30/7/10

"Childhood’s end", Arthur Clarke



Σε γενικές γραμμές τρελαίνομαι για βιβλία επιστημονικής φαντασίας, είτε στην παλιά κλασική μορφή τους – στην εφηβεία μου διάβασα και ξαναδιάβασα όλον τον Ασίμωφ- είτε στην νεότερη πιο σοφιστικέ εκδοχή τους. Αυτό το βιβλίο πάντως του Άρθουρ Κλαρκ με έκανε να βαρεθώ. Δε φταίει φυσικά το βιβλίο, που γράφτηκε το 1952, πως θα μπορούσε να προβλέψει την άνθηση της τεχνολογίας τα τελευταία 60 χρόνια, φταίει όμως λίγο ο συγγραφέας και η ενασχόλησή του με την παραψυχολογία και τα παρα-φυσικά φαινόμενα που με κάνουν να βαριέμαι.

Bρισκόμαστε λοιπόν στον 21ο αιώνα και η γη διοικείται από εξωγήινους που έχουν φτάσει μια ωραία μέρα με τα διαστημόπλοιά τους κι έχουν διαμιάς βαλθεί να κάνουν τον πλανήτη ένα εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς. Έτσι εξαλείφονται οι πόλεμοι, η βία, το έγκλημα, η πείνα, και φυσικά η καλλιτεχνική δημιουργία και η έμπνευση. Αυτοί οι εξωγήινοι κρύβουν τη μορφή τους για κάποια χρόνια, μέχρι να τους συνηθίσει η ανθρωπότητα γιατί μοιάζουν με τον…διάβολο. Ναι, ναι, έχουν κερατάκια, φτεράκια, ουρίτσα και τα άλλα συναφή. Κι είναι εδώ ως τοποτηρητές για ένα πείραμα που θα οδηγήσει στη καταστροφή.

Το τέλος της παιδικότητας- “Childhood’s end”- ή τέλος πάντων όπως κι αν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα (το να εφευρίσκω τίτλους για βιβλία στη μετάφρασή τους μου έχει γίνει κάτι σα χόμπι τελευταία, ίσως γιατί βαριέμαι να ψάξω για τη μετάφραση!!!) είναι ένα βιβλίο που 60 χρόνια μετά την έκδοσή του δεν αξίζει να διαβαστεί, ούτε από φανατικούς του είδους, όπως η αφεντιά μου.

"Childhood’s end", Arthur Clarke, ed. Del Ray, 1987, 224


24/7/10

Το μυστικό νερό


"Το μυστικό νερό" είναι από τα πρώτα βιβλία που έγραψε η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, που το βιβλίο της "Τί είδε η γυναίκα του Λωτ" με είχε ενθουσιάσει. Έχει λοιπόν τις αρετές αλλά και τα προβλήματα των πρωτόλειων. Είναι μια, όχι πάντα επιτυχημένη, προσπάθεια για τη δημιουργία ενός φανταστικού κόσμου και μιας ιστορίας που τα έχει όλα, τις μεταφυσικές της ανησυχίες, την αινιγματική πλοκή, τους σύνθετους χαρακτήρες.


Η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό νησί του Αιγαίου, τη Σαντάνα, που η Μεσαιωνική του Ιστορία το κυνηγά ακόμα και σήμερα. Το νησί κρατούν χωρισμένο και ενωμένο δυο αντίπαλοι πόλοι, από τη μια το Μοναστήρι με τις άσπιλες και αμόλυντες 13 μοναχές Άννες και από την άλλη το Παλάτι, το τοπικό μπορντέλο με επικεφαλής τη Δαλιδά. Στη διαμάχη αυτών των "ιδρυμάτων" θα αποκαλυφτούν πολλά πράγματα με κεντρικό άξονα την Σάντα Άννα, την "ειδική" Αγία του νησιού και μια απλή Αρχειοθέτρια του Νερού, την Ελπίδα Σακελλαρίου. Αλλά αυτό που κυρίως θα φανεί είναι πως οι δυο "θεσμοί" δε διαφέρουν σε τίποτα.

Η συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τη μυθοπλασία, να εισαγάγει πολλούς ετερόκλητους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, να κτίσει την πλοκή. Αλλά δεν κατορθώνει να συγκρατήσει αυτό το οικοδόμημα που ειδικά στο τέλος ξεφεύγει κι έτσι λήγει την ιστορία του κάπως γρήγορα και άδοξα. Όπως δεν θα έπρεπε σε έναν τόσο όμορφο, μαγικό κόσμο.

Πάντως, αν αυτό το βιβλίο ήταν ο προπομπός για να υπάρξει κάτι τόσο ολοκληρωμένο ως ιδέα, διαμόρφωση και εκτέλεση όσο η "γυναίκα του Λωτ", τότε δεν έχω παρά να βγάλω στην κυρία Μπουραζοπούλου το καπέλο.

19/7/10

"The terrible privacy of Maxwell Sim", Jonathan Coe


«Η φρικτή ιδιωτικότητα του Μάξγουελ Σιμ», λοιπόν ή αλλιώς “The terrible privacy of Maxwell Sim”, μιας και ιδέα δεν έχω αν έχει προλάβει να μεταφραστεί στα ελληνικά και ποιός είναι ο τίτλος. Καινούργιο βιβλίο ενός αγαπημένου μου συγγραφέα, του Τζόναθαν Κόου, που έχω διαβάσει όλα του τα μυθιστορήματα με κορυφαία το “What a carve up!” και το “The Rotters’ club”.

Αν μιλούσαμε για οποιονδήποτε άλλο, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο. Όμως εδώ μιλάμε για τον Κόου, που συνδυάζει συνήθως με άψογο βρετανικό φλέγμα τη σοβαρή και την αστεία πλευρά της ζωής, που φτιάχνει ιστορίες που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες γενιές. Και τέτοιο βιβλίο, αυτό δεν είναι. Κεντρικός ήρωας είναι ο Μάξγουελ Σιμ, άρτι χωρισμένος, με κλινική κατάθλιψη, που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με τους ανθρώπους (τον πατέρα, τη μάνα, την πρώην του, την κόρη του) αλλά και να κάνει καινούργιες σχέσεις. Στην πορεία βρίσκεται να κυνηγά μια χίμαιρα στο Σίδνευ, να κάνει ένα τρελό ταξίδι ως τα Σέτλαντ στην Σκωτία, μόνος με ένα εταιρικό αμάξι, να βρίσκει και να χάνει ανθρώπους από το παρελθόν και το παρόν του, να βρίσκει και να χάνει τα λογικά του.

Ο Σιμ είναι ένας άντρας αποξενωμένος από όλα όσα κάνουν τη ζωή ευχάριστη να τη ζεις κι όμως συνεχίζει, όχι να ζει, απλά να επιβιώνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα εδώ, η συνεισφορά του Κόου στην προσπάθεια κατανόησης των καιρών μας. Αυτό πάντως που είναι ακατανόητο είναι το τέλος μετά το τέλος, εξι σελίδες εντελώς άχρηστες, και καθόλου αστείες.....

"The terrible privacy of Maxwell Sim", Jonathan Coe, ed. Penguin, Viking, 2010, pg. 339

9/7/10

Η Σκιά του ανέμου


Εξαιρετικό βιβλίο, με ατμόσφαιρα, πλοκή, ουσία, κι όλα αυτά παρ' όλο το ξενέρωτο εξώφυλλο που το κάνει να μοιάζει με κάποιο γυναικείο ευπώλητο και το ύποπτο χάπι έντ. "Η Σκιά του ανέμου" του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν με κεντρικό ήρωα τον Ντανιέλ, ένα γιο βιβλιοπώλη που βρίσκει στα Νεκροταφείο των Λησμονημένων βιβλίων ένα μυθιστόρημα που θα του αλλάξει όλη τη ζωή, καταφέρνει να δώσει την ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης σε μια άλλη εποχή -λίγο μετά τον εμφύλιο- και ταυτόχρονα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια πλοκή καταιγιστική, αν και κάποιες φορές προβλέψιμη.

Το βιβλίο που διαλέγει ο ήρωας είναι μια τελευταία κόπια του μυθιστορήματος "Η Σκιά του Ανέμου" ενός άσημου συγγραφέα, του Χουλιάν Καράξ. Κι είναι η τελευταία γιατί κάποιος άντρας γυρνά όλο τον κόσμο και καίει όλα τα αντίτυπα. Προσπαθώντας να διαλευκάνει αυτό το μυστήριο, ο νεαρός μπαίνει στη ζωή του Καράξ και στο μύθο που την ακολουθεί, ερωτεύεται και κάνει φιλίες, μπλέκει με έναν βασανιστή της δικτατορίας, μαθαίνει δυο τρία πράγματα για τη ζωή. Στο τέλος, εντελώς απρόβλεπτα για ένα ατμοσφαιρικό ανάγνωσμα όπως αυτό, όλα ξεκαθαρίζουν.

Το μυθιστόρημα τούτο δείχνει με σαφήνεια πως έχω αρχίσει να είμαι κάπως ρατσίστρια με τα διαβάσματά μου. Καιρό τώρα καθόταν στην βιβλιοθήκη μου και δεν έπαιρνα την απόφαση να το διαβάσω γιατί το εξώφυλλο, αλλά και οι εκδόσεις με προδιέθεταν αρνητικά. Μάλλον εδώ είναι το σημείο που πρέπει να υποσχεθώ στον εαυτό μου να μην κρίνω ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του.

Υ.Γ. Άσχημη και εντελώς ασήμαντη δεν ακούγεται αυτή η τελευταία φράση στην ελληνική της μετάφραση;



5/7/10

Μια μικρή Κατερινούλα

Δεν ξέρω σε ποιό βαθμό το τί είμαστε το καθορίζουν τα διαβάσματά μας. Δεν ξέρω ακόμα αν θα μπορούσε κανείς να μετρήσει την επίδραση του κάθε βιβλίου χωριστά ή τη συλλογική, άγρια δύναμη του διαβάσματος. Ξέρω αυτό, αυτό που κάθε φορά είμαι το καθορίζει το βιβλίο που διαβάζω και η ιστορία που γράφω. Κι αυτή η σχέση μοιάζει περισσότερο με την ηθοποιία, παρά με τη συγγραφή και την ανάγνωση. Μόνο που δεν ταυτίζομαι με τον ήρωα παρά με τη ροή της αφήγησης. Αν με ρωτήσετε την πλοκή ενός βιβλίου, ακόμα και πολλές φορές διαβασμένου, σπάνια τη θυμάμαι ατόφια. Όμως ξέρω την αύρα του, τη μυρωδιά του, τί έγραφα τότε και πώς ζούσα. Περίεργο, ε; Αντί για το βιβλίο, θα πω τόσα πράγματα για μένα.

Ξεκίνησα να διαβάζω για δυο λόγους, ο πρώτος ήταν πως υπήρχαν βιβλία στο σπίτι κι ήμουν παιδί που βαριόταν εύκολα. Ο δεύτερος η μοναξιά μου. Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια δεν τα πολυκατάφερνα με τους άλλους. Κι ακόμα και σήμερα μέσα από την κοινωνικό εαυτό μου ξεπηδά κάποτε κάποτε μια ντροπαλοσύνη αλλόκοτη, που οι άνθρωποι που με γνώρισαν ενήλικη δεν μπορούν πλήρως να καταλάβουν. Δεν ταιριάζει με την εικόνα.

Το να φτιάχνω ιστορίες λίγο πριν κοιμηθώ ήταν το μόνο που με κράτησε λογική στην εφηβεία μου. Αλλιώς μάλλον θα είχα σοβαρότερα προβλήματα. Το να φτιάχνω ιστορίες, και σεξουαλικού περιεχομένου, ήταν το μόνο που με βοηθούσε να κοιμηθώ. Είναι σκληρά τα μικρά παιδιά. Σκληρά με αυτόν που δεν είναι όπως οι άλλοι, που ξεχωρίζει κάπως. Δεν ξέρω να σας πω ακόμα και σήμερα το γιατί, μάλλον από κακή συγκυρία αλλά ήμουν αυτό το παιδί της τάξης που τρώει το σπόγγο κατακέφαλα, που το περιμένουν στη γωνία να του ψάλλουν ρυθμικά "χοντρή" και "φυτό". Δεν ήμουν ούτε η πιο χοντρή, ούτε η πιο διαβαστερή στην τάξη. Έτυχε κι ήμουν εγώ.

Οι ιστορίες μου με κράτησαν ζωντανή για να γίνω καλύτερη, να ξεφύγω από τη μοναξιά μου τα επόμενα χρόνια. Απόδειξη πως με το που βρέθηκα σε άλλο περιβάλλον, του πανεπιστημίου, κανείς δε σκέφτηκε να με πει χοντρή, φυτό, χαζή, κάτι. Ήμουν ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Με την επιτέλους ουσιαστική παρέα του, τα αισθηματικά , τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά του. Και τη λόξα της συγγραφής. Που μπορεί να έβαλα για λίγο στην άκρη για να ζήσω κάποια πράγματα που στην εφηβεία μου δεν έζησα - ευφημισμός για μια περίοδο με πολλά ποτά και πολλά ξενύχτια, ό,τι δεν κάνει κανείς στην ώρα του το ζει ακόμα πιο άγρια μετά- αλλά παραδόξως δεν ξέχασα. Και τη χαρά της ανάγνωσης. Κληρονομιά και προίκα. Ηδονή αλλόκοτη και μια σιγουριά για το μέλλον πως τα χειρότερα είναι πίσω μου. Μα κι αν δεν είναι, δε με νοιάζει.

Υ.Γ. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αφορμή για αυτή την ανάρτηση υπήρξε αυτό το ποστ του Χρήστου...