Υπάρχει μια στιγμή που για το σύμπαν έχει σημασία αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις κι αυτή είναι η ώρα της γέννησης. Σε αυτή τη διαδικασία, το μωρό είναι αδιάφορο ακόμα, όλα αφορούν στη μητέρα. Η δική μου πέθανε στη γέννα. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό ή καλό, δε μου έδωσε βαριά κληρονομιά για το μέλλον. Δεν την ήξερα και δεν την ξέρω, όσο κι αν προσπαθούν να μου την επιβάλλουν. Οι φωτογραφίες δεν αρκούν, ούτε τα μοιρολόγια. Πόσο μάλλον οι κατηγορίες.
Μεγάλωσα με τον πατέρα μου, που έκανε, όπως δήλωνε συνέχεια ο ίδιος με καμάρι, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Με λίγα λόγια, δούλευε σαν το σκυλί δέκα ώρες την ημέρα και ταυτόχρονα έπαιζε που και που μαζί μου, όταν ευκαιρούσε. Για τους πατεράδες, παραδόξως, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν και μάλιστα χωρίς να νιώθουν καμία τύψη. Μάλλον εκεί είναι που αισθάνθηκα την απουσία μάνας, ειδάλλως δεν σου λείπει αυτό που δε γνωρίζεις.
Ήμουν εφευρετικό παιδάκι κι έμαθα από νωρίς να καλύπτω τις ανάγκες μόνη μου. Δε μιλώ μόνο για τα διαδικαστικά, φτιάξε πρωινό, ζέστανε το φαΐ σου, κάνε μπάνιο. Άρχισα να φτιάχνω τα πράγματα όμορφα γύρω μου, να δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για τα αριστουργήματά μου. Να αγαπώ τον εαυτό μου και να μη χρειάζεται κανένας να το κάνει για χάρη μου.
Δεν φόρεσα ποτέ χαρούμενα ροζ φορεματάκια, αν και ο πατέρας λέει πως πως απλά δεν το θυμάμαι. Η αλήθεια είναι πως οι μνήμες μου ξεκινούν αργά, περίπου στα δώδεκα. Πριν από αυτό είναι σαν να μην υπήρχα ούτε εγώ, ούτε εκείνος. Αλλά πάλι δεν έχει καμιά φωτογραφία να το αποδείξει, στο σπίτι εγώ – μωρό, παιδί, έφηβη– είμαι ανύπαρκτη.
Θα ήμουν αχάριστη, εάν έλεγα πως η παιδική μου ηλικία ήταν δυστυχής. Μεγάλωσα χωρίς την καθοδήγηση της μάνας, μα είχα εκείνον και δεν μου έλειψε τίποτα. Ο πατέρας μου δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Έλεγε πως το έκανε για μένα, αλλά εγώ πιστεύω πως ήταν ακόμα ερωτευμένος με κείνη, αιώνια πιστός στη σκιά της, βαριόταν να μπει στον κόπο του ερωτικού παιχνιδιού. Με λίγα λόγια, ή η μάνα μου ήταν η γυναίκα της ζωής του ή ήταν ανέραστος. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το ίδιο, σε αυτόν τον τομέα δε με βοήθησε καθόλου.
Δεν μπορώ, ούτε μπόρεσα ποτέ να αποδεχτώ πλήρως τη σεξουαλική πράξη ως κάτι φυσιολογικό. Είναι ίσως που ο πατέρας με έβαζε με το ζόρι τις Κυριακές να πηγαίνω μαζί με τη θεία Ευτέρπη στις Εκκλησίες και τα κηρύγματα. Η έξωση από τον μελλοντικό παράδεισο για το προγαμιαίο σεξ είναι κάπως σοκαριστική. Μα πολύ περισσότερο από τη ρομφαία του Θεού, φοβάμαι την ίδια τη γέννηση και το θάνατο. Ο θάνατος και η γέννηση είναι μπερδεμένα στο μυαλό μου, αξεδιάλυτα μεταξύ τους κι αυτό κάνει το σεξ περίεργη διαδικασία.
Η πρώτη μου εμπειρία ήταν όταν ήμουν μεγάλη πια, γύρω στα είκοσι. Δεν ήμουν ποτέ, ούτε και τώρα είμαι, θηλυκή. Δε με πλησίαζαν τα αρσενικά, αν κι εγώ είχα πολλές σκέψεις και συναισθήματα για κάποια από δαύτα. Δε βοηθούσε και το ύψος μου, οι περισσότεροι άντρες φοβούνται μια γυναίκα ψηλότερή τους. Πάντα είχα τα μαλλιά μου κοντά, όπως τώρα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραχιά, στιγματισμένα από την ακμή.
Αν ξαναγυρίσουμε στο σεξ πάντως, αν το καλοσκεφτείς είναι μια τρελή ταλαιπωρία, κι αν ο καλός Θεός δεν το είχε κάνει κάπως απολαυστικό, κανένας δε θα έμπαινε σε αυτή την κατάσταση οικειοθελώς. Ο πατέρας μου μαράζωνε όσο μεγάλωνα και δεν είχα γκόμενο, θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για αυτήν την κατρακύλα. Με κοιτούσε και λογάριαζε να πει στην θεία Ευτέρπη να με πάει για ψώνια, να πάψω πια να φοράω τζιν και τι-σέρτ, αλλά συνέχεια το αμελούσε. Θρηνούσε ακόμα το χαμό της μάλλον.
Στις φωτογραφίες η μάνα μου είναι πάντα κομψή και παιχνιδιάρα, γεμάτη νάζι. Στις φωτογραφίες πριν την γέννηση μου, που υπάρχουν με τους τόνους σε διάφορα άλμπουμ στο εξοχικό, οι γονείς μου είναι ευτυχισμένοι. Ο πατέρας μου δεν έγινε ποτέ έτσι μαζί μου. Τον καταλαβαίνω, το παιδί δε μπορεί να υποκαταστήσει τη γυναίκα. Ακόμα ζηλεύω.
Ο θάνατος του με απελευθέρωσε από όλες τις ενοχές για αυτό που είμαι. «Τέρας, σκότωσες τη μάνα σου και ο πατέρας σου πήγε από τον καημό της», είπε η θεία Ευτέρπη. Κανείς δεν της έδωσε σημασία, ήμουν πια είκοσι έξι κι είχα αρχίσει κρυφά από κείνον την ορμονοθεραπεία.
Δεν έφταιξα εγώ που γεννήθηκα έτσι, αυτό δεν καταλάβαινε Έφταιξε εκείνος που δεν πήρε μιαν απόφαση κι ας την άλλαζα μετά. Με έλεγε Μαρία, γιατί έμοιαζα με κοριτσάκι και είχα όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φύλου, αλλά πάντα μου άφηνε την εναλλακτική να είμαι ο Μάριος. Δεν ήθελα, του το είχα δηλώσει από την αρχή πως το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι γυναίκα. Δε με άφηνε να πάρω τις ορμόνες, με ήθελε άφυλη.
Το ξέρω πως δε θα γεννήσω ποτέ, αυτό είναι ίσως μια κρυμμένη ευλογία. Το ξέρω πως τα χρωμοσώματά μου είναι Χ και Ψ, τύποις θα έπρεπε να είμαι άντρας. Αλλά δεν είμαι, αναισθησία στις ανδρικές ορμόνες, το λένε θαρρώ. Όταν έχεις αυτό που έχω, η αναπαραγωγή είναι αδύνατη. «Ξέρει ο Θεός που δίνει τα παιδιά», λέει η θεία Ευτέρπη. Μα πάντοτε ήμουνα γυναίκα και κανείς δε θα υποπτευόταν πως είχα όρχεις αντί για ωοθήκες μέσα στην κοιλία μου. Τους έβγαλα όταν ήμουν δεκατεσσάρων, τα άλλα μου όλα είναι θηλυκά.
Στην κηδεία του πατέρα φορούσα ένα κομψό, μαύρο φόρεμα, και οι ορμόνες είχαν επιτέλους χαλαρώσει την όψη μου. Κανέναν δεν ένοιαζε τί έλεγε η θεία Ευτέρπη, όλοι πάντοτε με λέγανε Μαρία. Κι αν ο πατέρας δε μπορούσε να το αποδεχτεί, αν ζητούσε το γιο που δεν του έκανε η μάνα, που του στέρησα εγώ με τη γέννηση και το θάνατο, δεν είχε καμία σημασία. Το μυστικό το είχε πάρει στον τάφο μαζί του. Ευτυχώς.