Το πρώτο μέρος της Πυντσοανάρτησης,
εδώ
Τώρα τελευταία, ολοένα και περισσότερο, με ενδιαφέρει πώς οι σπουδαίοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ιδιωτικότητας που πλήττεται από την ανεξέλεγκτη και εν πολλοίς αποδεκτή, επεκτασιμότητα του διαδικτύου. Συνεχώς επιχειρείται άρση της ιδιωτικότητάς μας είτε με την συναίνεσή μας είτε χωρίς αυτήν. Ο κάθε χρήστης είναι δυνάμει θύμα αλλά και δυνάμει θύτης. Με αυτά κατά νου, προσέγγισα την “Υπεραιχμή” με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έντονη προσήλωση. Ο Τόμας Πύντσον, ειδήμων εδώ και χρόνια στην προάσπιση της ιδιωτικότητάς του, μοιάζει να είναι ο ιδανικός για να μιλήσει για τις επιθέσεις που μπορεί να δεχθεί η ιδιωτικότητα ενός ανθρώπου μέσα στο διαδικτυακό κόσμο. Αναλογιζόμενος τα βιβλία που γράφει ο Πύντσον, με τις δαιδαλώδεις δομές και τις παρανοϊκές παρεκτροπές τους, σκέφτομαι ότι θυμίζουν έντονα σε μικρογραφία, το συνονθύλευμα πληροφοριών που δέχεται τώρα πια ένας μέσος χρήστης διαδικτύου κάθε μέρα: πληθώρα πληροφοριών, άχρηστων, παρανοϊκών, ηλίθιων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών και αναφορά ονομάτων, εξίσου άχρηστων, παρανοϊκών, ηλιθίων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών ανθρώπων.
Στην “Υπεραιχμή” ο Πύντσον σάς δίνει και το περιεχόμενο εκείνο που θα σας βοηθήσει να ταυτιστείτε περισσότερο με το θέμα. Τοποθετεί την ιστορία στο 2001 στη Νέα Υόρκη, χώρος και χρόνος, ιδιαίτερα σημαίνοντες για όλη την ανθρωπότητα, σκορπίζει νοσταλγία μέσω της αναφοράς τεχνολογικών επιτευγμάτων που πλέον θεωρούνται απελπιστικά παρωχημένα, και σας αφήνει να αναλογιστείτε το τεράστιο μερίδιο ευθύνης που αποτινάξατε από τις πλάτες σας σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Το διαδίκτυο δεν είναι παιχνίδι. Ή μήπως είναι;
Παιχνίδι εξουσιών, σίγουρα! Και κάτι τέτοια ο Πύντσον τα χειρίζεται περίφημα μέσα στα βιβλία του!
[...] οι ημερήσιες δουλειές με συσκέψεις επί συσκέψεων και ανίδεα αφεντικά, οι εξωπραγματικές σειρές μηδενικών, τα επιχειρηματικά μοντέλα που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, τα πάρτι εγκαινίων νέων εταιρειών κάθε νύχτα της εβδομάδας και ακόμα περισσότερο τις Πέμπτες, όταν πια χάνεις τον λογαριασμό, ποιο απ' αυτά τα πρόσωπα που τόσο έχουν παραδοθεί στους καιρούς, στην εποχή που το τέλος της γιόρταζαν όλη νύχτα – ποιο απ' αυτά μπορεί να κοιτάξει μπροστά, ανάμεσα στα μικροκλίματα των δυαδικών, που διατρέχουν ολόκληρη τη Γη μέσα από σκοτεινές οπτικές ίνες και τυλιγμένα ζεύγη καλωδίων και τώρα πια ασύρματα μέσα από χώρους ιδιωτικούς και δημόσιους, οπουδήποτε ανάμεσα σε κυβερνοσκλαβοπάζαρα όπου οι βελόνες λαμπυρίζουν και δεν μένουν ποτέ ακίνητες, σε εκείνο το ταραγμένο και απέραντο ραμμένο και ξηλωμένο υφαντό που όλοι τους κάποια στιγμή έχουν σακατευτεί για να το υπηρετήσουν – και να δει το σχήμα της επικείμενης μέρας, μια διαδικασία που περιμένει να εκτελεστεί, που πρόκειται να αποκαλυφθεί, ένα αποτέλεσμα αναζήτησης χωρίς οδηγίες για το πώς να ψάξεις γι' αυτό...
Σε αντίθεση με το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” το οποίο σε βάζει εξ' αρχής στα βαθιά με την περιπλοκότητά του, στο “Ενάντια στη μέρα” και στην “Υπεραιχμή” η αρχή είναι πιο ήπια, πιο “ρηχή” (για Πύντσον). Υποψιάζεσαι ότι αυτό που διαβάζεις ίσως είναι Πύντσον αλλά για 50-60 σελίδες, πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι και οποιοσδήποτε άλλος. Από κει και ύστερα, η ιστορία περιπλέκεται και γοητεύει τόσο πολύ, που μόνο ο αυθεντικός Πύντσον θα μπορούσε να επινοήσει και να διαχειριστεί με τόση μαεστρία. Σε μια προσπάθεια να τεστάρω την μνήμη μου (ένα ανώφελο χαζοπαιχνίδι που ενδεχομένως να μπείτε και σεις στο πειρασμό να το παίξετε), προσπάθησα να θυμηθώ ποια ονόματα χαρακτήρων από τα χιλιάδες που χρησιμοποιούνται, αναφέρονται και σε κάποιο από τα άλλα βιβλία. Χωρίς χαρτί και μολύβι, ανακάλυψα ότι ο Μίσα και ο Γκρίσα (Ρώσοι κακοποιοί στο “Ενάντια στη μέρα”) κλωνοποιούνται στην “Υπεραιχμή” (Ρώσοι χακεράδες, εκεί). Οι ομοιότητες είναι προφανείς και το δίδυμο που αναφέρεται παντού μαζί, αποτελεί ικανό μοτίβο για να χαρακτεί ανεξίτηλα στην μνήμη.
Για αρκετές σελίδες, ξεχνάς συνεχώς τα ονόματα των χαρακτήρων (είναι τόσα πολλά!) και τι έκανε ο καθένας μέχρι εκείνο το σημείο, δεν έχεις την διάθεση και το κουράγιο να γυρίσεις πίσω τις σελίδες και να ψάξεις λεπτομέρειες και απλώς αρκείσαι σε όσες συνδέσεις θα κάνει ο Πύντσον (αν θέλει!) με πρόσωπα και καταστάσεις. Όμως, μετά από 100-200 σελίδες (στα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ίσως και παραπάνω) παρατηρείται μια μεταστροφή, όλα τα ονόματα φωτίζονται και λάμπουν μέσα το μυαλό σου, μην βιαστείς να δώσεις τα εύσημα στην ακμαία μνήμη σου, το φαινόμενο αυτό ανήκει στην χαρισματική ιδιότητα του συγγραφέα, οι συνδέσεις των χαρακτήρων με τα πεπραγμένα της πλοκής είναι πλέον εντυπωσιακά καθαρές, μια μικρή μελετημένη φράση μπορεί να επαναφέρει έναν ολόκληρο κόσμο καταστάσεων που νόμιζες ότι είχες ξεχάσει για πάντα. Δεν επιχειρείται σύνδεση με μεγάλες φράσεις που επαναλαμβάνουν με άχαρο τρόπο όσα ήδη έχουν ειπωθεί και καθυστερούν την μελλοντική πορεία της αφήγησης. Μικρές, κοφτές, λεπιδόσχημες φράσεις. Αυτό είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό τέχνασμα, που ακόμα και σε μικρότερης κλίμακας μυθιστορήματα είναι αξιομνημόνευτο, πόσο μάλλον όταν τα μυθιστορήματα διαχειρίζονται ένα χειμαρρώδη λόγο, τουλάχιστον 700 σελίδων, κατά μέσο όρο. Στην “Υπεραιχμή” επειδή η Μαξίν είναι ιδιωτική ερευνήτρια υποθέσεων απάτης και το βιβλίο διατηρεί από την αρχή ως το τέλος μια θαμπή αίσθηση αστυνομικού βιβλίου, όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω της, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το προσκήνιο. Στα άλλα μυθιστορήματα, οι χαρακτήρες χάνονται από τα μάτια σου για πολλές σελίδες και όταν έρχεται η ώρα να επανεμφανιστούν με όλο το βαρυσήμαντο παρελθόν τους, απαιτείται μια τεχνική επανασυγκόλλησης που να ελαχιστοποιεί τις απώλειες και τα νεκρά σημεία, όπως αυτή που περιέγραψα παραπάνω.
Τα βιβλία του Πύντσον αξίζουν τα λεφτά τους μέχρι το τελευταίο σέντσι, γι' αυτό και ένιωσα φρικτές τύψεις πρώτη φορά στη ζωή μου που αγόρασα ένα βιβλίο σε προσφορά! Το εμβληματικό “Ενάντια στη μέρα” περίπου 7 ευρώ. Σου ζητώ συγγνώμη, Καστανιώτη! Τα βιβλία του στην Ελλάδα μπορούν επιεικώς να χαρακτηριστούν εκδοτικές αποτυχίες – αν και ολοένα και περισσότεροι νεοφώτιστοι προσηλυτίζονται στο μεγάλο συγγραφικό Δόγμα – όμως ταυτόχρονα, αποδεικνύονται (παραβλέποντας το οξύμωρο του πράγματος) μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες... επιτυχίες θάρρους και εκδήλωσης αφοσίωσης απέναντι στην πραγματική λογοτεχνία που αξίζει να διαβάζεται από όλους, και αν μη τι άλλο, ενθαρρύνουν και τους συγγραφείς στην προσπάθειά τους να συνεχίζουν να την γράφουν. Παρά τις όποιες αναγνωστικές αντιρρήσεις έχω με τους εκδοτικούς οίκους για όσα βιβλία θέλω να διαβάσω στα ελληνικά αλλά δεν εκδίδονται ή για όσα εκδίδονται εις βάρος άλλων σημαντικότερων, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους εκδότες (με σειρά εμφάνισης!): Χατζηνικολή, Καστανιώτη και Ψυχογιό.
Το ξανάπαμε, η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο προσόν των βιβλίων του Πύντσον και όχι η
(περι)πλοκή τους. Ο κόσμος που οικοδομεί η γλώσσα του είναι ένας κόσμος παράνοιας και μέσα σ' αυτόν γρήγορα παύεις τις προσπάθειες να “ορθολογικοποιήσεις” όσα συμβαίνουν γύρω σου. Για ποιον λόγο, άλλωστε, αφού είσαι παρανοϊκός! Εντούτοις, ενώ με άλλους συγγραφείς συνηθίζω να κάνω επεμβάσεις στο κείμενο που διαβάζω με το σταθερό χειρουργικό μάτι του αναγνώστη... αυτές οι 50 σελίδες είναι κακοήθης όγκος λέξεων, θα τον αφαιρέσουμε αμέσως... ετούτος εδώ ο χαρακτήρας νοσεί άσχημα από την αρχή του βιβλίου, γιατί ο συγγραφέας τον αφήνει να αργοπεθαίνει, κρίμα... στον Πύντσον, ένιωθα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω τέτοιου είδους κριτικές αποτιμήσεις και (θα το θεωρούσα τουλάχιστον παράξενο, αν μου το έλεγε κανείς πριν αρχίσω το διάβασμα) ούτε το θέλησα σε κανένα σημείο της εξαντλητικής ανάγνωσης!
Κοινό στοιχείο και των τριών βιβλίων (όχι όμως σε ισόποσες δόσεις) είναι η αίσθηση ότι γράφτηκαν στην τύχη! Σε πολλά σημεία της ανάγνωσης, ο αναγνώστης έχει αυτή την αίσθηση, ίσως είναι μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την σύγχυση που κατά περιόδους νιώθει. Όμως, καθώς αναπτύσσεται όλο το γλωσσικό οικοδόμημα του Πύντσον, καταλαβαίνεις ότι το καθετί είναι δουλεμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, καμιά λέξη δεν περισσεύει, ούτε όμως και ο αναγνώστης περισσεύει, δεν θέλει να σε αφήσει απ' έξω και προσέχει πολύ για να μην συμβεί, ασχέτως αν πάλι έχεις την αίσθηση, ότι σου βροντούν συχνότατα την πόρτα στα μούτρα!
Πρέπει να πούμε δυο λόγια και για την μετάφραση, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί μέσα στην υποκειμενικότητά μας, δεν νομίζετε! Μα τι να πεις που να μην ακουστεί λίγο; Η μετάφραση είναι άψογη, εξαιρετική, άθλος, κτλ, είναι χλιαρές κοινοτοπίες που καλό θα ήταν να τις αποφύγουμε σε ετούτη εδώ την ανάρτηση. Ο Γιώργος Κυριαζής δημιούργησε το The Zone (
http://www.thezone.gr/), το πρώτο ελληνικό περιοδικό για τον Πύντσον, ένα μπλογκ αφιερωμένο πάλι σε κείνον (
http://pynchonikon.wordpress.com/) και ακόμη, έναν χρήσιμο Πυντσονικό οδηγό (
http://pynchonguide.wordpress.com/) για όποιον θέλει να βγάλει μια άκρη με τις χιλιάδες αναφορές με τις οποίες βασανίζει μεταφραστές και αναγνώστες ο Αμερικανός συγγραφέας. Σίγουρα, ο Πύντσον είναι ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς (αν όχι ο αγαπημένος). Σκέψου μονάχα τούτο: να μεταφράζεις τον αγαπημένο σου συγγραφέα! Έναν άνθρωπο που θαυμάζεις και αγαπάς, και δεν έχεις καμιά διάθεση να “καπελώσεις”, να παραποιήσεις ή να ανταγωνιστείς. Ο Γιώργος Κυριαζής θαυμάζει τον Τόμας Πύντσον και εγώ, ο ανοιχτόμαυλος(!) ο αναγνώστης, το καταλάβαινα σε κάθε σελίδα που διάβαζα.
Ο Τόμας Πύντσον αποτελεί το συγγραφικό μου πρότυπο. Πρώτα και κύρια, είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να γράφει – γιατί χάσκετε έκπληκτοι, συμβαίνει που και που αυτό το φαινόμενο! Δευτερευόντως, δεν ξεχνά να απομονωθεί – πέρα από τις όποιες επικοινωνιακές του ανασφάλειες (ή ασφάλειες;) – για να γράψει. Τα βιβλία δεν γράφονται παρέα με τους μελλοντικούς αναγνώστες τους, ούτε προσφέρονται σαν κεράσματα μέσα από κοινωνικά δίκτυα, γιατί τότε οι έννοιες “κεραστούμε” και “κορεστούμε” γίνονται αξεδιάλυτες και επικίνδυνα ασαφείς. Ούτε γελοίες υπογραφές σε αντίτυπα σε φαντασμαγορικές εκδηλώσεις φλεγμονής του καρπιαίου σωλήνα, ούτε συνεντεύξεις εφ' όλης της ύλης του βιβλίου, στις οποίες σχεδόν όλοι οι συγγραφείς παρουσιάζονται απελπιστικά αδιάβαστοι. Μα, οι σύγχρονοι τρόποι προώθησης αυτά επιτάσσουν, οι σύγχρονοι συγγραφείς πρέπει αναγκαστικά να συμβιβαστούν. Κοίτα τον Πύντσον, σου μοιάζει απαρχαιωμένος; Φυσικά και όχι. Ο Πύντσον επενδύει στην λογοτεχνία και εκείνη τον τοκίζει αναλόγως. Σύγχρονη είναι η φωνή του, όχι η εμφάνισή του. Όταν ξαναβρεθείς σε παρουσίαση βιβλίου και διαβάσεις αργότερα και το βιβλίο του τιμώμενου συγγραφέα, σκέψου με την ησυχία του, τι απόλαυσες περισσότερο από τα δύο και βγάλε τα συμπεράσματά σου. Και μην παραμυθιάσεις τον εαυτό σου ότι τα απόλαυσες εξίσου το ίδιο, γιατί ακούγεται ήδη σαν μεγάλο ψέμα.
Δε θέλω να κάνω συστάσεις και υποδείξεις για εκείνο το βιβλίο του Πύντσον που είναι πιο βατό και άρα μια εύκολη και πολλά υποσχόμενη αρχή. Περισσότερο, δεν θέλω να μου κάνουν οι άλλοι συστάσεις. Τι σημαίνει, με ποιο βιβλίο του θα ήταν καλό να ξεκινήσεις; Μα φυσικά, με το δυσκολότερο! Αν θες να βελτιώσεις τις αντοχές σου απέναντι στην Λογοτεχνία, πάντα από αυτά θα πρέπει να ξεκινάς! Στην βιβλιοθήκη σου, δίπλα από τις επιτυχίες πρέπει να αφήνεις χώρο και για τις αποτυχίες. Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” πριν τιθασευτεί και γίνει “επιτυχία”, με κοιτούσε βλοσυρό από το ράφι, “Ηλίθιε, τι με ταλαιπωρείς, κρατώντας με εδώ;” και εγώ του ανταπέδιδα, “Γαμημένο, θα σε διαβάσω”! Τελικά, το διάβασα και αυτό ήταν μια μικρή μικρή νίκη, ότι τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο απέκτησε μια προσωρινή άδεια παραμονής στην βιβλιοθήκη μου – άλλα είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα επαναστατήσει, θα ψάξει και θα βρει τις αφορμές που θα το βοηθήσουν να ανακαλύψει αν του αξίζει αυτή η θέση, και αν όχι, θα επαναδιαπραγματευτεί σκληρά τους αρχικούς όρους.
Ο συγγραφέας Πύντσον σχεδόν με κάθε συγγραφική του απόπειρα δημιουργεί και από ένα ολοκληρωτικό μυθιστόρημα, που πατάει στα χνάρια των Μόμπι Ντικ, Τρίστραμ Σάντι, Δον Κιχώτη, Οδύσσεια (Ομήρου/ Τζόυς), 2666. Κάθε βιβλίο του είναι μια ωδή στη χαρά της γραφής και μια οδύνη που θρηνεί για την κατάντια του κόσμου μας. Ύστερα από την ανάγνωση ενός βιβλίου του βγαίνεις ρακένδυτος και εξαντλημένος, ύστερα από τρεις απανωτές, ημιθανής και... ημίθεος! Κόπωση και ενόραση συνυπάρχουν μέσα στο μυαλό σου και η κάθε μια “κανιβαλίζει” το σώμα της άλλης. Η κόπωση της ανάγνωσης γρήγορα θα καταλαγιάσει και σύντομα θα πάρει τη θέση της μια κόπωση μόνιμη, μια κόπωση που αντανακλάται πάνω στο πρόσωπό σου από μια θέαση του κόσμου που πλέον είναι ορατή και σε καίει με την αλλόφρονη θέρμη της.
...θυμάμαι ξανά τον Ταιρόν Σλόθροπ, τον οποίο λίγο πριν πέσει μια βόμβα V2 τον προειδοποιούσε μια αναπάντεχη στύση. Τελικά, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια αν ισχυριστώ ότι και η ανάγνωση του Πύντσον κάτι παρόμοιο επιδιώκει, είναι μια συνεχής προειδοποίηση, ή θα σε καταστήσει για πάντα ανίκανο ή θα σου χαρίσει τις εντονότερες στύσεις!
Υ.Γ. Αφιερώνεται στον άνθρωπο που μου πρωτομίλησε για τον Πύντσον!
Μαραμπού
Υ.Γ. 42 Ψήθηκα η μουρλή. Κι ας έλεγα ως τώρα εγώ Πίντσον ποτέ ξανά.
Υ.Γ. 42-42 Αν αναρωτιέστε για την σχιζοφρένεια του πράγματος, εγώ τον γράφω Πίντσον, ο Μαραμπού τον γράφει Πύντσον, κι εγώ ποια είμαι να διαφωνήσω. Άσε που μου φαίνεται πως θα άρεσε και στον ίδιο. Τον Πίντσον.