Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάντελ Έμιλυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάντελ Έμιλυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22/12/22

"Η θάλασσα της ηρεμίας", Emily St. Mandel



                      
Αγοράστε το εδώ: 
https://www.booktalks.gr/logotexnia/amerikaniki-logotexnia/amerikaniki-pezografia/agglofoni-pezografia-kanadas-muthistorima/i-thalassa-tis-iremias.html



Παρακολουθώ την Έμιλυ Μάντελ από την αρχή, από τον Σταθμό Έντεκα. Τότε με ιντρίγκαρε το δυστοπικό της θέμα. Χωρίς να είναι ο Σταθμός Έντεκα αριστούργημα, ήταν ένα βιβλίο που δεν άφηνε ανικανοποίητο τον αναγνώστη. Το επόμενό της, το Γυάλινο ξενοδοχείο, είχε λιγότερες αρετές, είχες την αίσθηση μιας ιστορίας πιο περίπλοκης που η Μάντελ δεν μπόρεσε να διαχειριστεί πλήρως και την άφησε λειψή. Γιατί λοιπόν έπιασα και τη Θάλασσα της ηρεμίας; Εκλεκτικές συγγένειες, θαρρώ, είναι σαν να με ρωτάς γιατί αμέσως μετά θα διαβάσω τον νέο Μπαρνς.

Η θάλασσα της ηρεμίας καταπιάνεται με ένα θέμα που έχει "κάψει" πολλούς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (το «κάψει» σε αυτή τη φράση χρησιμοποιείται με ένα σωρό σημασίες), το ταξίδι στον χρόνο. Αντί όμως να μπει σε λεπτομέρειες φυσικής, που πιθανώς καθόλου δεν θα ευνοοούσαν το βασικό εύρημα, επέλεξε να ασχοληθεί με τον χρόνο για να μιλήσει για την αγάπη. Έξυπνη επιλογή και εν πολλοίς διαχειρίσιμη.

Τα πρώτα δύο μέρη είναι κάπως αμήχανα, η συγγραφέας μάς λέει τις ιστορίες βιαστικά, σχεδόν χωρίς καθόλου να μας δείχνει, καταστρατηγώντας το περίφημο show, don't tell κι αυτό κάνει την ανάγνωση μηχανική. Ειδικά η πρώτη ιστορία, που αφορά έναν νεαρό αριστοκράτη του 1912, τον Έντουιν Σεντ Άντριου, που πηγαίνει «εξορία» στη Βρετανική Κολομβία γιατί τόλμησε να πει στους γονείς του τη γνώμη του για την Βρετανική αποικιοκρατία, μοιάζει περισότερο με σχεδίασμα, παρά με κανονικό λογοτεχνικό κείμενο. Μπαίνοντας όμως στην τρίτη ιστορία, για μια τριανταπεντάχρονη συγγραφέα το 2203 που κάνει παγκόσμια περιοδεία για το βιβλίο της που έχει γίνει αναπάντεχα παγκόσμιο μπεστ σέλερ γιατί μιλάει για μια πανδημία, λίγο πριν χτυπήσει η «πανδημία», το μυθιρστόρημα ανοίγεται, αρχίζεις να καταλαβαίνεις το μοτίβο του, αλλά και πόσο ισχυρά είναι τα αισθήματα της Μάντελ για αυτή την ιστορία, που μοιάζει τόσο με τη δική της, προβεβλημένη 200 χρόνια στο μέλλον. Και πόσο μισεί να απαντά στην ερώτηση «Καλά εσείς κάνετε περιοδεία, ποιος κρατάει την κόρη σας».

Το μυθιστόρημα δεν κομίζει γλαύκα, μιλά για τη μοναξιά, την ανθρωπιά, τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους και τον χρόνο, τη ματαιότητα και την ελπίδα, τη θυσία, που βρίσκεται σε μέρη όλο και πιο περίεργα, μακριά από εκεί που θα περιμέναμε. Ο χρόνος γίνεται παιχνιδάκι στα χέρια της συγγραφέα- Θεάς, καταστρατηγείται κάθε λογική του. Τις ιστορίες δένει η «υπόθεση της προσομοίωσης» που είναι πολυφορεμένη και λίγο πολύ άχρηστη μετά την εξαντλητική της χρήση στο Μάτριξ. Αλλά αυτό δεν αφαιρεί από το κείμενο. Δεν του προσθέτει, κιόλας.

Διάβασα τη Θάλασσα της ηρεμίας λαίμαργα, μέσα σε δύο μέρες, την απόλαυσα. Όμως κι εδώ, όπως και στα άλλα της μυθιστορήματα, χάνεται μια σημαντική ευκαιρία, να καταβυθιστείς μέσα από το κείμενο σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, να στοχαστείς για την ανθρώπινη μοίρα και τον χρόνο. Ευκαιρία, που δεν άφηναν ποτέ ανεκμετάλλευτη οι σπουδαίοι της επιστημονικής φαντασίας (π.χ. ο Ασίμωφ ή ο Ντίκ) και που φαίνεται πως η Μάντελ επιλέγει να τους αγνοεί. Είναι σαν να γράφει επιστημονική φαντασία ξανά και ξανά, αλλά η ίδια να μην τη διαβάζει, ούτε να ασχολείται μαζί της. Κι από μετριάζει και την επίγευση της ανάγνωσης.



                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Η θάλασσα της ηρεμίας", Έμιλυ Μάντελ, μτφ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2022, σ. 266



1/4/21

"Το γυάλινο ξενοδοχείο", Emily St.John Mandel

 





Πρωτοδιάβασα μυθιστόρημα της  Έμιλυ Σαιντ Τζον Μάντελ το 2015, το Σταθμός έντεκα. Πρόκειται για μια δυστοπία που ξεκινά με την εξάπλωση μιας πολύ φονικής γρίπης, ένα καλογραμμένο βιβλίο βασισμένο σε μια χιλιοειπωμένη ιδέα στα πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας. Έχουμε διαβάσει, και κυρίως έχουμε δει πολλές ταινίες και σειρές, που ξεκινούν με αυτή την αρχική ιδέα, αν και τώρα που ζούμε κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα, δεν μου μοιάζει τόσο κοινότοπο όσο μου είχε φανεί τότε. Ήξερα βέβαια από τότε, κάτι που επιβεβαιώθηκε κι από αυτή την ανάγνωση, πως η Μάντελ, που είναι περίπου στην ηλικία μου, ήταν από τις ανερχόμενες φωνές στον αγγλόφωνο λογοτεχνικό κόσμο και πως κάθε βιβλίο της από εκεί και μετά θα έκανε αίσθηση. Έτσι, Το γυάλινο ξενοδοχείο που εκδόθηκε το 2020, μπήκε αμέσως σε διάφορες λίστες προτεινόμενων, έγινε μπεστ σέλερ, το λάτρεψε ο Ομπάμα, μεταφράστηκε γρήγορα σε ένα σωρό γλώσσες, όπως και στη δική μας. Κι εγώ το διάβασα σχεδόν μόλις το πήρα στα χέρια μου.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με παζλ, οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, η Βίνσεντ και ο ετεροθαλής αδελφός της Πωλ, είναι μόνο η αφορμή για να ειπωθούν ένα σωρό ιστορίες για ανθρώπους από το περιθώριο μέχρι τη μεγαλή χλιδή και τον απίστευτο πλούτο. Κεντρική φιγούρα επίσης είναι ο Τζόναθαν Αλκάιτιτς, ένας σύμβουλος επιχειρήσεων που στα εβδομήντα του είναι ιδιοκτήτης ενός απόμερου ξενοδοχείου κάπου σε ένα νησάκι στο Βανκούβερ, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι και δεν πιάνει το κινητό. Είναι ένας απίστευτος άνθρωπος, γοητευτικός, που «τσιμπάει» τη Βίνσεντ από το μπαρ του ξενοδοχείου και τη φέρνει να ζήσει μαζί του μες στη χλιδή μια νύχτα που βανδαλίζουν τα κρύσταλλα και κάποιος γράφει με acid paste: 

"Πρόσεχε μην καταπιείς κανένα σπασμένο γυαλί"

Για κάποιον καιρό η Βίνσεντ ξεφεύγει από τη μιζέρια της φτώχιας, γίνεται trophy wife. Αυτή κι ο Αλκάιτιτς λένε σε όλους, ακόμα και στην κόρη του, πως είναι παντρεμένοι, αλλά δεν είναι. Κι  όταν όλα θα καταρρεύσουν, όταν αποδειχθεί πως ο Αλκάιτιτς είχε όλη αυτή την οικονομική επιφάνεια χάρη σε ένα σύστημα Πόντσι (η γνωστή σε μας Πυραμίδα ή «αεροπλανάκι»), τότε η Μάντελ θα σκύψει πάνω από όλους τους χαρακτήρες της με αγάπη: τα δυο αδέλφια, τη γυναίκα που τον ξεσκέπασε και την περνούσαν χρόνια για τρελή, τα θύματα του Αλκάιτις, τον ίδιο.

Αυτό είναι που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό, η συμπόνια. Τα δύο ορφανά ετεροθαλή αδέλφια που δεν καταλαβαίνουν τον κόσμο και δεν καταλαβαίνουν ούτε το ένα το άλλο, ο Αλκάιτιτς που μοιάζει αδίστακτος και μοχθηρός, θα μπορούσαν να είναι σκληροί κι ίσως αδιάφοροι ήρωες. Η συγγραφέας όμως τους ενώνει με κάτι πολύ ανθρώπινο, την επιθυμία να συνεχίσουν τη ζωή τους, κι ας έμπλεξαν σε καταστάσεις που δεν αντέχουν· την επιθυμία να υπάρξουν όσο κι αν πονάει η ύπαρξη.

Η Μάντελ έχει εξαιρετική ικανότητα στην αφήγηση, δεν αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, φτιάχνει ένα βιβλίο πειστικό και ευκολοδιάβαστο. Σε κάποια σημεία φαίνεται να της λείπει το βάθος και η προοπτική, σαν να μην έχει πραγματικά όρεξη να καταδυθεί στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της. Παρ’ όλα αυτά Το γυάλινο ξενοδοχείο συνεχίζει να είναι εντυπωσιακό μυθιστόρημα, από αυτά που αξίζει να διαβαστούν. Η συγγραφέας έχει κάτι από τη στόφα των παλιών γραφιάδων, δεν φοβάται να απλωθεί, ούτε να εκτεθεί, δεν κλείνεται, ανοίγει τις ιστορίες, ανοίγεται στους ανθρώπους. Δίνει ελπίδες ένα τέτοιο βιβλίο πως γεννιούνται και τώρα άνθρωποι φτιαγμένοι για να λένε ιστορίες, μακριά από τα στερεότυπα της κάθε εποχής, μακριά από μόδες και τύπους. Το μυθιστόρημα είναι ανεπιτήδευτο, χωρίς κεντρικό μήνυμα, χωρίς διαδακτισμούς. Ένα βιβλίο που δεν ξεχνάς την ιστορία του και δεν βαριέσαι να το σέρνεις μαζί σου όπου κι αν πας. Κι αυτά, μοιάζουν στην τέχνη μυθοπλασίας, να είναι τα πιο σημαντικά.

                          Κατερίνα Μαλακατέ 


"Το γυάλινο ξενοδοχείο", Emily St.John Mandel, μετ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2020, σ. 370








30/5/16

«Σταθμός έντεκα», Emily St. John Mandel



Ξεκίνησα τον «Σταθμό Έντεκα» της Έμιλυ Μάντελ με μεγάλο ενθουσιασμό γιατί ανήκει στο είδος που μου αρέσει να διαβάζω – και να γράφω εδώ που τα λέμε. Στην αρχή ενθουσιάστηκα, η ιδέα ήταν εξαιρετική και ο ήπιος χειρισμός της έδινε μια διαφορετική νότα. Έπειτα ένιωσα σε κάποια σημεία το νεαρό της ηλικίας της συγγραφέως, πως δεν έχει αρκετά διαβάσματα πίσω της για να υποστηρίξει τα κομμάτια δρόμου, ας πούμε. Και μετά, ξαναχάθηκα στην μαγεία του βιβλίου, το τελείωσα γρήγορα και τελικά αποφάσισα πως είναι του γούστου μου. 

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μια πανδημία γρίπης σαρώνει την Γη και το 99% του πληθυσμού πεθαίνει μέσα στις πρώτες δύο μέρες. Όλα ξεκινούν όταν ο διάσημος ηθοποιός Άρθουρ Λιάντερ παθαίνει ανακοπή επί σκηνής, ενώ παίζει βασιλιά Ληρ. Ένας άνθρωπος από το κοινό πετάγεται και του κάνει τεχνητή αναπνοή. Μέσα από τα δικά του μάτια θα δούμε τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Και μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που συμμετείχε στην παράσταση, θα δούμε τι γίνεται είκοσι χρόνια μετά, σε έναν κόσμο χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό, χωρίς βενζίνη, που δεν είναι πρωτόγονος, αλλά δεν μπορεί και να λειτουργήσει πια ως σύγχρονος. Σε έναν κόσμο σε αναμονή. 

Η εξαιρετική έμπνευση της Μαντέλ είναι τα συνεχή φλασμπακ στην ζωή πριν την γρίπη και η απόφαση να ακολουθήσει τους χαρακτήρες της, να μην αφεθεί μόνον στην γοητεία του μετα- αποκαλυπτικού κόσμου που στήνει. Σε κάποια σημεία- αυτά του δρόμου- φαίνεται ένα έλλειμμα σε υπόβαθρο και διαβάσματα, σαν να μην έχει η συγγραφέας κατά νου τα Σταφύλια της οργής, σαν να μην έχει διαβάσει Μακάρθυ. Αυτά είναι και τα πιο αδύναμα. Όλα τα υπόλοιπα όμως είναι εξαιρετικά, ένα μεγάλο πανηγύρι χαρακτήρων και σκηνικού. 

Στα καλά μετά-αποκαλυπτικά βιβλία, όπως αυτό, οι κανόνες υπάρχουν με σαφήνεια στο κεφάλι του συγγραφέα, ο αναγνώστης δεν νιώθει πουθενά να τον «κλέβουν», να του εμφανίζουν έναν λαγό μέσα από το καπέλο. Στα καλά βιβλία φαντασίας δεν χρειάζεται από μηχανής θεός. Κι εδώ δεν υπάρχει. Ευτυχώς. Όπως δεν είναι απαραίτητος ο διδακτισμός. Η Μάντελ μας μιλά για την τέχνη- επιλέγει να ακολουθήσει την Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια κομπανία μουσικών και ηθοποιών που παίζουν μόνο Σαιξπηρ για να μας δείξει τον νέο κόσμο- με εξαιρετική λεπτότητα, χωρίς σνομπισμούς. Με αληθινή αγάπη. Και πίστη. Πως η τέχνη ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες θα επιβιώσει. Όπως επιβίωσε ο ίδιος ο Σαίξπηρ από την πανούκλα. 

Απόλαυσα τον «Σταθμό έντεκα», είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο, χωρίς περιττές γλωσσικές ακροβασίες, που χειρίζεται με μαεστρία το θέμα του χρόνου, του χώρου και της ανθρώπινης φύσης. Η Έμιλυ Μαντέλ είναι εξαιρετική στον στήσιμο των χαρακτήρων και μας δίνει το βασικό θέμα, αυτό της ματαίωσης των προσδοκιών και των ονείρων των ηρώων της, τόσο γλυκά, που σχεδόν ξεχνάμε τον ορυμαγδό γύρω τους. 



                                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ



«Σταθμός έντεκα», Emily St. John Mandel,μετ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2016, σελ. 449