22/2/18

Τα δέκα πιο αγαπημένα μας βιβλία: reloaded




Δυσκολεύομαι πάρα πολύ όταν κάποιος μου ζητάει να απαριθμήσω τα αγαπημένα μου βιβλία. Δεν το παθαίνω με τις άλλες μορφές τέχνης, όπου είναι πολύ πιο περιορισμένες οι επιλογές μου, έχω δει πολύ λιγότερες ταινίες, είμαι σχεδόν κουφή στη μουσική, έχω πολύ μικρή σχέση με τα εικαστικά- την αποκτώ τώρα κυρίως μέσω του μεγάλου μου γιου. Τα βιβλία όμως που υπήρξαν στη ζωή μου από τότε που ήμουν πολύ μικρή με στοιχειώνουν.

Έμαθα ανάγνωση μάλλον αργά, εκεί κατά το τέλος της δευτέρας δημοτικού μπορούσα πια με άνεση να διαβάσω ένα κείμενο από μέσα μου. Όμως από τότε είμαι αναγνώστρια. Μη γελιόμαστε, αναγνώστες γινόμαστε όταν παίρνουμε μόνοι μας συνειδητά την απόφαση να κάτσουμε ήσυχοι και απομονωμένοι από τους άλλους και για κάποιο χρονικό διάστημα- μία ώρα, δύο ώρες, οκτώ ώρες- να διαβάσουμε κάτι στον εαυτό μας, να ψυχαγωγήσουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Πριν, όσο περιλαμβάνουμε και κάποιον άλλο στη διαδικασία, δεν μαθαίνουμε τον μηχανισμό της. Για αυτό άλλωστε και τελικά έχουμε πολύ λίγους ενήλικες αναγνώστες σε σχέση με την πλειοψηφία που όλο και κάτι τους διαβάζει η μαμά τους πριν τον ύπνο όσο είναι νήπια.

Με ρωτούν συχνά τι «φτιάχνει» έναν αναγνώστη. Δίνω την εύκολη απάντηση: η μίμηση, αν υπάρχουν βιβλία μες στο σπίτι και ο γονιός σου διαβάζει, τότε κάποια στιγμή θα τον μιμηθείς. Δεν είναι φυσικά αυτή μόνο η αλήθεια, μιας και ξέρω χτυπημένους βιβλιόφιλους που γεννήθηκαν σε σπίτια όπου η ανάγνωση ήταν αδιάφορη κι είχαν τρία βιβλία για ντεκόρ στο σκρίνιο, κι άλλους που δεν διαβάζουν τίποτα ενώ οι γονείς τους ήταν μνημειώδεις αναγνώστες.

Η διαδικασία της ανάγνωσης προϋποθέτει ένα ποσό μοναξιάς. Αυτή είναι η αλήθεια. Προϋποθέτει ένα παιδί, έναν έφηβο ή έναν ενήλικα που θα δυσκολευτεί, θα πονέσει και κυρίως θα βαρεθεί. Έπειτα θα επιχειρήσει να βρει παρηγοριά. Αυτό σε κάποιους ανθρώπους- η μοναξιά, η ενδοσκόπηση, η βαρεμάρα και τελικά η εύρεση της λύσης- έρχεται φυσικά. Παρατηρώ τον μεγάλο μου γιο. Επιδιώκει την απομόνωση, κάθεται με τις ώρες μπροστά στο άδειο χαρτί πριν ζωγραφίσει, λαμβάνει μεγάλη απόλαυση από το αποτέλεσμα. Μπορεί να χαζεύει βιβλία τέχνης για να κοιμηθεί. Έτσι ήμουν κι εγώ μικρή, επεδίωκα τη μοναξιά. Η μοναξιά και η ανία με οδήγησαν στα βιβλία- όσο απαίσιο κι αν ακούγεται. Τώρα πια, τριάντα χρόνια μετά, τα βιβλία παραμένουν η παρηγοριά μου, η διασκέδαση, η χαρά μου. Τα βιβλία όμως δεν είναι φίλοι μου. Τα βιβλία δεν είναι ζωή. Τα βιβλία είναι ο τρόπος μου να απαλύνω τον αφόρητο φόρτο της καθημερινότητας. Τα βιβλία είναι μέρος της ζωής.

Με ρωτάνε συχνά «μα πότε τα διαβάζεις όλα αυτά». Η απάντηση είναι απλή. Η ανάγνωση μου κάνει κέφι. Είναι μέρος κάθε μέρας. Είναι η ώρα που φυλάω για τον εαυτό μου. Είναι και η ώρα που ξεκλέβω για τον εαυτό μου. Έχω μάθει από πολύ μικρή να το κάνω αυτό, η συνήθεια είναι σπουδαίο τέρας. Έχω μάθει, σχεδόν σαν το σκυλί του Παβλόφ, να ψάχνω εκεί την απόλαυση. Ίσως αυτό δεν είναι τόσο υγιές, όσο νομίζουν οι περισσότεροι. Η ανάγνωση είναι και έξη, απαιτεί από τον αναγνώστη χρόνο, κόπο και χρήματα. Στην δική μου περίπτωση διαταράσσει και την οικογενειακή ζωή, ζητά μοναξιά.

Από αυτή την άποψη τα νεα μέσα διακόπτουν την ροή της ανάγνωσης. Με τα κινητά δεν βαριόμαστε ποτέ, δεν αφηνόμαστε στη θαυματουργή ανία, έχουμε πάντα κάτι να κάνουμε και σε κάποιον να μιλήσουμε. Από μια άλλη άποψη, τα νέα μέσα απαιτούν ολοένα κάτι να διαβάσεις- κι όχι να δεις- και κάτι κυρίως να γράψεις. Η νέα γενιά δεν ξεχνά τον τρόπο γραφής, δεν γράφει μόνο λίστες σούπερ μάρκετ, εξοικειώνεται με τον γραπτό λόγο, έστω τον γρήγορο. Αυτό θα φέρει μια νέα φουρνιά αναγνωστών. Θα είναι διαφορετικοί, αλλά δεν πιστεύω πως θα είναι λιγότεροι. Εξάλλου η νέα τεχνολογία κατηγορείται συνεχώς πως απαιτεί τη μοναξιά μας. Στην πράξη, η τέχνη απαιτεί τη μοναξιά μας πολύ πιο επιτακτικά. Την απαιτούσε πάντα.

Ξεκίνησα αυτό το ποστ γιατί σκέφτηκα πόσον καιρό έχουμε να γράψουμε λίστες, να μιλήσουμε για τα 10 πιο αγαπημένα μας βιβλία. Όμως στην πορεία η σκέψη μου ξεστράτισε. Δεν είμαι σίγουρη πια πως θέλω τις λίστες, δεν ξέρω αν θα κατορθώσω να γράψω μια δική μου. Αν θέλετε πάντως να γράψετε τα δέκα αγαπημένα σας βιβλία, ή να αναθεωρήσετε τη λίστα που κάνατε τότε, το 2013 και το 2016, μπορείτε. Δεν πρόκειται να βγάλω αποτελέσματα ούτε στατιστικά αυτή τη φορά. Αυτές οι λίστες από τότε που προέκυψαν στο blog, λειτουργούν μόνο σαν λίστες αναφοράς για τους άλλους αναγνώστες. Αφεθείτε ελεύθεροι, δεν ρωτάω ποια είναι τα παγκόσμια αριστουργήματα, ρωτάω ποια βιβλία στιγμάτισαν εσάς τους ίδιους, σας δημιούργησαν τη μεγαλύτερη χαρά, πήρατε από αυτά ατόφια απόλαυση.

Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα γράψω εγώ λίστα στο τέλος.













16/2/18

"Δόκτωρ Γκλας", Hjalmar Söderberg



Εάν δεν είχα από την αρχή στον νου μου πως ο «Δόκτωρ Γκλας» του Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο το 1905, δεν θα δίσταζα να πιστέψω πως πρόκειται για ένα έργο της εποχής μας. Πρωτοποριακό, τόσο όσο προς την τεχνική της αφήγησης, όσο και ως προς τα θέματα που πραγματεύεται, ο «Δόκτωρ Γκλας» είναι ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: να μιλήσει για όλα όσα απασχολούν τους ανθρώπους από καταβολής κόσμου, και να μην αφήσει τον αναγνώστη να το αφήσει από τα χέρια του. 

Ο Τύκο Γκλας είναι ένας τριαντάχρονος γιατρός. Εξωτερικά πρόκειται για έναν καλογυαλισμένο εστέτ που του αρέσουν τα ωραία ρούχα, το καλό φαγητό. Εσωτερικά έχουμε έναν άνθρωπο μάλλον σε κατάθλιψη, με μεγάλα ζόρια και αντικειμενική δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις- δεν είναι τυχαίο πως σε αυτή την ηλικία παραμένει παρθένος. Ο γιατρός τρέφει σφοδρότατη αντιπάθεια για κάθε τι άσχημο, αλλά κυρίως για τον ιερέα του χωριού, τον πάστορα Γκρεγκόριους,  που του είναι τόσο αντιπαθής ώστε δεν θέλει καν να τον χαιρετίσει στον δρόμο. Όταν η νεαρή όμορφη σύζυγος του πάστορα έρθει στο ιατρείο του και του ζητήσει τη βοήθειά του σε σχέση με τις σεξουαλικές ορμές του εν λόγω απεχθούς ιερέα, τότε ο Γκλας, θα τη βοηθήσει. Και θα μπει σε έναν κυκεώνα ηθικών διλημμάτων. 

Κάθομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και γράφω- για ποιον όμως; Όχι για κάποιον φίλο ή φίλη, ούτε καν για τον εαυτό μου, αφού δεν διαβάζω σήμερα αυτό που έγραψα χθες και ούτε πρόκειται να το διαβάσω αύριο. Γράφω για να κουνάω το χέρι μου, η σκέψη μου κινείται μόνη της· γράφω για να σκοτώσω τις ώρες της αγρύπνιας μου. Μα γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ; Δεν έχω κάνει τίποτα κακό. 

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογιακών καταγραφών του Γκλας, πράγμα που βοηθάει να διεισδύσουμε στη σκέψη του, αλλά κρατάει τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα του νουάρ. Ο Δόκτωρ Γκλας αναρωτιέται για την ηθική, για τον έρωτα- τον αηδιάζει η ιδέα της σωματικότητας, πως κάνουμε έρωτα με τα ίδια περίπου όργανα που ουρούμε-, αλλά έχει εμμονή με την αγνή μορφή του- ερωτεύεται κυρίως την λάμψη των γυναικών που είναι ερωτευμένες με έναν άλλο άντρα. Για τη ζωή και το θάνατο· την ευθανασία, την έκτρωση, την αυτοκτονία. Στο πρόσωπο του Γκρεγκόριους βλέπει τόσο μια μισητή πατρική φιγούρα, όσο και όλα όσα σιχαίνεται από αρχή. Όμως αυτό του δίνει το δικαίωμα να πράξει ανήθικα; Του δίνει το δικαίωμα να έχει λόγο στη ζωή και τον θάνατο;

Ποια σκέψη είχα άραγε πιο έντονη στο μυαλό μου όταν έφτιαχνα αυτά τα μικρά μαύρα χάπια για μένα; Να αυτοκτονήσω εξαιτίας ενός άτυχου έρωτα είναι κάτι που δεν θα μου περνούσε από το μυαλό. Πιο πιθανό θα ήταν να το έκανα εξαιτίας της φτώχειας. Η φτώχεια είναι φριχτή. Από όλα τα κακά που εντάσσονται στην κατηγορία της επιφανειακής δυστυχίας, η φτώχεια είναι αυτή που περισσότερο από όλα τα άλλα σου τρώει τα σωθικά.

Ο  Γκλας είναι ένας γιατρός που σιχαίνεται το σώμα, είναι ένας γιατρός που αναρωτιέται για τον όρκο του Ιπποκράτη, για το τι είναι κακό και τι όχι. Είναι ένας άνθρωπος που έχει διαμορφώσει το δικό του αξιακό σύστημα · παράλληλα είναι ένας αντικοινωνικός παρίας παρά το καλογυαλισμένο παρουσιαστικό του. Το πιο σοκαριστικό είναι πως ταυτίστηκα σε τόσα σημεία με τη σκέψη του που όταν έρχεται η ανατροπή του βιβλίου ένιωσα σαν να υπήρχε πιθανότητα να πράξω κι εγώ όπως αυτός. Αυτό φυσικά είναι η ηθική δύναμη του κειμένου, είναι ο λόγος που ο «Δόκτωρ Γκλας» θεωρείται κλασικό αριστούργημα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ιδεών που όμως επιβάλλεται στον αναγνώστη, δεν τον αφήνει χαλαρό, τον κάνει μέτοχο των πράξεων. Και δεν θα σταματήσει να με εντυπωσιάζει πως όλα αυτά που μοιάζουν τόσο επίκαιρα σήμερα, τα σκέφτονταν οι άνθρωποι εκατό και βάλε χρόνια πριν -και μπορούσαν να τα εκφράσουν με τέτοιο τρόπο που να μας ταρακουνήσουν τώρα.

Όλοι μας θέλουμε να μας αγαπούν· εάν αυτό δεν γίνεται, τότε έστω ας μας θαυμάζουν· εάν κι αυτό δεν γίνεται, τότε να μας φοβούνται· εάν ούτε αυτό γίνεται, τότε να μας μισούν και να μας περιφρονούν. Θέλουμε οι άλλοι να νιώθουν κάτι για μaς. Η ψυχή μας τρέμει το κενό. Θέλει την επαφή, χωρίς να λογαριάζει το τίμημα.


                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Δόκτωρ Γκλας", Σέντερμπεργκ, μετ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Printa, 2017, σελ. 250 

9/2/18

"Υπόθεση Λέβενγουορθ", Anna Katharine Green





Είναι γνωστό πως δεν είμαι μεγάλη οπαδός των αστυνομικών μυθιστορημάτων, για την ακρίβεια τα τεράστια σκανδιναβικά τούβλα του σήμερα τα βαριέμαι εξόχως. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως στο αμαρτωλό αναγνωστικό μου παρελθόν δεν περιλαμβάνονται κλασικά αστυνομικά, Πουαρό και Σέρλοκ. Είχα καιρό να διαβάσω ένα κλασικό whodunit, με όλα τα κλισέ και τα στερεότυπα του είδους. Και ποιο καλύτερο τέτοιο θα μπορούσε να βρεθεί, από την «Υπόθεση Λέβενγουορθ» της Άννα Κάθριν Γκριν; 

Αν και στην Ελλάδα δεν είναι πολύ γνωστή, η αμερικανίδα συγγραφέας θεωρείται «μαμά» του αμερικάνικου αστυνομικού μυθιστορήματος, και η υπόθεση Λέβενγουορθ ένα από τα πρώτα «αστυνομικά δωματίου» που έβαλε τις βάσεις και ενέπνευσε την Αγκάθα Κρίστυ και τον σερ Κόναν Ντόυλ για να μεγαλουργήσουν στο είδος. Το μυθιστόρημα αποτέλεσε τεράστια επιτυχία όταν βγήκε πουλώντας πάνω από 750.000, ποσό μυθικό για την εποχή, κοντά 140 χρόνια πριν. Είναι από εκείνα τα βιβλία που αντιστέκονται στο χρόνο, κι ας είναι η πρόζα του χαρακτηριστικά βικτωριανή, κι ας πλατειάζει πού και πού στις περιγραφές δωματίων και ανθρώπων.

Βασικός ερευνητής και αφηγητής είναι ο νεαρός δικηγόρος Ρέιμοντ που βρίσκεται στο γραφείο του όταν τον ενημερώνουν πως ένας εξαιρετικά πλούσιος πελάτης δολοφονήθηκε. Σπεύδει στο σπίτι που έγινε ο φόνος και όπου διεξάγεται η προανάκριση. Ο κύριος Λέβενγουορθ ήταν ένας κάπως εκκεντρικός πλούσιος, που ασχολιόταν περισσότερο με τα βιβλία του, τον αγαπούσαν οι υπηρέτες, και οι δυο ανιψιές του, οι -εκπάγλου καλλονής- Μαίρη και Ελεάνορ. Από τις δυο, μονάχα η Μαίρη θα τον κληρονομούσε- ένα καπρίτσιο του θειου τους- αλλά αυτό φαίνεται να μην ενοχλούσε την Ελεάνορ. Ο νεαρός δικηγόρος θαμπώνεται από την ομορφιά της Ελεάνορ, κι όταν οι υποψίες στην προανάκριση θα πέσουν επάνω της, θα προσπαθήσει να μην σπιλωθεί το όνομά της. Την έρευνα την έχει αναλάβει ως ντετέκτιβ ο Εμπενίζερ Γκράις (ο ντετέκτιβ που θα εμφανιστεί και στα περισσότερα επόμενα βιβλία της Γκριν) που κρατά για τον εαυτό του τον τελικό λόγο και στο τέλος στήνει και μια κλασική σκηνή αποκάλυψης του δολοφόνου, όπου έχουμε και την ανατροπή.

Πρόκειται για ένα από τα πιο καλογραμμένα μυθιστορήματα του είδους, αν και είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο. Είναι γνωστό πως τόσο ο σερ Κόναν όσο και η Αγκάθα θαύμαζαν την Άννα Κάθριν Γκριν και εν πολλοίς αντέγραψαν τις μεθόδους της. Αλλά πέρα από αυτό, είναι ένα όμορφο βιβλίο, που θυμίζει την βικτωριανή καταγωγή του και θα μπορούσε να γοητεύσει με μεγάλη άνεση τους αναγνώστες του Γουίλκι Κόλλινς ή ακόμα και του Ντίκενς.


                                                               Κατερίνα Μαλακατέ



«Υπόθεση Λέβενγουορθ», Άννα Κάθριν Γκριν, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 542



5/2/18

«Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου», Vicente Alfonso



Εάν ξεκινώντας να διαβάζεις «Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου» έχεις υπόψη σου τις κριτικές που το χαρακτηρίζουν «σκοτεινό νουάρ», θα απογοητευτείς οικτρά. Το βιβλίο του Μεξικανού Vicente Alfonso είναι ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα, που διερευνά τις πολλαπλές ερμηνείες της μνήμης και της πραγματικότητας, αλλά αστυνομικό ή νουάρ, είναι μόνον τύποις. Σε πρώτο επίπεδο η γραφή του Alfonso είναι εύκολη και στρωτή, όμως ο τρόπος της αφήγησης, που συνεχώς αλλάζει, πρόσωπο, εστίαση, χρονική στιγμή, ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας, απαιτεί συγκέντρωση από τον αναγνώστη και τελικά συμβάλλει στην αναγνωστική απόλαυση. 

Ο ψυχολόγος Αλμπέρτο Αλμπόρες προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση του Ρώμου Αγιάλα και του ολόιδιου δίδυμου αδελφού του Ρωμύλου. Στην ιστορία εμπλέκεται η οικογένειά τους, ο πατέρας, η νεκρή μητέρα τους, ένας Μάγος σε Τσίρκο, μια γυναίκα κι ένας φόνος ενός τύπου σε ένα μπαρ. Για τον αναγνώστη όλα μοιάζουν κουβάρι. Όμως η γοητεία του βιβλίου είναι ακριβώς αυτή, το μυστήριο και το νουάρ είναι η ίδια η αφήγηση. 

Πώς κατασκευάζονται οι αναμνήσεις; Μεταβάλλονται, συμφιλιώνονται, ωριμάζουν με τον χρόνο; ‘Η ξεθωριάζουν αργά όπως οι εφημερίδες στον ήλιο; Ίσως, κάποιες φορές, τα γεγονότα να κατακάθονται στη μνήμη, σαν τα λασπόνερα, που στην αρχή μας εμποδίζουν να δούμε αυτό που διαισθανόμαστε κοντινό. Όπως και να ‘χει, η ανασύσταση ενός αποσπάσματος μνήμης με χρήση διάφορων πηγών είναι σαν να ξυρίζεσαι μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη: οι εκδοχές αντιφάσκουν σε κάποιες λεπτομέρειες και συμπίπτουν σε άλλες. 

Αυτό το απόσπασμα συνοψίζει όλο το βιβλίο. Περιέχει την άποψη του συγγραφέα για τη μνήμη και τις αναμνήσεις, και τελικά την αλήθεια (του καθενός). Το παιχνίδι με τους διδύμους θα μπορούσε να αποδειχτεί καταστροφικό, όμως ο Αλφόνσο το χρησιμοποιεί τόσο, όσο· όσο να είναι ενδιαφέρον αλλά να μην γίνεται σχηματικό. 

"Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου" [αν τα ψάχνετε- τα λείψανα- μέσα σε όλα αυτά, πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο] είναι ένα μυθιστόρημα που δουλεύει ύπουλα με τον χρόνο και το μυαλό του αναγνώστη. Κάποιες λεπτομέρειες δεν ξεκαθαρίζουν παρά μόνον μέρες μετά, όσο το σκέφτεσαι. Κάποιες άλλες ποτέ. Είναι ένα παιχνίδι, όχι μόνο με την αφήγηση αλλά και με τα πολλαπλά είδωλα της πραγματικότητας. Και τροφή για σκέψη για όσους γράφουν και διαβάζουν. 


                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ



«Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου», Vicente Alfonso, μετ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ίκαρος, 2017, σελ.246