Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γραφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γραφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22/3/23

Τα αν της γραφής

 




Το γράψιμο σε βρίσκει. Σε βρίσκει ένα βράδυ αργά, πιωμένο, κι αντί να ξεσπάς την καψούρα σου σε σκυλοτράγουδα, την ξεσπάς σε σημειωματάρια. Σε βρίσκει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όταν είσαι έντεκα χρονών. Σε βρίσκει στα βαθιά χασμουρητά όταν σκαλίζεις ακατάληπτους στίχους στις άκρες των βιβλίων. Α, τα βιβλία. Κι αυτά σε βρίσκουν. Αν δεν σε βρουν, δεν σε βρήκε το γράψιμο πραγματικά.

Το ταλέντο χτυπάει στις γωνίες, σε ρίχνει σε τεράστια ανοιχτή άβυσσο. Για να μετρηθείς μαζί του, πρέπει να αναμετρηθείς με όλη τη σκοτεινιά σου. Θα σε ρουφήξουν και τα δυο. Ταλέντο είναι η ικανότητα να εκτεθείς, η βαθιά καταβύθιση. Όλα τα άλλα, θα στα μάθουν τα βιβλία των άλλων. Το γράψιμο μαθαίνεται, έχει κανόνες και νόμους, κι όταν τους σπάσεις, αφού τους καταλάβεις και τους ενστερνιστείς, τότε ελευθερώνεσαι. Έχει δυο κεφάλια η προσπάθεια στην τέχνη, αν δεν μελετήσεις τι κάναν οι άλλοι, θα κάνεις μόνον του κεφαλιού σου. Αλλά οι φιλόλογοι ως επί το πλείστον δεν γράφουν. Γιατί δεν είναι ικανή συνθήκη η μελέτη. Πρέπει τα κείμενα να περνάνε μέσα σου.

Η γλώσσα ξεκινάει από τις βαθύτερες συνάψεις του εγκεφάλου μας, κάθε φορά που διηγείσαι μια ιστορία, χρωματίζει τις αναμνήσεις, τους δίνει ρυθμό και ένταση. Η γλώσσα είναι η μνήμη μας, οι λεπτές αποχρώσεις της πραγματικότητας τής ανήκουν. Μόλις το καταλάβει ο γραφιάς αυτό, γίνεται αδηφάγος, αρπακτικό. Κανείς δεν μένει έξω από το χορό, όλα είναι ιερά κι ανίερα. Στα κείμενα σκοτώνεις το παιδί και τη μάνα σου. Η τέχνη αποχαλινώνει, όλες οι αναστολές μπαίνουν σε αναστολή, μετά πρέπει να τις βάλεις μόνος σου στη νέα θέση τους. Αν παραμείνεις στη διάσπαση και την καταστροφή, η τέχνη θα σε τελειώσει. Μα όποιος δεν ξανοίγεται στα βαθιά, δεν γράφει.

Οι λέξεις πατάνε πάνω μας. Οι λέξεις έχουν βάθος μόνον όταν δανείζονται από τις εμμονές, τις λαχτάρες και τις διαστροφές μας. Αν πιστεύω σε κάτι μεταφυσικό, είναι η αναπόφευκτη κλίση μας σε κάτι. Αυτό το κάτι που δεν ορίζουμε. Ορίζουμε όμως όλα τα άλλα. Αν πιστεύω σε κάτι μεταφυσικό είναι ο έρωτας. Όλα ξεκινούν από την καύλα. Ο γάμος από συμφέρον είναι πάντα μέτριος. 

Γράψιμο είναι το διαρκές σφυροκόπημα στο καναβάτσο από όλες τις μπάντες. Να πονάς ολόκληρος και να συνεχίζεις, γιατί δεν μπορείς τίποτ’ άλλο να κάνεις. Κι ας διαλυθείς έπειτα, κι ας μην υπάρχεις. Αν δεν γράφεις για να υπάρχεις, καλύτερα να μη γράφεις.

                                 Κατερίνα Μαλακατέ



6/10/16

Οδηγίες προς επίδοξους συγγραφείς



1. Πριν αποφασίσεις να γράψεις, διάβασε. Για την ακρίβεια αν δεν σου αρέσει το διάβασμα και τα βιβλία, μην επιχειρήσεις να γράψεις. 

2. Το ότι γράφεις, δεν σημαίνει πως πρέπει και να εκδώσεις. Όλοι ξέρουν να γράφουν. Λίγοι καταφέρνουν να γράψουν λογοτεχνία. And that’s a good thing, actually. 

3. Για να γράψεις μυθιστόρημα, ή μια συλλογή διηγημάτων κι όχι σκόρπια διηγήματα, ή μια συλλογή ποιημάτων κι όχι σκόρπια ποιήματα, χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο. Η έμπνευση έρχεται όσο τρώμε, ε, μπερδεύτηκα, η όρεξη όσο γράφουμε. Τέλος πάντων, αυτό. Μη βάλεις ωράριο εργασίας αν δεν θες, αλλά ασχολήσου πολλές ώρες, κάθε μέρα. Ναι, κάθε μέρα.





4. Για να κάνεις πρωτοπορία, πρέπει πριν από όλα να μπορείς να γράψεις λογοτεχνία. Κοινώς δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι εντυπωσιακά πρωτότυπο και καινούριο αν δεν μπορείς να αφηγηθείς καλά μια ιστορία. Εξασκήσου σε αυτό. 

5. Και πες πώς την έγραψες την ιστορία. Πολύ καλά. Ξαναγράψτην, σβήσε, ξανασβήσε, ξαναγράψε. Τώρα άλλη μια φορά. Έτσι μπράβο. 

6. Και τώρα αυτή η χιλιοσβησμένη ιστορία κάθεται στο ντουλάπι σου. Εσύ είσαι πολύ ευχαριστημένη με αυτή. Οι άλλοι; Σε ποιον θα τη δείξεις. Στη μάνα σου, στο έτερο σου ήμισυ, στον κολλητό σου; Οι πιθανότητες είναι πως εκεί θα ντραπείς να πεις καν ο,τι γράφεις. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχεις πολύ αναπτυγμένη την αίσθηση της αιδούς, πρέπει να βρεις κάποιον που διαβάζει και είναι σχετικά απομακρυσμένος από εσένα συναισθηματικά, για να σου πει την πάσα αλήθεια, την αλήθεια του. Στείλε σε διαγωνισμούς, κάνε μια παρέα ονλάιν που γράφει και αντάλλαξε γραπτά.





7. Έφτασε η ώρα να αγοράσεις κάποιο βιβλίο για τη συγγραφή, να πας- αν αντέχει το βαλάντιο σου -σε ένα σεμινάριο (με προσοχή γιατί βγαίνουν με τον σωρό, να ξέρεις ποιος το κάνει, τι έχει γράψει, τι έχει να σου προσφέρει). Τώρα, που έχεις ήδη γράψει και ξέρεις τα δύσκολα, όχι στην αρχή, απλά όταν είχες την πρόθεση. Εκεί θα σου πουν κάποιους βασικούς κανόνες, θα γνωρίσεις κι άλλους ανθρώπους που γράφουν, θα νιώσεις λιγότερο (ή περισσότερο) μόνος. 

8. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι πότε θα αποφασίσεις να μην ακούς τις αρνητικές γνώμες πια – του εαυτού σου συμπεριλαμβανομένου-, θα τελειώσεις με τα σβησίματα και τα ξαναγραψίματα και θα πεις τέλος. Όταν εσύ πεις τέλος, αρχίζει ο επιμελητής. Ναι, ναι, εσύ θεωρείς πως τελείωσες, αλλά έχεις δρόμους ακόμα μπροστά σου. Βρες έναν καλό επαγγελματία να σε βοηθήσει στην επιμέλεια. Άκουσέ τον. Τόσο, όσο. Άκουσέ τον χωρίς να ξεχνάς πως το κείμενο είναι δικό σου. Μην εκνευρίζεσαι, ο επιμελητής είναι πάντα με το μέρος σου. Αν μη τι άλλο, θέλει να μείνεις ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα και να του ξαναδώσεις τα λεφτά σου.

9. Υπάρχει ένα μυθικό τέρας που το ονομάζουν «Αναγνώστης Εκδοτικού Οίκου", Α.Ε.Ο. για συντομία. Για χάρη του, φρόντισε το χειρόγραφό σου, φτιάξε ωραίο βιογραφικό, πολύ καλή περίληψη· οτιδήποτε θα κρατήσει την προσοχή του ανθρώπου που έχει στοιβαγμένα μπροστά του 1000 χειρόγραφα κάθε χρόνο (δεν υπερβάλλω ούτε χαριτολογώ, τόσα έχει κατά μέσο όρο στην Ελλάδα) και ξέρει πως θα εκδοθούν μόνον τα 8. Μη βάζεις γυμνές φωτογραφίες- παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, δεν βοηθούν. Όμως φρόντισε να μην κουράσεις το τέρας για να μη σε παρατήσει και να σε διαβάσει μέχρι τέλους. 

10. Οι πιθανότητες είναι πως το χειρόγραφό σου θα χαθεί μέσα στο πλήθος των χειρογράφων. Οπότε για να έχεις όσο καλύτερη τύχη γίνεται, μην το στέλνεις όπου βρεις, κάνε έρευνα αγοράς, βρες ποιος βγάζει βιβλία με παρόμοια γραφή ή θεματολογία. Μην στέλνεις ιστορίες τρόμου σε οίκους που βγάζουν ντάνες τα ροζ βιβλία με τα τριανταφυλλάκια στα σούπερ μάρκετ. Μην στέλνεις μελό σε σκοτεινούς τύπους που βάζουν αράχνες στα εξώφυλλά τους. Τους κουράζεις, βαριούνται. 






Τελευταία συμβουλή: 

Αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος μην πληρώσεις υπέρογκα ποσά για να σου βγάλουν το πρώτο σου βιβλίο. Δέξου ίσως να πληρώσεις κάποια χρήματα που μοιάζουν να καλύπτουν το κόστος της έκδοσης. Ναι, ένα βιβλίο ήδη εκδομένο μοιάζει καλό για το βιογραφικό σου. Αλλά το θες έτσι, θες να σε αρμέξουν τα κοράκια; (Αρμέγουν τα κοράκια, ιδέα δεν είχα). Μποϊκοτάρεις όλη την αγορά έτσι. Οι εκδοτικοί oίκοι που βγάζουν περισσότερα λεφτά από τους συγγραφείς από ό,τι από τους αναγνώστες, είναι πάμπολλοι. Μάθε να τους αναγνωρίζεις. Οι αναγνώστες τους ξέρουν. Και τους αποφεύγουν. 



                                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ 



Υ.Γ 42 Επίσης μην πληρώσεις για να «διαβάσουν» το βιβλίο σου. Ξεφτίλα.
Υ.Γ. 42-2 Εγώ το λέω χειρόγραφο, εσείς πείτε το δαχτυλόγραφο, και pdf μας κάνει.
Υ.Γ. 42-42 Θα επανέλθω με μια λίστα με βιβλία για συγγραφείς και τη γραφή που αξίζει να διαβάσει κανείς. 
Υ.Γ. 42-42-42 Ακούστε την εκπομπή της Κυριακής, εκεί τα λέω ακόμα πιο ωραία γιατί με πήρε το παράπονο :P 



9/2/15

In writing we trust



Η γραφή είναι επικίνδυνη διαδικασία. Κάνει τους ανθρώπους μονόχνωτους, καλούς και μαλθακούς, τους κάνει ήρωες και σουπερήρωες, χαρτογιακάδες και νερντάκια. Η γραφή βγάζει αυτό, που οι άλλοι πριν δεν μπορούσαν να δουν, κι όταν το βλέπουν εκπλήσσονται. Αν είναι καλή, αυτό αφορά πολύ κόσμο. Αν είναι κακή, αφορά μόνο λίγους, ευτυχείς ή μη.

Η γραφή είναι όλα αυτά που πάντοτε θα αναιρείς, αυτά που χλευάζεις, σου δείχνει τον τρόπο, κι έπειτα ο τρόπος χάνεται και δεν υπάρχει πια για σένα. Και πρέπει να ζήσεις αναζητώντας άλλο τρόπο. Κι ολοένα άλλο τρόπο. Για να ζήσεις και να γράψεις. 

Δεν έχω πολλούς τρόπους ως τώρα. Διαλέγω ανά πάσα στιγμή αυτόν που είναι ο πιο ανέξοδος, αυτόν που θα πονέσει λιγότερο. Για αυτό γράφω κακά και ζω μέτρια. Από την άλλη και μόνο που ζω, ίσως είναι επίτευγμα. 

Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που ξέρουν με ενάργεια τι είναι αυτό που τους λυτρώνει. Αυτοί είναι ευλογημένοι από έναν θεό στον οποίο συνήθως δεν πιστεύουν γιατί πια δεν τον έχουν ανάγκη. Ξέρω τι με λυτρώνει. Αυτό, αν έχει νόημα για οποιονδήποτε, είναι μόνο για μένα. Ξέρω τι με πωρώνει, τι δίνει νόημα στην κατά τα άλλα πολύ συνηθισμένη μου ύπαρξη. Δεν είναι πρωτότυπο, δεν είναι καν πολύ σοβαρό. Αλλά είναι κάτι, κι αυτό, έχει μια κάποια σημασία. 




9/3/14

Εσχάτως




Εσχάτως άρχισα να γράφω ξανά. Παρατημένα περίπου ένα χρόνο τα κείμενά μου, τα διάβαζα που και που στην τυπωμένη τους εκδοχή για να μην ξεχάσω την πλοκή. Ταυτοχρόνως επανήλθα στη δουλειά. Πια πηγαίνω στο βιβλιοπωλείο με συγκεκριμένο ωράριο. Ευλογία.

Εσχάτως ξεκίνησα ξανά να ξυπνάω λίγο πιο νωρίς για να προσθέσω 200 λέξεις σε ένα μυθιστόρημα που άρχισε ως ιδέα το 2011. Ναι, τόσο μακρινά. Και που δεν αριθμεί πάνω από 25.000 ακόμα. Αλλά στο τέλος ελπίζω να τις εκατοστήσει. Γράφω δύσκολα, σβήνω εύκολα, ξαναγράφω από την αρχή δύσκολα, ξανακόβω με μεγάλη ευκολία. Δεν ρέουν οι λέξεις στο πληκτρολόγιο, δεν έχω πάντοτε τη δυνατότητα ρυθμού. Ίσως γιατί δεν με συντροφεύουν μουσικές. Γράφω στη σιωπή.

Αυτή η σιωπή με οδηγεί στη γραφή. Η αδυναμία να εκφράσω αυτό που νιώθω λεκτικά. Η ανικανότητα να πω μια ιστορία προσωπική που με αφορά. Είμαι κατά κανόνα καλός ακροατής. Δυσκολεύομαι να ρίξω τα τείχη. Να μιλήσω κι εγώ.

Εσχάτως ξεκίνησα να δουλεύω τα πρωινά. Κοιμάμαι λιγότερο, οδηγώ τον εαυτό μου στη ρήξη και στην φθορά. Αναγεννιέμαι. Η έλλειψη ρυθμού, η απόλυτη ταύτιση με την καθημερινότητα με εξοντώνει. Απιστώ.

Η γραφή είναι η μεγαλύτερη απιστία. Με όρους ερωτικούς και σεξουαλικούς και κοινωνικούς και πολιτικούς, το γράψιμο είναι ανένταχτο σε οποιαδήποτε μορφή μονογαμίας. Το διάβασμα είναι εντός του συστήματος, έστω και στις παρυφές του, η συγγραφή εκτός.

Είμαι καλή ακροάτρια των ιστοριών των άλλων. Ένας φίλος μου είπε πως είναι ίδιον εκείνων που διαβάζουν από μικροί. Θα έπρεπε να είναι η βασική ιδιότητα των συγγραφέων. Οι ιστορίες των άλλων έχουν πάντοτε μια ελπίδα να γίνουν και δικές μου.


8/10/13

Σημειώσεις από τα παλιά

Χθες διάβασα την εξαιρετική ανάρτηση του no14me για τις σημειώσεις που κρατά για κάθε βιβλίο και θυμήθηκα τα νιάτα μου. Τότε που τα βιβλία ποίησης κυρίως ήταν σημειωμένα μέχρι την τελευταία τους γωνία, με δικά μου πονήματα στα περιθώρια, που πάντα υπήρχε ένα μικρό σημειωματάριο στο προσκεφάλι μου. Τώρα πια στο κομοδίνο αναπαύεται το τάμπλετ που φορτίζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Συνειδητοποιώ λοιπόν πως τα τελευταία χρόνια δεν κρατώ καθόλου σημειώσεις παρά μόνον για τα δικά μου κείμενα, ποτέ πια για βιβλία άλλων (βέβαια υπάρχει το μπλογκ και στην τελική κρατάω πολλά κείμενα για βιβλία άλλων). Μέσα σε κείνες τις σημειώσεις υπήρχαν σκέψεις της στιγμής και κομμάτια από το προσωπικό μου ημερολόγιο, ενίοτε φράσεις υπογραμμισμένες με ροζ στυλό κι άλλοτε αράδες γραμμένες με μολύβι. Αναπάντεχες μικρές ανακαλύψεις για πράγματα που ούτε καν ήξερα πως είχα μες στο κεφάλι μου.

Σκεφτόμουν πως αυτές οι σημειώσεις της ανάγνωσης, όταν αρχίσουν να μπλέκονται με τις δικές σου σκέψεις, είναι η μαγιά της γραφής. Από κει ξεκινάς για να στήσεις στην αρχή ένα δικό σου ποίημα κι έπειτα μια δική σου άγαρμπη ιστορία. Αυτές οι σημειώσεις έχουν ένα καλό, δεν τις γράφεις σαν κοριτσίστικο ημερολόγιο με την ελπίδα πως κάποτε θα τις διαβάσει ο ενδιαφερόμενος, τις κρατάς γιατί ο ενδιαφερόμενος είσαι εσύ.

Πολλά από τα τετραδιάκια, τα μπλοκάκια, τα σκόρπια χαρτιά αυτής της διαδικασίας έχουν πεταχτεί μες στα χρόνια, τώρα πια εξάλλου όταν ολοκληρώνω μια ιστορία πετάω συνειδητά τις σημειώσεις μου για αυτή. Πάντως αν ψάξω, όλο και κάποιο σώζεται. Αυτή η άτσαλη έφηβος που το σημειωματάριο της από το 1993 σώθηκε ποιος ξέρει γιατί από χίλιες μετακομίσεις και βρέθηκε μες στα χαρτιά της το 2013 όσο έκανε εκκαθάριση στα συρτάρια για το  δεύτερο μωρό της, υπάρχει ακόμα μέσα μου. Οι σπόροι κι οι ιδέες της είναι εκεί. Με λιγότερα (;) σκοτεινά κομμάτια- ας πούμε απλά με διαφορετικά. Με λιγότερη σιγουριά για τις αλήθειες της ζωής. Μα με την ίδια λαχτάρα, για έρωτα και για βιβλία, για διάβασμα και γράψιμο. Με την ίδια λαχτάρα για το  μέλλον που είναι ακόμα άδηλο. Μια έφηβος ετών 35. Ετοιμόγεννη.








25/7/13

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική



Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. Μια γλώσσα αρχέγονη, πολλών χιλιετιών που άλλαξε και πάλλεται, που δεν εξαφανίζεται ούτε αντιστέκεται, που τη μιλάνε μια χούφτα άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική κι αυτό ολοένα με τρομάζει.

Είναι άραγε καταδικασμένη η λογοτεχνία σε μια χώρα που τη γλώσσα της μιλούν καμία δεκαριά εκατομμύρια άνθρωποι; Εκ πρώτης όψεως αυτό θα ήταν το απολύτως φυσιολογικό, κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί, ειδικά σε μια παγκόσμια κοινότητα που ολοένα και περισσότερο την τρώει η σάχλα. Η Ελλάδα βεβαίως συνιστά περίπτωση μοναδική ως προς τούτο: θεωρείται το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Όμως ένας άνθρωπος μένει στο λίκνο του για λίγο και σπανίως θυμάται τι έγινε όσο ήταν εκεί. Έτσι κι ο πολιτισμός δε θυμάται αλλά μπορεί να λέει  πως εκεί έμαθε τα βασικά. Όμως έχει ο τόπος τόση σημασία;

Ο τόπος είναι πάνω στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, έχει καιρό εύκρατο και χαβαλετζή και για αυτό κατάφερε να προσελκύσει τους ανθρώπους, να τους κρατήσει, να τους θρέψει αρκετά μέχρι να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει. Ταυτόχρονα λόγω των ευκολιών, της ομορφιάς και του πλούτου του, πάντα φαινόταν ξερολούκουμο στους κατακτητές. Θα ήταν γελοίο να ισχυριστεί κανείς πως κατάγεται από τους Αρχαίους Έλληνες αυτοπροσώπως- πέρα από το γεγονός πως οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ένα μίγμα φυλών,  πέρασαν από τούτη τη χερσόνησο τόσοι λαοί.

Το μοναδικό που ενώνει εμάς με εκείνους που αποκαλούμε προγόνους είναι η γλώσσα. Αυτή που άλλοτε διατρανώνουμε κι άλλοτε ελεεινολογούμε, που μας αρέσει να τη φανταζόμαστε σταθερή σαν βράχο αλλά η πραγματικότητα είναι πως θα μείνει ζωντανή μοναχά αν κυλά σαν πέτρα. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, και ζω εκεί που την μιλούσαν κι άλλοτε. Μια εποχή ήταν κάτι σαν παγκόσμια εσπεράντο, τώρα μια βούλα στον χάρτη. Αυτό σα γραφιά με βάζει σε αυτήν την περίεργη υποψία πως αν μιλούσα μια άλλην γλώσσα θα είχα περισσότερες ευκαιρίες να ακουστεί η φωνή μου και ταυτόχρονα με καθηλώνει στην ιδέα πως αυτό που είμαι εν μέρει καθορίζεται από αυτή τη γλώσσα, την πανάρχαιη.


Τα ελληνικά, σε τούτη την εσχατιά πια της πολιτισμένης Ευρώπης, είναι δύναμη∙ έμαθαν να επιβιώνουν μέσα από συγκρούσεις χρόνων, να ζουν ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τους λόγιους, να αποβάλλουν αυτούς που προσπάθησαν να τα διαστρέψουν, να κρατούν. Ίσως μάλιστα θα μπορούσαμε να μάθουμε δυο τρία πραγματάκια από αυτήν την γλώσσα για το τι σημαίνει «σκληρό καρύδι».  


21/6/13

Το βασικό συστατικό της καλής λογοτεχνίας




Με αφορμή κάποιες τελευταίες συζητήσεις κι εδώ αλλά και στο facebook μου μπήκε πάλι αυτή η παράλογη ιδέα να προσπαθήσω να αποδομήσω την λογοτεχνία, να βρω αυτό που κάνει καλή μια ιστορία, κι ύστερα τι είναι που τη μετουσιώνει σε τέχνη.

Θα ξεκινήσω από την ίδια την ιστορία, αν και συχνά ένα λογοτεχνικό βιβλίο δεν χρειάζεται παρά μια υποτυπώδη πλοκή για να θεωρηθεί "αριστούργημα". Με μια απλή πρώτη έρευνα βρίσκει κανείς ένα σωρό "συνταγές" από συγγραφείς που έχουν μιλήσει για το τι κάνει μια ιστορία σφιχτοδεμένη και ελκυστική, από τους αρχαίους Έλληνες ως σήμερα. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο- το σασπένς, η κάθαρση, η δυνατότητα ταύτισης, το «αν υπάρχει ένα καρφί στο τοίχο στην αρχή της ιστορίας, κάποιος να κρεμαστεί στο τέλος από αυτό;». Είναι και δεν είναι, ανάλογα με το ποια ιστορία έχουμε μπροστά μας.

Μετά τίθεται ένα ερωτημα πιο σύνθετο, υπάρχει η δυνατότητα πρωτοτυπίας, μήπως έχουν πια όλα ειπωθεί. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και την μια και την άλλη άποψη με σθένος και να έχει εξίσου δίκιο. Πόσα βασικά μοτίβα υπάρχουν, άπειρα ή πεπερασμένα; Κι έχει σημασία η βάση της ιστορίας ή τελικά οι λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τη μια από την άλλη; Δεν υπάρχει απάντηση, και για αυτό μερικοί από μας συνεχίζουμε να γράφουμε.

Κι ας πούμε πως ξεπεράσαμε το σκόπελο της πλοκής και προχωράμε στην ακόμα δυσκολότερη πλευρά της αφήγησης. Είναι μια γραμμική, χρονικά τακτικά τοποθετημένη ιστόρηση – μέσα στον κυκεώνα της μεταμοντέρνας ματιάς- κάποτε ανακουφιστική; Για μένα όχι. Από την άλλη στα πιο απλά συστατικά κάποτε κρύβεται η τελειότητα. Το να πεις καλά μια ιστορία δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, πόσο μάλλον όταν ο χρόνος διασπάται και συστέλλεται κατά το δοκούν, όταν οι ήρωες και οι αφηγητές είναι αναξιόπιστοι, όταν η στιγμή μεγενθύνεται και οι δεκαετίες συρρικνώνονται.

 Μου αρέσει η αίσθηση της απουσίας κεντρικού άξονα, όμως μόνον η αίσθηση, όχι η απουσία. Ας εξηγηθώ. Δεν θέλω να βλέπω σε κάθε φράση πως ο συγγραφέας έχει ένα θέμα στο μυαλό του κι ολοένα στριφογυρνά σε αυτό. Από την άλλη, όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα θέλω βαθιά στο μυαλό μου, έστω και υποσυνείδητα να το ξέρω αυτό το «κεντρικό θέμα». Και φτάνουμε στο δια ταύτα. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Πρέπει ο ποιητής να ξέρει τι θέλει να πει; Κι αν ξέρει, πρέπει να μας το πει κι εμάς; Οι εμμονές έπαιξαν πάντα έναν ρόλο ανεξιχνίαστο στη δημουργία τέχνης. Από την άλλη για να γράψεις ένα μεγάλο κείμενο απαιτείται προσπάθεια, και πλάνα, έστω και μέσα στο κεφάλι σου, και μια τακτικότητα- στο γράψιμο αλλά και στη σκέψη-  που μπορούν να κάνουν τον συγγραφέα κάποτε να μοιάζει με δημόσιο υπάλληλο.

Κι αν  σε αυτά- κι άλλα τόσα- απαντήσουμε με το γενικόλογο πως ένα μυθιστόρημα είναι όλα και τίποτα μαζί, έχουμε δώσει μια απάντηση, έστω και ασαφή; Όχι. Το σίγουρο είναι πως αυτές οι ερωτήσεις πρέπει να απασχολούν δημιουργούς και ψαγμένους αναγνώστες  για μένα το ένα και μοναδικό συστατικό της καλής λογοτεχνίας είναι η αμφιβολία. Γιατί αν δεν τους απασχολούν, αν σου απαντούν, «μια γραμμική, απλή ιστορία πάθους αξίζει πάντοτε να διαβαστεί», και «η απιστία είναι ένα φλέγον θέμα», τότε μιλάμε για μια άλλη κατηγορία αναγνωστών κι ίσως και δημιουργών, που έχουν λύσει τα βασικά θέματα και προχωρούν στην ουσία. Δηλαδή τις πωλήσεις με κάθε κόστος.


22/5/13

Ο δημιουργός υπερήρωας




      Το αν ένα βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη ή στο συγγραφέα του με απασχολεί συχνά τελευταία. Διαπιστώνω με τρόμο πως θέλω να κάνω αυτό που κορόιδευα, να υπερασπιστώ τα γραπτά μου, να εξηγήσω την τάδε λεπτομέρεια, να αντικρούσω τη δείνα κατηγορία, να δώσω στους ήρωες μου τα μαλλιά και το πρόσωπο που ονειρεύτηκα∙ κι αυτό θέλω να το περάσω στους άλλους με λόγια. Δε γίνεται. Αν ο αναγνώστης φτιάχνει μιαν εικόνα στο μυαλό του είναι μονάχα αυτή που φαντάστηκε όσο διάβαζε το κείμενο, τα υπόλοιπα είναι απλά κουβέντες για να περνά η ώρα.

      Τα βιβλία δε χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε από αυτόν που τα έγραψε, ούτε από αυτόν που τα λάτρεψε – είναι υπάρξεις ξέχωρες από το δημιουργό τους, σαν απόγονοι που διατηρούν κάποια χαρακτηριστικά, αλλά πάντα μπλεγμένα και στρεβλωμένα. Έχουν διαφορετικές σχέσεις με τον κάθε αναγνώστη∙ κάποτε διαπιστώνω πως αυτό που έγραψα κι ήταν μια ποταπή έκφραση χωρίς πολλή σκέψη, δίνει τροφή για κάτι μεγαλειώδες στο μυαλό ενός άλλου. Κι άλλοτε αγαπημένες φράσεις περνούν απαρατήρητες, προσπερνώνται σαν κάτι τετριμμένο. Είναι ο λόγος που μισώ τα αποσπάσματα, δείχνουν μια βιασύνη να προδικάσεις τι θα άρεσε και στον επόμενο.

      Κι όταν διαβάζω κείμενα άλλων αυτή η αίσθηση είναι εντονότερη. Δεν πιστεύω στον συγγραφέα-υπερασπιστή του έργου του με την κόκκινη κάπα του υπερήρωα. Ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα, ό,τι ένιωσα, ένιωσα, δε θα αλλάξει, ούτε θα βελτιωθεί αν υπάρξουν ύστερες διευκρινίσεις. Από την άλλη, κανείς επηρεάζεται πολύ περισσότερο από αυτά που έχει ακούσει πριν, από ό,τι κι αν διαβάσει μετά. Είναι η δύναμη της κριτικής, σε προϊδεάζει, μερικές φορές πατά στον εγωισμό σου, κολακεύει τα θέλω σου, ένα «δύσκολο» βιβλίο δε μπορεί παρά να σου αρέσει κι εσένα. Ούτε αυτό μου αρέσει.

     Για μένα το μοναδικό που έχει σημασία είναι η σχέση βιβλίου-αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το τι θα βγει από αυτό το δεσμό εξαρτάται φυσικά από το ποιος είναι ο αναγνώστης -τι έχει διαβάσει, τι έχει ζήσει- και το τι είναι το βιβλίο. Όμως κάποιες φορές, σε πείσμα της λογικής, των εμπειριών, του γούστου, αυτό που προκύπτει είναι απλά έρωτας.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand στις 19-2-2013 

25/12/12

Ένα Χριστουγεννιάτικο ποίημα




Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τα Χριστούγεννα όταν ήμουνα παιδί. Οι γονείς μου δούλευαν πάντα σα δαιμονισμένοι, μου έκαναν δώρα διάσπαρτα που δεν εντοπίζονταν στις γιορτές, ο στολισμός γινόταν μια μέρα πριν, κάποτε καθόλου. Όσο ήμουν νήπιο με άφηναν στη γιαγιά ή σε κάποια θεία για τις γιορτές, τους άρεσαν τα χειμερινά ταξίδια. Όταν πέρασα τα έξι, με έπαιρναν πάντα μαζί, βρέθηκα να έχω γυρίσει τη μισή Ευρώπη χωρίς να το θυμάμαι.
Ήμουν έντεκα χρονών όταν από κάποια συγκυρία που δε συγκρατώ πια, νομίζω πως κρύωνα να βγω στα μαγαζιά μαζί τους, βρέθηκα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μόνη μου στη Βιέννη. Η τηλεόραση έπαιζε παιδικά στα Γερμανικά που εγώ μόλις είχα αρχίσει τον προηγούμενο χρόνο, ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός κι από τις βαριές κουρτίνες έμπαινε ένα αρρωστιάρικο φως. Άνοιξα το πορτατίφ στο γραφείο του δωματίου και ξεκίνησα να παίζω με τα επιστολόχαρτα. Πάνω σε ένα από αυτά έγραψα το πρώτο μου ποίημα.
Κάπου ανάμεσα στις ενήλικες μετακομίσεις μου το χαρτί αυτό χάθηκε, σκίστηκε, πετάχτηκε, αφέθηκε. Δε θυμάμαι το θέμα, ούτε αν το έδειξα στους γονείς μου και τί είπαν, ξέρω όμως ακόμα την αίσθηση που μου άφησε η εμπειρία, την ξαναζώ όποτε ολοκληρώνω ένα κείμενο- μικρό ή μεγάλο- όποτε έχω μια ιδέα∙ και δεν την αλλάζω με όλα τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και τα δώρα του κόσμου.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό bookstand

3/12/12

Ω, ναι, έφτασαν οι πρώτες κριτικές....



Πέρασαν περίπου δεκαπέντε μέρες από κείνη τη Δευτέρα που το πήρα απόφαση πως το κείμενό μου τελείωσε και θέλησα να το εκθέσω στον έξω κόσμο. Έχει ήδη σταλεί στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους από αυτούς που ήθελα, σε κάποιους (λίγους) που το δέχονταν ηλεκτρονικά και σε περισσότερους χειρόγραφα. Πολύ χαρτί πηγαίνει χαμένο κάθε φορά που κάποιος επίδοξος αποζητά την έκδοση και αρκετό χρήμα- ακόμα και με τον laser εκτυπωτή που ρίχνει το κόστος της κάθε σελίδας, η εκτύπωση, το σπιράλ και τα έξοδα του ταχυδρομείου είναι μια σπατάλη που υποψιάζομαι πως θα πάψει στα χρόνια που θα έρθουν∙ δε μπορεί κάποτε θα περάσουν οι επαγγελματίες αναγνώστες στην ψηφιακή εποχή.

          Σε αυτή τη διαδικασία έμαθα για πολλούς εκδοτικούς οίκους πως είναι τα όρια της οικονομικής κατάρρευσης κι αυτό ξύπνησε τα αναγνωστικά κι όχι τα συγγραφικά μου ένστικτα- να πάρω τα βιβλία τους που με αφορούν πριν κλείσουν και καταλήξουν εξαντλημένα. Ως αναγνώστης είχα τις προτιμήσεις μου σε κάποιες εκδόσεις γιατί μου άρεσαν οι επιλογές τους, αλλά σπανίως ασχολήθηκα με τους εκδοτικούς οίκους αυτούς καθ’ αυτούς, τώρα αναγκαστικά αρχίζω να καταλαβαίνω τι αρέσει στον καθένα να εκδίδει, πού ένα κείμενο κάπως ριζοσπαστικό σαν το δικό μου θα έχει μια κάποια τύχη και πού εκδίδονται μονάχα οι ίδιες και οι ίδιες ιστορίες∙ σε γενικές γραμμές παντού. Επίσης έμαθα το εξής: τουλάχιστον δυο οίκοι έχουν περιορισμό σελίδων, αν δεν είναι το γραπτό σου αρκετά μεγάλο, πάνω από 400 σελίδες, δεν υπάρχει περίπτωση να το εκδώσουν. Σας αφήνω να μαντέψετε ποιοί είναι πρώτον γιατί ο ένας είναι προφανής και δεύτερον γιατί έχει πλάκα.

        Από το blog μού ζήτησαν πολλοί να διαβάσουν το χειρόγραφο κι έχουν αρχίσει ήδη (ανάμεσά τους και πολύπειροι αναγνώστες, bloggers ή μη, που τη γνώμη τους εκτιμώ βαθύτατα) να στέλνουν την αναγνωστική τους εμπειρία. Όπως είναι φυσικό οι κριτικές ποικίλουν ανάμεσα στις εξαιρετικά καλές, που με αναπτερώνουν και στις περισσότερο μαγκωμένες που βρίσκουν κακά και καλά στοιχεία, που θα ήθελαν πολλά να αλλάξουν ή να γράψω κάτι άλλο πιο βατό. Κανείς ως τώρα δε μου έχει πει «άσε μας κουκλίτσα μου», κάτι που καταγράφεται στα θετικά. Περίμενα, λοιπόν, πως ανάλογα με την κριτική θα ένιωθα διαφορετικά για τη διαδικασία, στις καλές θα χαιρόμουν που το έκανα κι άφησα το κείμενό μου εκτεθειμένο στα μάτια των πιθανών αναγνωστών και στις όχι και τόσο πως θα με έπιανε μια αίσθηση πως το γρουσουζεύω, θα εκνευριζόμουν που ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του. Τελικά δεν είναι έτσι, προς το παρόν μού έδωσε μόνο χαρά, μια κάπως άγρια αίσθηση ξεγυμνώματος αλλά ταυτόχρονα ανακούφισης που αποφάσισα να αφεθώ στην κρίση μεγαλύτερου αριθμού ατόμων, αγνώστων. Είναι μια πιο προσωπική βουτιά στα βαθιά- το ήδη τυπωμένο βιβλίο σε κρατά σε μεγαλύτερη απόσταση και δημιουργεί σεβασμό- από ό,τι συνηθίζεται, αλλά παρ’ όλα αυτά μου χαρίζει συγκίνηση δυνατή που φαντάζομαι πως θα δεκαπλασιαστεί αν και όποτε κάποιο βιβλίο μου εκδοθεί.

             

25/11/12

Τί πρέπει να διαβάζουν οι συγγραφείς; Ό,τι τους αρέσει...



Μερικές φορές αναρωτιέμαι πως φαντάζονται οι άνθρωποι ότι γεννιέται η τέχνη. Για κάποιους είναι ίσως ένας στίχος που τον σκέφτεσαι τη νύχτα ή μέσα στο λεωφορείο και τον σημειώνεις στο πίσω μέρος των τσιγάρων σου. Για άλλους μια συνεχής σπουδή, στους κλασικούς, τους μοντέρνους, τους ξένους, τους ημεδαπούς. Ε, λοιπόν δεν είναι τίποτα από τα δύο, τουλάχιστον αποκλειστικά. Η γραφή δε μπορεί να είναι ούτε στιγμιαία έμπνευση δίχως δουλειά και γράψιμο, και σβήσιμο, και ξανά γράψιμο, ούτε κατάλογος με πρέπει. Ζω και αναπνέω για τη λογοτεχνία, αλλά οι δυο ιδιότητές μου, του αναγνώστη και του γραφιά, δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένες όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Πιθανολογώ πως ξεκίνησα να γράφω από φυσική κλίση, αλλά και την αγάπη μου στην ανάγνωση. Συνέχισα να γράφω γιατί αυτό θέλω και μπορώ να κάνω. Η αναγνωστική πορεία του  κάθε συγγραφέα τον βοηθά να αγαπήσει την τέχνη του, να μεστώσει ως άνθρωπος- αναγκαστικά τα βιβλία που διαβάζει καθορίζουν κι αυτά την κοσμοθεωρία του- αλλά δεν προσδιορίζουν το γράψιμό του. Θεωρώ πως το «θαυμάζω έναν μεγάλο και τον αντιγράφω» έχει λίγα να δώσει στην πρωτοπορία, αντίθετα κανείς πατάει στο παλιό για να χτίσει το νέο χωρίς συμβιβασμούς ως προς τί είναι αυτό το παλιό. Το παλιό είναι αυτό που του αρέσει, χωρίς περιορισμούς, εθνικούς, υφολογικούς, είδους. Ό,τι έχει διαβάσει κανείς, ό,τι έχει γράψει βαραίνουν στη συνείδησή του, χάνονται στο ασυνείδητο, μπαίνουν και βγαίνουν από τα γραπτά του, όπως ακριβώς και τα βιώματά του, οι σκέψεις, ακόμα κι αυτό που άκουσε χθες στην τηλεόραση. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν συγγραφέα που δε διαβάζει, γιατί τότε μάλλον δεν αγαπά τη λογοτεχνία. Ούτε όμως μπορώ να φανταστώ γραφιά με «αναγνωστικό πρόγραμμα» και ειδική «κούρα συγγραφέων» που θα καθορίσει το πώς θα γράφει∙ θα ήταν απίθανο μάλλον και δε θα το ευχόμουν εκτός των άλλων.


   

13/11/12

Ψάχνοντας για εκδότη (στα αλήθεια αυτή τη φορά)





Πριν από έντεκα περίπου μήνες ανακοίνωσα στον εαυτό μου πως το μυθιστόρημά μου είχε ολοκληρωθεί. Άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για εκδότες, το ανακοίνωσα μέσα από αυτό το blog και το έδωσα στον άντρα μου να το διαβάσει. Δεν πρόλαβα να χαρώ, ο Β. γνωστός αντιδραστικός τύπος, βρήκε την ιδέα ενδιαφέρουσα και τη γραφή μου καλή αλλά όχι εξαιρετική. Επίσης θεώρησε πως χρειάζονταν πολλές περικοπές και διευκρινήσεις γιατί τη μισή ιστορία την είχα μέσα στο κεφάλι μου, πήρε χαρτί και μολύβι κι έκανε τον επιμελητή. Τα σχέδια για αποστολή ναυάγησαν, άρχισε ένα σβήσε- γράψε που κατέληξε σε ένα βιβλίο σαφώς μικρότερο από το προηγούμενο, αλλά θέλω να πιστεύω πιο ενδιαφέρον.

Κοντά ένα χρόνο μετά (είμαι μια εργαζόμενη μάνα που γράφει τα χαράματα, μην ξεχνιόμαστε) είμαι πάλι στην ευχάριστη θέση να αναφωνήσω «Τελείωσα». Αυτή τη φορά δεν θα το δώσω στον Β., αντίθετα άρχισα ήδη να το στέλνω σε εκδότες και σε ανθρώπους που η γνώμη τους μετράει για μένα, αποφάσισα να εκτεθώ. Χθες ένας φίλος που μόλις εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του μου είπε: «το πρώτο στο συγχωρούν, το δεύτερο ποτέ»∙ άρα έχω λίγο καιρό ακόμα να μπουρδολογήσω. Ξέρω τα ζόρια των εκδοτών, τη δυσκολία της εποχής, όμως δε μπορώ παρά να ελπίζω.

Το έστειλα και σε συμβολαιογράφο. Το ξέρω πως στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις λογοκλοπής, όμως ποτέ δεν ξέρεις ποιά θα είναι η πρώτη φορά. Μου φαίνεται ανήκουστο που δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος πια στην Ελλάδα να κατοχυρώσει κανείς τα πνευματικά του δικαιώματα. Αλλά τί λέω, εδώ σε λίγο δε θα υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξεις πως είσαι νεκρός.

Ευχηθείτε μου καλή επιτυχία.

Υ.Γ. Αν κανείς επιθυμεί να γενεί πειραματόζωο και να διαβάσει αυτό το πόνημα πριν την κυκλοφορία του δεν έχει παρά να μου γράψει στο mail. Έπειτα μπορεί να βαρέσει αλύπητα. 

30/10/12

"Δημιουργική γραφή" στο ελληνικό πανεπιστήμιο;


Χθες το απογευματάκι ανηφόρισα (με κάποιο κόπο - δεν είμαι πια καμιά παιδούλα) στους Αέρηδες στην Πλάκα, γιατί το Ελληνοβρετανικό Συμβούλιο και το ΕΚΕΒΙ οργάνωναν μια ανοιχτή συζήτηση με Άγγλους και Έλληνες συγγραφείς για τη δημιουργική γραφή. Μέρος ενός διήμερου εργαστηρίου (στο οποίο δε συμμετείχα) , η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από δυο άξονες. Ο πρώτος, αν η δημιουργική γραφή διδάσκεται και αν βγαίνουν συγγραφείς άξιοι λόγου από αυτή τη διαδικασία. Δεύτερον, γιατί και τέτοιο δεν υπάρχει στην Ελλάδα σε πανεπιστημιακό επίπεδο όπως στην Αγγλία κι αν θα ήταν είναι σκόπιμο να γίνει μέρος της ανώτατης εκπαίδευσης ένα τέτοιο αντικείμενο.

Οι δυο Άγγλοι συνομιλητές (Rachel Cusk και Adam Baron)- καθηγητές και οι δυο στο Κίνγκστον σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής- ήταν αναφανδόν υπέρ∙ μέχρι προσηλυτισμού. Το Κίνγκστον έχει άλλωστε ένα low residency course, όπου σπουδάζεις από μακριά και πας στην Αγγλία μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο και ενθαρρύνει την πολυπολιτισμικότητα –αρκεί να γράφεις στην αγγλική γλώσσα, καταλαβαίνετε…

Οι Έλληνες  (ο Βαγγέλης Ραφτόπουλος και η Αμάντα Μιχαλοπούλου) ήταν πιο προσγειωμένοι στην ελληνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας πάντως πως το να κάνει κανείς δέκα τρίωρα σεμινάρια το εξάμηνο δεν ισοδυναμεί με «σπουδή στο αντικείμενο» παρά με μια γεύση. Επίσης ξέροντας πως αυτά τα σεμινάρια καμιά φορά προσελκύουν κόσμο που δεν ξέρει πώς να περάσει τον χρόνο του και γράφει λίγο κρατούσαν πιο μικρό καλάθι.

Η γνώμη μου είναι πως ένα πανεπιστημιακού επιπέδου τμήμα δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα μοιάζει στην παρούσα φάση με επιστημονική φαντασία, όταν στα πανεπιστήμια λείπουν τα βασικά. Από την άλλη, ίσως λόγω και της ροπής μας προς τη γαλλική κουλτούρα που προστάζει τους συγγραφείς να κινηθούν μακριά από φόρμες και κανόνες στην τέχνη τους, αμελήσαμε να γίνει κάτι τέτοιο όταν ήταν δυνατό. Πιστεύω πως αν η επιλογή υπήρχε το 1996 που έδινα πανελλήνιες η ζωή μου θα είχε πάρει τώρα διαφορετική ρότα. Και για αυτό λυπάμαι…



23/10/12

Εσείς διαβάζετε ελληνική λογοτεχνία;



Μου λένε συχνά πως είμαι προκατειλημμένη με την ελληνική λογοτεχνία, πως μεγαλοπιάνομαι με τους «ξένους» και δε δίνω σημασία στους δικούς μας. Εγώ αντίθετα, ποτέ δεν αμφισβήτησα τη γοητεία ενός κειμένου γραμμένου στη μητρική μου γλώσσα, όπου μπορώ χωρίς διαμεσολαβητές να απολαύσω τις λεπτές αποχρώσεις. Κακά τα ψέματα, τόσο το διάβασμα σε μια γλώσσα που δε μιλάς στην καθημερινότητα κι ας την ξέρεις καλά, όσο πολύ περισσότερο η μετάφραση, σε αναγκάζουν να χάσεις κάποιες από τις προθέσεις του συγγραφέα. Αν όμως με ρώταγαν την αναλογία θα έπρεπε να είμαι ειλικρινής, κατά 80% διαβάζω μεταφρασμένη λογοτεχνία.

Το γιατί είναι τόσο οφθαλμοφανές που στην αρχή πίστευα πως δεν πρέπει να απολογηθώ. Η ελληνική παραγωγή είναι βαλτωμένη - κι εδώ κανονικά θα έπρεπε να μπει το «πλην ελαχίστων εξαιρέσεων», αλλά δεν πιστεύω στις εξαιρέσεις. Θα εξηγηθώ. Στην τέχνη, πέρα από το ταλέντο και τη διάθεση, πρέπει να υπάρχει και μια περιρρέουσα κατάσταση, μια παρέα ανθρώπων με κοινό όραμα, που ακόμα και μέσα από τον ανταγωνισμό τους να περιχαρακωθούν ο ένας γύρω από τον άλλο για να πρωτοπορήσουν. Στην Ελλάδα, ακόμα κι οι αξιόλογες πένες, μετά από λίγο καιρό αρκούνται στις ευκολίες τους, στο να γράφουν σχετικά καλά πράγματα χιλιοειπωμένα. Αναρωτιέμαι συχνά αν κάποιοι από τους συγγραφείς μας είναι φανατικοί αναγνώστες, υποψιάζομαι πως διαβάζουν μόνο τη ντόπια παραγωγή- ο ανταγωνισμός που λέγαμε- και βαυκαλίζονται. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να δεχτώ πως δε θέλουν να εξελιχθούν. Απογοητεύονται από το σύστημα, από αυτά που τους ζητούν, αναλογίζονται την ασφάλεια των επόμενων- έστω και πενιχρών- πωλήσεων. Γιατί φυσικά δεν μιλάω για τις κυρίες της ροζ ευπώλητης σούπας, αυτές έχουν ολοφάνερες προθέσεις. Μιλάω για τους λογοτέχνες μας.

Αρνούμαι να πιστέψω πως δεν υπάρχει ταλέντο, γιατί βλέπω γύρω μου πολλούς καλούς παραμυθάδες. Στην Ελλάδα κατά κανόνα ξέρουμε να πούμε μια ιστορία. Στην λογοτεχνία αυτό πια δεν αρκεί. Πρέπει να ξέρεις να αποδομείς μια ιστορία κι έπειτα να την ανασυνθέτεις έτσι που να έχει την κρυστάλλινη διαύγεια της τέχνης. Σε αυτό υστερούμε, αυτό κάπου χάσαμε στην πορεία και δεν καταλαβαίνω τους καλούς τεχνίτες που δεν τρέχουν για να πηδήξουν μέσα στο τρένο. Για μένα θα αρκούσε μια καλή πένα, όραμα και πολλή αγάπη για την ανάγνωση της λογοτεχνίας∙ που δεν θα της βάλω προσδιορισμό, ξένη, ελληνική, γαλλική ή τούρκικη γιατί δεν της αξίζει.


15/6/12

Οι "άλλες" τέχνες


           

           Η σχέση μου με τις «άλλες» τέχνες, τη μουσική, τα εικαστικά, ακόμα και με το θέατρο πια, είναι εντελώς επιφανειακή. Με τα εικαστικά έχω ελάχιστη επαφή, σπανίως συγκινούμαι από έναν πίνακα ή ένα γλυπτό κι αρκετές φορές δεν καταλαβαίνω και κυρίως δεν νιώθω τίποτα. Η μουσική κάποτε με αφορούσε αρκετά, νόμιζα. Τώρα ξέρω πώς είχε να κάνει πολύ με την κοινωνική ζωή μου, με τις συναυλίες που πήγαινα, τις παρέες μου και επειδή άκουγα αυτό που λέμε «έντεχνο», είχε να κάνει και με το στίχο, κυρίως με το στίχο. Ο στίχος και η μουσική πλάθουν ένα τραγούδι, αλλά εγώ πάντοτε κολλούσα στα λόγια. Κι επειδή τα λόγια κάποια στιγμή σταμάτησαν να έχουν την αξία τους, σταμάτησα κι εγώ να ακούω. Μεγαλώνοντας εκτιμώ πολύ περισσότερο ένα -άδειο ήχων- δωμάτιο από ένα τραγούδι, έχω να πάω σε συναυλία πέντε χρόνια, τρελαίνομαι για σιωπή.
            Με το θέατρο και τον κινηματογράφο άλλοτε είχα εξαιρετική σχέση. Συμμετείχα σε ένα σωρό ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες- κυρίως για την έκφραση βέβαια, δεν είχα ποτέ τη μούρλα να γίνω ηθοποιός, μονάχα συγγραφέας- έβλεπα πολύ θέατρο και σινεμά. Έχω να πάω θέατρο και σινεμά τρία χρόνια, την τελευταία φορά ήμουν 8 μηνών έγκυος.
            Κι έμειναν τα βιβλία. Η τρέλα μου για αυτά με τον καιρό διογκώνεται. Το σπίτι μου δεν τα χωράει, το παιδί μου με σέρνει κάθε βράδυ κάτω από τη βιβλιοθήκη του σαλονιού για να δούμε τα «βιβλία της μαμάς». Δεν ξέρω αν αυτό με κάνει φιλόμουση, μάλλον όχι, δεν ξέρω αν το γράψιμο αυτό καθ’ αυτό με κάνει καλλιτέχνη∙ μάλλον όχι. Αναρωτιέμαι συχνά για τη φύση της τέχνης, τον τρόπο της να αποκοιμίζει τα άγρια ένστικτα μας, να τα νανουρίζει και να τα θρέφει μέχρι να θεριέψουν, να ενηλικιωθούν και να ξεχειλίσουν συναίσθημα. Νιώθω ενήλικας με έναν τρόπο που δεν ένιωθα δέκα χρόνια πριν κι ας ήμουν και τότε. Αισθάνομαι και παιδί, με έναν τρόπο που δεν αισθανόμουν δέκα χρόνια πριν κι ας ήμουν και τότε. Κι αρκεί μια τέχνη για αυτό. Σκέψου να μου είχαν μείνει κι άλλες.   


23/5/12

Η Αφοσίωση






Τον τελευταίο καιρό τριβελίζει το μυαλό μου μια έννοια τελείως παλιομοδίτικη, εντελώς αντιεμπορική, που αποπνέει ναφθαλίνη. Η αφοσίωση. Αντιλαμβάνομαι στους γύρω μου, αναγνώστες και μη, την ανικανότητα να αφοσιωθούν σε έναν άντρα, ένα παιδί, μια δουλειά, την ανάγνωση, το γράψιμο.

 «Αγαπώ να διαβάζω αλλά ποτέ δε βρίσκω χρόνο»
 «Ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου, μα τώρα δεν το νιώθω και βαριέμαι»
 «Ήθελα να κάνω παιδί γιατί χτύπησε το βιολογικό μου ρολόι μα τώρα το μεγαλώνει η γιαγιά του»
 «Αρχίζω συνέχεια μεγάλα κείμενα, έχω πολλές ιδέες και δεν τις ενώνω».

 Βαρέθηκα να το ακούω, σιχάθηκα να το βλέπω, όχι άλλη φυγή. Όταν ήμουν έφηβη έλεγα- και δικαίως- πως η βασική αιτία της ανελευθερίας μας είναι η ύπαρξη των άλλων. Ίσως όμως η ελευθερία της ατομικότητας να είναι υπερτιμημένη.

Ένα από τα πρώτα σκαμπίλια που τρώει αυτός που παίρνει την απόφαση να γράψει μεγάλο κείμενο ενώ μέχρι τότε έγραφε μικρά πεζά ή ποιήματα είναι η ανάγκη προγράμματος και συστηματικότητας. Μα μπαίνει η έμπνευση σε καλούπια; Ο Μπουκόφσκι έγραψε το δικό του σε δυο εβδομάδες. Μπαίνει η γαμημένη. Χρειάζεται αφοσίωση. Σε αυτήν την παρωχημένη έννοια κρύβεται η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, των ανθρώπων, δεν μπορείς να είσαι αφοσιωμένος σε όλους ή σε όλα∙ δεν μπορείς να ακούς όλα τα είδη μουσικής, τότε δεν ακούς τίποτα. Μπορείς όμως να διαλέξεις που θα δώσεις την ελευθερία σου, το χρόνο, την αγάπη σου. Προσεχτικά. Κι έπειτα να παλέψεις για αυτό, με νύχια και με δόντια. Όχι για την επιτυχία, για την ευτυχία.

Για μένα αυτό το ξεκαθάρισμα είναι πια πρωταρχικό σημείο ωρίμανσης. Το «έφυγα από το εφηβικό στάδιο όπου όλα θα έπρεπε να τα δοκιμάσω και να φύγω στον άνεμο πεθαίνοντας νωρίς για να κάνω ωραίο πτώμα», το σηματοδοτεί το πέρασμά μου από την ποίηση στο μυθιστόρημα, από το ακατέργαστο συναίσθημα, στο σφιχταγκάλιασμα του αισθήματος με την αφοσίωση. Στο γάμο το κοινό κλισέ είναι «δεν είμαι ερωτευμένη πια, αλλά τον αγαπάω». Στο γράψιμο και στη ζωή το κοινό κλισέ θα έπρεπε να είναι «Επέλεξα αυτό στο οποίο θέλω να αφιερωθώ». 


14/5/12

Διατί γράφομεν





Διαβάζω τον τελευταίο καιρό σκόρπια από δω κι από κει τί είναι ο καλός συγγραφέας, πώς γράφει, που γράφει, με ποιόν γράφει. Λοιπόν εγώ θα σας πω γιατί γράφει, γράφει γιατί είναι μαζόχας και πιθανώς κακός ηθοποιός. Πάντως σίγουρα γιατί θέλει να γίνει σκηνοθέτης. Γράφει γιατί  εκείνη τη στιγμή που πεθαίνει το παιδί του δε θα τη ζήσει ποτέ -για μένα η στιγμή του απόλυτου σκοταδιού και φόβου- κι όμως κάπου ενδόμυχα θέλει να τη ζήσει, τη ζει κομμάτι κομμάτι, διαβάζοντας για αυτή και γράφοντας για αυτή. Τη σκέφτεται τη γαμημένη.
Αυτός ο τύπος ή αυτή η τύπισσα, που έγραφε από μικρός ή του ξύπνησε ξαφνικά, που γράφει με φουλ μουσική και τσιγάρα ή κλείνεται στην τουαλέτα για μοναξιά, έχει κάποιο  εγγενές στοιχείο που τον οδηγεί να γίνει η «βασίλισσα του δράματος», drama queen. Θέλει να ζήσει τον απόλυτο τρόμο ή ακόμα καλύτερα ζει ήδη τον απόλυτο τρόμο, την απόλυτη αγάπη, την απόλυτη δυστυχία τόσες φορές μέσα στο μυαλό του που πρέπει να το εξωτερικεύσει.
Σε τελική ανάλυση δεν έχουν σημασία η τεχνική, τα γλωσσικά μέσα, ο τρόπος, αυτά μπορεί να βρεθούν, μπορεί και να μη βρεθούν, έχει σημασία να πρωταγωνιστήσεις στον δικό σου πόνο, τη δική σου περιπέτεια, τη δική σου ταινία μελό. Κι αυτό κάνει αυτούς που τα έχουν καταφέρει κάπως εγωιστές και αλαζονικούς και τους υπόλοιπους λίγο πιο μαζόχες. 

21/2/12

Ο παππούς Ισαάκ Ασίμωφ.....


Σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες τί ήταν αυτό που μου έβαλε το μικρόβιο της γραφής. Πέρα από την έμφυτη κλίση μου, το πρώτο μου ποίημα το έγραψα πολύ νωρίς – αλλά αυτό το κάνουν πολλά παιδάκια- και την άθλια εφηβεία μου, που με οδηγούσε στην δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου με βία και με έκανε να καταβροχθίζω ολόκληρα ράφια από κλασικούς (έχω διαβάσει σχεδόν όλη τη γενιά του 30, πάρα πολλά από τον Τολστόι, τον Ντοστογέφσκι, τον Τσέχωφ έτσι και τα περισσότερα δεν τα έχω ξαναδιαβάσει, πράγμα που είναι κρίμα, γιατί ξαναδιαβάζοντας τους αδελφούς Καραμαζωφ, ας πούμε, συνειδητοποίησα πως την πρώτη φορά στα δεκατέσσερα δεν είχα καταλάβει τίποτα, έμεινα στην ιστορία) δεν είχα μες στην οικογένεια άλλο ερέθισμα δυνατό. Εκτός από…. ουπς, την μανία του μπαμπά με την επιστημονική φαντασία και συγκεκριμένα με τα βιβλία του Ασίμωφ.

Ο αγαπητός παππούς του S.F. είχε μια ευγενή συνήθεια, σε κάθε του βιβλίο εν είδει προλόγου έβαζε ένα επεισόδιο από τη συγγραφική ζωή του, πότε ήταν ο διαπληκτισμός του με κάποιον εκδότη, πότε τι τον οδήγησε να σκεφτεί την ιστορία, κάποτε μονάχα σκόρπιες σκέψεις που με κάποιο τρόπο έδεναν την ιστορία. Με άλλα λόγια, και ίσως άθελα του, ο Ασίμωφ κινούσε μέσα μου τη διαδικασία να σκεφτώ πως γεννιέται τέχνη, από ένα ασήμαντο επεισόδιο στο δρόμο, μέχρι το τι μαγείρεψε η γυναίκα του χθες. Το πρώτο μου διήγημα το έγραψα με αφορμή ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση για την αφή των τυφλών. Το επόμενο γιατί διάβασα μια ιστορία σε ένα περιοδικό. Τα διηγήματά μου σχεδόν πάντα έχουν ένα στοιχείο «μαγικό», άλλοτε πάλι είναι καταφανώς αστυνομικά ή επιστημονικής φαντασίας, απροκάλυπτα αποδίδουν τα εύσημα εκεί που τους ανήκουν, στον παππού Ασίμωφ που βιβλίο του έχω να πιάσω στα χέρια μου καμιά δεκαπενταετία, που τα χιλιοδιαβασμένα τους αντίτυπα έμειναν τιμωρία στο πατρικό μου – ήταν του μπαμπά- που ο συγγραφέας τους είχε την καλοσύνη στα πρελούδια του να μοιράζεται λίγη από την καθημερινή του έμπνευση με όλους.   


Υ.Γ. Καλά, έκτοτε μπορεί να έχουν διευρυνθεί οι επιρροές μου :-Ρ

18/2/12

Άμα δεν (ξανά)παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει

 
Αυτή τη φορά τα αποτελέσματα δεν είναι οριστικά κι έχω μια σχετική αγωνία. Δεν ξέρω αν θυμάστε πως έστειλα ένα διήγημα στο διαγωνισμό Hotel με θεματικό άξονα τον Παπαδιαμάντη. Ε, στον βραχύ κατάλογο των 15 διηγημάτων από τα οποία 10 θα αποτελέσουν τον συλλογικό τόμο "Το άγγιγμα του Σκιαθίτη" είναι και το δικό μου. Αχ, μακάρι.


 http://www.patakis.gr/ViewShopArticle.aspx?ArticleId=2780  

14/1/12

Ύμνοι σε ένα μπλογκ




Πριν ανοίξω αυτό το μπλογκ διάβαζα πολύ, πιθανότατα πιο πολύ από ότι τώρα γιατί τότε δεν ήμουν μάνα, ζούσαμε με τον άντρα μου σε ένα μικρότερο σπίτι τα δυο μας και μας ξέραν πολύ καλά όλα τα ντελιβεράδικα της γειτονιάς. Αλλά, αν και παρακολουθούσα που και που τα ένθετα των εφημερίδων και τα μπλογκς, διάβαζα και λίγο fast food -ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, ό,τι έβλεπα σε περίοπτη θέση στα αγαπημένα μου βιβλιοπωλεία, ό,τι τύχαινε κάποιος κάπου κάποτε να μου αναφέρει. Σε ποσότητα είχα πολύ καλύτερα σκορ, σε ποιότητα δεν είμαι και τόσο σίγουρη.

            Άνοιξα το μπλογκ από καθαρή ματαιοδοξία, για να δείξω στον εαυτό μου και στους οικείους μου πως εγώ διαβάζω περισσότερο και καλύτερα από όλους τους, για να έχω μια σταθερή ενασχόληση με το μόνο πράγμα που δεν με κουράζει ποτέ, που θα μπορούσα να το κάνω επάγγελμα χωρίς κόπο. Για να μην πηδήξω από το παράθυρο που κανένας δεν δεχόταν να εκδώσει το βιβλίο μου χωρίς αμοιβή, που με δυο τρεις έφτασα στο τσακ αλλά μετά άρχισαν να μου ζητάνε λεφτά που δεν ήθελα να δώσω, για να μη βλέπω τα χειρόγραφα να γυρνάνε με την επισήμανση προς έκδοση πρόχειρα σβησμένη ή σκισμένη. Α, και για να μην τρελαθώ που δουλεύω σε μια δουλειά που απαιτεί τουλάχιστον οκτώ ώρες από το χρόνο μου, που δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα, που συχνά σε αφήνει με την αίσθηση της στυμμένης λεμονόκουπας στο τέλος της βάρδιας.

            Άνοιξα λοιπόν ένα βιβλιοφιλικό μπλογκ για όλους τους λάθους λόγους. Και στην πορεία βρήκα τους σωστούς, ανακάλυψα βιβλία που δεν είχα ακούσει κι ας επρόκειτο για παγκόσμια αριστουργήματα, μίλησα με ανθρώπους έστω και διαδικτυακά που αγαπάνε τα βιβλία όσο κι εγώ - με κάποιους κι ας μην φαίνονται ποτέ στο μπλογκ μιλάω μέσω mail, με κάποιους άλλους μέσω facebook, και με άλλους εδώ. Τί σημασία έχει; Μεγάλωσαν οι ορίζοντες μου. Και ανακάλυψα και τη Biblionet. Μα τον Τουτατή, πριν το μπλογκ δεν ήξερα πως υπάρχει αρχείο με όλα τα βιβλία που εκδίδονται στην Ελλάδα. Και ανακάλυψα και τον Σελίν, που άλλαξε λίγη από την ψυχοσύνθεσή μου. Και ανακάλυψα και τον Πίντσον, που τον διαβάζω σιγά σιγά και δεν τον είχα ξανακούσει. Α, και δυο πρώην συμμαθητές που τους προσπερνούσα αδιάφορα στο διάδρομο, κι ας ήταν κι οι δυο φίλοι φίλων, που θα ήθελα πολύ αν είχα το χρόνο να τους κάνω φίλους μου. Κι έναν ακόμη που τον θεωρούσα τότε φίλο μου. Όλα αυτά διαδικτυακώς.

            Τώρα δεν μπορώ να φανταστώ τη μέρα μου χωρίς το μπλογκ, και τι ειρωνεία εκείνο το μυθιστόρημα που ποτέ δεν εκδόθηκε και γράφτηκε πριν περίπου έξι χρόνια είχε για θέμα του και τα μπλογς. Κι ας ήταν μια ιστορία που τότε δεν την ήξερα καθόλου. Ίσως και γι’ αυτό.