27/4/18

«Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», Αλέξης Πανσέληνος



Τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» κυκλοφόρησαν πριν έναν μήνα περίπου και με τράβηξαν αμέσως, τόσο με τον παιγνιώδη τίτλο, όσο και το θέμα τους. Τα διάβασα ενδιάμεσα στα δύο μεγαθήρια, το 4321 και Tα Κοκάλινα ρολόγια, κι ήταν η αποσπασματικότητά τους μια ευχάριστη αλλαγή από το βύθισμα που απαιτούσαν τα δύο τούβλα. 

Πρόκειται για 48 στιγμιότυπα τοποθετημένα ανάμεσα στο 1950 και το 1953, σε μια Αθήνα ακόμα ματωμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που προσπαθεί να γλείψει τις πληγές της. Οι άνθρωποι, δεξιοί, αριστεροί, αδιάφοροι, ζουν σε συνθήκες δύσκολες, τα πάθη, τα μίση και ο αλληλοσπαραγμός έχουν αφήσει τραύματα που είναι ακόμα νωπά, ενώ ταυτόχρονα χτίζεται αυτό το στρεβλό οικοδόμημα που οι παθογένειές του ταλανίζουν ακόμα και το τωρινό μας Κράτος. 

Ο Αλέξης Πανσέληνος τολμά και στήνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, χωρίς κεντρικό ήρωα, αφήνει τη ματιά του να σταθεί πότε εδώ και πότε εκεί, φτιάχνει ατμόσφαιρα με τις περιγραφές, τα πρόσωπα, τα τραγούδια· αυτά τα ελαφρά και συχνά σαχλά τραγουδάκια, που φαίνονται τόσο χαρούμενα και αταίριαστα σε έναν κόσμο ερειπωμένο. Η πολιτική δεσπόζει, τα πρόσωπα ορίζονται από την τοποθέτησή τους κι ο συγγραφέας δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, τόσο για τη μια, όσο και για την άλλη πλευρά. 

Οι ήρωες ταξιδεύουν στα κομμάτια του βιβλίου, το νήμα της αφήγησης δεν χάνεται γιατί όλο τους ξαναβρίσκουμε. Ανάμεσά τους ο δεξιός βιομήχανος και η κυρία του, ο μάλλον φτωχός αριστερός δικηγόρος που βγαίνει βουλευτής και μόνον τότε σταματούν να τον κυνηγάνε, το κουτσαβάκι που επιπλέει όποιος κι αν είναι στα πράγματα και βρίσκει τρόπο τα εγκλήματα του απλού ποινικού δικαίου να τα κάνει στο όνομα της πολιτικής, γραμματείς από λαϊκές συνοικίες που ξέρουν πως στη δουλειά συμπεριλαμβάνεται και το κορμί τους, υπηρετριούλες που είχαν εσώκλειστες όλα τα αστικά σπίτια. Ο ίδιος ο Πανσέληνος εκείνη την εποχή ήταν παιδί, και η νοσταλγία που νιώθει για αυτό τον κόσμο είναι έκδηλη σε όλο το κείμενο, τα παιδιά είναι ευτυχισμένα με ένα δικό τους, ολότελα πρωτότυπο τρόπο. Είναι σαν να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους, σε αυτούς τους δρόμους, με εκείνες τις συνθήκες, να ζουν δίπλα σου.

Ο Αλέξης Πανσέληνος αρέσκεται να παίζει με τα λογοτεχνικά είδη, να αλλάζει κάθε φορά είδος, και μέθοδο αφήγησης. Ένα πράγμα δεν αλλάζει, η εξαιρετικά προσεγμένη γλώσσα του και η αγάπη του στη μεγάλη φόρμα. Αξίζει τον κόπο να τον ακολουθείς, να παρατηρείς τι είναι αυτό που του κέντρισε το ενδιαφέρον κάθε φορά και πώς το χειρίστηκε- καθαρά από συγγραφική διαστροφή. Αν και η αναγνωστική απόλαυση που παίρνει κανείς δεν είναι διόλου αμελητέα. 



                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ 




 «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», Αλέξης Πανσέληνος, εκδ. Μεταίχμιο,  2018, σελ.322











Μπορείτε να ακούσετε την ραδιοφωνική μας εκπομπή με τον Αλέξη Πανσέληνο εδώ: 







Διαβάστε για άλλα βιβλία του Αλέξη Πανσέληνου εδώ: 

http://diavazontas.blogspot.gr/search/label/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82%20%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B7%CF%82

19/4/18

"Τα κοκάλινα ρολόγια", David Mitchell



Μπορεί ένα βιβλίο να είναι «ολίγον φανταστικό»; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Ντέιβιντ Μίτσελ μέσα στο βιβλίο του, «δεν μπορεί, όπως δεν μπορεί μια γυναίκα να είναι ολίγον έγκυος». Όμως αν κάποια μυθιστορήματα είναι κοντά στον όρο, τότε "Τα κοκάλινα ρολόγια» είναι σίγουρα ένα από αυτά. Με κομμάτια απόλυτα ρεαλιστικής αφήγησης, κι άλλα απόλυτα φανταστικής, το βιβλίο του Μίτσελ θα μπορούσε απλά να είναι ένας αχταρμάς ιστοριών, αν ο ίδιος δεν ήταν τόσο απολαυστικός παραμυθάς. Μιλάμε για έναν μάγο της αφήγησης, ένα αυθεντικό ταλέντο στο να λέει ιστορίες και να μπαίνει στην ψυχή του κάθε αφηγητή.

Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Στο πρώτο μέρος μιλά η νεαρή έφηβη Χόλι Σάικς που το σκάει από το σπίτι της γιατί μάλωσε με τη μαμά της για έναν γκόμενο. Στο δεύτερο μιλά το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο και φοιτητής της Οξφόρδης Χιούγκο Λαμ, που προσωρινά αποπλανεί την εικοσάχρονη Χόλι Σάικς, μέχρι να του συμβεί κάτι απόκοσμο. Στο τρίτο αφηγητής είναι ο σύζυγος της Σάικς, Εντ Μπρούμπεκ, ένας εθισμένος στον πόλεμο ανταποκριτής στο Ιράκ. Στο τέταρτο αφηγείται ο Κρίσπιν Χέρσι, «το κακό παιδί» της βρετανικής λογοτεχνίας, που γνωρίζει τη Χόλι σε ένα Φεστιβάλ Λογοτεχνίας. Στο πέμπτο αφηγείται ο/η Μαρίνους, ένα Άχρονο πλάσμα με χιλιάδες ζωές, και στο τελευταίο μια 75χρονη Χόλι του 2043, όπου η κλιματική αλλαγή έχει διαλύσει το σύμπαν.

Παραδόξως αγάπησα περισσότερο τα ρεαλιστικά κομμάτια του βιβλίου, με κορυφαίες τις ξεκαρδιστικές σκηνές του Κρίσπιν Χέρσι στο αδηφάγο λογοτεχνικό κύκλωμα. Πιο αδύναμο το μέρος του καθαρού φάντασυ, η μάχη των Άχρονων Αθάνατων έμοιαζε πιο πολύ με σκηνή μάχης σε ταινιά κόμιξ, παρά με λογοτεχνική αφήγηση. Το βιβλίο με κέρδισε γιατί είναι πολλά πράγματα μαζί- είναι μια εξαιρετική φάρσα, ενώ μιλά για σοβαρά πράγματα, είναι ένα κάμπους νόβελ που μιλά για την αγριότητα του πολέμου, είναι ένα φάντασυ που κόπτεται για τη μητρική αγάπη.

Ο Μίτσελ κατορθώνει να μιλήσει για την Αθανασία, τον Θάνατο, τον Πόλεμο, τη Λογοτεχνία, τον Έρωτα, την Αγάπη, τη Μητρότητα χωρίς πουθενά το κείμενο να βαραίνει. Ίσως του λείπει στιγμές στιγμές το βάθος ή η φιλοσοφική ενασχόληση με τα συγκεκριμένα θέματα. Από την άλλη, εδώ μιλάμε για λογοτεχνία αξιώσεων, που μπορεί με την πλοκή και την πρόζα της να καθηλώσει κάθε αναγνώστη. "Τα κοκάλινα ρολόγια" είναι από τα σπάνια βιβλία που έχουν αρετές ευπώλητου και ποιοτικού βιβλίου μαζί. Απόλαυσα την ανάγνωση, βυθίστηκα στον κόσμο του, αγάπησα λίγο παραπάνω τον Μίτσελ, που ήδη αγαπούσα από τον ντε Ζουτ- και είμαι έτοιμη πια να βουτήξω στο Cloud Atlas.



                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Τα κοκάλινα ρολόγια", Ντέιβιντ Μίτσελ, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Τόπος, 2017, σελ. 597







Υ.Γ. 42 Η μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη έχει εκπληκτικό ρυθμό, και βοήθησε πολύ στην ανάγνωση.

Υ.Γ. 42-42 Το πόσες φορές πληκτρολόγησα "κοκκάλινα" αντί για "κοκάλινα" σε αυτό το ποστ μπορείτε να το βρείτε αν μετρήσετε τις φορές που έγραψα τον τίτλο. 


9/4/18

"4321", Paul Auster



Ο Πολ Όστερ είχε σιγήσει για επτά ολόκληρα χρόνια- και κάποιοι, ανάμεσά τους κι εγώ, φοβούνταν ως δεν θα έβγαζε άλλο βιβλίο-, αν και στις συνεντεύξεις του όλον αυτόν τον καιρό άφηνε να εννοηθεί πως προσπαθούσε κάτι μεγάλο. Συνήθως η πρόζα του Όστερ ευνοεί την πύκνωση και τη μεγάλη ακρίβεια, κι αυτό δεν παραπέμπει σε ογκώδη βιβλία. Έτσι, πέρυσι που βγήκε το 4321 στα Αγγλικά, με τις 866 σελίδες του αγγλικού κειμένου, η ιδέα πως ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς έπεσε στην παγίδα του Μεγάλου Αμερικάνικου Μυθιστορήματος με απώθησε και δεν το διάβασα στην αγγλική έκδοση. 

Τα πράγματα άλλαξαν φέτος όταν είδα την ελληνική μετάφραση – της Οστερομανούς Μαρίας Ξυλούρη- και αυτή τη φορά οι 1217 σελίδες με κάλεσαν με το που τις απέκτησα. Τις έπιασα σχεδόν αμέσως, διάβασα με μεγάλη ευκολία και ευχαρίστηση το ένα τρίτο του βιβλίου, κι έπειτα οι ρυθμοί μου έπεσαν. Τελικά χρειάστηκα κοντά στις δύο εβδομάδες για να το ολοκληρώσω, σε καμία στιγμή όμως δεν το βαρυγκώμησα ή ένιωσα να με πιέζει ο όγκος του· παρεκτός ίσως λίγο στα μπράτσα και τους αγκώνες, με το ένα χέρι είναι πρακτικά ασήκωτο. 

Ο Όστερ λοιπόν επιχειρεί τη μεγάλη αφήγηση, χωρίς να ξεφεύγει από τη μεταμοντέρνα κληρονομιά του, ξεκινά από μια εξαιρετική ιδέα που την χειρίζεται καλά, χωρίς να πετυχαίνει πάντα να την απογειώσει. Το πρώτο κεφάλαιο μας μιλά για τη γέννηση του Άρτσιμπαλντ Ισαάκ Φέργκιουσον από συγκεκριμένους γονείς σε συγκεκριμένο μέρος. Κι έπειτα το βιβλίο διασπάται, 4 διαφορετικοί Φέργκιουσον προκύπτουν, ανάλογα με τα εξωτερικά ερεθίσματα. Και τα κεφάλαια διασπώνται το καθένα σε 4 υποκεφάλαια (1.1- 1.2- 1.3-1.4 κ.ο.κ.) όπου ακολουθούμε κάποιον από τους τέσσερις Φέργκιουσον. Κάποια στιγμή χάνεσαι, δεν ξέρεις αν μιλάμε για τον Φέργκιουσον που έχασε δυο δάχτυλα, ή αυτόν που έσπασε το χέρι του, για αυτόν που έκανε έρωτα με την Έιμι ή τον άλλον που δεν την ακούμπησε ποτέ. Όμως ο πυρήνας των ανθρώπων δεν αλλάζει. Και οι τέσσερις Φέργκιουσον είναι προοδευτικοί πολιτικά, αν και δεν είναι ριζοσπαστικοί, και οι τέσσερις ενδιαφέρονται για το μπέιζμπολ, το μπάσκετ και το σεξ, και οι τέσσερις αγαπάνε το διάβασμα διαβολεμένα, και τις ταινίες, και τις μουσικές. Και οι τέσσερις γίνονται συγγραφείς. 

Η τυχαιότητα, που απασχολεί τον Όστερ σε όλο του το έργο, η επίδραση των συμπτώσεων στη διαμόρφωση της ζωής και του χαρακτήρα μας, είναι μια έννοια που σε αυτό το βιβλίο την επεξεργάζεται ο συγγραφέας ως τα τελικά της όρια. Φόντο του, και έγνοια του, είναι και τα μεγάλα θέματα της εποχής, το Βιετνάμ, ο ρατσισμός, οι εξεγέρσεις στα Πανεπιστήμια, ο θάνατος του Κένεντι, η Προσσελήνωση. Όμως πραγματικά τον αφορούν οι μικρές λεπτομέρειες που μας ορίζουν, ένα ατύχημα, ένας θάνατος, μια χρεοκοπία, μια απιστία, μια γυναίκα, ένας φίλος.  

Η κεντρική ιδέα, με τις πολλαπλές εκδοχές της πραγματικότητας του ίδιου ατόμου, θυμίζει λιγάκι το Ζωή μετά της ζωή της Κέιτ Άτκινσον, όμως τα δυο μυθιστορήματα έχουν εντελώς διαφορετική δομή. Στο 4321 οι πλοκές είναι γραμμικές. Υποψιάζομαι πως αν ποτέ το ξαναδιαβάσω θα το διαβάσω όχι με τη σειρά, αλλά όλα τα αντίστοιχα υποκεφάλαια μαζί, να δω πώς δένει η κάθε ιστορία μόνη της – λίγο σαν το Κουτσό, αν και ο Όστερ δεν μπαίνει στον πειρασμό να διαπράξει την ύβρι και να το προτείνει ο ίδιος.

Το 4321 είναι κάπως σαν βιβλιοφιλικός οδηγός για αρχαρίους, ο,τι χρειάζεται ένας νεαρός βιβλιόφιλος να έχει στη φαρέτρα του είναι εκεί, αρχαίοι, κλασικοί, σύγχρονοι, μια ωδή στα βιβλία και στην ανάγνωση. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Όστερ είναι αρκετά και σκόρπια σε διάφορους Φέργκιουσον κι όχι μόνον σε έναν, ενώ κάθε συγγραφέας θα νιώσει οικεία διαβάζοντας για τις λογοτεχνικές απόπειρες κάθε Φέργκιουσον. Με αυστηρούς όρους το 4321 είναι ένα μυθιστόρημα τεσσάρων ενηλικιώσεων και τέσσερα campus novel όλα σε ένα. Και ναι, αν αναρωτιέστε, όλοι οι Φέργκιουσον είναι κολλημένοι με τη Νέα Υόρκη. 

Δεν ξέρω να απαντήσω αν ο Όστερ έγραψε το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα, πάντως σίγουρα έκανε μια σοβαρή, σοβαρότατη προσπάθεια, και την έκανε με όλα του τα όπλα, όχι σαν ένας πρωτοεμφανιζόμενος που θέλει να καθιερωθεί, αλλά ως ένας καθιερωμένος που τα έδωσε όλα για όλα, ό,τι είχε και δεν είχε, στο τέλος της συγγραφικής του καριέρας. Αμφιβάλλω σοβαρά αν θα γράψει κάτι άλλο στο μέλλον, είναι εξάλλου ήδη εβδομήντα ετών. Αν όλα αυτά αρκούν για να μείνει το 4321 ως ένα από τα κλασικά μεγάλα μυθιστορήματα θα το κρίνει η Ιστορία. 


                                                                      Κατερίνα Μαλακατέ


 
«4321», Πολ Όστερ, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ.1217 

3/4/18

«Η Ωραία της νύχτας», Ελένη Γκίκα



Νυχτολούλουδο ή Μιράμπιλις Τζαλάπα ή «Η ωραία της νύχτας». Με αφορμή ένα λουλούδι που ομορφαίνει τις νύχτες μας- αν πας όμως πολύ κοντά του το άρωμά του σε πνίγει-, η Ελένη Γκίκα στήνει μια από τις ωραιότερές της ιστορίες. Στο φόντο δύο φονικά: μια 26χρονη γυναίκα σκοτώνει τη σύζυγο του εραστή της μπροστά στα τέσσερα παιδιά τους- δυο δικά της, δυο του θύματος. Αφορμή η ερωτική αντιζηλία. Την αιτία θα την διερευνήσει η συγγραφέας στο μυθιστόρημα. 

Η 26χρονη που είπαν πως είναι φόνισσα, είναι εγγονή μιας άλλης φόνισσας, που δεν άντεξε και έκαψε τον σύζυγο-βασανιστή της ζωντανό. Οι δυο γυναίκες στο βιβλίο της Ελένης Γκίκα παίρνουν φωνή, υπόσταση και χωρίς να απολογούνται αφηγούνται την ιστορία τους, πότε πρωτοπρόσωπα, πότε τριτοπρόσωπα, δεν ζητούν συγχώρεση αλλά έλεος. Μαζί τους και μια τρίτη αφηγήτρια, μια συγγραφέας και δημοσιογράφος που ψάχνει να επαναπροσδιορίσει τον κόσμο της. Αυτές οι τρεις γυναίκες κατορθώνουν με σπαρακτικό τρόπο να δέσουν την πλοκή, να φτιάξουν ένα μυθιστόρημα, που δεν είναι αστυνομικό, αλλά θα μπορούσε να είναι, που δεν είναι θρίλερ, αλλά έχει στοιχεία,που δεν είναι αρχαία τραγωδία· αλλά θα μπορούσε να είναι νέα. 

Βασικό θέμα, όπως στα περισσότερα βιβλία της Ελένης Γκίκα, οι γυναίκες: η θέση τους, οι σκέψεις τους, η ζωή τους. Από την πιο βασανισμένη, αυτή που ανάγκασαν να παντρευτεί τον άντρα που τη βίαζε από τα 14 της, ως την πιο ανυπότακτη, την 26χρονη που δολοφόνησε την αντίζηλό της, από την πιο χαμηλότονη, το νυχτολούλουδου, τη Μιραμπιλίτσα, ως την πιο απογοητευμένη. Γυναίκες που ψάχνουν τρόπο να σταθούν σε μια κοινωνία που τις απορρίπτει μόλις λιγάκι αντισταθούν και δεν τοποθετήσουν τον εαυτό τους ακριβώς εκεί που τις θέλει. 

Μεγάλος πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα ο Τόπος. Το Κορωπί, μέρος που έγινε ο φόνος, εξιτάρει τη συγγραφέα, που βάζει τη νεαρή της φόνισσα να ψάχνει την ιστορία του μέσα από τη φυλακή. Το βιβλίο παίζει με την έννοια του πεπρωμένου, με τη φαρσική επανάληψη της ιστορίας, βάζει διλήμματα, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, πρακτικά- η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος. Και η φωτιά και το μαχαίρι και η φυλακή. Και το νυχτολούλουδο, η ωραία της νύχτας απλώνει τη μεθυστική μυρωδιά του και τα μαλακώνει όλα, τα κάνει αναστάσιμα. Παντού βιβλιοφιλικές αναφορές, ο Γυάλινος κόσμος, η Έμμα Μποβαρί, η Φόνισσα. Και κινηματογραφικές, ο Ταρκόφσκι. Και βοτανικές. Και εφημερίδες και αποκόμματα. Και δημοσιεύματα που δεν λένε την αλήθεια. 

Ένας ύμνος για τις γυναίκες. Ένα βιβλίο μαλακό αλλά και ιδιότροπο, που διαβάζεται γρήγορα, και ρουφηχτά. Και κάποιες στιγμές νιώθεις πως η συγγραφέας είναι μέσα στο κεφάλι σου, πως αυτά που γράφει, τα σκέφτεσαι κι εσύ. 


                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ



«Η Ωραία της νύχτας», Ελένη Γκίκα, εκδ. Διάπλαση, 2018, σελ. 244








Η ραδιοφωνική μας συνέντευξη με την Ελένη Γκίκα είναι εδώ: