έμπαινε ένα αρρωστιάρικο φως. Άνοιξα το πορτατίφ στο γραφείο του δωματίου και ξεκίνησα να παίζω με τα επιστολόχαρτα. Πάνω σε ένα από αυτά έγραψα το πρώτο μου ποίημα.
Κάπου ανάμεσα στις ενήλικες μετακομίσεις μου το χαρτί αυτό χάθηκε, σκίστηκε, πετάχτηκε, αφέθηκε. Δε θυμάμαι το θέμα, ούτε αν το έδειξα στους γονείς μου και τί είπαν, ξέρω όμως ακόμα την αίσθηση που μου άφησε η εμπειρία, την ξαναζώ όποτε ολοκληρώνω ένα κείμενο- μικρό ή μεγάλο- όποτε έχω μια ιδέα∙ και δεν την αλλάζω με όλα τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και τα δώρα του κόσμου.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό bookstand

23/12/12

"Οι μπαλάντες του σκόρδου", Μο Γιαν





Ειδική στην Κινέζικη λογοτεχνία δεν είμαι (το ακριβώς αντίθετο, δεν έχω διαβάσει σχεδόν τίποτα από τη λογοτεχνία που αντιπροσωπεύει το ¼ του πληθυσμού της γης) και μου πήρε κάποιες σελίδες να μπω στο πνεύμα του βιβλίου, να καταλάβω κάτι από την ατμόσφαιρα. Όταν εγκλιματίστηκα όμως, βρέθηκα μπροστά σε ένα βιβλίο άγριας ομορφιάς, που καταλαβαίνω γιατί δημιούργησε προβλήματα στον συγγραφέα του και δεν κατανοώ πως το ανέχτηκαν στην Κομμουνιστική Κίνα. Πιθανολογώ πως τα πράγματα είχαν ήδη αρχίζει να αλλάζουν το 1988 που γράφτηκε- ως προς τη σκληρότητα του καθεστώτος, όχι τις συνθήκες διαβίωσης.
            Ήρωες του βιβλίου είναι δυο σκορδοπαραγωγοί της επαρχίας του Παραδείσου, ο Γκάο Μα και ο Γκάο Γιανγκ, που μέσα από πολύ διαφορετικές συγκυρίες βρίσκονται να σπάνε τα γραφεία του δήμου γιατί το σκόρδο τους μένει απούλητο. Ο Γκάο Μα είναι ένας άντρας που αφού γυρνά από το στρατό (όπου είχε ερωμένη την παλλακίδα του υποδιοικητή και θα μπορούσε να ανελιχθεί αν την παντρευόταν και τελικά δεν το θέλησε) ερωτεύεται τη γειτονοπούλα του Τζίντζου. Δεν είναι γραφτό να ευτυχίσουν γιατί οι γονείς της την έχουν τάξει σε έναν τριπλό γάμο, που θα εξασφαλίσει νύφη στον κουτσό μεγαλύτερο αδελφό της. Ο Γκάο Γιάνγκ είναι ένας οικογενειάρχης που πάντα έσκυβε το κεφάλι και κρατούσε χαμηλό προφίλ γιατί ήξερε πως ήδη τον βάραινε τρομερό παρελθόν, ήταν γιος γαιοκτημόνων πριν την επανάσταση.
            Η αθλιότητα της ζωής ως χωρικός στην Κίνα, η βρώμα, η πείνα, το πόσο άμοιρο είναι το κάθε ανθρώπινο ον μπρος στην κρατικό μηχανισμό μπλέκονται με την δυσωδία του σκόρδου που αναγκαστικά καλλιεργούν οι χωρικοί ως μονοκαλλιέργεια γιατί έτσι προστάζει το κράτος και μένει απούλητο να σαπίζει. Ούρα, κόπρανα, ψείρες ανάκατα με γέννες και θανάτους στην πιο σιχαμερή εκδοχή τους- εδώ ο άνθρωπος διαφέρει πολύ λίγο από το υποζύγιο του.
            Το βιβλίο είναι πολιτικό κι έχει μια τόλμη να μιλήσει για την εξαθλίωση που σε κάνει να στριφογυρίζεις τα βράδια. Το θέμα της εξουσίας, της ασημαντότητας της ανθρώπινης ζωής μπρος σε μια αδηφάγο και ανάλγητη κρατική μηχανή είναι διαχρονικό σε όλες τις κουλτούρες∙ συνδυασμένο πάντως με μια ψυχοσύνθεση σαν την Κινεζική γίνεται κραυγή κι έπειτα ψίθυρος. Κι ο ψίθυρος πονάει περισσότερο.


Υ.Γ. Το βιβλίο φυσικά και το πήρα από βιβλιοφιλικό καταναλωτισμό ( είναι σχετικά ακριβό ακόμα και με την έκπτωση) και δεν θα ήξερα καν την ύπαρξη του αν ο Μο Γιαν δεν έπαιρνε φέτος το Νόμπελ.

Υ.Γ. 42  Η Βιβή έγραψε για το βιβλίο στις αρχές του Νοεμβρίου.


 "Οι μπαλάντες του σκόρδου", Μο Γιαν, μετ. (από τα αγγλικά) Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 338  


19/12/12

"Το άνοιγμα της μύτης", Άντζελα Δημητρακάκη





          Σπανίως τα πάω καλά με τα διηγήματα, μου αφήνουν αίσθηση μισοτελειωμένη, σα σοκολάτα fun sized, θέλω κι άλλο. Όχι αυτά, εδώ παραδόξως οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι, τα πράγματα φτάνουν ως το τέλος, εκεί που δεν έχει άλλο. Τα θέματα είναι κάπως υπερβατικά, ξεκινούν με την πραγματικότητα για να την προσπεράσουν κάπου στην πορεία και να χαθούν συνήθως στη θολούρα του μυαλού κάποιου ήρωα. Οι ανθρώπινες σχέσεις αναλύονται διεξοδικά, μέσα από πλάσματα που πιθανώς δεν είναι και τόσο συνηθισμένα (ή μήπως είναι;) Η αφήγηση είναι στρωτή, δίχως εξάρσεις, φιοριτούρες και περιττά στολίδια, στα μέτρα και στα γούστα μου ακριβώς.
         Αγαπημένα μου διηγήματα της συλλογής :

         «αυτόματη μέρα», όπου μια πολύ πετυχημένη τραγουδίστρια ροκ είναι άστεγη γιατί δεν μπορεί να μείνει μόνη. Αν μείνει μόνη ή έστω μόνον με έναν ακόμα άνθρωπο μεταφέρεται αυτόματα στην παιδική χαρά, όπου τριγυρνουν παιδιά και άγρια σκυλιά
                                             
«ο κήπος της ταχύτητας, όπου δυο φοιτητές επιλέγουν σαν εργασία να λένε για μια ώρα τα μυστικά τους στους περαστικούς, ώσπου ο ένας από τους δυο, ο εμπνευστής του πειράματος θα καταλήξει στο χαντάκι.

        Δυσκολεύομαι να μιλήσω το τί πραγματεύονται τα διηγήματα, ίσως και να μη θυμάμαι τις ιστορίες τους ακριβώς κι όμως η αίσθηση που μου έμεινε είναι πως θέλω θα διαβάσω κι άλλα βιβλία της  Δημητρακάκη πολύ σύντομα.


Υ.Γ. Πρέπει να ευχαριστήσω τον No14me γιατί χωρίς αυτόν δε θα είχα ακούσει για τη συγγραφέα και δε θα γύρευα να την "δοκιμάσω".

 "Το άνοιγμα της μύτης", Άντζελα Δημητρακάκη, εκδ. Οξύ, 1999, σελ.202 


17/12/12

"Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο- τόμος Ι", Marcel Proust




Μου φαίνεται κάπως περίεργο να μιλήσω για ένα τόσο μεγάλο έργο όπως το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», μιας και μόλις τελείωσα τον πρώτο τόμο που επιγράφεται «Από τη μεριά του Σουάν». Τί θα μπορούσα να προσθέσω άραγε στις κριτικές για τον Προυστ∙ φαντάζομαι τίποτα. Από την άλλη ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματά μου που θα ήταν άδικο να μην αναφέρω καν την ανάγνωση, θα ήταν σα να την έκρυβα από τον ίδιο μου τον εαυτό, να την απαρνιόμουν. Ξέρω με σιγουριά πως τον τόμο κάποτε θα τον ξαναδιαβάσω – φαντάζομαι όταν και κάποτε τελειώσω και τους υπόλοιπους- ή ίσως και νωρίτερα.

            Αφηγητής είναι πιθανότατα ο ίδιος ο συγγραφέας, κάποια από τις εκφάνσεις του καλύτερα, μια περσόνα που θέλει να γράψει ένα βιβλίο σαν το "Αναζητώντας", που είναι αλλά δεν είναι ο Προυστ, και τα πρόσωπα είναι και δεν είναι ο δικός του περίγυρος. Το πρώτο πρόσωπο δημιουργεί την ψευδαίσθηση της οικειότητας, που χάνεται στο δεύτερο μέρος κι έπειτα ξαναβρίσκεται μόνο μια μακρινή της ανάμνηση στο τρίτο.

       Στο πρώτο κομμάτι μας αφηγείται το πώς περνούσε ως παιδί στην εξοχική κατοικία της οικογένειας του στο Κομπραί, μας μιλά για την προσκόλληση στη μητέρα του και το πόσο αποζητούσε το βραδινό αποχαιρετιστήριο φιλί της που κάποτε κάποτε το έχανε γιατί τους επισκεπτόταν ο κύριος Σουάν. Κι έπειτα με αφορμή μια μνήμη που ξύπνησε γιατί βούτηξε ένα γλύκισμα σε ένα τίλιο, μας μιλά για την θεία του Λεονί, μια γυναίκα που επέλεξε να μην ξαναβγεί από το δωμάτιο της και την πιστή της υπηρέτρια Φρανσουάζ. Η πασίγνωστη πρώτη φράση "Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς" ήδη οδηγεί σε μια ταύτιση, σε βάζει σε ένα οικείο περιβάλλον, κι ας είναι οι τρόποι της Γαλλικής κοινωνίας των αρχών του περασμένου αιώνα κάπως παλιακοί.

            Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε τον κύριο Σουάν στον έρωτα του για μια γυναίκα ολίγον παρδαλή, την Οντέτ, που συχνάζει στο σαλόνι των Βεντυρέν που είναι πολύ κατώτερο του επιπέδου του, κι όμως αυτός αποζητά απεγνωσμένα την συντροφιά τους, γιατί ο έρωτάς του είναι στηριγμένος σε ένα κράμα από ζήλια, αποστροφή και επιθυμία.

            Στο τρίτο μέρος, και για μένα δυσκολότερο στην ανάγνωση, ο αφηγητής δεν είναι πια παιδί και μας αφηγείται τη σχέση του με την Ζιλμπερτίν Σουάν, την κόρη του Σουάν και της Οντέτ.

            Αν και φαινομενικά το βιβλίο αποτελείται από αναμνήσεις ατάκτως ερριμένες, διεξοδικά αναλυμένες και πιθανώς άσχετες μεταξύ τους, η δύναμη της αφήγησης είναι τέτοια που σε βάζει απευθείας στην κάθε ιστορία, σε κάνει μέτοχο της κάθε πράξης. Η γραφή είναι συναρπαστική, υποβάλλει έναν σχετικά αργό ρυθμό ανάγνωσης, συχνά είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς πάνω από είκοσι, τριάντα σελίδες γιατί εκεί που είναι γλυκά αποκοιμισμένος με τις λεπτομέρειες της κοσμικής ζωής στο Παρίσι του προσφέρεται αναπάντεχα, ίσως και στην ίδια πρόταση ένα κομμάτι από τη σοφία της ζωής.

            Δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα τον «Αναζητώντας τον καινούργιο χρόνο»  μοντέρνο, έχει πολλά κοινά με τα κλασικά ρεαλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, αλλά ταυτόχρονα το διέπει μια πνοή σύγχρονη, διαφορετική ∙ πηδά στον συμβολισμό με χαρακτηριστική ευκολία, αποδομεί τον χρόνο - που κάποτε συστέλλεται κι άλλοτε διαστέλλεται μέσα στις λεπτομέρειες με άνεση. Ο Προυστ δε διστάζει να μιλήσει για σχέσεις λεσβιακές ( ο ίδιος ήταν ομοφυλόφιλος χωρίς να το λέει), να μιλήσει για κοκότες σα να ήταν κυρίες, και για κυρίες σα να ήταν αγίες, να δώσει το πλαίσιο της ζωής του σα μια ιστορία που θα μπορούσε να ειπωθεί, ενώ κανείς άλλος δεν θα τολμούσε να το κάνει, θα έμοιαζε με αδιάφορο προσωπικό ημερολόγιο. Αν και οι υπόλοιπες σελίδες είναι το ίδιο δυνατές, υποψιάζομαι πως η ρήση πως "έργα σαν το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" περιόρισαν αισθητά τα όρια του ανείπωτου" δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

         
"Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο- Ι - Από τη μεριά του Σουάν", Μαρσέλ Προυστ, μετ. Παύλος Ζάννας, εκδ. Εστία, 2009, σελ. 445. 
         

14/12/12

Μια ελαστική ουσία





Σήμερα θα σας μιλήσω για τον πόνο. Ανακάλυψα λοιπόν πως ο πόνος που λιμνάζει πήζει, δημιουργεί μια ελαστική ουσία σα ζελέ, που εγκαθίσταται κάπου ανάμεσα στην αρχή του οισοφάγου και τις κλείδες. Τον θυμάσαι κάθε φορά που καταπίνεις, ενίοτε και κάθε φορά που ανασαίνεις, θέλεις να βγάλεις ένα μικρό ήχο αλλά φοβάσαι πως θα σε πάρουνε χαμπάρι.
Το πένθος δημιουργεί εμμονές. Μέσα στο πλήθος, ανάμεσα σε πολλά ασημιά αυτοκίνητα, κοντά σε έναν συγκεκριμένο υπολογιστή, όλα τα άλλα μοιάζουν αδιάφορα εκτός από το αναγνωρίσεις κάποιον συγκεκριμένο∙ που αποκλείεται να είναι εκεί.
            Στην αρχή όλων κυριαρχεί η σιωπή. Ναι, παρ’ όλα τα κλάματα και τις κραυγές το μόνο που μένει είναι η έλλειψη της ανάσας. «Βασίλη, ο μπαμπάς μου πέθανε». Μόνο αυτή η φράση, ξαναπαιγμένη και ξαναπαιγμένη. Όλα τα υπόλοιπα τα ανέχεσαι για να μην ουρλιάξεις, ουρλιάζεις για να μην τα ανεχτείς.
            Αναθεωρώ. Ο θάνατος συμβαίνει σε έναν. Σε μας τους υπολοίπους αυτό που συνέβη είναι χωρισμός. Ένας αναπάντεχος αποχωρισμός που πρέπει να το χωνέψουμε κι ας μην είναι εκείνος να μας πει «δε σε θέλω πια, παρ’ το απόφαση, προχώρα». Θα ήταν ευκολότερο αν έλεγε «δε σε θέλω πια». Αλλά αυτό δε γίνεται. Τίποτα δε γίνεται, για την ακρίβεια. Τίποτα δε μπορεί να αλλάξει.
            Δεν έχω πράγματα ανείπωτα. Ούτε κουβέντες, ούτε λόγια. Μου λείπουν οι πράξεις. Το γάλα του παιδιού που έφερνε κάθε πρωί, το ποιος θα φτιάξει τη φορολογική μου δήλωση, ποιος θα μου στείλει πρώτος ανθοδέσμη στο facebook, για ποιόν θα αγοράσω ανάλατα κριτσίνια χωρίς ζάχαρη, να έχει κάτι να μασουλάει στη γιορτή μου. Μου λείπει να λείπει στο παιδί μου. Μου λείπει που δεν θα τον δω γέρο, μισώ τα σταυρόλεξα και τον υπολογιστή του, εκνευρίζομαι που δεν θα πάθαινε άνοια ποτέ, θυμώνω.
            Θυμώνω που άλλοι ζουν και είναι τριάντα χρόνια γηραιότεροι, θυμώνω που η γιαγιά μου όταν έφυγε ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, θυμώνω που είχε να φάει γλυκό και τυρί δώδεκα χρόνια. «Ως τώρα έζησα πολύ καλά, τώρα θα κοιτάξω απλά να ζήσω», είπε τότε. Τι υπόσχεση είναι αυτή ρε άνθρωπε, αν είναι να μην την τηρήσεις;
         Ενίοτε το ζελέ ρευστοποιείται, ανεβαίνει προς τα μάτια και λίγη από την ουσία του χάνεται. Μετά ξαναπαγώνει, το καταλαβαίνεις με το ανεπαίσθητο χμ πριν την καλημέρα και την πρώτη γουλιά του καφέ, τρεμουλιάζει μες στη μέρα και σκληραίνει τις νύχτες, αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που θα αλλάξει, πόσο μπορεί «η κατάσταση να εξομαλυνθεί», δε γουστάρεις. Δε θες. Δε θέλω. Δε θέλω. Αυτό.      


12/12/12

"Ο ονειροπόλος και άλλες ιστορίες", Robert Walser

          

                                           «Μικρή οδοιπορία», Ρόμπερτ Βάλζερ

Βάδιζα σήμερα πάνω στα όρη. Ο καιρός ήταν υγρός και όλη η περιοχή γκρίζα. Μα ο δρόμος ήταν ελάχιστα θαμπός και σε μερικά σημεία ολοκάθαρος. Στην αρχή φορούσα το παλτό μου∙ ύστερα όμως το έβγαλα, το δίπλωσα και το κρέμασα στο μπράτσο μου.
Το περπάτημα στο θαυμάσιο δρόμο, που πότε ανηφόριζε και πότε κατηφόριζε πάλι απότομα, μου προκαλούσε ολοένα και μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Τα βουνά ήταν μεγάλα, έμοιαζαν να στριφογυρίζουν. Ολόκληρος ο κόσμος των βουνών μου φαινόταν σαν ένα τεράστιο θέατρο. Υπέροχα έστριβε ο δρόμος στις απόκρημνες πλαγιές. Κατέβηκα σε ένα βαθύ φαράγγι, στα πόδια μου βούιζε ένα βαθύ ποτάμι, η αμαξοστοιχία πέρασε από μπροστά μου με έναν υπέροχο άσπρο ατμό. Σαν ακύμαντος ποταμός προχωρούσε ο δρόμος μέσα στο φαράγγι, κι όπως περπατούσα, η στενή κοιλάδα μου φαινόταν να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Γκρίζα σύννεφα υπήρχαν πάνω στα βουνά, λες και αναπαύονταν εκεί. Συνάντησα έναν νεαρό χειροτέχνη με σακίδιο στον ώμο, που με ρώτησε αν είχα δει άλλους δυο νεαρούς.
  «Όχι», αποκρίθηκα.
            Ύστερα ρώτησε αν έρχομαι από μακριά.
       «Ναι», είπα και συνέχισα το δρόμο μου. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και είδα τους δυο νεαρούς οδοιπόρους να έρχονται τραγουδώντας. Ένα χωριό με χαμηλά σπίτια κάτω από τους άσπρους βράχους ήταν ιδιαίτερα ωραίο. Συνάντησα μερικά κάρα και είδα μερικά παιδιά στη δημοσιά, άλλο τίποτα. Δε χρειάζεται να δει κανείς κάτι το ιδιαίτερο. Ούτως ή άλλως βλέπει πολλά.
           

            Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή «Ο ονειροπόλος και άλλες ιστορίες»,  του Ρόμπερτ Βάλζερ, εκδ. Πατάκης, 1997, ένα βιβλιαράκι από χρόνια εξαντλημένο που περιέχει μερικά απίστευτα κομψοτεχνήματα, ανάμεσα στην πεζογραφία και στην ποίηση, κι ήρθε στα χέρια μου κάπως ανορθόδοξα∙ ο αγαπητός Ναυτίλος το φωτοτύπησε για τον Johnny Panic κι αυτός είχε την καλοσύνη να το φωτοτυπήσει και να μου το στείλει.
             Τα μικρά κείμενα του Βάλζερ έχουν μια στιλπνότητα σπάνια, αφορούν άλλοτε θέματα εντελώς πεζά και συνηθισμένα κι άλλοτε τελείως υπερβατικά, κι αφήνουν μια γεύση ειρωνείας κι αβάσταχτης αγάπης ανάμικτης, σα να σου μιλά ένας φίλος για αυτό που είναι στο μυαλό μου μόλις εκείνη τη στιγμή.
             Είναι παράδοξο που μια πένα σαν του Βάλζερ έχει τόσο παραγνωριστεί στην Ελλάδα. Ελπίζω στο μέλλον να διορθωθεί. 



10/12/12

Πρόσκληση




Οι εκδόσεις «ΙΒΙΣΚΟΣ» σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του νέου τους μυθιστορήματος,
«ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ» του Άγγελου Χαριάτη,
στις 11 Δεκεμβρίου 2012, ημέρα Τρίτη και ώρα 19:00,
στο café «Floral» (Θεμιστοκλέους 80 – 10681 Αθήνα)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η Κατερίνα Μαλακατέ - blogger,
ο Στέφανος Ξένος – βιβλιοκριτικός - συγγραφέας
καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου.

Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσει ο ηθοποιός Χάρης Βεραμόν.




9/12/12

Αυτόν τον ήρωα ποιός θα τον πάρει;





Τον τελευταίο καιρό αναρωτιέμαι συχνά πυκνά για το πώς διαλέγει κανείς το θέμα του σε ένα μυθιστόρημα. Για μένα ως τώρα αυτή η διαδικασία είχε ως εξής, άνοιγα ένα φύλλο του επεξεργαστή κειμένου (το word ντε) και άρχιζα με μια φράση που μου είχε κολλήσει∙ έτσι συχνά προέκυπτε ένα διήγημα. Από τα διηγήματά μου- πιθανότατα από 2-3 από αυτά που είχαν θέμα συναφές- αναδύονταν κάποιοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που τους δούλευα μες στο μυαλό μου για καιρό ώσπου έφτανα να ξέρω απίθανες λεπτομέρειες για αυτούς και πάνω τους στηνόταν ολόκληρο το βιβλίο. Και στα τρία μου μεγάλα κείμενα, αυτό έχει συμβεί, επαφίεμαι δηλαδή σε αυτό που λέμε έμπνευση και μετά προκύπτει η βούληση.

            Ξέρω πια πολλούς μυθιστοριογράφους που ξεκινούν να γράψουν ένα βιβλίο αφού η πλοκή έχει ολοκληρωθεί μέσα τους, κάποιες φορές στήνοντας επί τούτου μια ιστορία γιατί θέλουν να πουν κάτι πολύ συγκεκριμένο, κι έχω αρχίσει να αμφισβητώ τις μεθόδους μου. Εγώ όσο γράφω έχω μιαν ιδέα για το τι θα γίνει μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, και μόνο μια σκιώδη υπόνοια για το τέλος.
Ίσως για αυτό τα μεγάλα μου κείμενα χωλαίνουν στις τελευταίες σελίδες∙ στο στήσιμο μιας ιστορίας, στους χαρακτήρες, τη βιογραφία τους που υποβόσκει είμαι καλή (συνήθως έχω και το πρωτογενές υλικό των διηγημάτων να στηριχθώ), όταν έρθει η ώρα να ολοκληρώσω την περιπέτεια τους γίνομαι βιαστική, τους ξέρω πια καλά και για μένα χάνουν το ενδιαφέρον τους.

            Αν λοιπόν ξεκινούσα από την πλοκή και όχι από τους χαρακτήρες πιθανολογώ πως θα έγραφα λιγότερο άνισα, θα ανακάλυπτα μαζί με τον αναγνώστη τις ιδιότητες τους. Από την άλλη αυτό κάποιες φορές οδηγεί σε ήρωες τέρατα, ανακόλουθους, που δεν εξελίσσονται ή που μας δηλώνουν από την αρχή ποιοί είναι με τέτοια αυστηρότητα που δεν αφήνουν περιθώριο στη φαντασία να ξεστρατίσει. Είμαι κακή στα σχεδιαγράμματα πλοκής, τα καταστρατηγώ επανειλημμένα, γράφοντας μου προκύπτει συχνά κάποιος νέος ήρωας ή κατάσταση που τα κάνει όλα μαντάρα. Κι όταν γράφω με πρόγραμμα φαίνεται στις σελίδες, το ήδη λιτό ύφος μου αποκτά μια κλινικότητα σα να πρόκειται για εργασία για το μεταπτυχιακό, αφυδατώνεται. Πρέπει ανάμεσα στην ανοργανωσιά μου και την οργανωτικότητα να μπει ένα φράγμα, ένα όριο, να μάθουν αυτά τα δυο να συνεργάζονται. Μου λείπει από τη ζωή μου- αν είμαι σε φάση μπορώ να ακολουθώ πρόγραμμα σα ρομποτάκι, αν δεν είμαι όλα γίνονται ένα πυκνό χάος- φαίνεται και στα γραπτά μου. Πάντως δεν είμαι τόσο σίγουρη πως η αναγνώριση του προβλήματος μπορεί να φέρει τη λύση.


7/12/12

"Η επιστροφή του Φρόυλερ", Περικλής Μονιούδης





Θα ήταν μάλλον ψέμα να πω πως ενθουσιάστηκα με το βιβλίο του Περικλή Μονιούδη «Η επιστροφή του Φρόυλερ». Ο ελληνικής καταγωγής συγγραφέας γεννήθηκε στην Ελβετία και ζει εκεί, γράφει στα Γερμανικά και το βιβλίο είναι μεταφρασμένο. Πρόκειται για μία κλασική αστυνομική ιστορίαΟ ανακριτής Φρόυλερ γυρίζει πίσω στην πόλη των παιδικών του χρόνων, τη Γλαρούς και αναλαμβάνει μια υπόθεση που στη αρχή φαίνεται ως αυτοκτονία.


       Ένας σχετικά ηλικιωμένος άντρας, ο Μόζερ, βρίσκεται νεκρός από πυροβολισμό στη βίλα που έμενε μόνος του. Στην πορεία ο ανακριτής θα ανακαλύψει πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη της αλήθεια, ούτε τα παιδιά του Μόζερ, ο Τόμας, ένα χαρτόμουτρο και η Βερόνικα μια σκληροπυρηνική επιχειρηματίας που πριν κάποια χρόνια είχε αναλάβει τις δουλειές του πατέρα της. Αλλά και οι άνθρωποι στην πόλη, ο βοηθός του, ο προϊστάμενος εισαγγελέας, ο δημοσιογράφος, ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου φαίνονται δυσαρεστημένοι που ο ανακριτής ακόμα ψάχνει.

Αν και πρόκειται για μια αστυνομική ιστορία η πλοκή δεν είναι ιδιαίτερα σφιχτοδεμένη και η αφήγηση έκανε σε αρκετά σημεία κοιλιά. Ο ανακριτής Φρόυλερ είναι ένας συμπαθητικός χαρακτήρας και το κύριο εύρημα του βιβλίου πως ο Φρόυλερ σε αρκετές φάσεις νιώθει να ταυτίζεται με το θύμα, ενδιαφέρον. Πέρα από αυτό όμως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο που δεν ζητά πολλή από την προσοχή σου όπως αυτό- ανάπαυλα από τον Προυστ- τότε περιμένεις να μην σε κουράσει. Κι εμένα σε αρκετά σημεία με έκανε να βαρεθώ.   

"Η επιστροφή του Φρόυλερ", Περικλής Μονιούδης, μετ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. Εστία, 2009, σελ.242


6/12/12

Ανοίγοντας τον Προυστ


Δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να αισθάνεται κάποιος όταν ξεκινά να διαβάζει ένα από τα μεγαθήρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πιθανότατα όχι δέος, γιατί τότε ίσως να μην έχει νόημα η ανάγνωση, είναι από την αρχή προκαθορισμένο το τι θα αισθανθείς, οριοθετημένο από τις κριτικές και τελικά ίσως και ανούσιο. Αγόρασα τον πρώτο τόμο
του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» πιστεύοντας πως θα περνούσε καιρός να το πάρω στα χέρια μου– για αυτό άλλωστε δεν έχω και τους επόμενους. Όμως κάτι με έτρωγε (ίσως και η γκρίνια μερικών μερικών σε αυτό το μπλογκ) πως αυτό  θα είναι το σημαντικότερο από τα βιβλία που έχω διαβάσει και με αυτό πρέπει ουσιαστικά να πορευτώ.
Είμαι στα μισά του πρώτου τόμου και φυσικά οι εντυπώσεις μου για το ίδιο το κείμενο δεν μπορούν να καταγραφούν, αν ήμουν στα μισά του πέμπτου θα το συζητούσαμε. Είναι ένα έργο που απαιτεί την προσοχή σου, που ο ίδιος ο Προυστ του αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του∙ λένε πως τα τρία τελευταία χρόνια από τα σχεδόν δεκαέξι που του πήρε να το ολοκληρώσει δε βγήκε από το δωμάτιο του. 3500 σελίδες, 7 τόμοι, και μια γραφή που εντρυφεί στη λεπτομέρεια, την προεκτείνει ως την τελευταία της δυνατότητα, αποκωδικοποιεί κάθε μικρό για να το εντάξει στο μεγάλο. Αλλά ποιο μεγάλο; Αυτό είναι ένα θέμα.

Προς το παρόν πάντως, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που από την αρχή υποψιάζεσαι πως είναι ο ίδιος ο Προυστ, ή τέλως πάντων κάποιο από τα καθρεφτίσματά του ως άνθρωπος, είναι ένας γαλαντόμος παραμυθάς, ένα παιδί που ξέρει πως κάνει σκανταλιά εκθέτοντας έτσι όλα όσα τον αφορούν, αλλά έχει ανάγκη να το κάνει όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του. Θα πω πως είμαι γοητευμένη κι ας μου επιβάλλει έναν ασυνήθιστο ρυθμό ανάγνωσης, κάποτε εντελώς ράθυμο, και πως επιφυλάσσομαι για το μέλλον. 



3/12/12

Ω, ναι, έφτασαν οι πρώτες κριτικές....



Πέρασαν περίπου δεκαπέντε μέρες από κείνη τη Δευτέρα που το πήρα απόφαση πως το κείμενό μου τελείωσε και θέλησα να το εκθέσω στον έξω κόσμο. Έχει ήδη σταλεί στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους από αυτούς που ήθελα, σε κάποιους (λίγους) που το δέχονταν ηλεκτρονικά και σε περισσότερους χειρόγραφα. Πολύ χαρτί πηγαίνει χαμένο κάθε φορά που κάποιος επίδοξος αποζητά την έκδοση και αρκετό χρήμα- ακόμα και με τον laser εκτυπωτή που ρίχνει το κόστος της κάθε σελίδας, η εκτύπωση, το σπιράλ και τα έξοδα του ταχυδρομείου είναι μια σπατάλη που υποψιάζομαι πως θα πάψει στα χρόνια που θα έρθουν∙ δε μπορεί κάποτε θα περάσουν οι επαγγελματίες αναγνώστες στην ψηφιακή εποχή.

          Σε αυτή τη διαδικασία έμαθα για πολλούς εκδοτικούς οίκους πως είναι τα όρια της οικονομικής κατάρρευσης κι αυτό ξύπνησε τα αναγνωστικά κι όχι τα συγγραφικά μου ένστικτα- να πάρω τα βιβλία τους που με αφορούν πριν κλείσουν και καταλήξουν εξαντλημένα. Ως αναγνώστης είχα τις προτιμήσεις μου σε κάποιες εκδόσεις γιατί μου άρεσαν οι επιλογές τους, αλλά σπανίως ασχολήθηκα με τους εκδοτικούς οίκους αυτούς καθ’ αυτούς, τώρα αναγκαστικά αρχίζω να καταλαβαίνω τι αρέσει στον καθένα να εκδίδει, πού ένα κείμενο κάπως ριζοσπαστικό σαν το δικό μου θα έχει μια κάποια τύχη και πού εκδίδονται μονάχα οι ίδιες και οι ίδιες ιστορίες∙ σε γενικές γραμμές παντού. Επίσης έμαθα το εξής: τουλάχιστον δυο οίκοι έχουν περιορισμό σελίδων, αν δεν είναι το γραπτό σου αρκετά μεγάλο, πάνω από 400 σελίδες, δεν υπάρχει περίπτωση να το εκδώσουν. Σας αφήνω να μαντέψετε ποιοί είναι πρώτον γιατί ο ένας είναι προφανής και δεύτερον γιατί έχει πλάκα.

        Από το blog μού ζήτησαν πολλοί να διαβάσουν το χειρόγραφο κι έχουν αρχίσει ήδη (ανάμεσά τους και πολύπειροι αναγνώστες, bloggers ή μη, που τη γνώμη τους εκτιμώ βαθύτατα) να στέλνουν την αναγνωστική τους εμπειρία. Όπως είναι φυσικό οι κριτικές ποικίλουν ανάμεσα στις εξαιρετικά καλές, που με αναπτερώνουν και στις περισσότερο μαγκωμένες που βρίσκουν κακά και καλά στοιχεία, που θα ήθελαν πολλά να αλλάξουν ή να γράψω κάτι άλλο πιο βατό. Κανείς ως τώρα δε μου έχει πει «άσε μας κουκλίτσα μου», κάτι που καταγράφεται στα θετικά. Περίμενα, λοιπόν, πως ανάλογα με την κριτική θα ένιωθα διαφορετικά για τη διαδικασία, στις καλές θα χαιρόμουν που το έκανα κι άφησα το κείμενό μου εκτεθειμένο στα μάτια των πιθανών αναγνωστών και στις όχι και τόσο πως θα με έπιανε μια αίσθηση πως το γρουσουζεύω, θα εκνευριζόμουν που ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του. Τελικά δεν είναι έτσι, προς το παρόν μού έδωσε μόνο χαρά, μια κάπως άγρια αίσθηση ξεγυμνώματος αλλά ταυτόχρονα ανακούφισης που αποφάσισα να αφεθώ στην κρίση μεγαλύτερου αριθμού ατόμων, αγνώστων. Είναι μια πιο προσωπική βουτιά στα βαθιά- το ήδη τυπωμένο βιβλίο σε κρατά σε μεγαλύτερη απόσταση και δημιουργεί σεβασμό- από ό,τι συνηθίζεται, αλλά παρ’ όλα αυτά μου χαρίζει συγκίνηση δυνατή που φαντάζομαι πως θα δεκαπλασιαστεί αν και όποτε κάποιο βιβλίο μου εκδοθεί.

             

1/12/12

" Aimé Degaré", Ειρήνη Βακαλοπούλου


To Aimé Degaré είναι ένα μικρό βιβλιαράκι, 57 σελίδες όλες κι όλες, σε πολύ μικρό σχήμα, ένα διήγημα που διαβάζεις με τον καφέ σου. Ήρωας ένας άνθρωπος- τέρας, απομονωμένος από όλους και όλα, που έχει μάθει να κοιτάει τη δουλειά του και να κρύβει καλά τη φύση του. Μια γυναίκα θα διαταράξει την ηρεμία του, θα τον κάνει να ερωτευτεί κι αυτό θα είναι το τέλος. 

Η ιδέα του διηγήματος είναι καλή κι ο ήρωας συμπαθητικός, σε κάνει να ταυτιστείς μαζί του κι ας ξέρεις πως κάτι δεν πάει καλά. Από την άλλη η ιστορία δεν έχει δουλευτεί όσο θα της άξιζε, η γραφή μοιάζει κάποιες φορές παιδική, τα γεγονότα ξεπετιούνται με δυο γραμμές, η πλοκή δεν εξελίσσεται. Μια σκοτεινή ιστορία σαν κι αυτή απαιτεί λεπτοδουλεμένη, σφιχτή γραφή, χωρίς χάσματα. 

Στα υπέρ του βιβλίου θα προσθέσω πως πρόκειται για μια σχετικά πρωτότυπη και τολμηρή ιστορία σε ένα βάλτο κανονικότητας στην ελληνική πεζογραφία. Στα κατά, την ίσως τραβηγμένη προσπάθεια για τρόμο και αηδία στις τελευταίες περιγραφές∙ σε ένα βιβλίο που παίζει με την ψυχολογία, μου φάνηκαν περιττές. 

Δεν ξέρω αν θα το σύστηνα,  πάντως από τη στιγμή που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη μου όλο και το χάζευα, ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο. Και τελικά δεν απογοητεύτηκα.


"Aimé Degaré", Ειρήνη Βακαλοπούλου, εκδ. Ο κήπος με τις λέξεις, 2012, σελ.57

Update: Εδώ μπορείτε να δείτε και τη γνώμη του Γιάννη Πλιώτα για το βιβλίο που με πρόλαβε για μια μέρα, αλλά υποψιάζομαι πως το διαβάζαμε ταυτόχρονα. Μεγάλα πνεύματα....

29/11/12

"Αξολότλ και άλλα διηγήματα", Julio Cortázar





Ό,τι και να γράψω για τον Κορτάσαρ, μάλλον θα θεωρηθώ προκατειλημμένη. Θα πω λοιπόν πως το σμίξιμο πραγματικού και φανταστικού στα διηγήματά του μου ταιριάζει πιθανότατα περισσότερο από ότι του Μπόρχες. Κι αυτό για μένα που μεγάλωσα με τα διηγήματα του παππού Χόρχε κι ούτε μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές τα έχω διαβάσει, είναι σημαντική δήλωση.

            Στο «Αξολότλ και άλλα διηγήματα» περιλαμβάνονται 19 κείμενα που έγραψε ο Κορτάσαρ σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά το γράψιμό του δείχνει μια θαυμαστή συνέχεια, ακολουθεί έναν βασικό κανόνα, μας κοιμίζει στην αρχή με μια πραγματική ιστορία, εντελώς ρεαλιστική μέχρι να μπει σαν κλέφτης το φανταστικό και να μας πάρει από το χέρι σε άλλα σύμπαντα. Δε βαρέθηκα σε καμιά, αν όμως έπρεπε κάποιες να ξεχωρίσω, αυτές θα ήταν :

 «Η άλλη. Ημερολόγιο της Αλίνα Ρέγες», ένα διήγημα  για μια όμορφη γυναίκα που νιώθει να την καλεί ο άλλος της εαυτός, κουρελής και πένης κάπου σε μια γέφυρα της Βουδαπέστης.

«Η υγεία των αρρώστων», μια ιστορία για μια γυναίκα τόσο άρρωστη που όλοι ακροπατούν δίπλα της, δεν της λένε πως πέθανε ο γιος της, ούτε πως είναι άρρωστη η αδελφή της, μπαίνουν στην υποκρισία τόσο καλά που γίνεται η ζωή τους.

«Το τέλος του παιχνιδιού», όπου τρία κοριτσάκια κάνουν τα «αγάλματα» για να τους βλέπουν οι επιβάτες του τρένου που περνά.

«Η δεσποινίς Κόρα», όπου ένα αγόρι μπαίνει στο νοσοκομείο για μια απλή εγχείρηση ρουτίνας για σκωληκοειδίτιδα κι αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με την παρ’ ολίγο συνομήλικη του νοσοκόμα.

Αν και ο Μπόρχες είπε πως κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί την περίληψη μιας ιστορίας που έγραψε ο Κορτάσαρ, εγώ τα κείμενα αυτά τα έχω βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Δεν είναι μόνο διηγήματα γραμμένα με μοντέρνο τρόπο και δεξιοτεχνικό, είναι κείμενα υψηλής συγκινησιακής θερμοκρασίας. Με άλλα λόγια το ταλέντο ενός ανθρώπου που είναι γεννημένος γραφιάς βρίσκει χώρο στη μικρή φόρμα να φανερωθεί στην άγρια μορφή του, χωρίς να καταπιέζεται, με μια ομορφιά δυνατή και ταυτόχρονα οικεία. Ο  Χούλιο Κορτάσαρ δεν κάνει επίδειξη, είναι μεγάλος συγγραφές κι αυτό φαίνεται στην κάθε του λέξη.  

"Αξολότλ και άλλα διηγήματα", Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Πάπυρος, 2009, σελ.309

27/11/12

Reading is fun




Μεγάλωσα κι όμως ακόμα να καταλάβω τί με κάνει να ξετρελαθώ με ένα βιβλίο και τί να βαρεθώ. Δε μιλάω φυσικά για τα βασικά, ξέρω πια πως χαζοί διάλογοι για να φουσκώνουν οι σελίδες μιας ροζουλί ιστορίας αγάπης δεν μου κάνουν, πολλές φορές βαριέμαι και με τα αντρικά ευπώλητα, αστυνομικά και κατασκοπικά. Από κει και μπρος το χάος∙ διαβάζω «δύσκολα» βιβλία που μου βγαίνουν απνευστί,  «παγκόσμια αριστουργήματα» που μου φαίνονται αφόρητα κλισέ, δεν καταφέρνω να τελειώσω βιβλιαράκια της μοδός, κι άλλοτε πάλι τριγυρνάω με ένα τούβλο 1200 σελίδων στο χέρι και το ευχαριστιέμαι. Παλιά πίστευα πως έχει να κάνει με τη διάθεσή μου και μόνο. Έπειτα άρχισα να βαυκαλίζομαι, όσο πιο πολύ διαβάζω τόσο οι σαχλαμάρες με κάνουν να βαριέμαι και με ενδιαφέρουν τα σημαντικά. Ναι, εντάξει, παίζουν ρόλο κι αυτά, πιο πολύ όμως μετράει η σχέση που αναπτύσσω με το βιβλίο.

Τους τελευταίους μήνες ήμουν στη χειρότερη διάθεση που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Δεν ευχαριστιόμουν τίποτα, έπεφτα από υπερδιέργερση σε αδράνεια και μετά ξανά από την αρχή, πότε έγραφα σα μανιακή, πότε τίποτα για μέρες. Όμως οι αναγνωστικές μου προτιμήσεις δε διαταράχθηκαν, διαβάζω ακόμα πολύ κι έχω την αίσθηση πως μόνον τότε ξαναγίνομαι αυτό που ήμουν πριν.

Δε θα σας μιλήσω για πλοκή, γλώσσα, ήρωες ένα βιβλίο είναι όλα αυτά και τίποτα μαζί. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω, να τα δω χώρια από το σύνολο, κάποτε δεν μου αρκεί μια επαρκής ιστορία κι άλλοτε δεν χρειάζομαι καν ιστορία. Κατέληξα πως αυτό που μετρά είναι το συναίσθημα και η λογική μου να συγκινούνται, να μπορώ αντικειμενικά σε πρώτο επίπεδο να δω τις αρετές και σε δεύτερο να ταυτιστώ, να νιώσω ένα. Κι αυτό δεν προϋποθέτει μια μαυρομαλλούσα μάνα με παιδί για ηρωίδα, το αντίθετο, μπορεί να ταυτιστώ με έναν εξωγήινο από τον πλανήτη Τραλφαμαντορ, έναν πυροσβέστη που καίει βιβλία, μια γριά που αργοπεθαίνει σε ένα τρελοκομείο ή ένα γεροντοπαλίκαρο που στα εξήντα θέλει να ζήσει τον ανεκπλήρωτο έρωτα.

Η τέχνη, όπως κι αν την αναλύσεις, όσο κι αν την ψειρίσεις, τη χωρίσεις στα συστατικά της και την αναδιοργανώσεις δεν παύει να απευθύνεται στον καθένα χωριστά. Δεν μπορεί να γεννά τα ίδια αισθήματα σε όλους, δεν χωρά πανανθρώπινα μηνύματα, ούτε μεγάλους κομπασμούς. Και η ανάγνωση δεν μπορεί παρά, πέρα από τις αναλύσεις και τις θεωρίες, να είναι πρωταρχικά ψυχαγωγίκη. Και απολαυστική.


25/11/12

Τί πρέπει να διαβάζουν οι συγγραφείς; Ό,τι τους αρέσει...



Μερικές φορές αναρωτιέμαι πως φαντάζονται οι άνθρωποι ότι γεννιέται η τέχνη. Για κάποιους είναι ίσως ένας στίχος που τον σκέφτεσαι τη νύχτα ή μέσα στο λεωφορείο και τον σημειώνεις στο πίσω μέρος των τσιγάρων σου. Για άλλους μια συνεχής σπουδή, στους κλασικούς, τους μοντέρνους, τους ξένους, τους ημεδαπούς. Ε, λοιπόν δεν είναι τίποτα από τα δύο, τουλάχιστον αποκλειστικά. Η γραφή δε μπορεί να είναι ούτε στιγμιαία έμπνευση δίχως δουλειά και γράψιμο, και σβήσιμο, και ξανά γράψιμο, ούτε κατάλογος με πρέπει. Ζω και αναπνέω για τη λογοτεχνία, αλλά οι δυο ιδιότητές μου, του αναγνώστη και του γραφιά, δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένες όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Πιθανολογώ πως ξεκίνησα να γράφω από φυσική κλίση, αλλά και την αγάπη μου στην ανάγνωση. Συνέχισα να γράφω γιατί αυτό θέλω και μπορώ να κάνω. Η αναγνωστική πορεία του  κάθε συγγραφέα τον βοηθά να αγαπήσει την τέχνη του, να μεστώσει ως άνθρωπος- αναγκαστικά τα βιβλία που διαβάζει καθορίζουν κι αυτά την κοσμοθεωρία του- αλλά δεν προσδιορίζουν το γράψιμό του. Θεωρώ πως το «θαυμάζω έναν μεγάλο και τον αντιγράφω» έχει λίγα να δώσει στην πρωτοπορία, αντίθετα κανείς πατάει στο παλιό για να χτίσει το νέο χωρίς συμβιβασμούς ως προς τί είναι αυτό το παλιό. Το παλιό είναι αυτό που του αρέσει, χωρίς περιορισμούς, εθνικούς, υφολογικούς, είδους. Ό,τι έχει διαβάσει κανείς, ό,τι έχει γράψει βαραίνουν στη συνείδησή του, χάνονται στο ασυνείδητο, μπαίνουν και βγαίνουν από τα γραπτά του, όπως ακριβώς και τα βιώματά του, οι σκέψεις, ακόμα κι αυτό που άκουσε χθες στην τηλεόραση. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν συγγραφέα που δε διαβάζει, γιατί τότε μάλλον δεν αγαπά τη λογοτεχνία. Ούτε όμως μπορώ να φανταστώ γραφιά με «αναγνωστικό πρόγραμμα» και ειδική «κούρα συγγραφέων» που θα καθορίσει το πώς θα γράφει∙ θα ήταν απίθανο μάλλον και δε θα το ευχόμουν εκτός των άλλων.


   

23/11/12

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Imre Kertész





Όταν πρωτοδιάβασα το «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί»- λίγο μετά την εποχή που πήρε ο Ίμρε Κέρτες το Νόμπελ- ήμουν σε μια διαφορετική φάση ζωής κι η stream of consciousness γραφή του, που μου θύμισε έντονα Μπέρνχαρντ, με άγγιξε αλλά δε με συγκλόνισε. Κοντά δέκα χρόνια μετά ξαναγύρισα στο Καντίς, γιατί μάλλον είχαμε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς κι η κραυγή του συγγραφέα είχε πάνω μου πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο.

Η νουβέλα ξεκινά με ένα εμφατικό «Όχι», όχι στη συνέχιση της ζωής, στη διαιώνιση του είδους, στην προσπάθεια για ένα παιδί. Όχι στην ίδια την επιβίωση. Όπως και στο «Ο άνθρωπος δίχως πεπρωμένο», ο συγγραφέας μας λέει εμφατικά πως μετά την εμπειρία του στο Άουσβιτς δε θέλει να συνεχίσει να ζει ∙ έχοντας ζήσει αυτήν την αγριότητα, αυτή την εξαθλίωση, δε θέλει να εξακολουθήσει να είναι άνθρωπος και πολύ περισσότερο να φτιάξει ένα άλλο ανθρώπινο ον.

Ο λόγος του Κέρτες, μακροπερίοδος, γεμάτος επαναλήψεις, δυσκολεύει την ανάγνωση (πιθανώς και τη μετάφραση), δε μιλάμε για ένα βιβλίο που θα το ρουφήξεις, αλλά για μια επίμονη προσπάθεια κατάδυσης σε μια ψυχή ανεξίτηλα στιγματισμένη. Ο αποτυχημένος γάμος, οι δυσκολίες στην καριέρα,  η εβραϊκότητά του, γίνονται σημαία για την τέχνη του, αφορμή, αιτία, δικαιολογία για την άρνηση, την επιθυμία του να παραμείνει στη μιζέρια.

Ως τώρα δεν έχω διαβάσει βιβλίο του Κέρτες που να μην είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό κάποτε πίστευα πως είναι μειονέκτημα, δείχνει έλλειψη φαντασίας και ίσως αντίκειται στον ορισμό της τέχνης. Γραφιάδες σαν κι αυτόν όμως με κάνουν να αλλάξω γνώμη, δε χρειάζεται πάντα ένας φανταστικός κόσμος για να συγκαλύψεις την αλήθειά σου, μπορείς να την πεις ανοιχτά, βασανιστικά, φορτικά. Ειδικά όταν αυτή κρύβει τόσο πόνο.

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Ίμρε Κέρτες, μετ. Μάγκυ Κοεν, εκδ Καστανιώτη, 2003

* το κείμενο δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand

20/11/12

"Η χρονιά της μαγικής σκέψης", Joan Didion





Επώδυνο, επώδυνο, επώδυνο∙ αυτές οι τρεις λέξεις μπορούν μόνο να χαρακτηρίσουν την ανάγνωση του βιβλίου της Τζόαν Ντιντιον «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» τόσο κοντά σε ένα δικό μου πένθος. Η συγγραφέας με μια καθαρή, σχεδόν δημοσιογραφική γραφή περιγράφει πώς ανταπεξήλθε τη χρονιά που πέθανε από ανακοπή ο άντρας της, με τον οποίο ήταν πολύ στενά συνδεδεμένοι και παντρεμένοι για κοντά σαράντα χρόνια. Στις 30 Δεκεμβρίου του 2003 κι ενώ η κόρη της Κιντάνα είναι στην εντατική σε σηπτικό σοκ λόγω μιας γρίπης που εξελίχθηκε άσχημα, ο Τζον  πέφτει νεκρός όσο τρώνε το βραδινό τους. Η ίδια η σκηνή του θανάτου του, το τι ακολούθησε, η φροντίδα της κόρης της που η υγεία της ολοένα επιδεινωνόταν, είναι το θέμα του βιβλίου που δεν είναι τίποτα άλλο από ημερολόγιο καταστρώματος μιας γυναίκας που αυτό ξέρει να κάνει καλά, να γράφει, και αυτόν μόνον τον τρόπο έχει στα δύσκολα για να επιβιώνει.

Τι κάνει το βιβλίο της Ντίντιον εκπληκτικό; Μα ο ίδιος ο πόνος. Έχοντας πρόσφατα βιώσει μια ανάλογη ξαφνική απώλεια, μπήκα για λίγο στα παπούτσια της μαμάς μου που κι εκείνη έχασε το ταίρι της των τελευταίων σαράντα χρόνων, τον κολλητό, τον αδελφό, τον σύντροφό της μέσα σε μια στιγμή. "Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει. Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει", λέει η ίδια. Συχνά χρειάστηκε να το κλείσω- η σκηνή που μια μέρα μετά κορφολογείς το πορτοφόλι του ανθρώπου σου (μέσα όπως κι ο μπαμπάς μου είχε διάφορες κάρτες, επαγγελματικές ταυτότητες και την καρτούλα του βηματοδότη- απινιδωτή – της ίδιας μάρκας αν είναι δυνατόν) είναι τόσο φρικτά καταγεγραμμένη στις δικές μου μνήμες, που μου ήταν αδύνατον να την ακολουθήσω- κι άλλες φορές έβαλα τα κλάματα. Κλάματα που όπως και στη Ντίντιον δεν μου έρχονται εύκολα, αντίθετα η αίσθηση του συνεχούς ιλίγγου που περιγράφει μου είναι απείρως πιο οικεία.

Ο θάνατος καταγράφεται στις (εξω)πραγματικές του διαστάσεις, το πένθος σαν αυτό που είναι, μια κρίση παραφροσύνης. Ταυτίστηκα με πολλά, κυρίως όμως  με την πεποίθηση πως αν με κάποιον τρόπο μπορούσες να γυρίσεις πίσω την ταινία, κάτι θα άλλαζες κι ο θάνατος δεν θα ερχόταν ∙ και την  ενοχή, μήπως αν τον είχα σύρει στο γιατρό, φαινόταν κουρασμένος, εκείνος το έλεγε, ο χρόνος μου είναι δανεικός. Και τελικά  με  την αδυναμία να αποδεχτείς την απώλεια, με την σιγουριά πως ο άλλος θα φανεί από τη γωνία, με  την αίσθηση πως είσαι εύθραυστος και μόνος, με αυτό βλέμμα που  συναντάς στα μάτια εκείνων μόνο που το έχουν βιώσει και που πριν δεν το αναγνώριζες καν.

Δεν ξέρω πως θα αξιολογούσα πριν 3 μήνες αυτό το βιβλίο, μπορεί να το έβρισκα υπερβολικό, ίσως κάπως κλινικό, άλλοτε τραβηγμένο από τα μαλλιά. Τρεις μήνες μετά ξέρω πως είναι αληθινό. 

"Η χρονιά της μαγικής σκέψης", Τζόαν Ντίντιον, μετ Ξένια Μαυρομάτη, εκδ. Κέδρος, 2011, σελ. 272

Υ.Γ. Όταν πρωτοείδα το βιβλίο στην ανάρτηση της αναγνώστριας είχα αποφασίσει να μην το διαβάσω. Δεν ξέρω αν μου έκανε καλό ή κακό. Μπορεί να ήταν κάθαρση, μπορεί να με βουλιάξει για λίγο. Ίδωμεν. 



18/11/12

"Rewind", Μαρία Ξυλούρη





To «Rewind» η Μαρία Ξυλούρη το εξέδωσε στα 26 της και φαντάζομαι  πως θα το έγραψε ακόμα μικρότερη. Θα σταθώ σε αυτό το- κατά τα άλλα κάπως ρατσιστικό- ηλικιακά θέμα για να πω πως τη θαυμάζω∙ το πρωτόλειό της είναι ολοκληρωμένο μυθιστόρημα με εξελισσόμενους ήρωες, πλοκή και μια ωριμότητα που θα υποπτευόσουν πως προέρχεται από μεγαλύτερο συγγραφέα.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Πέτρος, ένα αγόρι κοντά στα τριάντα που έχει ακόμα άλυτα θέματα με την οικογένειά του και δυσκολεύεται στις σχέσεις με τους γύρω του.  Η μητέρα του έχει πεθάνει και ο πατέρας του ζει με τη μητριά του, που είναι χρόνια σε άγρυπνο κώμα, φυτό μεταξύ ζωής και θανάτου. Η πλοκή πηγαίνει σχετικά αργά, ο Πέτρος όμως είναι ενδιαφέρον χαρακτήρας, αν και κάπως άνισος∙ εστιάζει πολύ στην ιστορία του πατέρα και της μητέρας του και χάνονται οι άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του.

Η γραφή της Ξυλούρη είναι μοντέρνα, εναλλάσσεται το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο καθώς και η οπτική γωνία του αφηγητή ανύποπτα, κάποιες φορές πολύ επιτυχημένα, άλλες κάπως άγαρμπα. Τα θέματα που πραγματεύεται, η οικογένεια, η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η ευθανασία είναι σημαντικά κι ας φαντάζουν τετριμμένα. Το καλύτερο κομμάτι όλου του μυθιστορήματος είναι πάντως το εύρημα της απόκοσμης συγκατοίκου του Πέτρου που με ραμμένο το στόμα είναι η σκιά του σε ό,τι κι αν κάνει. Αυτό και μόνο αρκεί για να διακρίνει κανείς μια σπίθα, μια ελπίδα για το μέλλον της συγγραφέως. Και για αυτό το επόμενο της βιβλίο μπήκε ήδη στη λίστα με τα προσεχώς.

«Rewind», Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Καλέντη, 2009, σελ.203


Υ.Γ. Η τελευταία σελίδα που μας εξηγεί τις αναφορές σε κείμενα και τραγούδια που διατρέχουν το βιβλίο δε μου άρεσε. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, με το ζόρι συνδέσεις δεν γίνονται.

Υ.Γ.2 Εγώ το βιβλίο θα το έλεγα Μέι Ντέι. Έτσι, στα ελληνικοαγγλικά, σε πείσμα όλων.

17/11/12

Ο εορτασμός της επετείου του Πολυτεχνείου




«Κορυφώνονται σήμερα οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου». Η φράση κλισέ τριγυρνά σε όλα τα έντυπα, κι από κάτω ακολουθούν οι «κυκλοφοριακές» ρυθμίσεις. Κλειστοί από τις 12 οι σταθμοί του Μετρό σε Πανεπιστήμιο, Σύνταγμα, Ευαγγελισμό, Μέγαρο Μουσικής, Αμπελόκηπους, Ακρόπολη και Μοναστηράκι, καθώς και οι σταθμοί σε Πανόρμου, Κατεχάκη και Εθνική Άμυνα από τις 2 το μεσημέρι και μέχρι η αστυνομία να ανάψει το «πράσινο φώς» για να ανοίξουν και να δοθούν ξανά προς χρήση από το κοινό. Το ίδιο θα συμβεί και με τις στάσεις του Τραμ σε Σύνταγμα και Ζάππειο που θα κλείσουν από τις 2 μ.μ., μέχρι νεωτέρας. Απαγορεύεται η στάθμευση σχεδόν σε όλο το κέντρο από τις 12 τα μεσάνυχτα  και θα γίνεται σταδιακή διακοπή της κυκλοφορίας στους κεντρικούς δρόμους από τις 12 το μεσημέρι. 7.000 αστυνομικοί στο κέντρο. Κάποιος φοβάται.
Θα εξηγηθώ. Έχω χρόνια να πάω στην πορεία, κάποιες χρονιές και από φόβο. Όμως είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να το κάνω, δεν είναι; Όταν αντιμετωπίζεις το κέντρο της Αθήνας σαν εμπόλεμη ζώνη αυτό θα έχεις τελικά∙ πόλεμο. 7000 αστυνομικοί θα παίξουν ξύλο με 300 «άγνωστους» και ανταρτοπόλεμο πίσω από τους φλεγόμενους σκουπιδοτενεκέδες. Οι πολίτες απόντες, μόνο καλά πλάνα για τα τρομολάγνα ΜΜΕ. Αυτό φοβίζει εμένα. Και με κάνει να αναρωτιέμαι.


 Υ.Γ. Το σκιτσάκι πολύ μου αρέσει. Χρωματίστε το κι εσείς. 


15/11/12

"Οι λέξεις", Jean-Paul Sartre





«Ήθελα να είναι ένας αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία και την ωραία λογοτεχνική γραφή. Ήθελα οι άνθρωποι που θα το διαβάσουν να βρεθούν παρασυρμένοι σε ένα είδος αμφισβήτησης της λογοτεχνίας από την ίδια την λογοτεχνία». Αυτά μας λέει ο Σαρτρ στη συνέντευξη που παρατίθεται στο επίμετρο του βιβλίου. Έγραψε τις «Λέξεις» με λογοτεχνικότητα γιατί ήθελε να απαλλαγεί από αυτή, να δείξει πως η λογοτεχνικότητα έχει πεθάνει. Μιλούσε ο φιλόσοφος μέσα του∙  ο λογοτέχνης κατάφερε εντελώς το αντίθετο, γράφοντας την αυτοβιογραφία του με όρους τόσο λογοτεχνικούς, με προσεγμένη και την κάθε λεπτομέρεια, άφησε ένα βιβλίο υποδειγματικό στην αφήγηση που μαρτυρά πως εκείνος ο μικρός μυθοπλάστης των νεανικών του χρόνων δεν πέθανε ποτέ.

«Οι Λέξεις» είναι η αυτοβιογραφία του φιλόσοφου του υπαρξισμού που εκτείνεται από την παιδική του ηλικία ως την… παιδική του ηλικία. Καλύπτει το κρίσιμο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του γύρω στα 6 ως τα 10-11 περίπου, όπου όλα των έσπρωχναν προς τα βιβλία. Όταν ήταν ακόμα μωρό ο πατέρας του πέθανε, κι αυτό τον σημάδεψε. Λέει ο ίδιος :«αν ζούσε ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου φαρδύς-πλατύς και θα με είχε συνθλίψει. Για καλή μου τύχη πέθανε πολύ νέος∙». Για καιρό μένει με τη μητέρα του που του συμπεριφέρεται περισσότερο σα συνένοχη μεγάλη αδελφή και τους παππούδες του. Το σπίτι του παππού του Καρλ Σβάιτσερ είναι γεμάτο βιβλία κι εκεί μυείται πολύ νωρίς στην τέχνη της ανάγνωσης, διαβάζει αριστουργήματα και καταλήγει να συμπαθεί τις περιπέτειες και τα περιοδικά φαντασίας. Δεν τον στέλνουν σχολείο, είναι ο αγαπημένος του παππού, της μαμάς, τον κανακεύουν, τον λατρεύουν. Και του δίνουν προορισμό στη ζωή «αυτό το παιδί θα γράψει», όπως άλλοι θα έλεγαν «θα γίνει γιατρός ή δικηγόρος». Γράφει μυθιστορήματα και ιστορίες στα 6, τα 7, τα 8 του, τα ξεχνά, τα ξαναπιάνει, είναι ένα μοναχικό παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε ενήλικες και βιβλία και έχει ανάγκη την αποδοχή και των δυο.

Η γραφή του Σαρτρ είναι μαγνητική, δε σε αφήνει να αφήσεις το βιβλίο κάτω. Κατάφερα να ταυτιστώ με την παιδική ηλικία ενός νομπελίστα (κι ας το αρνήθηκε), υπαρξιστή φιλοσόφου που έμεινε ορφανός μωρό και γεννήθηκε εκατό χρόνια πριν από μένα, να βρω κομμάτια του εαυτού μου, να κάνω μαζί του την δική μου αυτοκριτική∙ άντε τώρα βρες άκρη. Ο ίδιος λέει πως στάθηκε αυστηρός απέναντι στο παιδί που ήταν, για μένα η διάθεση ακύρωσης έβγαλε συμπάθεια και ευαισθησία για το παιδάκι που υπήρξε. Αποφάσισε, όπως λέει στη συνέντευξη, να μη συμπεριλάβει το σεξουαλικό του ξύπνημα (παίζαν με ένα κοριτσάκι το γιατρό), ούτε τα μετέπειτα χρόνια του σε μια επαρχιακή πόλη όταν η μαμά του ξαναπαντρεύτηκε (τα πιο δύσκολα της ζωή του). Με λίγα λόγια προστάτεψε τον νεαρό μυθιστορηματικό Σαρτρ  από τις κακουχίες του μέλλοντος, τον άφησε παιδικό και ατόφιο στα μάτια του λογοτεχνικού κοινού και νόμισε πως τελείωσε με αυτόν. Αμ δε, εξήντα χρόνια μετά αποδεικνύεται πως μέσα από την πένα του τον παρέδωσε στην αιωνιότητα. 

"Οι λέξεις", Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μετ. Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδ. Άγρα, 2003, σελ. 331


13/11/12

Ψάχνοντας για εκδότη (στα αλήθεια αυτή τη φορά)





Πριν από έντεκα περίπου μήνες ανακοίνωσα στον εαυτό μου πως το μυθιστόρημά μου είχε ολοκληρωθεί. Άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για εκδότες, το ανακοίνωσα μέσα από αυτό το blog και το έδωσα στον άντρα μου να το διαβάσει. Δεν πρόλαβα να χαρώ, ο Β. γνωστός αντιδραστικός τύπος, βρήκε την ιδέα ενδιαφέρουσα και τη γραφή μου καλή αλλά όχι εξαιρετική. Επίσης θεώρησε πως χρειάζονταν πολλές περικοπές και διευκρινήσεις γιατί τη μισή ιστορία την είχα μέσα στο κεφάλι μου, πήρε χαρτί και μολύβι κι έκανε τον επιμελητή. Τα σχέδια για αποστολή ναυάγησαν, άρχισε ένα σβήσε- γράψε που κατέληξε σε ένα βιβλίο σαφώς μικρότερο από το προηγούμενο, αλλά θέλω να πιστεύω πιο ενδιαφέρον.

Κοντά ένα χρόνο μετά (είμαι μια εργαζόμενη μάνα που γράφει τα χαράματα, μην ξεχνιόμαστε) είμαι πάλι στην ευχάριστη θέση να αναφωνήσω «Τελείωσα». Αυτή τη φορά δεν θα το δώσω στον Β., αντίθετα άρχισα ήδη να το στέλνω σε εκδότες και σε ανθρώπους που η γνώμη τους μετράει για μένα, αποφάσισα να εκτεθώ. Χθες ένας φίλος που μόλις εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του μου είπε: «το πρώτο στο συγχωρούν, το δεύτερο ποτέ»∙ άρα έχω λίγο καιρό ακόμα να μπουρδολογήσω. Ξέρω τα ζόρια των εκδοτών, τη δυσκολία της εποχής, όμως δε μπορώ παρά να ελπίζω.

Το έστειλα και σε συμβολαιογράφο. Το ξέρω πως στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις λογοκλοπής, όμως ποτέ δεν ξέρεις ποιά θα είναι η πρώτη φορά. Μου φαίνεται ανήκουστο που δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος πια στην Ελλάδα να κατοχυρώσει κανείς τα πνευματικά του δικαιώματα. Αλλά τί λέω, εδώ σε λίγο δε θα υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξεις πως είσαι νεκρός.

Ευχηθείτε μου καλή επιτυχία.

Υ.Γ. Αν κανείς επιθυμεί να γενεί πειραματόζωο και να διαβάσει αυτό το πόνημα πριν την κυκλοφορία του δεν έχει παρά να μου γράψει στο mail. Έπειτα μπορεί να βαρέσει αλύπητα. 

10/11/12

Αυτόν τον e-reader ποιός θα τον πάρει;






Κοιτάζω τις βιβλιοθήκες μου και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως όλα αυτά τα βιβλία είναι δικά μου, πως τα έχω διαβάσει κι έχω ζήσει μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όπως κάθε βιβλιόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχω μια στοίβα με αδιάβαστα που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με τα οικονομικά, ποτέ όμως δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα διαβασμένα. Με άλλα λόγια δεν είμαι συλλέκτης βιβλίων, δεν τα κυνηγάω στα παλαιοβιβλιοπωλεία για να τα σωρεύσω και να μην τα διαβάσω, δεν τα έχω τρόπαια, συχνά δεν ασχολούμαι με τις εκδόσεις, δε με νοιάζει καθόλου το χαρτί, το εξώφυλλο, ο τρόπος που είναι τοποθετημένα. Αγαπώ τις ιστορίες τους, τους ήρωες, τα νάζια της γραφής τους, όμως δεν είμαι φανατικός συλλέκτης του αντικειμένου. Τότε γιατί αντιστέκομαι τόσο στην ιδέα ενός ηλεκτρονικού αναγνώστη;

       Στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον αστιγματισμό, ό,τι φωτίζεται μου δημιουργεί δυσκολία∙ τώρα όλοι με διαβεβαιώνουν πως τέτοιο θέμα δεν υπάρχει, πως το ηλεκτρονικό χαρτί δεν κουράζει, πως ίσα ίσα κάνει την ανάγνωση ευκολότερη, και ίσως και πιο πλήρη με την άμεση πρόσβαση στο ίντερνετ. Έπειτα αποφάσισα πως τα ηλεκτρονικά μαραφέτια είναι για κείνους μόνον που μετακινούνται με τα ΜΜΜ και δε θέλουν να σέρνουν μαζί τους ογκόλιθους. Μάλλον κι αυτό ήταν ψέματα. Τώρα κρύβομαι πίσω από την τιμή τους, περιμένω εκείνο το καλύτερο μοντέλο που θα αρχίσει να διατίθεται στη χώρα μας – αλλά μπορεί και να (ελπίζω πως θα) αργήσει- ανησυχώ για τη χρήση της πιστωτικής στο διαδίκτυο, και άλλα τέτοια

       Ο πραγματικός λόγος είναι εγωιστικός. Τα βιβλία που διάβασα στην εφηβεία από την δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου, κι ας ήταν πολλά, τα θεωρώ  χαμένα. Δεν τα βλέπω κάθε μέρα και για αυτό δεν υπάρχουν. Έτσι θα είναι και με έναν ηλεκτρονικό αναγνώστη, θα έχω τις ευκολίες του, το διάβασμα θα στοιχίζει λιγότερο, αλλά θα λείπει η φυσική παρουσία των βιβλίων, η πρώτη ματιά το πρωί με τον καφέ. Κι ας μην τα λογαριάζω μετά, ας τους τσακίζω τις ακρούλες, ας τα στοιβάζω στην αποθήκη, ας τα χρησιμοποιώ για να στηρίζουν το κομοδίνο- κάποτε τα είχα ακόμα και σα στόπερ για να μην χτυπάει η πόρτα. Τα θέλω κοντά μου.


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand.