29/9/11

"Sputnik Caledonia", Andrew Crumey


                   Μάλλον δεν κρύβεται πως έχω αδυναμία στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Αν και  θα ήταν αδικία κατάφωρη να κατατάξει κανείς σε ένα μόνο λογοτεχνικό είδος ένα τόσο πολυεπίπεδο βιβλίο όπως το "Sputnik Caledonia" του Andrew Crumey. Η γνωριμία μου με τον συγγραφέα έγινε με το συμπαθητικό "Μόμπιους Ντικ", ήδη όμως από τον "Κύριο Μι" είχε βρει μια θέση στη συνείδηση μου ως ένας από τους αγαπημένους μου.
                Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη, στο πρώτο βλέπουμε τον μικρό Ρόμπερτ Κόιλ που μεγαλώνει στη Σκωτία και προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, μέσα από την επιθυμία του να γίνει κοσμοναύτης και τις πολιτικές απόψεις του πατέρα του, εργάτη- σοσιαλιστή- θυμοφιλόσοφου. Στο δεύτερο κομμάτι, ο Ρόμπερτ, ενήλικος πια, ζει στην Λαϊκή Δημοκρατία της Βρετανίας και ετοιμάζεται για Κοσμοναύτης, σε μια μυστική αποστολή που θα τον στείλει ίσια σε μια Μαύρη Τρύπα. Στο τρίτο μέρος, ο Ρόμπι Κοιλ είναι νεκρός από τα 19 του και ο γέρος πατέρας του προσπαθεί την ημέρα της επετείου του θανάτου του να συνέλθει. "Όλα συνδέονται μεταξύ του" με λίγα λόγια και αυτό είναι η μόνη αλήθεια.
              Ο Κρούμευ παίζει με τη θεωρία της σχετικότητας, με την αίσθηση πως φυσική και τέχνη συνδέονται με κάποιο τρόπο, με αυτό που θα μπορούσε να είναι, με την έννοια του παράλληλου σύμπαντος, με τις συγγραφικές του δυνατότητες. Και βγαίνει νικητής. Το αποτέλεσμα είναι ένα ευκολοδιάβαστο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα - σπανίως τα δυο πάνε μαζί- που μπορεί να το απολαύσεις τόσο σε πρώτο επίπεδο, όσο και λίγο πιο πέρα.

"Sputnik Caledonia", Andrew Crumey, μετ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Πόλις, 2011, σελ. 549


26/9/11

Εγκλωβισμός

Σπανίως νιώθω τόσο άσχημα όσο το τελευταίο Σαββατοκύριακο. Κλίση προς την κατάθλιψη δεν είχα παρά μόνο στην εφηβεία μου –μαζί με την μισή ανθρωπότητα, η άλλη μισή την έχει ακόμα- κι όμως δεν με ευχαριστούσε τίποτα. Πέρα λοιπόν από κάποιες αναποδιές που μας τύχαν την περασμένη εβδομάδα και που ούτε θέλω να τις συζητήσω με κανένα, γιατί δε θέλω, δε θέλω να φοβηθώ, αρνούμαι να υποταχτώ στο φόβο του διπλανού μου, στην γραφειοκρατία του κράτους και στην προσπάθεια παραβίασης του προσωπικού χώρου από αγνώστους (και όχι παραδόξως δεν μιλάω για κανένα τέλος και κανένα φόρο αν και τώρα που το ξαναδιαβάζω θα ταίριαζε…) , αυτό που νομίζω πως δημιουργούσε αυτήν την αίσθηση είναι ο εγκλωβισμός. Νιώθω πως εγκλωβίστηκα σε κάτι που μου υποσχέθηκαν πως θα είναι πάντα έτσι κι εγώ τρέχω τώρα να επιβιώσω, ενώ θα μπορούσα ίσως με μεγαλύτερη τόλμη να αντλώ και κάποια ευχαρίστηση από αυτό το τρέξιμο.

            Με λίγα λόγια μεγάλωσα σε μια εποχή, τη δεκαετία του 90, που επαγγελματικός προσανατολισμός σήμαινε προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης. Φράγκα, για να ταΐσεις την οικογένεια σου, δουλειά και τίποτε άλλο. Σκέφτηκα η αδαής πως θα μπορούσα να καταπνίξω την πραγματική μου κλίση αν είχα λυμένο το βιοποριστικό μου. Και τώρα που όλα αυτά καταποντίστηκαν θορυβωδώς, έμεινα με την αγωνία του τρεξίματος, να κοιτάζω ένα τέρμα που δε μου ταιριάζει. Καλά να πάθω, η ζωή είναι για τους τολμηρούς κι εγώ πάντα επέλεγα την εύκολη λύση.

           

22/9/11

Κακομοιριάς το έλεος

Με περιβάλλει μια αίσθηση κακομοιριάς, κι εγώ βυθίζομαι πέρα από κάθε προσδοκία σε αυτό το τεχνητό περιβάλλον μιζέριας με την ίδια ευκολία που κάποτε χωνόμουν στην περιρρέουσα ευθυμία. Η αναίτια ευθυμία δεν είναι πάντοτε κακή, η κακομοιριά πάντως είναι, αιτιολογημένη ή όχι. Δεν μπορώ ούτε τώρα να πείσω τον εαυτό μου πως πρέπει να κάνει κάτι – απέχει πολύ η έκφραση πολιτικής άποψης από την ενεργό δράση- όπως πάντα κάθομαι απαθής να βρίζω δίκαιους και άδικους. Ενδιαφέρομαι για το μαγαζάκι μου με λίγα λόγια, τον άντρα και το παιδί μου και τα άλλα τα αφήνω απέξω. Κι όμως αυτά τα άλλα πάντα με αγγίζουν.

            Δεν είναι πως δεν διακρίνω το σημαντικό, κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο. Απλά αφήνομαι στη βόλεψη μου, στο κάτω κάτω εγώ έχω κάτι να χάσω. Αν κρατήσω αυτά που μου απόμειναν σφιχτά στην κλειστή χούφτα, μήπως και τα περισώσω, ίσως από αυτήν την αναμπουμπούλα βγω με το μικρότερο δυνατό κόστος. Πιθανολογώ πως όλοι έτσι σκεφτόμαστε μέχρι να φτάσει το τέλος. Το τέλος λοιπόν είναι τι; Η απώλεια της εργασίας, της στέγης, της τροφής, τι; Που είναι το τέλος, η απώλεια της δυνατότητας να πάρεις την ακριβή τσάντα; Αυτό το τέρμα είναι μακριά, είναι κοντά, μας αφορά περίπου όσο κάθε ανακοίνωση μέτρων από την κυβέρνηση. Λοιπόν το τέλος δεν είναι το τέλος για τα ακίνητα, είναι που συνδέθηκε με αγαθό κοινής ωφέλειας. Το τέλος δεν είναι ο φόρος που θα μας στερήσει την τσάντα αλλά που θα στερήσει στον δίπλα- οσονούπω και σε μας- το ρεύμα και τη θέρμανση.

            Με πονά γιατί κοιτώ να σώσω ό,τι σώζεται, όπως πάντα. Όπως παλιά βολευόμουν στην ευμάρεια, δεν χρειαζόμουν την πανάκριβη τσάντα, δεν την αγόραζα αλλά άμα μου την έφερνε η μαμά μου τη δεχόμουν, έτσι και τώρα κοιτάω να σώσω το τομάρι μου. Μετράω τα κουκιά και βλέπω πως με το συγκεκριμένο χαράτσι θα στριμωχτώ, αλλά θα έχω να πληρώσω το ρεύμα. Άρα όλα καλά, σωθήκαμε και φέτος…..

19/9/11

Όνειρα πάνω στο κύμα



Τα μισά από όσα ξέρω τα έχω κάπου διαβάσει, τα άλλα τα έχω ζήσει. Όμως κάποια πράγματα μένουν αξεδιάλυτες εμπειρίες στο μυαλό μου, χάνεται η μνήμη, κρατά κενά διαστήματα, παίζει παιχνίδια αλλόκοτα. Τα μισά μου όνειρα τα έχω διαβάσει, τα υπόλοιπα τα έχω ζήσει. Λένε πως τόσο ευεπηρέαστα είναι μόνο τα παιδιά, αλλά η φαντασία μου καλπάζει. Ακούω το γιο μου να παραμιλά στον ύπνο του- κακό κουσούρι για παιδιά, ενδιαφέρον για περίεργες μανάδες- και τις περισσότερες φορές αναπαριστά τη μέρα του, βλέπει τον μπαμπά του να ξαναξεχνά το χαρτί του σουπερμάρκετ, το παιδάκι στην παιδική χαρά να κάνει άουτς, τον γιατρό να του κάνει εμβόλιο.

Είμαι 33 ετών και έχω ταξιδέψει λίγο, κάποιες πόλεις της Ευρώπης για 5-6 μέρες, δεν πήγα στο εξωτερικό για σπουδές, δεν αλήτεψα σε μιαν άλλη κουλτούρα κι όμως είναι γειτονιές της Βαρκελώνης και ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής που είναι φυλαγμένες μέσα στην άκρη του μυαλού μου, αξεδιάλυτες εμπειρίες κι ας λέω πως σπάνια οπτικοποιώ τα διαβάσματά μου. Ή τα γραψίματα, η εικόνα μού διαφεύγει εντελώς, με ζορίζουν οι λέξεις.

Στην πορεία πέρασα από μια φάση ελιτισμού, όποιος δεν διαβάζει έχει από την αρχή μειονέκτημα, ένα μείον στην κούρσα της ζωής. Μετά κατάλαβα πως αυτό είναι η δουλειά της τέχνης, ο ορισμός της. Δεν είναι ανάγκη να διαβάζεις, αρκεί μια μουσική, μια ταινία, ένας πίνακας, κάτι, να κρατά τη φαντασία σου σε επίπεδα πεντάχρονου. Αλλιώς η πραγματικότητα θα σε καταβροχθίσει.

17/9/11

"Έμφυτο ελάττωμα", Thomas Pynchon



Υποψιάζομαι πως όπως λέει και ο Νο14ΜΕ σε σχετικό ποστ ήταν μάλλον άτυχη η επιλογή να ξεκινήσω το ταξίδι μου στο Πιντσονικό σύμπαν με το "Έμφυτο ελάττωμα". Η αλήθεια είναι πως τα μαστούρικα μυθιστορήματα που περιγράφουν την δεκαετία του 60 και του 70 στον καπνό ενός μπάφου με κουράζουν αρκετά-  μάλλον παίζει ρόλο πως δεν έχω καταφέρει να καπνίσω πάνω από δέκα κανονικά τσιγάρα σε όλη μου τη ζωή. Ετούτο πάντως είχε χιούμορ, πλάκα, πλοκή, γάρα, άσπρη, χίπηδες, όλα ιδωμένα από μια αγαπησιάρικη ματιά και έναν εξαιρετικό λογοτεχνικό ήρωα.

            Ο Ντοκ Σπορτέλο, ιδιωτικός ερευνητής στο επάγγελμα, κρατά με το μικρό του ανάστημα όλο το βιβλίο ζωντανό και παλλόμενο. Ψάχνοντας για το γκόμενο της πρώην φιλενάδας του πέφτει σε κυκλώματα ναρκωτικών, μπάτσων, εργολάβων, τζόγου, όλα μαζί διαπλεκόμενα και μερικές φορές εντελώς όμοια. Ο Σπορτέλο δεν είναι ο καλός, οι άλλοι δεν είναι οι κακοί, οι κλασικούρες ενός παρόμοιου μυθιστορήματος αποδομούνται, αλλά τα λαχούρια, τα χίπικα αξεσουάρ και η πανταχού παρούσα μαριχουάνα το κάνουν λίγο σαν Χαβάη 5-0 με χασίσι.

              Η επαφή μου με τον Πίντσον δεν με αποθάρρυνε, θέλω να διαβάσω κι άλλα του βιβλία όμως τούτη τη φορά λέω να μην το κάνω στα τυφλά. Δέχομαι προτάσεις.

9/9/11

"Η χρονιά της ερήμου", Pedro Mairal


«Η χρονιά της ερήμου» του Pedro Mairal είναι ένα μυθιστόρημα που θυμίζει πολύ ως προς τη θεματολογία το «Περί Τυφλότητας» του Σαραμάγκου, χωρίς καθόλου να τον μιμείται στο ύφος και το στυλ γραφής, σε αυτό ο «γεράκος» μας ήταν αξεπέραστος άλλωστε. Από την άλλη κι εδώ ξεκινάμε από μια ανεξήγητη καταστροφή, την Κοσμοχαλασιά, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο και παρακολουθούμε τη ζωή συγκεκριμένων ανθρώπων που πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.

            Ηρωίδα η Μαρία, γραμματέας σε μεγάλη χρηματοοικονομική εταιρεία που στην αρχή τα νέα πως τα σπίτια γκρεμίζονται και οι ηλεκτρικές συσκευές δεν λειτουργούν δεν την επηρεάζουν πολύ. Δεν αργεί όμως ο καιρός που αναγκάζεται να μετακομίσει πιο κοντά στο κέντρο της πόλης που φαίνεται να είναι δυσκολότερο να διαβρωθεί, που μαθαίνει να ζει χωρίς ηλεκτρικό, που οι γύρω της αλλάζουν οργανώνονται για να επιβιώσουν- η ανθρώπινη φυλή δείχνει μαζεμένα όλη την καλοσύνη και την κακία της, όπως σε κάθε περίοδο έντασης- καταντά νομάδας, πόρνη, αιχμάλωτη ινδιάνων, ερωμένη. Χάνει την αξιοπρέπειά της και την ξαναβρίσκει.

            Το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, διερευνά το πρόβλημα που πάντα σχεδόν απασχόλησε την λογοτεχνία, πως θα επιβίωνε ο άνθρωπος ως άτομο και ως κοινωνικό ον σε μια κοσμοϊστορική αλλαγή. Πέρα από αυτό προερχόμενο από την Αργεντινή του 2005 είναι μια αλληγορία που ίσως έχει να μας διδάξει δυο τρία πραγματάκια για την ανθρώπινη φύση σε καιρό Κρίσης.

4/9/11

"Το Μπουντουάρ του Ναδίρ", Ιωάννα Μπουραζοπούλου



Μάλλον δεν κρύβεται πως συμπαθώ εξαιρετικά τη γραφή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Αυτό, αν δεν κάνω λάθος, είναι το πρώτο της βιβλίο και μου άρεσε πολύ. Σε μια χώρα της Βαλκανικής λοιπόν, σε μια πόλη που ονομάζεται Παλμέ-Βαλκάν κυριαρχεί ένα μαγαζί, το Ναδίρ, που συνδυάζει το μυστήριο με το όργιο για να δώσει θέαμα και να επιβιώσει. Ιδιοκτήτες του ο θηριώδης Δεβεράλδης και η Βαλκυρία. Εδώ  στήνονται θεάματα όπως αυτό του συγγραφέα που τρώει το χειρόγραφο του σελίδα σελίδα και μετά το αφοδεύει δημόσια στο τεράστιο κοινό αποχωρητήριο- το Μπουντουάρ του Ναδίρ ή του ηθοποιού που είναι μελλοθάνατος σε μιαν άλλη χώρα και το κοινό περισσότερο σκέφτεται πως σε λίγο θα πεθάνει παρά την παράστασή του. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει, γυμνό, κόπρανα, ούρα, θάνατος, όλα μετουσιώνονται σε «τέχνη». Μα το σπουδαιότερο είναι πως το Ναδίρ και συγκεκριμένα το Μπουντουάρ του γίνεται πόλος έλξης για όλους τους ισχυρούς της Βαλκανικής, ανάγεται σε ιδέα και κέντρο αποφάσεων.

Ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι μια ιδιωτική ερευνήτρια, μια αντρογυναίκα ξερακιανή και σχεδόν άφυλη, που ερευνά κάποιες συγκεκριμένες φωτογραφίες που βρέθηκαν όταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου πεθαίνει και τα υπάρχοντα βγαίνουν σε δημοπρασία. Έτσι γυρίζει όλη την Ευρώπη και γνωρίζεται με σαλτιμπάγκους, ηθοποιούς, συνταγματάρχες, ένα μωσαϊκό ανθρώπων. Κάπου εκεί βρίσκεται η άκρη του νήματος.

Ο τρόπος που η συγγραφέας αγαπά να στήνει ένα ολόκληρο καινούργιο συμπάν, που άπτεται του δικού μας αλλά δεν είναι αυτό, με ενθουσιάζει. Το κυριότερο όμως είναι πως δεν επαναπαύεται σε αυτή της τη δεινότητα να στήνει δυστοπίες, αλλά φροντίζει να υπάρχουν χαρακτήρες ολοκληρωμένοι που πλαισιώνουν τόσο την ιστορία, όσο και τον καινούργιο κόσμο- που τόσο πολύ μοιάζει στον παλιό.

1/9/11

Βιβλιοπροτάσεις: "Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά", Jonathan Safran Foer



Νομίζω πως όταν μιλάμε για το "Νέο Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα" μιλάμε για λάθος Τζόναθαν. Γιατί με πολύ απλά λόγια, θα έπρεπε να μιλάμε για τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Το «Extremely loud and incredibly close» το διάβασα στα ελληνικά γιατί το αγόρασα σε βιβλιοπωλείο-υπερκατάστημα όπου ήταν το μόνο που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το μετάνιωσα, σχεδόν θέλω να το ξαναδιαβάσω και στην αυθεντική του γλώσσα.

Όταν πρωτοδιάβασα  κριτικές για αυτό το βιβλίο, δεν κρύβω πως φοβήθηκα, Αμερικανός που γράφει για την 11η Σεπτεμβρίου, το μυαλό μου γέμισε ευχολόγια, κακά μοιρολόγια και λατρεία για το σημείο της καταστροφής σε μορφή υστερίας. Εγώ ως μη Αμερικανίδα, πριν συνειδητοποιήσω το μέγεθος της καταστροφής ένα απόγευμα που έπινα καφέ στο πατρικό μου, σχεδόν είχα χαρεί από την έκπληξη που έβλεπα κάποιον να τα βάζει με την υπερδύναμη. Μετά ήρθαν τα υπόλοιπα συναισθήματα, η πίκρα κι ο θυμός που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Φοβήθηκα λοιπόν πως δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ.

Κι όμως μπόρεσα. Αφηγητής ο εννιάχρονος Όσκαρ, που έχασε τον πατέρα του στους Πύργους και προσπαθεί να συνέλθει. Πρωταγωνιστές αυτός, ο μπαμπάς του, ο παππούς και η γιαγιά του, επιζήσαντες του βομβαρδισμού της Δρέσδης, η Νέα Υόρκη. Η θλίψη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού είναι ύπουλη, γεμάτη γλυκιά αφέλεια, αλλά ο Όσκαρ δεν είναι ένα οποιοδήποτε παιδί, έχει τις εμμονές του, την προσκόλληση του στο ντέφι του, φτιάχνει ένα ολόκληρο άλμπουμ με πράγματα που του έχουν συμβεί, κι είναι γεμάτο σκληρά αποκόμματα εφημερίδων, στέλνει γράμματα στον Στήβεν Χόκινς. Ο Όσκαρ αλωνίζει όλη τη Νέα Υόρκη, γιατί βρήκε ένα κλειδί σε ένα βάζο στην ντουλάπα του πατέρα του μέσα σε ένα φάκελο που έγραφε Black κι αποφασίζει να επισκεφτεί όλους τους Μπλάκ της πόλης. Κι έχει έναν παππού που έχασε την λαλιά του στο βομβαρδισμό της Δρέσδης, μια γιαγιά που προσπαθεί να επιβιώσει από τις μνήμες. Γιατί οι πράξεις εκδίκησης πάνω στα κεφάλια αθώων αφήνουν κι αυτές θύματα όπως όλες οι άλλες.

Το διάβασα αχόρταγα, μέσα σε λίγες μέρες, δεν ήθελα να το αφήνω για πολύ. Γιατί πέρα από τον πολιτικό συμβολισμό, από τη Δρέσδη και τη Νέα Υόρκη, ο Όσκαρ Σελ είναι ένας εκπληκτικός λογοτεχνικός ήρωας κι η ιστορία του αξιοδιάβαστη. Όσο για τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα, πρωτοπρόσωπη αφήγηση μέσα από τα μάτια ενός 9χρονου, γράμματα σε έναν αγέννητο και άγνωστο γιο (από τον άλαλο παππού) και σε έναν γεννημένο και πολύ αγαπημένο γιο (από την πανταχού παρούσα αλλά και διακριτικά απούσα μητέρα), δεν έχω παρά θαυμασμό. Λίγοι μπορούν να σπάσουν έτσι την αφήγηση κι όμως να μη χάσει τίποτε από την συνοχή και τη φρεσκάδα της.



Υ.Γ. Δεν θέλω να δω την ταινία.