17/5/23

"Αφέντρα και κυρά μου", François-Henri Désérable




Μια δραματική κωμωδία με φόντο ένα ερωτικό τρίγωνο ή κάτι ανάμεσα σε ποίηση και θρίλερ, το μικρό αυτό βιβλιαράκι σε αφήνει άναυδο μόλις το τελειώσεις. Φαινομενικά έχουμε μια κοινότοπη ιστορία, ο αφηγητής μας βρίσκεται στο γραφείο ενός Ανακριτή, και μας μιλά για την Τίνα, μια ηθοποιό, τον Εντγκάρ, έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, και τον Βασκό, έναν βιβλιοθηκονόμο. Ανάμεσα στον ανακριτή και στον αφηγητή έχουμε ένα τετράδιο με ποιήματα του Βασκό κι ένα όπλο.

Η Τίνα και ο Εντγκαρ είναι πολύ ταιριαστοί, έχουν δυο παιδιά κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Μόνο που ενδιάμεσα συμβαίνει ο Βασκό, που την βάζει να κάνουν έρωτα πάνω σε ένα τραπέζι γεμάτο ιστορικά κειμήλια — τα διορθωμένα χειρόγραφα από Τα άνθη του κακού, την πιο σπάνια έκδοση της Βίβλου του Γουτεμβέργιου—, που παθιάζεται μαζί της σε βαθμό τρέλας. Μοιάζει αυτός ο αδιέξοδος έρωτας με κάποιους από το παρελθόν, σαν να κατέβηκε ο Βέρθερος από το ρομαντικό του βάθρο και προσγειώθηκε στο Παρίσι του σήμερα. Ένα όπλο, αυτό με το οποίο ο Βερλέν τραυμάτισε τον Ρεμπώ, παρεμβαίνει στην πλοκή, κι η ποίηση βεβαίως, πανταχού παρούσα, από τον τίτλο του μυθιστορήματος ως το τέλος.

« Es-tu douce ou dure ?
Est-il sensible ou moqueur,
Ton cœur ?
Je n’en sais rien, mais je rends grâce à la nature
D’avoir fait de ton cœur mon maître et mon vainqueur. »

Το ύφος είναι παλαβό, όπως ταιριάζει σε έναν τέτοιο έρωτα, το μπρίο του αφηγητή είναι απαράμιλλο. Αυτός ο αφηγητής, πρωτοπρόσωπος αλλά στην ουσία έξω από την ιστορία, αυτός ο πλάγιος αφηγητής, που υποθέτει, φτιάχνει ερωτικές σκηνές, μόνο από όσα έχει ακούσει κι από στιχάκια του Βασκό, αυτός που προσπαθεί να ξεγελάσει τον Ανακριτή αλλά και ταυτόχρονα να τον διαφωτίσει, που μας απευθύνεται, σπάζοντας κάθε αφηγηματική σύμβαση, είναι όλα τα λεφτά. Αυτός κάνει το βιβλίο σημαντικό, κι όχι η ιστορία του Βασκό, που χωρίς τον αφηγητή και την ποίηση, θα έμοιαζε με μια τυπική ιστορία ερωτικής εμμονής και stalking.

Ο τρόπος που λέμε τις ιστορίες, καθορίζει τις ιστορίες∙ αυτό είναι το βασικό θέμα του βιβλίου. Ενός βιβλίου που μοιάζει ολόκληρο μια διακειμενική αναφορά (o Μποντλέρ, ο Μαλαρμέ, ο Ροστάντ, ο Βερλέν, κάνουν σουλάτσο αμέριμνοι στις σελίδες του), αν και αυτό δεν νοιάζει καθόλου τον αναγνώστη. Ό,τι ελπίδες έχει ο συγγραφέας για αυτή την ιστορία, έχω την αίσθηση πως δεν βρίσκονται στις ιστορίες των άλλων, αλλά στην προσπάθειά του να κάνει αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία δική του. Γι’ αυτό το κλείνεις εκστασιασμένος, γι’ αυτό πήρε το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας 2023. Ο Φρανσουά Ανρί Ντεζεράμπλ, γεννημένος το 1987, είναι κι αυτός ένα παιδί θαύμα της γαλλικής λογοτεχνίας, ξεκίνησε να γράφει στα 18, εκδόθηκε στα 20. Αλλά αυτός συνέχισε να γράφει…



                                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Αφέντρα και κυρά μου", François-Henri Désérable, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera, 2023, σ. 191

9/5/23

Και τι έγινε στην 19η Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη;


Από την εκδήλωση για τις Λέσχες Ανάγνωσης και τη Φιλαναγνωσία



Αν και στις μέρες που θα έρθουν θα πρέπει να με ανεχτείτε μάλλον όσο θα κάνω απολογισμό και δεν θα σταματήσετε να βλέπετε τη φράση «19η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης», στο κείμενο αυτό θα σας μιλήσω πιο πολύ για την εμπειρία.

Σε αυτή την Έκθεση λοιπόν, που στην ουσία είχε να γίνει από 2019 λόγω κόβιντ (παρεμβλήθηκε μια μισή προσπάθεια στην οποία δεν πήγα, ακόμα φοβόμασταν τα πλήθη και δικαίως) αυτό που ξεχώρισε ήταν η προσέλευση του κόσμου. Και ξεχώρισε σε δυο επίπεδα. Ήταν σαφώς περισσότερος ο αριθμός των επισκεπτών και η αύξηση ήρθε από τις τάξεις των αναγνωστών κι όχι των συγγραφέων.

Ναι, ούτε κι αυτή τη φορά η πόλη μπήκε στον «ρυθμό» της «Έκθεσης Βιβλίου», δεν είναι Φρανκφούρτη εδώ, στην πόλη δεν υπήρχε καν μια αφίσα, στα περίπτερα της Helexpo ούτε να μπάνερ να ενημερώνει πως γίνεται Έκθεση Βιβλίου. Για να μην πούμε πως δεν υπήρχε πουθενά το τυπωμένο πρόγραμμα των εκδηλώσεων, μονάχα ένα δυσχρηστο και βαρύ pdf, 102 (!) σελίδων. Όμως αυτή τη φορά δεν σκοντάφταμε όλο σε γνωστές φυσιογνωμίες στους διαδρόμους, δεν ήμασταν εμείς κι εμείς, η Έκθεση είχε παλμό γιατί απευθύνθηκε και στο αναγνωστικό κοινό. Πώς τα καταφέραμε τούτη τη φορά, αυτό πρέπει να διερευνηθεί.

Από την εκδήλωση για την εντυποαναπηρία



Εδώ πιστεύω πως παίζει ρόλο η συλλογική δύναμη των σόσιαλ μίντια (δεν τα συμπαθώ τον τελευταίο καιρό γιατί δέχομαι συνεχώς επιθέσεις και βαρέθηκα να είμαι ο σάκος του μποξ του καθενός) αλλά πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Αντίθετα από τη συνήθη γκρίνια, το κοινό που πλημμύρισε την Έκθεση (Σάββατο απόγευμα δεν μπορούσες καν να περάσεις, τόσο συμπαγές ήταν το πλήθος, και τουλάχιστον σε δυο σταντ εκδοτικών οίκων πωλητές μου είπαν επί λέξει «Θα μας φάνε ζωντανούς»), ήταν νεανικό. Δεν είναι η πρώτη φορά που εκδηλώσεις απευθύνονταν σε αυτό το κοινό, Φεστιβάλ πρωτοεμφανιζόμενων, νεαρών ποιητριών και ποιητών, κ.ο.κ. , μεγάλα ονόματα ξένων συγγραφέων, έχει κάθε χρόνο η Έκθεση, όμως τώρα οι νεαρότεροι αναγνώστες θεώρησαν πως αξίζει τον κόπο να δουν περί τίνος πρόκειται.

Και περί τίνος πρόκειται; Α, μα είναι μια γιορτή της λογοτεχνίας, όχι μιας λογοτεχνίας περίκλειστης, για λίγους μυημένους, για τον τάδε και τον δείνα, που θα τον δεις και θα πει μια καλή κουβέντα στον τάδε εκδοτικό. Είναι μια γιορτή όλης της λογοτεχνίας. Είναι ένα μέρος πια, που χωράει τους αναγνώστες. Είναι ένα μέρος που μπορείς να κάνεις Λέσχη Ανάγνωσης στα αγγλικά με μια Σέρβα συγγραφέα, και να έχεις έξηντα άτομα πολύ διαβασμένα, που μέχρι τώρα τα ήξερες μόνο από την Λέσχη στο zoom, να την κοιτάνε στα μάτια δια ζώσης ενώ καλά καλά δεν έχουν δει ποτέ εσένα, ενώ ταυτόχρονα στην Έκθεση την ίδια ώρα παρουσίαση έχει ο πιο αγαπημένος από τους ξένους συγγραφείς, ο Γκοσποντίνοφ, που φυσικά κι εκεί, η εκδήλωση είναι τόσο γεμάτη, που αφήνουν τη διερμηνεία γιατί δεν φτάνουν τα ακουστικά, και την κάνουν στα αγγλικά.

Στη Λέσχη με τη Λάνα Μπάστασιτς



Κι όλα αυτά Παρασκευή απόγευμα, η πόλη είναι ακόμα σε ρυθμούς δουλειάς. Αλλά αγαπάει και ξέρει, ξέρει πια, οι αναγνώστες ξέρουν πια. Θυμάμαι πόσο διστακτικά είχα πάει στην πρώτη μου Έκθεση. Είχα κάτι να κάνω εκεί, παρουσίαση του «Σχέδιου» όμως ακόμα κι έτσι με τριβέλιζαν σκέψεις, μήπως μοιάζει παράταιρο, μα τι νόημα έχει, αυτά είναι μόνο για το κύκλωμα, κ.ο.κ. Τώρα δεν διακρίνω αυτόν τον δισταγμό πια, και δεν θα έπρεπε και να υπάρχει, η Έκθεση είναι υπέροχο λογοτεχνικό πανηγύρι. Και για αυτό ο κόσμος ανταποκρίνεται, δεν διστάζει. Γιατί μιλάμε για αυτό, γιατί προτρέπουμε κι άλλους να κάνουν το ταξίδι, από την Αθήνα, τη Λάρισα, τα Γιαννιτσά, την Πάτρα, από όλη την Ελλάδα, είδα αναγνώστες. Μέχρι τώρα έβλεπα μόνο επαγγελματίες του βιβλίου.

Τι άλλαξε φέτος για τους επαγγελματίες; Έγιναν βήματα κάπως δειλά να προσελκύσει η Έκθεση ξένους αντζέντηδες, να φτιάξει προγράμματα που αφορούν στο πώς λειτουργεί η ελληνική αγορά, μια κάποια εξωστρέφεια δημιουργήθηκε. Δεν άλλαξε η γνωστή ολιγωρία στην οργάνωση. Τιμώμενη χώρα η ΗΠΑ αλλά Αμερικάνους συγγραφείς, τη εξαιρέσει της Μεσούντ, δεν είδαμε. Ίσως μεγαλεπήβολο το αρχικό σχέδιο; Δεν ήταν. Αρκεί να υπήρχαν τα κονδύλια εγκαίρως, αρκεί οι άνθρωποι που τρέχουν χρόνια την Έκθεση να μπορούσαν να κινηθούν με άνεση στις προσκλήσεις. Γιατί πρέπει να σας πω πως όλο αυτό το τρέχει μια ομάδα μικρή και εξαιρετικά ικανή, που όμως τρέχει και δεν φτάνει ως την τελευταία στιγμή, σε έναν αγώνα δρόμου ταυτόχρονα ταχύτητας και αντοχής. Είναι κρίμα να εξαντλούμε τόσο σοβαρούς ανθρώπους.




Είδαμε βέβαια αγαπημένους Βαλκάνιους συγγραφείς, είδαμε τον Γκοσποντίνοφ, τη Μπουζάροφσκα, τη Μπάστασιτς (για αυτή, και την εμπειρία της Λέσχης μαζί της θα σας μιλήσω σε άλλο κείμενο, γιατί πραγματικά της αξίζει). Και φυσικά ήπιαμε με φίλους, φάγαμε πολύ καλά, κοιμηθήκαμε ελάχιστα, βάλαμε ατελείωτα διαφορετικά ρούχα για να μην φαινόμαστε ίδιες στις εκδηλώσεις. Αν το έζησα; Το έζησα στο έπακρο, το απόλαυσα. Λίγο μετανιώνω που δεν κατάφερα να μιλήσω με όλες όσες με πλησίαζαν μετά τις εκδηλώσεις, όλο και κάποιος με τραβούσε για μια δήλωση στην ΕΡΤ 3, μια συνάντηση, μια γνωριμία. Εγώ στην πραγματικότητα ήθελα να αγκαλιάσω τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, αυτές που λέγαν «θέλω πολύ να σε γνωρίσω».

Του χρόνου πάρτε την παρέα σας κι ελάτε στην Έκθεση. Σαν εκδρομή αν είστε μακριά, σαν μια εξαντλητική βόλτα αν είστε κοντά. Καθίσαμε στα πατώματα, σύραμε το κορμί μας από τη μια εκδήλωση στην άλλη, κάναμε πάνελ πολύ σοβαρά ενώ ακόμα πολύ αλκοόλ έτρεχε στις φλέβες μας, γύρισα γεμάτη δώρα, μπλουζάκια, σελιδοδείκτες, μαγνητάκια, πολλά, ατελείωτα βιβλία (έπεφτε η βαλίτσα μου από το βάρος). Γύρισα γεμάτη δώρα, και τους φίλους μου θέλω να τους κάνω αγκαλιά και σήμερα. Αλλά δεν μπορώ, είναι στη Θεσσαλονίκη.





                         

3/5/23

19η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης






19η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και νιώθω τεράστια χαρά. Μου έλειψε αυτή η γιορτή, που ενώνει συγγραφείς μεταφραστές, εκδότες, αναγνώστες. 


Η δική μου συμμετοχή:


📌 Παρασκευή 5 Μαΐου στις 6μ.μ.

Λέσχη Ανάγνωσης Booktalks με τη Lana Bastašić





Θα συζητήσουμε για το "Πιάσε το Λαγό" της Lana Bastašić, μαζί μας θα είναι και η συγγραφέας. 

Θα συντονίζω τη Λέσχη.

Τόπος διεξαγωγής: Βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης, Μητροπόλεως 92


📌 Σάββατο 6 Μαΐου 2023 στις 4μ.μ.

Λέσχες Ανάγνωσης και η ανάπτυξη της Φιλαναγνωσίας




Μια συζήτηση για τη λειτουργία και την άνθιση των λεσχών ανάγνωσης. 

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ: Κώστας Αρκουδέας, συγγραφέας, συντονιστής της Λέσχης Ανάγνωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Βιβή Γεωργαντοπούλου, συντονίστρια των Λεσχών Ανάγνωσης Degas και Βιβλιοταξιδευτές, Κατερίνα Μαλακατέ, συγγραφέας, βιβλιοπώλης, συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης BookTalks και Ρένα Σαμαρά, φιλόλογος, συντονίστρια της Λέσχης Φιλαναγνωσίας Κομοτηνής. Οργάνωση: ΕΙΠ


Τόπος διεξαγωγής: Αίθουσα ΕΙΠ, κτήριο 15, HELEXPO Θεσσαλονίκης

📌Κυριακή 7 Μαΐου 2023 στις 11π.μ.

ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ




Μια συζήτηση που συνδιοργανώνουν το PEN Greece και το Διαβάζω για τους άλλους για την προσβασιμότητα στην ανάγνωση των εντυποανάπηρων ατόμων.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ: 
Αργυρώ Σπυριδάκη, Ιδρύτρια & Πρόεδρος του Διαβάζω για τους άλλους, 

Χρυσέλλα Λαγαρία, Γραμματέας του Διαβάζω για τους άλλους, εκπρόσωπος από τον χώρο τυφλότητας,

 Γιάννης Πλιώτας, συγγραφέας, Διευθυντής Marketing Εκδόσεων Διόπτρα, 

Μαρία Λιάρου, Βιβλιοθηκονόμος στην Υπηρεσία Υποστήριξης Ατόμων με Αναπηρία της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Κατερίνα Μαλακατέ, συγγραφέας, Αντιπρόεδρος του PEN Greece 

Οργάνωση: PEN Greece – Διαβάζω για τους άλλους
 
Τόπος διεξαγωγής: Αίθουσα ΕΙΠ, κτήριο 15, HELEXPO Θεσσαλονίκης

📌 Κυριακή 7 Μαΐου 2023 στις 4μ.μ.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ) ΙΣΤΟΡΙΑ: ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
1922-2022: Ξεριζωμός και προσφυγιά, συλλογικός τόμος

Η παρουσίαση της συλλογής διηγήματων που προέκυψε από τον αντίστοιχο διαγωνισμό του PEN GREECE, μεταφράστηκε στα αγγλικά και βρέθηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. 

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ:

 Κατερίνα Μαλακατέ, συγγραφέας, συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Booktalks, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Διεθνούς Λογοτεχνικού Σωματείου PEN GREECE, 

Δήμητρα Ταφίλη, φιλόλογος, 

Κυριακή Μπεϊόγλου, δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, συγγραφέας

Στο θεατρικό αναλόγιο αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσουν οι: Δημήτρης Τσιλινίκος, ηθοποιός-σκηνοθέτης και Νατάσσα Δαλιάκα, ηθοποιός 

Οργάνωση: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ

Τόπος διεξαγωγής: Αίθουσα Ν.Γ. Πεντζίκης, κτήριο 15, HELEXPO Θεσσαλονίκης

1/5/23

"Πιάσε το Λαγό", Lana Bastašić







Η Λάνα Μπάστασιτς πήρε για το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Πιάσε το Λαγό», το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας του 2020. Το βιβλίο το μετέφρασε η ίδια στα αγγλικά και το έγραψε όσο ζούσε στην Καταλονία. Η Μπάστασιτς γεννήθηκε στην Κροατία, είναι όμως σέρβικης καταγωγής, ενώ σε μικρή ηλικία μετακόμισε στη Βοσνία. Τώρα ζει στο Βελιγράδι. Γιατί σας ιστορώ την εθνική της καταγωγή, μα γιατί αυτή θεωρώ πως είναι η αφορμή που γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Και λέω η αφορμή κι όχι η αιτία, γιατί μέσα από αυτό το ταξίδι στη μνήμη, μέσα από το road trip δυο κοριτσιών από τη Βοσνία στη Βιέννη, προκύπτει το πραγματικό κεντρικό θέμα του βιβλίου, η αναζήτηση της ταυτότητας και του εαυτού.

Φαινομενικά έχουμε ένα μυθιστόρημα στηριγμένο στο μοντέλο της «Αλίκης στη χώρα τον θαυμάτων». Η Σάρα, που είναι συγγραφέας και ζει στον Δουβλίνο, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τη Λέιλα, που έχει να τη δει δώδεκα χρόνια. Η Λέιλα της ζητά– στη μητρική τους γλώσσα– να τα παρατήσει όλα, τον Ιρλανδό φίλο της, το αβοκάντο ζόμπι που τρέφει σε μια γλάστρα και δεν έχει σωστές ρίζες, και να την ακολουθήσει σε ένα ταξίδι από το Μοστάρ στην Αυστρία ψάχνοντας να βρουν τον αγνοούμενο αδελφό της, τον Άρμιν. Κι Σάρα, ακολουθεί τον λαγό στην ποντικότρυπα.

Οι δυο γυναίκες ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο προς τη Βιέννη, φαινομενικά απόλυτα αταίριαστες, αν κι έχουν υπάρξει κολλητές στην παιδική τους ηλικία. Σαν να είναι η μία, η άλλη άκρη του μανιταριού της άλλης. Η Σάρα από την αρχή αναρωτιέται για τη σημασία της μητρικής της γλώσσας, για την πατρίδα, πού ανήκει. Και ενοχλείται βαθύτατα από τη Λέιλα, από το πώς έχει καταντήσει, ενώ ταυτόχρονα ελκύεται. Προσπαθεί να απωθήσει αυτή τη γυναίκα, κι όλο κολλημένη πάνω της είναι. Η Λέιλα Μπέγκιτς, που αναγκάστηκε να αλλάξει τη δεκαετία του ‘90 το όνομά της σε Λέλα Μπέριτς, που ο αδελφός της, ο Άρμιν είναι αγνοούμενος από τότε, είναι ταυτόχρονα ελεύθερη και δεσμευμένη, είναι μια ιδιοφυία των μαθηματικών που σπούδασε λογοτεχνία και τα παράτησε, είναι μια γκαρσόνα παντρεμένη με έναν γιγαντόσωμο άντρα που δεν τον θέλει, είναι μια μελαχρινή που ‘χει βάψει τα μαλλιά της ξανθά, σχεδόν άσπρα. Η Λέιλα είναι η Βοσνία.

Το πολιτικό στο βιβλίο γίνεται προσωπικό, και τούμπαλιν, σχεδόν σε κάθε φράση. Ακόμα κι εκεί που η Λέιλα βγάζει το ταμπόν της μέσα στο αυτοκίνητο και το πετά από το παράθυρο ματωμένο στα χωράφια, κι εκεί που οι δυο τους χάνουν μαζί την παρθενιά τους, κι εκεί που θάβουν έναν πεθαμένο Λαγό χωρίς όνομα. Στο βιβλίο οι διακειμενικές αναφορές κάνουν πάρτυ, «Το νησί των θησαυρών» («μια ιστορία αγοριών»), η «Αλίκη», η «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, ο Άλβαρο ντε Κάμπος (ένας ετερώνυμος). Και κάνουν πάρτυ με αιτία, γιατί μόνον όταν φτάσει κανείς στο απρόσμενο τέλος και συνειδητοποιήσει πως είναι κυκλικό, πως πρέπει να ξαναδιαβάσει την αρχή για να καταλάβει, θα έχει όλη την εικόνα. Γιατί μιλάει πια αυτό το βιβλίο.

Η μνήμη, το τραύμα συλλογικό-πολιτικό-κοινωνικό και προσωπικό, η προσπάθεια να καταλάβεις ποια είσαι, η θηλυκότητα ως μέρος του όλου, η γλώσσα ως μοναδική πατρίδα, η σχετική ερμηνεία του χρόνου, όλα οδηγούν στη δημιουργία, στο πώς κάνουμε τέχνη, κυνηγώντας τους πειρατές και τα φαντάσματα. Όπως οι ηρωίδες της, η Μπάστασιτς κατεβαίνει στις κατακόμβες, φαινομενικά χωρίς κανέναν λόγο, τι λόγο έχει η Αλίκη να μπει στην τρύπα. Όμως εκείνη μπαίνει, καταδύεται στο παρελθόν, ψάχνει τις ρίζες για το αβοκάντο της. Ένα βιβλίο ενηλικίωσης είναι το «Πιάσε το λαγό»∙ ενηλικίωσης της ίδιας της συγγραφέα.


                                        Κατερίνα Μαλακατέ




"Πιάσε το Λαγό", Lana Bastašić, μτφ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, εκδ. Gutenberg, s.338, 2023




















Υ.Γ. Με τη Λάνα Μπάστασιτς θα συναντηθούν τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης του Booktalks την Παρασκευή 5 Μαίου 2023 στις 6μ.μ. στο βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης στη Θεσσαλονίκη. 




20/4/23

"Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών", Όλγκα Τοκάρτσουκ


Αγοράστε το εδώ


Έχω να κάνω μια εξομολόγηση, δεν είμαι καμιά σπουδαία οπαδός της Όλγκα Τοκάρτσουκ (να κι ο αγγλισμός πρώτος πρώτος). Μου άρεσε το «Αρχέγονο», δεν κατάφερα όμως να ολοκληρώσω τους «Πλάνητες», ένα βιβλίο που σχεδόν με εξόργισε και για τον τρόπο που ήταν γραμμένο, αλλά κυρίως για αυτά που έγραφε. Τότε θα μου πεις, τι στο καλό σε έπιασε κι έβαλες το «Αλέτρι» στη Λέσχη Ανάγνωσης; Νομίζω πως χρειαζόμουν εγώ η ίδια να επανατοποθετήσω την Τοκάρτσουκ μέσα μου, δεν έχουμε και φοβερά πολλές Νομπελίστριες Λογοτεχνίας, διάολε, για να μπορούμε να τις απορρίπτουμε έτσι με το πρώτο.

«Είσαι θετικά προκατειλημμένη με τις γυναίκες συγγραφείς» κουδούνιζε η φωνή της λογικής μέσα μου. «Θέλεις να σου αρέσουν, θέλεις να πετύχουν, ειδικά αυτές που αφήνουν τον τρόπο των λευκών Αμερικάνων ανδρών που καταδυνάστευσε τη λογοτεχνία τα τελευταία πενήντα χρόνια, τόσο στον τρόπο γραφής όσο και στη θεματική. Ειδικά αυτές που γράφουν ιδιότυπα και γυναικεία, βάζοντας κατά μέρος τον αποδεκτό τρόπο του Κανόνα». Δίκιο είχε η φωνή της λογικής, για αυτούς τους λόγους αγάπησα το «Αλέτρι». Για την ελαφριά διαστροφή του και την τόλμη του, για το παιχνίδι του ανάμεσα στα είδη, για την τόλμη η συγγραφέας να φορτώσει σε μια αντι- ηρωίδα όλα όσα αγαπά. Ακόμα και τα ζώδια ανέχτηκα, όπως ακριβώς κάνω υπομονή όποτε ο Όστερ ή ο Ντελίλο (δυο από τους πολυαγαπημένους μου λευκούς, άντρες, Αμερικανούς κτλ που λέγαμε) παθαίνουν παράκρουση με το μπέιζμπολ. Όπως ακριβώς.

Σε ένα πολωνικό χωριό κάπου στα σύνορα με την Τσεχία, όπου το χιόνι τον χειμώνα είναι βαθύ, μένουν μόνον τρεις άνθρωποι: η πρωταγωνίστρια μας, Γιανίνα Ντουσέικο, η Μεγάλη Πατούσα και το Σκιάχτρο. Τη Μεγάλη Πατούσα την βρίσκουν νεκρή ήδη από τις πρώτες σελίδες, να έχει πνιγεί με το κόκκαλο από ένα Ζαρκάδι, ενώ τα «αδέλφια» του τον παρακολουθούσαν να το τεμαχίζει.

Η Γιανίνα ( που σιχαίνεται το όνομά της) είναι μια γυναίκα που οι περισσότεροι θεωρούν αφελή και αλλοπαρμένη. Κάποτε ήταν μηχανικός γεφυρών, τώρα αποσύρθηκε σε αυτό το χωριό στη μέση του πουθενά και κάνει κάποιες ώρες Αγγλικά σε παιδάκια ή φυλάει τα σπίτι όσων έρχονται μόνο το καλοκαίρι. Είναι μόνη, πολύ μόνη, απροσδιόριστης ηλικίας, αν και όλοι της φέρονται σαν να είναι πολύ μεγάλη και να μην μετράει η γνώμη της— ακόμα και οι άντρες ίδιας ηλικίας με τη δική της. Έχει μανία να εξηγεί τα πάντα με τα ζώδια και τεράστια αγάπη για τη Φύση, που γιγαντώνεται όταν σκοτώνουν τις Σκύλες της. Κι όταν οι θάνατοι πυκνώνουν στην περιοχή, αρχίζει να αναπτύσσει μια θεωρία, πως τα Ζώα σκοτώνουν, πως τα Ζώα εκδικούνται που τα σκοτώνουμε.

Η Γιανίνα γράφει απανωτές επιστολές στην αστυνομία, αλλά ποτέ δεν παίρνει απάντηση. Η Εξουσία την αγνοεί, η Εξουσία πάει για παράνομο κυνήγι, η Εξουσία είναι διεφθαρμένη ως το κόκκαλο, η Εξουσία πεθαίνει από Ζαρκάδια και ζωύφια, το λέει και ο αστρολογικός της χάρτης. Η Γιανίνα με λιγοστούς συμμάχους, τον απόμακρο γείτονα Σκιάχτρο με τη μανία με την τάξη και την Καθαριότητα, τον μαθητή της που μεταφράζουν μαζί Μπλέικ κι έναν εντομολόγο που εμφανίζεται από το πουθενά, προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, να βάλει τάξη στο σύμπαν. Αυτή, μια γριά αλλοπαρμένη.

Όσο στήνει αυτή την αντι-Ηρωίδα, η Τοκάρτσουκ μιλά με τρόπο μαγικό για όσα την αφορούν, για το τι κάνουμε στην φύση, για τον εθνικισμό, για τη διαφθορά της εξουσίας, για τον θάνατο των ζώων, για τον φεμινισμό. Ακόμα και για τα (γαμημένα) τα ζώδια. Και το κάνει με τόση μαεστρία, τόσο βαθιά λογοτεχνικά, που δεν φαίνεται καμία από τα ραφές του κειμένου, αφήνεσαι σε αυτό το ατμοσφαιρικό νουαρ υπαρξιακό θρίλερ μες στο χιόνι στα βουνά της Πολωνίας, ή σε αυτό το δείγμα κεντροευρωπαϊκού μαγικού ρεαλισμού, ή σε αυτό το δείγμα μεταμοντερνισμού, ή σε αυτό το δείγμα «οικολογικής λογοτεχνίας» ή σε αυτό το δείγμα καθαρής ατόφιας λογοτεχνίας. Η μορφή καταλύεται χωρίς καν να το καταλάβεις, η ηρωίδα και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια είναι ταυτόχρονα πολύ αξιόπιστη και πολύ αναξιόπιστη, είναι αγαθιάρα και βαθιά φιλοσοφημένη.

Με κάποιον τρόπο είναι σαν να είναι το άλτερ ίγκο του ίδιου του Γουίλιαμ Μπλέικ, μυστικίστρια, παθιασμένη με τη Φύση, μια «δυστυχής, αφελής, παράφρων», Ιερά Τρελή. Για αυτό και οι στίχοι του που διατρέχουν το βιβλίο και ο (τόσο αντιεμπορικός) τίτλος ταιριάζουν γάντι σε αυτό το εγχείρημα. Για αυτό ίσως το απόλαυσα τόσο. Η Τοκάρτσουκ αφήνεται στη φωνή της, δεν την νοιάζουν τα πραγματολογικά στοιχεία κι ας γράφει φαινομενικά ένα whodunnit με λιγοστούς υπόπτους σε περιορισμένο τόπο και χρόνο, δεν την νοιάζει να ακολουθήσει τη λογική, μόνο την λογοτεχνικότητά της. Κι όπου τη βγάλει. Κι εμείς μαζί της.


                Κατερίνα Μαλακατέ



"Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών", Όλγκα Τοκάρτσουκ, μτφ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδ. Καστανιώτη, 2022, σ.283












Υ.Γ. 42 Θέλω το όνομα του μεταφραστή στο εξώφυλλο; Ζητάω πολλα;




5/4/23

"Ένας πολύ γλυκός θάνατος", Simone de Beauvoir

 

Αγοράστε το εδώ

"Μα κυρία μου" απάντησε η νυχτερινή νοσοκόμα "σας διαβεβαιώνω ότι ήταν ένας πολύ γλυκός θάνατος"

Αυτό λένε οι νοσοκόμες στη Σιμόν ντε Μποβουάρ όταν πεθαίνει η μητέρα της, Φρανσουάζ, στα 87 της σε μια κλινική στο Παρίσι. Πόσο γλυκός μπορεί άραγε να είναι ο θάνατος; Το μικρό αυτό βιβλίο διαπραγματεύεται τις τριάντα τελευταίες μέρες που η Φρανσουάζ πέρασε στην κλινική, και μαζί οι κόρες της, η Σιμόν και η Πουπέτ, περνώντας από την αισιοδοξία στην απόλυτη βεβαιότητα του θανάτου της μητέρας τους και βλέποντας το σώμα της να καταρρέει πλήρως.

Η μητέρα της Μποβουάρ πέφτει όσο κάνει ντους, κι είναι μόνη της στο διαμέρισμά της. Καταφέρνει με μεγάλο κόπο να συρθεί ως το τηλέφωνο και να ειδοποιήσει. Για «καλή» της τύχη δεν την πάνε στο νοσοκομείο των κοινών θνητών αλλά σε μια κλινική. Εκεί τη βρίσκουν οι δυο της κόρες. Κι αποκαλύπτεται σιγά σιγά πως αυτό που νόμιζαν πως είναι ένα απλό σπάσιμο ισχίου, είναι τελικά ένας επιθετικός καρκίνος εντέρου. Κι έτσι αρχίζει το ψέμα. Δεν θα το πουν ποτέ στην ετοιμοθάνατη πως πεθαίνει.

Η Σιμόν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει γυρισμός και προσπαθεί να διαχειριστεί το πένθος για κάποιον που θα πεθάνει, όσο αυτός είναι ακόμα ζωντανός. Και μετατρέπεται στην καλή κόρη, είναι συνέχεια εκεί, δεν ακολουθεί τον Σαρτρ στις υποχρεώσεις τους κ.ο.κ. Φυσικά δεν μπορεί να είναι η καλή κόρη. Η μάνα της της λέει πως δεν θέλει να μένει εκείνη τα βράδια, γιατί τη «Φοβίζει». Η μάνα της που γίνεται όλο και πιο ιδιότροπη και χειριστική, αλλά συνάμα πιο ανθρώπινη και διεκδικητική από όσο είχε υπάρξει στον βίο της που δεν ήταν ευτυχισμένος. Η μάνα της που συνεχίζει να χειρίζεται τις κόρες της με τον ίδιο τρόπο, τη Σιμόν με δέος και απόσταση, ενώ την Πουπέτ την έχει δεδομένη και λίγη. Δεν αλλάζουν οι σχέσεις των ανθρώπων στο νεκροκρέβατο.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν κρύβεται, και καταφέρνει να μας μεταφέρει κι εμάς εκεί, στο δωμάτιο νοσοκομείου της μητέρας της, να μεταφερθούμε κι εμείς για αυτόν τον μήνα στον εξωπραγματικό κόσμο του να έχεις κάποιον ετοιμοθάνατο, κι όλα να περιστρέφονται μόνο από αυτή τη γνώση. Η ζωή σου αλλάζει, σημαντικά γεγονότα είναι μόνον αν πέρασε ο γιατρός, αν ήταν καλές οι νοσοκόμες της βάρδιας, αν ήταν καλή η νύχτα. Η ετοιμοθάνατη Φρανσουάζ στέφεται βασίλισσα τη μοναδική στιγμή της ζωής της που παύει να τη νοιάζει. Ή μπορεί ακόμα να τη νοιάζει. "Έπρεπε να βρεθώ εδώ για να σας έχω και τις δυο συνέχεια κοντά μου", τους λέει. Όσο γίνεται ακόμα πιο αδηφάγα σε σχέση με την προσοχή τους.

Η Μποβουάρ έγραψε αυτό το κείμενο για να λυτρωθεί προσωπικά από το φάσμα του θανάτου. Ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο είναι λυτρωτικό και για τον αναγνώστη, γιατί είναι αφόρητα ειλικρινές. Η Σιμόν δεν κρύβει τίποτα, αφήνεται να πει την αλήθεια της, διαφορετική για τον καθένα που ζει το αντίστοιχο και ταυτόχρονα τόσο ίδια. Πονάνε οι λέξεις της. Την ίδια σίγουρα περισσότερο. Αλλά οι λέξεις έχουν αυτή την ιδιότητα, να σε πονάνε όσο σε βοηθάνε να διαχειριστείς το συναίσθημα.

Η Μποβουάρ εδώ είναι ανθρώπινη. Κατεβαίνει από τις αφίσες στα δωμάτια των μανάδων μας, γίνεται σχεδόν δική μας. Κατεβαίνει από το βάθρο της στο φαντασιακό μας, και γίνεται ένα με όλους. Όλους τους ανθρώπους που χάνουν έναν γονιό ή ένας αγαπημένο και δεν αντέχουν τη θνητότητα. Ο θάνατος δεν μπορεί να είναι γλυκός. Όμως είναι πάντα θάνατος. Αυτό που έχει σημασία είναι πως τον διαχειρίζονται οι ζωντανοί.

Αν κι τα βιώματά μου σε σχέση με τον θάνατο πολύ δικών μου ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικά, το βιβλίο με πότισε με συναίσθημα. Με εξουθένωσε. Και ταυτόχρονα με βοήθησε να διαπραγματευτώ τον χαμό τους. Δεν ξέρω πολλά άλλα κείμενα που μπορούν να παινευτούν για κάτι τόσο σπουδαίο.


                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Ένας πολύ γλυκός θάνατος", Simone de Beauvoir, μτφ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο