Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φόερ Τζόναθαν Σάφραν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φόερ Τζόναθαν Σάφραν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6/5/20

"Ιδού εγώ", Jonathan Safran Foer



Πρωτογνώρισα τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ με το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά». Τότε, και μόνο η ιδέα πως ένας συνομήλικός μου συγγραφέας είχε γράψει κάτι τόσο ολοκληρωμένο με γέμιζε δέος. Όταν διάβασα όμως το πρωτόλειό του, το «Όλα έρχονται στο φως», απογοητεύτηκα. Ήταν ένα επιτηδευμένο μυθιστόρημα, φανερά προερχόμενο από εργαστήρια δημιουργικής γραφής, με παγιωμένες ιδέες για το τι είναι καλό να γράφεται, τι είναι τέχνη και τι είναι λογοτεχνία.

Το «Ιδού εγώ», ένα μυθιστόρημα που έρχεται μετά από σχεδόν δεκάχρονη σιγή για τον Φόερ, μου θύμισε τις καλές του στιγμές. Το κεντρικό θέμα του είναι η κατάρρευση ενός γάμου, αλλά ταυτόχρονα μιλά για τη θρησκεία, το Ισραήλ, την αυτοκτονία, την ενηλικίωση, την εφηβεία, τη φιλία. 

Ο Τζέικομπ είναι ένας σαραντάχρονος συγγραφέας που ζει με τη γυναίκα του τη Τζούλια και τα τρία αγόρια τους, τον Σαμ, έναν προέφηβο που δεν αντέχει ούτε τον ίδιο του το δέρμα, τον Μαξ, έναν καλόβολο δεκάχρονο, και τον εξάχρονο Μπέντζι. Η οικογένειά τους μοιάζει σωστά δομημένη, είναι άθεοι, μα επιμένουν ο Σαμ να κάνει μπαρ-μιτσβά, αγαπάνε πιο πολύ τα παιδιά τους από όσο ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπήθηκαν, ή πως δεν ήθελαν στην αρχή ο ένας τον άλλον κολασμένα -απλά πως είναι ήδη είκοσι χρόνια μαζί. Γύρω τους κινείται μια πλειάδα χαρακτήρων, ο παππούς Ισαάκ που δεν μπορεί να ισιώσει τα γόνατά του, όσο χρόνια κι αν πέρασαν από το Ολοκαύτωμα, ο Ιρβ, ο πατέρας του Τζέικομπ, που γράφει εθνικοπατριωτικά άρθρα στο μπλογκ του, ο Ταμίρ, ο ξάδελφος που έρχεται επίσκεψη από το Ισραήλ για το μπαρ-μιτσβά του Σαμ κι εγκλωβίζεται στην Αμερική όσο η πατρίδα του καταστρέφεται, το ίδιο το Ισραήλ ως πατρίδα, και ως φάσμα πατρίδας. 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την πυρηνική οικογένεια, και τον φαινομενικά ανούσιο λόγο να χωρίσει: η Τζούλια βρίσκει στο κινητό του Τζέικομπ σεξουαλικά μηνύματα με μια άλλη γυναίκα. Αν και τα μηνύματα είναι αρκετά έντονα, ο Τζέικομπ δεν απάτησε τη Τζούλια ποτέ, δεν έχει κάνει έρωτα με την άλλη γυναίκα. Σιγά σιγά μέσα από αυτή την κεντρική ιστορία φτάνουμε σε βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα για το ποιος είναι ο καθένας, τι είναι οικογένεια, τι είναι έρωτας, ποια είναι η πατρίδα του, τι τον ορίζει. Στην πορεία έχουμε ξεκαρδιστικούς διαλόγους και στιγμές, έναν πατέρα που σκοτώνει το άβαταρ του γιου του στην "Άλλη ζωή", ένα παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας, έναν γέρο σκύλο που αργοπεθαίνει. Όλα αυτά μοιάζουν πολύ με την ίδια τη ζωή και συνθέτουν ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, που δεν κάνει κοιλιά. 

Ο Φόερ βγαίνει από τις στυλιζαρισμένες ευκολίες, τη μοντερνιστική του παιδεία, απλώνεται σε μια κανονική αφήγηση, πατάει γερά πάνω σε κάτι που ξέρει καλά --τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι πολλά και έντονα, τόσο στην υπόθεση του γάμου του, όσο και στην αίσθηση του έφηβου γιου αλλά και στο θέμα της Εβραϊκής ταυτότητας. Όμως όλο αυτό το στηρίζει λογοτεχνικά, το βίωμα γίνεται λόγος να ταυτιστείς όμως όχι αιτία για λογοτεχνικές εκπτώσεις. Ομολογώ πως το θέμα (μού) είναι οικείο, δυο σαραντάρηδες που είναι μαζί από τα είκοσί τους, κι έχουν φτιάξει μια όμορφη οικογένεια, που έχουν βαλτώσει σε αυτήν και φαίνεται τα προσωπικά τους όνειρα να είναι τελείως αδιάφορα πια. Ο άντρας κάνει μια χαζή μη απιστία- τι ψυχή έχουν μερικά μηνύματα για το αν θέλει ή όχι "να γλείψει τα χύσια του από την κωλοτρυπίδα" μιας άλλης γυναίκας. Δεν έχουν; Αυτά τα μηνύματα που διατρέχουν το μυθιστόρημα, σαν να πρόκειται για κομμάτια μιας Βίβλου, αυτά τα μηνύματα της μη απιστίας, είναι τα πιο σοκαριστικά. Ο γάμος δεν διαλύεται γιατί μπήκε ένα τρίτο πρόσωπο, ή γιατί θα μπορούσε έστω δυνητικά να μπει, αλλά γιατί οι δυο σύζυγοι, που δεν σταματούν να αγαπάνε τα παιδιά τους, έχουν τόσο πολύ χάσει τον εαυτό τους μέσα στην οικογένεια, που σε στιγμές αγνοούν τα παιδιά τους. Δεν αντέχουν άλλο στο πετσί τους. 

Το θέμα της εβραϊκότητας, το πόσο Εβραίος είσαι, όντας άθεος στην Αμερική, και πόσο Εβραίος είσαι όταν πολεμάς για το Ισραήλ μπαίνει σε μια μεθυσμένη κουβέντα ανάμεσα στα ξαδέλφια, και δεν λύνεται ποτέ γιατί δεν μπορεί να λυθεί. Η κάθε συνθήκη είναι μέρος του καθενός, και δεν αλλάζει απλά. Η θρησκεία και η πατρίδα είναι έννοιες περίπλοκες όταν μπλέκεται η προσωπική ιστορία με την Ιστορία, δηλαδή σχεδόν πάντοτε. 

Απόλαυσα το "Ιδού Εγώ", ο Φόερ έχει εκπληκτικό χάρισμα να στήνει σκηνές και να αλαφραίνει τα βιβλία του με χιούμορ, αυτό το ξέραμε και από τα άλλα του. Εδώ έχει καταφέρει να εμβαθύνει και στον κεντρικό του χαρακτήρα, να αναλογιστεί τι είναι αυτό που πονάει πραγματικά, να βάλει τη ζωή του στη σέντρα. Δεν είναι λίγο, ούτε μικρό, κι ας μοιάζει έτσι. Καταπιάνεται με ένα από τα σπουδαία θέματα του καιρού μας και το κάνει πάλι αξιοζήλευτα. Ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ ξεπέρασε και πάλι τους συνομηλίκους του.



                                             Κατερίνα Μαλακατέ




"Ιδού εγώ", Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, μετ.Άρης Σφακιανάκης, Ηρώ Σκάρου, εκδ. Κέδρος, 2019, σελ.608



28/2/12

"Όλα έρχονται στο φως", Jonathan Safran Foer




Έχοντας διαβάσει πρώτα το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά» οφείλω να ομολογήσω πως απογοητεύτηκα κάπως από το πρωτόλειο του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ «Όλα έρχονται στο φως». Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα έξυπνο αφηγηματικό τρικ, το οποίο όσο περνούν οι σελίδες γίνεται εξαιρετικά κουραστικό, παύει να είναι αστείο και σημαντικό, είναι απλά κάπως… ρατσιστικό.

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο νεαρός Τζόναθαν Σάφραν Φόερ που στα είκοσι του ψάχνει να βρει τις ρίζες του στην Ουκρανία. Ο παππούς του και όλοι οι πρόγονοι του υπήρξαν Ουκρανοί Εβραϊκής καταγωγής σε ένα μικρό εβραϊκό χωριό, το Τράχιμπορντ, που το εξολόθρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά  οι Ναζί. Βρίσκει  το Κληρονομιά Τουρς που του υπόσχεται εκπαιδευμένο προσωπικό σε αυτήν την αναζήτηση, στην πράξη όμως ο ιδιοκτήτης απλά αγγαρεύει τον γέρο τυφλό πατέρα του για οδηγό και τον έφηβο γιο του, τον Άλεξ, που μισοξέρει κάποια Αγγλικά, για το ταξίδι. Η αφήγηση είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στα κομμάτια της ιστορίας του Τράχιμπορντ που μας αφηγείται ο Τζόναθαν και τα κομμάτια της ιστορίας τους προς το Τράχιμπορντ που μας αφηγείται με τα άθλια Αγγλικά του ο νεαρός «ξεναγός» του. Κι αν στην αρχή η γραφή του Άλεξ είναι αστεία με τους σολοικισμούς και τα λάθη, δείχνοντας την σύγχρονη Ουκρανία της αρπαχτής, σιγά σιγά όσο βαθαίνει η ιστορία αυτό το κομμάτι γίνεται περιττό, δυσκολεύει την ανάγνωση (τουλάχιστον στην ελληνική μετάφραση), κάνει την ιστορία κάπως πιο ρηχή, μας κάνει να βλέπουμε τον νεαρό Ουκρανό σαν παιδί μειωμένης ευφυΐας.

Η ίδια η ιστορία του Τράχιμπορντ, τόσο η παλαιότερη της προπροπροπροπρο γιαγιάς του Μπόρντ, όσο και του παππού του Σάφραν, έχουν ενδιαφέρον, που ίσως και να τονώνεται και από την αποσπασματικότητα της γραφής. Φαίνονται κάποιες από τις αρετές του Φόερ, όπως η συγκινησιακή φόρτιση των ηρώων, το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλάνε, η ικανότητά του να κάνει πλάκα με τα σοβαρά. Από την άλλη, εδώ δεν μπορεί να κρυφτεί μια ιδέα μελό, τόσο για την περίοδο των Ναζί, όσο και για την σύγχρονη Ουκρανία. Ούτε πως ο συγγραφέας είναι Αμερικανός.

1/9/11

Βιβλιοπροτάσεις: "Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά", Jonathan Safran Foer



Νομίζω πως όταν μιλάμε για το "Νέο Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα" μιλάμε για λάθος Τζόναθαν. Γιατί με πολύ απλά λόγια, θα έπρεπε να μιλάμε για τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Το «Extremely loud and incredibly close» το διάβασα στα ελληνικά γιατί το αγόρασα σε βιβλιοπωλείο-υπερκατάστημα όπου ήταν το μόνο που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το μετάνιωσα, σχεδόν θέλω να το ξαναδιαβάσω και στην αυθεντική του γλώσσα.

Όταν πρωτοδιάβασα  κριτικές για αυτό το βιβλίο, δεν κρύβω πως φοβήθηκα, Αμερικανός που γράφει για την 11η Σεπτεμβρίου, το μυαλό μου γέμισε ευχολόγια, κακά μοιρολόγια και λατρεία για το σημείο της καταστροφής σε μορφή υστερίας. Εγώ ως μη Αμερικανίδα, πριν συνειδητοποιήσω το μέγεθος της καταστροφής ένα απόγευμα που έπινα καφέ στο πατρικό μου, σχεδόν είχα χαρεί από την έκπληξη που έβλεπα κάποιον να τα βάζει με την υπερδύναμη. Μετά ήρθαν τα υπόλοιπα συναισθήματα, η πίκρα κι ο θυμός που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Φοβήθηκα λοιπόν πως δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ.

Κι όμως μπόρεσα. Αφηγητής ο εννιάχρονος Όσκαρ, που έχασε τον πατέρα του στους Πύργους και προσπαθεί να συνέλθει. Πρωταγωνιστές αυτός, ο μπαμπάς του, ο παππούς και η γιαγιά του, επιζήσαντες του βομβαρδισμού της Δρέσδης, η Νέα Υόρκη. Η θλίψη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού είναι ύπουλη, γεμάτη γλυκιά αφέλεια, αλλά ο Όσκαρ δεν είναι ένα οποιοδήποτε παιδί, έχει τις εμμονές του, την προσκόλληση του στο ντέφι του, φτιάχνει ένα ολόκληρο άλμπουμ με πράγματα που του έχουν συμβεί, κι είναι γεμάτο σκληρά αποκόμματα εφημερίδων, στέλνει γράμματα στον Στήβεν Χόκινς. Ο Όσκαρ αλωνίζει όλη τη Νέα Υόρκη, γιατί βρήκε ένα κλειδί σε ένα βάζο στην ντουλάπα του πατέρα του μέσα σε ένα φάκελο που έγραφε Black κι αποφασίζει να επισκεφτεί όλους τους Μπλάκ της πόλης. Κι έχει έναν παππού που έχασε την λαλιά του στο βομβαρδισμό της Δρέσδης, μια γιαγιά που προσπαθεί να επιβιώσει από τις μνήμες. Γιατί οι πράξεις εκδίκησης πάνω στα κεφάλια αθώων αφήνουν κι αυτές θύματα όπως όλες οι άλλες.

Το διάβασα αχόρταγα, μέσα σε λίγες μέρες, δεν ήθελα να το αφήνω για πολύ. Γιατί πέρα από τον πολιτικό συμβολισμό, από τη Δρέσδη και τη Νέα Υόρκη, ο Όσκαρ Σελ είναι ένας εκπληκτικός λογοτεχνικός ήρωας κι η ιστορία του αξιοδιάβαστη. Όσο για τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα, πρωτοπρόσωπη αφήγηση μέσα από τα μάτια ενός 9χρονου, γράμματα σε έναν αγέννητο και άγνωστο γιο (από τον άλαλο παππού) και σε έναν γεννημένο και πολύ αγαπημένο γιο (από την πανταχού παρούσα αλλά και διακριτικά απούσα μητέρα), δεν έχω παρά θαυμασμό. Λίγοι μπορούν να σπάσουν έτσι την αφήγηση κι όμως να μη χάσει τίποτε από την συνοχή και τη φρεσκάδα της.



Υ.Γ. Δεν θέλω να δω την ταινία.