Αναρωτιέμαι συχνά, «μα δεν σε ενοχλεί το κύκλωμα, που λιβανίζουν μόνο ο ένας τον άλλον;», «μα δεν σε ενοχλούν οι αναγνώστες στην ομάδα που ρωτάνε αν είναι καλός ο Κάφκα;», «μα δεν σε εκνευρίζει αυτός που βρίζει τον Ντοστογιέφσκι;», μα δεν σε ενοχλεί ο τάδε, ο δείνα, ο άλλος, που όλο κάτι λέει για για σένα, για το βιβλίο, το βιβλίο ΣΟΥ, για το αγαπημένο ΣΟΥ βιβλίο, για τον φίλο ΣΟΥ, για τον αγαπημένου ΣΟΥ συγγραφέα κ.ο.κ. Η απάντηση είναι πως δεν με ενοχλεί. Και μιας και δεν είμαι ο Βούδας- μάλλον το ακριβώς αντίθετό του- ξέρω πως δεν με ενοχλεί γιατί δεν μου χαλάει τη χαρά της ανάγνωσης.
Η ανάγνωση με συντροφεύει από παιδί. Ήμουν μοναχικό παιδί κι είμαι μοναχικός και εσωστρεφής ενήλικας. Τα χρόνια που διάβαζα με τον φακό κάτω από το πάπλωμα, ώρες αφότου έπρεπε να έχω πάει για ύπνο, με έχουν διαμορφώσει. Τα βιβλία υπήρξαν οι φίλοι που δεν είχα, τα αδέλφια που δεν είχα, η στήριξη που δεν είχα. Τα βιβλία, ακόμα και τα χειρότερα από αυτά, δεν με απογοήτευσαν ποτέ. Και με βοήθησαν να είμαι εγώ, με τρόπους που δεν θα μπορούσε κανένας άλλος. Τα βιβλία δεν είναι τώρα οι φίλοι μου, ούτε τα αδέλφια, ούτε οι γονείς μου, ούτε τα παιδιά μου, γιατί δεν χρειάζεται πια. Μα έχουν υπάρξει όλα αυτά, κι εγώ δεν ξεχνώ.
Δεν ξεχνώ πώς ξεκίνησα να διαβάζω, διαβάζοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια παιδικά βιβλία, παρακαλώντας για νέα σε γιορτές και γενέθλια. Πως βρέθηκα στα 12 μου σε μια τεράστια σχολική βιβλιοθήκη που μεθοδικά καταβρόχθισα, ούτε τις παύσεις ξεχνώ, ούτε εκείνο το βιβλίο που με ξαναέβαλε σε τροχιά. Κι επίσης ξέρω πόσο δύσκολο είναι να μεταπηδήσει ο αναγνώστης από τους κλασικούς στους πιο σύγχρονους συγγραφείς, να αφεθεί από την ασφάλεια του Ντίκενς, στον αχανή τόπο της σύγχρονης παραγωγής, να αφήσει τον εαυτό του μετά από ένα «μεγάλο» βιβλίο να διαβάσει ένα εύκολοδιάβαστο ευπώλητο, να παραδεχτεί πως διαβάζει περιοδικά- όχι τη Λέξη και το Δέντρο, κι από τα άλλα-, πως διαβάζει καταλόγους, πως διαβάζει ακόμα και τις ετικέτες από τα σαμπουάν στην τουαλέτα. Οκ, όχι τώρα πια, γιατί η πρεσβυωπία είναι ύπουλη και δεν αφήνει χώρο για αυθόρμητες ακρότητες.
Είμαι φετιχίστρια της ανάγνωσης. Δεν με νοιάζει πολύ το σχήμα, το χρώμα, το δέσιμο, με νοιάζει το προσεγμένο περιεχόμενο, η καλή επιμέλεια, το ίδιο το κείμενο. Τσακίζω, σημειώνω, υπογραμμίζω, δανείζω. Τα βιβλία μου ζούνε μαζί μου, γίνονται στόπερ για τις πόρτες μου και πατάκια για τον καφέ μου, είναι παντού γύρω μου, στους τοίχους κάθε δωματίου, ξαπλωμένα σε κάθε επίπεδη επιφάνεια, σε στοίβες στο πάτωμα, και πάνω στα καλοριφέρ. Θα γεράσω με αυτά. Ίσως τότε ξαναγίνουν τα ανήλικα παιδιά μου, όταν τα δικά μου θα είναι πλέον ενήλικα.
Δεν με ενοχλεί η αλληλεπίδραση για τα βιβλία, ούτε με επηρμένους ελιτιστές, ούτε με αναγνώστες που τώρα βρίσκουν πατήματα, μου αρέσει τόσο να μιλάω για αυτά, να μαθαίνω για αυτά, να ρουφάω λεπτομέρειες. Βαριέμαι τους καυγάδες, όμως αυτό είναι μάλλον θέμα ιδιοσυγκρασίας. Και ποτέ δεν θα είμαι «εντός». Μα το πως είμαι λίγο «εκτός» το καθόρισε εκείνη η παιδική ηλικία κάτω από το πάπλωμα με τον φακό. Και μεγάλωσα πολύ πια για να αλλάξει.