31/5/12

Game of Thrones





Υποψιάζομαι πως ο μέσος βιβλιόφιλος που σκέφτεται σοβαρά τον εαυτό του ως τέτοιο δεν θα ήθελε να χαραμίσει αναγνωστικό χρόνο στο Game of Thrones του G.R.R. Martin. Τα βιβλία είναι ογκωδέστατα και μάλλον έχουν λίγα να προσθέσουν στον ψαγμένο αναγνώστη που προσπαθεί να χωρέσει όλο και περισσότερα αξιόλογα διαβάσματα στα πεπερασμένο χρόνια της ζωής του. Ως εδώ όλα πολύ ωραία και κουλτουριάρικα. Τί γίνεται όμως με την τηλεοπτική σειρά;
Η τηλεοπτική σειρά είναι η κορυφαία από αυτές που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Δεν ήμουν ποτέ οπαδός του fantasy, όπως μάλλον θα έχετε μαντέψει από τα αναγνωστικά μου γούστα, όμως εδώ μιλάμε για σφιχτοδεμένη πλοκή με πολιτικές αποχρώσεις, ολοκληρωμένους χαρακτήρες που μπαίνει στον κόπο κάποιος να τους στήσει κι έπειτα να τους… δολοφονήσει, και πάνω από όλα ένα φαντασιακό περιβάλλον πέρα από κάθε φαντασία.
Στο βασίλειο του Westeros, όπου οι εποχές έχουν τρελαθεί και κρατάνε ολόκληρα χρόνια, βρίσκονται στο τέλος ενός μακρού καλοκαιριού και περιμένουν έναν επίσης μακρόχρονο χειμώνα.  Ο βασιλιάς σκοτώνεται, στο θρόνο κάθεται ο υπερφίαλος, σαδιστής δεκαεξάχρονος  γιος του και από τις αντίπαλες φατρίες ένα σωρό άνθρωποι που θεωρούν πως έχουν το δικαίωμα ξεκινούν να μαζεύουν στρατούς και αυτοανακηρρύσονται βασιλιάδες. Ταυτόχρονα μια ξανθιά διεκδικήτρια του θρόνου παντρεύεται έναν βασιλιά των άγριων καβαλάρηδων.
H πλοκή ακούγεται μοβόρα και πολεμική και σε ένα βαθμό είναι. Όπως επίσης είναι πολύ σεξουαλική και βίαιη. Όμως αυτό που ξεχωρίζει τη σειρά είναι οι χαρακτήρες∙ δεν είναι- ούτε καν οι πιο μικροί κι ασήμαντοι- σχηματικοί, είναι ζωντανοί, παλλώμενοι κι ας καταλήγουν παλουκωμένοι. Κι επειδή ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου πεθάνει ο πρωταγωνιστής σου, ένα έχω να πω περιμένοντας το δεύτερο season finale : «Κάτω τα χέρια από τον Τύριον.»




29/5/12

"Τεχνητή αναπνοή", Ricardo Piglia





Η «Τεχνητή αναπνοή» του Ρικάρντο Πίλια είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, γραμμένο σε μεγάλο βαθμό στη μορφή επιστολών που βρίθει αναφορών σε λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα. Καταλαβαίνω την αξία του χωρίς πλήρως να μπορώ να το εκτιμήσω γιατί μου λείπει η γνώση- πολύ λίγα από τα φιλοσοφικά κείμενα έχω διαβάσει και όχι αρκετά από τα λογοτεχνικά για να μπορέσω να φτάσω σε ασφαλή συμπεράσματα.
Η υπόθεση έχει ως εξής, ένας άντρας γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του θείου του που είναι εξαφανισμένος. Αρχίζει να λαμβάνει επιστολές από τον εν λόγω θείο μετά τη δημοσίευση, όπου η ιστορία όπως συμβατικά την ήξερε ανασκευάζεται, η ζωή αναλύεται με διαφορετικούς όρους. Ο θείος του ζητά να τον συναντήσει, όμως όταν φτάνει στην πόλη με το τρένο δεν βρίσκει παρά τον Πολωνό φίλο του, δεινό σκακιστή και φιλόσοφο. Η βραδιά καταλήγει ένας μονόλογος του Πολωνού, μια ανασκευή σχεδόν όλων των μεγάλων φιλοσόφων του αιώνα μας. Στην πορεία εμπλέκεται  ο Χίτλερ με τον Κάφκα.
Κρατώ από τούτο το βιβλίο δυο σκέψεις:

«Πρέπει κανείς να σκέφτεται ενάντια στον εαυτό του και να ζει σε τρίτο πρόσωπο»

«Πάντοτε για το θάνατο μιλώ, ποτέ δεν καταφέρνω να πεθάνω»

Πιστεύω πως και οι δυο θα με συντροφέψουν καλά όσο θα αναμασώ τα υπόλοιπα που έμαθα, κι αυτά που με τον καιρό θα μαντέψω, τα βράδια όσο σκέφτομαι τις υπόλοιπες λέξεις του συγγραφέα. Κι ίσως με τον καιρό σχηματίσω και άποψη.

"Τεχνητή αναπνοή", Ρικάρντο Πίλια, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2004



28/5/12

Μια μιζέρια γιαλατζί





Χθες βράδυ έκανα την – μάλλον μόνιμα πια ηλεκτρονική- παραγγελία βιβλίων μου, είδα το τελικό ποσό στο λογαριασμό, που ήταν μειωμένο σε σχέση με άλλες φορές αλλά μεγάλο και μελαγχόλησα. Σκέφτηκα πως ίσως σε λίγο καιρό αυτά τα χρήματα δεν θα μπορώ να τα δίνω σε τέτοιες «πολυτέλειες». Από όλα τα εξωφρενικά ποσά που έδινα για κατανάλωση (όπως όλοι μας ή σχεδόν όλοι) ως τώρα, το μόνο που έχω διατηρήσει είναι τα βιβλία.
Δεν είμαι κοκέτα, είμαι αρκετά τυχερή για να έχω κληρονομήσει ένα πρόσωπο που δεν φαίνεται φρικτό ακόμα και άβαφο, και για αυτό δεν βάφομαι ποτέ, δεν έχω πάει ποτέ να κάνω τα νύχια μου, δεν έχω πατήσει σε αισθητικό. Θέλω να πω είμαι μια γυναίκα που δεν ενδιαφέρεται εξαιρετικά για την εμφάνισή της, περίπου στο μέσο όρο. Όμως ξόδευα κι εγώ πολλά σε ρούχα, παπούτσια, τσάντες. Αυτά δε μου λείψανε σχεδόν καθόλου, είχα όλα αυτά τα χρόνια σωρεύσει ένα σωρό ρούχα κι αξεσουάρ γύρω μου που μου φτάνουν για καιρό. Νόμιζα πως θα μου λείψει η έξοδος, όμως ούτε αυτό με καίει πολύ, μπορείς πάντα να πας μια βόλτα στη λιακάδα χωρίς να ξοδέψεις μια περιουσία.
Αυτό που μου λείπει είναι η ξεγνοιασιά. Ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκα τα λεφτά για βιβλία, δεν τα μετρούσα καν, ποτέ άλλοτε δεν λυπήθηκα που έμεινε φαγητό στο τραπέζι ενός εστιατορίου (χθες το έπαθα κι αυτό), καταλαβαίνω πως έτσι ξεκινά η μιζέρια. Δεν είναι καν μια πραγματική μιζέρια, από κείνες που προκύπτουν από την πείνα και την ανέχεια, είναι μια μιζέρια γιαλατζί, που μου τη φόρεσα μαζί με θλίψη, μια μαγική εικόνα που υπαγορεύει τώρα αυτό το μάζεμα, εκεί που κάποτε διέταζε το άπλωμα. Είναι η τεχνητή προβολή των φόβων μας, σα να πονάει περισσότερο η προοπτική από την ίδια την κατάσταση. Με λίγα λόγια, αυτό το κάνω εγώ η ίδια στον εαυτό μου.  

26/5/12

Αυστηρά για μαμάδες (άντε και για μπαμπάδες...)



Ο σκιουράκος τρελαίνεται για το εν λόγω ελαφαντάκι. Αλλά κι εμένα μου έχει κολλήσει και το τραγουδάω συνέχεια..... Και ξέρει απέξω την "ντροπαλή ντομάτα", από την πολύ καλή εκπαιδευτική σειρά "Ένα γράμμα, μια ιστορία"



Δεν έχω καμία ηθικοπλαστική ένσταση με την μπεμπέ λιλλή ή τους mazoo. Νιώθω όμως περηφάνια που στα δύο του ξέρει τον Πίκο Απίκο και τραγουδάει την "Ρόζα, Ροζαλία".  Κουκουβααααααα


Υ.Γ. Αφορμή για αυτήν την έξαρση μητρικού ενστίκτου υπήρξε αυτή η ανάρτηση στο Ψαροκόκαλο

24/5/12

"Άπειροι κόσμοι", John Banville






Δεν θα ξεκινήσω να εξηγώ γιατί πήρα το «Άπειροι κόσμοι» του Μπάνβιλ, γιατί δεν θα έχει κανένα νόημα. Πριν από μερικά χρόνια, όταν διάβασα τη «Θάλασσα», δυσκολεύτηκα να βρω την όποια γοητεία στη γραφή του, οπότε μάλλον έφταιξα που εμπιστεύτηκα το οπισθόφυλλο και έδωσα στο συγγραφέα μια ακόμα ευκαιρία. Μου πήρε χρόνο να τελειώσω το βιβλίο, και το έκανα από αναγνωστική διαστροφή και τίποτε άλλο. Ούτε το τέλος με ενθουσίασε. Είπαμε, στην τελική ανάλυση έχει να κάνει και με τη χημεία βιβλίου- αναγνώστη.
Ο Αδάμ Γκόντλι, άλλοτε βραβευμένος μαθηματικός, έχει πάθει εγκεφαλικό και οι συγγενείς του μαζεύονται στο σπίτι πριν πεθάνει. Ο γιος του, Αδάμ, είναι ένας αδέξιος αλλά αξιόπιστος άνθρωπος, η κόρη του Πέτρα μια σαλεμένη τρελή, η μαμά Ούρσουλα μια γυναίκα τριάντα χρόνια μικρότερη του Αδάμ του πρεσβύτερου που κάνει όμως σα να πεθαίνει αυτή.
Δυσκολεύτηκα να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες κυρίως γιατί δεν τους γνωρίζουμε παρά αμυδρά. Το όποιο ενδιαφέρον του βιβλίου εστιάζεται στον αφηγητή που στο μεγαλύτερο μέρος δεν είναι άλλος από τον θεό Ερμή, που με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο μπουρδουκλώνεται στις ζωές αυτών των ανθρώπων που δεν κάνουν ούτε παθαίνουν απολύτως….τίποτα. Την εμφάνιση του κάνει κι ο Πάνας, ο πιο μη σεξουαλικός Πάνας που έχω συναντήσει ποτέ στη λογοτεχνία. Με λίγα λόγια, οι «Άπειροι κόσμοι» με συντρόφευσαν σε άπειρα χασμουρητά.

"Άπειροι κόσμοι", Τζων Μπάνβιλ, μετ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη 2010, σελ.252 


23/5/12

Η Αφοσίωση






Τον τελευταίο καιρό τριβελίζει το μυαλό μου μια έννοια τελείως παλιομοδίτικη, εντελώς αντιεμπορική, που αποπνέει ναφθαλίνη. Η αφοσίωση. Αντιλαμβάνομαι στους γύρω μου, αναγνώστες και μη, την ανικανότητα να αφοσιωθούν σε έναν άντρα, ένα παιδί, μια δουλειά, την ανάγνωση, το γράψιμο.

 «Αγαπώ να διαβάζω αλλά ποτέ δε βρίσκω χρόνο»
 «Ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου, μα τώρα δεν το νιώθω και βαριέμαι»
 «Ήθελα να κάνω παιδί γιατί χτύπησε το βιολογικό μου ρολόι μα τώρα το μεγαλώνει η γιαγιά του»
 «Αρχίζω συνέχεια μεγάλα κείμενα, έχω πολλές ιδέες και δεν τις ενώνω».

 Βαρέθηκα να το ακούω, σιχάθηκα να το βλέπω, όχι άλλη φυγή. Όταν ήμουν έφηβη έλεγα- και δικαίως- πως η βασική αιτία της ανελευθερίας μας είναι η ύπαρξη των άλλων. Ίσως όμως η ελευθερία της ατομικότητας να είναι υπερτιμημένη.

Ένα από τα πρώτα σκαμπίλια που τρώει αυτός που παίρνει την απόφαση να γράψει μεγάλο κείμενο ενώ μέχρι τότε έγραφε μικρά πεζά ή ποιήματα είναι η ανάγκη προγράμματος και συστηματικότητας. Μα μπαίνει η έμπνευση σε καλούπια; Ο Μπουκόφσκι έγραψε το δικό του σε δυο εβδομάδες. Μπαίνει η γαμημένη. Χρειάζεται αφοσίωση. Σε αυτήν την παρωχημένη έννοια κρύβεται η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, των ανθρώπων, δεν μπορείς να είσαι αφοσιωμένος σε όλους ή σε όλα∙ δεν μπορείς να ακούς όλα τα είδη μουσικής, τότε δεν ακούς τίποτα. Μπορείς όμως να διαλέξεις που θα δώσεις την ελευθερία σου, το χρόνο, την αγάπη σου. Προσεχτικά. Κι έπειτα να παλέψεις για αυτό, με νύχια και με δόντια. Όχι για την επιτυχία, για την ευτυχία.

Για μένα αυτό το ξεκαθάρισμα είναι πια πρωταρχικό σημείο ωρίμανσης. Το «έφυγα από το εφηβικό στάδιο όπου όλα θα έπρεπε να τα δοκιμάσω και να φύγω στον άνεμο πεθαίνοντας νωρίς για να κάνω ωραίο πτώμα», το σηματοδοτεί το πέρασμά μου από την ποίηση στο μυθιστόρημα, από το ακατέργαστο συναίσθημα, στο σφιχταγκάλιασμα του αισθήματος με την αφοσίωση. Στο γάμο το κοινό κλισέ είναι «δεν είμαι ερωτευμένη πια, αλλά τον αγαπάω». Στο γράψιμο και στη ζωή το κοινό κλισέ θα έπρεπε να είναι «Επέλεξα αυτό στο οποίο θέλω να αφιερωθώ». 


20/5/12

Carlos Fuentes (11/11/1928 - 15/05/2012)





Όταν άκουσα για τον θάνατο του Κάρλος Φουέντες δεν πάγωσα, όπως για τον Ζοζέ Σαραμάγκου, δεν στενοχωρήθηκα όπως για τον Ταμπούκι. Όμως έχει μείνει στο μυαλό μου η είδηση, μαζί με την κλασική εικόνα του, καλοστεκούμενου και χαμογελαστού. Ε, λοιπόν, όσα βιβλία του κι αν έχω διαβάσει με κορυφαία το «Ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ» και το «Το κάθισμα του αετού», όσο κι αν με γοήτευσε  στα «Κρυστάλλινα σύνορα» και το «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες», παραμένει για μένα κάπως απόμακρος, ένας άνθρωπος που πέρα από εξαιρετικός συγγραφέας έζησε τη ζωή του ολοκληρωμένα, δεν είχε ανάγκη τα σκοτάδια του.
            Ο Φουέντες, αν και φυσικά είχε το μερτικό του στη δυστυχία- το να πεθαίνουν πριν από σένα τα δυο από τα τρία παιδιά σου είναι μάλλον εξουθενωτικό- είχε μια υγεία στον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα αλλά και στον τρόπο που έγραφε, που δεν σε άφηνε να τον συμπονέσεις και να βρεθείς κοντά του συναισθηματικά, μόνο στο έργο του. Βαθιά πολιτικοποιημένος έγραφε για τα πιο σημαντικά με τρόπο ευθύ και καθόλου σκοτεινό, σα να μην είχε ποτέ, ούτε μια στιγμή, φλερτάρει με την κατάθλιψη ∙ σπάνιο για τόσο μεγάλο καλλιτέχνη. Η γραφή του, στην οποία σχεδόν πάντα προτιμούσε την πολυφωνία, ήταν καθαρή, με έναν τρόπο να σε παγιδεύει εντελώς γήινο, χωρίς νοσηρότητα. Ήταν μια από τις πιο νηφάλιες φωνές- πολιτικά και καλλιτεχνικά- των καιρών μας και για αυτό λυπάμαι που θα μας λείψουν τα επόμενα γραπτά του.


17/5/12

"Oblivion", David Foster Wallace





"The heir apparent to Thomas Pynchon*", λέει η κριτική των Times στο πίσω μέρος του paperback που έχω στα χέρια μου. Κι αν και οι γνώσεις μου για τον Pynchon είναι πολύ περιορισμένες, μιας και οι πρόσφατες προσπάθειες μου με το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» δεν ξεπέρασαν ποτέ την 50η σελίδα, νιώθω πως ο κριτικός των Times έχει τα  δίκια του. Μιλάμε κι εδώ για μια γραφή δύσκολη και συνειρμική, που καθώς προχωρά βυθίζεται στις λεπτομέρειες, με μια αίσθηση σπιράλ που μαζεύεται αντί να απλώνεται για να φτάσεις στο κέντρο, ένα κέντρο που δεν είναι σχεδόν ποτέ το αναμενόμενο.
Στις ιστορίες που περικλείονται στο “Oblivion” ξεπηδούν θέματα όπως η ζωή και ο θάνατος, οι βασικοί φόβοι και οι προσποιήσεις, το ψέμα στον ίδιο μας τον εαυτό για να αντέξει.

 Η πρώτη ιστορία «Mr. Squishy» είναι ένα στριφνό σε πολλά σημεία κείμενο γεμάτο τεχνικές λεπτομέρειες, αφορά σε ένα γκρουπ «δοκιμαστών» για καινούργια προϊόντα  που δοκιμάζει ένα σνακ σοκολάτας και τον μεσολαβητή της διαφημιστικής εταιρείας. Ταυτόχρονα, μια σκοτεινή φιγούρα προσπαθεί να αναρριχηθεί με βεντούζες στο κτίριο.

Στο «The soul is not a Smithy», ένα παιδί που ξέρει πολύ καλά να ονειροπολεί, μας εξηγεί πως μέσα από το χάζι στο παράθυρο εν ώρα μαθήματος, όπου εκτυλίσσονταν ένα σωρό ιστορίες, κατάφερε να καταλήξει όμηρος του καθηγητή του που παθαίνει ένα μικρό ψυχωτικό επεισόδιο.

Στο φρικιαστικό «Incarnations of burnt children» ένα νήπιο καίγεται με νερό από την κατσαρόλα κι οι γονείς του προσπαθούν να το βοηθήσουν.

Στο «Another Pioneer» ένα χαρισματικό παιδί γεννιέται σε μια άγρια φυλή. Στην αρχή η φυλή το βάζει σε ένα βάθρο και το ρωτά κι έτσι προοδεύουν όλοι μαζί. Μέχρι το παιδί να φτάσει στην έκρηξη της ήβης και να συνειδητοποιήσει πιο βαθιά πράγματα.

Το «Good old neon» είναι ο μονόλογος στον ψυχαναλυτή του ενός ανθρώπου που πιστεύει πως είναι μια απάτη, πως όλα στη ζωή του γίνονται για να καταφέρει να πείσει τους άλλους πως είναι καλός. Και το χειρότερο, πως συνήθως τα καταφέρνει.

Στο “Philosophy and the mirror of nature” ο αφηγητής μας εξηγεί πως δυο πλαστικές εγχειρίσεις άφησαν τη μάνα μου με μια έκφραση συνεχούς παγωμένου τρόμου στο πρόσωπο.

Το “Oblivion”  αφορά σε έναν υπέρ το δέον αναλυτικό αφηγητή που μπαίνει σε ένα καυγά με την επί χρόνια γυναίκα του. Αυτή ισχυρίζεται πως ροχαλίζει, αυτός πως εκείνη το φαντάζεται όσο κοιμάται, ενώ ο ίδιος δεν έχει καταφέρει ακόμα να κοιμηθεί.

Και τέλος «The suffering channel”, όπου ένας δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό στυλ, ανακαλύπτει έναν τύπο που μπορεί με τα σκατά του να φτιάχνει έργα τέχνης. Και την πεινασμένη για δημοσιότητα γυναίκα του.

Δεν θα προσποιηθώ πως το ταξίδι στις ιστορίες του Wallace ήταν εύκολο. Το βράδυ που διάβασα την ιστορία με το νήπιο δεν κατάφερα να κοιμηθώ, συχνά θυσίασα το πρωινό μου γράψιμο για να διαβάσω την ώρα που έχω περισσότερη διαύγεια. Ούτε θα πω πως μου άρεσαν όλες. Η πρώτη ας πούμε με άφησε με μια γλυφή αίσθηση, σα να μου υποσχέθηκαν νερό κι έπειτα να με έκλεψαν και να με άφησαν διψασμένη. Όμως ο David Foster Wallace κατάφερε να μπει με ένα μόνο βιβλίο στο πάνθεο των συγγραφέων που με σημάδεψαν.


* Πώς ένας πεθαμένος είναι ο κληρονόμος ενός ζωντανού είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο.  Και μια ειρωνεία αντάξια και των δύο τους.

"Oblivion", David Foster Wallace, Abacus, 2004, pg.329


Υ.Γ. Στα ελληνικά μεταφράστηκε "Αμερικάνικη Λήθη", το αμερικάνικο του πράγματος ειλικρινά αδυνατώ να το κατανοήσω....
  

14/5/12

Διατί γράφομεν





Διαβάζω τον τελευταίο καιρό σκόρπια από δω κι από κει τί είναι ο καλός συγγραφέας, πώς γράφει, που γράφει, με ποιόν γράφει. Λοιπόν εγώ θα σας πω γιατί γράφει, γράφει γιατί είναι μαζόχας και πιθανώς κακός ηθοποιός. Πάντως σίγουρα γιατί θέλει να γίνει σκηνοθέτης. Γράφει γιατί  εκείνη τη στιγμή που πεθαίνει το παιδί του δε θα τη ζήσει ποτέ -για μένα η στιγμή του απόλυτου σκοταδιού και φόβου- κι όμως κάπου ενδόμυχα θέλει να τη ζήσει, τη ζει κομμάτι κομμάτι, διαβάζοντας για αυτή και γράφοντας για αυτή. Τη σκέφτεται τη γαμημένη.
Αυτός ο τύπος ή αυτή η τύπισσα, που έγραφε από μικρός ή του ξύπνησε ξαφνικά, που γράφει με φουλ μουσική και τσιγάρα ή κλείνεται στην τουαλέτα για μοναξιά, έχει κάποιο  εγγενές στοιχείο που τον οδηγεί να γίνει η «βασίλισσα του δράματος», drama queen. Θέλει να ζήσει τον απόλυτο τρόμο ή ακόμα καλύτερα ζει ήδη τον απόλυτο τρόμο, την απόλυτη αγάπη, την απόλυτη δυστυχία τόσες φορές μέσα στο μυαλό του που πρέπει να το εξωτερικεύσει.
Σε τελική ανάλυση δεν έχουν σημασία η τεχνική, τα γλωσσικά μέσα, ο τρόπος, αυτά μπορεί να βρεθούν, μπορεί και να μη βρεθούν, έχει σημασία να πρωταγωνιστήσεις στον δικό σου πόνο, τη δική σου περιπέτεια, τη δική σου ταινία μελό. Κι αυτό κάνει αυτούς που τα έχουν καταφέρει κάπως εγωιστές και αλαζονικούς και τους υπόλοιπους λίγο πιο μαζόχες. 

10/5/12

Κι αν είσαι αναγνώστης, θα σε φοβάμαι......





Τον τελευταίο καιρό με απασχολεί αρκετά ένα σχόλιο που έκανε μια φίλη πια καλή, διαδικτυακή.  «Οι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία σοβαρά, όπως εμείς, δεν θα ψήφιζαν Χ.Α.» μου έγραψε πάνω κάτω. Στο πρώτο μου ένστικτο, να διαφωνήσω λέγοντας «βιβλία διαβάζουν πολλοί άνθρωποι και το πώς τα αντιλαμβάνονται έχει να κάνει με το ποιοί είναι», προστέθηκε αργότερα και η πολλαπλή επισκεψιμότητα τον τελευταίο καιρό σε τούτο το ποστ. «Κι αν είσαι ναζιστής, δε σε φοβάμαι», έγραφα για τον Σελίν, κι αν ένα κολοσσιαίο πνεύμα σαν κι αυτόν ήταν φασίστας, τότε μάλλον δικαιούμαστε και μείς οι «μικρότεροι» σε παρόμοια ατοπήματα.
Τείνουμε αυτοί που διαβάζουμε συστηματικά στην Ελλάδα κάτι άλλο από ευπώλητες ροζ σούπες να θεωρούμε ο ένας τον άλλον μέλος της ίδιας «συμμορίας» κι ας μην γνωριζόμαστε. Αυτό γιατί είμαστε αριθμητικά λίγοι και όταν κάπου με κάποιο τρόπο βρισκόμαστε αναγνωρίζουμε μιαν «αδελφή ψυχή». Ίσως να μην είναι πάντα έτσι. Ίσως κάποτε και να είναι. Λογαριάζω δυο ανθρώπους που γνώρισα καθαρά μέσα από το blog φίλους μου, κι ας έχουμε βρεθεί μια φορά όλη κι όλη για καφέ με κείνον και καμία φορά για καφέ με κείνη.  Και με κάποιους από τους συχνούς αναγνώστες και σχολιαστές του χώρου, νομίζω πως θα τακίμιαζα ωραιότατα.
Όμως τυχαίνει να λαμβάνω ενθουσιώδη mail από ανθρώπους που σιγά σιγά αποδεικνύεται πως δεν μπορούμε να έχουμε άλλη επαφή παρεκτός τα βιβλία. Κι άλλες φορές καταφέρνω να μισοτσακωθώ με κάποιον διαδικτυακά σε blog ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης (sic).
Το ότι διαβάζουμε βιβλία δεν μας κάνει a priori καλούς ανθρώπους, κυρίως γιατί το ποιός είναι «καλός» άνθρωπος έχει να κάνει με το ποιός του αποδίδει τον χαρακτηρισμό. Φυσικά και έχουν δικαίωμα οι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία να έχουν διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις και κατ’ επέκταση πολύ διαφορετικές θεωρήσεις για τη ζωή. Κι αν κάποιος συνειδητά επέλεξε να είναι φασίστας, θα τον κρίνω για αυτό κι όχι φυσικά για την φιλαναγνωσία του.


  Υ.Γ. Και σε αυτούς που μου συνέστησαν να μην ασχολούμαι άλλο με το θέμα Χ.Α.για να μην "μπλέξω",  έχω να πω πως αν αρχίσουμε να αυτολογοκρινόμαστε ακόμα και σε μικρά blog όπως αυτό, τότε πως περιμένουμε από τους "επωνύμους" στα μεγάλα έντυπα να κάνουν τη δουλειά τους; 

8/5/12

Τα πρόβατα στο μαντρί





Νιώθω ένα μούδιασμα με τα αποτελέσματα των εκλογών που νομίζω πως  είναι σκόπιμο να μοιραστώ με τους αναγνώστες αυτού του μπλογκ. Κοιτώντας γύρω μου βλέπω κόσμο φοβισμένο, στις επόμενες εκλογές σε ένα μήνα (γιατί μη γελιέστε σε ένα μήνα θα ξανάχει εκλογές), ελπίζω αν μη τι άλλο όλοι αυτοί που χαζοχαρούμενα ψηφίσανε φασίστες και εγκληματίες να καταλάβουν το λάθος τους. Τιμή και δόξα στον Καιάδα. Πιστεύω πως δυο τρία τέτοια βιντεάκια να είχαν δείξει προεκλογικά, κι έχει τέτοια πολλά για την Χ.Α., τότε κανείς δεν θα ψήφιζε παρά μόνον οι πολωμένοι φασίστες το χαριτωμένο αυτό συνδικάτο.  
            Από την άλλη, ο φόβος που κυριαρχεί και η ανασφάλεια αυτή τη στιγμή θα συσπειρώσει τον κόσμο πίσω στα μεγάλα κόμματα κι αυτή θα είναι η μεγάλη χασούρα. Εκτονώθηκε η χύτρα, βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερο κόμμα, δείχνει κάπως χαμένος, σα να μη μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση, τα στελέχη του κάνουν αλλοπρόσαλλες δηλώσεις που με απογοητεύουν. Κι ας μην τον ψήφισα.
Κι εγώ θα αλλάξω την ψήφο μου. Δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι για καλό, το εύχομαι. Υποψιάζομαι πάντως πως όλα αυτά γίνονται για να μπουν ξανά τα πρόβατα στο μαντρί μετανιωμένα.



7/5/12

"The New York Trilogy", Paul Auster




Το να γράψω κριτική για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» με τρομάζει λιγάκι. Πώς μιλάς για ένα βιβλίο τόσο μεστό, τόσο γεμάτο, τόσο εξαιρετικό. Θα πω για αρχή αυτό, πως χάρηκα που το διάβασα τώρα κι όχι παλαιότερα, πως είναι ένα βιβλίο που οι βιβλιογραφικές αναφορές δεν κουράζουν, μπορούν άνετα και να προσπεραστούν, αν πρόκειται για κάποιον που δεν τον νοιάζει. Όμως αν μπορείς να το απολαύσεις σε όλο του το μεγαλείο…
            Σε πρώτο επίπεδο, έχουμε να κάνουμε με τρεις διαφορετικές «αστυνομικές» ιστορίες, καμία από τις οποίες δεν ακολουθεί την κλασική δομή του αστυνομικού, ούτε την καταλύει τελείως φυσικά. Στην πρώτη ένας συγγραφέας ο Quinn- που γράφει αστυνομικά με το ψευδώνυμο William Wilson και ήρωα τον Max Work-  λαμβάνει ένα λάθος τηλεφώνημα, που απευθύνεται στον Paul Auster, έναν ντετέκτιβ και η ιστορία των ιντριγκάρει τόσο πολύ, ώστε καταλήγει να αναλάβει την υπόθεση. Η καταβύθιση του Quinn στην περιπέτεια, το παιχνίδι της ταυτότητας ανάμεσα σε αυτόν, τον Paul Auster, τον Wilson και τον Work, η ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να χάσει την ταυτότητα και τη ζωή του, είναι θέματα που βγαίνουν αβίαστα. Αυτά και η αναφορά στον Δον Κιχώτη,  στην τρέλα, στη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωες και τη ζωή, το αν το να γράφεις μια ιστορία καθοδηγεί και την πραγματική ζωή, τί είναι η πραγματική ζωή.
            Και θα σκεφτεί κανείς πως με μια τόσο ισχυρή πρώτη ιστορία, η δεύτερη δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη. Κι όμως, στην δεύτερη συναντάμε έναν ντετέκτιβ, τον Blue, που του αναθέτει ο κύριος White μια υπόθεση, να παρακολουθεί συνεχώς τον Black. Ο Blue απομονώνεται στο απέναντι διαμέρισμα από τον Black και τον ακολουθεί σε ό,τι κάνει. Μόνο που, ο Black δεν κάνει απολύτως τίποτα, γράφει, διαβάζει, βγαίνει για ψώνια, γράφει, διαβάζει…
            Και τέλος το πανηγυρικό φινάλε, ένας άντρας λαμβάνει ένα γράμμα από την γυναίκα του χαρισματικού παιδικού του φίλου Fanshawe που έχει να τον δει δέκα χρόνια. Όταν πηγαίνει να την επισκεφτεί, ανακαλύπτει μια κούκλα με ένα μωρό στην αγκαλιά, που του λέει πως ο φίλος του είναι εξαφανισμένος έξι μήνες και πιθανότατα νεκρός και ότι θα ήθελε να δει τα γραπτά του, μήπως και μπορούν να δημοσιευτούν.  Διαβάζει τα χειρόγραφα, ενθουσιάζεται αλλά ταυτόχρονα απογοητεύεται για τον εαυτό του που δεν μπορεί να γράψει τόσο καλά, βοηθά να δημοσιευτούν τα βιβλία και ταυτόχρονα παίρνει τη θέση του φίλου του, ερωτεύεται τη γυναίκα, την παντρεύεται και υιοθετεί το παιδί. Ως εδώ όλα καλά, αν δεν είχε λάβει ένα γράμμα από τον φίλο του, ανώνυμο, που του έλεγε πως ήταν ζωντανός αλλά ήθελε όλα αυτά να συμβούν και πως αν προσπαθούσε να τον ψάξει θα τον σκότωνε.
            Το παιχνίδι των ονομάτων αρέσει πολύ στο συγγραφέα. Όμως φυσικά ένα όνομα δεν δίνει ταυτότητα, μια ζωή δεν καθορίζεται από αυτά. Ή μήπως τελικά καθορίζεται; Ποιός είναι ο ήρωας, ποιός ο συγγραφέας, ποιός κάποιος άλλος, άσχετος τελικά ή και πολύ σχετικός. Και  τί είναι αυτό που ορίζει την τρέλα και τη σκοτεινιά εντός μας. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς αυτό που καταφέρνει ο Auster σε αυτό το βιβλίο, να μιλήσει για πράγματα ακατάληπτα ίσως στον μη αναγνώστη, κι όμως τόσο γνωστά στον συστηματικό αναγνώστη, πόσο μάλλον στον γραφιά. Κι αν η ζωή εντός μας, αυτή που σχηματίζεται μέσα στο κεφάλι μας, και αναπλάθεται στις ιστορίες μας- αυτές που γραφούμε κι αυτές που διαβάζουμε- είναι σημαντικότερη από την πραγματική, τότε τι;


"The New York Trilogy", Paul Auster, Faber and Faber Ltd, 2011, first published 1987. pg.314 




5/5/12

Έχω χάσει την πολιτική μου ελπίδα





Έχω την ανάγκη μιας καθαρότητας, ενός πρώτου υλικού ξεκάθαρου, κι έπειτα της εκτέλεσης με τρόπους βατούς και σωστούς. Αυτό στην Ελλάδα μοιάζει ουτοπία. Ακόμα. Και πιθανότατα πολλά χρόνια μετά από σήμερα, το παιδί μου θα νιώσει την ανάγκη να γράψει ένα κείμενο παρόμοιο με τούτο. Με λίγα λόγια δεν αισιοδοξώ, έχω πια ψηφίσει αρκετές φορές στη ζωή για να μην έχω την αυταπάτη της ελπίδας.
            Δεν συγχωρώ τη χώρα μου που με ανάγκασε να πάρω το δίπλωμα οδήγησης πληρώνοντας τον εξεταστή μου, δεν συγχωρώ τη δικαιοσύνη που εκδίκασε αποζημίωση στο μηχανάκι που με χτύπησε από πίσω και το οδηγούσε ένας ανήλικος νεαρός χωρίς δίπλωμα (τα έπιασε η γραμματεία του δικαστηρίου, αν αναρωτιέστε, κι έγραψε στα πρακτικά άλλα αντ’ άλλα), δεν συγχωρώ τον καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο που για να κάνω μεταπτυχιακό μου συμπεριφέρθηκε ως σκλάβο, το ότι διορίστηκα μέλος Εφορευτικής Επιτροπής την ίδια μέρα που το φαρμακείο εφημερεύει κι όλοι με συμβούλεψαν να μην μπλέξω με την Εισαγγελία αλλά απλά να τους ενημερώσω τη Κυριακή, όταν πλέον θα είναι αργά για λειτουργήσει σωστά το σύστημα και θα έχω «χώσει» κάποιον άλλον κακομοίρη. Δεν την συγχωρώ για αυτά τα μικρά, πως θα μπορέσω να τη συγχωρήσω για τα άλλα, τα πιο μεγάλα;
      Δουλεύω πολλές ώρες την ημέρα σε ένα επάγγελμα πηγμένο στην γραφειοκρατία, τις εγκυκλίους που αλλάζουν ώρα την ώρα (ναι, ναι, ώρα την ώρα), με ένα ηλεκτρονικό σύστημα που χάρηκα στην αρχή πολύ για την ύπαρξη του κι αυτό με πρόδωσε ( δεν δουλεύει ποτέ, όταν δουλεύει τα μισά είναι λάθος, όσο για τη διαφάνεια που υποσχόταν, ας μη μιλήσουμε καλύτερα). Είμαι 34 χρονών κι έχω χάσει πια την πολιτική μου ελπίδα.
            Δεν υπάρχει ένας υπέροχος κόσμος, αυτό το ήξερα από μικρή. Δεν υπάρχει η δικαιοσύνη σε μια ανθρώπινη κοινωνία, γιατί αυτό αντίκειται εν πολλοίς στην φτιαξιά του ανθρώπου, στη μάχη για να επιβιώσει. Όμως αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη ενός καλύτερου κόσμου. Δεν τον βλέπω. Μας κρατάει πίσω μια νοοτροπία αιώνων που την περνάμε από γενιά σε γενιά, λες και πρόκειται για την κληρονομιά μας.
            Δεν συγχωρώ τον εαυτό μου που ώρες ώρες βολεύεται σε αυτή τη νοοτροπία, αφήνεται να απομυζά τα πενιχρά οφέλη της. Αύριο, αν με αφήσουν να ψηφίσω και δεν με λιντσάρουν που έχω κώλυμα για την εφορευτική, θα σταθώ μπροστά από την κάλπη και θα σκεφτώ. Έχω διαβάσει πολλά αυτές τις τελευταίες μέρες, προγράμματα και δηλώσεις, και υποσχέσεις (άκουσα χθες τον Καρατζαφέρη να μου υπόσχεται σπίτι σε ακριτική περιοχή δωρεάν, αν μείνω 7 χρόνια παντρεμένη!!), και θα σταθώ εκεί και θα σκεφτώ ως την ύστατη ώρα. Δεν τρέφω ελπίδες, ούτε αυταπάτες. Δεν πιστεύω πια σε έναν καλύτερο κόσμο. Όμως τουλάχιστον ως μονάδα ας κάνω το καλύτερο.
             

3/5/12

Κάντε μου μια χάρη, μην ψηφίσετε Χρυσή Αυγή.






"Το αφιερώνω σε όλους τους ξενέρωτους, στους ρατσιστές και τα αρρωστημένα μυαλά, τους μίζερους, σε όλους αυτούς που αντί να το δημιουργήσουν το μέλλον προσπαθούν να το σκοτώσουν, σε αυτούς που αντί να συνυπάρχουν με το διπλανό τους θέλουν να το εξοντώσουν, στους πολιτικούς απατεώνες κάθε είδους, στους μισαλλόδοξους, στους πολιτικούς εμπόρους της πνευματικής Σαπίλας και Βίας, σε αυτούς που ουρλιάζουν χτυπώντας ταμπούρλα και κραδαίνοντας συρματοπλέγματα «Είμαστε Πολλοί!»: είστε πολύ άθλιοι και το τελικό σας «όραμα» είναι να την ευνουχίζετε αυτή την χώρα για δεκαετίες. Εύχομαι ο αυριανός κόσμος και η αυριανή Ελλάδα να μοιάζει με τον χειρότερο εφιάλτη σας. Γιατί θα είναι λίγο πιο ανθρώπινη και λιγότερο καταθλιπτική..."  http://gazikapllani.blogspot.com/2012/05/blog-post.html

Δεν συνηθίζω να γράφω πολιτικά σχόλια εδώ, αλλά έλεος. Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Gazmend Kapllani . Γιατί ό,τι σκατά εθνικότητα κι αν έχεις, μάλλον δεν γουστάρεις όταν πλακώνουν ανθρώπους στο ξύλο για τη μελαμψή τους μούρη. Α, και γιατί, μάλλον, το να είσαι Αλβανός δεν σου απαγορεύει να είσαι σκεπτόμενος. Ας πούμε.....




2/5/12

«Η συζυγική ζωή», Sergio Pitol





Εξαιρετικά χαριτωμένο, με πολλές δόσεις χιούμορ, το μικρό βιβλιαράκι «Η συζυγική ζωή» του Σέρχιο Πιτόλ με συντρόφεψε καλά όσο έκανα γυμναστική (ναι είναι τόσο μικρό που το άρχισα και το τελείωσα στο γυμναστήριο).  Η Ζακλίν Κασκορό (η οικογένεια της την λέει ακόμα με το πραγματικό της όνομα Μαρία-Μαγδαλένα Κασκόρο) είναι μια γυναίκα που γεννήθηκε φτωχή, αλλά παντρεύτηκε έναν άντρα που είχα τα κότσια να γίνει πλούσιος. Τι φρικτό, τότε, που αυτός είναι ένας άθλιος που την απατά συστηματικά. Για αυτό κι αυτή, βρίσκει εραστές, τους πείθει να τη βοηθήσουν να τον ξεφορτωθεί, και…..
Το μυθιστόρημα είναι μια εξαιρετική σάτιρα, ίσως η μαντάμ Σουσού του Μεξικού με λιγότερα επεισόδια και περισσότερη καυστικότητα, και μιλά για την ψωροπερηφάνια της νεόπλουτης κυράτσας που πλήττει και νομίζει πως της αξίζει η κουλτούρα, για τον εύκολο πλουτισμό που σε κάνει να ξεχνάς και να υποτιμάς τις ρίζες σου, για όλα αυτά που μας κάνουν εν ολίγοις ανθρώπους. Και όχι δεν πρόκειται για εγχειρίδιο για τη συζυγική ζωή, όπως υπονοεί ο τίτλος.

Υ.Γ. 1Συνεχίζω να τα πάω καλά με τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς και δεν ξέρω που θα με βγάλει.

Υ.Γ. 2 Τον Σέργιο Πιτόλ δεν τον ήξερα, τον βούτηξα από το παζάρι παρορμητικά.

Υ.Γ. 3 Η εικοσάχρονη γυμνάστρια με κορόιδεψε που έφερα το βιβλίο μου. Μετά διάβαζε κάτι σημειώσεις για γιόγκα. Λέω να αλλάξω γυμναστήριο....


«Η συζυγική ζωή», Σέρχιο Πιτόλ, μετ. Κατερίνα Τζωρίδου, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ.138