Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κροκιδάς Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κροκιδάς Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15/9/15

Η φυλή των βιβλιόφιλων": γράφουν εναλλάξ ο Παναγιώτης Κροκιδάς και η Κατερίνα Μαλακατέ part 3



Το πρώτο κείμενο είναι το Παναγιώτη Κροκιδά και μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Το δεύτερο κείμενο είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και θα το βρείτε εδώ


Λίστες - αυτή η αμαρτία
γράφει ο Παναγιώτης Κροκιδάς

Η Κατερίνα δίνει μια πολύ ωραία θεματική πάσα: οι λίστες. Ο κολοφών των αναγνωστικών εμμονών. Η κορωνίδα των ιδιοτροπιών ημών. Γιατί εμείς, οι φυλή των βιβλίων, διακρινόμενοι για την σχιζοφρενική συνέπειάς μας στα βιβλία, στις λίστες νομίζω αγγίζουμε τα έσχατα των παρεξηγήσιμων καπρίτσιων. Μα φανταστείτε (καθένας μπορεί να το παραλλάξει κατά τις σεξουαλικές του γεύσεις): κάθομαι και φτιάχνω την λίστα μου. Ωραιότατη, καθαρογραμμένη, συνεπής (ωραία βιβλία, όχι επαχθή). Η οποία, βέβαια, χάριν της ιστορίας αγγίζει μέγεθος εντυπωσιακό. 

“Τι γράφεις εκεί;” Η φωνή προέρχεται από έναν κορίτσαρο που έχει σκύψει από πάνω μου, στάζοντας χυμούς ερωτικούς. Πιθανές απαντήσεις:
α. Τη λίστα για τα ψώνια (και το χαρτί αποσύρεται διακριτικά)

β. τη λίστα με τα βιβλία που θέλω να διαβάσω.

Φυσικά η δεύτερη απάντηση θα λειτουργήσει σαν κατολίσθηση, ξεκινώντας από τις εξηγήσεις που κάποιος μπορεί να δώσει. Ίσως από αμηχανία, ίσως από χαρά για αυτή την μοναδική ευκαιρία να μιλήσει για το σπορ του, μπορεί να παρεκτραπεί. “Ε, να, είναι πολλά τα βιβλία. Δηλαδή, μην τα βλέπεις τόσα πολλά. Άμα ξεκινήσεις, άμα έχεις ρυθμό, αν δεν βγαίνεις και τόσο - ε, τα καταφέρνεις. Και άλλα τόσα θέλω να διαβάσω το επόμενο εξάμηνο… δηλαδή, μέσα στους επόμενους μήνες - να, γιατί… γιατί τα βιβλία είναι πολλά, και περιμένουν, κι εγώ τις νύχτες στριφογυρνώ από καημό”

“Δηλαδή αυτά θα τα διαβάσεις μέσα σε μερικούς μήνες!”

Πόρισμα; Βλαμμένος.

Δε νομίζω πως οι ανησυχίες μας έχουν κάτι το γοητευτικό. Οι εμμονές είναι πράγματα για τα οποία συνήθως κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να δώσει εξηγήσεις, για να μην χάσει την αξιοπρέπειά του. Κι όμως, επιμένουμε. Όσο κι αν καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά, βυθιζόμαστε σε αυτόν, τον άλλο κόσμο. Τον δικό μας κόσμο.

Τον χρειαζόμαστε. Κι ίσως γι’ αυτό ανησυχούμε και θέλουμε να μάθουμε τι τρέχει με την πάρτη μας.

Παρακαλώ, καθίστε, μιλήστε μου για εσάς - εμείς, οι άλλοι

Στο διήγημά του, Εμείς, οι άλλοι, ο Μιλχάουζεν, μια γλυκιά και ανησυχητική συνάμα ιστορία φαντασμάτων, γράφει για την μοναξιά των πεθαμένων ψυχών. Αποκλεισμένοι από τις χαρές των ζωντανών, ούτε μεταξύ τους δεν μπορούν να βρουν κατανόηση. Περιφέρονται μόνοι τους, δύστροποι, οργισμένοι. Τα συναπαντήματα μεταξύ τους, σπάνια και τυχαία, ακόμα κι αυτά δεν τους προσφέρουν ανακούφιση - μάλλον φαντάζουν ως δυσάρεστες εκπλήξεις. Μόνο καμιά φορά, μαζεύονται σε σοφίτες, και με λίγα λόγια, νεύματα, προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι. Σαν σκιές φεύγουν, καθείς μόνος του, γυροφέρνοντας στο νου σκέψεις και θολές αναμνήσεις. Καμιά φορά νιώθω πως κάπως έτσι κινείται ο βιβλιόφιλος. Εμείς, οι άλλοι, κάπως έτσι περιφερόμαστε μεταξύ των άλλων, αλλά και εντός του κύκλου μας. Διστακτικοί, αλλά και απρόθυμοι. Καμιά φορά χαρούμενοι, μα γρήγορα απομακρυνόμαστε. Καθένας στα βιβλία του που γράφουν τόσο όμορφα πράματα.

Μια ποιοι είμαστε εμείς, οι άλλοι; Βιβλιόφιλοι, βιβλιοφάγοι, βιβλιοχτυπημένοι, εραστές του γραπτού και γραφιάδες;

Στην εικόνα ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά από μια οθόνη (άλλοτε κόλλα χαρτί ή γραφομηχανή), δημιουργούνται κάποια ανάμεικτα συναισθήματα. Όσο κι αν παλεύει, έτσι μόνος του, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, θα προκαλέσει σάστισμα όχι για τον μόχθο του, αλλά μάλλον για τον εγκλεισμό του. Ο περαστικός θα πει “τι φιλοσοφίες γράφεις;”, απορρίπτοντας φυσικά το ενδεχόμενο ο εν λόγω έγκλειστος να κάνει κάτι πέρα από το να χάνει τον χρόνο του. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον φανταστεί να κοιτάζει το ταβάνι, με τα ίδια αποτελέσματα. Ενώ η εικόνα κάποιου με ένα μουσικό όργανο αμέσως τον προβιβάζει σε δημιουργό. Θα πει κανείς “έλα, παίξε μου κάτι όμορφο, να γλυκαθούν τα αυτάκια μου”. Ενώ στον εν λόγω γραφιά τι θα πει; Μπορεί να πει “Να χαρείς, γράψε κάτι όμορφο να αγαλλιάσω”; Το αποτέλεσμα θα ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτικό: ο συγγραφέας θα παρέδιδε αβέβαιος το γραπτό του φληνάφημα, ο δε αναγνώστης θα πετούσε αμήχανα μια επιβράβευση, αβέβαιος για την αντίκτυπο των αράδων που μόλις είχε διαβάσει.

Η συγγραφή στα μάτια ενός παρατηρητή ισοδυναμεί με ακατανόητο εγκλεισμό.

Ανέκαθεν οι άνθρωποι ήθελαν να συγχρωτίζονται, να χορεύουν, να γλεντούν, να χρησιμοποιούν τις Τέχνες για να ξεχνιούνται ή να ομορφαίνουν τον κόσμο τους. Όλοι μαζί, μια παρέα. Ακόμα και αυτή η τέχνη της εξιστόρησης γινόταν δημόσια, η ακρόαση ομαδόν, ικανοποιώντας πάμπολλους σκοπούς. Αμφιβάλλω αν η γραφή βρέθηκε επειδή κάποιος μια μέρα αναφώνησε “Αγαπητέ, η φωνή σου πολύ με κουράζει, ενώ κι ο κόσμος που μαζεύτηκε να σε ακούσει μου τσακίζει τα νεύρα. Σε παρακαλώ, γράψε ό,τι έχεις να πεις, να το πάρω να το απολαύσω με την ησυχία μου”. Δεν έμελε εξ αρχής μια τέτοια μοναχικότητα για τις μάζες.

Η ίδια η ανάγνωση έχει καταλήξει μοναχική ασχολία. Στο μεσαίωνα η εικόνα του, σκυμμένου πάνω από τα γραπτά του, μελετητή, ήταν πάντα συνυφασμένη με χλωμούς, φιλάσθενους ανθρώπους, χαμένους σε μπουντρούμια ανήλιαγα. Η ανάγνωση ήταν αδύνατο να γίνει σε ένα χαριτόπλαστο μέρος. Και ίσως ακόμα, μετά από τόσους αιώνες, η ανάγνωση και η γραφή όταν φτάνει στα όρια της λατρείας, γεννάει μια τέτοια εικόνα στον κοινό νου. Και ίσως και εμείς, μέσα από κάποια συλλογική ενοχή που φέρουμε μέσα μας, αρχίζουμε και νιώθουμε πως χωνόμαστε σε ένα τέτοιο μπουντρούμι, όταν αποσυρόμαστε στα βιβλία μας. Ίσως κάποιοι από εμάς να είναι μέρες που γυρνούνε τις σελίδες τους, νιώθοντας τον συγκάτοικο, γονιό ή σύντροφο έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να εισβάλει στο δωμάτιο, αναφωνώντας με αγανάκτηση, “πάλι διαβάζεις!” Αν σας φαίνεται αστείος ο τρόμος απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, αναλογιστείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν προφασιστήκατε μια πειστική υποχρέωση αλλά είπατε στα ίσα στον επίμονο φίλο “θα καθίσω μέσα, γιατί διαβάζω ένα βιβλίο”. Είναι ο άτυπος κανόνας: υπάρχει ένα ανώτερο όριο αναγνώσεων -θα έλεγα πως περιέρχεται σε αυστηρά μονοφήφιο αριθμό βιβλίων ανά τριετία- όπου κάποιος δικαιούται να μπορεί να δώσει αυτή την απάντηση. Εμείς, πάντως, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να καταδικαστούμε να κουβαλάμε την ταυτότητα του σπαστικού, που βγάζει τα μάτια του, περιφρονώντας τις χαρές της ζωής.

Μοναχικοί δεν είμαστε απέναντι στους υπόλοιπους, μα και μεταξύ μας. Όλα ξεκινούν από την φύση της ανάγνωσης. Είναι τόσο εύκολο να απολαύσεις όλα τα ωραία των τεχνών με την παρέα σου. Μα την ανάγνωση όχι. Φανταστείτε δυο ανθρώπους, να διαβάζουν την ίδια στιγμή, στο ίδιο δωμάτιο. Για να προσεγγιστεί ακόμα περισσότερο η απαιτούμενη νοητική σύμπλευση, χάριν του παραδείγματος, οι δύο αναγνώστες διαβάζουν το ίδιο βιβλίο. Κάποιος θα σταματήσει, θα στοχαστεί. Ο άλλος εκνευρισμένος θα σηκώσει το κεφάλι του, ίσως ακολουθήσει την ματιά του συναναγνώστη του -κάτι που από μόνο του θα εντείνει τον εκνευρισμό του- και εκεί κάπου θα σταματήσει η όποια μορφή βιώματος από κοινού. Θα γυρίσουν στα βιβλία τους. Πρόσφατα τέθηκε ένα θέμα για την μοίρα των βιβλιομπλογκς. Πυροδοτήθηκε από μια δημοσίευση της Κατερίνας, στην οποία ο αγαπητός Librofilo κατέληξε εν μέσω άλλων πως σε αυτό ευθύνεται η ανυπαρξία διαλόγου μεταξύ του βιβλιοκόσμου. Πόσο αληθές είναι αυτό! Μα θα μπορούσε να είναι αλλιώς, τα μπλογκς να ανθήσουν από ζουζουνίσματα, πολυφωνία, να οδηγήσουν σε έναν οργασμό γόνιμου διαλόγου; Εγώ πλάθω στο μυαλό μου την εικόνα κόσμου που τον ενώνουν κοινές αγάπες, με διαλόγους κεφάτους για ταινίες, μουσικές, παραστάσεις - σαν ογκόλιθος έρχεται και ισοπεδώνει το λεκτικό γλέντι ο διάλογος βιβλιόφιλων, ο οποίος πανηγυρικά θα περιοριστεί σε κάποια διαφωνία ή συμφωνία, με κουνήματα της κεφαλής. Ίσως, στο τσακίρ κέφι, να παρατεθούν αγαπημένα χωρία, όπου πιθανώς ο άλλος από μέσα του θα διερωτηθεί “που το θυμάται τώρα αυτό ο πούστης”. Κάποιος εκνευρισμός απροσδιόριστος θα δημιουργηθεί μεταξύ των δύο, κι εκεί κάπου θα λήξει το ενσταντανέ. Φυσικά ο χρόνος μετράει αντίστροφα, η άμμος κυλάει αδυσώπητα μέσα από την βιβλιοφιλική κλεψύδρα και τα βιβλία περιμένουν.



Μα δεν είναι απορία άξιον, γιατί διοργανώνονται παρουσιάσεις βιβλίων; Ίσως, πίσω από τις ανάγκες προώθησης που καλύπτονται, να μας οδηγεί ένα ορμέμφυτο να διορθώσουμε την αναποδιά μας, να μαζευτούμε, μήπως και μπορέσουμε να μιλήσουμε μεταξύ μας.

Μοναχικά πλάσματα οι αναγνώστες, λοιπόν. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ. Μοναχική η ανάγνωση, μοναχική και η συγγραφή. Και με αυτό κλείνω εδώ, δίνοντας το μικρόφωνο στην Κατερίνα.



                                                                                   Παναγιώτης Κροκιδάς 


Υ.Γ. 42 Όποιος θα ήθελε να πάρει πάσα από μένα και τον Παναγιώτη και να γράψει κι αυτός την βιβλιοφιλική του εμπειρία είναι ευπρόσδεκτος. Προειδοποιώ πως ο Μαραμπού το έχει κάνει ήδη και θα μπει σφήνα την επόμενη εβδομάδα.


26/7/15

"Black swan green", David Mitchell



Είναι χαρακτηριστικό των προικισμένων συγγραφέων, αυτών που ακολουθούν το δικό τους όραμα, η δουλειά τους να μην μπορεί να περιγραφεί περιφραστικά. Ωστόσο, με κάθε καινούρια ανάγνωση, θα αναφωνήσει κανείς πως, ναι, αυτή είναι άλλη μια χαρακτηριστική δουλειά του συγγραφέα. Ο Μίτσελ, πολυσχιδής, με ετερόκλητες αναφορές που διατρέχουν είδη όπως φαντασία, ε.φ., ιστορική λογοτεχνία, κλπ, με κάθε του βιβλίο προσθέτει έναν λίθο στο οικοδόμημα της καλής λογοτεχνίας, της ωραίας.

Εδώ γράφει κάτι πραγματικά διαφορετικό: μια εν μέρει αυτοβιογραφική αφήγηση, όπου ο ομοδιηγητικός ήρωας, στις παρυφές της εφηβείας, μας δίνει μια ματιά της ζωής του, σε μια χρονιά στην μικρή πόλη της Βρετανίας - black swan green, σαν αστείο, δίχως ούτε καν λευκούς κύκνους στην λίμνη του, όπως λέει προσπαθώντας να κάνει απεγνωσμένα φλερτ σε μια τουρίστρια. Ο νεαρός Τζέισον Τέιλορ έχει προβλήματα τραυλισμού, αντιμετωπίζει εκφοβισμό και τραμπουκισμό στο σχολείο, η οικογένειά του αντιμετωπίζει τα συνήθη προβλήματα που μπορεί να μαυρίσουν την ψυχή ενός παιδιού. Κι ενώ τίποτα δεν εξωραΐζεται, η ιστορία είναι ένα παραμύθι με την ανέμελη φωνή του πρωταγωνιστής της. Τα καθημερινά βιώματά του γίνονται ένας μύθος που θα διασκεδάσει τον αναγνώστη, θα τον κάνει να στεναχωρηθεί με την σκληρότητα των νταήδων, με την ρουτινιάρικη σχολική ζωή, με εκείνη την προσμονή για το αύριο. Μα τελικά, πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή μέσα από τα μάτια ενός παιδιού; Πολύ!

Και εκεί είναι που ο Μίτσελ επιστρατεύει το μέγιστο όπλο του - αυτή την διαολική ευχέρεια με την οποία μπορεί να μπαίνει στο πετσί των ηρώων του. Θαρρείς πως δεν γράφει, αλλά ερμηνεύει. Όπως ερμηνεύει μάγους, σοφούς, επηρμένους φοιτητές, δαιμονικούς λόγιους, γιατρούς, εμπόρους και αιωνόβιους υπερανθρώπους, εδώ μετουσιώνεται στον νεαρό ήρωά του και μας παίρνει μαζί του. Μια τέτοια ανάγνωση θα έχει κάτι το μαγικό το δίχως άλλο. Ο Μίτσελ είναι εγγύηση σε αυτό: να βγαίνεις από το σαλόνι σου, από το σπίτι σου και να μεταφέρεσαι στα μέσα της δεκαετίας του '80, να μπαίνεις στις ντισκοτέκ, να ακούς τα χιτ της εποχής στην Βρετανία της νεολαίας, να μυρίζεις τα καθίσματα από τα αμάξια και τα τρένα, να νιώθεις τα αδυσώπητα σαγόνια του κυνηγόσκυλου του μουρλού γείτονα στο κατόπι σου.

Α, και φυσικά διαβάζεται όπως λέμε απνευστί! Ειδικά κάποια αδηφάγα πλάσματα της ανάγνωσης θα το τελειώσουν σε 2-3 καθισιές.

Εν όψει της νέας του κυκλοφορίας, που έχει δρομολογηθεί για το Φθινόπωρο (ένα αναπάντεχο νέο! Slade house λέγεται και αποτελεί μια, ας πούμε, συνέχεια του τελευταίου του βιβλίου), αυτό το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει μια Μιτσελική απόδραση πρώτης τάξεως.

Καλή ανάγνωση!

                                                                                       Παναγιώτης Κροκιδάς



"Black swan green", David Mitchell, Sceptre, 2006, pg. 371

11/6/15

"We Others: New and Selected Stories", Steven Millhouser του Παναγιώτη Κροκιδά



Τον Μιλχάουζερ τον άκουσα πρόσφατα, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο του βιβλίο, Voices in the Night:Stories. Έχει κερδίσει Πούλιτζερ, καταφέρνει όμως την ίδια στιγμή να είναι ένα κρυμμένο μυστικό, με τους πιστούς ακόλουθούς του να πίνουν νερό σε ένα πλήθος συγγραφικών δεξιοτήτων που τον ξεχωρίζουν από το πλήθος των κοινών συγγραφέων.

Λοιπόν;

Κατά αρχάς, και εν είδει προλόγου, είναι σύνηθες μια συλλογή να είναι ένα σύμφυρμα άνισα απολαυστικών ιστοριών – κάποιες καλές, άλλες μέτριες και από πίσω ένα πλήθος προσπαθειών του συγγραφέα να πει κάτι ή να ανακαλύψει νέους εκφραστικούς δρόμους, που καλύτερα θα ήταν να είχαν μείνει στο συρτάρι του, αλλά τελικά τσουβαλιάστηκαν κι αυτές παρέα για να βασανίζουν τον αναγνώστη - ένα άνισο βιβλίο, φυσικά. Όταν, όμως, η συλλογή δεν χωλαίνει από τα παραπάνω, όταν έχει συνοχή και αρμόνια τότε, πέρα από την αναγνωστική τέρψη γίνεται το έξης: η συλλογή είναι ένα μέσο για τον αναγνώστη να δει τις εμμονές του συγγραφέα. Τι τον καθοδηγεί, ποιες συνισταμένες ορίζουν το συγγραφικό του όραμα. Ποια είναι η μούσα του.

Κι αυτό η συλλογή, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2011, εξυπηρετεί μια πρώτης τάξεως γνωριμία με τον συγγραφέα. Και αποτελεί ένα καταπληκτικό βιβλίο. Για κάποιους, όπως εγώ, θα είναι και μια αποκάλυψη.

Διαβάζοντας κανείς αυτές τις ιστορίες δεν μπορεί παρά να προσέξει αυτή την τόσο ιδιαίτερη φωνή που χρησιμοποιεί ο Μιλχάουζερ συχνά: η φωνή του πλήθους, της ομάδας, του συνόλου. Της κοινότητας. Η οποία εκφράζει το διαφορετικό να εισβάλλει στην ρουτίνα της, που συνήθως θα είναι κάτι αλλόκοτο, παράξενο, ίσως ανεξήγητο. Όπως στην πρώτη ιστορία, όπου η φιλήσυχη μικρή πόλη ταράζεται από τον άγνωστο που χαστουκίζει ανύποπτα θύματα, δίχως διακρίσεις, ως πράξη ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κλιμακούμενου πλάνου που η κοινότητα προσπαθεί να ερμηνεύσει - ή τον λόγο της μουδιασμένης πλειοψηφίας μιας πόλης που βιώνει την δημιουργία ενός τεράστιου πολυχώρου, ο οποίος προσφέροντας τα πάντα, παίρνει τελικά τα πάντα από τις ζωές των ατυχών πολιτών που καταλήγουν σκλάβοι στα έγκατα της γης. 

Ο Μιλχάουζερ έχει φαντασία. Μια φαντασία πρωτόγνωρης, λυρικής, ήρεμης πάντα αφήγησης. Όπου και το πιο καθημερινό είναι ικανό να παράγει ανείπωτη φαντασία, όπως στην μικρή επαρχιακή πόλη, που ο πρωταγωνιστής με τους φίλους βγαίνουν κάθε μέρα στους δρόμους για να δουν το χιόνι να δίνει μορφή σε φανταστικά πλάσματα από χιόνι, όμορφα, κρυστάλλινα μα και απόμακρα. Σαν κάποια άλλη πραγματικότητα να κάνει αισθητή την παρουσία της διακριτικά στην επικράτεια του χιονιού, εώς ότου αυτό να λιώσει κι όλα να γίνουν όπως πριν. Είναι κι εκείνη η ιστορία του Μουσείου, όπου αλλόκοτα, όμορφα μα ενοχλητικά καμιά φορά πράγματα συμβαίνουν εκεί μέσα. Οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι, το επισκέπτονται καθημερινά, είναι στοιχείο της ζωής τους, μα που διχάζει, μα και που όλοι το έχουν ανάγκη. Δεν θέλουν να μάθουν τι κινεί τα μυστήριά του, τι ζει στις κατακόμβες, τι ελλοχεύει στις σκιές και μουγκρίζει, πώς γίνεται πόρτες να οδηγούν κάθε μέρα σε άλλα δωμάτια. Αν μάθουν δεν θα έχει αξία η καθημερινότητά τους. Έτσι έρχεται το “άλλο” απρόσκλητο”. Μα είναι φορές που αυτό ορμά μέσα από τις επιδιώξεις κάποιων ανθρώπων, που ευφυΐα και οι εμμονικές ανησυχίες τους τους οδηγούν σε ανεξερεύνητα μονοπάτια του ανθρώπινου νου. Όπως στην περίπτωση του μάγου του Αίζνεχαιμ, όπου μέσα από μια αφήγηση σαν χρονογράφημα, στο μεγάλο του νούμερο αφήνει τα εγκόσμια, ενώ το τρομαγμένο κοινό γίνεται μάρτυρας φαινομένων από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας.

Νομίζω αυτό θέλει να πει μαζί με πολλά άλλα ο Μιλχάουζερ. Πως το φανταστικό είναι δίπλα μας, το έχουμε ανάγκη το αλλόκοτο, το απόκοσμο. Μα αυτού που θέλουμε κρύβει φοβερά, καμιά φορά επικίνδυνα πράματα.

Γράφει κι άλλα ωραία: για έναν νεαρό αριστοτέχνη των αυτόματων, ταγμένο στα δικά του οράματα και επιδιώξεις, μακριά από τις προσταγές της αγοράς και τον άβουλου κοινού που ζητά το εφήμερο και σαρκικό και χυδαίο. Τον ταχυδακτυλουργό που ξεπερνάει τα σύνορα του υλικού κόσμου, τις περιπέτειες του Σεβάχ σε μια τριφωνία ομοδιήγησης, ετεροδιήγησης και, ακαδημαικής ανάλυσης. Ο αναγνώστης θα διαβάσει την μαγευτική επιστημονική φαντασία της εισβολής μια άκακης εξωγήνιης ύπαρξης που αλλάζει μα τελικά αφήνει ίδια την καθημερινότητα της ανθρωπότητας. Θα διαβάσει και το ομώνυμο We Others, με την φωνή του αποπροσανατολισμένου νεκρού να μας μεταφέρει στην θλιβερή, νυχτερινή ζωή των πλάνητων φαντασμάτων – οι επικίνδυνες, απεγνωσμένες υπάρξεις, αποζητούν και την ίδια στιγμή αποστρέφονται εμάς τους ζωντανούς γιατί έχουμε αυτό που εκείνες έχουν χάσει για πάντα. Κι όλα αυτά τα γράφει με ξεχωριστή τεχνική, εξοργιστική εκφραστική ευελιξία και συγγραφική μαεστρία. Ταιριάζει ένα μεγάλο οπλοστάσιο αφηγηματικών τεχνικών με ένα ευρύ γνωστικό εύρος, μια πένα εξασκημένη όσο λίγων σύγχρονών του με την λαχτάρα του αγνού παραμυθά. Πάνω από όλα, θέλει να αφηγηθεί. Ορμάται από αυτή την ανάγκη να πει κάτι όμορφο, να το ακούσει ο κόσμος, να το διαβάσει και να μαγευτεί.

Κοντολογίς, δηλώνω μαγεμένος, υποταγμένος στα συγγραφικά θέλγητρα του Μιλχάουζερ, στο ονειρικό που παντρεύεται με το καθημερινό, στην όμορφη γλώσσα το, στην ικανότητά του να με εκπλήσσει με κάθε του ιστορία μα και να ικανοποιεί πάντα την ανάγκη μου για καλή λογοτεχνία. Και είναι τόσο καλή η ξεχωριστή λογοτεχνία του Μιλχάουζερ. 



Εγώ ανακάλυψα έναν καινούριο, αγαπημένο συγγραφέα.

                                                                                                   Παναγιώτης Κροκιδάς


"We Others: New and Selected Stories", Steven Millhouser, Vintage Books, 2014, pg. 387


25/3/15

"The Buried Giant", Kazuo Ishiguro του Παναγιώτη Κροκιδά



Το βιβλίο του Ισιγκούρο τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές και ίσως για αρκετό καιρό μετά, "ακούγεται" όσο λίγα. Τα περισσότερα, εν είδει θετικής ή αρνητικής διαφήμισης το τοποθετούν άτσαλα στην φανταστική λογοτεχνία, σε σημείο που δίπλα στο όνομα του Βρετανού, νικητή του βραβείου Μπούκερ, ως ενδεικτικά του ύφους του να αναφέρονται ονόματα όπως του Τόλκιν και του Μάρτιν. Αναπάντεχο; Φυσικά.


Μα τι διαβάζει κανείς εδώ: μια Βρετανία χαμένη στις ομίχλες του παρελθόντος, λίγο μετά τα κατορθώματα του Αρθούρου, με τα απομεινάρια της κυριαρχίας της Ρωμαϊκής κυριαρχίας να ξεπροβάλλουν ακόμα σαν απολιθώματα. Εν μέσω αυτού του σκηνικού, όπου η ανάσα ενός δράκου απλώνεται επιβάλλοντας μια ληθαργική αμνησία στον κόσμο των Βρετανών και Σαξόνων -πάλαι ποτέ εχθρών-, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης σε αυτήν την επικράτεια.

Η οποία, όπως προλογίζει ο αφηγητής της ιστορίας, τότε ήταν μια αραιοσπαρμένη χώρα από μικρά χωριά, όπου κάποιος θα μπορούσε να περιφέρεται για μέρες, δίχως να συναντήσει ψυχή ζώσα. Υπάρχει, λοιπόν, ένας δράκος, υπάρχουν τελώνια, ξωτικά, συναπαντήματα με ζοφερές μαυροντυμένες γυναίκες, ένας γερασμένος ιππότης της στρογγυλής τραπέζης που κουβαλάει το άχθος μιας αποστολής, υπάρχει και ένα μοναστήρι αινιγματικό και δολοφονικό που θα φέρει στο νου το Όνομα του Ρόδου. Υπάρχουν αυτά και άλλα πολλά σε αυτό το βιβλίο. Τα οποία δοσμένα από μια απίθανα μελετημένη γλώσσα μεταξύ παραμυθιακής και σύγχρονης επικής διήγησης, δίνει ένα βιβλίο που όμοιό του δεν θα έχει συναντήσει ο μέσος αναγνώστης. Γιατί είναι αυτή η γλώσσα του Ισιγκούρο, διαφορετική από οτιδήποτε έχει γράψει ο ίδιος και από ό,τι έχει γράψει σύγχρονός του συγγραφέας, είναι ο ρυθμός του που μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια ξεχασμένη επικράτεια και εποχή: γοητευτικά, μυθοπλαστικά, μα την ίδια στιγμή ρεαλιστικά. Και θεατρικά, καθώς σε πολύ μεγάλο βαθμό οι περιγραφές του χώρου και οι σκηνές δράσης μεταφέρονται στον αναγνώστη μέσα από τους διαλόγους των ηρώων. Κι αυτή η θεατρική προσέγγιση προσδίδει στο βιβλίο έναν επιπλέον λυρικό χαρακτήρα. Η γλώσσα, λοιπόν, είναι για εμένα το ατού αυτού του βιβλίου, μα την ίδια στιγμή και αυτό που μπορεί να το καταστήσει ένα στριφνό βιβλίο.



Γιατί; Γιατί δεν ξέρω σε ποιον απευθύνεται ακριβώς, αν σκεφτούμε με αυστηρούς, εκδοτικούς και υφολογικούς όρους. Αυτούς, που για να το πουλήσουν στο αντίστοιχο κοινό ή να το θάψουν και να το τραβήξουν από κάποια άλλη μερίδα, το πλασάρουν σαν φανταστικό: όχι, δεν ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία, όπως την ξέρει αυτός που την διαβάζει. Μα ίσως φέρει χαρακτηριστικά και ποιότητα μια αμιγούς ονειρικής, ευφάνταστης λογοτεχνίας, που όπως έγραψε πρόσφατα ο Γκέιμαν για το Buried Giant, θα απομυθοποιήσει το φανταστικό στοιχείο στη λογοτεχνία και πως θα δείξει πως η φαντασία επιστρατεύεται πολλές φορές για να πει σημαντικά πράματα. Και ο Ισιγκούρο με τους ιππότες και τα δαιμόνια μιλάει για τις αναμνήσεις: τις συλλογικές και τις προσωπικές. Σημαντικό; Διαβάστε το να μάθετε!

Εγώ το απόλαυσα και τις εικόνες του θα κουβαλάω για πολύ καιρό ακόμα στο κεφάλι μου


                                                                                              Παναγιώτης Κροκιδάς

"The Buried Giant", Kazuo Ishiguro, Faber & Faber, 2015, σελ.352

19/1/15

"Εθιστική επιστημονική φαντασία δίχως εκπτώσεις, για όλους - The Martian, του Andy Weir" του Παναγιώτη Κροκιδά




Ο Weir με αυτό του το πρώτο βιβλίο, έγραψε το sci-fi βιβλίο της χρονιάς – ένα μυθιστόρημα γραμμένο με εξωφρενική επιστημονική ακρίβεια, ευανάγνωστο, πιασάρικο που μπορεί να διαβαστεί από τον οποιοδήποτε. Κοντολογίς, μούσα έμπνευσης τον επισκέφτηκε.

   Μα τι συμβαίνει σε αυτή την ιστορία; Μια διαπλανητική αποστολή στον Άρη πάει στραβά, το πλήρωμα φεύγει άρον-άρον, αφήνοντας πίσω τον δύστυχο Mark Watney, θεωρώντας πως είναι νεκρός. Μόνο που δεν είναι. Και πρέπει να επιβιώσει μόνος του, στον αφιλόξενο, κόκκινο πλανήτη. Εκεί ξεκινάει μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου. Ο πρωταγωνιστής επιστρατεύει όλες τους επιστημονικούς κλάδους, χημική μηχανική, μηχανολογία, γεωπονία, φυσική, χημεία, μαθηματικά, για να επιβιώσει. Παίζει στα δάχτυλα τις θετικές επιστήμες με ευρηματικότητα, προσπαθώντας να λύσει τα μυριάδες προβλήματα επιβίωσης, να αντιμετωπίσει τα ατυχήματα και να υπερκεράσει τα εμπόδια που του βάζει ο ανελέητος Άρης. Δεν θα πρέπει να κάνει εντύπωση η ετοιμότητα και οι γνώσεις ενός αστροναύτη – είναι σπουδαγμένοι και εκπαιδευμένοι, ειδικευμένοι σε πάνω από ένα γνωστικά πεδία, έτοιμοι για ακραίες περιπτώσεις. Φυσικά, ο Μαρκ κάνει τον Μαγκάιβερ να φαντάζει αδέξιο μαστορόπουλο, μα η λογοτεχνία θέλει τους ήρωες της για να μας πει όμορφες ιστορίες – άλλωστε δε διαβάζουμε για να επιδιώκουμε το καλύτερο και να αποστρεφόμαστε το χειρότερο;


   Όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο η αρχή σε αυτό το εξωφρενικά εθιστικό μυθιστόρημα, αμιγούς «σκληρής» επιστημονικής φαντασίας, όπως λέγεται το αληθοφανές παρακλάδι του είδους, και το οποίο είναι γεμάτο ανατροπές και εξελίξεις που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον. Η αγάπη του συγγραφέα για το διάστημα και την λογοτεχνία τον έκανε να ξεκινάει να μελετάει για την συγγραφή του βιβλίου. Μάλιστα, σε συνέντευξη του, αναφέρει πως όταν τα μαθηματικά στο χέρι δεν ήταν αρκετά, προγραμμάτισε προσομοιωτές αντίστοιχους με της ΝΑΣΑ για να υπολογίσει τις τροχιές πτήσεων. Το βιβλίο είναι άθλος, σε κάνει να απορείς πώς το έγραψε μόνος του ο Weir. Ο ίδιος σε συνέντευξή του –που μπορείτε να ακούσετε εδώ- λέει πως σε κάποια σημεία είχε την βοήθεια και τις υποδείξεις των αναγνωστών την περίοδο που ανέβαζε ελεύθερα κεφάλαια του βιβλίου στο ίντερνετ– γεγονός που δε μειώνει την αξία του. Η δε γλώσσα του είναι αυτή που του πρέπει: απλή, ακριβής, σβέλτη, δίχως φτηνά τεχνάσματα. Σίγουρα επικαλείται το συναίσθημα, μέσω αιφνιδιασμών και ανατροπών, αλλά τι διάολο! Περιπέτεια είναι. Τουλάχιστον σέβεται τον αναγνώστη και δεν υποπίπτει σε αυτές τις εκνευριστικές, γλυκανάλατες εξάρσεις που τόσο λατρεύουν οι εμπορικοί Αμερικάνοι (βλ. Νταν Μπράουν). Για πρώτο βιβλίο, συγχαίρω τον συγγραφέα για την εγκράτεια και την οικονομία στο λόγο.

   Το βιβλίο ήδη το γράπωσε το Χόλιγουντ, την σκηνοθεσία ανέλαβε ο ειδήμων περί επιστημονικής φαντασίας, Ridley Scott (Blare Runner, Alien, Prometheus), με πρωταγωνιστή τον Matt Damon.

   Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί –αυτό αφιερωμένο σε όλους τους συγγραφείς που συναντούν τις εκδοτικές πόρτες ερμητικά κλειστές- πως το βιβλίο απορρίφθηκε από τους οίκους. Ο Weir δεν το έβαλε κάτω. Το ανέβασε στο ίντερνετ σε κεφάλαια. Από ‘κει και πέρα πήρε την πορεία του, αποκτώντας φήμη και τελικά πέτυχε συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.

Διαβάστε το. Θα ικανοποιήσει όλους τους αναγνώστες, ακούγεται πολύ και θα γυριστεί –με αξιώσεις- ταινία. Τι άλλο θέλετε;

Καλή ανάγνωση!




                                                                                      Παναγιώτης Κροκιδάς

29/12/14

"Θρύλοι, ημίψηλα καπέλα και ιπτάμενες σκούπες: Παραμύθια από τον Νιλ Γκέιμαν", του Παναγιώτη Κροκιδά

                                  
Είναι μια τάση τα παραμύθια. Νομίζω πως ποτέ άλλοτε δεν γνώρισαν τέτοια άνθιση, αλλά και αναγνώριση, με πολλά νέα βραβεία να ξεπετάγονται και περιοδικά όπως το New York Times Book Review, The Guardian, The Telegraph, να έχουν αφιερώματα ή και μόνιμες στήλες για το είδος. Αυτή η άνθιση με τη σειρά της φτιάχνει λογοτεχνικές τάσεις. Μια ενήλικη, παραμυθιακή μυθοπλασία - βιβλία τα οποία γραπώνουν την φαντασία και τσακίζουν τη σοβαροφάνεια, όπως το περιβόητο A Monster Calls του Patrick Ness, το πολυβραβευμένο Tales From Outer Suburbia του Shaun Tan, το γκροτέσκο We Have Always Lived in The Castle της Shirley Jackson, το Miss Peregrin Home for Peculiar Children του Ransom Riggs, το οποίο θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο, είναι λίγα παραδείγματα «ενήλικων» παραμυθιών ή παιδικών βιβλίων που ψυχαγωγούν τους ενήλικες. Εδώ και χρόνια ο Βρετανός Νιλ Γκέιμαν υπηρετώντας την φαντασία μέσα από πάμπολλες φόρμες –κόμικς, παραμύθια, εικονογραφημένες νουβέλες και μυθιστορήματα-, με μια γλώσσα μουσική και ρυθμική και με μια μεγάλη εκδοτική παραγωγή, είναι ο μεγαλύτερος παραμυθάς της εποχής μας. Όχι μόνο γράφει, μα διαβάζει σε βραδιές (με απαράμιλλο μπρίο), παρουσιάζει μεγάλου συγγραφείς σε βραβεύσεις και τιμητικές βραδιές με γνήσιο σεβασμό, μιλάει για τους αγαπημένους του συγγραφείς σε σημειώματα βιβλίων και συνεντεύξεις του με την αγάπη του φαν, ακόμα και αν τους έχει ξεπεράσει σε φήμη και αναγνωσιμότητα. Κοντολογίς ένας αφοσιωμένος άνθρωπος στις ιστορίες και τα βιβλία. Δεν γράφει μόνο παραμύθια, φυσικά. Μα παραμύθια του θα δούμε εδώ, μέρες γιορτινές που είναι, να διαβαστούν, να χαριστούν, να δανειστούν και να ταξιδέψουν τα ταραγμένα μυαλά μας, που πυρπολούνται τελευταία από εγχώριες και διεθνείς τερατωδίες.

Ένα ντουέτο παραμυθιών κυκλοφόρησε σχεδόν μαζί στα τέλη του Φθινοπώρου. Το πρώτο βιβλίο είναι το Χάνσελ και Γκρέτελ, το γνωστό παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Η ιστορία είναι ακριβώς όπως την ξέρουμε, ειπωμένη φυσικά με την απαράμιλλη δεινότητα του Γκέιμαν. Αυτόν τον ρυθμό που δεν σκοντάφτει πουθενά, οπού τίποτα περιττό δεν μπαίνει στον λόγο του παραμυθά. Το βιβλίο είναι μικρό. Γίνεται μια χαψιά. Σαν πακέτο ολοκληρώνεται από την όμορφη στοιχειοθεσία και την ζοφερή, θυελλώδη εικονογράφηση του Lorenzo Mattottti.

   Νομίζω πως, έτσι μικρό που είναι, δεν ικανοποιεί τον λαίμαργο αναγνώστη. Μπορεί, όμως, να λειτουργήσει ως ένα γευστικό ορεκτικό για το εκτενέστερο The Sleeper and The Spindle. Εδώ έχουμε μια σχεδόν αυθεντική ιστορία. Ένα σμίξιμο και μια επαναφήγηση της Σταχτοπούτας και της Ωραίας Κοιμωμένης, επική και θηλυκή. Γιατί την πριγκίπισσα δεν σώζει ένα γενναίο παλικάρι, μα μια δυναμική, καλλίπυγη βασίλισσα που, στην προσπάθειά της να αποτρέψει μια μαγγανεία που απειλεί
το βασίλειό της, ξεκινάει ένα ταξίδι με την συντροφιά τριών νάνων. Και μπλέκονται τόσο όμορφα αυτές οι ιστορίες, ο Γκέιμαν αναπλάθει τόσο αρμονικά τους μύθους που τον έθρεψαν, που δίνει κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Η εικονογράφηση, με χαρακτηριστική την σκηνή του φιλιού που δημιούργησε κάποιες αντιδράσεις από μερικούς αρτηριοσκληρωτικούς και σχόλια περί άκρατου σεξουαλισμού, είναι εκπληκτική. Ζωγραφιές με λεπτή πένα, μια προσήλωση στην λεπτομέρεια, τεχνικές και προσέγγιση που θα θυμίσουν σε πολλούς γνωστές σειρές παραμυθιών των παιδικών μας χρόνων.



Αυτά τα δυο βιβλία θα τα διαβάσετε, μα δεν θα τα ξεχάσετε. Είναι στολίδια που μόνο ένας άκαρδος θα τα καταχώνιαζε στο ράφι του. Εγώ προσωπικά τα έχω πάνω στο τραπέζι. Μέσα στη μέρα, περαστικός, έστω πεταχτά, η ματιά μου χαϊδεύει το εξώφυλλο και τα σχέδια τους.

Επειδή ένας και δύο Γκέιμαν, δεν είναι αρκετοί –ναι, έχει αυτή την σπάνια, εθιστική επίδραση να θες κι άλλο-, προτείνω μερικά επιπλέον βιβλία, να χαθείτε στις σελίδες τους:

Odd and The Frost Giants: εδώ ο Γκέιμαν γράφει ένα παραμύθι, κάνοντας αυτό που αγαπάει τόσο πολύ: να παίρνει τους μύθους, να τους αναπλάθει, να εμπνέεται από αυτούς, και να μας δίνει κάτι ολότελα καινούριο. Ο Οντ, ένας νεαρός Βίκινγκ, μια μέρα παίρνει στην καλύβα του τρία ζώα. Είναι επίμονα δεν φεύγουν, και μάλιστα το βράδυ μιλάνε με ανθρώπινη λαλιά. Έτσι, ο Οντ, μαζί με την αρκούδα, την αλεπού και τον αετό, ξεκινάνε μια περιπέτεια ποτισμένη από τους Σκανδιναβικούς μύθους και από το πάνθεον της Άσγκαρντ. Οι εικόνες στην έκδοση που διάβασα δεν είναι πολλές. Αναπαριστούν σκηνές από το κείμενο, με ασπρόμαυρα σκίτσα, εμβόλιμα όπως στα παλιά βιβλία. Κάτι το οποίο εντείνει την αίσθηση μιας φαντασιακής διήγησης. Ψάχνοντας λίγο στο διαδίκτυο ανακάλυψα και άλλες εικόνες, μάλλον από μεταγενέστερες εκδόσεις, και είναι αρκετά εντυπωσιακές. Αξίζει να τις ψάξει κανείς.


   Ο Γκείμαν σε αυτή την φόρμα, εκτενέστερη από τα προηγούμενα δύο βιβλία, ξεδιπλώνει όλη του την αρετή στον ρόλο του παραμυθά. Διαβάστε το. Αν και στερείται Χριστουγεννιάτικων συμβόλων είναι αρκούντως χιονισμένο και ταξιδιάρικο για να το απολαύσει κανείς μέσα στις γιορτές.

The Graveyard Book: Ένα εφηβικό παραμύθι μπορεί να χαρακτηριστεί τούτο εδώ. Γεμάτο ζουμερές γραμμές που δομούν μια ιστορία μέσα από ημι-αυτοτελή κεφάλαια -τεχνική πρωτότυπη για πεζογράφημα, δανεισμένη από τον χώρο των κόμικς, από τον οποίο ο Γκέιμαν ξεκίνησε- αφηγείται την ζωή ενός παιδιού που μεγάλωσε σε ένα νεκροταφείο, μέσα στην παρδαλή, ομιχλώδη κοινότητα των νεκρών ενοίκων του. Εδώ ο Γκέιμαν με αγάπη στους μύθους, βρίσκει αφορμή να μπλέξει το παραμυθιακό, με τους προχριστιανικούς θρύλους και τις Ντικενσιανές παραδόσεις της Γηραιά Αλβιώνας. Η ιστορία διασκευάστηκε σε κόμικς. Κυκλοφορεί σε δύο τόμους, σε κείμενο του Γκέιμαν, σχεδιασμένο από τον Craig Russell.

Stardust/Αστερόσκονη: Ακόμα μεγαλύτερο, δεν εντάσσεται επίσημα στα παραμύθια/εφηβικά αναγνώσματα της βιβλιογραφίας του, αλλά είναι το βιβλίο που τον καθιέρωσε ως μυθιστοριογράφο. Θεωρείται δε πως διαφέρει από την υπόλοιπη βιβλιογραφία του, φέρνοντας πολύ στο ύφος του Τόλκιν. Κάτι που ομολογώ με έκανε να κρατώ μικρό καλάθι. Τελικά, δεν ξέρω που βρίσκεται ο Τόλκιν μέσα σε αυτή την σύνθεση μετα-μεσαιωνικού παραμυθιού και Ντικενσιανής
ιστορίας, με την αρμονική, μελωδική γλώσσα του Βρετανού, που εκτείνεται δίχως εκπτώσεις, δίχως το παραμικρό παραπάτημα σε όλο το μυθιστόρημα, να φτιάχνει μια μαγευτική ιστορία. Η μελωδία του Γκέιμαν εδώ είναι συμφωνική. Ο σχεδόν υπερφυσικός τρόπος με τον οποίο ενορχηστρώνει και παρατάσσει τις λέξεις, καθοδηγώντας τον αναγνώστη να πλάσει μόνος του εικόνες, βρίσκεται στο ζενίθ του. Θαρρείς και βλέπεις μια σκοτεινή ταινία της Ντίσνευ μπροστά σου. Ο αστεροσκονισμένος πρωταγωνιστής, η πολίχνη που μεγάλωσε και αφήνει πίσω του και μπλέκει σε μια περιπέτεια με ιπτάμενα καράβια, άρχοντες και φαντάσματα σε πύργους γραπωμένους σε απάτητες κορυφές, όμορφες κυράδες, μάγισσες, ξωτικά, πανηγύρια και πανδοχεία με Σεξπιρικούς κάπελες.
   Αν κάποιος διαβάσει ένα και μόνο βιβλίο του ταλαντούχου αφηγητή, αυτό θα πρέπει να είναι το Stardust. Μετά μπορείτε να δείτε και την ομώνυμη ταινία που γυρίστηκε με ένα μεγάλο και εκλεκτό καστ.


Καλή ανάγνωση!


                                                                                Παναγιώτης Κροκιδάς



Υ.Γ. 42 Αυτό είναι βομβαρδισμός από παραμύθια. Γενικά δεν το έχω, αλλά εδώ με ιντριγκάρουν όλα, ο συγγραφέας, οι τίτλοι, τα εξώφυλλα...

18/12/14

"Δύο Βρετανίδες γράφουν – τα καινούρια βιβλία των Hilary Mantel και Sarah Waters" του Παναγιώτη Κορκιδά



The Assassination of Margaret Thatcher, Hilary Mantel (Henry Holt, 2014)

Η Χίλαρυ Μάντελ είναι μια εξέχουσα κυρία των Αγγλικών γραμμάτων. Στην βαλίτσα της έχει δύο Μπούκερ, τα οποία πήρε για την ιστορική σειρά της στην οποία αφηγείται τον βίο και πολιτεία του Τόμας Κρομγουελ, ανθρώπου που ανελίχτηκε στην εξουσία, σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο του Ηνωμένου Βασιλείου. Τώρα, λίγο πριν κυκλοφορήσει τον τρίτο τόμο της, μας δίνει αυτή την σειρά διηγημάτων. Όλες οι ιστορίες της συλλογής έχουν εκδοθεί στο παρελθόν, με την πιο πρόσφατη, την ομώνυμη, να έχει κυκλοφορήσει πρώτα στο The New York Times Book Review.

Η εμπειρία μου με το Γουλφ Χολ (εκδ. Πάπυρος, 2010), το πρώτο βιβλίο της σειράς του Κρόμγουελ, κανονικά θα έπρεπε να με αποτρέψει να διαβάσω τούτο εδώ. Είχα γονατίσει αναγνωστικά για να το τελειώσω και δίχως καμία εξαίρεση, δεν δίνω δεύτερη ευκαιρία σε συγγραφέα που με παίδεψε. Ωστόσο, κάπως λειτούργησαν οι συγκυρίες, από τη μια η πληθώρα διθυράμβων από την άλλη η διάθεση μου για την μικρή φόρμα – τελικά με λαχτάρα το ξεκίνησα.


Καταφέρνει να γράφει με μια γλυκιά ποιότητα, να τοποθετεί λεπτομέρειες απαλές, διακριτικές. Αυτές οι αποχρώσεις πολλές φορές βρίσκονται σε αυτά που δεν λέγονται, στις αφηγηματικές συγκοπές και ανάπαυλες - οι διάλογοι είναι μικροί, σχεδόν κρυπτικοί, οι περιγραφές λεπτεπίλεπτες, σαν καλλιγραφία. Φαίνεται να ξέρει που τοποθετεί το καθετί στο κείμενο της, καταφέρνοντας να μετατοπίζει τα συναισθήματα αναπάντεχα. Ένιωθα πως από μια καθημερινή ιστορία, ένα μυστήριο χτιζόταν, μια προσμονή για κάτι άλλο, ενίοτε αγχωτικό, άλλες φορές τρομακτικό, το οποίο δεν ερχόταν ποτέ τελικά.

Μα φαίνεται πως ακολουθεί μια δική της πυξίδα, γιατί η δική μου είχε τρελαθεί όσο διάβαζα. Ένιωθα μονίμως αποσυντονισμένος μέσα στο έργο της. Δεν καταλάβαινα ακριβώς ποια ήταν η αφηγηματική ροή της ιστορίας. Τελικά έφτανα στο τέλος της ιστορίας να κλωθογυρίζω το επιμύθιο.

Έπιασα το σκέρτσο της, την παρατηρητικότητά της. Μια αδιόρατη μαγεία που πασπαλίζει όλα τις περιγραφές των ιστοριών, απόρροια της ματιάς της Μάντελ. Σίγουρα είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος και μια χαρισματική συγγραφέας. Ψηλαφίζοντας τις εντυπώσεις μου, θα την χαρακτήριζα σχεδόν αλαφροΐσκιωτη. Μα εγώ κυρίως ένιωθα συγχυσμένος. Πιθανώς το ίδιο να ένιωθαν και οι ίδιοι οι χαρακτήρες σε μερικές ιστορίες. Ίσως αυτό να ήθελε να μεταδώσει και η Μάντελ. 

Στο νου μου θα είναι μια συλλογή όμορφων, λεπτοδουλεμένων ιστοριών φτιαγμένων από όμορφα, απροσδιόριστα υλικά.



The Paying Guests, Sarah Waters (Riverhead, 2014)

Στον αντίποδα τον λογοτεχνικό, μιας πυκνής, στιβαρής και κρυστάλλινης γραφής, στέκει η Γουότερς. Τα θέματά της, από όσο έχω δει κατά καιρούς να γράφονται, περιστρέφονται γύρω από την λεσβιακή σεξουαλικότητα και τις σχέσεις των γυναικών. Συνήθως, αν κρίνω από αυτό το βιβλίο, υπό αντίξοες συνθήκες. Στην Ελλάδα έγινε γνωστή με τον Ανήλικο Επισκέπτη (εκδ. Καστανιώτη, 2014), ένα μυθιστόρημα μυστηρίου και αγωνίας, ίσως το μοναδικό που δεν πραγματεύεται τα αγαπημένα της σεξουαλικά θέματα και είναι το μόνο της που είχα διαβάσει μέχρι να πιάσει τούτο ‘δω στα χέρια μου.

Η Γουότερς ξεκινάει εντυπωσιακά το βιβλίο της. Επιστρατεύει μια λεπτομερή προσέγγιση στον κόσμο του σπιτιού, όπου τα απομεινάρια μιας οικογένειας τραυματισμένης από τον μεγάλο πόλεμο και τις οικονομικές δυσκολίες, η πρωταγωνίστρια με τη μητέρα της, για να ανταπεξέλθουν στα χρέη που στοιβάζονται υπενοικιάζουν μέρος τους αρχοντικού τους σε ένα νέο ζευγάρι. Εξ ού και ο τίτλος – ένας εκλεπτυσμένος τρόπος να αναφέρεται η υψηλή κοινωνία στους νοικάρηδες της υπαλληλικής τάξης. Μόνο μια γυναίκα, ευφυής, με αυτήν την θηλυκή εμβρίθεια θα μπορούσε να κάνει τις παρατηρήσεις της, να περιγράψει όχι με ευαισθησία μπανάλ, αλλά με μια διεισδυτικότητα που ένας άντρας δεν κατέχει, το σπίτι, την ρουτίνα, τον πόνο και τα χτυπήματα της οικογένειας και τις λεπτές ισορροπίες πάνω στις οποίες ταλαντεύεται η πραγματικότητα μάνας και κόρης, πλασμένης από τα υλικά ενός σκληρού παρελθόντος, καθώς και την σχέση μεταξύ της πρωταγωνίστριας και της συζύγου του μικροαστικού ζευγαριού. Γράφει με μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Νεκροί χρόνοι δεν υπάρχουν, η ιστορία είναι τεράστια και πυκνή. 

Ομολογώ πως στην μέση του βιβλίου, όταν η αφήγηση άρχισε να γίνεται μια ερωτική ιστορία άρχισα να κουράζομαι. Οι τεχνικές που αρχικά με είχαν εντυπωσιάσει -ο τρόπος που αλληλοεπιδρούσαν οι γυναίκες, πως η μια μπαίνει στον κόσμο της άλλης, μέχρι που σταδιακά ερωτεύονται-, άρχισαν να με εκνευρίζουν. Αγνοούσα τι θα ακολουθούσε. Έβλεπα τον όγκο του βιβλίου και χτυπούσα νευρικά το πόδι στο πάτωμα, θεωρώντας πως οι αγάπες θα τραβούσαν επ’ αόριστον. Ρουθούνιζα με τους αργούς ρυθμούς της Γουότερς με τους οποίους πασπάλιζε τον ανθισμένο πια, παράνομο αυτό έρωτα. Όταν, όμως, το βιβλίο μετατράπηκε σε ένα τρομακτικό θρίλερ, έπεσα με τα μούτρα ξανά.

Η Γουότερς είναι μια πάρα πολύ καλή συγγραφέας. Θα έλεγα πως δεν μπορεί να ξεφύγει από την προσήλωση στην λεπτομερή διήγηση. Μα ξέρει τι κάνει. Και έτσι, όχι μόνο κορυφώνει αναπάντεχα μια ιστορία αγχωτική, αλλά μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα Λονδίνο μετά τον Α Παγκόσμιο, λες και το βιβλίο δεν γράφτηκε σήμερα, αλλά τότε.

Ο βιβλιόφιλος, λοιπόν, να προσέξει σε τι φάση θα τον πετύχει η Γουότερς. Δεν πρέπει να έχει πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς: πρέπει να είναι εξοπλισμένος με υπομονή, να ξεχάσει την λίστα και τις στοίβες που τον περιμένουν. Ειδάλλως θα βιάσει τις σελίδες, θα αναθεματίζει τους ήρωες να κουνηθούν λιγάκι. Κάτι το οποίο, φυσικά, είναι αδύνατο καθότι ζούνε το δικό τους δράμα μέσα στις σελίδες τους και κάτι φυσικά που θα αγνοήσει η Γουότερς καθώς έχει τη δική της άποψη πάνω στην σκηνοθεσία της ιστορίας της.

Ανταμείβει; Ναι, ανταμείβει τον πειναλέο αναγνώστη της καλής λογοτεχνίας, με τα πολλά τα λόγια, τα καλά, τα όμορφα· της πυκνογραμμένης αφήγησης που δεν λυπάται το μελάνι και το χαρτί.


                                                                                                 Παναγιώτης Κροκιδάς



Υ.Γ. 42 Να πως εγώ πως σιχάθηκα με τέτοια σφοδρότητα το Γουλφ Χολ που δεν θα ξαναπλησίαζα βιβλίο της Μάντελ σε απόσταση... ραφιού. 

1/12/14

"Stone mattress",Margaret Atwood, του Παναγιώτη Κροκιδά





Το καινούριο βιβλίο της Άτγουντ είναι η πρώτη μου επαφή με το έργο της. Είχα καιρό να ενθουσιαστώ από μια γραφή χαρακτηριστική, ταυτόχρονα λογοτεχνική και τόσο ρυθμική. Να είναι η ηλικία της που της έχει χαρίσει αυτή την διεισδυτικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και στους ανθρώπους; Υποθέτω πως ένα συγγραφέας περνάει από διάφορα στάδια: αμετροέπεια, έπαρση, λακωνικότητα. Έρχεται και σαρκασμός. Αργότερα κάποιοι θα υιοθετήσουν και τον αυτοσαρκασμό. Η ίδια δεν ξέρω πως έγραφε παλιότερα. Ίσως ήταν πάντα σοφή. Εδώ πάντως φαίνεται να τα έχει περάσει όλα αυτά τα στάδια και να γράφει με μια δική της μελωδία.

Το βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων. Ή, όπως αποσαφηνίζει η ίδια, εννέα διηγήσεις (tales). Στις οποίες, με μια πρώτη επαφή κυριαρχούν οι γυναικείοι χαρακτήρες, η αναπόληση του παρελθόντος και των σχέσεων. Μα είναι τόσο εξοργιστικά ικανή ώστε τα θέματά της, που στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα θα περιόριζαν το κοινό του, εδώ να γίνονται λογοτεχνικά διαμάντια. Θέλω να πω, πόσοι νέοι άντρες μπορεί να απολαύσουν ιστορίες όπου ως επί το πλείστον κυριαρχούν γηραλέες κυρίες; Ή όπου όσοι είναι νέοι ζουν σε ξεχασμένες δεκαετίες; Στις οποίες η οπτική είναι γυναικεία; Και όμως, γίνεται. Γραμμένο από μια τέτοια συγγραφέα, θα μπορούσα να διαβάσω και εγχειρίδιο ατμολέβητα.


Τελικά η Άτγουντ γράφει για αυτά που την αφορούν, αυτά που την προβληματίζουν, αυτά που ξέρει και αυτά που αγαπάει. Πέρα από τις ηλικιωμένες κυρίες και τους έρωτες υπάρχουν και άλλα, όπως: συγγραφείς του φανταστικού, τυχάρπαστοι τεχνοκράτες, μπιτνικ ποιητές, νταήδες του σχολείου που μεγάλωσαν. Υπάρχει και ένας σύγχρονος νέος με όλες τις του νευρώσεις. Υπάρχει και μια φανταστική ιστορία: ένα σκοτεινό παραμύθι. Επίσης το τελευταίο διήγημα είναι μια δυστοπική ιστορία. Γενικά υπάρχει αρκετό δράμα, αγωνία, κλιμάκωση. Από όλα έχει ο συγγραφικός μπαξές για να κάνει και τον πιο δύσκολο αναγνώστη να λυγίσει. Η θεματολογία και η προσέγγισή της Άτγουντ είναι αυτή ενός κατασταλαγμένου συγγραφέα, δίχως λογοτεχνικά στεγανά.

Στο σημείωμα, τέλος του βιβλίου, η Ατγουντ ξεκαθαρίζει την ταυτότητα αυτής της συλλογής διηγήσεων και μας λέει πως μια ιστορία μπορεί να είναι μια αληθινή ιστορία, στην πραγματική ζωή. Αντίθετα μια διήγηση (το tail που λέγαμε!) ξεφεύγει από το καθημερινό, το ρουτινιάρικο. Η διήγηση είναι συνυφασμένη με τα παραμύθια που κάποτε λέγονταν μπροστά από την φωτιά για να αναδεύσουν τα συναισθήματα και την φαντασία των ακροατών. Η διήγηση έχει διαχρονικότητα.

Να το διαβάσει ο αναγνώστης που του αρέσει η καλή λογοτεχνία, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προτιμήσεις του. Θα ανταμείψει. Εγώ μόλις ανακάλυψα μια συγγραφέα που θέλω να βουτήξω στην βιβλιογραφία της. Και έχει γράψει τόσα πολλά. Δεν είναι υπέροχο;








                                                                                             Παναγιώτης Κροκιδάς


Υ.Γ.42 Νομίζω πως κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ, όπως ο Παναγιώτης, όταν ανακάλυψα πρώτη φορά την Άτγουντ διαβάζοντας την "Κλέφτρα Κίσσα". Έπειτα ακολούθησαν σχεδόν όλα της τα βιβλία, σε μια εποχή που έβγαινε από την Ασημένια σειρά της Ωκεανίδας κι εγώ ένιωθα ντροπή να τα ζητάω από το βιβλιοπωλείο, πόσο μάλλον να λέω πως τα διαβάζω. Μετά άνοιξα το μπλογκ και συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν η μόνη τρελή και παλαβή μαζί της και αποενοχοποιήθηκα. :P







"Stone mattress",Margaret Atwood, ed. Bloomsbury, 2014. pg 288


17/11/14

"Και “genre” και “literary” –Η μυθοπλασία δύο μεγάλων σύγχρονων συγγραφέων" του Παναγιώτη Κροκιδά

   



       

Σε μια εποχή που οι κριτικοί σπεύδουν να διαχωρίσουν την λογοτεχνία σε genrefiction και literaryfiction, όπου τα υποείδη συνάδουν με την «υποκουλτούρα» έναντι της πιο ποιοτικής μυθοπλασίας, στην συνείδηση πολλών ο κολοφώνας της ελαφρότητας και πατέρας όλων των υποειδών, είναι το φανταστικό. Έναν διαφωτιστικό τόνο δίνει ο KenFollet, (συγγραφέας επιτυχιών όπως οι Στυλοβάτες της Γης, από τις εκδόσεις Bell), όπου σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο NewYorkTimesBookReview δηλώνει πως θέλει να υπάρχει μια συνέπεια στην εξέλιξη της ιστορίας, οι συμβάσεις να μην καταρρέουν από ξωτικά και ξόρκια που μπαινοβγαίνουν κατά το δοκούν, ως ένας εύκολος από μηχανής θεός. Σίγουρα υπάρχει μια αντίφαση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η μυθοπλασία των φανταστικών συγγραφέων. Γιατί ένας βασικόςπυλώνας της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα είναι η φαντασία του Πόε, του Κάφκα, του Μπόρχες, ακόμα και του Λάβκραφτ. Οι βάσεις της σύγχρονης μυθοπλαστικής αφήγησης μπήκαν με την γοτθική λογοτεχνία. Κάνοντας ένα τεράστιο ιστορικό άλμα, ο πατέρας της αφήγησης, ο Όμηρος, έγραφε φαντασία. Και αυτό μεταξύ πολλών το λέει ένας μεγάλος συγγραφέας –και κατά την άποψη μου ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικάνους συγγραφείς- ο GeneWolfe, απαντώντας σχετικά με την παρουσία του φανταστικού στα σύγχρονα λογοτεχνικά δρώμενα.

Φυσικά αποτιμώντας την θέση της φαντασίας βάσει της προσφοράς της στην ανάπτυξη μιας παρελθούσας λογοτεχνίας προκαλεί ερωτήματα, όπως το πλαίσιο υπό το οποίο γραφόντουσαν τα κείμενα - η φαντασία ίσως υποκαθιστούσε την αδυναμία μετάδοσης πληροφορίας και τις ελλείπεις γνώσεις του τότε κόσμου γύρω από τις βασικές λειτουργίες της πλάσης.Ωστόσο, την σήμερον ημέρα έχουμε τρανά παραδείγματα συγγραφέων που είναι αποδεκτοί από τεράστια μερίδα κριτικών και αναγνωστών, και οι οποίοι, άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, έχουν καταπιαστεί ή μπολιάζουν με φαντασία την μυθοπλασία τους: ο Booker-ικός Ισιγκούρο με το Μη Με Αφήσεις Ποτέ· ο δαιμόνιος, καυστικός Μισέλ Ουελμπέκ, ειδικά στα Στοιχειώδη Σωματίδια και στην Επέκταση του Πεδίου της Πάλης· το αιώνιο φαβορί των Νόμπελ, Μουρακάμι· η Μάργκαρετ Άτγουντ (η καινούρια της συλλογή διηγημάτων StoneMattress δέχεται μόνο επαίνους)· η Νομπελίστρια Ντόρις Λέσινγκ με την σειρά της Shikasta· ο Τζον Μπαρθ και ο Πίντσον – είναι μερικά παραδείγματα απλώς.

Δύο τέτοια βιβλία, «ποιοτικής» και «φανταστικής» μυθοπλασίας είναι και τα ολοκαίνουρια των δύο παρακάτω Βρετανών.




The Bone Clocks, του David Mitchel


Ο Ντέιβιντ Μίτσελ, Βρετανός συγγραφέας, γνωστός από ετερόκλητα είδη τα οποία συγκλίνουν στην σύγχρονη, υψηλού επιπέδου λογοτεχνία, με το νέο του βιβλίο απομακρύνεται από τα νερά της ιστορικής λογοτεχνίας του The Thousand Autumns of Jacob de Zoet.Σε ένα πρώτο αναγνωστικό επίπεδο, πρόκειται για άλλο ένα επικό ανάγνωσμα, που καλύπτει όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, εις βάθος αιώνων. Σε αυτό που θα εστιάσω είναι το χαρακτηριστικό του συγγραφέα, που σε αυτό το βιβλίο κάνει αισθητή την ποιότητα και είναι το όπλο του Μίτσελ: η εξοργιστική ευχέρεια με την οποία μπορεί να δομήσει, να πλάσει και να συστήσει έναν χαρακτήρα - η άνεση του με την οποίο σκηνοθετεί τους ετερόκλητους χαρακτήρες του, χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα των εργαλείων:ο τρόπος που μιλούν, που αντιδρούν, μα κυρίως η αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον και η εξωφρενική ακρίβεια με την οποία τοποθετούνται και δρουν στην εκάστοτε εποχή.

Ο Μίτσελ μας μεταφέρει μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων, σε περιόδους και περιοχές, κάνοντας την ανάγνωση ένα ταξίδι. Και αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι, όπως πολύ εύστοχα διάβασα κάπου, κατά πόσο έχει ζήσει αυτές τις ζωές.

Η Αγγλία της δεκαετίας του ‘80, η πανεπιστημιακή Οξφόρδη, ένα παραθεριστικό χειμερινό κέντρο της Ελβετίας και η διασκέδαση των ευκατάστατων φοιτητών στη δεκαετία του ‘90, η εμπόλεμη ζώνη της Ανατολής μετά το χτύπημα των δίδυμων πύργων μέσα από τα μάτια ενός ανταποκριτή, η Λατινική και Βόρεια Αμερική και ο εκδοτικός κόσμος στο κοντινό μέλλον, είναι λίγα μόνο από αυτά τα οποία ζωντανεύει με μια γραφή απαράμιλλης αμεσότητας και μεταδοτικότητας.

Το βιβλίο-κάποιος που γνωρίζει έστω και λίγο τον Μίτσελ θα το περιμένει-δεν είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται. Μια νότα παραφυσικού στην αρχή παρεισφρέει στην ιστορία. Εμφανίζεται και εξαφανίζεται αφήνοντας απορημένο τον αναγνώστη, για να επανεμφανιστεί κάθε φορά όλο και πιο εκρηκτικά, μέχρι που στα τρία τέταρτα του βιβλίου, το αναγνωστικό τοπίο αλλάζει. Και εκεί ξεδιπλώνεται ο πυρήνας του βιβλίο. Το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα φαντασία με έντονες δόσεις επιστημονικής φαντασίας. 

Κάθε σελίδα στάζει συγγραφικό ταλέντο, τάσεις παραληρηματικής σχεδόν φιλοδοξίας για μια ιστορία κρυπτική συνάμα εκστατική, όπου χαρακτήρες από παλαιότερα βιβλία του Μίτσελ εμφανίζονται σε μικρούς και μεγάλους ρόλους, μέσα στην σύγκρουση δύο αιώνιωναντίπαλων ομάδων, που έχουν την ικανότητα να διάγουν έναν σχεδόν αιωνόβιο, αειθαλή βίο καιέχουν υπερφυσικές δυνάμεις. Και εδώ, όπου το φανταστικό παίρνει την σκυτάλη οριστικά, πρέπει να πω πως μου θύμισε πάρα πολύ το Δόκτωρ Ύπνος του Στίβεν Κινγκ, (συνέχεια της Λάμψης). Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, για να μην χαλάσω την πλοκή.

Δεν ξέρω σε ποιον θα πρότεινα το βιβλίο. Μέχρι ένα σημείο είναι εθιστικό, μια καραμέλα που γεμίζει τους αναγνωστικούς κάλυκες. Πραγματικά, παρασύρθηκα από τα πάντα στο πρώτο μισό του βιβλίου. Μα εδώ, ίσως πιο πολύ από ποτέ, γράφει ε.φ. Ίσως κάπου εκεί γίνεται η στραβοτιμονιά. Γιατί όταν το πηδάλιο παίρνει πλήρως η περιπέτεια ένα μέρος της γοητείας του βιβλίου χάνεται. Και κάπου εκεί μερικοί μπορεί να νιώσουν πως διαβάζουν σενάριο της Marvel. Ωστόσο, στο σύνολο πρόκειται για ένα καταπληκτικό συγγραφικό έργο. Και έτσι θα μείνει στο μυαλό μου.






The Book of Great New Things, του Michel Faber


Αν το έργο του Μίτσελ μπορεί να χαρακτηριστεί πολυποίκιλο και πολυσχιδές, το βιβλίο του Φέιμπερ είναι πιο εστιασμένο, αφαιρετικό και υπαινικτικό. Ο Μίτσελ ίπταται των ανθρώπινων σχέσεων, είναι επικός. Ο Φέιμπερ ουμανιστής, ανθρωπιστής, συγκεντρώνεται σε θέματα που αναδύονται εμφανώς μέσα από την ιστορία. Η πίστη, η καθολικότητα της ανάγκης των πλασμάτων για ένα αποκούμπι, οι τριγμοί στις αξίες μας και τις ιδέες μας. Όπου ο πρωταγωνιστής, επιλέγεται να αντικαταστήσει τον τελευταίο κληρικό σε μια βάσης μιας διαπλανητικής αποστολής. Και εκεί τοποθετείται Καφκικά. Μαζί του βυθίζεται σταδιακά στο μυστήριο και ο αναγνώστης: ένα πέπλο καλύπτει τις συνθήκες της εξαφάνισης του προηγούμενου κληρικού, ο ρόλο της πολυεθνικής που έχει αναλάβει την αποστολή είναι ασαφής, η σκοπιμότητας της βάσης στον καινούριο πλανήτη είναι απροσδιόριστος. Το αίνιγμα εντείνεται από την απόλυτη φυσικότητα υπό την οποία δρα, εργάζεται και κινείται το εργατικό δυναμικό της βάσης. Άνθρωποι που κινούνται σαν αυτόματα, απροβλημάτιστοι, αδιαφορώντας για την Γη που άφησαν πίσω τους. Μέσα σε όλα,η επικοινωνία του ήρωα με σύζυγό του, που έχει μείνει πίσω, μόνη, με τον γάτο τους, κυοφορούσα τον σπόρο του αποχαιρετισμού τους, μέσα από το άψυχο μηχάνημα μηνυμάτων του σταθμού.

Η επικοινωνία του ζευγαριού λειτουργεί ως ένα τέχνασμα που εντείνει την αντίστιξη καινούριου-παλιού κόσμου. Η ζωή στην βάση είναι αποστειρωμένη, ο νέος κόσμος είναι ήρεμος, αρμονικός, σχεδόν βαρετός, με το μόνο αξιοσημείωτο τις βροχοπτώσεις που εκδηλώνονται ως περιφερόμενες υδάτινες σπείρες. Από την άλλη, η Γη σταδιακά μαστίζεται από θεομηνίες και γιγάντιες ενεργειακές και οικονομικές συμφορές. Και σε πλήρη αρμονία, η σχέση του πρωταγωνιστή με τη γυναίκα του φθίνει. Η επαφή τους φθείρεται – από την απόσταση, από την αδυναμία του ήρωα να χειριστεί καταστάσεις που όσο και αν τον αφορούν, όσο τραγικές και αν είναι, νιώθει πολύ μακριά από αυτές για να τις επεξεργαστεί, να κάνει κάτι με αυτές, όπως ο ίδιος λέει. Ακόμα και την ίδια την εγκυμοσύνη της γυναίκας του.

Δεν είναι ευχάριστο βιβλίο. Δίχως να επιβάλει αισθήματα, μεταδίδει το κλειστοφοβικό συναίσθημα μιας επικείμενης εσωτερικής αλλά και καθολικής καταστροφής. Ίσως ένα μεταβατικό στάδιο του εαυτού και της ανθρωπότητας.

Για αυτόν τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο βρέθηκα σε έναν καινούριο κόσμο, για το μυστήριο και τον προβληματισμό, απόλαυσα ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, που δεν έκανε έκπτωση σε καμία λογοτεχνική πτυχή





Μερικές περισσευούμενες σκέψεις πάνω στα δύο βιβλία:

1.Και οι δύο συγγραφείς έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Το βιβλίο του Μίτσελ, Cloud Atlas, και το Under the Skin του Φέιμπερ, πρόσφατα με την σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πρώτο ίσως φέρει στο νου το TheFountain. Εγώ το ευχαριστήθηκα, αλλά έχει διχάσει. Πάντως το δεύτερο ήταν ένα αργόσυρτο βάσανο. Προτείνεται μόνο για αυπνίες.


2. Σε μια συνέντευξή του, ερωτηθείς ο Μίτσελ για το μεγάλο μέγεθος των βιβλίων και παράλληλα την τάση του να πλέκει ιστορίες που συνθέτουν ένα μεγαλύτερο «όλον» απαντάει πως τελικά νιώθει άβολα γράφοντας μια μεγάλη ιστορία. Και πως τελικά η φόρμα του είναι οι μικρές ιστορίες. Για αυτό ακριβώς και δημιουργεί τόσο σύνθετες, σπονδυλωτές ιστορίες. Μια οξύμωρη αλλά διαφωτιστική απάντηση για έναν δημιουργό τόσο μεγάλων βιβλίων! 


3.Το βιβλίο του Μίτσελ βρισκόταν στην μακρά λίστα των Μπούκερ. Καθώς η ανάγνωση της βραχείας λίστας αποδείχτηκε για μένα ένας Γολγοθάς, με την πανηγυρική απογοήτευση της βράβευσης ενός κουραστικού βιβλίου ως κερασάκι, ήμουν περίεργος να δω τι κράτησε μακριά από την εξάδα το βιβλίο. Μαγεμένος, γυρνώντας τις σελίδες, με τις λέξεις του Μίτσελ να ξεδιπλώνουν ένα λογοτέχνημα που όμοιό του σε λεξιγνωσία, αναπαράσταση και εμβρίθεια λίγα φέτος μπορούν να συναγωνιστούν, κάγχαζα με την ανοησία που δέρνει τις επιτροπές των βραβείων. Τελικά, όμως, κλείνοντάς το μπορώ να καταλάβω πως δεν θα είχε θέση στο πάνθεον των βραβευμένων. Παρότι συναγωνίζεται και ξεπερνά σε λογοτεχνικότητα την πλειοψηφία των σχετιζόμενων με Booker, η επίγευση που αφήνει είναι της περιπέτειας και της φαντασίας. Το φανταστικό στοιχείο δεν είναι αποκλεισμένο από την θεσμό. Πρόσφατα παραδείγματα είναι το περσινό υποψήφιο A Tale of The Time Being (Μια ιστορία για το παρόν, εκδ. Κλειδάριθμος), καθώς και φέτος το υποψήφιοJ, του HowardJacobson. Ωστόσο φέρουν την παρουσία του φανταστικού ως καλολογικό στοιχείο ή νοητικό παιχνίδι του συγγραφέα, προϊόν μιας πέννας που ανακαλύπτει νέους δρόμους. Ο Μίτσελ δεν υποκρίνεται πως ανακαλύπτει. Ευθαρσώς βουτάει στις συμβάσεις του είδους, αναπλάθοντας μια δική του εκδοχή, εκρηκτική και γοητευτική, άκρως λογοτεχνική, μοντέρνα και καλλιεπή. Πάντως, ο Φέιμπερ άνετα θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση μέσα στα Μπούκερ. Υποθέτω κυκλοφόρησε κατόπιν της όλης διαδικασίας 


                                                              Παναγιώτης Κροκιδάς


24/10/14

'The Truth is a Cave in the Black Mountains", Neil Gaiman του Παναγιώτη Κροκιδά





Ο Neil Gaiman είναι ένας σπουδαίος παραμυθάς. Με την ευρεία έννοια του όρου – πολυπράγμων, έχει ασχοληθεί με πάμπολλες φόρμες της μυθοπλασίας, από μυθιστορήματα και εφηβικές βιβλία, μέχρι παραμύθια, εικονογραφημένες νουβέλες και φυσικά τα κόμικς στα οποία έχει μια ξεχωριστή, μυθική σχεδόν παρουσία. Έχει το άγγιγμα του Μίδα. Καταφέρνει να πλάθει μύθους, να αναπλάθει παλιούς, διατηρώντας ένα μεγάλο εκδοτικό και παραγωγικό ρυθμό, δίχως να απογοητεύει τους αναγνώστες του, ενώ κερδίζει συνεχώς καινούριους.

Το The Truth is a Cave in the Black Mountains είναι μια ιστορία η οποία γράφτηκε για να παρουσιαστεί συνοδεία εικόνων και μουσικής σε ένα φεστιβάλ, στην Όπερα του Σύδνευ. Η ίδια ιστορία τώρα εκδίδεται, μαζί με τα σχέδιά της σε έναν τόμο. Σύντομη, απλή, μα πανέμορφη, σκοτεινή, κρυπτική και παραμυθένια, όπως μόνο ο Γκείμαν ξέρει να γράφει. Στα Σκοτσέζικα χάιλαντς, ένα άντρας μαζί με έναν ντόπιο οδηγό, σε αναζήτηση ενός μυθικού θησαυρού, σε μια σπηλιά στα βουνά. Ο ζόφος των ομιχλιασμένων τοπίων και η ανάβασή εναρμονίζονται με την καταβύθιση στα σκοτεινά ένστικτα της ψυχής των δύο αντρών, του παρελθόντος και των όμορφων πραγμάτων που κάποιοι αδυνατούν πια να ονειρευτούν.



Η διήγηση συνοδεύεται από τις όμορφες εικόνες του Eddie Cambell, που συγκρατημένα χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές - μικρά κάδρα, μεγάλες εικόνες, ένθετοι διάλογοι σε κόμικς παράθυρα και ενίοτε μοντάζ σκίτσων με φωτογραφία, καθώς και από ηχογραφημένα μέρη από τον ίδιο τον Neil Gaiman. Δυστυχώς, η έκδοση του βιβλίου στο Amazon για τα android τάμπλετ δεν στηρίζει τα ηχητικά αρχεία του βιβλίου -άγνωστο γιατί-, οπότε δεν έχω άποψη. Αν έχετε, όμως, το τάμπλετ της Άμαζον ή ipad, θα μπορείτε να έχετε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, καθώς ο Gaiman είναι ένας εκπληκτικός αφηγητής (ακούστε τον να διαβάζει στο youtube).




Βέβαια, ο Gaiman είναι η κότα με τα χρυσά αυγά. Η βιομηχανία τον γράπωσε και εκμεταλλεύεται την χαρισματική του πένα. Πέραν ενός παιδικού παραμυθιού που εκδόθηκε πρόσφατα (Ευτυχώς ο μπαμπάς έφερε το γάλα), ήδη ετοιμάζεται η κυκλοφορία μια διασκευής του στο σκοτεινό μύθο του Χάνσελ και Γκρέτελ, καθώς και μια ιστορία που εφορμά από έναν συνδυασμό της ωραίας κοιμωμένης και την Χιονάτης (με καταπληκτικά σχέδια), για να πει μια σκοτεινή ιστορία, και έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις για τον υφέρπον σεξουαλισμό της. Μα ό,τι κάνει, το κάνει με σεβασμό στους αναγνώστες, αγάπη στην τέχνη της αφήγησης και ένα ταλέντο σπάνιο. Και τούτο εδώ το βιβλίο είναι μια γευστική καραμέλα για όσους αναζητούν λίγο ακόμα από την μαγεία του, μεταξύ των πιο εκτενών δουλειών του.

Πόσοι συγγραφείς μας δίνουν αυτοί τη χαρά;


                                                                                                    Παναγιώτης Κροκιδάς



'The Truth is a Cave in the Black Mountains", Neil Gaiman, ed.HarperAudio, 2014