31/5/09

Περί τυφλώσεως *

Ξύπνησα και ήμουν τυφλός. Έτσι απλά, χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, κάποιος είχε πάρει το φως μου, το είχε καταχραστεί. Δεν μου είναι τελείως άγνωστη η κατάσταση, κι οι δυο γονείς μου είναι τυφλοί εκ πεποιθήσεως, αρνήθηκαν την εγχείρηση, όπως εγώ. «Εάν είναι να βλέπω με τα μάτια κάποιου άλλου, προτιμώ να μη βλέπω καθόλου», είπε ο πατέρας την αρχαία εκείνη εποχή, τότε που του πρότειναν για πρώτη φορά την ανταλλαγή. Αρνήθηκε, θυσιάστηκε και πήρε τα εκατομμυριάκια της αποζημίωσης που μας αναλογούσαν από την καταστροφή στο εργοστάσιο.

Η μάνα μου τον ακολούθησε κάποια χρόνια αργότερα. Θέλω να πιστεύω πως το έκανε μονάχα από αυταπάρνηση για κείνον κι όχι από κάποια ψυχιατρική διαστροφή. Ήθελε να είναι στον κόσμο του, να καταλαβαίνει τον πόνο του. Εξάλλου εκείνη του έβαλε την ιδέα να αρνηθεί τη μεταμόσχευση. Εάν είχε βάλει τα καινούργια μάτια θα είχε εξαναγκαστεί να ζει όπως παλιά, εργάτης σε εργοστάσιο στα βαρέα και ανθυγιεινά, δεν την ήθελε αυτή τη ζωή για την οικογένεια. Κόπιασε πολύ για να τον πείσει. Και μόνον όταν έφτασε στο ύστατο επιχείρημα – «στην επόμενη διαρροή μπορεί να πρέπει να σου αντικαταστήσουν το πέος. Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο;» – φάνηκε ο πατέρας να συμφωνεί μαζί της.

Δεν περάσαμε κι άσχημα τα χρόνια της τυφλώσεως, το ομολογώ. Αυτό με οδήγησε στη Μεγάλη Απόφαση. Αρνήθηκα τη γνωστή εγχείρηση, που αφορά όλους τους νέους της γενιάς μου πια, από αλληλεγγύη στους γονείς μου. Ή από καθαρό ωφελιμισμό. Μπορώ να κρατήσω τα μεγαλεία με το μικρότερο δυνατό κόστος, όλα μέσα στο σπίτι είναι έτσι διαμορφωμένα που το να αν είσαι ή δεν είσαι τυφλός δεν έχει σημασία. Η μεγάλη έπαυλη, που αποκαλώ χαϊδευτικά «home», τα έχει όλα, πισίνες και γυμναστήρια, σαλόνια και κρεβατοκάμαρες, μα πάνω από όλα υπηρέτες βλέποντες που κάνουν τα πάντα, είναι τα μάτια και τα χέρια και τα αυτιά μας. Δεν είμαι διατεθειμένος να τα χάσω, να ενδώσω, θα αναιρούσε την κληρονομιά των δικών μου.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν ετίθετο θέμα, ήταν τόσοι λίγοι αυτοί που είχαν αρνηθεί το φως τους για τη χλιδή, που δεν δημιουργούνταν προβλήματα, τα παιδιά τους μπορούσαν να κάνουν τη μεταμόσχευση χωρίς τύψεις. Αλλά τώρα που η κατάσταση έχει χειροτερέψει αισθητά και κανείς πια στον πλανήτη δεν μπορεί να κρατήσει το φως του με φυσικά μέσα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τη θυσία, να παραμείνουν τυφλοί και πλούσιοι. Η κυβέρνηση έχει θέσει βέτο ή τυφλός ή εργάτης.

Ξύπνησα κάθιδρος. Δεν ήμουν τυφλός. Ίσως κάποτε τα παιδιά μου να με σιχτίριζαν για την επιλογή μου, να με λοιδορούσαν που δεν άντεξα στο χλιδάτο σκοτάδι των γονιών μου, που δεν ακολούθησα το ηρωικό μονοπάτι. Τώρα θα έπρεπε να δουλέψω. Σηκώθηκα και πήγα στον καθρέφτη με προσοχή. Τα μάτια που επέλεξα, γαλάζια σαν τα προηγούμενα, με κοίταξαν με τη μηχανική τους απλότητα και δεν με απογοήτευσαν. Δεν είχα καμία άλλη απαίτηση παρά μόνον να βλέπουν κι αυτά πειθήνια με καλωσόρισαν χαμογελαστά, με βοήθησαν να δω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, να εμπεδώσω το μέγεθος της απόφασης, με παρατήρησαν έτσι όπως θα έκαναν με κάθε ξένο γοητευτικό, μα στη βάση αδιάφορο κι η ανακούφιση απλώθηκε μέσα μου σαν τη μεγάλη παλίρροια, με πλημμύρισε και με φούσκωσε κι έπειτα με ένα δυνατό έντονο ήχο κύματος με ξέβρασε στα βράχια της αρτιμέλειας.
*είμαι μεγάλη ψωνάρα

30/5/09

Thin Man



Το βιβλίο του Dashiell Hammett είναι μια κλασική αστυνομική ιστορία ενος από τους μετρ του είδους, από έναν από τους ανθρώπους που καθιέρωσαν τη φόρμα και την έφεραν σε υψηλά επίπεδα. Στο Thin Man εμφανίζεται για πρώτη φορά ο ντετέκτιβ Nick Charles, που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ζει μια τρυφηλή ζωή με την έξυπνη και όμορφη γυναίκα του Nora. Βρίσκονται για λίγες μόνο μέρες σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη όταν ο δικηγόρος του παλιού του γνώριμου Clyde Wynant προσπαθεί να τον πείσει να αναλάβει την υπόθεση της δολοφονίας μιας κοπέλας για την οποία κατηγορείται ο πελάτης του.

Ο Wynant του είναι αρκετά συμπαθής, αλλά έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό και είναι γνωστό πως είναι τρελός κι έτσι αρνείται στον δικηγόρο να αναλάβει. Στην ιστορία εμπλέκονται η πρώην γυναίκα του Mimi, ο νεαρότερος της καινούριος σύζυγος, η κόρη της που έχει εξελιχθεί σε μια γοητευτική έφηβο, ο γιος της που είναι ξετρελαμένος με τις αστυνομικές ιστορίες κι ο τοπικός αστυνόμος που έρχεται συχνά πυκνά να ζητήσει τη συμβουλή του.

Την υπόθεση δεν θα την αναλάβει επίσημα ποτέ, αλλά ο Nick Charalambides, έτσι είναι το πραγματικό του όνομα, τελικά θα τη λύσει.

Τα αμιγώς αστυνομικά μυθιστορήματα μπορεί να μην έχουν το βάθος και τη λάμψη άλλων βιβλίων, να ήταν για χρόνια καταχωνιασμένα στα ντουλάπια μας, εξόριστα από τις επίσημες βιβλιοθήκες, όμως έχουν την ομορφιά και το χάζι τους. Και κυρίως οι άνθρωποι που τα γράφουν χρειάζονται σπάνια λογοτεχνικά ταλέντα για να τα καταφέρουν. Πρέπει να στήσουν μια στέρεη πλοκή που να αφήνει κενά, να ξέρουν την ιστορία τους και τον τρόπο να την πουν ώστε να κορυφώνεται στα σωστά σημεία, να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με πενιχρά μέσα.

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα, πέρα από κάποιες ώρες ευχαρίστησης είναι και μεγάλο σχολείο γραφής. Κι εγώ σαν καλή μαθητριούλα διαβάζω πολλά τέτοια.

28/5/09

To μενταγιόν

Τα προάστια της Αθήνας έχουν αρχίσει δειλά δειλά να ομορφαίνουν – που και που ξεφεύγουν οικισμοί ολόκληροι με μονοκατοικίες, μικρούς κήπους και βεράντες και η ζωή μοιάζει σχεδόν ανθρώπινη εκεί. Όμως, το δικό μας σκηνικό δεν είναι ένα προάστιο των Αθηνών, όπου οι συνειδήσεις και οι ζωές καλμάρουν και βαλτώνουν. Επιλέξαμε ως χώρο διεξαγωγής όλων τούτων των θαυμαστών πραγμάτων το κολασμένο κέντρο της Αθήνας, ούτε καν το ιστορικό.

Ο δρόμος κάτω από το μικρό διαμερισματάκι σφύζει από ζωή ή από κάτι που της μοιάζει, αμάξια σφυρίζουν σα δαιμονισμένα, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν σε μπαρ με δυνατή μουσική που κοιμίζει τις αισθήσεις. Η Λένα κοιτάζει από το παράθυρο με τρόμο, αφουγκράζεται το θόρυβο της νύχτας. «Αδύνατο να ζήσεις εδώ, τόσος ρύπος κάνει κακό στην ψυχή», σκέφτεται. Από το διπλανό δωμάτιο ακούγεται η φωνή της μάνας της που την καλεί να φύγουν επιτέλους και κόβει το συλλογισμό της. «Όταν μεγαλώνεις στην εξοχή, η Αθήνα σου φαίνεται κόλαση», είναι η τελευταία σκέψη της καθώς αποχωρεί. Στο δωμάτιο μένει η κακομοίρα η γιαγιά.

Η γιαγιά είναι ένας τεράστιος όγκος, αφημένος πάνω στο κρεβάτι, παρατημένος και μόνος. Το υπερβολικό κορμί της υποστηρίζεται μηχανικά από έναν ορυμαγδό από αναπνευστήρες, απινιδωτές κι ένα σωρό κατασκευάσματα που παρατείνουν τη ζωή ανθρώπων ουσιαστικά χαμένων. Σε κάθε περίπτωση σποραδικά κάποιος από αυτούς επανέρχεται σε λειτουργική κατάσταση, κι έτσι δικαιολογείται ο τεράστιος αριθμός των κακόμοιρων που μένουν φυτά μια ολόκληρη ζωή, χωρίς καμία άλλη ελπίδα, παρά την επόμενη ανάσα που θα τους δώσει ο αναπνευστήρας- Θεός.

Δίπλα στη γρια στέκει μια Ουκρανή που η μοίρα την έριξε στη μετανάστευση. Η γυναίκα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ράτσας της. Το πρόσωπό της έχει σλάβικα, έντονα χαρακτηριστικά, κοφτές γωνίες, προεξάρχουσα μύτη. Το κορμί, όμως, είναι θανατηφόρο, κι έτσι όπως η ηλικία της δεν υπερβαίνει τα τριάντα, είναι απορίας άξιο πώς γλίτωσε την εκπόρνευση. Μάλλον από τύχη, ίσως από τέχνη.

Η νύχτα για αυτήν μοιάζει ατελείωτη. Από τότε που βρέθηκε στην Ελλάδα έχει φροντίσει αρκετούς ηλικιωμένους, αλλά είναι η πρώτη φορά που φυλάει «κυρία» που δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον. Στην αρχή τής φάνηκε καλύτερο. «Δε θα έχει και απαιτήσεις», είπε με το νου της. Τώρα, όμως, που συνειδητοποιεί τη σιωπή και την απομόνωση, τής φαίνεται απάνθρωπο αυτό που της ζητούν. Κοιτάζει με αποστροφή το πρόσωπο της γριάς, που είναι παραμορφωμένο από τα ξίγκια και την ηλικία. «Εμένα με λένε Τάνια, κυρία», λέει στον ξαπλωμένο όγκο, «Εσένα πως σε λένε;», αλλά δεν παίρνει απόκριση.«Πες καμιά κουβέντα, ρε γιαγιά», λέει στο φυτό κι αρχίζει να κοιτά λαίμαργα το μενταγιόν στο λαιμό της. Το κόσμημα είναι χρυσό, με περίτεχνα σκαλίσματα και στο κέντρο του δεσπόζει ένα μοναχικό σμαράγδι. Πράσινο, περίπου στο χρώμα των ματιών της γριάς. Αυτά τα μάτια δεν κλείνουν ποτέ, από τότε που η κυρά τους έπεσε στο άγρυπνο κώμα.

Ξεχνά γρήγορα τη φρικιαστική θέα των ματιών της, γιατί το μενταγιόν είναι απείρως πιο ενδιαφέρον. Η Τάνια το εκτιμά με μάτι έμπειρο και αποφαίνεται πως αξίζει μια περιουσία. Μπαίνει αυτόματα στον πειρασμό να το βουτήξει, περνά μάλιστα το χέρι της μπροστά από τα ανοικτά μάτια της γιαγιάς εν είδη τεστ και αυτή η χριστιανή δεν κουνά καν βλέφαρο. Η Τάνια ταράζεται, η κλοπή δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία της, μα η πείνα είναι κακός σύμβουλος, κατά καιρούς έχει υποπέσει και σε αυτήν την τέχνη για να επιβιώσει. Αντιστέκεται για λίγο στο σατανά που αρέσκεται να βάζει ιδέες στα μυαλά κακοπαθημένων γυναικών και για να ξεχαστεί, σηκώνεται από το πλάι του φυτού και πηγαίνει στην κουζινίτσα του διαμερίσματος για να φτιάξει καφέ.

Είναι πια τέσσερις η ώρα όταν η Ουκρανή νιώθει τα μάτια της να βαραίνουν. Κι έτσι όπως κάνει να την πάρει γλυκά ο ύπνος, βλέπει το μενταγιόν να ανάβει. Το περίγραμμά του φέγγει με μια περίεργη λάμψη, θαρρείς από πράσινο νέον, την καλεί να το ακουμπήσει, να το βουτήξει και να φύγει. Η Τάνια θέλει να αντισταθεί στο φριχτό πειρασμό, να γυρίσει την πλάτη στο φτωχοδιάβολο που την έβαλε απόψε στο μάτι. Ακούμπα το φυλαχτό, ίσα ίσα για να νιώσει την αίσθησή του κάτω από τα χέρια της.

Η ψυχή της Ελίζας ταράζεται, βλέπει την άυλη εικόνα της να σηκώνεται από τον ξαπλωμένο όγκο, τον μηχανικά υποστηριζόμενο, νιώθει λύπη για το κατασκεύασμα που κάποτε ήταν το κορμί της. Έπειτα μπαίνει μέσα στο λαχταριστό σώμα της Ουκρανής. Η αίσθηση είναι αν μη τι άλλο αναπάντεχη. Το αδιανόητο της κατάστασης δεν την επηρεάζει καθόλου, αντίθετα, εκείνο που περνά αστραπιαία από το μυαλό της είναι πως δε θα πεθάνει. Το είχε πάρει απόφαση καιρό τώρα πως θα άφηνε μαζί με το θλιβερό σαρκίο την τελευταία της πνοή κι η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια τής δίνει μια γερή κλωτσιά στο σημείο αυτό του στήθους που γεννά την ελπίδα. Αναζητά να βολευτεί στο καινούργιο σώμα, με τα σλάβικα χαρακτηριστικά και τις νέες δυνατότητες, ψηλαφά το κορμί, ψάχνει για καθρέφτη στο μικρό διαμερισματάκι. Τί να τον κάνει τον καθρέφτη ένα φυτό- γρια που την ακούμπησαν σε αυτό το δυαράκι; Δεν υπάρχει καθρέφτης. Αφήνει το φυτό μόνο και βγαίνει από το σπίτι. Στη γωνιά του δρόμου κιόλας βρίσκει αυτό που ζητούσε. Χαζεύει το καινούργιο σώμα με κάποια αμηχανία για την άκομψη εμφάνιση του προσώπου, με χαρά για την αρτιότητα του κορμιού. «Τούτο το σώμα δεν πρέπει να είναι ούτε τριάντα χρόνων», σκέφτεται με αγαλλίαση. Τα βήματά της την φέρνουν στην Ομόνοια παραζαλισμένη. Στο άμαθο μάτι φαίνεται μεθυσμένη, αλλά υπάρχουν κι έμπειρα μάτια που την κοιτούν αθέατα, καθώς διασχίζει την πλατεία.

Είναι ντυμένη απλά με ένα τζιν και ένα τσίτινο μπλουζάκι αγορασμένο από τις λαϊκές αγορές του Σαββάτου. Οι όμορφες γυναίκες δεν έχουν ανάγκη τα όμορφα ρούχα για να φανεί αυτό που είναι κι έτσι οι ματιές τη λαχταρούν. Μια από όλες βγαίνει από τα σκοτάδια και την πλευρίζει. Μάτια σκιστά, πρόσωπο μελαψό, ούτε Άραβας ούτε Ινδός, μάλλον Πακιστανός αποφασίζει. Τα ασιατικά μάτια την «κόβουν» από πάνω μέχρι κάτω. «Πάμε», τής λέει ο άντρας δείχνοντάς της το απέναντι ξενοδοχείο. «Μα για ποιά με πέρασε», σκέφτεται η Ελίζα. Έπειτα καταλαβαίνει για ποιά την πέρασε και του αρνείται ταπεινά, να μην τον εκνευρίσει. Άγρια χαρά την καταλαμβάνει, χρόνια είχε να την προσέξει άντρας. Κοιτάζεται ξανά στο καθρέφτη του επόμενου καταστήματος. «Συνηθίζω στην ιδέα», λέει σχεδόν φωναχτά στον εαυτό της.

Την ίδια στιγμή η ψυχή της Τάνιας, εγκλωβισμένη πια στο γέρικο και σχεδόν άψυχο σώμα της γριάς, προσπαθεί να συνηθίσει τη νέα της κατοικία. Η σλάβικη ψυχή βρίσκεται για δεύτερη φορά αναγκασμένη για μετανάστευση και παραδόξως, σχεδόν σα να ξεκουράζεται μέσα στο άψυχο κουφάρι, το μηχανικά καταπονούμενο από τις διεργασίες της ζωής. Εκεί μέσα δεν πρέπει να κάνει τίποτα, δε ζητούν τίποτα από κείνη, μήτε να ανασαίνει –ανακουφιστική αίσθηση, όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στον αγώνα για την επιβίωση. Η Τάνια το ρίχνει στον ύπνο, ούτε τα μάτια δε χρειάζεται να κλείσει. «Ο τροχός έχει γυρίσματα», είναι η τελευταία σκέψη της πριν την αγκαλιάσει ο Μορφέας.

Η Ελίζα συνεχίζει τη μοναχική της βόλτα στο κέντρο της Αθήνας που μοιάζει έρημο, αλλά δεν είναι. Οι λάμπες από τα φώτα είναι έτοιμες να κλείσουν σιγά σιγά, καθώς παίρνει να ξημερώνει. Η γυναίκα χαζεύει τον ορίζοντα, να θυμηθεί η ψυχή της από πού προβάλει ο ήλιος, να καταγράψει ένα ακόμα χάραμα στη μνήμη της, όταν ξαφνικά συνειδητοποιεί πως στο λαιμό της δεν κρέμεται πια το μενταγιόν. Πανικός την καταβάλλει. «Πρέπει να το πάρω», σκέφτεται. «Πρέπει να το έχω, πρέπει να είναι δικό μου». Το βάζει στα πόδια και ξεκινά κατά το μικρό διαμερισματάκι, όπου κείτεται το άχαρο κουφάρι της γριάς που μέσα του αναπαύεται η καλλίγραμμη σλαβική ψυχή.

Μπαίνει ακροπατώντας, γιατί ξέρει την ηρεμία που επικρατεί στο κορμί που κάποτε ήταν δικό της. Ξέρει πως ο ύπνος είναι το πρώτο πράγμα που σε απασχολεί, όταν είσαι εκεί μέσα, η μόνη ηδονή που σου απέμενε. Δεν θέλει να ξυπνήσει τη γιαγιά, θέλει απλά να πάρει το φυλαχτό και να φύγει. Το μενταγιόν φέγγει στο ζαρωμένο, άσπρο, χοντρό λαιμό της Αγγλίδας κυρίας, είναι ακόμα ενεργοποιημένο και πανέμορφο. Πρέπει να το πάρει, πρέπει να το έχει. Το φυλαχτό είναι κομμάτι δικό της, μέρος της ψυχής και του εαυτού της. Με προσοχή, να μην κάνει θόρυβο, να μην ξυπνήσει την άλλη γυναίκα, φτάνει ως το κρεβάτι. Το μενταγιόν την καλεί, τη θέλει κοντά του. Κάνει να το πάρει, το ακούμπά και…

Η Ελίζα βρίσκεται ξανά στο ημιθανές σώμα της, βυθίζεται στη σιωπή του, ακούμπα την ψυχή της στην αδράνειά του. Η Ουκρανική ψυχή ξυπνά απότομα, ανακαταλαμβάνει το κορμί της, αναγκάζεται ξανά να δώσει διαταγές για να επιβιώσει, το βάζει στα πόδια. Τρέχει σχεδόν χωρίς ανάσα ως την έξοδο της πολυκατοικίας και συνεχίζει να απομακρύνεται από το διαμερισματάκι με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορεί. Στην Ομόνοια, μόλις έχει αρχίσει να χαράζει κι ο ίδιος αυτός Πακιστανός, επαναλαμβάνει την πρότασή του στην όμορφη Σλάβα. Η Ουκρανή, που τόσα χρόνια αντιστάθηκε στην εκπόρνευση με νύχια και με δόντια, με αποδράσεις και με φόνους, του λέει «Ναι». Δεν θέλει να μείνει άλλο μόνη εκείνο το βράδυ.

Στο διαμέρισμα, η Ελίζα αποκαμωμένη, αποκαρδιωμένη που δε γλίτωσε τελικά το θάνατο, που είχε απλά μια ανάπαυλα, ένα σύντομο διάλειμμα από τη βεβαιότητα του θανάτου, ανόητη και μόνη, αβοήθητη, το ρίχνει στον ύπνο. Το μενταγιόν στο στήθος της παύει να φέγγει, καθώς ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του πίσω από κείνα τα δέντρα.

23/5/09

"Αλκιβιάδης Δεσμώτης", Νίκος Βλαντής



Περιδιαβαίνοντας στο παζάρι του βιβλίου πριν κάποιο καιρό, του Αγίου Βαλεντίνου ήτανε θαρρώ, βρήκα ένα βιβλίο με 1 ευρώ. Το σήκωσα στοργικά από το σωρό των ανύπαρκτων εκδόσεων, το μύρισα, μια ιδιότυπη οσμή από κακή έκδοση και χρόνια κλεισούρας στις αποθήκες, του έδωσα στα κρυφά ένα φιλάκι και το έβαλα στο καλαθάκι μου. Ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Βλαντή, «Αλκιβιάδης Δεσμώτης» από τις εκδόσεις Απόπειρα. Και μιας και ο Βλαντής περιλαμβάνεται στους αγαπημένους μου έλληνες και το παρθενικό του δεν το είχα βρει, έσκασα ένα μικρό χαμόγελο και χάρηκα που πέρασα τη μέρα μου μέσα στην κακόγουστη σκηνή του παζαριού. Μετά το ξέχασα…..


Το διάβασα με όλη τη χαρά του ανέκδοτου συγγραφέα – είναι το πρώτο βιβλίο κάποιου που τελικά τα κατάφερε – με όλη την επιείκεια, αλλά και μια κρυφή χαρά όπου του φαινόταν πως ήταν το πρώτο. Έπειτα μελαγχόλησα. Κάποιοι άνθρωποι τα καταφέρνουν εξαιρετικά από την αρχή.


Στην Αθήνα του 21ου αιώνα έχει κυριαρχήσει μια καινούρια ιδεολογία. Τα πάντα έχουν γίνει οικολογικότερα, οι γειτονιές έχουν αναπλαστεί, η κυρίαρχη φιλοσοφία είναι μίγμα ενός αρχαιοελληνικού υλισμού και μοντέρνας οικολογίας. Υπεύθυνος για αυτή την αλλαγή είναι ένας άντρας, ο Αλκιβιάδης, ο αρχηγός της Ακαδημίας, του οργανισμού δηλαδή που τα κατάφερε να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία. Εμείς τον βρίσκουμε μεσήλικα, εγκλωβισμένο μες στην ίδια την εικόνα του, να βάλετε από συνομωσίες για να πέσει από την ηγεσία, να μη μπορεί να βρει την προσωπική του ισορροπία, όσο κι αν διδάσκει τους άλλους. Στην ιστορία εμπλέκεται μια γυναίκα, όπως πάντα που στην αρχή θα προσπαθήσει να τον καταστρέψει, έπειτα θα τον αγαπήσει, και μετά θα πάρει τη μοίρα στα χέρια της.


Ο Βλαντής σχεδίασε από την αρχή ένα μεγαλεπήβολο βιβλίο, αντάξιο των ξένων δυστοπιών. Δεν τα κατάφερε φυσικά σε όλα τα σημεία, αλλά το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, ειδικά για πρωτόλειο. Η συνέχεια ήταν εξίσου λαμπρή, με αποκορύφωμα το Writersland.

"Αλκιβιάδης Δεσμώτης", Νίκος Βλαντής, εκδ. Απόπειρα, 200, σελ. 299
Κραυγή σιωπής
αναστατώνει τον ύπνο του ζώου
καθώς αμέριμνο κείτεται
κάτω από κείνα τα άστρα

Πάνω στην γούνα του τρωκτικού
λάμπει το φεγγάρι
Ο κύκλος του μισός
μα το ζυγώνουνε πουλιά

Μια κουστωδία
από μακρινούς του παρελθόντος αγγέλους
Αποσκοπούν
στη μελώδια των άστρων.

Όταν,
Εμφανίζεται
Δίχως αιδώ
Εκείνη

Την ακολουθούν τέσσερα πουλιά
μα αυτή μισεί το αηδόνι

Την αφουγκράζονται τρεις κυκλικοί θόρυβοι
Ανασταίνομαι στο πέρασμα της

Ενώ,
Κάποιος θα ήθελε να πιει
από την πηγή που αναβλύζει στα λιονταρίσια χείλη της.

Δυο Θεοί τη στοιχειώνουν
Αυτή σε κανέναν δε δίνεται


Καθώς την κοιτώ να περιδιαβαίνει εμπρός μου
Δίνω στο παρελθόν της την αγνότητα πουλιού.

18/5/09

Black dogs




Υπάρχουν άραγε πραγματικά στιγμές που μπορούν να αναποδογυρίσουν τη ζωή μας για πάντα; Στο μυθιστόρημα του Mc Ewan «black dogs» η ηρωίδα στηρίζει τη ζωή της όλη σε ένα τέτοιο στιγμιότυπο. Τα μαύρα σκυλιά της επιτίθενται σε ένα ταξίδι που θα έπρεπε να είναι μέλιτος και αλλάζουν τη ροή της ιστορίας της.


Πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα είναι δυο αντίθετοι άνθρωποι, ένας άντρας ορθολογιστής, άθεος, λίγο σνομπ, πρώην κομμουνιστής και μια γυναίκα που στην αρχή πορεύτηκε μαζί του και μέσα σε δυο στιγμές έγινε το αντίθετό του, αφοσιώθηκε με πάθος στην πνευματικότητα. Κι όμως αυτοί οι δυο χαρακτήρες ξεκίνησαν μαζί, αγαπήθηκαν πολύ κι ας μην μπόρεσαν ούτε στο θάνατο να συμφιλιωθούν. Αφηγητής είναι ο γαμπρός τους που τους θεωρεί κάπως σαν γονείς του, γιατί οι δικοί του χάθηκαν όταν ήταν πολύ μικρός. Έτσι προσεγγίζει και τους δυο, και τις δυο πλευρές του νομίσματος, με αγάπη.


Το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, ρέει στην ανάγνωση και δεν κουράζει πουθενά. Καταπιάνεται με τα μεγάλα και τα σημαντικά, με την πολιτική, το θάνατο, τον έρωτα, την Ιστορία και κατορθώνει να τα βγάλει πέρα παληκαρίσια.


Ο Ian McEwan είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Το black dogs δεν είναι μεγαλειώδες, όπως η «Εξιλέωση» ή η «Έμμονη Αγάπη». Είναι όμως ένα από τα καλύτερα του.

13/5/09

Νώε 2051

Το καράβι το είχε μόλις τοποθετήσει στη βιτρίνα. Ο ξυλουργός ξεκαρδίστηκε όταν τού ζήτησε την κατασκευή. «Τί τα σκαλίζεις φίλε, αφού όλα αυτά δεν υπάρχουν πια», είπε. Αλλά αυτός επέμεινε και να το τώρα με τα πανιά του φουσκωμένα να αρμενίζει στην προθήκη. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να το βάλει και ήδη προσέλκυε πελατεία. Η μικρή μπουμπού –βία να ήταν επτά χρόνων – με το ροζ φορεματάκι και τα διαπεραστικά καστανά μάτια, είχε σταθεί και το χάζευε. Η μητέρα της πάλι, δράττοντας την ευκαιρία, κοίταζε τα κοσμήματα στο πάνω μέρος. Φορούσε την πορτοκαλί φόρμα της εργάτριας και ο Πάνος απογοητεύτηκε, αποκλείεται να είχε Ώρες για να πληρώσει τα καλλιτεχνήματά του. Την πρόσεξε καλύτερα μονάχα όταν διάβηκε το κατώφλι του. Ήταν εντυπωσιακά όμορφη, με λυγερή σιλουέτα, ξανθά μαλλιά, χείμαρρο στην πλάτη της, γαλανά μάτια που θα φέγγιζαν στο σκοτάδι. Διάλεξε τα καλύτερα. Θα της έπαιρνε χρόνια να ξεπληρώσει το ποσό κι όμως δε νοιάστηκε, σα να μην έσερνε μαζί της ένα μικρό παιδί που έπρεπε να φροντίσει. Το κοριτσάκι είχε λουφάξει στα πόδιά της και την κοιτούσε αχόρταγα.

Η γυναίκα, αφού αγόρασε τα κοσμήματα, πήρε το παιδί από το χέρι και έφυγε, τον παράτησε σύξυλο να τη χαζεύει. Πέρασε το ποσό στην κάρτα της και παρατήρησε πως της περίσσευαν Ώρες για ένα σωρό άλλες δαπανηρές δραστηριότητες. Φυσικά, τί του είχε περάσει από το μυαλό όσο την κοιτούσε, μια τέτοια γυναίκα δεν ήταν για αυτόν. Κάποιος με πιο σοβαρό επάγγελμα τη χαιρόταν –μηχανικός ή ακόμα καλύτερα φυσικός με ειδικότητα στην υδρολική – και γέμιζε την πιστωτική της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μαγαζιού, ένας άντρας γύρω στα πενήντα με προγούλι και χαλαρό σώμα του χαμογέλασε. «Αυτή η γκόμενα δεν είναι για τα δόντια σου», είπε στον εαυτό του. Τίποτα δεν έσωζε την εμφάνισή του, ίσως λίγο τα μάτια του, που δεν είχαν ακόμα χάσει τη λάμψη τους παρ’ όλο το θανατικό. Αναρωτήθηκε πάλι γιατί ήταν αυτός ένας από τους εκλεκτούς, δεν υπήρχε κανένας λόγος.

Του έφερνε δάκρυα στα μάτια η θύμηση των δικών του που χάθηκαν. Οι εικόνες της φρίκης – αν και οι ιθύνοντες ήταν προσεκτικοί και τίποτα δε μεταδόθηκε από τηλεοράσεως – θα έμεναν για πάντα αποτυπωμένες στη φαντασία του. Οι άνθρωποι να τρέχουν πανικόβλητοι να αποφύγουν τα νερά που ολοένα τους πλησίαζαν, να στριμώχνονται σε λόφους και βουνά. Εκεί να καίγονται ζωντανοί από την υπεριώδη ακτινοβολία ή να πνίγονται, όταν και το τελευταίο κομμάτι στεριάς βυθίστηκε κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.

Κι αυτός έζησε χωρίς να καταλάβει το γιατί. Ίσως επειδή είχε την προνοητικότητα να εντοπίσει νωρίς την επικείμενη απειλή. Ή γιατί το γραμμένο του ήταν άλλο. Για χρόνια χλεύαζαν το «πείραμα της Σαντορίνης» τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. «Κινδυνολογείτε», ούρλιαζαν στους επιστήμονες που μελετούσαν τη Θόλο. Όταν μάλιστα εγκαταστάθηκε η μεγάλη γυάλα πάνω από τα κεφάλια τους, πήρε και τους κατοίκους η μπάλα του σαρκασμού. Ώσπου, λίγες μέρες μετά την τελική Στεγανοποίηση, συνέβη η καταστροφή. Επέζησαν μονάχα οι λίγοι, αυτοί που είχαν μεταφερθεί σε αντίστοιχα μικρά, ηφαιστειογενή νησιά, που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στο πείραμα. Μαζί με τους επιστήμονες κι αυτός, ένας απλός κοσμηματοπώλης.

Σκεφτόταν τους γονείς του συχνά έκτοτε. Είχαν φόβο με τα καράβια και δε θέλησαν τον ακολουθήσουν στο νησί. Θα ένιωθαν αποκομμένοι, λέει, από τον πολιτισμό. Πολύ συχνότερα έβλεπε την κόρη του στον ύπνο. Τη γυναίκα του λιγότερο, αυτή έφταιξε που δεν τον πίστεψαν όλοι οι άλλοι, που έμειναν στην Ηπειρωτική Ελλάδα και χάθηκαν. Ανένδοτοι, σα να μην ήθελαν να σωθούν. Σκέφτηκε το πλοίο της βιτρίνας, εν αντιθέσει με τους γεννήτορές του ο Πάνος αγαπούσε τη θάλασσα. Θα ήθελε τόσο να είναι στο ανοικτό κατάστρωμα του ιστιοπλοϊκού, να νιώθει τη μυρωδιά και την αλμύρα της και να μην έχει ούτε μια άλλη έγνοια. Ήξερε πως ήταν αδύνατο. Όμως το ανέφικτο, δεν τον εμπόδισε ποτέ να ονειρεύεται.

Οι παιδικές του αναμνήσεις ήταν γεμάτες μυρωδιές και χρώματα. Στον αέναα ρυθμιζόμενο καιρό της Σαντορίνης με τις ανύπαρκτες βροχές, τις ανυπόστατες λιακάδες και το φτηνό πλαστικό γκαζόν, τα πάντα μοιάζαν γκρίζα. «Τα παιδία μας θα κοιτούν τα πλοία μονάχα στις προθήκες», σκέφτηκε. Ποτέ δεν κατάλαβε τί ήταν αυτό που δέκα χρόνια τώρα κρατούσε ήσυχους τους κατοίκους του νησιού. Ίσως να έβαζαν κάτι ηρεμιστικό στο φίλτρο του αέρα. Ή πάλι η ανθρώπινη φύση να αναδεικνύει όλα τα καλά της στοιχεία στην ανάγκη της επιβίωσης. Γεγονός ήταν πως δεν υπήρχε ούτε μια εξέγερση, ούτε ένα έγκλημα ανάμεσά τους. Ακόμα και όταν ανακοινώθηκε η αναγκαστική τεχνητή αναπαραγωγή, «το τέλος της τυχαιότητας», κανείς δε διαμαρτυρήθηκε. Κάθε μήνα ευλαβικά έδιναν το σπέρμα τους οι άντρες κλεισμένο σε ένα απρόσωπο κυπελλάκι κι η σειρά των γυναικών που είχε προτεραιότητα δεχόταν την εμφύτευση του εμβρύου δίχως μια πικρή λέξη. Κανείς δεν ήξερε πόσα και ποιά από τα παιδιά του κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Τους είχαν στερήσει την πατρότητα.

Ο Πάνος σκέφτηκε την αδικοχαμένη κόρη του. Τα μάτια της θα τον κοίταζαν τρομαγμένα και ορθάνοιχτα την ώρα της καταστροφής, θα τον κατηγορούσαν για την επιπολαιότητά του, γιατί δεν επέμεινε να την πάρει μαζί του. Η κόρη του είχε τα γαλανά, τεράστια μάτια της μητέρας της. Καμία σχέση με τα καστανά δικά του συνηθισμένα μάτια, που όμως ακόμα επιζούσαν. Αναστέναξε. Κοίταξε το καράβι. Αυτό το πλοίο θα του έφερνε μπελάδες, αποφάσισε. Σκεφτόταν συνεχώς την ύπαρξή του, το παρελθόν, το μέλλον του. Ένας άκληρος, άσχημος γέρος, αυτό θα γινόταν. Και το τερατούργημα της προθήκης θα του το θύμιζε συνέχεια. Έπρεπε να το βγάλει από κει, να προστατευτεί.

Δεν είχε προλάβει να απλώσει χέρι στο ιστιοπλοϊκό, όταν παρατήρησε τη μικρή μπουμπού του πρωινού να τον κοιτάζει με τα διαπεραστικά καστανά μάτιά της. «Τί είναι;», τον ρώτησε. «Η Κιβωτός;»

10/5/09

"Ένας αργός άνθρωπος", J. M. Coetzee

Tο βιβλίο του Τζ.Μ. Κουτσί «Ένας Αργός Άνθρωπος» δεν είναι αριστούργημα. Εξάλλου, έχω έναν καλό φίλο που ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει χώρος για αριστουργήματα στη μεταμοντέρνα εποχή. Είναι όμως ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ ευχάριστα κι ας έχει να κάνει με τη ζωή και το θάνατο, την αγάπη και τη μοναξιά, το πώς η ζωή μας προσπερνά και πως όχι.
Ο ήρωας, ένας εξηντάρης που λόγω ενός τροχαίου με το ποδήλατό του μένει με ένα πόδι, είναι ένας άνθρωπος που αφήνει τα πράγματα να προπορεύονται. Στη ζωή του μπαίνει μια ευτραφής Κροάτισσα νοσοκόμα, που την ερωτεύεται αλλά εκείνη έχει άντρα και τρια παιδιά. Κι αυτός αφήνεται να τον εκμεταλλευτεί όλη η οικογένεια της. Ή μπορεί και όχι.
Το πιο γοητετικό κομμάτι της ιστορίας είναι πως κάποια στιγμή στη ζωή του ήρωα εμφανίζεται η συγγραφέας του. Έχει ένα λόγο για τη ροή της ιστορίας, παρεμβαίνει, όμως τελικά δεν κατορθώνει να τον κάνει να συμπορευτεί μαζί της.
Τα συναισθήματά μου για το βιβλίο δεν είναι ξεκάθαρα. Δεν είναι κακό, μα δε με συνεπήρε. Οπότε θα πρέπει να αφήσω το χρόνο να κάνει τη δουλειά του κριτικού. Γιατί τα βιβλία που μένουν σε έναν άνθρωπο που διαβάζει πολύ είναι εκείνα που μετράνε. Υπάρχουν μυθιστορήματα που δεν με ενθουσίασαν τότε, αλλά τα θυμάμαι τώρα. Κι άλλα που κάποτε τα εκθείασα και δεν έμεινε στη μνήμη μου ούτε μια τους γραμμή. Η αθανασία είναι πουτάνα, δωρίζεται απλόχερα μονάχα σε αυτούς που εκείνη θέλει. Στους υπολοίπους ζητάει ανταλλάγματα.

"Ένας αργός άνθρωπος", Τζ. Μ. Κουτσί, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Μεταίχμιο, 2005, σελ. 312

6/5/09

The Handmaid's Tale


Για κάποιο λόγο απροσδιόριστο η Μάργκαρετ Άτγουντ δεν ήταν ψηλά στις προτιμήσεις μου. Πιθανολογώ πως φταίει η «Φαγώσιμη Γυναίκα» που την είχα διαβάσει μικρή και δεν μου είχε αφήσει καμία γεύση. Έτσι, όταν πριν από κάποιο καιρό βρέθηκα στο Λονδίνο πήρα η αδαής το “The Handmaids Tale” μόνον γιατί η vintage είχε προσφορά και στα δυο βιβλία έδινε το τρίτο δώρο (δε θέλετε να ξέρετε πόσα πήρα συνολικά, υπέρβαρη γύρισε η βαλίτσα). Το άφησα στα αδιάβαστα καιρό. Κακώς…
Το “The Handmaid’s tale”, με τον ατυχή ελληνικό τίτλο «Η ιστορία της Πορφυρής Δούλης», είναι μια δυστοπία. Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που σκοπό έχει μονάχα την αναπαραγωγή. Η δημοκρατία του Γκιλεάδ, φτιαγμένη πάνω στα ερείπια των πάλαι ποτέ ΗΠΑ, είναι ένα θεοκρατικό κλειστό σύστημα, όπου οι λιγοστές γυναίκες που μπορούν ακόμα να κάνουν παιδιά, χρησιμοποιούνται από τις οικογένειες του καθεστώτος σαν μη άνθρωποι, σαν αναπαραγωγικές μηχανές. Η Όφρεντ είναι αναγκασμένη να κάνει έρωτα με τον αρχηγό του σπιτιού, ενώ η γυναίκα του είναι από κάτω της και της κρατά τα χέρια. Όσο η ιστορία αναπτύσσεται μαθαίνουμε στοιχεία της βιογραφίας της, πως κάποτε είχε άντρα και παιδί, γνωρίζουμε ανθρώπους που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Αλλά…..
Το ιστορία της Όφρεντ, που μας δίνεται αποσπασματικά και κόβεται απότομα, είναι μια πραγματική κόλαση, ένας καθρέφτης όπου μέσα του μεγεθύνονται τα δεινά του σύγχρονου πολιτισμού, γίνονται τερατώδη. Η Άτγουντ με κοφτερό χιούμορ, εξαιρετική ματιά και την ικανότητα να πει μια ιστορία, φτιάχνει ένα εκπληκτικό βιβλίο. Διαβάστε το.

"The handmaid's tale", Margaret Atwood, ed. Vintage, 1986, pg. 324


2/5/09

Η σονάτα

Λοιπόν, επίτηδες, δεν ήθελα να πω κάτι για το Ρίτσο. Τα «αφιερώματα», τα «έτη» και τα άλλα συναφή με αφήνουν παγερά αδιάφορη. Αλλά τις τελευταίες μέρες με τόσα ποστ και τόσα σχόλια στο ραδιόφωνο, ο ποιητής τριγυρνά συνέχεια στο μυαλό μου. «Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου…»

Με το Ρίτσο είχα μια ιδιότυπη σχέση από την αρχή. Τα μικρά του ποιήματα δεν με πολυαφορούν (ίσως να φταίει που ο εφηβικός μου έρωτας μού τα διάβαζε μετά μανίας στα θρανία) και γι’ αυτό δεν είχα ασχοληθεί με τα μεγάλα. Τον Ρίτσο τον ανακάλυψα χάρη στο περιοδικό ΜΕΤΡΟ και τα cd προσφοράς. Ε, ναι λοιπόν, τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» την άκουσα πρώτα από τη μαγευτική φωνή του, την έμαθα απέξω, κάθε ανάσα και κάθε παύση και μετά διάβασα τα γράμματα και τις τελείες της. Ακόμα και τώρα αν την αποζητήσω, θα την ακούσω, δε θα τη διαβάσω.

«Άφησε με να’ ρθω μαζί σου», μες στο μυαλό μου, ακόμα και πόσο πρέπει να σύρεται η φωνή σε κάθε στίχο έχω. Αργότερα, μαθαίνοντας κάποια από τα στοιχεία της βιογραφίας του, συμπάθησα και τον άνθρωπο, τις ιδέες του. Βλέποντας φωτογραφίες του αγάπησα την εικόνα του (θα μπορούσα να είμαι μια μικρή…. Ριτσίτσα, αν κι είμαι σίγουρη πως εκείνου δεν θα του καίγονταν καρφί, αν ζούσε).

Δε με νοιάζει γιατί ο Ρίτσος δεν πήρε το Νόμπελ, ή μάλλον με νοιάζει και μ’ αρέσει που ο Ρίτσος δεν πήρε το Νόμπελ. Τη σονάτα δεν την αγαπώ όπως τα ποιήματα του Σεφέρη ή του Έλιοτ, με τη λογική μου, την αγαπώ με κείνο το κομμάτι του μυαλού μου που επηρεάζεται μόνον από το συναίσθημα. Κι αυτό, μάλλον, είναι ο στόχος της ποίησης.