30/10/19

"Κοκκινοσκουφίτσα πόλη", Asli Erdoğan



Η κοκκινοσκουφίτσα πόλη της Ασλί Ερντογάν είναι ένα βίαιο βιβλίο για τη μοναξιά, ένα βιβλίο που διερευνά αν και κατά πόσον η αγριότητα εκτός περνά και με πόση ένταση εντός μας. Αυτό που συγκλονίζει τον αναγνώστη είναι πως μετά από λίγο μετέχει με όλες του τις αισθήσεις σε αυτά που περνά η ηρωίδα, μυρίζει, γεύεται, βλέπει, ακούει και αισθάνεται.

Η Οζγκύρ είναι ένα κορίτσι από την Τουρκία που αποφασίζει για αδιευκρίνιστους λόγους να ζήσει στο Ρίο, στην άλλη πλευρά της γης. Γρήγορα συνειδητοποιεί πόσο αβίωτη είναι η ζωή στην πόλη- οι δουλειές που της υποσχέθηκαν απέτυχαν, και ζει από τα ελάχιστα χρήματα που βγάζει ως καθηγήτρια Αγγλικών, τριγυρνά απένταρη, μονίμως πεινασμένη και εντελώς μόνη στους δρόμους, μες στο καλοκαίρι και στον καύσωνα, μες στις φαβέλες και τους πυροβολισμούς. Θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στην Τουρκία, η μητέρα της την περιμένει, εκεί έχει χειμώνα και δεν έχει ζέστη, εκεί έχει δουλειά και φαγητό. Εκείνη ούτε που σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο. Έχει τα τετράδια της, και γράφει ένα βιβλίο, την Κοκκινοσκουφίτσα πόλη 

Το μυθιστόρημα είναι ερμητικό, δεν σε αφήνει να καταλάβεις τι κάνει αυτή τη γυναίκα να αφήνεται να υποφέρει, να αφήνεται στη φθορά, την εξωτερική βία, τη σεξουαλική μοναξιά. Μοιάζει η Τουρκία μέσα της να έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με τον ανεξέλεγκτο ρυθμό του Ρίο. Το βιβλίο είναι και δεν είναι για την πόλη, είναι και δεν είναι για την Οζγκύρ. Σίγουρα πάντως μιλάει για το ανθρώπινο υπαρξιακό αδιέξοδο με όρους απτούς. Το Ρίο γίνεται η ψυχή της γυναίκας, μόνο μέσα από αυτό μπορεί να εκφραστεί η ματαίωση, η έλξη και η απώθηση για την ομορφιά, η βίαιη σχεδόν σεξουαλική πείνα για ζωή και ταυτόχρονα η γοητεία της φθοράς και του θανάτου. 

Το κείμενο είναι πολυεπίπεδο, το κείμενο μέσα στο κείμενο μερικές φορές αντιδρά σε αυτό που περιγράφεται, κάποτε διαφωνεί. Το Ρίο θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε πόλη; Γιατί την επέλεξε η μεσανατολίτισσα ηρωίδα που ονειρεύεται κεμπάπ και μελιτζανοσαλάτες ενώ τρώει λιγδερά μπουρίτο; Η φτώχεια είναι μέσα ή έξω μας, μπορείς να ξεφύγεις; Δεν μπορείς. Αγάπησα το βιβλίο της Ερντογάν, σε πολλά σημεία αναρωτήθηκα αν είναι ή δεν είναι αυτοβιογραφικό, ταυτίστηκα κι έπειτα θεώρησα πως εγώ δεν έχω κανένα κοινό στοιχείο με αυτό το αυτοκαταστροφικό πλάσμα. Η λύτρωση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι εδώ. Πού και πού πρέπει να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει, μήπως βρούμε τη δική μας. 



                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



"Κοκκινοσκουφίτσα πόλη", Ασλί Ερντογάν, μετ. Ανθή Καρρά, εκδ. Ποταμός, 2019, σελ. 239










Υ.Γ. Η Ασλί Ερντογάν στην Τουρκία φυλακίστηκε και διώχτηκε για τα βιβλία και τα άρθρα της. Τώρα ζει εξόριστη στη Γερμανία. 

21/10/19

"Το Φωτάκι", Antonio Moresco






Ο Αντόνιο Μορέσκο, άγνωστος στην Ελλάδα, στην Ιταλία είναι ένας συγγραφέας που ξεχωρίζει. Εβδομηντά δύο ετών πια, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο μόλις το 1993 στα 47, μετά από απανωτές απορρίψεις από εκδότες και προκαλώντας τη μήνι του εκδοτικού κατεστημένου. Η φιγούρα του, σχεδόν ασκητική, έρχεται σε αντίθεση με τον εντυπωσιακό όγκο κειμένων που έχει στο ενεργητικό του- πάνω από τριάντα βιβλία, συμπεριλαμβανομένου του επιβλητικού, τεράστιου, τρίτομου «Παιχνίδια της αιωνιότητας». Ο Μορέσκο γράφει μετα-μεταμοντέρνα, κρυπτικά, τα βιβλία του συχνά απαιτούν δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, είναι αυτοβιογραφικά και δεν είναι, ασχολούνται με τα μεγάλα και υπερβατικά, μοιάζουν ακατανόητα και λαβυρινθώδη. 

Το Φωτάκι είναι το πρώτο μυθιστόρημά του που εκδίδεται στα ελληνικά. Κι αν ο πειρασμός να το διαβάσει κανείς μέσα σε ένα μόνο απόγευμα είναι μεγάλος, με λίγη αυτοσυγκράτηση το κείμενο ξεδιπλώνεται σε όλο του το μεγαλείο και σε περικυκλώνει. 

Ο ανώνυμος αφηγητής ζει απομονωμένος σε ένα βουνό, η μόνη του επαφή με τους ανθρώπους είναι όταν χρειάζεται τρόφιμα. Ακόμα και τότε ανταλλάσσει ελάχιστες κουβέντες με τους άλλους. Μιλά πιο πολύ με άλλα πλάσματα, με έναν σκύλο που τον ακολουθεί, με τις μέλισσες και τα πουλιά, με τις εναέριες ρίζες των δέντρων. 

- Γιατί γεννηθήκατε εκεί πάνω κι όχι στη γη; Ρωτάω, φωνάζω, για να με ακούσουν εκεί ψηλά, σ’ εκείνη τη σιωπηλή φυτική απεραντοσύνη που κάνει την ηχώ της φωνής μου να επιστρέφει. Γεννηθήκατε πράγματι εκεί, από την αρχή κιόλας, ή ήσασταν κι εσείς μέσα στη γη, όπως όλες οι άλλες ρίζες, και μετά, άγνωστο για ποιο λόγο, αρχίσατε να μετακινείστε όλο και ψηλότερα, μέχρι να εγκατασταθείτε κατευθείαν μέσα στο χώρο; 

Ώσπου, πάνω ψηλά παρατηρεί ένα φωτάκι. Το φωτάκι είναι σταθερό, κάθε μέρα ανάβει την ίδια ώρα. Στην αρχή πιστεύει πως είναι κάποιος εξωγήινος, επισκέπτεται μάλιστα τον ειδικό της περιοχής στις εξωγήινες επαφές, που το καταγράφει. Αλλά τελικά όταν βρίσκει το κουράγιο να πάει ως εκεί πάνω, η αλήθεια είναι διαφορετική. Το φωτάκι το ανάβει ένα παιδί.


Το Φωτάκι, που στα βασικά συστατικά του μοιάζει στο Πέδρο Πάραμο, είναι ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες, τριγυρνά και στο μυαλό του αναγνώστη, δεν δίνει εύκολες απαντήσεις- ή ίσως δεν δίνει καθόλου απαντήσεις. Τι κάνει ο αφηγητής μόνος του εκεί πάνω; Τι είναι αυτό που τον απομονώνει. Τι τον δένει με το παιδί και πόσα είναι τα πολλαπλά μας είδωλα. Τι σκέψεις έχει για τη ζωή, τον θάνατο, και την απεραντοσύνη του κόσμου; Δεν μαθαίνουμε. Όμως αργά, μάλλον στη δεύτερη ανάγνωση, το βιβλίο σε παρασύρει σε δικά σου συμπεράσματα, βασανιστικά κι ίσως μια ιδέα λυτρωτικά, για το υπαρξιακό μας χάος∙ κι εκείνο το φωτάκι ψηλά στο βουνό που μπορεί με κάποιο τρόπο να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη. 



                                                       Κατερίνα Μαλακατέ



«Το Φωτάκι», Αντόνιο Μορέσκο, μετ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 156

18/10/19

"Αδέλφια", Γιώργος Συμπάρδης



Ο Γιώργος Συμπάρδης είναι μάλλον ολιγογράφος. Στα τριάντα χρόνια παρουσίας του στην πεζογραφία μάς έχει δώσει πέντε βιβλία. Ίσως για αυτό, κάθε ένα από αυτά είναι προσεγμένο κι ενδιαφέρον. Τα «αδέλφια» είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με άψογο στυλ, η γλώσσα του, απλή και καθημερινή, με ένα μικρό στραμπούληγμα του συντακτικού μετατρέπεται σε πάλλουσα και ποιητική. Οι καθημερινές λέξεις γίνονται έτσι το όχημα για να γραφτεί ένα κείμενο με ρυθμό, χωρίς εκζήτηση, και με ύφος αναγνωρίσιμο. 

Πρωταγωνιστές δύο αδέλφια, ο Θανάσης, ο πρωτότοκος, επαναστάτης, δυναμικός, συνεχώς μπλέκει σε μπελάδες και διαψεύδει όλες τις προσδοκίες που έχουν από κείνον- παρατάει το σχολείο, τον διώχνουν από την τεχνική σχολή, δεν στεριώνει σε δουλειά, κάνει παρέα με τους παρίες κι ερωτεύεται ένα μαυροτσούκαλο. Ο δεύτερος γιος της οικογένειας, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, δεν μας συστήνεται ποτέ παρά μόνον μέσα από την κόντρα με τον πρωτότοκο. Προβάλλει τα θέλω του πάνω στον αδελφό του, γίνεται ο αντίποδας, ό,τι θέλει ο ένας δεν το θέλει ο άλλος, ό,τι είναι ο ένας, δεν είναι ο άλλος. Ο ένας προαλείφεται για διάδοχος του πατέρα, ο άλλος είναι ο αγαπημένος της μητέρας, ο ένας είναι συνεχώς η σκιά του άλλου, το γιν και το γιαν. 

Το μυθιστόρημα μιλά με τόλμη για τις αδελφικές σχέσεις, πόσο μάλλον που στο τέλος γίνεται μια αποκάλυψη που κάνει ακόμα τολμηρότερα αυτά που αφηγείται ο δευτερότοκος γιος. Η εποχή, κάπου ανάμεσα στο '50 και το '60 δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να μιλήσει για τη μικροαστική τάξη, για την ανοικοδόμηση και την αλλαγή, για τα σακάκια με σκισίματα, και τη μουσική, για τα αμάξια και την οικοδομή. Άλλωστε μότο του βιβλίου είναι το «η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη» από το ποίημα Κτίσται του Καβάφη. 

Απόλαυσα τα «αδέλφια», μπήκα στην ιστορία σαν να ήμουν εγώ ο αφηγητής, ταυτίστηκα με ένα αγόρι που μεγαλώνει δευτερότοκος στην δεκαετία του '50, πράγμα κάπως παράδοξο, μιας και κανένας από τους δύο ήρωες δεν έχει δίκιο ή άδικο, κι οι δυο αδικούν ο ένας τον άλλον. Όμως αυτή η περιγραφή του εγώ μέσα από τον «Άλλον», μέσα από τον αδελφό, χτύπησε πάνω στις δικές μου μνήμες ενηλικίωσης. Γιατί τέτοιο βιβλίο είναι αυτό, μεγαλώματος και αναζήτησης του εαυτού. Και μια προσπάθεια καταγραφής των γεγονότων όπως ήταν υποκειμενικά για τον καθένα, ένα μυθιστόρημα που παλεύει με το πέπλο του χρόνου, με το πέπλο της ανάμνησης, των τύψεων και του θυμού∙ και τελικά με το πέπλο της ιδιότυπης αδελφικής αγάπης. 



                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ



"Αδέλφια", Γιώργος Συμπάρδης, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 312



14/10/19

"ΔΥΟ", Έλενα Μαρούτσου (δεύτερη φωνή Ούρσουλα Φωσκόλου)



Το Δυο ξεκίνησε από την αγάπη μιας γυναίκας για μιαν άλλη, η Έλενα Μαρούτσου, η δασκάλα, αγαπά την Ούρσουλα Φωσκόλου, τη μαθήτρια, και μαζί στήνουν ένα μυθιστόρημα για δυο φωνές. Στη θέση του οδηγού η Μαρούτσου, φτιάχνει τον καμβά, η Φωσκόλου ακολουθεί, γράφει τα πιο προσωπικά κομμάτια- τα γράμματα και τα παραμύθια. Το μυθιστόρημα που προκύπτει είναι συμπαγές, ενδιαφέρον και γυναικείο. Γυναικείο γιατί είναι γραμμένο από γυναίκες, έχει γυναίκα κεντρική ηρωίδα αλλά κυρίως γιατί οι δύο κυρίες αφέθηκαν στη γραφή τους, η γλώσσα τους είναι καθαρά γυναικεία, με έναν τρόπο πλούσιο και ευθύ. 

Η ηρωίδα Μαρούτσου είναι μια νεαρή κοπέλα που μόλις έχει χάσει τη μητέρα της. Με τον πατέρα της τα πάει καλά, δουλεύουν μάλιστα στην ίδια δουλειά. Με τη μητέρα της προέκυπταν πάντα θέματα, η Ανδριάνα αν και ήταν ειδική παιδαγωγός κι είχε ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά, στην ίδια της την κόρη έδειχνε ψυχρότητα και την κρατούσε σε απόσταση. Η μητέρα είχε εμμονή με τη φωτογράφο Ντιάν Άρμπους. Με βάση τις φωτογραφίες της Άρμπους, και τα γράμματα που ανακαλύπτει η αφηγήτρια στην ντουλάπα της μητέρας της, ξεκινά να ψάχνει ποια ήταν η μαμά της και τελικά καταλήγει να αναζητεί τον εαυτό της. 

Η αναζήτηση της ταυτότητας είναι το βασικό θέμα, όμως το Δυο δεν παύει να είναι κι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, κι ένα βιβλίο που θέτει σοβαρά θέματα σχέσεων, ερωτικών, γονιών-παιδιού. Πόσο καλά ξέρουμε τους γονείς μας- καθόλου. Πόσο καλά ξέρουμε τους ερωτικούς συντρόφους μας, ακόμα και την επιθυμία τη δικιά μας, ποιος μπορεί να μας χειριστεί και γιατί τον αφήνουμε. Η ηρωίδα νομίζει πως από την μητέρα της πήρε την τάση για ημικρανίες, κι ίσως τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Τελικά πήρε κάτι άλλο, που πρέπει να βυθιστείς στον εαυτό σου για να το ανακαλύψεις.

Το Δύο είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, και από τις δύο κυρίες. Η μόνη μου ένσταση ίσως να είναι για το τέλος, που μου φάνηκε κάπως βιαστικό, σαν να "φορέθηκε" σε μια ιστορία που ως εκείνη την ώρα κυνηγούσε βασανιστικά και ηδονικά την ουρά της. Αγάπησα την ηρωίδα, ταυτίστηκα σε σημεία, άλλοτε ένιωσα το ίδιο χαμένη με κείνη. Γιατί ο χαμός ενός γονιού είναι ορόσημο, υπάρχει μόνο το πριν και το μετά, και δεν είμαστε ποτέ πια ίδιοι.




                                         Κατερίνα Μαλακατέ



"Δύο",Έλενα Μαρούτσου (δεύτερη φωνή: Ούρσουλα Φωσκόλου),
εκδ. Κίχλη, 2018, σελ. 200

8/10/19

"Καθώς ψυχορραγώ", William Faukner



Στη φανταστική Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, η Άντυ αργοπεθαίνει. Είναι μια γυναίκα με πέντε μεγάλα παιδιά κι έναν άντρα αγρότη. Ο ένας της γιος ολοένα χτυπά στην αυλή, φτιάχνοντας το φέρετρό της. Η κόρη της παραστέκεται, οι δυο μεσαίοι, ο Νταρλ και ο Τζιούελ φεύγουν με το άλογο για να βγάλουν τρία δολάρια, ο τελευταίος ο Βάρνταμαν ψαρεύει. Όταν η μάνα πεθαίνει, ο πατέρας επιμένει να την πάνε στο πατρικό της στο Τζέφερσον να τη θάψουν. 

Η μάνα του Τζιούελ είναι άλογο. Η μάνα του Βάρνταμαν είναι ψάρι. 

Δεκαπέντε διαφορετικοί αφηγητές, αναλαμβάνουν να μας πουν αργά αργά την ιστορία. Ο καθένας το βλέπει από τη δική του την πλευρά. Ο Ανς, ο πατέρας, νιώθει την ματαιότητα της ζωής στο πρόσωπο και θέλει να προλάβει έστω να φτιάξει τα δόντια του. Η Κόρα, η θρήσκα γειτόνισσα θέλει να συγχωρεθεί το αμάρτημα, ο Κας, ο στέρεος πρωτότοκος θέλει να μπαλατζάρει καλά το κάρο τους και το κιβούρι. Η κόρη η Ντούι Νταλ θέλει να μην είναι έγκυος πια. Όλοι θέλουν να μην πεθαίνει η Άντυ. Όλοι; 



Η πεθαμένη μιλάει μόνο μία συγκλονιστική φορά, μα τα λέει όλα. Για τη φτώχεια, για τη μιζέρια, για τη ματαιότητα, για τη μητρότητα, για την οικογένεια, για τον θάνατο. Βασικό θέμα του «Καθώς ψυχορραγώ» είναι η αγάπη. Η αγάπη προς το θεό είναι καθήκον. Η αγάπη του γονιού προς τα παιδιά∙ είναι καθήκον. Η αγάπη και η πίστη στον σύζυγο είναι καθήκον. Η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς είναι θηλιά. Η αγάπη στον εαυτό; Ο Φώκνερ περιγράφει τόσο κλειστοφοβικά τον θάνατο, που ο θάνατος παύει να έχει σημασία, σημασία έχει πια η ζωή, αυτή που χάθηκε, δίπλα σε ανθρώπους που δεν είναι δικοί σου γιατί δεν σε καταλαβαίνουν. Αυτή που χάθηκε στο μεροδούλι-μεροφάι και στην ανικανότητα να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. 

Η μαμά του Βάρνταμαν είναι ψάρι. 



Ο Φώκνερ γράφει στρυφνά και δύστροπα. Η συνεχής εναλλαγή των αφηγητών που ο καθένας μιλά σε μια γλώσσα δική του και εν πολλοίς λανθασμένη- υπάρχει λάθος γλώσσα για να μιλήσεις για τον εαυτό σου;- κάνουν τη μετάφραση πραγματικό άθλο. Η γραφή ροής συνείδησης, οι αφηγητές που ώρες ώρες φαίνεται να αίρονται πάνω από τον ίδιο τους τον εαυτό και να μιλούν για πράγματα πολύ παραπάνω από όσα καταλαβαίνουν, η αλήθεια που κατακερματίζεται και γίνεται η αλήθεια του καθενός, συναρπάζουν. 

Ο μύθος λέει πως ο τότε εργαζόμενος ως φαροφύλακας Φώκνερ έγραψε το Καθώς ψυχορραγώ μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το ξημέρωμα, μονοκοπανιά, χωρίς να διορθώσει ούτε μια λέξη. Οι μύθοι γύρω από τον Φώκνερ είναι πολλοί. Ήδη σε ορισμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι απαγορευμένος στα σχολεία. Η μιζέρια και η βρωμιά δεν ταιριάζουν στο Αμερικάνικο όνειρο, η σκοτεινιά και η αμορφωσιά. Ή ίσως και να είναι τα πιο ταιριαστά, ίσως ένα τέτοιο βιβλίο- σχεδόν δυστοπικό- μπορεί να γραφτεί μοναχά από έναν Αμερικανό συγγραφέα. Ή μια μεγαλοφυΐα, όπως ήταν ο Φώκνερ. 


                                                        Κατερίνα Μαλακατέ

 
"Καθώς ψυχορραγώ", Ουίλιαμ Φώκνερ, μετ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. Κέδρος, 1983












Υ.Γ 42 Ξαναδιάβασα το Καθώς ψυχορραγώ στα ελληνικά, πρόκειται για την τέταρτη μου ανάγνωση, και είναι πια μοιρασμένες- δυο ελληνικά, δυο αγγλικά. Αν και ο τίτλος στα ελληνικά είναι αξεπέραστος, και η μετάφραση- για τότε- του Μένη Κουμανταρέα άθλος, θαρρώ πως πια δεν αντέχει στον χρόνο. Ο Φώκνερ αντέχει. Η γλώσσα του αντέχει. Ίσως ήρθε ο καιρός για μια – κάπως ανίερη είναι η αλήθεια- αναθεώρηση. 





1/10/19

Ο Μπόρχες μας ενώνει





Μου είπε: «Μόνος μου εγώ έχω πιο πολλές αναμνήσεις απ’ όσες είχαν όλοι οι άνθρωποι μαζί από τότε που ο κόσμος είναι ο κόσμος». 



Ώρες ώρες αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που μας δένει με τα βιβλία και τους ανθρώπους, τι κάνει ψυχισμούς που φαίνονται τόσο διαφορετικοί να αγαπούν τα ίδια. Αυτό είναι εκ των πραγμάτων η γοητεία της τέχνης, ενώνει την ανθρωπότητα με τρόπους που κανείς πριν δεν είχε φανταστεί. Για αυτό η τέχνη ενώ φαίνεται πως προέρχεται από το μυαλό ενός και μόνο ιδιοφυούς και ακατανόητου ατόμου, τελικά αφορά τους πάντες. 




Πρωτοδιάβασα Μπόρχες, το Άλεφ, όταν ήμουν σχετικά μικρή. Στο μυαλό μου τότε έμοιαζε μαγικός, περίπου όπως ο Πόε ή ο Λάβκραφτ. Και αξεδιάλυτος με τον Μέλβιλ∙ για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα διηγήματά τους είχαν γίνει ένα στο μυαλό μου. Πέντε έξι χρόνια μετά βγήκαν τα Άπαντα Πεζά. Τα ρούφηξα, τα κράτησα χρόνια στο προσκεφάλι μου. Τώρα πια ήξερα να ξεχωρίζω τον Μπόρχες, χωρίς να απαρνιέμαι τις επιρροές του. Από καιρό σε καιρό διάβαζα ξανά εκείνα τα διηγήματα που ήταν τσακισμένα, το αντίτυπο άρχισε να φθείρεται. Και στο μυαλό μου έλεγα πως έχω διαβάσει τον Μπόρχες. Στην τελευταία ανάγνωση των Απάντων, τώρα πρόσφατα, μέσα στον προηγούμενο μήνα, κι έχοντας πια πατήσει τα σαράντα, ξέρω πως κανένας δεν έχει διαβάσει τον Μπόρχες. Όχι τελείως, όχι ακριβώς, όχι όπως θα ήθελε. Και ποτέ δεν θα τον έχει διαβάσει, όσες φορές κι αν επανέλθει. Κι ο Μπόρχες πάντα θα τον ενώνει με τους άλλους αναγνώστες του Μπόρχες, σαν μυσταγωγία. 

Δεν είναι εύκολο να μπεις στον δαιδαλώδη κόσμο του, ειδικά έτσι όπως είναι διαμορφωμένος ο τόμος (ή οι τόμοι τώρα πια). Δεν είναι εύκολο γιατί ο Μπόρχες έχει τις εμμονές του, και μπορεί να μη σε ενδιαφέρει καθόλου να διαβάσεις μια ψευτοβιογραφία ενός τάχαμου ήρωα της άγριας δύσης, μαζί με μια αγιογραφία του Μπίλι δε Κιντ. Μπορεί να μη θέλεις να θεωρήσεις διήγημα μια ψευδεπίγραφη κριτική για ένα ανύπαρκτο έργο, να μη σε νοιάζουν ούτε τα παραμύθια της Χαλιμάς, ούτε οι μυσταγωγίες της ανατολής, ούτε όλες οι μυθολογίες του κόσμου, μπορεί να μην σε νοιάζει αν το είπε ή δεν το είπε, αν το έγραψε ή δεν το έγραψε, αν είναι αλήθεια ή ψέματα ό,τι κι αν γράφεται στις ιστορίες του Μπόρχες. Και τελικά όταν φτάσεις πραγματικά να μην σε νοιάζει, όταν αφήσεις πίσω σου τον ευρυμαθή σοφό που ήταν ο συγγραφέας, όταν βγάλεις από τη μέση τον Μπόρχες, τότε μπήκες στον λαβύρινθο του Μπόρχες. Και δεν μπορείς να βγεις. 




Αγαπάω τις εμμονές του κι ας μην μου λένε τίποτα, μου αρέσει η δύστροπη ζωή του- που ήταν ένας τυφλός διευθυντής βιβλιοθήκης αγκιστρωμένος στη μαμά του- μου αρέσει που δεν ξέρω τίποτα για αυτόν παρά μόνον αυτά τα γραπτά, που μοιάζουν ίδια και να κυνηγάνε την ουρά τους, που οποιονδήποτε άλλο, τυφλό και μόνο και ανέραστο, θα τον είχαν οδηγήσει στην τρέλα. Αυτόν τον οδήγησαν στη μεγαλοφυΐα. Αδιαφορώ για τις πολιτικές του επιλογές, δεν με νοιάζει για τους ψιθύρους και γιατί δεν πήρε το Νόμπελ. Ο Μπόρχες είναι ο Μπόρχες, ο Μπόρχες έχει γράψει τον Φούνες και τη Λοταρία της Βαβυλώνας Ο Μπόρχες είναι ανεξιχνίαστος, αν τον έχεις διαβάσει, οι άλλοι που τον έχουν διαβάσει, το ξέρουν. Κι ας μη σε ρωτήσουν ποτέ. Και θα είναι δικοί σου. Και οι άλλοι που είπαν «νιώθω σαν να άνοιξε ένας ολόκληρος νέος κόσμος κι εγώ άρχισα να κατεβαίνω μέσα του» ή «γιατί δεν τον είχα διαβάσει στα σαράντα μου ως τώρα» είναι εν δυνάμει δικοί σου. Γιατί κανείς δεν μπορεί πραγματικά να αντισταθεί στη γοητεία του Άλεφ.



                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Άπαντα πεζά", Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ελληνικά γράμματα, σελ.758, 2005