21/10/23

"Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα", Shehan Karunatilaka




Τι κάνει «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» ένα σπουδαίο βιβλίο; Μα πως είναι γραμμένο με μπρίο και χιούμορ, ενώ ταυτόχρονα μιλά για έναν αιματηρό εμφύλιο και για εγκλήματα πολέμου και χρησιμοποιεί έναν από τους δυσκολότερους αφηγητές από καταβολής της λογοτεχνίας.

Ο Σίχαν Καρουνατίλακα είναι ΣριΛανκέζος, συγκεκριμένα Σινχαλέζος, ζει στη Σρι Λάνκα, αλλά γράφει στα αγγλικά. Το βιβλίο πήρε το Booker του 2022 και τώρα μεταφράζεται στα Σινχαλέζικα, ίσως αργότερα να μεταφραστεί και στα Ταμίλ.

Και πού στο καλό είναι η Σρι Λάνκα;






Είναι η παλιά Κευλάνη, εκείνο το νησί, κάτω κάτω κάτω από την Ινδία. Η ιστορία του είναι γεμάτη από Ολλανδούς και Άγγλους αποικιοκράτες ενώ ξεφορτώθηκε τη Βασίλισσα Ελισάβετ μόλις το 1972. Το 1976 ιδρύθηκε η ομάδα των Ταμίλ Τίγρεων. Το 1983 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε μέχρι το 2009, ανάμεσα στους Βουδίστες Σινχαλέζους και τους Ινδουιστές Ταμίλ. Κοντά 80.000 σφαγιάστηκαν, άντρες, γυναίκες παιδιά, συχνά με φρικαλέους τρόπους. Οι Ταμίλ από το 30% του πληθυσμού που ήταν το 1980, τώρα είναι οριακά στο 11%. Και φυσικά όλες οι αφορμές είχαν να κάνουν με τη γλώσσα. Μόλις τα αγγλικά δεν ήταν πια η επίσημη γλώσσα, έγιναν μόνον τα σινχαλέζικα, κι έτσι οι Ταμίλ αποκλείστηκαν από την εκπαίδευση, από τις δημόσιες υπηρεσίες, από τα Πανεπιστήμια.

Κεντρικός ήρωας σε τούτη την αφήγηση είναι ο Μάαλι Αλμέιντα. Μας συστήνεται από πολύ νωρίς, είναι Φωτογράφος, Τζογαδόρος, Πουτάνα, και είναι και νεκρός, νεκρός νεκρότατος, βλέπει το όμορφο σώμα του κομματιασμένο στις πρώτες σελίδες, αλλά δεν θυμάται ποιος τον σκότωσε. Υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι, μιας κι αυτή η Πουτάνα δεν καθόταν ήσυχη, φωτογράφιζε τα θύματα του εμφυλίου, έκφυλους πολιτικούς, ήταν ενεργά τζογαδόρος κι όλο χρωστούσε, α, ήταν κι ομοφυλόφιλος σε σχέση με τον πανέμορφο γιο ενός Ταμίλ Υπούργου. Του μόνου Ταμίλ, φυσικά, όλη η υπόλοιπη Κυβέρνηση είναι Σινχαλίζ.

Βρίσκεται λοιπόν ο Αλμέιντα στο Ενδιάμεσο, δεν ξέρουμε ποιας θρησκείας, ενώ είναι άθεος. Κι αυτό το ενδιάμεσο μοιάζει πολύ με γραφείο εκδόσεων διαβατηρίων και Βίζας, έχει τις ίδιες αγκυλώσεις, την ίδια γραφειοκρατία, τους ίδιους Δαίμονες. Του δίνουν 7 φεγγάρια (τι μαγικός αριθμός το 7) για να αποφασίσει αν θα πάει στο Φως ή θα κάνει παρέα με τα δαιμόνια για πάντα στο ενδιάμεσο. Του δίνουν 7 φεγγάρια για να βρει ποιος τον σκότωσε, αλλά και να καταφέρει να σώσει τα αρνητικά από τις φωτογραφίες του, που δείχνουν τη θηριωδία του πολέμου.

Το βιβλίο πραγματεύεται το βασικό θέμα της Μνήμης, για αυτό έχουμε και μια Νίκον φωτογραφική να κρέμεται σχεδόν σε όλες τις σκηνές από πάνω από τον αναγνώστη. Γιατί ένας εμφύλιος πόλεμος είναι τραύμα συλλογικό, βαθύ, για το οποίο συνήθως οι άνθρωποι δεν μιλούν, όσο κοντίνος κι αν είναι. Προτιμούν να ξεχάσουν, να βάλουν κάτω από τα χαλί τα αποκεφαλισμένα πτώματα και τα Παλάτια των βασανιστηρίων, δεν θέλουν να θυμούνται. Δεν μπορούν να θυμούνται. Κι εμφύλιοι ξέρετε, έχουν πάντα έναν αποικιοκράτη να κοιτάει από την κουίντα.

«Οι αναμνήσεις έρχονται με πόνο. Ο πόνος έχει πολλές αποχρώσεις»

Μη ξεχνάμε βέβαια πως ο Μάαλι είναι ομοφυλόφιλος, και αυτό το θέμα, ταμπού το 1989 που εκτυλίσσεται το βιβλίο, έχει αποχρώσεις που μας ταλανίζουν ακόμα και σήμερα. «Δεν μπορώ να είμαι αδελφή» λέει ο Αλμέιντα όσο ακούει τον πατέρα του. Ο Αλμέιντα δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί είναι ξεκάθαρα αδελφή. Κι οι σχέσεις του με τους άντρες είναι μπερδεμένες. Και η σχέση του με τις γυναίκες είναι μπερδεμένες, δεν συζητάμε καν για τη νάρκισσο μητέρα του, ακόμα και με την Τζάκι, την καλύτερή του φίλη. Και με τον εαυτό του η σχέση του είναι μπερδεμένη. Όλο ψάχνει να βρει ποιος είναι.

Λογοτεχνικά ο Καρουνατίλακα έχει κάνει μια τολμηρή επιλογή, έγραψε όλο αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα στο δεύτερο πρόσωπο. Κάτι που η λογοτεχνική θεωρία μάς λέει πως είναι σχεδόν αδύνατο. Να που είναι δυνατό, η αφηγηματική φωνή είναι ακριβώς αυτή που πρέπει, απευθύνεται στον κεντρικό ήρωα κι όχι στον αναγνώστη, κι είναι αρκετά αποστασιοποιημένη για να μιλήσει για πτώματα, αρκετά παιχνιδιάρα για να αναγορεύεσει τον Άρθουρ Κλαρκ ως τον σπουδαιότερο Σριλακνανό οραματιστή, και να φτιάξει ξανά και ξανά πολλά επίπεδα πραγματικότητας. Να μας βάλει να αναρωτηθούμε, τι θυμόμαστε και τι όχι, ποιοι είμαστε και ποιοι όχι, και πόσο η ιστορική τυχαιότητα να γεννηθούμε εδώ κι όχι κείθε, μας ορίζει.

Απόλαυσα το βιβλίο. Με εκνεύρισαν όλοι αυτοί που λένε, «μα δεν είναι ένας 60χρονος λευκός άντρας, πώς τολμάτε να λέτε πως έγραψε ένα ωραίο βιβλίο»; Τα εφτά φεγγάρια είναι ένα περίπλοκο, και ενδιαφέρον βιβλίο και λογαριασμό δεν θα δώσει σε κανέναν που ο συγγραφέας του είναι ένας 48χρονος Σριλανκανός, καθόλου λευκός, που το πρώτο του βιβλίο μιλάει για το κρίκετ και του αρέσει να κάνει τον μπασίστα στον ελεύθερο του χρόνο. Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας.



                        Κατερίνα Μαλακατέ

"Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα", Shehan Karunatilaka, μτφ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg, 2023, σ. 608

13/10/23

"Ανθολογία διηγημάτων", Χριστόφορος Μηλιώνης




Η γραφή του Χριστόφορου Μηλιώνη μοιάζει να έρχεται από μακριά, να έχει τις ρίζες της στους σπουδαίους της ελληνικής διηγηματογραφίας, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, αλλά ταυτόχρονα να αντλεί από το βίωμα, τον χώρο, και τον τόπο και να φτιάχνει ένα ψηφιδωτό μνήμης αλλόκοτο, που σου δημιουργεί χαρά και αμηχανία. 

Μέλος της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και την περιβόητης «Σχολής της Ηπείρου» που ξεκινά με τον Χατζή περνά από τον Γκανά, τον Χουλιάρα, τον Γκουρογιάννη και φτάνει με σπουδαίους εκπροσώπους ως τις μέρες μας, τον Δημητρίου, την Αβέρωφ, τον Κώτσια, ο Μηλιώνης γράφει σε μια γλώσσα ρέουσα, κελαρυστή, η προφορικότητά της φαίνεται αβίαστη. Δεν είναι αβίαστη βέβαια, γιατί αυτό που μοιάζει προφορικό και «σπασμένο» στην πραγματικότητα θέλει πολλή δουλειά για να αποκτήσει μορφή και νόημα. Τα διηγήματα του Μηλιώνη τα χαίρεσαι από αυτή την άποψη, περνούν την ντοπιολαλιά τελείως φυσικά, φτάνουν στο σήμερα από το Πωγώνι στο Γιορκ, με μια υπόγεια γλύκα, κι ας μιλά για τον Πόλεμο, κι ας μιλά για τον Εμφύλιο, κι ας μιλά για όσα μας διαλύουν στη σύγχρονη ζωή.


"Πέρασαν άλλα τριάντα χρόνια από τότε. Σ' αυτό το διάστημα αναρωτιόμουν πώς διάβολο να μιλήσεις, πώς να συνεννοηθείς με τους άλλους , αφού- ναι, εντάξει, μιλάς πάνω κάτω την ίδια γλώσσα μ' εκείνους, όμως άλλα πράγματα έχει ο καθένας στον νου του, όταν μιλάει. Κι αν πεις για τον Αχέροντα, εκείνοι φαντάζονται πως θέλεις να πεις για Πλούτωνα και Περσεφόνη, και για τον νάρκισσο που μάζεψε μιαν άνοιξη στο λιβάδι του θανάτου. Κι άλλα τέτοια μυθολογήματα που τα 'χουν χορτάσει από τα παιδικά τους χρόνια- υποτίθεται. Φαντάζονται λοιπόν πως το 'χεις βάλει σκοπό της ζωής σου - της μίας και μοναδικής- να τους καθίσεις πάλι στο θρανίο και να τους γαρδουλώσειςτο κεφάλι, δάσκαλος καθώς είσαι. Κι ούτε μιλάς για τον Αχέροντα, που σήμερα τον διαβαίνουν οι τουρίστε, όταν ταξιδεύουν με το πούλμαν Κέρκυρα-Αθήνα, κάπου εκεί στον κάμπο του Φαναριού, την άλλοτε Αχερουσία και μες στην μεσημεριάτικη υπνηλία και την πλήξη, με μάτια που βοσκήσανε στους τόπους με τους γυμνιστές και τις άλλες παραλίες του νησιού, κοιτάζουν το φαράγγι, όπου ξεμπουκάρει το μυθικό ποτάμι των νεκρών.
    Το βλέπεις. Εσύ μιλάς για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την πίσω μεριά του θανάτου." 


Ο Μηλιώνης γεννήθηκε στο Πωγώνι, κι αυτός ο τόπος, κρύος και απόμακρος και ταυτόχρονα τόσο εντυπωσιακός, ποτισμένος με αίμα σε όλους τους πολέμους, τον ορίζει και στη γραφή. Εκεί, τα στοιχειά κι όλα τα μεταφυσικά στοιχεία μοιάζουν μέρος του τοπίου, παρεισφρέουν στα τραγούδια και τις σκέψεις. Ο θάνατος, είναι μερικές φορές το μικρότερο Κακό. Το θέμα είναι η λήθη. Για αυτό και η εμμονή του με τη φωτογραφία, γιατί με κάποιο τρόπο αποτυπώνει και δεν αποτυπώνει τη στιγμή. 

Αυτό το είδος γραφής που χαρακτηρίστηκε βαρύγδουπα ως «εξομολογητική απομνημόνευση» έχει τη δυνατότητα να σε μεταφέρει άμεσα στον τόπο και τον χρόνο∙ το βίωμα και το προσωπικό τραύμα γίνονται συλλογικά. Έχουμε στοιχεία νεωτερικότητας, σε πολλά σημεία μοιάζει αυτός ο αφηγητής, που διαμεσολαβεί στα κείμενα και μπορεί να τον μπερδέψεις με τον συγγραφέα, αλλά θα ήταν λάθος να κάνεις κάτι τέτοιο, να αφήνεται να μας λέει τις σκέψεις του σαν σε ροή συνείδησης. Σε άλλα, ο χρόνος κατακερματίζεται, κι είσαι άλλοτε στο παρόν, κι άλλοτε τριάντα χρόνια πριν. Και φυσικά έχουμε εξαιρετικά διηγήματα Ποιητικής, που μίλουν για την ίδια την τέχνη της γραφής, για τα πώς και τα γιατί του γραφιά.

Στην Ανθολογία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, από τους Ζήρα, Κοτζιά, Χατζηβασιλείου τα διηγήματα είναι σωστά διαλεγμένα, αντιπροσωπευτικά και ταυτόχρονα απολαυστικά. Χρειάζονται τέτοια βιβλία, για να σπάνε οι ψευδαισθήσεις πως αυτή η λογοτεχνία, η ελληνική, δεν μας αφορά, πως δεν είναι μέσα στα ενδιαφέροντά μας. Όταν νιώθεις την αγνή ατόφια χαρά που δίνει ένα λογοτεχνικό κείμενο γραμμένο στη μητρική σου γλώσσα, καταλαβαίνεις τι χάνεται στη μετάφραση.


                               Κατερίνα Μαλακατέ



"Ανθολογία διηγημάτων", Χριστόφορος Μηλιώνης, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σ.365