Ο Σπύρος Γλύκας πήρε ένα σοβαρό ρίσκο όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη Διομίρα. Έγραψε ένα βιβλίο που είναι ξεκάθαρα δυστοπία, με όλες τις πολιτικές, οικονομικές, προσωπικές προεκτάσεις, ενώ είμαι σίγουρη πως ξέρει πολύ καλά πως το κοινό της επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα είναι περιορισμένο και θα δυσκολευόταν να βρει κάποιον να το εκδώσει.
Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Τροτ, ένας έφηβος στην ένατη επαρχία της Γης στον 23ο αιώνα, που βρίσκεται μπροστά στην καμπή της ενηλικίωσης. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αποχωριστεί όλους τους ανθρώπους, να αναλάβει μια δική του Μονάδα Ζωής, απ’ όπου δεν θα ξαναβγεί ποτέ και να ζήσει τα υπόλοιπα διακόσια χρόνια που του αναλογούν παρέα με ένα ρομπότ και τις οθόνες. Ο Τρότ όμως δεν είναι ένας κοινός έφηβος, έχει μια φοβερή ικανότητα συγκέντρωσης. Και αποφασίζει να το σκάσει. Στο φευγιό του θα συμβάλλει η Γριά, ένα σκιώδες πρόσωπο που βοηθά για λίγο όλους τους αντιφρονούντες, και θα του δώσει να καταλάβει την αξία της λογοτεχνίας αλλά και του ταλέντου του στη συγκέντρωση.
Όλα τα στοιχεία μια δυστοπίας είναι εδώ. Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία σε μια μελλοντική κοινωνία, όπου το περιβάλλον έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι στηρίζονται αποκλειστικά στην τεχνολογία για την επαφή. Όλοι σχεδόν αποδέχονται τη νέα κατάσταση, ελάχιστοι επαναστατούν. Σε αυτήν την κοινωνία υπάρχει και η Διομίρα, η μοναδική πόλη στην επιφάνεια, μα εκεί ζουν μονάχα τα μέλη πέντε οικογενειών, αυτών που προκάλεσαν την καταστροφή και τώρα κρατούν όλη την εξουσία για τον εαυτό τους.
Οι άνθρωποι πρέπει να αποδεχτούν ο καθένας την κοινωνική του θέση, να μην προσπαθούν, να μην ελπίζουν. Καταναλώνουν μόνο ό,τι τους πουν, χωρίς να μπορούν να μεταπηδήσουν στην άρχουσα τάξη, χωρίς να υπάρχει ελπίδα αλλαγής. Χάνει έτσι ο καθένας την ατομικότητά του, την ταυτότητά του, αυτοί που ξεχωρίζουν αναπότρεπτα πρέπει να εξαλειφθούν. Ο Γλύκας διαλέγει για ήρωες ακριβώς αυτούς, τους ελαχίστους αντιφρονούντες, αυτούς που κάνουν έστω μια προσπάθεια για μια αυτόνομη ζωή.
Κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα έχει η τεχνολογία, τα ανδροειδή που γίνονται όλο και πιο ανθρώπινα, στα όρια να έχουν συναισθήματα και να απολαμβάνουν την ερωτική πράξη. Και να ελέγχουν την ανθρωπότητα. Αυτός ο προβληματισμός, πολύ κοινός στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, μοιάζει τώρα που είμαστε στο έλεος της τεχνητής νοημοσύνης και των αλγορίθμων πιο επίκαιρος από ποτέ.
Το άλλο στοιχείο που δεν κρύβεται είναι η βιβλιοφιλία του συγγραφέα. Διακειμενικές αναφορές έχουμε διάσπαρτες σε όλο το κείμενο, όρεξη να έχει κανείς να τις εντοπίζει και να σημειώνει βιβλία. Εξάλλου όποιος είναι κάπως παρατηρητικός θα καταλάβει πως το όνομα "Διομίρα" και κάπου αλλού το έχει συναντήσει (στον Ίταλο Καλβίνο, κρύβε λόγια). Ο κεντρικός ήρωας είναι βαθιά βιβλιομανής και ούτε λίγο ούτε πολύ, πιστεύει πως τα βιβλία θα σώσουν τον κόσμο.
Τελικά αυτό που πρέπει κανείς για να απολαύσει ένα μυθιστόρημα όπως η Διομίρα είναι να άρει τη δυσπιστία και τις προκαταλήψεις του, να αφεθεί σε αυτόν τον νέο κόσμο χωρίς να τον αμφισβητεί, για να μπορέσει να ταυτιστεί με τους ήρωες και να περάσει στο δεύτερο επίπεδο του κειμένου. Όποιος μείνει στις λεπτομέρειες, θα γοητευτεί από το φόντο, αλλά θα χάσει την ουσία.
Κατερίνα Μαλακατέ