Κάθισε άκρη
άκρη με τα πόδια λυγισμένα και το κορμί τεντωμένο ολόκληρο, έκλεισε τα μάτια, τώρα
ήταν η τελευταία της ευκαιρία να αρνηθεί. Δε θέλησε. Ήλεγξε τον εξοπλισμό,
σκέφτηκε πως της πήγαινε η ειδική φόρμα, έκανε το κορμί της μακρύ και κάπως
ελαστικό. Ο εκπαιδευτής τής έδωσε μια ενθαρρυντική σπρωξιά και με μιας βρέθηκε
στον αέρα, με το πρόσωπο στιγματισμένο από το χαμόγελο και την αδρεναλίνη. Για
λίγο αιωρήθηκε χωρίς αλεξίπτωτο κι έπειτα την προκαθορισμένη ώρα τράβηξε την
ειδική βαλβίδα κι αμέσως πάνω της φούσκωσε σα μπαλόνι το μεταξωτό πανί. Η ζωή
είναι ωραία όταν η γη πλησιάζει με ταχύτητα κάτω από τα πόδια σου. Κάποιες
στιγμές κολύμπησε σε αυτό το συναίσθημα, πριν την πιάσει
πανικός. «Ένα δέντρο», φώναξε και λιποθύμησε.
Άνοιξε τα
μάτια. Τόσες ώρες ψυχοθεραπεία δεν απέδωσαν, σκέφτηκε. Κοίταξε την αεροσυνοδό
πάνω από το κεφάλι της, το ενδιαφέρον της ήταν ύποπτο. «Φώναξα;», τη ρώτησε.
«Ουρλιάξατε» της απάντησε. Χάιδεψε το μικρό χαπάκι στην τσέπη του μπουφάν της,
υπήρχε πάντα κι αυτή η λύση. Δεν την ήθελε. «Χαλάρωσε, χαρούμενες στιγμές από την
παιδική σου ζωή» άκουσε τον ψυχοθεραπευτή να της ψιθυρίζει.
Ένα ξανθό
κοριτσάκι, με τα ροζ καλτσάκιά του και τα γδαρμένα γόνατα, μια μικρή κουκλίτσα,
τρέχει στα λιβάδια. Δίπλα της βόσκουν χαρούμενα αγελάδες και κατσίκια.
Ακούγεται από μακριά η φωνή του κόκορα. Τα χωράφια είναι γεμάτα παπαρούνες και
χαρταετούς. Οι χαρταετοί πάνε ψηλά και είναι ελεύθεροι. Θα μου άρεσε να ήμουνα
πουλί, σκέφτεται. Η φωνή του ψυχοθεραπευτή την προσγειώνει. «Την δική σας
παιδική ηλικία κυρία Πούλου, όχι το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι»
Τους ζώνουν τα
μαχητικά. Βόμβες πέφτουν παντού, βόμβες πάνω σε αμάχους, σε παιδιά, είναι κι
εκείνη παιδί. Ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός, πρώτα η τουρμπίνες, έπειτα το
μπουμ. Τρέχει να προφτάσει να κρυφτεί, μα τα αεροπλάνα την κυνηγούν. Ένα
χαμηλώνει τα φτερά του, νιώθει τη σκιά του στη ράχη της. Τη γεμίζει ένας
ιδρώτας ψιλός ψιλός και με μιας σταματάει να κατουριέται. Το κοιτά να έρχεται,
την πιάνει πάλι κατούρημα. Καθηλώνεται από αυτή την αίσθηση. Το μόνο που τη
νοιάζει είναι να ξαλαφρώσει. Κι ας πεθάνει.
Η αεροσυνοδός
τής δείχνει την τουαλέτα. Είναι ένα μικρό δωματιάκι, όχι είναι μια μικρή
ντουλάπα που κλείνει αεροστεγώς. Κι εκείνη κάποτε κλεινόταν στην ντουλάπα. Τα
μάτια της ήταν κλαμένα, τα μαλλιά της μαύρα και τα φρύδια σμιχτά. Δεν μπορώ να
ανασάνω. Αλλά μπορούσε κι έπειτα από λίγο έβγαινε. Μια κουκλίτσα με τα μάτια
υγρά. «Δεν είσαι Σέρβα, δεν γεννήθηκες στο Σαράγεβο. Στην Κατοχή ήσουν αγέννητη»,
επαναλαμβάνει στον εαυτό της. Κι αυτό το αεροπλάνο που την πλησιάζει με τη σκιά
του, υπάρχει μόνο στα κόμικς. Και της το έλεγε ο μπαμπάς της όταν ήτανε μικρή
«Τί της διαβάζεις αυτές τις αηδίες. Αυτές δε σε αφήνουν να κοιμηθείς». Δεν ήταν
αλήθεια.
Βγαίνει από
την ντουλάπα. Κάθεται στη θέση της, χαμογελά. Άξαφνα καταλαβαίνει την ένταση
στη φωνή της εκφωνήτριας. «Δέστε τις ζώνες σας, δέστε τις ζώνες σας» Το
αεροπλάνο πέφτει, δεν υπάρχει τίποτε άλλο από αυτήν την πτώση. «Οι έξοδοι του
αεροπλάνου είναι μπροστά και στο πλάι. Βεβαιωθείτε πως φοράτε τα ειδικά σωσίβια».
Η φωνή έχει τώρα κάτι το λυτρωτικό, σχεδόν ανεπαίσθητα ειρωνικό. Ξέρει που
είναι η ζωή και ο θάνατος. Σαν από θαύμα επιζεί. Μέσα στα χιόνια ενός βουνού
παγωμένου πάντα, όπου δεν φυτρώνει ποτέ τίποτα. Θα φάμε τους νεκρούς μας, λέει
μέσα της κι αμέσως συνειδητοποιεί πως αυτό είναι σκηνή από ταινία. Δεν έχει καν
τα δικά της όνειρα. Συνέρχεται. Στην άλλη μεριά του κόσμου την περιμένει ο
Σταύρος. Μια ζωή ολόκληρη κλεισμένη σε ένα ταξίδι. Δεν θα γυρίσει ποτέ, δεν θα
είχε κανένα νόημα. Εκεί την περιμένουν τα πάντα πια, ό,τι έχει και δεν έχει.
Μόλις κλείνει
τα μάτια την κυκλώνουν χαζομάρες, πράγματα που έχει δει κι έχει διαβάσει, άλλα
που της προκύπτουν αβίαστα. Ο άντρας δίπλα της διαβάζει ένα περιοδικό
κουτσομπολίστικο, στην αγκαλία του έχει μια αρμαθιά ακόμα. Του ζητάει ένα να
ξεχαστεί στην κίτρινη ρυπαρότητα των κοσμικών.
«Κάποτε τα
μικρά παιδία κρατούν μέσα τους την λύση για την πιο αρχαία και πηγαία ερώτηση:
Γιατί υπάρχουμε και η θάλασσα είναι γαλάζια. Αλλά εσείς πρέπει να εντρυφήσετε
μόνο στο πρώτο μέρος της, κυρία Πούλου. Πρέπει να μάθετε πως το να είσαι πουλί
είναι διαφορετικό, πολύ διαφορετικό από το να είσαι αεροπλάνο. Πολλώ μάλλον να
είσαι άνθρωπος μέσα σε αεροπλάνο»
«Δεν με νοιάζει καθόλου το αν υπάρχω ή δεν υπάρχω.
Σχεδόν δε με απασχόλησε ποτέ το γιατί. Όλα τούτα είναι ανοησίες, έτσι δεν
είναι; Με απασχολείς γιατί θα πέσουμε, έχουν ήδη χαλάει οι μηχανές και ο
πιλότος κάνει απελπισμένες εκκλήσεις για ψυχραιμία»
«Φυσικά και θα
πέσουμε, πώς φανταστήκατε πώς δεν θα πέσουμε; Με στατιστικές θα καταπολεμήσουμε
τους φόβους μας; Θα πέσουμε για να δούμε τί θα γίνει. Κι έπειτα το πέσιμο
κάποιες φορές είναι καλό κυρία Πούλου, ανοίγει παλιές πληγές, γεμάτες αυταπάτες
και κακοφορμισμένα αίματα. Αφήστε τις κίτρινες ανακρίβειες των περιοδικών και
αφεθείτε σε ένα πέσιμο μαζί μου. Ναι, έχουν χαλάσει οι μηχανές, τα φτερά, οι
ρόδες κάτι τέλως πάντων και πέφτουμε»
«Ας πούμε πως
χάλασε ο αυτόματος πιλότος καλύτερα και κόλλησαν οι τροχοί, αυτό θα είναι πιο αληθοφανές»
«Αυτή η
αληθοφάνεια με τρομάζει. Μην διακόπτετε την πτώση. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα»
Πίσω από τη ντουλάπα
κρυβότανε, ενίοτε και μέσα σε αυτή. Την κοντοζύγωνε ο φόβος, σα μαχητικό που
ρίχνει τη σκιά σου στη ράχη του. Κι έπειτα άρχιζε να πέφτει.
Τελείωσε την
αηδία το περιοδικό και μετάνιωσε που δεν είχε φέρει ένα βιβλίο μαζί της.
Σταμάτησε να διαβάζει βιβλία, αν και κάποτε τα αγαπούσε, από τότε που συνειδητοποίησε
πως ο ήρωας έπρεπε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρει. Δεν
χρειαζόταν άλλο από αυτό. Μόνο χαρούμενες σκέψεις, μόνο χαρούμενες σκέψεις, ο
Σταύρος την περίμενε στην άλλη άκρη του κόσμου. Η άλλη άκρη του κόσμου ήταν
ίσως η ελπίδα για ευτυχία. Για μένα η μοναδική παιδική ερώτηση που χρήζει
άμεσης απάντησης είναι το «Τί είναι ευτυχία.». Σκέφτηκε.
Ξεκίνησε να
διαβάζει ένα ακόμα επαναλαμβανόμενο, ιλουστρασιόν συνοθύλευμα από αηδίες. Αυτά τα χρησιμοποιούσε
για να μην ξεχάσει την ανάγνωση, δεν μπορούσαν να της πουν τίποτα για την
ύπαρξη ή την ευτυχία. Και αυτό ήταν ευτυχές.«Για πάμε πάλι κυρία Πούλου,
ευτυχισμένες σκηνές από την παιδική σας ηλικία»
Είναι ένα
μικρό, όμορφο κοριτσάκι ντυμένο κυριακάτικα. Τα μαλλιά του είναι μαύρα και τα
φρύδια του σμιχτά. Κάθεται και περιμένει στη γωνία με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Άντε μαμά, θα αργήσουμε». Χαζεύει
την πόρτα, έπειτα αποφασίζει να γυρίσει στην αυλή. Το πιο καλό μικρό κοριτσάκι
σε όλο τον κόσμο.
«Δεν βρήκατε
παρηγοριά στη θρησκεία;»
«Ποτέ δεν
μπόρεσα να πιστέψω στην ελπίδα μιας άλλης μεταθανάτιας ζωής»
«Κρίμα, αυτό θα
ήτανε μια κάποια λύσις», είπε ο ψυχοθεραπευτής. Σήμερα θα δοκίμαζαν την πτήση
με μαχητικό.
«Πρέπει να
πάω»
Η ζωή με τον
Σταύρο στην άλλη άκρη του κόσμου ήταν μια κάποια λύσις. Μια ελπίδα για
μεταθανάτια ευτυχία. Τον αγαπούσε το Σταύρο, όταν έφυγε μάτωσε η καρδιά της,
τον είχε ανάγκη για στήριγμα. Αλλά εκείνος πήγε, διαφορετικός ο τρόπος των
αντρών να αντιμετωπίζουν τον πόνο. Έδωσε πίσω τα περιοδικά στον διπλανό της.
«Μην φοβάστε», της είπε εκείνος. «Το κάνω συχνά το ταξίδι και γυρίζω πάντα σώος
στα παιδία μου. Εσείς έχετε παιδία;»
Ένα μικρό
όμορφο κοριτσάκι ντυμένο κυριακάτικα. Τα μαλλιά του είναι μαύρα και τα φρύδια
του σμιχτά. Κάθεται και περιμένει στη γωνία. «Άντε, μαμά» της φωνάζει, «θα
αργήσουμε. Πάλι θα μας κοροϊδεύουν». Χαζεύει την πόρτα και χαχανίζει, ξαφνικά
αποφασίζει να βγει μόνο του στο δρόμο.
Άκουσε μόνο τη
στριγκλιά. Είδε το κορμί της κορούλας της να αιωρείται, μετά να πέφτει.«Το
γιατί υπάρχουμε ουδέποτε με απασχόλησε σας βεβαιώ», είπε στον ψυχοθεραπευτή.
«Θα μου αρκούσε η ύπαρξη χωρίς καμία απορία.»