Σήμερα αποφάσισα να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο που έγραψα στα 26 μου, κοντά 7 χρόνια πριν, σε μια εποχή ευμάρειας, για να αποδείξω σε όλους, στον εαυτό μου κυρίως, πως όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Μεγαλώνοντας αποκτάς ίσως λίγη περισσότερη ταπεινότητα ή υπομονή. Αλλά αυτό είναι όλο, τα θέλω παραμένουν τα ίδια.
" Ξύπνησα πάλι με την κούραση να ταλανίζει τα μέλη μου. Δε επιθυμώ να σηκωθώ από τη ζεστασιά του κρεβατιού, να αναλάβω τις ευθύνες μου, να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα στην πιο αγνή και άγρια από τις μορφές της. Κι αν εγώ, που η τύχη, η μοίρα, το ριζικό ή τέλως πάντων κείνο που καθορίζει το βίο μας με προίκισε με τόσα θαυμαστά προικιά, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη ζωή, τότε δεν θέλω καν να σκεφτώ τί μπορεί να συμβαίνει σε αυτούς που γεννήθηκαν με λιγότερα τα εφόδια.
Ένας αντιπαθής σοφός κάποτε είπε «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι.» Αλλά εγώ αδυνατώ να κατανοήσω αυτή την αλήθεια. Εάν και εφόσον είναι η αλήθεια. Πώς αντιλαμβάνεται άραγε τον κόσμο, κάποιος από όλους αυτούς τους κακόμοιρους που δε μπορούν ούτε τα απλά πράγματα στη ζωή να κατανοήσουν; Κι αυτός ο ταλαίπωρος, που γεννήθηκε μέσα στη φτώχια, με μειωμένη αντίληψη, που γέννησε παιδιά που τίποτα δεν τους προσέφερε, που τίποτα δεν του προσέφεραν, αυτός που δε μου μοιάζει διόλου, πώς μπορεί να είναι ευτυχέστερος από εμένα; Γιατί του φτάνει εκείνου η ζωή του, γιατί ζηλεύει τη δική μου; Κι εγώ, γιατί δε μπορώ να ξυπνήσω τα πρωινά με ελαφρή τη συνείδηση, με ελαφριά την ψυχή;
Η ευτυχία της ανισότητας, ο θαυμαστός τρόπος με τον όποιο διαφέρουμε ο ένας από τον άλλο, που είναι αγαστός για όλα τα άλλα, είναι ο μεγαλύτερος φασισμός αυτής της ιστορίας. Αν γεννιόμασταν όλοι με τις ίσες δυνατότητες, αν γεννιόμασταν όλοι ίδιοι, ο ανθρώπινος κόσμος θα ήταν το πιο ανιαρό μέρος τούτου του πλανήτη. Και το πιο δίκαίο στη μοιρασιά της χαράς. Την ανορθογραφία αυτή της φύσης, δεν μπορεί δυστυχώς να την ανασκευάσει μια κοινωνία που πλάστηκε από κείνους που γεννήθηκαν με περισσές τις δυνατότητες. Μια κοινωνία, πάντως, που τους εξαιρετικά διαφορετικούς, τους ιδιαίτερα ικανούς, τους απομονώνει γιατί δε μπορεί να τους χρησιμοποιήσει. Αυτή η κοινωνία, «του προικισμένου μέτριου» δε μπορεί να ανεχθεί τα πάντα και γι’ αυτό δε μπορεί να προσφέρει ευτυχία.
Η ανελευθερία μας ξεκινά εκεί που τελειώνει η ανελευθερία του διπλανού μας. Η ανικανότητα για ευτυχία ξεκινά από το φασισμό της σύμβασης. Από όλα αυτά που προσδοκούν όλοι όσοι μας νοιάζονται. Η αγάπη καθίσταται έτσι το βασικό εμπόδιο για να φτιάξουμε κάτι διαφορετικό και μεγαλειώδες. Τα συναισθήματα εν γένει.
Ο οίκτος που μου προκαλούν τα παιδιά στα φανάρια, που γεννήθηκαν θαρρείς σε έναν άλλο ουρανό, δε μετριάζει τον οίκτο που νιώθω για μένα. Αν και θα έπρεπε. Με οικτίρω για όλα αυτά που ροκανίζουν τις πολύτιμες μέρες μου. Που συμβατικά με ακουμπούν σε κάποιο μεσαίο κοινωνικό στρώμα, μου δίνουν φαΐ και στέγη και την ανάγκη να διεκδικήσω την αγάπη. Ο οίκτος μου ξεκινά από το γεγονός πως δεν μπορώ να απελευθερωθώ από τα δεσμά της. Δε μπορώ να απελευθερωθώ από τους άλλους.
Γεννήθηκα με τη φαρέτρα μου δυνατή. Κάθε φορά που αρνούμαι κάποιο από τα βέλη μου να το χρησιμοποιήσω, οι γύρω μου ενίστανται. Οι γύρω μου απορούν. Γιατί δεν δαπανώ όλες μου τις δυνάμεις για να αποκτήσω αυτά που τους φαίνονται σημαντικά. Αλλά δεν είναι. Γιατί εξισώνομαι με τον καθένα που δεν έχει τα δικά μου εφόδια. Αναρωτιούνται. Πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος κείνος που καταφέρνει τόσο λιγότερα από μένα; Πώς είναι δυνατό κείνος ο «φτωχός τω πνεύματι» να κοιμάται ακόμα κάτω από τον ίδιο ουρανό;
Θα ήθελα να μη με νοιάζει και να μη με αφορά η γνώμη των οικείων μου. Θα ήθελα τα προικιά μου να τα αφήσω να πάνε στράφι. Να σηκώσω την παντιέρα της ελευθερίας. Να διαδηλώσω το δικαίωμα στην τεμπελιά και στην αεργία. Το δικαίωμα που μου δίνει η εξαιρετικότητα. Δυστυχώς τα θέλω μου είναι υπερβολικά μικρά, μπροστά στην αγάπη που κρύβει η καρδιά μου.
Θα σηκωθώ και σήμερα. Θα πάω στη δουλειά. Να βοηθήσω τους ακατανόητους αναξιοπαθούντες. Που συνεχίζουν να υπάρχουν, αν και απέχουν από μένα. Που συνεχίζουν να αντεπεξέρχονται, σε μια κοινωνία που δε φτιάχτηκε για αυτούς. Που συνεχίζουν να φυτοζωούν. Μαζί τους φυτοζωώ κι εγώ. Γιατί δε με αφήνουν να τους μοιάσω.
Η μη πολιτική ορθότητα των λογισμών, η έπαρση και η αλαζονεία, διόλου δε μειώνουν την ένταση των λεγομένων. Σηκώνω το λάβαρο της επανάστασης. Διεκδικώ τη ζωή που ελπίζω. Μια φρικτή αιματοβαμμένη σημαία απιθώνω στο φέρετρο με τα όνειρα των άλλων για μένα. Και ξεκινώ για το ταξίδι της ευτυχίας."