Αντιλαμβάνομαι τώρα, μετά από μια παύση σχεδόν δυο μηνών σε αυτά που γράφω, κάποια από τα σημεία που αποδυναμώνουν τα μυθιστορήματά μου. Η δημιουργία ενός διηγήματος είναι μια κάπως ευκολότερη ιστορία, γιατί πέρα από την αρχική καλή ιδέα, απαιτεί μια στοιχειώδη εξέλιξη του χαρακτήρα και συνήθως μια αναπάντεχη στροφή στο τέλος. Το μυθιστόρημα όμως είναι για δρομείς μεγάλων αποστάσεων κι όχι για μικρά, μικρά σπριντ.
Το βασικό μου λάθος είναι η ανικανότητα να αγαπήσω όλους τους χαρακτήρες μου. Έτσι, αυτός που σκέφτομαι, που γίνεται μέρος μου, εξελίσσεται και παίρνει ζωή ενώ οι γύρω του παραμένουν χάρτινοι, σχεδόν ένα με το φόντο. Στο προηγούμενο μου έργο δε, πιστεύω πως δε συνέβαινε καν αυτό. Ήταν μια ωραία ιστορία, καλοειπωμένη, αλλά ο χαρακτήρας ήταν έρμαιο της πλοκής χωρίς να έχει δική του προσωπικότητα που να μπορεί να επιβληθεί στα γεγονότα.
Ένα ακόμα προβληματικό κομμάτι είναι πως πιέζομαι να γράψω ακόμα κι όταν δε νιώθω έτοιμη γι’ αυτό. Είμαι τεμπέλα από φύση και εργασιομανής από θέση και το θέμα αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Η καθημερινή μου εργασία απορροφά μεγάλο μέρος από το χρόνο μου- κάποιες μέρες κοντά στις έντεκα ώρες- και πολλή από την ενέργεια μου. Είναι μια δουλειά που απαιτεί πνευματική εγρήγορση και σωματική καταπόνηση ταυτόχρονα. Κι έπειτα με περιμένει στο σπίτι ό,τι περιμένει μια χαρωπή νοικοκυρά. Άρα για γράψιμο μένει ελάχιστος χρόνος. Για την ακρίβεια μια ώρα τα πρωινά που την κλέβω από τον ύπνο μου. Όταν λοιπόν έχεις σηκωθεί κι η ώρα είναι 7, θέλεις δε θέλεις θα γράψεις. Γιατί λυπάσαι τον χαμένο ύπνο σου, αν μη τι άλλο. Κι αυτό δεν είναι το καλύτερο από πλευράς εμπνεύσεως.
Πολλά από τα άγρυπνα βράδια μου τα περνάω σκεπτόμενη τους ήρωες μου. Αλλά όχι όλους. Πολλά από τα πρωινά μου τα περνάω κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή με αγωνία. Και τώρα που η ζωή μου αναμένεται να αλλάξει περισσότερο, θα είναι ακόμα δυσκολότερο. Αλλά έστω και μια στιγμή έξαψης από μια εξαιρετική ιδέα, αξίζει τον κόπο.
Γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε κάποια πρωινά να αφήνω τον εαυτό μου να χουζουρεύει. Ειδικά τώρα που ο ύπνος θα είναι πολύτιμος, σιγά σιγά.
Το βασικό μου λάθος είναι η ανικανότητα να αγαπήσω όλους τους χαρακτήρες μου. Έτσι, αυτός που σκέφτομαι, που γίνεται μέρος μου, εξελίσσεται και παίρνει ζωή ενώ οι γύρω του παραμένουν χάρτινοι, σχεδόν ένα με το φόντο. Στο προηγούμενο μου έργο δε, πιστεύω πως δε συνέβαινε καν αυτό. Ήταν μια ωραία ιστορία, καλοειπωμένη, αλλά ο χαρακτήρας ήταν έρμαιο της πλοκής χωρίς να έχει δική του προσωπικότητα που να μπορεί να επιβληθεί στα γεγονότα.
Ένα ακόμα προβληματικό κομμάτι είναι πως πιέζομαι να γράψω ακόμα κι όταν δε νιώθω έτοιμη γι’ αυτό. Είμαι τεμπέλα από φύση και εργασιομανής από θέση και το θέμα αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Η καθημερινή μου εργασία απορροφά μεγάλο μέρος από το χρόνο μου- κάποιες μέρες κοντά στις έντεκα ώρες- και πολλή από την ενέργεια μου. Είναι μια δουλειά που απαιτεί πνευματική εγρήγορση και σωματική καταπόνηση ταυτόχρονα. Κι έπειτα με περιμένει στο σπίτι ό,τι περιμένει μια χαρωπή νοικοκυρά. Άρα για γράψιμο μένει ελάχιστος χρόνος. Για την ακρίβεια μια ώρα τα πρωινά που την κλέβω από τον ύπνο μου. Όταν λοιπόν έχεις σηκωθεί κι η ώρα είναι 7, θέλεις δε θέλεις θα γράψεις. Γιατί λυπάσαι τον χαμένο ύπνο σου, αν μη τι άλλο. Κι αυτό δεν είναι το καλύτερο από πλευράς εμπνεύσεως.
Πολλά από τα άγρυπνα βράδια μου τα περνάω σκεπτόμενη τους ήρωες μου. Αλλά όχι όλους. Πολλά από τα πρωινά μου τα περνάω κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή με αγωνία. Και τώρα που η ζωή μου αναμένεται να αλλάξει περισσότερο, θα είναι ακόμα δυσκολότερο. Αλλά έστω και μια στιγμή έξαψης από μια εξαιρετική ιδέα, αξίζει τον κόπο.
Γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε κάποια πρωινά να αφήνω τον εαυτό μου να χουζουρεύει. Ειδικά τώρα που ο ύπνος θα είναι πολύτιμος, σιγά σιγά.