29/3/21

Η κραυγή

 




Σαν σήμερα, στις 29 Μαρτίου 2009, γεννήθηκε αυτό το ιστολόγιο. Σε μια εποχή που το internet δεν ήταν ακόμα τόσο ευρέως διαδεδομένο και η έννοια του blogging μάλλον διέφευγε από τους περισσότερους. Για μένα η δημιουργία του ήταν μια κραυγή. Είχα μόλις γίνει τριάντα, είχα ήδη εγκλωβιστεί σε ένα επάγγελμα που δεν αγαπούσα, είχαμε μόλις αποφασίσει με τον ψηλό μετά από πολλά χρόνια σχέσης να παντρευτούμε, και δοκιμάζαμε για παιδί, έμοιαζε η ζωή μου να τελματώνει και να βαλτώνει. Μόνη μου παρηγοριά τα βιβλία. Την παρηγοριά μου, δεν την μοιραζόμουν με κανέναν.

Αν έγραφα τότε; Φυσικά έγραφα, αν και δεν είχα εκδώσει τίποτα. Είχα προσδοκίες από το Διαβάζοντας – που την τελευταία στιγμή τού στέρησα το κοινότοπο λογοπαίγνιο «Διαβάζωντας»; Δεν είχα καμία. Ούτε καν πως θα βρω παρέα δεν πίστευα. Είχα ανάγκη για επαφή, αυτό και τίποτα άλλο, με ανθρώπους που μοιράζονταν το αναγνωστικό μου πάθος.

Έκτοτε το Διαβάζοντας με οδήγησε, και δεν το οδήγησα εγώ. Με βοήθησε να νιώσω καλά για την έξη μου με την ανάγνωση, βρήκα φίλους, βρήκα βιβλία που δεν θα έβρισκα ποτέ. Βρήκα κι εκδότη για το πρώτο μου μυθιστόρημα, κι έπειτα το δεύτερο, το τρίτο. Φτιάξαμε με τον Librofilo το Booktalks. Έκανα τέσσερα χρόνια λογοτεχνική ραδιοφωνική εκπομπή. Τα βιβλία από χόμπι, έγιναν η ζωή μου.

Ήταν ποτέ χόμπι τα βιβλία; Φαντάζομαι πως όχι. Για αυτό και η κραυγή. Διάβαζα κι έγραφα από μικρή. Δεν μπόρεσα να δω την κλίση μου νωρίτερα από καθαρή ανασφάλεια, ήξερα όμως ήδη από την εφηβεία πως μόνο αυτό με έκανε ευτυχισμένη. Αυτό το κείμενο, δώδεκα χρόνια μετά το πρώτο στο Διαβάζοντας, είναι αφιερωμένο σε όλα τα εφηβάκια που ξέρουν, βαθιά μέσα τους, τι αγαπούν. Σε αυτά εύχομαι κι η δική τους κραυγή να ακουστεί, τώρα, στα τριάντα, στα εξήντα; Κάποτε! 


                                                    Κατερίνα Μαλακατέ 

24/3/21

"Τρικυμίες παθών", Αργυρώ Μαντόγλου






Ένα μάλλον τολμηρό εγχείρημα ανέλαβε η Αργυρώ Μαντόγλου όταν αποφάσισε να γράψει το «Τρικυμίες παθών», τη μυθιστορηματική βιογραφία του Κοράη για τα νεανικά χρόνια του στο Άμστερνταμ. Η εικόνα που έχουμε για τον Κοράη, αυτή του σοφού, αυστηρού Δάσκαλου του γένους, που διαποτίστηκε από τις αρχές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, αλλά κι αυτού που επέβαλλε στην ουσία τη γλωσσική του άποψη στη χώρα για χρόνια, είναι πολύ διαφορετική από αυτή του νεαρού Διαμαντή που προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο και την ταυτότητά του.


Η ιστορία ξεκινά το 1771, οπότε ο νεαρός 23χρονος ήρωας φεύγει από τη Σμύρνη για το Άμστερνταμ. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό ανάμεσα σε κείνον και στον πατέρα του. Ο πατέρας του θέλει να γίνει έμπορος και να πάρει την οικογενειακή επιχείρηση, ο Διαμαντής θέλει να μάθει όσα περισσότερα μπορεί, να σπουδάσει, να ρουφήξει γνώσεις από παντού. Μαζί του στο ταξίδι κι ένας κουτοπόνηρος παραγιός, ο Σταμάτης Πέτρου, σταλμένος για να τον κατασκοπεύει και να τον επιτηρεί. Ο Πέτρου μιλάει ένα φρικτό κράμα ανάμεσα σε κακά Ρωμέικα και κακά Τούρκικα, ενώ διατείνεται πως μπορεί να συνεννοηθεί και στα Ολλανδικά. Ο Κοραής δεν μπορεί να τον ανεχτεί με τίποτα, στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται ό,τι αντιπαθεί στους συμπατριώτες του, η κακή χρήση της γλώσσας, η αδυναμία να δεις τη μεγαλύτερη εικόνα, η περιχαράκωση σε έναν τρόπο δουλοπρεπή και ραγιάδικο.


Στο Άμστερνταμ ο νεαρός Κοραής ανθίζει, συναντά τον δάσκαλό του Βύρτον, διαβάζει, μαθαίνει γλώσσες, συναναστρέφεται Ευρωπαίους, σύντομα πετάει τα σκουτιά, ντύνεται φράγκικα, παρφουμαρίζεται, φοράει περούκες σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, βγαίνει και διασκεδάζει. Και ερωτεύεται παράφορα την ασθενική (και όχι ορθόδοξη χριστιανή) Μαρί Ζερό. Ακόμα και για το εμπόριο έχει ιδέες νεωτερικές, που εκνευρίζουν τον παραγιό του. Έπειτα από την άνθηση όμως, έρχεται η πτωση κι εκεί ο Κοραής, στον πόνο, θα αρχίσει να μετασχηματίζεται σε αυτό που έγινε αργότερα. 

Το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, με φρεσκάδα που δεν περιμένεις. Νιώθεις κοντά στον Διαμαντή, ώρες ώρες ταυτίζεσαι, σχεδόν ξεχνώντας για ποιον πρόκειται. Το βιβλίο είναι γραμμένο φυσικά στη δημοτική, αλλά πού και πού έχεις την αίσθηση του απόηχου της γλώσσας του Κοραή. Και φυσικά τα αποσπάσματα από τα γράμματα που στέλνει ο παραγιός και ρουφιανεύει στον πατέρα του, δίνουν ανάγλυφα την εικόνα της εποχής. 

Κι εδώ, όπως στο προηγούμενο βιβλίο της Αργυρώς Μαντόγλου, το "Σώμα στη βιτρίνα",  δεσπόζει το Άμστερνταμ. Το μυθιστόρημα μιλάει για τον Κοραή, αλλά ταυτόχρονα πραγματεύεται τον έρωτα, την ελευθερία των επιλογών, τη γλώσσα, την πατρίδα, το πάθος για γνώση, το πόσο αλλάζει ο άνθρωπος διαβάζοντας κι ερχόμενος σε επαφή με ιδέες ριζοσπαστικές. Είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα κι ας ξέρεις περίπου το τέλος του. Και μια πολύ σοβαρή προσπάθεια στη μυθιστορηματική βιογραφία που είναι δύσκολο και κάπως ταλαιπωρημένο είδος στην Ελλάδα




                                                          Κατερίνα Μαλακατέ



"Τρικυμίες παθών", Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Κλειδάριθμος, 2020, σ. 261


17/3/21

Διαβάζοντας στην εποχή των κοινωνικών δικτύων

 




Έχει αλλάξει ο τρόπος που διαβάζουμε μετά την είσοδο του διαδικτύου στη ζωή μας; Αναμφίβολα. Κι όχι μόνο με έναν τρόπο, έχει αλλάξει ο βαθμός της συγκέντρωσης μας, ο τρόπος που πληροφορούμαστε για τα νέα βιβλία, τα ίδια τα μέσα στα οποία διαβάζουμε, οι κοινότητες αναγνωστών που φτιάχνουμε.

Μα ας αρχίσουμε από το βασικό, για να διαβάσω πια απερίσπαστη μια ώρα πρέπει να απομακρυνθώ από τον υπολογιστή και κυρίως να κλείσω το wifi του κινητού. Γιατί διαφορετικά στην πρώτη ειδοποίηση αφήνω το βιβλίο και πιάνω το τηλέφωνο. Αν γράφω σε υπολογιστή συνδεδεμένο στο δίκτυο, σταματάω ανά μία παράγραφο. Ίσως χάνω περισσότερο χρόνο χαζεύοντας στο ίντερνετ αντί να γράφω ή να διαβάζω. Βασικό πρόβλημα είναι ο εθισμός μας. Προσπαθώ. Βάζω στο αγαπημένο μου μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το facebook, ειδοποίηση να με κόβει στη μία ώρα κάθε μέρα, κάνω συμφωνίες με τον εαυτό μου, τόσες ώρες την ημέρα δεν θα είσαι ονλάιν. Αφήνω σημεία του σπιτιού που δεν φτάνει το wifi επίτηδες. Σε γενικές γραμμές αποτυγχάνω. Διαβάζω αρκετά αλλά με πολύ περισσότερες διακοπές, χάνω το «χάσιμο» του γραψίματος, εκείνη την αίσθηση που μοιάζει με τρανς και που επιτυγχάνεται μόνο αν μπεις για αρκετή ώρα στο δικό σου κείμενο. Στερούμαι με λίγα λόγια τις ενδορφίνες που μου ανήκουν, την ευχαρίστησή και την αυθόρμητη σχέση με την ανάγνωση. Έχω πολλές ώρες στα χέρια ένα βιβλίο, δεν το διαβάζω τις περισσότερες από αυτές.

Από την άλλη το διαδίκτυο, μου έλυσε τα χέρια. Όταν ήμουν μικρότερη μάθαινα για τα νέα βιβλία από τύχη, έναν φίλο, τον βιβλιοπώλη μου. Τώρα η πληροφορία είναι εκεί και δεν χάνεται. Με λίγες κινήσεις ξέρω για όλες τις νέες κυκλοφορίες, οξύνεται η κρίση μου, καταλαβαίνω αν θα μου αρέσει ένα βιβλίο πολύ ευκολότερα, έχω ανθρώπους που εμπιστεύομαι και την κοινότητα του Διαβάζοντας. Οι ομάδες στο facebook, τα ταπεινά μας blogάκια, οι Λέσχες Ανάγνωσης, το ίνσταγκραμ ή το τικ τοκ για τους μικρότερους κατάφεραν να μετατρέψουν την εμπειρία της ανάγνωσης από μια μόνον μοναχική εμπειρία, σε συλλογική. Έχω πια φίλους που διαβάζουν, που είναι περήφανοι για τις βιβλιοθήκες τους και κουβαλάνε το kindle μες στην τσάντα, που έχουν σταθερό προϋπολογισμό κάθε μήνα για βιβλία κι αναρωτιούνται πώς θα τα αρχειοθετήσουν. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχα μεγαλώνοντας κι είμαι ευγνώμων στο διαδίκτυο που τα έχω τώρα.

Άλλαξε κι η πρόσβαση στο ίδιο το κείμενο. Αν επιθυμήσω ένα βιβλίο τώρα, τώρα, τώρα, απλά το πληρώνω και το κατεβάζω. Μπορώ να το διαβάσω στον υπολογιστή μου, στο κινητό, στο τάμπλετ ή στον ηλεκτρονικό μου αναγνώστη. Ή πάλι, αν μες στην νύχτα θελήσω να αγοράσω δέκα, τα βάζω τακτικά στο καλάθι μου ή στέλνω ένα μέιλ στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο και η επιθυμία μου είναι διαταγή. Μπαίνω στα σάιτς των βιβλιοθηκών, τώρα πια και της Εθνικής, και χαζεύω με τις ώρες. Αν θέλω να μιλήσω με τον αγαπημένο μου συγγραφέα, τον ψάχνω στα σόσιαλ (εγώ δεν το κάνω , εξάλλου ως επί το πλείστον νταραβερίζομαι με πεθαμένους, αλλά τέλος πάντων, ξέρω άλλους που το κάνουν). Κι αν μες στην νύχτα σκεφτώ πως δεν ξέρω τίποτα για τον μεταδομισμό, θα το γκουγκλάρω και θα έχω τουλάχιστον μια ιδέα.



Το διαδίκτυο μας μαθαίνει να διαβάζουμε, εκεί που άλλοτε η μεγάλη πλειοψηφία άκουγε τα νέα, είτε στην τηλεόραση είτε στο ραδιόφωνο, τώρα τα διαβάζει. Όμως ταυτόχρονα μας απομακρύνει από το μεγάλο κείμενο, τα «σεντόνια» δεν τα διαβάζει κανείς. Δεν προτιμώ να διαβάζω ηλεκτρονικά, γιατί θέλω να είναι ξέχωρη η ψυχαγωγία από τη δουλειά μου. Όπως πάρα πολλοί πια, δουλεύω μπροστά σε έναν υπολογιστή, δεν έχω όρεξη να διασκεδάζω και μπροστά του. Αγαπώ την απεραντοσύνη του world wide web, μα απογοητεύομαι από τα σκουπίδια του. Λατρεύω τους φίλους που απέκτησα μέσα τις κοινότητες των βιβλιόφιλων, και διέλυσαν την αναγνωστική μοναξιά μου, όμως δυσκολεύτηκα πολύ να αποδεχτώ πως το διάβασμα δεν σε κάνει κατ’ ανάγκη καλό άνθρωπο.

Αυτό που καίει τους πιο πολλούς είναι αν η ανάγνωση λογοτεχνίας θα επιβιώσει. Έχω πίστη στις ιστορίες, πιστεύω πως κανένας δεν ζει χωρίς αφηγήσεις. Ακόμα και ποδόσφαιρο αν βλέπει κάποιος, μια σειρά στο νέτφλιξ, τις ειδήσεις, ένα πρωινάδικο, ένα ριάλιτυ, μια ταινία του Ταρκόφσκι, αυτή την ανάγκη ικανοποιεί, της αφήγησης. Όσο το βιβλίο είναι η σπουδαιότερη πηγή αφήγησης, δεν θα εκλείψει. Αν γίνει κάτι, είναι πως μπορεί να μετουσιωθεί.

Δεν ήμασταν ποτέ πολλοί οι συστηματικοί αναγνώστες, στο σχολείο σε κάθε τμήμα ένας, μπορεί και κανένας. Δεν υπάρχει λόγος να καταπιέσεις κάποιον να διαβάσει. Γιατί η ανάγνωση είναι απόλαυση, βαθιά κρυμμένη στο κέντρο του εγκεφάλου, από τις πιο δυνατές. Είναι σαν να κάνεις σεξ από έρωτα. Αυτοί που τη δοκιμάζουν εθίζονται και δεν ξεχνούν την έκρηξη ποτέ.



                                                 Κατερίνα Μαλακατέ 




11/3/21

"Πριν χαθούν τα πουλιά", Charlotte McConaghy

 


Τα ζώα πεθαίνουν, σύντομα θα είμαστε μόνοι μας εδώ.


Έτσι ξεκινά το Πριν χαθούν τα πουλιά της Σάρλοτ Μακόναχι. Κι αυτό είναι το βασικό θέμα του βιβλίου, η κλιματική αλλαγή και ο χαμός σχεδόν όλων των μορφών άγριας ζωής: ψάρια, πουλιά, ζώα. Ένα ζήτημα σπαρακτικό, που θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους, αν και οι περισσότεροι δεν δίνουμε δεκάρα για το μέλλον του πλανήτη και των πλασμάτων του.

Η Φράνι, η κεντρική ηρωίδα, είναι μια τριανταπεντάχρονη γυναίκα που προσπαθεί ολομόναχη χωρίς οικονομικούς πόρους και ερευνητική ομάδα, να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια στο μακρύ τους ταξίδι από τον έναν πόλο στον άλλο. Καταφέρνει στη Γροιλανδία να βάλει πομπό σε τρία από αυτά κι έπειτα να πείσει τον κυβερνήτη ενός αλιευτικού, του Σάγκανι,  να ακολουθήσουν τα πουλιά όσο αποδημούν, λέγοντάς του πως έτσι ίσως έχει επιτέλους μια "λευκή ψαριά", μια μεγάλη ψαριά που θα αποκαταστήσει τη φήμη του στους εμπόρους και θα δώσει ψωμί στους ναυτικούς του για λίγο ακόμα. Η Φράνι πιστεύει πως είναι η τελευταία φορά που τα γλαρόνια θα αποφασίσουν το μακρύ ταξίδι, πως στην πορεία θα αποδεκατιστούν και θα εκλείψουν κι αυτά.  

Έτσι, αντιφατικά, κυνηγώντας ψάρια που εκλείπουν από τις θάλασσες για να τα ψαρέψουν και να τα σκοτώσουν και γλαρόνια που εκλείπουν από τους ουρανούς για να τα προστατέψουν, θα ξεκινήσει το ταξίδι πάνω στο Σάγκανι. Στην πορεία θα συνειδητοποιήσουμε πως και η ίδια η Φράνι όλο φεύγει κι ας είναι δεμένη με τον ορνιθολόγο καθηγητή σύζυγό της, πως όλοι στο πλήρωμα του αλιευτικού έχουν λόγους να αποδημούν. Ο αγγλικός τίτλος "Migrations", αποδίδει πολύ πιο ποιητικά όλες τις αποχρώσεις του βιβλίου, η πορεία των γλαρονιών και του Σάγκανι είναι μια πορεία προς τον Νότο, αλλά και μια πορεία προς τον θάνατο ή τη ζωή. 

Η Φράνι αποδεικνύεται πολύ πιο πληγωμένη από όσο στην αρχή περιμένεις, και τα συνεχή φλας μπακ στη ζωή της γίνονται σε σημεία κάπως μελό. Αυτό είναι το κομμάτι που ίσως δεν ήταν απαραίτητο. Το δράμα των γλαρονιών και των ζώων είναι πραγματικά συγκλονιστικό, δεν χρειαζόταν η ηρωίδα που τα ακολουθεί να είναι τόσο λαβωμένη. Η προσπάθεια της Φράνι, του καπετάνιου του Σάγκανι και του πληρώματος έχει τόσες αναλογίες με τον Μόμπι Ντικ, που και μόνο αυτό θα έδινε ένταση και βάθος. Αν προσθέσουμε και τις οικολογικές αναφορές, αλλά και το πανέμορφο αρκτικό και θαλασσινό τοπίο, τότε όλα φτιάχνουν από μόνα τους ένα εκπληκτικό σύνολο.

Χρειαζόμουν ένα βιβλίο σαν το Πριν χαθούν τα πουλιά. Το τελείωσα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, βούλιαξα στον κόσμο του, έγινα ένα με τη Φράνι, αλλά κυρίως με τα πουλιά. Η συγγραφέας με αυτό το μυθιστόρημα κάνει το ντεμπούτο της στον κόσμο της λογοτεχνίας ενηλίκων, ενώ ήταν ήδη αρκετά γνωστή για τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας παιδιών και εφήβων. Έχει μια συνταρακτική ιστορία να πει, που κάποιες φορές την αποδυναμώνει με πιο μελοδραματικές σκηνές, πάντως δεν την προδίδει. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική δεινότητα και σέβεται τον αναγνώστη. Θα περιμένω με αγωνία το επόμενό της. 

 

                                             Κατερίνα Μαλακατέ


    

"Πριν χαθούν τα πουλιά", Charlotte McConaghy, μετ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σ. 392

7/3/21

"Ένας άνθρωπος που κοιμάται", Georges Perec





Δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στον Περέκ, στο Ζωή Οδηγίες Χρήσεως ας πούμε, καταλαβαίνω το παιχνίδι, καταλαβαίνω και τη λογοτεχνική του αξία, αλλά δεν μπορώ να πω πως αυτό είναι ένα είδος που απολαμβάνω να διαβάζω. Τουλάχιστον όχι για τόσο πολλές σελίδες.  Έτσι, πήρα μάλλον διστακτικά το Ένας άνθρωπος που κοιμάται. Είναι το τρίτο του βιβλίο, το τελευταίο πριν μπει στο Oulipo. Πρόκειται για ένα κείμενο βαθιά αυτοαναφορικό, μιλά για την κρίση κλινικής κατάθλιψης όσο ήταν φοιτητής. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει από όλα τα άλλα που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς για το θέμα, είναι πως εδώ μιλάμε με σιγουριά για λογοτεχνία. Ο Περέκ το βίωμα το μετουσίωσε σε τέχνη, χωρίς να χάνεται η ουσία του, έδωσε δεύτερο και τρίτο επίπεδο στην ανάγνωση· δεν  είναι καταγραφή, αλλά κατάδυση. 

Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μετέπειτα έργο του, οι εμμονές, του είναι εδώ, τα παζλ, οι λαβύρινθοι, η αποξένωση, η μοναξιά, η ματαιότητα, το παιχνίδι της ζωής με λίγα λόγια. Από την αρχή καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στον ήρωα, όσο αποτραβιέται από όλους τους φίλους, παρατάει τις σπουδές του διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα, αποσύρεται τελικά στο δωμάτιό του και μένει στο κρεβάτι του για μέρες, μην αλλάζοντας καν ρούχα. Όμως αυτό κάνει το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον, εκεί που νομίζεις πως δεν υπάρχει τόποτα άλλο να ειπωθεί, ο Περέκ επιχειρεί βουτιά μέσα του. Και βγαίνει ολοζώντανο ό,τι μας κάνει ανθρώπους.

Γυρίζεις στην κάμαρά σου και σωριάζεσαι στον στενό σου καναπέ. Κοιμάσαι με τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν ηλίθιος. Καταμετράς και οργανώνεις τις ρωγμές στο ταβάνι. Ο συνδυασμός σκιών και κηλίδων, και οι παραλλαγές στην απόθεση και στον προσανατολισμό του βλέμματός σου δημιουργούν αβίαστα, σιγά σιγά, δεκάδες θνησιγενή σχήματα, που μπορείς να τα δεις μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και να τους δώσεις ένα όνομα: παρτέρι, πύον, πόλη, πλίνθος, πρόσωπο, προτού όλα διαλυθούν για να ξαναρχίσουν: η εμφάνιση μιας χειρονομίας, μιας κίνησης, μιας σιλουέτας, κενό νοήματος σκιαγράφημα που εσύ του επιτρέπεις να μεγαλώσει, τυχαίο που συγκεκριμενοποιείται: ένα μάτι που σε κοιτάζει επίμονα, ένας άνθρωπος που κοιμάται, μια δίνη, απαλό λίκνισμα ιστιοφόρων, δενδροκορφή, κλαδί που τσάκισε κι επέζησε και ξαναβρέθηκε κι απ' το οποίο ξεπροβάλλει με αύξουσα ακρίβεια η απαρχή άλλου ενός προσώπου, σχεδόν ίσιου με το προηγούμενο, ίσως λίγο πιο σκοτεινού ή προσηλωμένου, ενός προσώπου σε εκκρεμότητα όπου ψάχνεις επί ματαίω τα μάτια, το λαιμό, ένα μέτωπο, για να συγκρατήσεις, να ξαναβρείς, για να τα χάσεις αμέσως μετά, το αποτύπωμα ενός διφορούμενου χαμόγελου, τη σκιά ενός ρουθουνιού που ίσως προεκτείνει το ίχνος -- ατιμωτικό ή ένδοξο ποιος ξέρει...-- μιας ουλής


Αυτό που απασχολεί τον Περέκ σχεδόν σε όλο του το έργο, το κενό, γίνεται εδώ το βασικό του θέμα. Το κενό ορίζει όλη τη ζωή του ήρωα του, δεν υπάρχει κάτι να το αναπληρώσει, αφήνεται, σαν να μην έχει καθόλου παρελθόν ή αναμνήσεις, στο τώρα, που γεμίζει με το τίποτα. Μοιάζει ο ήρωας του, που αφηγείται σε δεύτερο πρόσωπο (ίσως ο πιο δύσκολος τρόπος αφήγησης για όλα τα λογοτεχνικά κείμενα), αποκομμένος από όλους κι από όλα, σαν να φύτρωσε, σα να βρέθηκε τυχαία στο συγκεκριμένο σημείο του τόπου και του χρόνου. Κι αυτό τον κάνει βαθιά ανθρώπινο. Πρόκειται για ένα μικρό βιβλίο, που διαβάζεις σε ένα απόγευμα. Η βαθιά μελαγχολία που το συνοδεύει πάντως, μπορεί να κολλήσει πάνω σου για καιρό, να θέλεις πού και πού να διαβάζεις δυο τρεις σελίδες ξανά. Δεν θα ξαναδιάβαζα το Ζωή Οδηγίες Χρήσεως, αλλά αυτό υποψιάζομαι πως θα το 'χω στο προσκεφάλι μου για καιρό.



"Ένας άνθρωπος που κοιμάται", Ζορζ Περέκ, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ύψιλον, 2020, σ. 133









Υ.Γ.42 Όπως φαίνεται και από το απόσπασμα η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι εκπληκτική



1/3/21

"Άντρες χωρίς άντρες", Νίκος Δαββέτας

 



"Θυμάσαι από πότε άρχισες να θυμάσαι;"

Ο φίλος του αφηγητή, γνωστός συγγραφέας μονίμως εγκατεστημένος στο Παρίσι, ισχυρίζεται πως θυμάται τη στιγμή της σύλληψής του. Χρόνια αργότερα, ο πατέρας του, στο νεκροκρέβατο, και μην έχοντας πια αναστολές μετά από δυο εγκεφαλικά, θα του αποκαλύψει πως, αν και σωστά θυμάται τις στάσεις τους τη στιγμή της σύλληψης, εκείνος στο μυαλό του δεν είχε την γυναίκα του όσο έκαναν έρωτα, αλλά ένα αγόρι που εκσπερμάτιζε στο πρόσωπό του. Με αυτήν την κατηγορία άλλωστε, της ομοφυλοφιλίας, αποτάχτηκε από την Ασφάλεια, όπου έκανε τον χαφιέ.

Έτσι θα ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων, με κεντρικά πρόσωπα τον συγγραφέα και τον πατέρα του, κι έναν μάλλον έκκεντρο αφηγητή στην αρχή, τον φίλο του συγγραφέα. Το πραγματικό συγγραφικό παιχνίδι δυσκολεύει όταν συνειδητοποιήσεις πως ο αφηγητής δεν είναι ένας δευτερεύων χαρακτήρας, που απλά παρατηρεί και αφηγείται μια ξένη ιστορία, αντίθετα έχει οργανική θέση στο μυθιστόρημα, χρησιμεύει ως το ανεστραμμένο είδωλο του κεντρικού ήρωα. Ο αφηγητής έχει χάσει τον πατέρα του πολύ νωρίς κι έχει παρόμοια τραύματα. Γιατί εδώ, αν και αφομή είναι τα πολιτικά, κεντρικό θέμα είναι αυτό που περιγράφεται στον τίτλο: «άντρες χωρίς άντρες» ή καλύτερα, άντρες χωρίς πατρικό πρότυπο, σχεδόν χωρίς πατέρα, που στιγματίζονται από αυτό. Στα δύο εγκιβωτισμένα κείμενα που γράφουν οι δυο φίλοι για τους πατεράδες τους, όχι για τους δικούς τους, αλλά ο ένας για του άλλου, αυτή η ορφάνια είναι εμφανής. Και δεν μπορεί να διορθωθεί από τη μεταξύ τους σχέση.

Ο Νίκος Δαββέτας γράφει πάντα πολύ σφιχτά, σχεδόν στεγνά κάποιες φορές, δεν παραδίδεται στη γλώσσα, δεν αφήνεται στους συναισθηματισμούς. Πολύ μου αρέσει αυτή η λιτότητα, η ικανότητα να εμβαθύνει στις καταστάσεις και τα πράγματα χωρίς περιττές λέξεις. Ξέρω πως η γραφή αυτού του είδους απαιτεί συγγραφικό κόπο και επιδεξιότητα. Πάντως αποδίδει κι εδώ, όπως σε όλα τα μυθιστορήματά του. Βάζει τα ερωτήματα, αλλά επ' ουδενί δεν δίνει απαντήσεις. Τις απαντήσεις καλείται να τις επεξεργαστεί ο αναγνώστης. 

Βιβλίο που δεν σε αφήνει να το προσεγγίσεις με άνεση από την πρώτη στιγμή, αλλά σε ρουφάει σταδιακά, όσο συνειδητοποιείς το σύνθετο συγγραφικό πείραμα του συγγραφέα, οι «Άντρες χωρίς άντρες» δεν πιστεύω πως θα ήταν το ιδανικό ξεκίνημα για κάποιον που δεν έχει ξαναδιαβάσει Δαββέτα. Είναι όμως ένα εξαιρετικό κείμενο ωριμότητας, από αυτά που χαίρεσαι να τα διαβάζεις από συγγραφείς που αγαπάς κι ακολουθείς . 


                      Κατερίνα Μαλακατέ 


"Άντρες χωρίς άντρες", Νίκος Δαββέτας, εκδ. Πατάκη, 2020, σ. 232