27/11/11

"Φετίχ", Βαγγέλης Μπέκας


Την αίσθηση του ανολοκλήρωτου μου άφησε το «Φετίχ» του Βαγγέλη Μπέκα. Έξυπνες ιδέες, ενδιαφέροντες οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, αλλά κάπως αναμενόμενο το τέλος, η πλοκή και οι δευτερεύοντες σχεδόν σχηματικοί.

            Ο κεντρικός ήρωας ο Παύλος είναι διαφημιστής, που ζει παραφράζοντας σπουδαία ποιήματα και μετατρέποντας τα σε τζιγκλάκια για τσίχλες και σερβιέτες. Η Δανάη φτιάχνει εξώφυλλα και είναι εθελόντρια στο Ινστιτούτο. Πανίσχυρος πάνω από όλους ο Υπουργός Οικονομικών, που στο όνομα της παραγωγικότητας, απαγορεύει την ανάγνωση πάνω από ενός μυθιστορήματος το μήνα, αρχικά, και σιγά σιγά παρεμβαίνει σε όλες τις πτυχές της ζωής.

Μου έλειψε η ροή, μου φάνηκαν χάρτινοι οι φίλοι της Δανάης, Ιάσονας και Μαρία, και η εμμονή τους με τα όργια, ήθελα τον κακό του Ινστιτούτου πιο κακό, τον πειρατή Άρη λιγότερο μονοδιάστατο. Εν ολίγοις ήθελα λίγο περισσότερο παίδεμα για να μετατραπούν οι καλές ιδέες σε καλό μυθιστόρημα, να το ευχαριστηθώ με όλη μου την καρδιά. Πάντως ακόμα κι έτσι, το βιβλίο το έκλεισα με χαμόγελο.


Υ. Γ. Τον Βαγγέλη Μπέκα δεν το ξέρω, ούτε καν διαδικτυακά δεν έχουμε μιλήσει, αλλά διατηρεί αυτό το εξαιρετικό ιστολόγιο και αυτό το καλό διαδικτυακό βιβλιοπωλείο. Και μου αρέσουν αυτά που γράφει, κι ο τρόπος που θέλει να πουλάει τα βιβλία.

22/11/11

"Χιόνι", Orhan Pamuk


Το «Χιόνι» με δυσκόλεψε πολύ. Δεν κρύβω πως είναι η τρίτη φορά που το πιάνω, τις άλλες φορές το είχα αφήσει πριν τη σελίδα 100 και πως για να τελειώσω τις κοντά 700 σελίδες του χρειάστηκε ενδιάμεσα να διαβάσω και δυο άλλα βιβλία, πράγμα που δεν μου συμβαίνει συχνά. Τις τελευταίες όμως 200 σελίδες τις διάβασα σε ένα βράδυ, σχεδόν απνευστί. Άντε τώρα να καταλάβεις, αν μου άρεσε ή δεν μου άρεσε. Ε, λοιπόν μου άρεσε.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί το ταξίδι τριών ημερών του, ήσσονος φήμης,  Τούρκου ποιητή Κα, πολιτικού εξόριστου στη Γερμανία, στην απομακρυσμένη πόλη Καρς, κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Ο ευαίσθητος αυτό άνθρωπος βρίσκεται εκεί για να ερωτευτεί την πανέμορφη Ιπέκ, που όμως όπως όλοι οι συμπολίτες της είναι βαθιά χωμένη στο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στην Τουρκία. Ο άθεος Κα, μπερδεύεται από σεΐχηδες και ιμάμηδες για το αν πιστεύει ή όχι, μπλέκεται με τους Ισλαμιστές, με ένα γελοίο «θεατρικό», τοπικό πραξικόπημα των Κεμαλιστών, με τα κορίτσια με και χωρίς μαντίλα, με τα κορίτσια της μαντίλας που αυτοκτονούν για να μην την βγάλουν κι όμως έτσι θεωρούνται άθεα και πάνε στην κόλαση. Γίνεται χωρίς να το θέλει πιόνι όλων αυτών, βλέπει δεκάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στο διάβα του, ερωτεύεται, ονειρεύεται την ευτυχία μακριά από την Τουρκία και γράφει ποίηση σα δαιμονισμένος, ενώ είχε χρόνια να το κάνει.

Το βιβλίο έχει γραμμική δομή και αφήγηση, αν εξαιρέσει κανείς πως ο αφηγητής μας συστήνεται και είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που είναι φίλος αδελφικός του Κα, και στην αρχή δυσκολεύτηκα να ταυτιστώ όχι με τον ήρωα που είναι εξαιρετικά καλά δουλεμένος, αλλά με την κατάσταση. Η τούρκικη ψυχοσύνθεση, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά μας, οι λεπτές πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, φυλετικές ισορροπίες με κούρασαν. Και το χιόνι, πανταχού παρόν, πανέμορφο, εξοργιστικά καταθλιπτικό. Αυτό και το ερώτημα της μοίρας, της ευθύνης για τον τόπο που γεννήθηκες, για το πόσο αυτό σε καθορίζει πέρα και εκτός χαρακτήρα, ο παραλογισμός της πολιτικής και της θρησκείας. Τα τελευταία, βέβαια είναι ταυτόχρονα αυτά που κάνουν το βιβλίο αξιοδιάβαστο και με αντάμειψαν για την επιμονή μου.  

20/11/11

Βιβλιοπροτάσεις : "Η Φόνισσα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Αφορμή για τούτη την ανάρτηση είναι ο φετινός διαγωνισμός Hotel, στον οποίο έστειλα ένα κάπως αιρετικό και λίγο αγοραίο διήγημα, που δεν έχει βέβαια καμία τύχη, αλλά εγώ ήθελα να το στείλω γιατί ο Παπαδιαμάντης, που λόγω της γλώσσας του σε μερικούς μοιάζει παρωχημένος- πιθανώς και λόγω της περιθωριακής φιγούρας που έχουμε στο μυαλό μας- εμένα είναι από τους πολύ αγαπημένους μου. Πριν το γράψω δεν διάβασα ξανά κανένα του έργο, όμως τώρα θέλω να τα ξαναδιαβάσω όλα, κι έτσι ξεκίνησα με τη «Φόνισσα», που ήξερα πως την αγαπώ, αλλά τώρα αποθεώθηκε μέσα μου, έγινε μια εμπειρία κάπως λυτρωτική, γιατί πολύ απλά τώρα είμαι μάνα. Επόμενο στη σειρά η «Γυφτοπούλα» που δεν την έχω ακουμπήσει, παρ’ όλο που ένα βράδυ πριν δυο χρόνια  υποσχέθηκα σε έναν φίλο πως θα το κάνω.

Η ιστορία της Φραγκογιαννούς είναι λίγο ως πολύ γνωστή γι’ αυτό δεν θα την πω, έτσι, μπας κι έχει ξεμείνει κανείς και δεν την ξέρει και χαλάσω την έκπληξη. Θα μιλήσω για συναισθήματα, για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, για την αίσθηση την τότε, που η σημερινή κατάσταση μπορεί να την κάνει επίκαιρη, για το πόσο σπουδαίο είναι ένας συγγραφέας να μπορεί να αγγίξει την ψυχή του ήρωα του.

Η Φόνισσα είναι μια ψυχοπαθής δολοφόνος, σε αυτό δε χωρά καμιά αμφιβολία, είναι όμως και μια γυναίκα με την οποία παραδόξως μπορείς να ταυτιστείς και να φρικιάσεις που σου συμβαίνει. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι αρχαίζουσα, ούτε καν καθαρεύουσα, είναι όμως και μαλλιαρή δημοτική, τρέχουσα και ζωντανή.  Το βιβλίο τότε το έλεγαν ηθογραφικό, τώρα θα το λέγαμε ψυχολογικό θρίλερ. Είναι ένα φύσει μπεστ σέλερ, θέσει έργο τέχνης. Κι ίσως μια λύση στο που θα έπρεπε να οδηγηθεί η ελληνική λογοτεχνία, που τόσα χρόνια σφυρίζει αδιάφορα και στην κληρονομιά της και στα παγκόσμια ρεύματα.

"Η Φόνισσα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εκδ. Μεταίχμιο, 2011, σελ. 96

16/11/11

Η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό

Όλο και περισσότερο ακούω γύρω μου τη γνωστή διαμάχη ανάμεσα στα «καλά» και τα «κακά» βιβλία. Κι ίσως θα ήταν ενθαρρυντικό που σε καιρούς χαλεπούς ο κόσμος έχει ακόμα τη διάθεση να ασχοληθεί και με άλλα θέματα, αν εμένα αυτός ο διάλογος δε με έβρισκε να παραπαίω πότε από τη μια και πότε από την άλλη πλευρά, ανάλογα το συνομιλητή. Αφορμή για την ανάρτηση, συζήτηση με πολύ καλή παλιά μου φιλενάδα που την ξέρω από παιδί, που διαβάζει περίπου όπως εγώ, δηλαδή πολύ και ό,τι πέσει στα χέρια της. Μου έλεγε λοιπόν πως όταν βρέθηκε σε λέσχη ανάγνωσης αγανάκτησε από τα ευχολόγια και τα κλισέ, «ένα βιβλίο πρέπει να προάγει το νου, είναι ένα παράθυρο για άλλους κόσμους», αλλά και το ανάθεμα στα «κακά» βιβλία, τη ροζ λογοτεχνία, τα ευπώλητα. «Εγώ», μου είπε, «στην παραλία θέλω να διαβάζω Μαντά.» Και το σέβομαι γιατί ξέρω πως διαβάζει πολύ, βιβλία σημαντικά, και στο κάτω κάτω δικαίωμά της να περάσει δυο διασκευαστικές ώρες κάτω από τον ήλιο.

            Από την άλλη, δεν μπορώ  να καταλάβω τις κυρίες που διαβάζουν φανατικά και μόνο την ευπώλητη ροζ σούπα. Γιατί προσωπικά τη βαριέμαι οικτρά και δεν την πλησιάζω, γιατί την εποχή που διάβαζα μόνο bestseller, αν και όχι ροζ, τη θεωρώ κάπως σα χαμένο χρόνο, γιατί τα βιβλία που αγαπώ και κάποια με δυσκόλεψαν σε πολλά πράγματα, με έχουν κάνει εν μέρει αυτό που είμαι και στην ηλικία μου δικαιούμαι να γουστάρω επιτέλους τον εαυτό μου. Και ναι, μια κοινωνία με συστηματικούς αναγνώστες, όσο ουτοπική κι αν φαντάζει, θα ήταν μια καλύτερη κοινωνία. Άρα δεν μπορώ να σεβαστώ την αναγνώστρια που καταναλώνει τα πολυδιαφημισμένα, έτσι σκέτα, χωρίς λίγη από κουλτούρα. Αν μη τι άλλο, αυτό ωθεί την εκδοτική αγορά σε ένα δρόμο που κόβει τα δικά μου φτερά και μου στερεί αναγνώσματα.

             Αυτό λοιπόν με αφήνει με μια άποψη διφορούμενη, άλλοτε εκφράζω τη μια της πλευρά, άλλοτε την άλλη, ανάλογα με τη στιγμή. Με λίγα λόγια, κάθε φορά που διστάζω να δώσω ένα χειρόγραφο για ανάγνωση σε κάποιον οίκο- έχω να το κάνω πέντε χρόνια και δυο τελειωμένα μυθιστορήματα σαπίζουν στα ντουλάπιά μου- γιατί φοβάμαι τις απαντήσεις του τύπου «Γράφετε καλά, ίσως αν γράφατε κάτι για τη Σμύρνη», θυμώνω με τα ευπώλητα. Από την άλλη τί μου φταίνε οι κυρίες που περνάνε ευχάριστα την ώρα τους, σα να βλέπουν μια κομεντί στην τηλεόραση και ποιά είμαι εγώ να τις κρίνω.

13/11/11

Βιβλιοπροτάσεις : "O έρωτας στα χρόνια της χολέρας", Gabriel Garcia Marquez


Δεν υπάρχει μεγαλύτερη, σπουδαιότερη ιστορία αγάπης από αυτή, δεν υπάρχει μύθος καλύτερα πλεγμένος για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, ανεκπλήρωτο κι εκπληρωμένο, από τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας». Αν, λειτουργώντας μόνο με το θυμικό, μου έλεγαν να διαλέξω το αγαπημένο μου βιβλίο, θα διάλεγα τον «Έρωτα» δίχως σκέψη. Με το μυαλό καταλαβαίνω πως υπάρχουν έργα σπουδαιότερα για την λογοτεχνία, με την καρδιά έχω αποφασίσει.

            Ο Φλορεντίνο Αρίσα ανταλλάσσει με την νεαρή Φερμίνα Δάσα γράμματα αγάπης, όμως ο πατέρας της αποφασίζει να την παντρέψει με άλλον. Με τον άντρα της, το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο περνούν μια ευτυχισμένη ζωή. Όταν εκείνος πεθαίνει, εμφανίζεται στο προσκήνιο ξανά ο Φλορεντίνο Αρίσα πιο ερωτευμένος παρά ποτέ, πενήντα χρόνια μετά. Όπως πάντα όταν πρόκειται για βιβλίο του Μάρκες, μαζί με τη βασική ιστορία εκτυλίσσονται κι άλλες, μικρότερες αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρουσες, στο παρελθόν και το παρόν, και η μυρωδιά της Λατινικής Αμερικής είναι έντονη, σχεδόν εθιστική. Τούτο όμως ξεχωρίζει, ακόμα κι από τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς», γιατί ξεχειλίζει από συναίσθημα, ίσως και γιατί για κάποιον ανεξήγητο λόγο ταυτίζομαι με τον Αρίσα, έναν ήρωα περιθωριακό, οριακά συμπαθητικό, σε στιγμές αυτιστικά κολλημένο στον έρωτά του. Η απώλεια της Φερμίνα Δάσα  παρ’ όλο που καθορίζει την ζωή του, δεν την εξαφανίζει. Αυτό είναι το μοναδικό. Ούτε όμως η ζωή τον παίρνει μακριά από το στόχο, ό,τι ζει το ζει με απώτερο σκοπό εκείνη.

            Το μυθιστόρημα το έχω διαβάσει περισσότερες φορές από όλα τα άλλα, υπήρξε συμπαραστάτης μου σε δύσκολες στιγμές, το αγαπώ κι υποψιάζομαι πως δεν θα το αλλάξω με κανένα άλλο, όσα βιβλία κι αν διαβάσω.



Υ. Γ. Για κάποιο λόγο ντρεπόμουν κάποιες στιγμές που αυτό είναι το βιβλίο που ξεχωρίζει μέσα μου από όλα τα άλλα. Χαζομάρες.  

10/11/11

Αιώρηση

         Κάθισε άκρη άκρη με τα πόδια λυγισμένα και το κορμί τεντωμένο ολόκληρο, έκλεισε τα μάτια, τώρα ήταν η τελευταία της ευκαιρία να αρνηθεί. Δε θέλησε. Ήλεγξε τον εξοπλισμό, σκέφτηκε πως της πήγαινε η ειδική φόρμα, έκανε το κορμί της μακρύ και κάπως ελαστικό. Ο εκπαιδευτής τής έδωσε μια ενθαρρυντική σπρωξιά και με μιας βρέθηκε στον αέρα, με το πρόσωπο στιγματισμένο από το χαμόγελο και την αδρεναλίνη. Για λίγο αιωρήθηκε χωρίς αλεξίπτωτο κι έπειτα την προκαθορισμένη ώρα τράβηξε την ειδική βαλβίδα κι αμέσως πάνω της φούσκωσε σα μπαλόνι το μεταξωτό πανί. Η ζωή είναι ωραία όταν η γη πλησιάζει με ταχύτητα κάτω από τα πόδια σου. Κάποιες στιγμές κολύμπησε σε αυτό το συναίσθημα, πριν την πιάσει  πανικός. «Ένα δέντρο», φώναξε και λιποθύμησε.
           Άνοιξε τα μάτια. Τόσες ώρες ψυχοθεραπεία δεν απέδωσαν, σκέφτηκε. Κοίταξε την αεροσυνοδό πάνω από το κεφάλι της, το ενδιαφέρον της ήταν ύποπτο. «Φώναξα;», τη ρώτησε. «Ουρλιάξατε» της απάντησε. Χάιδεψε το μικρό χαπάκι στην τσέπη του μπουφάν της, υπήρχε πάντα κι αυτή η λύση. Δεν την ήθελε. «Χαλάρωσε, χαρούμενες στιγμές από την παιδική σου ζωή» άκουσε τον ψυχοθεραπευτή να της ψιθυρίζει.
          Ένα ξανθό κοριτσάκι, με τα ροζ καλτσάκιά του και τα γδαρμένα γόνατα, μια μικρή κουκλίτσα, τρέχει στα λιβάδια. Δίπλα της βόσκουν χαρούμενα αγελάδες και κατσίκια. Ακούγεται από μακριά η φωνή του κόκορα. Τα χωράφια είναι γεμάτα παπαρούνες και χαρταετούς. Οι χαρταετοί πάνε ψηλά και είναι ελεύθεροι. Θα μου άρεσε να ήμουνα πουλί, σκέφτεται. Η φωνή του ψυχοθεραπευτή την προσγειώνει. «Την δική σας παιδική ηλικία κυρία Πούλου, όχι το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι»
         Τους ζώνουν τα μαχητικά. Βόμβες πέφτουν παντού, βόμβες πάνω σε αμάχους, σε παιδιά, είναι κι εκείνη παιδί. Ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός, πρώτα η τουρμπίνες, έπειτα το μπουμ. Τρέχει να προφτάσει να κρυφτεί, μα τα αεροπλάνα την κυνηγούν. Ένα χαμηλώνει τα φτερά του, νιώθει τη σκιά του στη ράχη της. Τη γεμίζει ένας ιδρώτας ψιλός ψιλός και με μιας σταματάει να κατουριέται. Το κοιτά να έρχεται, την πιάνει πάλι κατούρημα. Καθηλώνεται από αυτή την αίσθηση. Το μόνο που τη νοιάζει είναι να ξαλαφρώσει. Κι ας πεθάνει.
          Η αεροσυνοδός τής δείχνει την τουαλέτα. Είναι ένα μικρό δωματιάκι, όχι είναι μια μικρή ντουλάπα που κλείνει αεροστεγώς. Κι εκείνη κάποτε κλεινόταν στην ντουλάπα. Τα μάτια της ήταν κλαμένα, τα μαλλιά της μαύρα και τα φρύδια σμιχτά. Δεν μπορώ να ανασάνω. Αλλά μπορούσε κι έπειτα από λίγο έβγαινε. Μια κουκλίτσα με τα μάτια υγρά. «Δεν είσαι Σέρβα, δεν γεννήθηκες στο Σαράγεβο. Στην Κατοχή ήσουν αγέννητη», επαναλαμβάνει στον εαυτό της. Κι αυτό το αεροπλάνο που την πλησιάζει με τη σκιά του, υπάρχει μόνο στα κόμικς. Και της το έλεγε ο μπαμπάς της όταν ήτανε μικρή «Τί της διαβάζεις αυτές τις αηδίες. Αυτές δε σε αφήνουν να κοιμηθείς». Δεν ήταν αλήθεια.
Βγαίνει από την ντουλάπα. Κάθεται στη θέση της, χαμογελά. Άξαφνα καταλαβαίνει την ένταση στη φωνή της εκφωνήτριας. «Δέστε τις ζώνες σας, δέστε τις ζώνες σας» Το αεροπλάνο πέφτει, δεν υπάρχει τίποτε άλλο από αυτήν την πτώση. «Οι έξοδοι του αεροπλάνου είναι μπροστά και στο πλάι. Βεβαιωθείτε πως φοράτε τα ειδικά σωσίβια». Η φωνή έχει τώρα κάτι το λυτρωτικό, σχεδόν ανεπαίσθητα ειρωνικό. Ξέρει που είναι η ζωή και ο θάνατος. Σαν από θαύμα επιζεί. Μέσα στα χιόνια ενός βουνού παγωμένου πάντα, όπου δεν φυτρώνει ποτέ τίποτα. Θα φάμε τους νεκρούς μας, λέει μέσα της κι αμέσως συνειδητοποιεί πως αυτό είναι σκηνή από ταινία. Δεν έχει καν τα δικά της όνειρα. Συνέρχεται. Στην άλλη μεριά του κόσμου την περιμένει ο Σταύρος. Μια ζωή ολόκληρη κλεισμένη σε ένα ταξίδι. Δεν θα γυρίσει ποτέ, δεν θα είχε κανένα νόημα. Εκεί την περιμένουν τα πάντα πια, ό,τι έχει και δεν έχει.
Μόλις κλείνει τα μάτια την κυκλώνουν χαζομάρες, πράγματα που έχει δει κι έχει διαβάσει, άλλα που της προκύπτουν αβίαστα. Ο άντρας δίπλα της διαβάζει ένα περιοδικό κουτσομπολίστικο, στην αγκαλία του έχει μια αρμαθιά ακόμα. Του ζητάει ένα να ξεχαστεί στην κίτρινη ρυπαρότητα των κοσμικών.
«Κάποτε τα μικρά παιδία κρατούν μέσα τους την λύση για την πιο αρχαία και πηγαία ερώτηση: Γιατί υπάρχουμε και η θάλασσα είναι γαλάζια. Αλλά εσείς πρέπει να εντρυφήσετε μόνο στο πρώτο μέρος της, κυρία Πούλου. Πρέπει να μάθετε πως το να είσαι πουλί είναι διαφορετικό, πολύ διαφορετικό από το να είσαι αεροπλάνο. Πολλώ μάλλον να είσαι άνθρωπος μέσα σε αεροπλάνο»
«Δεν με  νοιάζει καθόλου το αν υπάρχω ή δεν υπάρχω. Σχεδόν δε με απασχόλησε ποτέ το γιατί. Όλα τούτα είναι ανοησίες, έτσι δεν είναι; Με απασχολείς γιατί θα πέσουμε, έχουν ήδη χαλάει οι μηχανές και ο πιλότος κάνει απελπισμένες εκκλήσεις για ψυχραιμία»
«Φυσικά και θα πέσουμε, πώς φανταστήκατε πώς δεν θα πέσουμε; Με στατιστικές θα καταπολεμήσουμε τους φόβους μας; Θα πέσουμε για να δούμε τί θα γίνει. Κι έπειτα το πέσιμο κάποιες φορές είναι καλό κυρία Πούλου, ανοίγει παλιές πληγές, γεμάτες αυταπάτες και κακοφορμισμένα αίματα. Αφήστε τις κίτρινες ανακρίβειες των περιοδικών και αφεθείτε σε ένα πέσιμο μαζί μου. Ναι, έχουν χαλάσει οι μηχανές, τα φτερά, οι ρόδες κάτι τέλως πάντων και πέφτουμε»
«Ας πούμε πως χάλασε ο αυτόματος πιλότος καλύτερα και κόλλησαν οι τροχοί, αυτό θα είναι πιο αληθοφανές»
«Αυτή η αληθοφάνεια με τρομάζει. Μην διακόπτετε την πτώση. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα»
Πίσω από τη ντουλάπα κρυβότανε, ενίοτε και μέσα σε αυτή. Την κοντοζύγωνε ο φόβος, σα μαχητικό που ρίχνει τη σκιά σου στη ράχη του. Κι έπειτα άρχιζε να πέφτει.
Τελείωσε την αηδία το περιοδικό και μετάνιωσε που δεν είχε φέρει ένα βιβλίο μαζί της. Σταμάτησε να διαβάζει βιβλία, αν και κάποτε τα αγαπούσε, από τότε που συνειδητοποίησε πως ο ήρωας έπρεπε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρει. Δεν χρειαζόταν άλλο από αυτό. Μόνο χαρούμενες σκέψεις, μόνο χαρούμενες σκέψεις, ο Σταύρος την περίμενε στην άλλη άκρη του κόσμου. Η άλλη άκρη του κόσμου ήταν ίσως η ελπίδα για ευτυχία. Για μένα η μοναδική παιδική ερώτηση που χρήζει άμεσης απάντησης είναι το «Τί είναι ευτυχία.». Σκέφτηκε.
Ξεκίνησε να διαβάζει ένα ακόμα επαναλαμβανόμενο, ιλουστρασιόν  συνοθύλευμα από αηδίες. Αυτά τα χρησιμοποιούσε για να μην ξεχάσει την ανάγνωση, δεν μπορούσαν να της πουν τίποτα για την ύπαρξη ή την ευτυχία. Και αυτό ήταν ευτυχές.«Για πάμε πάλι κυρία Πούλου, ευτυχισμένες σκηνές από την παιδική σας ηλικία»
Είναι ένα μικρό, όμορφο κοριτσάκι ντυμένο κυριακάτικα. Τα μαλλιά του είναι μαύρα και τα φρύδια του σμιχτά. Κάθεται και περιμένει στη γωνία με τα μάτια  ορθάνοιχτα. «Άντε μαμά, θα αργήσουμε». Χαζεύει την πόρτα, έπειτα αποφασίζει να γυρίσει στην αυλή. Το πιο καλό μικρό κοριτσάκι σε όλο τον κόσμο.
«Δεν βρήκατε παρηγοριά στη θρησκεία;»
«Ποτέ δεν μπόρεσα να πιστέψω στην ελπίδα μιας άλλης μεταθανάτιας ζωής»
«Κρίμα, αυτό θα ήτανε μια κάποια λύσις», είπε ο ψυχοθεραπευτής. Σήμερα θα δοκίμαζαν την πτήση με μαχητικό.
«Πρέπει να πάω»
Η ζωή με τον Σταύρο στην άλλη άκρη του κόσμου ήταν μια κάποια λύσις. Μια ελπίδα για μεταθανάτια ευτυχία. Τον αγαπούσε το Σταύρο, όταν έφυγε μάτωσε η καρδιά της, τον είχε ανάγκη για στήριγμα. Αλλά εκείνος πήγε, διαφορετικός ο τρόπος των αντρών να αντιμετωπίζουν τον πόνο. Έδωσε πίσω τα περιοδικά στον διπλανό της. «Μην φοβάστε», της είπε εκείνος. «Το κάνω συχνά το ταξίδι και γυρίζω πάντα σώος στα παιδία μου. Εσείς έχετε παιδία;»
Ένα μικρό όμορφο κοριτσάκι ντυμένο κυριακάτικα. Τα μαλλιά του είναι μαύρα και τα φρύδια του σμιχτά. Κάθεται και περιμένει στη γωνία. «Άντε, μαμά» της φωνάζει, «θα αργήσουμε. Πάλι θα μας κοροϊδεύουν». Χαζεύει την πόρτα και χαχανίζει, ξαφνικά αποφασίζει να βγει μόνο του στο δρόμο.
Άκουσε μόνο τη στριγκλιά. Είδε το κορμί της κορούλας της να αιωρείται, μετά να πέφτει.«Το γιατί υπάρχουμε ουδέποτε με απασχόλησε σας βεβαιώ», είπε στον ψυχοθεραπευτή. «Θα μου αρκούσε η ύπαρξη χωρίς καμία απορία.»


6/11/11

"η Τζούλιετ γυμνή", Nick Hornby



Γράφοντας κριτική για το «η Τζούλιετ γυμνή», σχεδόν μόλις τελειώσα να διαβάζω την τελευταία σελίδα του βιβλίου, για ένα μπλογκ στο ίντερνετ, νιώθω λιγάκι σαν τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, τον Ντάνκαν. Και δεν φοβάμαι μην κάνω τα λάθη του, μάλλον γιατί εμμονή με τον Νικ Χόρνμπυ δεν έχω. Δεν έχω διαβάσει το High Fidelity αν και την κινηματογραφική του εκδοχή τη λάτρεψα, δεν είμαι από τους κολλημένους με τη μουσική- ζω όμως με έναν τέτοιο- κι όμως το μυθιστόρημα το αγάπησα, ίσως γιατί μετά από έναν μήνα απραξίας με έβαλε ξανά σε ρυθμούς διαβάσματος.
Ο Χόρνμπυ γράφει λοιπόν για αυτό που ξέρει καλά, τη μουσική και τις ανθρώπινες σχέσεις. Πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι Άγγλων, ο Ντάνκαν και η Άννι, κολλημένοι με έναν ημιάγνωστο Αμερικάνο τραγουδιστή τον Τάκερ Κρόου, που μετά από ένα εκπληκτικό άλμπουμ, το Τζούλιετ, τα παράτησε και έγινε ερημίτης. Ο Ντάνκαν, μαζί με καμιά δεκαπενταριά άλλους τρελαμένους ανά τον κόσμο, διατηρεί έναν ιστοχώρο-βωμό στον Τάκερ και περιστρέφει τη ζωή του γύρω από την εμμονή του. Η Άννι πλησιάζει τα σαράντα, αγαπά τον Κρόου χωρίς τη φανατίλα του Ντάνκαν, νοιάζεται και για τα άλλα, που δεν έχουν παιδί, που δεν είναι παντρεμένοι, που ζουν σε ένα κολοχώρι στη μέση του πουθενά, που ποτέ δεν ένιωσε πραγματικά ερωτευμένη. Ο καταλύτης είναι μια πρωτόλεια μορφή του αγαπημένου τους άλμπουμ, το Τζούλιετ χωρίς την τελική επεξεργασία, το Γυμνή, που τους διχάζει και τους αναστατώνει τη ζωή. Α, στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί και ο Τάκερ Κρόου  αυτοπροσώπως.
Πρόκειται για ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Δεν συζητάμε για κανένα αριστούργημα, ούτε φυσικά για ένα βιβλίο που θα σου αλλάξει την οπτική στα πράγματα. Αν και τώρα τελευταία τείνω να πιστέψω πως τέτοια βιβλία έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν.