19/9/24

"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου






Τρία πράγματα θαυμάζει κανείς στη γραφή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Το πρώτο είναι οι ολοκληρωμένες ιδέες, οι ιστορίες της όσο περίπλοκες κι αν είναι, τελικά καταλήγουν κυκλικά να τρώνε την ουρά τους και να τρώνε κι εσένα που τις σκέφτεσαι ξανά και ξανά και μερικές φορές θέλεις να αρχίσεις το βιβλίο από την αρχή για να καταλάβεις την ψιλοβελονιά του στην πλοκή. Το δεύτερο είναι η ελευθερία της, ενώ γράφει κατά βάση επιστημονική φαντασία ή φάντασι, δεν φοβάται να καταπατήσει συστηματικά τα όρια του ενός και του άλλου, να καταστρατηγήσει με μεγάλη άνεση τα όρια του κάθε είδους, να αφεθεί στη δική της λογοτεχνική φαντασία, χωρίς τις αγκυλώσεις του genre. Και το τρίτο είναι η γλώσσα, ο λυρισμός της, κάποτε «παλιομοδίτικος» και κάποτε εντελώς μεταμοντέρνος και αποσπασματικός, δίνει εικόνες απίστευτης ομορφιάς, σε κυλάει στη λάσπη, και σε τρίβει στην άμμο της ερήμου.

Αυτά τα τρία με γοήτευαν πάντα, από τότε που διάβασα πρώτη φορά τη «Γυναίκα του Λωτ» και δεν μπόρεσα να την ξεχάσω. Από τότε που πήρα όλα της τα βιβλία με τη σειρά, από τότε που την έβαλα μια μέρα να τα υπογράψει ένα -ένα πριν κάνουμε ραδιοφωνική εκπομπή και την μπλόκαρα εντελώς, τόσο που οριακά απάντησε στις ερωτήσεις μου στον αέρα, από τότε που της είπα «Θέλω να γίνω Μπουραζοπούλου όταν μεγαλώσω» (σχετικά πρόσφατα αυτό, πριν από κανένα εξάμηνο). Τα γράφω αυτά, για να είναι ξεκάθαρο πως είμαι φαν. Είμαι φαν του είδους, της γραφής της, της γυναίκας, της λογοτέχνιδας, κ.ο.κ. και ως τέτοια με κανέναν τρόπο δεν είμαι αντικειμενική, ούτε και θα έπρεπε να είμαι. «Όσο ζω, Μπουραζό» που λέει και μια ψυχή που τυχαίνει να είναι κολλητή μου.

Μιας και πρέπει να σας μιλήσω πάντως για μια Τριλογία κοντά 1800 σελίδων, λέω να σταματήσω τους προλόγους. «Ο Δράκος της Πρέσπας» είναι ένα αναγνωστικό επίτευγμα. Έτσι νιώθει μια αναγνώστρια όταν τελειώνει την περιπέτεια και των τριών βιβλίων, οπότε μόνο μπορώ να φανταστώ πώς νιώθει μια συγγραφέας όταν το τελειώνει. Ο πρώτος τόμος, «Η κοιλάδα της λάσπης» εκδόθηκε το 2014, και ο τελευταίος το 2023, οπότε υπολογίζω πως η σκέψη του Δράκου και της Τριλογίας πρέπει να βασάνισε τη Μπουραζοπούλου 10-12 χρόνια, χονδρικά, και να ήταν στη σκέψη της άλλα τόσα.

Πρωταγωνίστρια αδιαμφισβήτητη η Πρέσπα, (οι Πρέσπες), οι λίμνες στο τρίστρατο μεταξύ τριών χωρών, της Ελλάδας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, σε έναν χώρο που μοιάζει κυκλικός, αδελφικός και ενιαίος αλλά στην πράξη χωρίζεται από τα σύνορα σε ένα Ύψιλον μέσα στον κύκλο, ή ένα πεζό λ, φτιάχνοντας και δεν φτιάχνοντας ένα νοητό σήμα της Ειρήνης. λ, όπως η αντίστοιχη ραψωδία της Οδύσσειας, μια κατεβασιά στον Άδη. Ως εδώ θα φτάσω και θα σταματήσω τα σπόιλερ.




Πρώτος τόμος, από την πλευρά της Ελλάδας. Ένας Δράκος έχει εμφανιστεί στη λίμνη της Πρέσπας, ένας δράκος μοβόρος που σκοτώνει και βιάζει γυναίκες, κι έχει αλλάξει τελείως το μικροκλίμα της περιοχής, συνέχεια βρέχει, τα πάντα έχουν βυθιστεί στη λάσπη. Στην ελληνική όχθη, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα δρακολόγων— αποκλειστικά ανδρών μιας και ο Δράκος είναι άκρως σεξουαλικό ον και αρέσκεται να ξεσκίζει γυναίκες—, που κατασκηνώνουν μες στις λάσπες και προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Έχουν σχηματίσει μικροομάδες των τριών, τακτικά και βολεμένα, και έχουμε από όλα τα είδη, υπερεθνικιστές, αστρολόγους, Ορφιστές, επιστήμονες και δαιμονολόγους. Η φυσική με τη μεταφυσική, μπλέκονται, όχι αγαστά, μπας και δώσουν μια λύση.

Η εμφάνιση του Δράκου είχε τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο στην περιοχή, τα πάντα καταστράφηκαν και η χώρα αναγκάστηκε να στραφεί στην παντοδύναμη Παγκόσμια Τράπεζα για δάνεια και εποπτεία. Στην ουσία οι Αρχές της χώρας έχουν χάσει πια κάθε διοικητική δύναμη, και τη διοικούν οι Τελωνειακές αρχές κάθε Περιφέρειας, διορισμένες αυτοπροσώπως από τον Έκτορα Μόζερ, τον Ύπατο αρμοστή της Τράπεζας.

Στον δεύτερο τόμο, την Κεχριμπαρένια Έρημο, βρισκόμαστε από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Εδώ ο Δράκος δρα μόνο Νύχτα. Τα πάντα είναι καυτά, η έρημος έχει καταλάβει τα πάντα, οι δρακολόγοι, άντρες και γυναίκες, δεν τολμούν καν να πατήσουν την άμμο, ζουν πάνω σε ξύλινες εξέδρες.

Στον τρίτο τόμο, τα πάντα πάγωσαν στην Αλβανία. Οι γυναίκες δρακολογίνες (αυτό το δρακολόγοι με πέταγε συνέχεια έξω), μισές τοξότριες, μισές ιέρειες, μοιάζουν με αμαζόνες, υπόσχονται να είναι αειπάρθενες, είτε θέλουν να σκοτώσουν τον Δράκο, είτε θέλουν να σαγηνεύσουν τον Δράκο. Αν δεις τον δράκο, ο δράκος πεθαίνει.

Τις τρεις ιστορίες διαπερνά το λ, η διαφθορά της εξουσίας, μια γυναίκα καλλιτέχνης, ένας άντρας μονόχειρας, οι τρίδυμοι Δράκοι-φύλακες και η έχθρα μεταξύ αδελφών και φίλων, η συνεχής έριδα που φτιάχνουν τα ίδια τα σύνορα κι ο νους μας, όσο η Πρέσπα αντιστέκεται και γίνεται από δυο λίμνες, μία.

Κορυφαίες φιγούρες ο Έκτορας Μόζερ, απόλυτος άρχων και ταυτόχρονα πιόνι της Τράπεζας, η καρικατούρα του Κακού αλλά και το Κακό προσωποποιημένο. Μην πούμε σε ποιον μοιάζει και μας πιάσουν στον στόμα τους (σπόιλερ αλερτ, στον Σόιμπλε). Η Μάνα κουράγιο, Μοίρα, η γυναίκα φίδι, η γυναίκα που μεταμορφώνεται κι είναι πάντα λ, οι τρίδυμοι αδελφοί Δράκοι. Και η δύναμη του νου, της προκατάληψης, της παραπληροφόρησης, η δύναμη του Κατεστημένου να σε ορίσει, η Δύναμη της αγοράς, η Αγορά και η Τράπεζα, παντοδύναμες. Όλα είναι εξουσία. Η Εξουσία. Αυτό είναι το βασικό. Αυτό προσπαθεί κάθε μια από τις φιγούρες να αποδείξει, σε αυτό προσπαθούν να αντισταθούν οι Άνθρωποι. Η Τριλογία βρωμάει πολιτική κυνικότητα και ελπίδα. Η Ελπίδα είναι ο Δράκος. Κι η Εξουσία είναι ο Δράκος. Όλα μέσα στο μυαλό μας, αξεδιάλυτα, να μας καθορίζουν.

Ένιωσα τον νου μου να εκρήγνυται, τελειώνοντας την τελευταία σελίδα του Πάγου. Πριν δέκα χρόνια που διάβασα την Κοιλάδα της Λάσπης, ένιωσα κάτι να μου λείπει, «η πλοκή δεν είναι τόσο σφιχτοδεμένη όσο συνήθως», έγραψα.Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, όπως είμαστε και οι άνθρωποι, σφιχτοδεμένοι, αλλά πάντα παραπαίοντας μέσα στο χάος. Για μένα η λογοτεχνία βάζει όρια στο χάος της καθημερινότητας και του εγκεφάλου μας για να απελευθερώσει την φαντασία. Αυτό καταφέρνει εδώ η Μπουραζοπούλου, να κινητοποιήσει τη φαντασία και να της αλλάξει ρότα∙ γιατί το ταξίδι του Δράκου της Πρέσπας έχει ένα χαρακτηριστικό, σε βοηθάει να γεννηθείς αγνός σαν μωρό μες στα υγρά και τη βροχή, σε παίρνει από το χέρι και σε στεγνώνει σαν παιδί, και σε παραδίδει ενήλικο, στον πάγο της πραγματικότητας.

                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ


"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2014-2023

Ο Δράκος Της Πρέσπας Ι: Η Κοιλάδα Της Λάσπης



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙ: Κεχριμπαρένια Έρημος



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙΙ: Η μνήμη του πάγου





Αν θελήσετε να λάβετε μέρος στο zoom της Κυριακής, κάμετε register εδώ: 




16/9/24

"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι




Οι «Δαιμονισμένοι» εκδόθηκαν πρώτη φορά το 1872, πέντε χρόνια μετά το «Έγκλημα και τιμωρία» και δέκα πριν τους «Αδελφούς Καραμαζώφ». Το να προσπαθήσει κανείς να αποτιμήσει την ανάγνωση ενός τέτοιου μυθιστορήματος θέλει ή πολλά κότσια ή άγνοια κινδύνου. Τίποτα από τα δυο δεν διαθέτω, οπότε θα με συγχωρέσετε, θα πω όσα μπορώ, όσα είναι ανθρωπίνως δυνατόν χωρίς να κάνει κάποιος διατριβή— ειρήσθω εν παρόδω, υπάρχουν άπειρες, και λογοτεχνικές και φιλολογικές προσπάθειες προσέγγισης του έργου, με πιο γνωστές αυτές του Μπαχτίν και του Καμί.

Ο Ντοστογιέφσκι προτίθετο να γράψει ένα μυθιστόρημα-προκήρυξη κατά τον Μηδενιστών κι ορμώμενος από την Υπόθεση Νετσάγιεφ (ένας πυρήνας μηδενιστών σκότωσε ένα πρώην μέλος τους, τον φοιτητή Ιβάνωφ) έχτισε ένα ολόκληρο σύμπαν, όπου η πολιτική και η φιλοσοφία έχουν κυρίαρχο ρόλο. Πάνω από όλα βέβαια εντυπωσιάζει η ψυχογραφική και η αφηγηματική του ικανότητα∙ όπως πάντα. Οι «Δαιμονισμένοι» διαβάζονται «νερό» παρά τον όγκο και την πολυπλοκότητά τους. Ο Νετσάγιεφ ήταν μάλλον σκοτεινή φιγούρα, είχε προσωπικές σχέσεις με τον Μπαχτίν και ο ίδιος ο Μαρξ τον είχε κατηγορήσει για πράκτορα.

Σε αυτόν τον τύπο στήριξε έναν από τους κεντρικούς του χαρακτήρες, τον Πιοτρ Στεπάνοβιτς Βερχοβένσκι∙ και στον δικό του καθοδηγητή στα νιάτα του στην ομάδα Πετρασιέφσκι στήριξε την αινιγματική προσωπικότητα του Σταβρόγκιν. Μα ας μην προτρέχω, γιατί δεν βιάζεται κι ο συγγραφέας. Σε μια εμβληματική σκηνή, μόλις στη σελίδα 300, μας συστήνει τους δύο βασικούς ήρωες του, εντελώς θεατρικά, αναγγέλοντας τον έναν και παρουσιάζοντας τελικά τον άλλον. Μέχρι τότε, μας μιλά για τη Βαρβάρα Πετρόβνα, τη μητέρα του Σταβρόγκιν και τον Στεπάν Τροφίμοβιτς, τον πατέρα του Πιοτρ Στεπάνοβιτς, κι είναι σαν να μας μιλά για τους πρόδρομους του μηδενισμού. Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς ήταν ένας χαλαρός φιλελεύθερος διανοούμενος που είχε τα φόντα να γίνει καθηγητής Πανεπιστημίου, μα προτίμησε να γίνει παιδαγωγός στο σπίτι της Βαρβάρας Σταβρόγκινα και να ζει παρασιτικά από τα λεφτά της για είκοσι χρόνια. Αυτός μόρφωσε τον γιο της, αυτός την ψυχοκόρη της Ντάρια και τον αδελφό της Σάτοφ, αυτός και μια συγγενή αρχοντοπούλα τη Λιζέτα Νικολάβιεγνα∙ μολαταύτα τον δικό του γιο ΠιοτρΣτεπάνοβιτς τον έστειλε μακριά με μια ταχυδρομική άμαξα σε κάτι μακρινούς συγγενείς.
Ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς είναι κυνικός, αδίστακτος, θρασύς, ένας άντρας ορφανός, που δεν τον συνέτρεξε κανείς, που μιλά ακατάπαυστα και εκμεταλλεύεται τους πάντες για να δημιουργήσει χάος. Όμως λατρεύει τον Σταβρόγκιν και τον χρειάζεται για καθοδήγηση. 

Ο Σταβρόγκιν πάλι είναι ίσως ο πιο αμφίσημος και περίπλοκος χαρακτήρας από καταβολής της λογοτεχνίας. Ευγενής, κι όμως διατεθειμένος να αλλάξει τον κόσμο, ταυτόχρονα νάρκισσος και βαθιά ανασφαλής, ένα τέρας που οι πράξεις του θα ανατρίχιαζαν τον καθένα και οδηγούν ανθρώπους στην ατίμωση και στον θάνατο, που λειτουργεί παρορμητικά και κάνει τα πιο ακραία πράγματα την πιο ακατάλληλη στιγμή, που μετά τα κρίματά του αυτοτιμωρείται φρικτά, ένας άνθρωπος σπασμένος, χωρίς αίσθηση εαυτού, και συνάμα τόσο γοητευτικός που όλες οι γυναίκες διαλύουν τη ζωή τους για χάρη του. Το αίνιγμα και η λύση του γρίφου μαζί.

Το μυθιστόρημα βασίζεται πολύ στον διάλογο για να περάσει τα πολιτικά και φιλοσοφικά του μηνύματα, όπως και οι «Αδελφοί Καραμαζώφ». Την εποχή που το γράφει ο Ντοστογιέφσκι είναι πια βαθιά θρησκευόμενος και σλαβόφιλος, αν και αφήνει τους ήρωες να μιλήσουν ανοιχτά ο καθένας για το όραμα και την ηθική του συγκρότηση, δίνοντας σε μας την ευκαιρία να βγάλουμε συμπεράσματα. Η σύγκρουση είναι ανοιχτή, αθεισμός εναντίον θρησκείας, σοσιαλιστικές και μηδενιστικές θεωρίες που έρχονται από το εξωτερικό απέναντι στην λατρεία του ρώσικου λαού και την σλαβοφιλία.

Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει το χάος, το διαισθάνεται, το περιγράφει, καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που έρχεται από τους διανοούμενος και αυτό που προέρχεται από τους εργάτες και τους μουζίκους. Προσπαθεί να το κατανοήσει –φυσικά παρεμβαίνει κι η δική του προσωπική εμπειρία, η εικονική εκτέλεση, τα τέσσερα χρόνια στα κάτεργα, άλλα τόσα στην εξορία, για τη συμμετοχή του στην ομάδα Πετρασιέφσκι. Κι όταν κάποιος έχει βρεθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα κι του έχει δοθεί χάρη την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, την ώρα που οπλίζουν οι στρατιώτες, έχει διαφορετική οπτική για τα πράγματα.

Λογοτεχνικά, το έργο είναι ποταμός, 900+ σελίδες, 42 χαρακτήρες, όλοι με τα τραύματα και τις ιδιαιτερότητές τους, οι 16 πεθαίνουν, ένας συγκλονιστικός πρωταγωνιστής που ο συγγραφέας τού αφιερώνει τις λιγότερες σελίδες, κι ας μας καθηλώνει. Εδώ έχουμε κι έναν πολύ ενδιαφέροντα αφηγητή, έναν τριετεύοντα χαρακτήρα, τον Αντόν Λαβρίεβιτς, φίλο του Στεπάν Τροφίμοβιτς, που αναγκάζεται αρκετές φορές να δικαιολογηθεί γιατί μας αφηγείται πράγματα από δεύτερο χέρι, μιας και δεν έχει δουλειά ας πούμε να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις της μηδενιστικής ομάδας. Έτσι δημιουργεί μια αφηγηματική πολυφωνία, πολύ πρωτότυπη για την εποχή, όπου κυριαρχούσε ακόμα ο παντογνώστης αφηγητής.

Οι ηρωίδες του, όλες δευτερεύουσες, είναι πολύ δυναμικές. Συνάμα έχουμε σχόλια όπως «οι γυναίκες είναι υστερικές», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται», και σκηνές όπου συγκροτημένοι γυναικείοι χαρακτήρες λιποθυμούν για τα μάτια ενός άντρα. Οι δυο μεγαλύτερες σε ηλικία φιγούρες, η Βαρβάρα Πετρόβνα και η Γιούλια Μιχαήλοβα είναι υπερβολικά φιλόδοξες και στο τέλος, ειδικά η δεύτερη γελοιοποιείται πλήρως. Ο συγγραφέας πάντως κοιτάζει μάλλονμε συμπάθεια άλλες, την αγαθή και κουτσή Μαρία Λεμπιάτκινα που παντρεύεται ο Σταβρόγκιν σε μια παρόρμηση, τη γυναίκα του Σάτοφ που γυρνά έγκυος από τον Σταβρόγκιν στον άντρα της.

Ο Ντοστογιέφσκι, που εδώ γράφει μια τραγωδία στη μορφή σάτιρας, με στιγμές ακραίου χιούμορ, δεν διστάζει να σπάσει πλάκα και με το σινάφι του, έχοντας ως ήρωα μια καρικατούρα συγγραφέα, που αρέσκεται στο εγώ του, με συνεχή σχόλια για έργα της εποχής, του Τουργκένιεφ, του Φουριέ, του Τσερνισέφσκι. Ιδιαίτερα σκωπτικός είναι για το «Πατέρες και Γιοι», αν και ο Στεπαν Τροφίμοβιτς και ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς μοιάζει να είναι βασισμένοι στο έργο του Τουργκένιεφ. Το οικοδόμημα είναι τόσο καλά συγκροτημένο, που ταυτίζεσαι με την πάλη των (εν πολλοίς) αντιπαθητικών ηρώων να βρουν τον εαυτό τους και τη θέση τους σε μια κοινωνία που αλλάζει συνεχώς. Μερικές φορές συμπαθείς ακόμα κι ένα τέρας όπως ο Σταβρόγκιν, τον συμπονάς και νιώθεις κοντά του. Η ζωή, το ποιοι είμαστε, η κοινωνία, η πολιτική, η έννοια του Θεού, η σκέψη της αυτοκτονίας, ο θάνατος, όλα γυρίζουν μεγαλειωδώς στο μυαλό του αναγνώστη, χωρίς καν να το καταλάβει. Υπήρξαν στιγμές που έκλεινα για λίγο το ογκώδες τούβλο κι αναφωνούσα «Τι έγραψε ο άνθρωπος». Ένας άνθρωπος- θεός της λογοτεχνίας— που όμοιο του δεν έχουμε γνωρίσει. Που τολμά να πει πως τόσο αν ακολουθήσεις και ενστερνιστείς πλήρως τον αθεισμό, όσο και την πίστη στα θεία, τότε γίνεσαι Θεός κι η μόνη λύση που σου μένει είναι να αυτοκτονήσεις.

Οι «Δαιμονισμένοι» ή «Δαίμονες» όπως μεταφράζονται συχνά στα αγγλικά, είναι ένα βιβλίο για τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα και τις στιγμές μεγαλείου. Μας μιλά για ταραγμένους πολιτικά και κοινωνικά καιρούς, μα κυρίως μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Κι έτσι μεταμορφώνεται ένα έργο-πολιτική προκήρυξη σε ένα έργο παγκόσμιο λογοτεχνικό αριστούργημα.

                                          Κατερίνα Μαλακατέ


"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα 


6/7/24

"Ατίμωση", J.M. Coetzee







Τι είχα καταλάβει διαβάζοντας την πρώτη φορά την Ατίμωση του Κουτσί (ή Κουτζέι ή Κούτσι ή Cootzee τέλος πάντων, το έχουμε πει κατά καιρούς στην Ελλάδα). Την τύφλα μου τη μαύρη. Αυτό είχα καταλάβει, γιατί η Ατίμωση, που είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστη, έχει την ικανότητα να αποκοιμίζει τον Δυτικό αναγνώστη που ξέρει τα βασικά για τη Νότιο Αφρική και ίσως να μην ασχολήθηκε ποτέ σε βάθος με το απαρτχάιντ. Γενικά κι αόριστα ένιωθα αποτροπιασμό για το τελευταίο ανοιχτά ρατσιστικό καθεστώς της γης, χωρίς να δίνω και πολλή σημασία.
Χρειάστηκε η Λέσχη, δύο ώρες κουβέντα δια ζώσης, άλλες τόσες διαδικτυακά, για να κατασταλάξει μέσα μου, αυτό που έπρεπε να είναι ξεκάθαρο από την αρχή, αλλά δεν ήταν, γιατί έβλεπα το βιβλίο από τα μάτια μιας λευκής. Αυτή είναι η γοητεία, λευκός είναι ο Κουτσί, και ξέρει πως απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό κι όχι στους Αφρικάανς ή τους μαύρους συμπατριώτες του. Για αυτό χρησιμοποιεί έναν ύπουλο, τριτοπρόσωπο αφηγητή, που έχει εστίαση μόνο από τον πρωταγωνιστή, τον Ντέιβιντ Λούρι. Και μας αφήνει στην αρχή στην αρχή να ταυτιστούμε κι έπειτα να ντραπούμε.
Ο Ντέιβιντ είναι πενηντάρης, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο και διδάσκει Μπάιρον σε ένα ακροατήριο που δεν ενδιαφέρεται. Το μόνο που τον νοιάζει είναι το σεξ με νεαρές γαζέλες. Κι έτσι, όταν τον εγκαταλείπει η πληρωμένη φιλενάδα του, βρίσκει μια υπερκούκλα φοιτήτρια του. Εκείνη τον καταγγέλει, και ξεκινά η ιστορία. Για όσους ενδιαφέρονται για τη θεωρία της λογοτεχνίας, αυτό είναι το αγκίστρι μας, το καταπίνει αμάσητο ο αναγνώστης για να συνεχίσει μια ιστορία που κατά τα άλλα φαίνεται τελείως αδιάφορη.
Ο Ντέιβιντ θα φύγει από το Πανεπιστήμιο ατιμασμένος μα ακόμα θρασύς και επηρμένος και θα πάει στην κόρη του που έχει ένα αγρόκτημα και φυλάει σκυλιά. Σκυλιά, γιατί αυτά εκπαίδευαν οι λευκοί για να δαγκώνουν τους μαύρους που έφευγαν ή στασίαζαν από τη σκλαβιά, σκυλιά, γιατί αυτά θα πυροβολήσουν πρώτα, αλλά κι αυτά θα αγαπήσει ο πρωταγωνιστής, σε αυτά θα εναποθέσει τις ελπίδες του. Όμως ελπίδα δεν υπάρχει, στο αγρόκτημα θα έρθει κι άλλη ατίμωση, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη∙ τόσες ατιμώσεις, που δεν φαντάζεται κανείς.
Η Ατίμωση γράφεται το 1998, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του απαρτχάιντ. Και το βασικό της θέμα είναι το αβίωτο και το εντελώς παράλογο της ζωής σε μια χώρα που για τόσα χρόνια είχε θεσμοθετημένο ρατσιστικό καθεστώς και τώρα πια δεν έχει. Κανένας δεν ξέρει πού πατάει και που βρίσκεται, η βία μετά τη βία, η εξουσία, μετά την εξουσία, το βάρος της ευθύνης των κριμάτων της παλαιότερης γενιάς, η εξιλέωση και η κάθαρση που δεν έρχονται, δεν μπορούν να έρθουν.
Ο Λούρι είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς που έχει συνηθίσει να ζει σε μια βίαια εκδυτικοποιημένη και αποικιοκρατική Νότιο Αφρική. Δεν είναι ρατσιστής ο ίδιος, όμως δεν μπορεί να καταλάβει τη νέα εποχή κι ούτε να ζήσει σε αυτή. Προσπαθεί, κάνει μια γενναία αλλαγή, από εκεί που τον νοιάζουν μόνο αν μια γυναίκα είναι αδύνατη και νέα κι αν θα βρει κάποια τέτοια να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ανάγκες, βρίσκεται συνεχώς σε αδιανόητες καταστάσεις με κορυφαία την απόφαση της κόρης του να κρατήσει το παιδί της που είναι προϊόν βιασμού.
Δεν είναι τυχαία η ενασχόλησή του με τον Μπάιρον, έναν ρομαντικό ποιητή που είναι γνωστός γιατί πέθανε για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες στην επαναστατική Ελλάδα, μα ταυτόχρονα έναν έκφυλο μέθυσο, που απολάμβανε φαΐ, ναρκωτικά, αλκοόλ, όργια, με αδηφάγα ορμή, που δεν δίστασε να στήσει τρίγωνα, τετράγωνα πεντάγωνα με τον καλύτερό του φίλο, που δεν σταμάτησε ούτε στην αδελφή του και στην αιμομιξία.
Ο Ντέιβιντ Λούρι μαθαίνει πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια των ατιμώσεων του, μαθαίνει τι είναι πατρίδα, τι είναι αγάπη, τι σημασία έχει η τέχνη, μαθαίνει πως θέλει να μιλήσει για την πτώση κι όχι την ακμή. Όμως τελικά αποτυγχάνει, είναι πολύ μεγάλος, δεν μπορεί να κατανοήσει αυτόν τον νέο κόσμο που ανατέλλει, κι είναι τόσο βίαιος απέναντί του, αυτή δεν είναι η πατρίδα του πια, εγκαταλείπει.
Η Λούσι, η κόρη του, είναι η νέα εποχή λευκών, η πατρίδα τους είναι η Νότιος Αφρική και θα δεχτούν όποια ταπείνωση για να εξιλεωθούν και να παραμείνουν, να γίνουν ένα. Το παιδί στην κοιλιά της, προϊόν βίας, θα είναι η νέα γενιά, μια γενιά μιγάς, που θα αφήσει πίσω τη βιαιότητα των γονιών της, άσπρων και μαύρων και θα γεννηθεί άσπιλη. Ίσως.
"Μίσος... Σε σχέση με τους άντρες και το σεξ, Ντέιβιντ, δεν με εκπλήσσει τίποτα πια. Ίσως για τους άντρες το μίσος προς τις γυναίκες να κάνει το σεξ πιο συναρπαστικό. Άντρας είσαι θα ξέρεις. Όταν κάνεις σεξ με κάποια άγνωστη -όταν την παγιδεύεις, την ακινητοποιείς, τη βάζεις κάτω, ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω της-, δεν είναι λίγο σαν να τη σκοτώνεις; Μπήγεις το μαχαίρι∙ και μετά βγαίνεις κι αφήνεις το σώμα γεμάτο αίματα. Δεν νιώθεις σαν να διαπράττεις δολοφονία, σαν να σκοτώνεις ατιμώρητα;"
Η Λούσι είναι η Νότιος Αφρική. Για αυτό δεν την καταλαβαίνουμε.
Ο Κουτσί στην Ατίμωση, αν και χρησιμοποιεί όλα του τα βασικά θέματα, τον μαρασμό του σώματος, τη σεξουαλική απόλαυση, την αγάπη για τα ζώα, τις προκαταλήψεις, κάνει ένα βασικό πολιτικό σχόλιο που το κατανοεί στην ολότητά του μονάχα όποιος έχει ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις, όπου το άτομο, διαλυμένο από την Ιστορία, ψάχνει να βρει θέση να σταθεί, εκεί που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Η εξουσία είναι το θέμα, για αυτό μια γυναίκα όπως η Λούσι, φεμινίστρια λεσβία, υποτάσσεται. Γιατί ψάχνει να βρει που ανήκει και διαφυγή δεν υπάρχει. Οι γυναίκες πάντοτε ιστορικά εξάλλου, αναγκάζονται να υποταχθούν. Άλλη λύση δεν υπάρχει.
Ο Κουτσί ήταν πάντα λόγιος, γεννημένος το 1940, έζησε κοντά πενήντα χρόνια στο απαρτχάιντ, δεν κατέβηκε ποτέ σε διαδηλώσεις, αν και από τα πρώτα έργα του ήδη ήταν ξεκάθαρη η αντίθεσή του. Με την Ατίμωση, που του χάρισε το δεύτερο Booker (δεν πήγε να πάρει κανένα από τα δυο γιατί δεν ήθελε να αποσπαστεί από το γράψιμο), πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, κλείνει στην ουσία του η προσωπική του ιστορία και η λογοτεχνική του πορεία στη Νότιο Αφρική. Ήδη από το 2002 μεταναστεύει στην Αυστραλία κι εκεί θα δεχτεί το Νόμπελ το 2003. Η Ατίμωση τού έφερε πολλούς προσωπικούς μπελάδες, με κορυφαία την καταδίκη της από τη Νοτιοαφρικάνικη βουλή ως βιβλίο ρατσιστικό. Η λογοτεχνική του εποχή στην Αυστραλία ξεκινά με έναν Κουτσί αλλαγμένο, που ασχολείται ακόμα περισσότερο με τη λογοτεχνία και την ουσία της, γράφει βιβλία ακόμα πιο δύσκολα και μεταμοντέρνα, μα πάντα με αυτή τη χαρακτηριστική, κρυστάλλινη γραφή. Η κάθε λέξη έχει τη θέση της, η κάθε φράση έχει τη θέση της, η κάθε παράγραφος.
Ο Κουτσί έχει σπουδάσει Αγγλική φιλολογία και μαθηματικά, κι έπειτα σημειολογία για γλωσσολογία. Έγραψε στα αγγλικά αλλά πάντα τον απασχολούσε βαθιά η τύχη των μικρότερων γλωσσών, της μητρικής του, των Αφρικάανς και των 13 μαύρων φυλών της πατρίδας του. Το τελευταίο του βιβλίο ο Πολωνός κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανική μετάφραση και μετά στα Αγγλικά, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η γλώσσα για κείνον είναι το εργαλείο μας για να κατανοήσουμε τον κόσμο και για αυτό, σε όλα του τα βιβλία, αυτό εντυπωσιάζει, το πόσο συναίσθημα κρύβει η λιτότητα, το πόσα πράγματα πρέπει να σκεφτείς αφού τελειώσεις το βιβλίο του που λόγω της διαύγειας της γλώσσας σε εκμαυλίζει να το τελειώσεις σε δυο απογεύματα.


Κατερίνα Μαλακατέ



"Ατίμωση", J.M. Coetzee, μτφ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα 
   

15/6/24

"Η κυρία Νταλογουέι", Virginia Woolf






Τρέφω μια κάποια λατρεία για τη Βιρτζίνια Γουλφ, όλα τα κείμενά της, αλλά πιο πολύ τον Φάρο και την Νταλογουέι. Δεν είναι μόνον τι αντιπροσωπεύει για τις γυναίκες της γραφής η Βιρτζίνια, την απελευθέρωσή μας, την πίστη πως οι γυναίκες μπορούν να γράψουν ισάξια με τους άντρες χωρίς να τους μιμούνται, δεν είναι πως ήταν ιδιοφυής και στέκεται μαζί με τον Τζόυς και τον Προυστ εκεί ψηλά στα εικονίσματα του μοντερνισμού, είναι που αγαπώ τον κυματισμό της γραφής της, που αν αφεθώ στις σπείρες και τους μαιάνδρους της, προκύπτει μέσα μου ένα άλλο κείμενο, μέσα στο κείμενο, σαν να είναι το μυαλό μου που δημιουργεί τις εικόνες κι όχι το δικό της.

Η κα Νταλογουέι είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Χρησιμοποιεί τη ροή συνείδησης όχι μόνον στους πρωτοπρόσωπους εσωτερικούς μονολόγους αλλά και στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, δημιουργώντας χωρίς να το καταλάβει ο αναγνώστης, μια πολυπρισματική αφήγηση, όπου κάθε ήρωας με τον δικό του συνειρμικό τρόπο μάς λέει μια πλευρά της ιστορίας. Σιγά σιγά τα κομμάτια ολοκληρώνονται, δημιούργουν ένα καλειδοσκόπιο μέσα στη ψυχή της Νταλογουει και του συμπρωταγωνιστή της, του Σέπτιμους.

Νταλογουέι και Σέπτιμους, η πρωταγωνίστρια και η σκιά της, το ανάλαφρο φως και το βαρύ σκοτάδι της υπαρξιακής ανησυχίας και του τραύματος, δεν συναντιούνται ποτέ. Ένας ήχος σαν πιστολιά ακούγεται στην αρχή του βιβλίου, έχει η σκάσει η εξάτμιση ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, για την Νταλογουέι και την κοινωνία, το θέμα είναι ποιος ή ποια διάσημη είναι μέσα σε ένα τέτοιο αμάξι, για τον Σέπτιμους είναι η σκανδάλη για να γυρίσει στον Πόλεμο και το μετατραυματικό του σύνδρομο. Οι δυο χαρακτήρες δεν βρίσκονται ποτέ, όμως τους ενώνει μια αόρατη γραμμή, που είναι κεντρικό θέμα του βιβλίου, η αγωνία και η δυσφορία της ύπαρξης.

Η κα Νταλογουέι σκέφτεται τον νεανικό της έρωτα, τον Πίτερ, κι ο Πίτερ τη σκέφτεται. Αλλά είναι παντρεμένη με τον Ρίτσαρντ Ντάλογουει, πολιτικό ήσσονος σημασίας και μάλλον μικρής ευφυίας, που όμως της εξασφαλίζει μια πλούσια ζωή. Εκείνη, δεν έχει τίποτα άλλο παρά να ετοιμάζει δεξιώσεις και το κάνει καλά, νιώθοντας κάθε στιγμή το κενό να τη ζυγώνει, βλέποντας σε κάθε γωνιά τον Πίτερ. Μα όταν ο Πίτερ έρχεται, δεν σηκώνει καν το βλέμμα από το φόρεμα που μαντάρει. Είναι αποτυχημένος.

Η Γουλφ γράφει ένα αρχετυπικό βιβλίο για τη γυναικεία κατάσταση. Η Νταλογουει, τραγικά κοσμική, παθαίνει κρίση άγχους λίγο πριν την δεξίωση, μήπως δεν πάνε όλα ρολόι, μήπως δεν έρθει ο τάδε και ο δείνα, μήπως δεν πετύχει∙ και κατά τη διάρκεια της πολύ πετυχημένης εκδήλωσης, στεναχωριέται όταν όλοι μιλούν για μια αυτοκτονία στη δεξίωσή της, μα αν είναι είναι δυνατόν, τι θλιβερό θέμα, και δεν βλέπει τους δυο ανθρώπους που αγαπά, τους αφήνει στη γωνία για να τριγυρνά κρεμασμένη στο μπράτσο του πληκτικού πρωθυπουργού. Την πλαισιώνουν η όμορφη κόρη της, Ελίζαμπεθ, που στην αρχή το μόνο που μαθαίνουμε για αυτή μέσα από τη Νταλογουέι είναι πως δεν της μοιάζει και μάλλον δεν έχει τη γοητεία της. Μετά, μέσα από τα μάτια άλλων αφηγητών, μαθαίνουμε πως είναι το ωραιότερο κορίτσι της πόλης. Εκεί είναι και η κυρία Κάλισμαν, μορφωμένη, αλλά άσχημη, φτωχή και θεούσα και η υπηρέτρια Φραν, η μόνη που απολαμβάνει το σεξ. Α, και η ερωμένη της Νταλογουέι είναι εκεί.

Η Γουλφ μιλά για σεξ και σεξουαλική ικανοποίηση, ομοφυλοφιλία και έρωτα, για τη ματαιότητα της ύπαρξης, τον συμβιβασμό στα κοινωνικά πρότυπα, για κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες και τις γυναίκες εν γένει. Το κεντρικό της όμως θέμα είναι ο θάνατος, η αυτοκτονία, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, η ψυχική ασθένεια. Α, και οι γιατροί που κακοποιούν ανεξέλεγκτα όποιον ψυχικά ασθενή, λέγοντας του είτε να το ξεπεράσει είτε να βρεθεί εκτός κοινωνίας σε κάποιο ίδρυμα.

Διάβασα στο πλαίσιο της Λέσχης τη κα Νταλογουέι, για τρίτη φορά, και την έβαλα στη Λέσχη για μένα, γιατί ένιωθα την ανάγκη να την ξαναδιαβάσω, τώρα που ξεπέρασα την ηλικία που την έγραψε η Γουλφ, τώρα που πλησιάζω την ηλικία της Ντάλογουει, που κάτι ξέρω από ματαιότητα, κοινωνικές μάσκες και τραύμα.

Η κα Νταλογουέι είναι και δεν είναι άλτερ ίγκο της Βιρτζίνιας Γουλφ, τι δουλειά έχει εξάλλου η Γουλφ να ταυτίζεται με μια κοσμική επιφανειακή κυρία. Αν την συνδέσεις όμως με το τραύμα του Σέπτιμους, τον αυτοκτονικό ιδεασμό του, τη βαθιά μαυρίλα της ύπαρξης, τότε τα δυο μαζί, άντρας και γυναίκα, όχι μόνο είναι το άλτερ ίγκο της, είναι τα δυο πρόσωπα της Γουλφ-Ιανός.

Η Βιρτζίνια Γουλφ περιγράφει τα τραύματα και τους συμβιβασμούς μας, τη βαθιά απογοήτευση των ανθρώπων από την πεζότητάς τους, την ανικανότητα να ζήσουμε βαθιά, πέρα από συμβάσεις, πέρα από την σκοτεινιά μας, την αδυναμία να βγούμε στο φως αγνοί από τους άλλους. Και το κάνει ενώ η ίδια είναι εικόνισμα και όχι άνθρωπος∙ θα έπρεπε κάθε μέρα οι γυναίκες συγγραφείς ν’ ανάβουμε ένα κεράκι στην αναρχική και ιδιοφυή ψυχή της.



                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Η κυρία Νταλογουέι", Virginia Woolf, μτφ. Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο

21/5/24

Στην 20η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης




μαμά, μαμά, βρήκα το πρόγραμμα


Είκοσι χρόνια Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, ακούγεται σαν ψέμα και μερικές φορές οι Θεσσαλονικείς νομίζουν και πως είναι ψέμα. Την πρώτη κρυάδα την τρως από τον ταξιτζή «Ωχ, αυτό στην παραλία; Θα βρέχει συνέχεια;». «Όχι, όχι, στη HELEXPO» του απαντάς και σε κοιτάει με βλέμμα θολό. Η πόλη δεν χορεύει στους ρυθμούς της Έκθεσης, δεν έχει καν ένα banner στην είσοδο. Η Έκθεση βιβλίου είναι το καλά κρυμμένο μυστικό από τους κατοίκους της πόλης.




Μα θα μου πεις, εκεί είναι μια επαγγελματική Έκθεση. Μα θα σου πω, χμ, πρώτον εκεί οι Εκδότες πουλάνε βιβλία στο κοινό, όχι στους επαγγελματίες, άρα χρειάζονται την είσπραξη και δευτερευόντως στις πόλεις του εξωτερικού που γίνονται αντίστοιχες Εκθέσεις, κι εκεί οι εκδότες δεν πουλάνε βιβλία και δεν παριστάνουν τους βιβλιοπώλες (κάτι δικά μου), ο κόσμος συρρέει. Γιατί εκεί όλα τα βιβλία είναι μαζεμένα, γιατί εκεί είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας, γιατί εκεί είναι ο φυσικός χώρος του βιβλιόφιλου.

Στοπ η γκρίνια. Πηγαίνω στην Έκθεση ανελλιπώς από το 2015. Φέτος ήταν μια υποτονική χρονιά, με λίγους καλεσμένους ξένους συγγραφείς, έχουμε δει εκεί Κρασναχορκάι, και Μπρυκνέρ, και Καμπρέ, και Γκοσμποντίνοφ, είναι μια απομάγευση ο βασικός ξένος συγγραφέας να είναι ο Φίτζεκ (μετά συγχωρήσεως) και ο Στάσι (πάλι μετά συγχωρήσεως) και να μην φτάνουν και τα ακουστικά. Δεν βοήθησε καθόλου και η τιμώμενη χώρα, η Σάρζα, ένα εμιράτο, που έστησε ένα Ταζ Μαχάλ μες στην Έκθεση και μοίραζε δωρεάν κουκλάκια. Συγγνώμη που συνέχισε η γκρίνια.


Αλλά η Έκθεση είχε φεστιβάλ νέων λογοτεχνών και μετάφρασης, και τις Λέσχες πάλι στο προσκήνιο, και μιάμιση μέρα εκδηλώσεις για τη γυναικεία λογοτεχνία και Poetry Booth. Και για δεύτερη χρονιά επαγγελματικό πρόγραμμα (λειψό ακόμα και λίγο, αλλά επιτέλους γίνεται πραγματικά Διεθνής). Και, αυτές τις ατελείωτες εκδηλώσεις, περίπου 400 μέσα στην Έκθεση, και αρκετές τριγύρω που με είχαν μαγέψει όταν είχα πρωτοπάει και σιγά σιγά με κουράζουν αφόρητα. Για να κάνεις πραγματική Έκθεση πρέπει πού και πού να λες και κανένα όχι, δεν μπορεί καθένας να κάνει μια εκδήλωση, δεν έχει νόημα να κάνεις μια εκδήλωση Παρασκευή στις 4μ.μ. που όλοι δουλεύουν ακόμα και οι Αθηναίοι δεν έχουν φτάσει, ή την Κυριακή στις 7μ.μ. που όλοι μαζεύουν. Δεν έχει νόημα να ακούμε με στόμφο ατελείωτες κοινοτοπίες γραμμένες σε χαρτιά, ο δημόσιος προφορικός λόγος είναι διαφορετικός από τον γραπτό, όποιος διαβάζει από μέσα το κειμενάκι του, καλύτερα να το δώσει κάπου να δημοσιευτεί και να μην μας κάνει να κοιμόμαστε. Άσε που το πρόγραμμα τυπωμένο ήτανε κρυμμένο και διαδικτυακά τόσο στο site και στην εφαρμογή εντελώς δύσχρηστο (και το λέω κομψά, άλλη είναι η φράση)


Είδα φρέσκα παιδιά, νέες ιδέες, είδα εκδηλώσεις για τις γυναίκες πολύ σημαντικές και άλλες όχι και τόσο, παλιακές και παρωχημένες, είδα τον φεμινισμό τώρα, και χθες, είδα τη λογοτεχνία τώρα και χθες. Κατά τη γνώμη μου μέρος της ευθύνης για την απώλεια επισκεπτών φέτος έχουν αυτές οι παλιακές εκδηλώσεις, με τους τρεις φίλους του ομιλητή να κουνάνε το κεφάλι από κάτω. Θα μου πεις ωραία τα λες, αλλά δεν έχεις την ευθύνη όλου αυτού του εντυπωσιακού οικοδομήματος. Όχι, και δεν θα ήθελα κιόλας για να είμαι ειλικρινής, το βάρος είναι δυσβάσταχτο. Χρειάζονται κι άλλα κονδύλια, κι άλλοι άνθρωποι, σχεδιασμός ετήσιος. Τόσο απλά.

Παρουσίαση Know her Words



Φέτος, επειδή είχα κάνει το λάθος πέρυσι να φορτώσω το πρόγραμμά μου, αποφάσισα να ανέβω Θεσσαλονίκη κυρίως ως αναγνώστρια. Μόνο μια εκδήλωση ως αντιπρόεδρος του PEN Greece, που τη χάρηκα, την προετοίμασα, την ευχαριστήθηκα. Μπορείτε να τη δείτε εδώ (όσο θα τα καταφέρετε, γιατί πέφτει από πάνω η διερμηνεία): https://www.youtube.com/watch?v=EYUgPVlUdPs 

Ευχαριστήθηκα και τους φίλους που τόσα χρόνια λόγω Έκθεσης, Διαβάζοντας και Λεσχών έχω κάνει στη Θεσσαλονίκη. Αγάπησα όσους και όσες με έκοβαν όσο χαιρετούσα κάποιον άλλο και μου λέγανε κάτι σαν «σας αγαπώ πολύ και να συνεχίσετε, σας παρακαλώ» (ψώνιο alert). 


φίλοι, ναι, αυτό, φίλοι <3 




Με έκανε να βουρκώσω το secret writer crush μου, συνειδητοποίησα πως αν αγαπάς τόσο πολύ τα βιβλία κάποιας, πρέπει αυτή η κάποια να είναι τόσο σπουδαίος άνθρωπος. Θα σας αφήσω να μαντέψετε ποια είναι.

μην κοιτάτε τον Μπέκο.-



Χάρηκα την πόλη, τα ξενύχτια, τα ποτά (όχι τα τσιγάρα, εντάξει). Αν και γύριζα κάθε βράδυ σαν καπνισμένος γαύρος (γιατί καπνίζετε μέσα, ρεεεεεε). Και τώρα που είπα γαύρος, την Έκθεση δεν την βοήθησε ο… ΠΑΟΚ. Να τα λέμε κι αυτά, το κέντρο από την Κυριακή το μεσημέρι τίγκα στις κλούβες και τα δακρυγόνα, φοβιστικό και κλειστό στην ουσία, ποιος θα κατέβαζε το παιδί του στο παιδικό περίπτερο.





Ομολογουμένως, φέτος που δεν ήμουν ούτε συγγραφέας, ούτε βιβλιοπώλισσα, ούτε επαγγελματίας εκεί, ήμουν απλά αναγνώστρια που καθόταν στο πάτωμα για να δει εκδηλώσεις, πέρασα καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Κι αυτό το τρομαγμένο σπουργίτι που ανέβηκε στην Έκθεση πρώτη φορά το 2015, νιώθοντας το κάπως σαν ιεροσυλία, τι κάνω εγώ εκεί ανάμεσα στους πραγματικούς συγγραφείς (impostor syndrome το ελένε), φέτος αγκάλιασε τόσους πολλούς φίλους— κι έμαθε να αποφεύγει τόσους πολλούς λύκους— που επιτέλους ένιωσε πως ανήκει εκεί.



               Κατερίνα Μαλακατέ

το να εκθέτεις τις κολλητές σου δημοσίως
είναι η μισή χαρά της έκθεσης, μωρέ





20/4/24

"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska





Πέρυσι τέτοιον καιρό, όταν διάβασα την πρώτη Συλλογή της Ρούμενα Μπουζάροφσκα που βγήκε σε ελληνική μετάφραση, το «ο Άντρας μου», ενθουσιάστηκα. Τόσο γιατί μια συγγραφέας κατάφερε να μιλήσει για θέματα που μας απασχολούν όλες με τρόπο τόσο απλό και πολύπλοκο ταυτόχρονα— έδωσε φωνή σε γυναίκες οικείες, στις γειτόνισσες, τις φίλες μας, σε μας τις ίδιες—, όσο και για τον λογοτεχνικό τρόπο αυτών των ιστοριών, για τη διαύγεια της αφήγηση, τη χρήση των συμβολισμών, την τόσο επίπονη καθαρότητα του λόγου, έτσι που κάθε φωνή να μοιάζει ώρες ώρες παιδική κι άλλες απελπιστικά ενήλικη∙ όπως νιώθουμε δηλαδή οι περισσότερες στη ζωή μας.

Άνοιξα το «Δεν πάω πουθενά» με προσδοκίες και φόβο. Φοβόμουν μην απογοητευτώ, μήπως είχε νικήσει η μανιέρα ή η εκδοτική πίεση να γραφτεί άλλο ένα βιβλίο με το ίδιο θέμα, μιας και «ο Άντρας μου» έφερε τόση καταξίωση (και τόσες πωλήσεις). Ευτυχώς οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Ήδη από το πρώτο διήγημα, φαίνεται πως η Μπουζάροφκα έχει ωριμάσει λογοτεχνικά, γράφει χωρίς να περισσεύουν λέξεις, για γυναίκες και άντρες που τους ξέρει καλά, ξεπηδούν από μέσα της οι ιστορίες, με χιούμορ και πικρή ειρωνεία κάποτε, αλλά τις περισσότερες φορές χωρίς ίχνος κυνισμού. Η Μπουζάροφσκα μιλάει χωρίς περιστροφές για αυτό συμβαίνει γύρω μας, στις ζωές μας, κι οι περισσότεροι το κρύβουμε κάτω από το χαλί.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες συμβιβάζονται στη ζωούλα τους, στο μικρό διαμέρισμα, στο γάμο, στο διαζύγιο, την απιστία, τις προσβολές, στην εξουσία, στην καθημερινή ανελέητη μιζέρια. Μέχρι που εκρήγνυνται, κι ο θυμός τους είναι καταλυτικός και κάποιες στιγμές λυτρωτικός. Μέχρι τότε δεν έχουν δικαίωμα να θυμόσουν, μόνο να βρουν την «καλύτερη λύση», να «σωπάσουν», «να κάνουν υπομονή», «να πάρουν απόφαση πως έτσι είναι τα πράγματα».

Σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις, ανεπαίσθητα, τα κείμενα διαπερνά η πραγματικότητα των Βαλκανίων. Η απουσία ενός δίκαιου κράτους, οι εθνικιστές που κρύβονται παντού, ακόμα κι εκεί που δεν τους περιμένεις, η βία και η βαναυσότητα της κοινωνίας. Και η χαρά βέβαια, και η ομορφιά των βαλκανικών χωρών, ως αντιστάθμισμα για όλες τις συστημικές ελλείψεις. Οι ήρωες ξεγλιστρούν, τα καταφέρνουν όπως όπως, όταν μεταναστεύουν φέρνουν μαζί τους την πατρίδα που είναι εντυπωμένη πάνω τους, σαν μυρωδιά από φαγητό. Α, και τη γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα που τη μιλούν μια χούφτα άνθρωποι κι όμως τους ορίζει (δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό). Η γειτονική χώρα μοιάζει τόσο επίπονα όμοια με τη δική μας σε αυτά τα κείμενα.

Στο βιβλίο άντρες και γυναίκες υποφέρουν εξίσου, αλλά όχι με τους ίδιους όρους. Γιατί ακόμα η κοινωνία μας έχει διαφορετικούς όρους για τα δύο φύλα, άλλες επιταγές. Πρόκειται για ένα φεμινιστικό βιβλίο; Από την άποψη πως μιλά για μια πατριαρχική κοινωνία, για γυναίκες που περνούν τη ζωή τους εγκλωβισμένες, γιατί πρέπει να είναι ωραίες γκόμενες και υποτακτικές σύζυγοι και αφοσιωμένες μάνες, ναι, είναι ένα περήφανα φεμινιστικό βιβλίο. Από την άλλη όμως δεν πρόκειται για κανένα μανιφέστο. Οι ιστορίες είναι ανθρώπινες, μιλούν για μας χωρίς κλισέ, χωρίς ταμπού, για όλη την εμπεδωμένη πατριαρχική εμετίλα σε άντρες και γυναίκες που διαφεντεύει ακόμα τη ζωή μας.

«Ήμουν ευχάριστη όλη μου τη ζωή. Δεν θα είμαι πια ευχάριστη» έχει δηλώσει η Μπουζάροφσκα. Και νομίζω πως σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλο το κεντρικό θέμα του «Δεν πάω πουθενά». Το πέπλο σηκώνεται, οι γυναίκες και οι άντρες βγάζουν τη μάσκα, μένουν γυμνοί μπροστά μας, σαν μια εκ βαθέων συνομιλία με όλα αυτά που δεν λέμε ούτε στον εαυτό μας, για τον δικό μας γάμο, για τη δική μας σχέση, για τη δική μας κοινωνία, για τα δικά μας παιδιά.


                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Δεν πάω πουθενά", Rumena Bužarovska, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg