16/11/24

"Πέρασμα", Nella Larsen






To "Πέρασμα", ("Passing") της Nella Larsen υπήρξε ένα βιβλίο κομβικό για την αμερικάνικη λογοτεχνία, που ακόμα συμπεριλαμβάνεται στον κανόνα τόσο τον αφρο-αμερικανικών σπουδών, όσο και των σπουδών φύλου. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε μετάφραση μέχρι και φέτος. Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1929, σε μια εποχή που το θέμα των ορίων ανάμεσα στις φυλές απασχολούσε την Αμερική. Οι μαύροι δεν μπορούσαν να κάτσουν στα μαγαζιά των λευκών, είχαν άλλες θέσεις στα λεωφορεία, στα θέατρα, άλλα σχολεία κ.ο.κ. Υπήρχαν όμως και αρκετοί άνθρωποι που μπορούσαν να «περάσουν» ως λευκοί λόγω του χρώματος του δέρματός τους, όμως η καταγωγή τους ήταν μικτή κι είχαν μαύρους προγόνους.

Σε αυτό το θέμα, της «μουλάτας» είναι στηριγμένο το μυθιστόρημα. Η Κλερ είναι μια πανέμορφη γυναίκα που μπορεί να «περάσει», χάνει τους γονείς της νωρίς και μεγαλώνει με τις αλκοολικές αλλά λευκές θείες της. Έτσι παντρεύεται έναν άντρα λευκό, πάμπλουτο, βαθύτατα ρατσιστή που τη φωνάζει χαϊδευτικά «Nig», Νέγρα δηλαδή, χωρίς όμως να ξέρει πως κυλάει και νέγρικο αίμα στις φλέβες της.

Η Κλερ συναντά τυχαία τη φίλη της Αιρίν, σε ένα καφέ για λευκούς. Και η Αιρίν μπορεί να περάσει για λευκή αλλά χρησιμοποιεί το προνόμιο μόνο περιστασιακά για να ψωνίσει ρούχα ή να πιεί τον καφέ της με την ησυχία της. Είναι παντρεμένη με έναν μαύρο άντρα, έχει μαύρα παιδιά, και μια υπηρέτρια, εβένινη σαν το μαόνι, τη Ζουλένα.

Αν και το κεντρικό θέμα είναι φυσικά το «φυλετικό πέρασμα», πράγμα που απασχολούσε την Αμερική όλον τον 20ο αιώνα σχεδόν (ας μην ξεχνάμε το «Ανθρώπινο στίγμα» του Ροθ το 2000), η Λάρσεν προχωράει τολμηρά και σε δυο ακόμα θέματα ταμπού για την εποχή, το ένα είναι ο διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων. Η Αιρίν, που νιώθει αποτροπιασμό για την Κλερ που «πουλήθηκε» και απαρνήθηκε την φυλή της για μια εύκολη ζωή, νιώθει το ίδιο ντροπιασμένη όταν η Κλερ αν τύχει και δεν την βρει σπίτι, κατεβαίνει και κάνει παρέα με την υπηρέτρια. Το κοινωνικό ταμπού είναι μεγαλύτερο κι από το φυλετικό, δεν είναι άλλωστε τυχαία «κατάμαυρη» η Ζουλένα, σε σχέση με την κυρία της Αιρίν, που «περνάει» και είναι γυναίκα ενός γιατρού και μεγαλοαστή.

Το δεύτερο είναι το θέμα του φύλου. Ποια είναι η θέση της γυναίκας, ποια είναι η καθωσπρέπει συνθήκη για τη σεξουαλική έλξη, τη ζήλεια, ποιο είναι θανάσιμο αμάρτημα; Πώς είναι ι οι σχέσεις μεταξύ των γυναικών; Υπάρχει εκεί το αίσθημα πως ανήκεις, της ομάδας; Το μυθιστόρημα έχει μελετηθεί διεξοδικά από τις φεμινίστριες λογοτεχνικές κριτικούς με κορυφαία την Τζούντιθ Μπάτλερ, που σε αυτό το μυθιστόρημα έβρισκε τις απαρχές, τις ρίζες, όλου του θέματος του φύλου στην Αμερική και την Ευρώπη.

Η ίδια η Λάρσεν, που αποκόπηκε νωρίς από την μαύρη κοινότητα και ξαναβρήκε τη χαρά της συναναστροφής των αφροαμερικανών αργά, όταν παντρεύτηκε έναν μαύρο άντρα, τον φυσικό Έλμερ Άιμς, μετακόμισε επίτηδες στο Χάρλεμ για είναι μέρος της περίφημης «Αναγέννησης». Είναι μια λογοτέχνιδα κομβική για τη μαύρη κοινότητα, όπως και για τις γυναίκες. Και το «Πέρασμα», - ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί το «Passing” στα ελληνικά, που στα αγγλικά δημιουργεί αμέσως δεύτερους συνειρμούς, ενώ στα ελληνικά όχι, ίσως «Περνώντας»; - ένα από τα μυθιστορήματα που έπρεπε να έχει μεταφραστεί νωρίτερα. Γιατί με κάποιον τρόπο, τον κοινωνικό και τον γυναικείο, μας αφορά βαθιά κι εδώ.

Το Πέρασμα μεταξύ άλλων είναι κι ένα roman a clef, στηριζόμενο στη σάτιρα της ίδιας της κοινωνίας στην οποία ζούσε η Λάρσεν. Αρκετά από τα πρόσωπα λέγεται πως ήταν αληθινά και η συγγραφέας έκανε μικρή προσπάθεια να κρύψει σε ποιον αναφερόταν. Αυτό πιθανότατα της στοίχισε προσωπικά, γιατί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατηγορήθηκε για λογοκλοπή και χώρισε από τον άντρα της κι ενώ αργότερα απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει από το χτύπημα. Δεν εξέδωσε τίποτα ξανά κι έζησε μακριά από τους λογοτεχνικούς κύκλους και απομονωμένη από τη μαύρη κοινότητα ως το 1960.

Το θέμα αν η συμπεριφορά μας οφείλεται στη γενετική κληρονομιά μας ή έχει να κάνει με τα κοινωνικά πρότυπα στα οποία πρέπει να συμμορφωθούμε για να ανήκουμε σε μια ομάδα, διαχρονικά απασχολεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Ίσως μέχρι τώρα να τον απασχολούσε ως εκεί που βόλευε τον σκεπτόμενο λευκό άντρα, ο 20ος αιώνας όμως άλλαξε και αυτό. Και πρωτοπόρες όπως η Λάρσεν, άνοιξαν τον δρόμο. Χαίρομαι που μεταφράστηκε έστω και έτσι, κοντά έναν αιώνα μετά, με αφορμή -φαντάζομαι-την ταινία.


                Κατερίνα Μαλακατέ




"Το πέρασμα", Nella Larsen, μτφ. Νίκος Κατσιαούνης, εκδ. Έρμα





13/11/24

Νέες κυκλοφορίες βιβλίων φθινόπωρο 2024


Το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024 κάναμε live στο ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ με την Αγγελική Μποζίκη.
Κι όπως σας υποσχέθηκα εδώ είναι η λίστα των νέων κυκλοφοριών: Πατήστε στον τίτλο του βιβλίου για να μάθετε περισσότερα για το καθένα.


Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι, Italo Calvino

Αδύνατες πόλεις, Νίκος Α. Μάντης

Κάτω από το ηφαίστειο, Malcolm Lowry

Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους, Μίνως Ευσταθιάδης

Η ακρόαση, Kim Hye-Jin

Υπερβατικό Βασίλειο, Yaa Gyasi,

Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζα, Jean-Jacques Rousseau

Η λοταρία και άλλες ιστορίες,Shirley Jackson

Τα Μάγια, Hermann Broch

Matrix, Lauren Groff

Ζυγός, Don Delillo

Αλάνια, Pier Paolo Pasolini

Η μεγάλη πυρά, Léonor de Récondo

Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου, Haruki Murakami

Μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα, Nathan Thrall

Μπαουμγκάρτνερ, Paul Auster

Κεντούκι, Samanta Schweblin

Σαν αέρας, Ada d’Adamo

Μύθοι της γεωγραφίας, Paul Richardson



Δείτε το βίντεο εδώ: 













11/11/24

"Μπαουμγκάρτνερ", Paul Auster

 

                                                           Αγοράστε το εδώ 


Ώρες ώρες σκέφτομαι πως η αγάπη μου για τον Πολ Όστερ, που πυροδοτήθηκε πριν καμιά 15αριά χρόνια, όταν πρωτοδιάβασα την Τριλογία της Nέας Υόρκης (ευτυχώς στα αγγλικά, γιατί η τότε μετάφραση ήταν επιεικώς άθλια και η μετέπειτα που κυκλοφόρησε απλά ανεκτή) δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως με αναγνωστικούς όρους. Ήταν κάπως μεταφυσική η αναγνωστική μου εμπειρία, κι όταν συμβαίνει αυτό η συγκεκριμένη αναγνώστρια ξέρει, είναι καταδικασμένη να διαβάζει τα πάντα από τον εν λόγω συγγραφέα.

Το Μπαουμγκάρτνερ είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Όστερ πριν πεθάνει πέρυσι στα 77 του από καρκίνο, κι ενώ είχε υποστεί απανωτές απώλειες, πρώτα η εγγονή του, μετά ο γιος του, που κατηγορήθηκε για τον θάνατο του βρέφους. Πρόκειται λοιπόν για το κύκνειο άσμα ενός πολυγραφότατου συγγραφέα, που ομολογουμένως διαβάζεται πολύ περισσότερο στην Ευρώπη από ό,τι στην Αμερική, όπου τον κατηγορούν για ψευτοκουλτουριάρη.

Ο Όστερ ανδρώθηκε λογοτεχνικά στη Γαλλία, επηρεάστηκε από τον Σάμιουελ Μπέκετ, διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωή του στενές σχέσεις με τον Κουτσί και τον Ρουσντί, ένιωθε με κάποιον τρόπο εξόριστος από την μάζα της Αμερικής. Ήταν, με τη γυναίκα του τη Σίρι Χουσβεντ, προεξαρχουσες φιγούρες της λογοτεχνικής Αμερικής, βάζοντας με το έργο του τις βάσεις για τον αμερικάνικο μεταμοντερνισμό.

Στο γράψιμο του αγαπούσε τους λαβυρίνθους, τους καθρέφτες, την αποσπασματικότητα, έναν ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό, ενώ ταυτόχρονα οι -συνηθως πρωτοπρόσωποι αφηγητές-ήρωες του μοιάζουν να είναι το λογοτεχνικό του άλτερ ίγκο. Τα έργα του Όστερ βασίζονται πάρα πολύ στο βίωμα, άλλοτε ανοιχτά, τα υπογράφει memoirs (απομνημονεύματα) κι άλλοτε καλυμμένα λογοτεχνικά. Πάντως το αυτοβιογραφικό στοιχείο παρεισφρέει συχνότατα στα κείμενά του κι είναι ένας από τους λόγους που ενεργοποιούν την ταύτιση. Μάλλον πιο κοντά στον Πόε ή στην Μπόρχες στην αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας, του άρεσε να αναδεικνύει την τυχαιότητα, την έλλειψη συνοχής της πραγματικότητας, το χάος που επικρατεί στην καθημερινή ζωή και το μυαλό του καθενός. Τον έλκυε ταυτόχρονα το εξωφρενικό και το μπανάλ.

Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν και στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής είναι ο 71χρονος Μπαουμγκάρτνερ, ακαδημαϊκός και συγγραφέας, που έχει χάσει τη γυναίκα του πριν καμιά 10αριά χρόνια και ακόμα θρηνεί για αυτό. Η αρχή του μυθιστορήματος είναι κατ’εξοχήν Οστερική, καταιγιστική, ο ήρωας θέλει να πάρει τηλέφωνο την αδελφή του, έρχεται ένας τύπος να μετρήσει το γκάζι, πέφτει στη σκάλα για το υπόγειο, χαμός. Το γνωστό αγκίστρι του Όστερ, που μοιάζει πάντα πολύ γοητευτικό για τον αναγνώστη, και τον κρατάει εκεί.

Στη συνέχεια βέβαια ανοίγουν ένα σωρό μέτωπα, από τα πιο σημαντικά, για τη ζωή, το θάνατο, το πένθος, τα γηρατειά, τον έρωτα, την αγάπη, μέχρι τα σεξουαλικά, τα πολιτικά, τις αναμνήσεις, το παρελθόν, το μέλλον στην τρίτη ηλικία. Αναπόφευκτα σε ένα τόσο μικρό σε όγκο μυθιστόρημα, όλα αυτά όχι απλά δεν μπορούν να απαντηθούν (τι δουλειά έχει με τις απαντήσεις η λογοτεχνία) μα δεν μπορούν καν να μπουν σε μια σειρά. Η ζωή παραμένει χαώδης και στο «γαλήνιο απάγκιο του τέλους της ζωής». Τίποτα δεν εξηγείται, τίποτα δεν "τακτοποιείται", και όλα παραμένουν στον αέρα, κάποια μικρά και μίζερα, κάποια τερατώδη.

Το ερώτημα αν θα ξαναδιάβαζα Όστερ αν αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου, θα μείνει για πάντα αναπάντητο, προφανώς. Για μένα το να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο (έχω «καβάντζα» αρκετά ακόμα) έμοιαζε κάπως τελετουργικό, φόρος τιμής σε έναν συγγραφέα που τον νιώθω πολύ κοντά μου. Είναι το Μπάουμγκαρτνερ το μάγκνουμ όπους του; Μπα, δεν είναι. Είναι βιαστικό βιβλίο, γραμμένο από κάποιον που ξέρει πως δεν έχει πια χρόνο, και πως τα μεγάλα και τα σημαντικά τα έχει ήδη διαπραγμευτεί στο έργο του από μικρή ηλικία. Το βιβλίο αυτό είναι αποχαιρετισμός. Όσο για μένα, Όστερ θα διαβάζω και θα ξαναδιαβάζω, χωρίς πολλές πολλές αναστολές. Ακόμα κι αν «τελειώσουν» όλα, θα ξαναπάρω από την αρχή.

                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Μπαουμγκάρτνερ", Paul Auster, μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο




19/9/24

"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου






Τρία πράγματα θαυμάζει κανείς στη γραφή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Το πρώτο είναι οι ολοκληρωμένες ιδέες, οι ιστορίες της όσο περίπλοκες κι αν είναι, τελικά καταλήγουν κυκλικά να τρώνε την ουρά τους και να τρώνε κι εσένα που τις σκέφτεσαι ξανά και ξανά και μερικές φορές θέλεις να αρχίσεις το βιβλίο από την αρχή για να καταλάβεις την ψιλοβελονιά του στην πλοκή. Το δεύτερο είναι η ελευθερία της, ενώ γράφει κατά βάση επιστημονική φαντασία ή φάντασι, δεν φοβάται να καταπατήσει συστηματικά τα όρια του ενός και του άλλου, να καταστρατηγήσει με μεγάλη άνεση τα όρια του κάθε είδους, να αφεθεί στη δική της λογοτεχνική φαντασία, χωρίς τις αγκυλώσεις του genre. Και το τρίτο είναι η γλώσσα, ο λυρισμός της, κάποτε «παλιομοδίτικος» και κάποτε εντελώς μεταμοντέρνος και αποσπασματικός, δίνει εικόνες απίστευτης ομορφιάς, σε κυλάει στη λάσπη, και σε τρίβει στην άμμο της ερήμου.

Αυτά τα τρία με γοήτευαν πάντα, από τότε που διάβασα πρώτη φορά τη «Γυναίκα του Λωτ» και δεν μπόρεσα να την ξεχάσω. Από τότε που πήρα όλα της τα βιβλία με τη σειρά, από τότε που την έβαλα μια μέρα να τα υπογράψει ένα -ένα πριν κάνουμε ραδιοφωνική εκπομπή και την μπλόκαρα εντελώς, τόσο που οριακά απάντησε στις ερωτήσεις μου στον αέρα, από τότε που της είπα «Θέλω να γίνω Μπουραζοπούλου όταν μεγαλώσω» (σχετικά πρόσφατα αυτό, πριν από κανένα εξάμηνο). Τα γράφω αυτά, για να είναι ξεκάθαρο πως είμαι φαν. Είμαι φαν του είδους, της γραφής της, της γυναίκας, της λογοτέχνιδας, κ.ο.κ. και ως τέτοια με κανέναν τρόπο δεν είμαι αντικειμενική, ούτε και θα έπρεπε να είμαι. «Όσο ζω, Μπουραζό» που λέει και μια ψυχή που τυχαίνει να είναι κολλητή μου.

Μιας και πρέπει να σας μιλήσω πάντως για μια Τριλογία κοντά 1800 σελίδων, λέω να σταματήσω τους προλόγους. «Ο Δράκος της Πρέσπας» είναι ένα αναγνωστικό επίτευγμα. Έτσι νιώθει μια αναγνώστρια όταν τελειώνει την περιπέτεια και των τριών βιβλίων, οπότε μόνο μπορώ να φανταστώ πώς νιώθει μια συγγραφέας όταν το τελειώνει. Ο πρώτος τόμος, «Η κοιλάδα της λάσπης» εκδόθηκε το 2014, και ο τελευταίος το 2023, οπότε υπολογίζω πως η σκέψη του Δράκου και της Τριλογίας πρέπει να βασάνισε τη Μπουραζοπούλου 10-12 χρόνια, χονδρικά, και να ήταν στη σκέψη της άλλα τόσα.

Πρωταγωνίστρια αδιαμφισβήτητη η Πρέσπα, (οι Πρέσπες), οι λίμνες στο τρίστρατο μεταξύ τριών χωρών, της Ελλάδας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, σε έναν χώρο που μοιάζει κυκλικός, αδελφικός και ενιαίος αλλά στην πράξη χωρίζεται από τα σύνορα σε ένα Ύψιλον μέσα στον κύκλο, ή ένα πεζό λ, φτιάχνοντας και δεν φτιάχνοντας ένα νοητό σήμα της Ειρήνης. λ, όπως η αντίστοιχη ραψωδία της Οδύσσειας, μια κατεβασιά στον Άδη. Ως εδώ θα φτάσω και θα σταματήσω τα σπόιλερ.




Πρώτος τόμος, από την πλευρά της Ελλάδας. Ένας Δράκος έχει εμφανιστεί στη λίμνη της Πρέσπας, ένας δράκος μοβόρος που σκοτώνει και βιάζει γυναίκες, κι έχει αλλάξει τελείως το μικροκλίμα της περιοχής, συνέχεια βρέχει, τα πάντα έχουν βυθιστεί στη λάσπη. Στην ελληνική όχθη, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα δρακολόγων— αποκλειστικά ανδρών μιας και ο Δράκος είναι άκρως σεξουαλικό ον και αρέσκεται να ξεσκίζει γυναίκες—, που κατασκηνώνουν μες στις λάσπες και προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Έχουν σχηματίσει μικροομάδες των τριών, τακτικά και βολεμένα, και έχουμε από όλα τα είδη, υπερεθνικιστές, αστρολόγους, Ορφιστές, επιστήμονες και δαιμονολόγους. Η φυσική με τη μεταφυσική, μπλέκονται, όχι αγαστά, μπας και δώσουν μια λύση.

Η εμφάνιση του Δράκου είχε τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο στην περιοχή, τα πάντα καταστράφηκαν και η χώρα αναγκάστηκε να στραφεί στην παντοδύναμη Παγκόσμια Τράπεζα για δάνεια και εποπτεία. Στην ουσία οι Αρχές της χώρας έχουν χάσει πια κάθε διοικητική δύναμη, και τη διοικούν οι Τελωνειακές αρχές κάθε Περιφέρειας, διορισμένες αυτοπροσώπως από τον Έκτορα Μόζερ, τον Ύπατο αρμοστή της Τράπεζας.

Στον δεύτερο τόμο, την Κεχριμπαρένια Έρημο, βρισκόμαστε από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Εδώ ο Δράκος δρα μόνο Νύχτα. Τα πάντα είναι καυτά, η έρημος έχει καταλάβει τα πάντα, οι δρακολόγοι, άντρες και γυναίκες, δεν τολμούν καν να πατήσουν την άμμο, ζουν πάνω σε ξύλινες εξέδρες.

Στον τρίτο τόμο, τα πάντα πάγωσαν στην Αλβανία. Οι γυναίκες δρακολογίνες (αυτό το δρακολόγοι με πέταγε συνέχεια έξω), μισές τοξότριες, μισές ιέρειες, μοιάζουν με αμαζόνες, υπόσχονται να είναι αειπάρθενες, είτε θέλουν να σκοτώσουν τον Δράκο, είτε θέλουν να σαγηνεύσουν τον Δράκο. Αν δεις τον δράκο, ο δράκος πεθαίνει.

Τις τρεις ιστορίες διαπερνά το λ, η διαφθορά της εξουσίας, μια γυναίκα καλλιτέχνης, ένας άντρας μονόχειρας, οι τρίδυμοι Δράκοι-φύλακες και η έχθρα μεταξύ αδελφών και φίλων, η συνεχής έριδα που φτιάχνουν τα ίδια τα σύνορα κι ο νους μας, όσο η Πρέσπα αντιστέκεται και γίνεται από δυο λίμνες, μία.

Κορυφαίες φιγούρες ο Έκτορας Μόζερ, απόλυτος άρχων και ταυτόχρονα πιόνι της Τράπεζας, η καρικατούρα του Κακού αλλά και το Κακό προσωποποιημένο. Μην πούμε σε ποιον μοιάζει και μας πιάσουν στον στόμα τους (σπόιλερ αλερτ, στον Σόιμπλε). Η Μάνα κουράγιο, Μοίρα, η γυναίκα φίδι, η γυναίκα που μεταμορφώνεται κι είναι πάντα λ, οι τρίδυμοι αδελφοί Δράκοι. Και η δύναμη του νου, της προκατάληψης, της παραπληροφόρησης, η δύναμη του Κατεστημένου να σε ορίσει, η Δύναμη της αγοράς, η Αγορά και η Τράπεζα, παντοδύναμες. Όλα είναι εξουσία. Η Εξουσία. Αυτό είναι το βασικό. Αυτό προσπαθεί κάθε μια από τις φιγούρες να αποδείξει, σε αυτό προσπαθούν να αντισταθούν οι Άνθρωποι. Η Τριλογία βρωμάει πολιτική κυνικότητα και ελπίδα. Η Ελπίδα είναι ο Δράκος. Κι η Εξουσία είναι ο Δράκος. Όλα μέσα στο μυαλό μας, αξεδιάλυτα, να μας καθορίζουν.

Ένιωσα τον νου μου να εκρήγνυται, τελειώνοντας την τελευταία σελίδα του Πάγου. Πριν δέκα χρόνια που διάβασα την Κοιλάδα της Λάσπης, ένιωσα κάτι να μου λείπει, «η πλοκή δεν είναι τόσο σφιχτοδεμένη όσο συνήθως», έγραψα.Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, όπως είμαστε και οι άνθρωποι, σφιχτοδεμένοι, αλλά πάντα παραπαίοντας μέσα στο χάος. Για μένα η λογοτεχνία βάζει όρια στο χάος της καθημερινότητας και του εγκεφάλου μας για να απελευθερώσει την φαντασία. Αυτό καταφέρνει εδώ η Μπουραζοπούλου, να κινητοποιήσει τη φαντασία και να της αλλάξει ρότα∙ γιατί το ταξίδι του Δράκου της Πρέσπας έχει ένα χαρακτηριστικό, σε βοηθάει να γεννηθείς αγνός σαν μωρό μες στα υγρά και τη βροχή, σε παίρνει από το χέρι και σε στεγνώνει σαν παιδί, και σε παραδίδει ενήλικο, στον πάγο της πραγματικότητας.

                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ


"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2014-2023

Ο Δράκος Της Πρέσπας Ι: Η Κοιλάδα Της Λάσπης



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙ: Κεχριμπαρένια Έρημος



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙΙ: Η μνήμη του πάγου





Αν θελήσετε να λάβετε μέρος στο zoom της Κυριακής, κάμετε register εδώ: 




16/9/24

"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι




Οι «Δαιμονισμένοι» εκδόθηκαν πρώτη φορά το 1872, πέντε χρόνια μετά το «Έγκλημα και τιμωρία» και δέκα πριν τους «Αδελφούς Καραμαζώφ». Το να προσπαθήσει κανείς να αποτιμήσει την ανάγνωση ενός τέτοιου μυθιστορήματος θέλει ή πολλά κότσια ή άγνοια κινδύνου. Τίποτα από τα δυο δεν διαθέτω, οπότε θα με συγχωρέσετε, θα πω όσα μπορώ, όσα είναι ανθρωπίνως δυνατόν χωρίς να κάνει κάποιος διατριβή— ειρήσθω εν παρόδω, υπάρχουν άπειρες, και λογοτεχνικές και φιλολογικές προσπάθειες προσέγγισης του έργου, με πιο γνωστές αυτές του Μπαχτίν και του Καμί.

Ο Ντοστογιέφσκι προτίθετο να γράψει ένα μυθιστόρημα-προκήρυξη κατά τον Μηδενιστών κι ορμώμενος από την Υπόθεση Νετσάγιεφ (ένας πυρήνας μηδενιστών σκότωσε ένα πρώην μέλος τους, τον φοιτητή Ιβάνωφ) έχτισε ένα ολόκληρο σύμπαν, όπου η πολιτική και η φιλοσοφία έχουν κυρίαρχο ρόλο. Πάνω από όλα βέβαια εντυπωσιάζει η ψυχογραφική και η αφηγηματική του ικανότητα∙ όπως πάντα. Οι «Δαιμονισμένοι» διαβάζονται «νερό» παρά τον όγκο και την πολυπλοκότητά τους. Ο Νετσάγιεφ ήταν μάλλον σκοτεινή φιγούρα, είχε προσωπικές σχέσεις με τον Μπαχτίν και ο ίδιος ο Μαρξ τον είχε κατηγορήσει για πράκτορα.

Σε αυτόν τον τύπο στήριξε έναν από τους κεντρικούς του χαρακτήρες, τον Πιοτρ Στεπάνοβιτς Βερχοβένσκι∙ και στον δικό του καθοδηγητή στα νιάτα του στην ομάδα Πετρασιέφσκι στήριξε την αινιγματική προσωπικότητα του Σταβρόγκιν. Μα ας μην προτρέχω, γιατί δεν βιάζεται κι ο συγγραφέας. Σε μια εμβληματική σκηνή, μόλις στη σελίδα 300, μας συστήνει τους δύο βασικούς ήρωες του, εντελώς θεατρικά, αναγγέλοντας τον έναν και παρουσιάζοντας τελικά τον άλλον. Μέχρι τότε, μας μιλά για τη Βαρβάρα Πετρόβνα, τη μητέρα του Σταβρόγκιν και τον Στεπάν Τροφίμοβιτς, τον πατέρα του Πιοτρ Στεπάνοβιτς, κι είναι σαν να μας μιλά για τους πρόδρομους του μηδενισμού. Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς ήταν ένας χαλαρός φιλελεύθερος διανοούμενος που είχε τα φόντα να γίνει καθηγητής Πανεπιστημίου, μα προτίμησε να γίνει παιδαγωγός στο σπίτι της Βαρβάρας Σταβρόγκινα και να ζει παρασιτικά από τα λεφτά της για είκοσι χρόνια. Αυτός μόρφωσε τον γιο της, αυτός την ψυχοκόρη της Ντάρια και τον αδελφό της Σάτοφ, αυτός και μια συγγενή αρχοντοπούλα τη Λιζέτα Νικολάβιεγνα∙ μολαταύτα τον δικό του γιο ΠιοτρΣτεπάνοβιτς τον έστειλε μακριά με μια ταχυδρομική άμαξα σε κάτι μακρινούς συγγενείς.
Ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς είναι κυνικός, αδίστακτος, θρασύς, ένας άντρας ορφανός, που δεν τον συνέτρεξε κανείς, που μιλά ακατάπαυστα και εκμεταλλεύεται τους πάντες για να δημιουργήσει χάος. Όμως λατρεύει τον Σταβρόγκιν και τον χρειάζεται για καθοδήγηση. 

Ο Σταβρόγκιν πάλι είναι ίσως ο πιο αμφίσημος και περίπλοκος χαρακτήρας από καταβολής της λογοτεχνίας. Ευγενής, κι όμως διατεθειμένος να αλλάξει τον κόσμο, ταυτόχρονα νάρκισσος και βαθιά ανασφαλής, ένα τέρας που οι πράξεις του θα ανατρίχιαζαν τον καθένα και οδηγούν ανθρώπους στην ατίμωση και στον θάνατο, που λειτουργεί παρορμητικά και κάνει τα πιο ακραία πράγματα την πιο ακατάλληλη στιγμή, που μετά τα κρίματά του αυτοτιμωρείται φρικτά, ένας άνθρωπος σπασμένος, χωρίς αίσθηση εαυτού, και συνάμα τόσο γοητευτικός που όλες οι γυναίκες διαλύουν τη ζωή τους για χάρη του. Το αίνιγμα και η λύση του γρίφου μαζί.

Το μυθιστόρημα βασίζεται πολύ στον διάλογο για να περάσει τα πολιτικά και φιλοσοφικά του μηνύματα, όπως και οι «Αδελφοί Καραμαζώφ». Την εποχή που το γράφει ο Ντοστογιέφσκι είναι πια βαθιά θρησκευόμενος και σλαβόφιλος, αν και αφήνει τους ήρωες να μιλήσουν ανοιχτά ο καθένας για το όραμα και την ηθική του συγκρότηση, δίνοντας σε μας την ευκαιρία να βγάλουμε συμπεράσματα. Η σύγκρουση είναι ανοιχτή, αθεισμός εναντίον θρησκείας, σοσιαλιστικές και μηδενιστικές θεωρίες που έρχονται από το εξωτερικό απέναντι στην λατρεία του ρώσικου λαού και την σλαβοφιλία.

Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει το χάος, το διαισθάνεται, το περιγράφει, καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που έρχεται από τους διανοούμενος και αυτό που προέρχεται από τους εργάτες και τους μουζίκους. Προσπαθεί να το κατανοήσει –φυσικά παρεμβαίνει κι η δική του προσωπική εμπειρία, η εικονική εκτέλεση, τα τέσσερα χρόνια στα κάτεργα, άλλα τόσα στην εξορία, για τη συμμετοχή του στην ομάδα Πετρασιέφσκι. Κι όταν κάποιος έχει βρεθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα κι του έχει δοθεί χάρη την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, την ώρα που οπλίζουν οι στρατιώτες, έχει διαφορετική οπτική για τα πράγματα.

Λογοτεχνικά, το έργο είναι ποταμός, 900+ σελίδες, 42 χαρακτήρες, όλοι με τα τραύματα και τις ιδιαιτερότητές τους, οι 16 πεθαίνουν, ένας συγκλονιστικός πρωταγωνιστής που ο συγγραφέας τού αφιερώνει τις λιγότερες σελίδες, κι ας μας καθηλώνει. Εδώ έχουμε κι έναν πολύ ενδιαφέροντα αφηγητή, έναν τριετεύοντα χαρακτήρα, τον Αντόν Λαβρίεβιτς, φίλο του Στεπάν Τροφίμοβιτς, που αναγκάζεται αρκετές φορές να δικαιολογηθεί γιατί μας αφηγείται πράγματα από δεύτερο χέρι, μιας και δεν έχει δουλειά ας πούμε να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις της μηδενιστικής ομάδας. Έτσι δημιουργεί μια αφηγηματική πολυφωνία, πολύ πρωτότυπη για την εποχή, όπου κυριαρχούσε ακόμα ο παντογνώστης αφηγητής.

Οι ηρωίδες του, όλες δευτερεύουσες, είναι πολύ δυναμικές. Συνάμα έχουμε σχόλια όπως «οι γυναίκες είναι υστερικές», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται», και σκηνές όπου συγκροτημένοι γυναικείοι χαρακτήρες λιποθυμούν για τα μάτια ενός άντρα. Οι δυο μεγαλύτερες σε ηλικία φιγούρες, η Βαρβάρα Πετρόβνα και η Γιούλια Μιχαήλοβα είναι υπερβολικά φιλόδοξες και στο τέλος, ειδικά η δεύτερη γελοιοποιείται πλήρως. Ο συγγραφέας πάντως κοιτάζει μάλλονμε συμπάθεια άλλες, την αγαθή και κουτσή Μαρία Λεμπιάτκινα που παντρεύεται ο Σταβρόγκιν σε μια παρόρμηση, τη γυναίκα του Σάτοφ που γυρνά έγκυος από τον Σταβρόγκιν στον άντρα της.

Ο Ντοστογιέφσκι, που εδώ γράφει μια τραγωδία στη μορφή σάτιρας, με στιγμές ακραίου χιούμορ, δεν διστάζει να σπάσει πλάκα και με το σινάφι του, έχοντας ως ήρωα μια καρικατούρα συγγραφέα, που αρέσκεται στο εγώ του, με συνεχή σχόλια για έργα της εποχής, του Τουργκένιεφ, του Φουριέ, του Τσερνισέφσκι. Ιδιαίτερα σκωπτικός είναι για το «Πατέρες και Γιοι», αν και ο Στεπαν Τροφίμοβιτς και ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς μοιάζει να είναι βασισμένοι στο έργο του Τουργκένιεφ. Το οικοδόμημα είναι τόσο καλά συγκροτημένο, που ταυτίζεσαι με την πάλη των (εν πολλοίς) αντιπαθητικών ηρώων να βρουν τον εαυτό τους και τη θέση τους σε μια κοινωνία που αλλάζει συνεχώς. Μερικές φορές συμπαθείς ακόμα κι ένα τέρας όπως ο Σταβρόγκιν, τον συμπονάς και νιώθεις κοντά του. Η ζωή, το ποιοι είμαστε, η κοινωνία, η πολιτική, η έννοια του Θεού, η σκέψη της αυτοκτονίας, ο θάνατος, όλα γυρίζουν μεγαλειωδώς στο μυαλό του αναγνώστη, χωρίς καν να το καταλάβει. Υπήρξαν στιγμές που έκλεινα για λίγο το ογκώδες τούβλο κι αναφωνούσα «Τι έγραψε ο άνθρωπος». Ένας άνθρωπος- θεός της λογοτεχνίας— που όμοιο του δεν έχουμε γνωρίσει. Που τολμά να πει πως τόσο αν ακολουθήσεις και ενστερνιστείς πλήρως τον αθεισμό, όσο και την πίστη στα θεία, τότε γίνεσαι Θεός κι η μόνη λύση που σου μένει είναι να αυτοκτονήσεις.

Οι «Δαιμονισμένοι» ή «Δαίμονες» όπως μεταφράζονται συχνά στα αγγλικά, είναι ένα βιβλίο για τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα και τις στιγμές μεγαλείου. Μας μιλά για ταραγμένους πολιτικά και κοινωνικά καιρούς, μα κυρίως μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Κι έτσι μεταμορφώνεται ένα έργο-πολιτική προκήρυξη σε ένα έργο παγκόσμιο λογοτεχνικό αριστούργημα.

                                          Κατερίνα Μαλακατέ


"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα 


6/7/24

"Ατίμωση", J.M. Coetzee







Τι είχα καταλάβει διαβάζοντας την πρώτη φορά την Ατίμωση του Κουτσί (ή Κουτζέι ή Κούτσι ή Cootzee τέλος πάντων, το έχουμε πει κατά καιρούς στην Ελλάδα). Την τύφλα μου τη μαύρη. Αυτό είχα καταλάβει, γιατί η Ατίμωση, που είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστη, έχει την ικανότητα να αποκοιμίζει τον Δυτικό αναγνώστη που ξέρει τα βασικά για τη Νότιο Αφρική και ίσως να μην ασχολήθηκε ποτέ σε βάθος με το απαρτχάιντ. Γενικά κι αόριστα ένιωθα αποτροπιασμό για το τελευταίο ανοιχτά ρατσιστικό καθεστώς της γης, χωρίς να δίνω και πολλή σημασία.
Χρειάστηκε η Λέσχη, δύο ώρες κουβέντα δια ζώσης, άλλες τόσες διαδικτυακά, για να κατασταλάξει μέσα μου, αυτό που έπρεπε να είναι ξεκάθαρο από την αρχή, αλλά δεν ήταν, γιατί έβλεπα το βιβλίο από τα μάτια μιας λευκής. Αυτή είναι η γοητεία, λευκός είναι ο Κουτσί, και ξέρει πως απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό κι όχι στους Αφρικάανς ή τους μαύρους συμπατριώτες του. Για αυτό χρησιμοποιεί έναν ύπουλο, τριτοπρόσωπο αφηγητή, που έχει εστίαση μόνο από τον πρωταγωνιστή, τον Ντέιβιντ Λούρι. Και μας αφήνει στην αρχή στην αρχή να ταυτιστούμε κι έπειτα να ντραπούμε.
Ο Ντέιβιντ είναι πενηντάρης, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο και διδάσκει Μπάιρον σε ένα ακροατήριο που δεν ενδιαφέρεται. Το μόνο που τον νοιάζει είναι το σεξ με νεαρές γαζέλες. Κι έτσι, όταν τον εγκαταλείπει η πληρωμένη φιλενάδα του, βρίσκει μια υπερκούκλα φοιτήτρια του. Εκείνη τον καταγγέλει, και ξεκινά η ιστορία. Για όσους ενδιαφέρονται για τη θεωρία της λογοτεχνίας, αυτό είναι το αγκίστρι μας, το καταπίνει αμάσητο ο αναγνώστης για να συνεχίσει μια ιστορία που κατά τα άλλα φαίνεται τελείως αδιάφορη.
Ο Ντέιβιντ θα φύγει από το Πανεπιστήμιο ατιμασμένος μα ακόμα θρασύς και επηρμένος και θα πάει στην κόρη του που έχει ένα αγρόκτημα και φυλάει σκυλιά. Σκυλιά, γιατί αυτά εκπαίδευαν οι λευκοί για να δαγκώνουν τους μαύρους που έφευγαν ή στασίαζαν από τη σκλαβιά, σκυλιά, γιατί αυτά θα πυροβολήσουν πρώτα, αλλά κι αυτά θα αγαπήσει ο πρωταγωνιστής, σε αυτά θα εναποθέσει τις ελπίδες του. Όμως ελπίδα δεν υπάρχει, στο αγρόκτημα θα έρθει κι άλλη ατίμωση, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη∙ τόσες ατιμώσεις, που δεν φαντάζεται κανείς.
Η Ατίμωση γράφεται το 1998, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του απαρτχάιντ. Και το βασικό της θέμα είναι το αβίωτο και το εντελώς παράλογο της ζωής σε μια χώρα που για τόσα χρόνια είχε θεσμοθετημένο ρατσιστικό καθεστώς και τώρα πια δεν έχει. Κανένας δεν ξέρει πού πατάει και που βρίσκεται, η βία μετά τη βία, η εξουσία, μετά την εξουσία, το βάρος της ευθύνης των κριμάτων της παλαιότερης γενιάς, η εξιλέωση και η κάθαρση που δεν έρχονται, δεν μπορούν να έρθουν.
Ο Λούρι είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς που έχει συνηθίσει να ζει σε μια βίαια εκδυτικοποιημένη και αποικιοκρατική Νότιο Αφρική. Δεν είναι ρατσιστής ο ίδιος, όμως δεν μπορεί να καταλάβει τη νέα εποχή κι ούτε να ζήσει σε αυτή. Προσπαθεί, κάνει μια γενναία αλλαγή, από εκεί που τον νοιάζουν μόνο αν μια γυναίκα είναι αδύνατη και νέα κι αν θα βρει κάποια τέτοια να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ανάγκες, βρίσκεται συνεχώς σε αδιανόητες καταστάσεις με κορυφαία την απόφαση της κόρης του να κρατήσει το παιδί της που είναι προϊόν βιασμού.
Δεν είναι τυχαία η ενασχόλησή του με τον Μπάιρον, έναν ρομαντικό ποιητή που είναι γνωστός γιατί πέθανε για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες στην επαναστατική Ελλάδα, μα ταυτόχρονα έναν έκφυλο μέθυσο, που απολάμβανε φαΐ, ναρκωτικά, αλκοόλ, όργια, με αδηφάγα ορμή, που δεν δίστασε να στήσει τρίγωνα, τετράγωνα πεντάγωνα με τον καλύτερό του φίλο, που δεν σταμάτησε ούτε στην αδελφή του και στην αιμομιξία.
Ο Ντέιβιντ Λούρι μαθαίνει πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια των ατιμώσεων του, μαθαίνει τι είναι πατρίδα, τι είναι αγάπη, τι σημασία έχει η τέχνη, μαθαίνει πως θέλει να μιλήσει για την πτώση κι όχι την ακμή. Όμως τελικά αποτυγχάνει, είναι πολύ μεγάλος, δεν μπορεί να κατανοήσει αυτόν τον νέο κόσμο που ανατέλλει, κι είναι τόσο βίαιος απέναντί του, αυτή δεν είναι η πατρίδα του πια, εγκαταλείπει.
Η Λούσι, η κόρη του, είναι η νέα εποχή λευκών, η πατρίδα τους είναι η Νότιος Αφρική και θα δεχτούν όποια ταπείνωση για να εξιλεωθούν και να παραμείνουν, να γίνουν ένα. Το παιδί στην κοιλιά της, προϊόν βίας, θα είναι η νέα γενιά, μια γενιά μιγάς, που θα αφήσει πίσω τη βιαιότητα των γονιών της, άσπρων και μαύρων και θα γεννηθεί άσπιλη. Ίσως.
"Μίσος... Σε σχέση με τους άντρες και το σεξ, Ντέιβιντ, δεν με εκπλήσσει τίποτα πια. Ίσως για τους άντρες το μίσος προς τις γυναίκες να κάνει το σεξ πιο συναρπαστικό. Άντρας είσαι θα ξέρεις. Όταν κάνεις σεξ με κάποια άγνωστη -όταν την παγιδεύεις, την ακινητοποιείς, τη βάζεις κάτω, ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω της-, δεν είναι λίγο σαν να τη σκοτώνεις; Μπήγεις το μαχαίρι∙ και μετά βγαίνεις κι αφήνεις το σώμα γεμάτο αίματα. Δεν νιώθεις σαν να διαπράττεις δολοφονία, σαν να σκοτώνεις ατιμώρητα;"
Η Λούσι είναι η Νότιος Αφρική. Για αυτό δεν την καταλαβαίνουμε.
Ο Κουτσί στην Ατίμωση, αν και χρησιμοποιεί όλα του τα βασικά θέματα, τον μαρασμό του σώματος, τη σεξουαλική απόλαυση, την αγάπη για τα ζώα, τις προκαταλήψεις, κάνει ένα βασικό πολιτικό σχόλιο που το κατανοεί στην ολότητά του μονάχα όποιος έχει ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις, όπου το άτομο, διαλυμένο από την Ιστορία, ψάχνει να βρει θέση να σταθεί, εκεί που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Η εξουσία είναι το θέμα, για αυτό μια γυναίκα όπως η Λούσι, φεμινίστρια λεσβία, υποτάσσεται. Γιατί ψάχνει να βρει που ανήκει και διαφυγή δεν υπάρχει. Οι γυναίκες πάντοτε ιστορικά εξάλλου, αναγκάζονται να υποταχθούν. Άλλη λύση δεν υπάρχει.
Ο Κουτσί ήταν πάντα λόγιος, γεννημένος το 1940, έζησε κοντά πενήντα χρόνια στο απαρτχάιντ, δεν κατέβηκε ποτέ σε διαδηλώσεις, αν και από τα πρώτα έργα του ήδη ήταν ξεκάθαρη η αντίθεσή του. Με την Ατίμωση, που του χάρισε το δεύτερο Booker (δεν πήγε να πάρει κανένα από τα δυο γιατί δεν ήθελε να αποσπαστεί από το γράψιμο), πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, κλείνει στην ουσία του η προσωπική του ιστορία και η λογοτεχνική του πορεία στη Νότιο Αφρική. Ήδη από το 2002 μεταναστεύει στην Αυστραλία κι εκεί θα δεχτεί το Νόμπελ το 2003. Η Ατίμωση τού έφερε πολλούς προσωπικούς μπελάδες, με κορυφαία την καταδίκη της από τη Νοτιοαφρικάνικη βουλή ως βιβλίο ρατσιστικό. Η λογοτεχνική του εποχή στην Αυστραλία ξεκινά με έναν Κουτσί αλλαγμένο, που ασχολείται ακόμα περισσότερο με τη λογοτεχνία και την ουσία της, γράφει βιβλία ακόμα πιο δύσκολα και μεταμοντέρνα, μα πάντα με αυτή τη χαρακτηριστική, κρυστάλλινη γραφή. Η κάθε λέξη έχει τη θέση της, η κάθε φράση έχει τη θέση της, η κάθε παράγραφος.
Ο Κουτσί έχει σπουδάσει Αγγλική φιλολογία και μαθηματικά, κι έπειτα σημειολογία για γλωσσολογία. Έγραψε στα αγγλικά αλλά πάντα τον απασχολούσε βαθιά η τύχη των μικρότερων γλωσσών, της μητρικής του, των Αφρικάανς και των 13 μαύρων φυλών της πατρίδας του. Το τελευταίο του βιβλίο ο Πολωνός κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανική μετάφραση και μετά στα Αγγλικά, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η γλώσσα για κείνον είναι το εργαλείο μας για να κατανοήσουμε τον κόσμο και για αυτό, σε όλα του τα βιβλία, αυτό εντυπωσιάζει, το πόσο συναίσθημα κρύβει η λιτότητα, το πόσα πράγματα πρέπει να σκεφτείς αφού τελειώσεις το βιβλίο του που λόγω της διαύγειας της γλώσσας σε εκμαυλίζει να το τελειώσεις σε δυο απογεύματα.


Κατερίνα Μαλακατέ



"Ατίμωση", J.M. Coetzee, μτφ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα