17/11/25

Huckleberry Finn vs James





Παράλληλη ανάγνωση ή αντιπαραβολή, κάποιες στιγμές το πρώτο κι άλλες το δεύτερο, όπως μάλλον θα ήθελε κι ο ίδιος ο Έβερετ, που δήλωσε πως πριν γράψει το «James» διάβασε το «Χωκλιμπέρι Φιν» δεκαπέντε φορές, αλλά θα έφταναν ίσως και μόνον οι δέκα πρώτες.

Το «Χωκλιμπέρι Φιν» είναι ένα πικαρέσκο μυθιστόρημα, γραμμένο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα πρότυπα των υπόλοιπων μυθιστορημάτων του Μαρκ Τουέιν, κυρίως του «Τομ Σώγιερ». Μιλάμε για μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενός ήρωα λαϊκού υπόβαθρου, που μας λέει με τη δική του ιδιόλεκτο την ιστορία του, επεισόδια από τη ζωή του, που έχουν κάπως κι έναν σατιρικό χαρακτήρα, μεταξύ άλλων. Ο ήρωας στο πικαρέσκο δεν έχει πολλές πολλές μεταπτώσεις, ούτε στη γλώσσα, ούτε στον χαρακτήρα.

Τι αλλάζει στο «Χωκλιμπέρι Φιν»; Μα, η παρουσία του Σκλάβου Τζιμ και το κεντρικό θέμα. Το ηθικό δίλημμα δεν είναι, όπως στο «Τομ Σώγιερ», το αίτημα για την προσωπική ελευθερία ενός λευκού αγοριού. Ο Χακ αποφασίζει συνειδητά να βοηθήσει έναν σκλάβο να δραπευτεύσει, παρ’ όλο που ξέρει πως νομικά, θρησκευτικά, κοινωνικά κ.ο.κ. αυτό είναι κολάσιμο. Το κεντρικό θέμα στο «Χωκλιμπέρι Φιν» είναι γνωστό από αρχαιότατων χρόνων, ήδη από την Αντιγόνη, «τι είναι ηθικό και τι νόμιμο». Γιατί ο Χακ στο βάθος της (αμερικάνικης) ψυχής του ξέρει πως ο Τζιμ είναι άνθρωπος, και δεν πρέπει να είναι σκλάβος.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα disclaimer του Τουέιν, χρησιμοποιεί σε αυτό επτά διαφορετικές διαλέκτους του Νότου, που όλες σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αληθινές, τις έχει ακούσει ή τις έχει χρησιμοποιήσει. Ήδη από το 1885 που εκδόθηκε στην Αμερική, το μυθιστόρημα λοιδορήθηκε για αυτές τις διαλέκτους, και σκανδάλισε με το αντιρατσιστικό του θέμα. Ας μην ξεχνάμε πως η δράση τοποθετείται ακριβώς πριν τον Αμερικάνικο Εμφύλιο στον Νότο, ενώ γράφεται μόλις 10 χρόνια μετά. Τα πάθη είναι καυτά. Κι ακόμα είναι, 150 χρόνια μετά στην Αμερική, ζεστά.

Σε αυτήν ακριβώς τη γλώσσα πάτησαν οι καλές κυρίες την εποχής αλλά και οι καλοί κύριοι στις κριτικές τους, και θάψαν το «Χωκλιμπέρι Φιν», θεωρώντας πως προωθεί την ανηθικότητα και την ελευθεριότητα στους νέους. Χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα χρόνια, και το γύρισμα του αιώνα, για ανακαλύψουν ξανά το μυθιστόρημα του Τουέιν ο Χεμινγκουέι και ο Τ.Σ.Έλιοτ και να το επιβάλλουν στον Κανόνα. Αν και, ακόμα κι οι δυο τους διαφωνούν με το τέλος του. Στο τέλος εμφανίζεται ο Τομ Σώγιερ και βασανίζει τον Τζιμ, βάζοντάς τον σε μια «περιπέτεια», παρόλο που ήδη ξέρει πως ο άλλοτε σκλάβος είναι ελεύθερος, τον ελευθέρωσε η κυρία του στην διαθήκη της όταν πέθανε.

Το «Χώκλιμπέρι Φιν» διδάχτηκε σε όλα τα αμερικάνικα σχολεία σχεδόν για όλον τον 20ο αιώνα, για να καταργηθεί πάλι η διδασκαλία του στον 21ο , γιατί είναι γεμάτο με τη μισητή λέξη από «νι».

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ είναι μαύρος συγγραφέας, και το 2022, συλλαμβάνει— εν μέσω μιας παρτίδας τένις— την ιδέα να πει την πασίγνωστη ιστορία του Χακ Φιν, από την πλευρά του σκλάβου, να κάνει δηλαδή τον Τζιμ αφηγητή και κεντρικό ήρωα. Βέβαια, ο Πέρσιβαλ Έβερετ δεν είναι ένας οποιοσδήποτε μαύρος συγγραφέας, είναι άνω των εξήντα χρονών, έχει γράψει κοντά στα τριάντα βιβλία, διδάσκει δημιουργική γραφή και γλώσσα όλη του τη ζωή, είναι ένας λόγιος με τεράστια αγάπη προς τη γλώσσα και την εκπαίδευση. Θεωρεί πως αν κάτι θα λυτρώσει τη μαύρη κοινότητα είναι ακριβώς αυτό, το βλέπουμε ήδη από τα πιο πρώιμα έργα του, όπως το "Σβήσιμο".

Φτιάχνει έτσι μια αφήγηση από αυτές που ονομάζονται neo-fugitive narratives (μαύροι συγγραφείς, που δεν υπήρξαν οι ίδιοι σκλάβοι, αλλά είναι απόγονοι σκλάβων, γράφουν για τη σκλαβιά και τον μακρύ δρόμο της προσπάθειας απελευθέρωσης) και ταυτόχρονα δημιουργεί ένα spin-off ενός από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα αμερικάνικα μυθιστορήματα.

Στο πρώτο μέρος ακολουθεί κατά γράμμα την πλοκή του “Χωκλιμπέρι Φιν”, σε όσα κομμάτιά του δηλαδή υπάρχει ο Τζιμ και θα μπορούσε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής να μας πει το επεισόδιο. Έτσι, εκμεταλλεύεται τη ροή του πικαρέσκου και το «James» είναι κι αυτό φοβερά ευκολοδιάβαστο∙ ειδικά αν έχεις διαβάσει στην εφηβεία σου τον Τουέιν και δεν θυμάσαι ακριβώς τι γίνεται σε κάθε επεισόδιο.

Στο δεύτερο και το τρίτο μέρος όλα αλλάζουν, γιατί πρέπει να αλλάξουν.

Ο Έβερετ γράφει με πρόθεση. Το κεντρικό του θέμα είναι το αίτημα για ελευθερία, όχι του λευκού αγοριού, αλλά του μαύρου άντρα. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, καταρρίπτει το κλισέ του μυθιστορήματος του Τουέιν πως ο Τζιμ είναι καλόκαρδος μεν μα χαζούλης, αμόρφωτος που πιστεύει σε ένα σωρό δεισιδαιμονίες και νοητικές παγίδες που στήνει η θρησκεία. Για την ακρίβεια, ο Τζιμ του Έβερετ αίρεται ακόμα ψηλότερα από αυτό, η διάλεκτος που μιλάει είναι πεποιημένη, φτιαχτή, κι αναγκάζεται να τη διδάσκει στα παιδιά, για να κρατάει τους λευκούς ήσυχους, πως οι μαύροι είναι κατώτεροι τους.

Αυτό το λογοτεχνικό εύρημα— μην ψάχνετε, δεν υπάρχει καμία πραγματολογική μελέτη για να στηρίξει κάτι τέτοιο, είναι εβερετισμός— η γλώσσα που χρησιμοποιείται ως κατευναστικό μέσο του δυνάστη, και ως ένδειξη υποταγής, κι έπειτα η σταδιακή απελευθέρωση του Τζιμ από αυτή όσο απομακρύνεται από την σκλαβιά, για να γίνει τελικά κύριος του εαυτού του, να τον επανεφεύρει και να μπορεί να τον ονοματίσει – James— στηρίζει το δεύτερο επίπεδο της ανάγνωσης. Το «James» είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αναζήτησης ταυτότητας και τελικά ενδυνάμωσης. Naming the self, ονομάζοντας τον εαυτό.

Στην πορεία βέβαια κάθε ένα αναδιηγημένο επεισόδιο του «Χώκλιμπέρι Φιν» αποτελεί κι ένα μάθημα αμερικάνικης ιστορίας και αναζήτησης της αμερικάνικης ψυχής, που τι έκπληξη, περιλαμβάνει και τη μαύρη φυλή. Το εξαιρετικό με το «James» είναι πως λειτουργούν όλα, η φτιαχτή γλώσσα των μαύρων, η γλώσσα των αμόρφωτων λευκών, το έντονο χιούμορ (που κι αυτό θυμίζει Τουέιν) ακόμα και οι φαντασιώσεις του Τζιμ με τον Βολταίρο και τον Τζον Λοκ— αποκυήματα της φαντασίας του Έβερετ βεβαίως—, λειτουργούν για να πουν ξανά μια ιστορία που είναι σοκαριστική, πώς άνθρωποι υπήρξαν αντικείμενα, «περιουσιακά στοιχεία», πώς οι σκλάβοι δεν είχαν οικογένεια, πώς τις μαύρες γυναίκες τις βιάζανε χωρίς καν να το σκέφτονται, σαν καθημερινή δραστηριότητα, πώς για ένα κομμάτι μολύβι μπορούσαν να σε βασανίσουν μέχρι θανάτου και να σε κρεμάσουν περήφανα στην πλατεία. Κυρίως όμως για το ότι, όλο αυτό, ήταν νόμιμο. Αυτό είναι το εξωφρενικό, το αδιανόητο. Αυτό πρόσταζε ο νόμος, η κοινωνία, η ηθική, η θρησκεία. Αλλά ο Τζιμ μας το λέει από την αρχή, σε κανέναν Θεό δεν πιστεύει γιατί αυτός είναι ο λευκός θεός.

Από τα αγαπημένα μου επεισόδια, είναι η αναδιήγηση των παραστάσεων Μινιστρέλ, όπου λευκοί, φορώντας μπλακφέις (blackface), προσποιούνταν πως τραγουδούσαν τραγούδια μαύρων. Ο Daniel Decatur Emmett είναι ιστορικό πρόσωπο, υπήρξε και αυτός και το βιβλίο με τα «τραγούδια» του, που επιβίωσε και υπάρχει ως τις μέρες μας (μη ρωτήσετε για τα πραγματικά τραγούδια των μαύρων και αν υπάρχουν αυθεντικά τυπωμένα). Αυτό διαβάζουμε πρώτο πρώτο στο «James», ένα από τα τραγούδια του Έμετ, αυτή την ψευτιά.

Στο επεισόδιο αυτό, συνειδητοποιεί ο Τζιμ πως ακόμα και από φιλελεύθερους λευκούς δεν έχει τίποτα να περιμένει, πως αν περιμένει, πρέπει πάλι να τον ελευθερώσει ένας λευκός άνθρωπος. Και επαναστατεί. Στο δεύτερο και το τρίτο μέρος, που ξεχνάμε τον Μαρκ Τουέιν, ο Τζιμ είναι πια ελεύθερος, κι ας δεν είναι. Σιγά σιγά βρίσκει τον εαυτό του, γίνεται βίαιος εκεί που πρέπει, ξεσηκώνει, ηγείται. Και τελικά γίνεται Just James.

Τώρα αυτή η τελευταία φράση, αμφίσημη στα αγγλικά, και σχεδόν αδύνατον να αποδοθεί στα ελληνικά σε όλο της το μεγαλείο, «Δίκαιος Τζέιμς», «Μόνο Τζέιμς», «Απλά Τζέιμς» κ.ο.κ., είναι ο πυρήνας. Ο Τζιμ πια μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί, είναι συνειδητός κύριος του εαυτού του και έχει όνομα.

Έτσι το «James» γίνεται κάτι πολύ περισσότερο από ένα λογοτεχνικό παιχνίδι αλλαγής αφηγητή και ενός τεχνάσματος της γλώσσας. Διαλέγοντας άλλον αφηγητή για την ίδια ιστορία, ο Έβερετ διαφοροποιεί όχι μόνον το διακύβευμα του αφηγήματος αλλά και το ίδιο το αφήγημα. Σε κάποιο σημείο ο Τζιμ ξεκινώντας να γράφει την ιστορία του με αυτό το απόκομμα μολυβιού, το ποτισμένο με αίμα, λέει «Με το μολύβι μου, γράφοντας δίνω υπόσταση στον εαυτό μου, γράφοντας βρίσκομαι εδώ». Όποιος αποκτά φωνή, αποκτά συνείδηση, και θέση στην Ιστορία.

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ με το «James» έζησε στην Αμερική κάτι που δεν του είχε συμβεί πριν, παρόλα τα σπουδαία βιβλία που είχε ήδη γράψει, έγινε διάσημος, βγήκε στην τηλεόραση, απέκτησε βήμα. Σε όλη του τη ζωή ήταν ένας άνθρωπος που στήριξε την μαύρη κοινότητα διακριτικά— αυτό του προσάπτουν πάντα κι αυτό διακωμωδεί και στο «Σβήσιμο», πως δεν ήταν αρκετά «μαύρος συγγραφέας». Όμως εδώ ξεκάθαρα άλλαξε πολιτική στάση, βγήκε μπροστά, όπως ο James. Οι καιροί δυστυχώς το επιτάσσουν. Γιατί 150 χρόνια μετά η φυλετική ισότητα παραμένει ακόμα αίτημα. Στην Αμερική, αλλά κι εδώ.



                                     Κατερίνα Μαλακατε



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.