30/5/14

"H ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον", Δημήτρης Σωτάκης



Ομολογουμένως λιγότερο εντυπωσιακό από τα προηγούμενά του - αν και ο τίτλος θα μας έπειθε για το αντίθετο- «Η Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» του Δημήτρη Σωτάκη ξεκινά από μια έξυπνη ιδέα που δεν κουράζει τον αναγνώστη καθώς εξελίσσεται, όμως μας οδηγεί προς ένα αμήχανο και κάπως χαοτικό τέλος. Το κείμενο είναι ευκολοδιάβαστο, με γλώσσα προσεγμένα απλή δίχως να γίνεται απλοική. Ο συγγραφέας είναι εγνωσμένης αφηγηματικής ικανότητας και η ανάγνωση σου δίνει ώρες ώρες την αίσθηση πως ο χρόνος κυλά χωρίς εσένα∙ για να το πω απλά, τις διακόσιες πενήντα σελίδες του τις διάβασα μέσα σε ένα πρωινό.

Αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ένας -ανώνυμος- άντρας βαθιά καταθλιπτικός. Η δουλειά του τον απωθεί, μένει μόνος, έχει «φίλους» δυο από τους γειτόνους του που του χτυπούν που και που την πόρτα και η βασική του ενασχόληση είναι η αυτοκτονία. Δεν την τολμά ακόμα, αλλά είναι ο στόχος του. Μέχρι τότε χαπακώνεται.

Ένα απόγευμα την πόρτα του χτυπά ο Μάικλ Τζάκσον. Ένας Μάικλ φιλικός, που θέλει να γίνει ποιητής και συγκάτοικος του ήρωα μας, ένα συγκαταβατικό πλάσμα που δεν ζητά τίποτα άλλο παρά μια γωνιά κι είναι ευτυχισμένο. Σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση από όσους τον γνωρίζουν πως ο νεκρός Μάικλ βρίσκεται ξαφνικά στο διαμέρισμα του, μόνο ο ψυχίατρος του αυξάνει τις δόσεις και τον ξεκινά στα αντιψυχωσικά.

Το βασικό θέμα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα, η μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος, αφορά κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο ήρωας του Δημήτρη Σωτάκη, κι ας είναι καταθλιπτικός, κι ας καταφέρνει τελικά να αυτοκτονήσει, ξαναγυρίζει στην ζωή του την επόμενη κιόλας μέρα. Κρύβει μέσα του δηλαδή αυτόν τον χαρούμενο και καλόβολο Μάικλ και τον ανασύρει όταν τα ζόρια γίνονται πάρα πολλά.

Το βιβλίο έχει αρετές- την υπερβατική ιστορία, το παιχνίδι με τον χώρο και τον χρόνο, το έντονο χιούμορ (εντονότερο ίσως εδώ από ότι στα υπόλοιπά του) ταυτόχρονα με την υφέρπουσα μαυρίλα, την ικανότητα του συγγραφέα να σε κάνει ταυτιστείς με τον κεντρικό χαρακτήρα, να τον θεωρήσεις άνθρωπο κοντινό σου και υπαρκτό, όσες «τερατολογίες» κι αν περιέχει η ιστορία του.  Μου έδωσε όμως την αίσθηση πως αποτελεί απλά ένα ακόμα βήμα, το εφαλτήριο για να γράψει πια ο Σωτάκης εκείνο το βιβλίο που θα μας αφήσει άφωνους.


"Η Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον", Δημήτρης Σωτάκης, εκδ. Κέδρος, 2014, σελ.252


27/5/14

"Η ανάγνωση είναι χάσιμο χρόνου", του Μαραμπού

Όταν με ρωτούν πώς μου αρέσει να περνώ τις ελεύθερες ώρες μου, πάντοτε διακρίνω μια ανεπαίσθητη αλλά παρούσα επιτίμηση για τις επιλογές μου στα λόγια και τις εκφράσεις των συνομιλητών μου. Οι ελεύθερες ώρες είναι ένας ευφημισμός αφού συνεχώς είναι φυλακισμένες από την σφαιρική μεταλλική μπάλα μιας διόλου σφαιρικής κριτικής. Είτε μου αρέσει να διαβάζω είτε να μετρώ τους σκουρόχρωμους ρόζους του ξύλινου ταβανιού μου, αυτό είναι λίγο πολύ κατακριτέο. Ακόμα όμως και όταν βρω έναν που του αρέσει να περνά τις ελεύθερες ώρες του όπως εγώ, οι λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις των δραστηριοτήτων μας, μπορούν να προκαλέσουν μια κανιβαλική κριτική άνευ προηγουμένου, με δυο λόγια, να φάμε τις σάρκες μας.

Μου αρέσει να διαβάζω αλλά όχι αστυνομικά. Όταν κάποιος μου λέει ότι λατρεύει να περνάει την ώρα του διαβάζοντας αστυνομικά, εγώ σουφρώνω τα χείλη και σκέφτομαι (ίσως και να το λέω δυνατά), τι χάσιμο χρόνου! Τις λίγες φορές που επέλεξα να διαβάσω ένα αστυνομικό, πρόλαβα και βαρέθηκα μέχρι θανάτου, στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που διήρκεσε η πυρετώδης ανάγνωσή του. Έμοιαζε σαν να βρισκόμουν σ' ένα αυτοκίνητο που έτρεχε ιλιγγιωδώς σε μια λεωφόρο, χωρίς να προλαβαίνω να απολαύσω την διαδρομή, βλέποντας μόνο μια ομοιόμορφη και θολή αλληλουχία δέντρων και κτιρίων. Ώσπου, φτάναμε σε μια ανοιχτωσιά και μου ανακοίνωναν ψυχρά, εδώ κατεβαίνεις φίλε!

Επίσης, με ενοχλεί η τελειότητά τους. Όλα μέσα τους μου φαντάζουν τέλεια, αψεγάδιαστα. Αν δεν περιέχουν ένα κραυγαλέο λογικό κενό στην ιστορία τους, τότε έχουν κερδίσει το στοίχημα. Η πλαστική επέμβαση πέτυχε, μοιάζουν ολότελα φυσικά! Αντιλαμβάνομαι, εντούτοις, ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις σ' αυτήν την τελειότητα που ένα έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει με ευκολία. Για όσο όμως θα επιμένω να μην προτιμώ την ανάγνωσή τους, όλα θα συνεχίσουν να μου μοιάζουν τέλεια. Η ανέφικτη οικειότητα δεν πρόκειται να διαταράξει αυτήν την συμφέρουσα συνθήκη. Όλα αυτά γράφονται εν είδει επιμυθίου, μετά την προ ημερών ανάγνωση του βιβλίου του Τζορτζ Πελεκάνου «Αδιέξοδο». Όσοι διακινδυνεύσετε να εμπιστευτείτε την κρίση μου, στο τέλος ευελπιστώ να συμφωνήσετε μαζί μου όταν σας λέω ότι, το συγκεκριμένο βιβλίο ...ήταν τέλειο!


Νομίζω ότι χάνω τον ελεύθερο χρόνο μου πιο συνετά και ευθύς αμέσως θα σας περιγράψω την πρόσφατη χασούρα μου για να κρίνετε και μόνοι σας! Οι συγγραφείς γιγαντώνονται ή συρρικνώνονται βιβλίο με το βιβλίο είτε με την σειρά που τα γράφουν είτε μ' εκείνη που τα διαβάζεις. Πάντοτε μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τον συγγραφέα από το βιβλίο του. Η παρουσία του ήταν συνεχής, αν όχι στην ιστορία που κάθε φορά μου αφηγούνταν (ενίοτε αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ίδια την ιστορία και κατ' επέκταση για την διαχρονική σπουδαιότητα του βιβλίου), τουλάχιστον ήταν παρών στην φαντασία μου που τον έπλαθε (με την βοήθεια και κάποιων εξωτερικών ερεθισμάτων) κατά το δοκούν και αδιαλείπτως. Αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα ήταν συνήθως κάποιες φωτογραφίες των συγγραφέων, βιογραφικά στοιχεία, μερικά ανέκδοτα από την πολυτάραχη ή βαρετή ή τραγική ή ό,τι άλλο ζωή τους, κάποιες εμμονικές παραξενιές τους, πολύ συχνά δε, και μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα ή δοκίμια θεωρητικού περιεχομένου που ανέπλαθαν με μια “δεύτερη” γραφή τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της πρώτης.  Τα ανέκδοτα για να μην περιπέσουν στην φθηνή ρητορική των κουτσομπολιών πρέπει να τα χειριστεί ένα χέρι έμπειρο, που ναι μεν δε θα τους χαριστεί, αλλά τουλάχιστον θα τους “ντύσει” με την ομορφιά του γραπτού λόγου, τον οποίο και εκείνοι πιστά και επίμονα υπηρέτησαν, θα τους κάνει για λίγο χάρτινους ήρωες, εξάλλου τείνω να πιστεύω ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς, που ξεχνάει να τους περιμαζέψει η λήθη, είναι επινοημένοι, ζουν μόνο στην φαντασία μας, σχεδόν λησμονούμε ότι κάποτε κατάφεραν και έζησαν και έξω απ' αυτήν.

Αυτήν τη δουλειά ανέλαβε να την περατώσει, υποψιάζομαι με περισσή ευχαρίστηση, ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του “Γράφοντας τις ζωές των άλλων” που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα. Πρόκειται για είκοσι έξι αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων που στην πλειονότητά τους διατηρούν ακέραιο τον συγγραφικό μύθο τους, με δυο-τρεις εξαιρέσεις στις οποίες η ζωή τους υπονομεύει (όχι όμως μέχρι τέλους) την φαντασία τους. Ο Χαβιέρ Μαρίας δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκει απωθητικούς τρεις ανθρώπους, τον Τζέημς Τζόυς, τον Τόμας Μαν και τον Γιούκο Μίσιμα. Διαβάζοντας τα πορτρέτα και αφού αφαιρέσω τον Τζόυς για προσωπικούς λόγους καίτοι ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Μαρίας. Ο Μαν με έκανε να γελάσω από αγανάκτηση και λύπηση. Είχε τόση έπαρση ώστε άφησε τα ημερολόγιά του σε σφραγισμένους φακέλους με την εντολή να ανοιχτούν μετά από 25 χρόνια, όταν δε ανοίχτηκαν, η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη καθώς σπάνια περιείχαν κάποιο οξυδερκές σχόλιο αντάξιο ενός συγγραφέα, απλώς έβριθαν από καθημερινές ανούσιες καταγραφές που θα άφηναν αδιάφορο και τον πιο κουτσομπόλη. «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό», «Πέρασα ένα μεγάλο μέρος χωρίς την τεχνητή οδοντοστοιχία μου. Βάσανα», «Δυσκολευόμουν να καταπιώ το φαγητό οπότε χρειάστηκε να μου το αλέσουν στο μύλο». Απομυθοποίηση τώρα! Είχα σκοπό να καταπιαστώ εντατικότερα με το έργο του Μαν, από το οποίο έχω διαβάσει ελάχιστα, όμως αυτό το πορτρέτο του λειτούργησε ανασταλτικά και θα περάσει καιρός πριν το ξανασκεφτώ.

Ο Μίσιμα από την άλλη, ήταν και αυτός κάργα επηρμένος και εκτός όλων των άλλων που έκανε, με αποκορύφωμα τον τελετουργικό αλλά ανόητο θάνατό του, την χρονιά που έκανε παγκόσμια περιοδεία για να προωθήσει το έργο του, συζητιόταν έντονα ότι το Νόμπελ λογοτεχνίας θα πάει πρώτη φορά σε Ιάπωνα, έτσι ο Μίσιμα φρόντισε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο την ώρα της ανακοίνωσης ώστε το κοινό να τον θαυμάσει με κάθε μεγαλοπρέπεια.

(...) Όταν το αεροπλάνο όμως προσγειώθηκε και βγήκε πρώτος πρώτος μ' ένα πελώριο χαμόγελο στα χείλη, βρήκε το αεροδρόμιο βυθισμένο στην θλίψη, μια και ο βραβευθείς ήταν ένας ενοχλητικός συγγραφέας από τη Γουατεμάλα. Έναν χρόνο αργότερα η απογοήτευσή του έγινε ακόμα βαθύτερη: Το Νόμπελ είχε δοθεί επιτέλους στην Ιαπωνία, αλλά στον φίλο και δάσκαλό του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η αντίδραση του Μίσιμα ήταν άμεση: Πήγε τρέχοντας στο σπίτι του Καβαμπάτα, για να είναι ο πρώτος που θα τον συγχαρεί και να βγει και εκείνος τουλάχιστον στις φωτογραφίες. Δε χρειάζεται να πούμε πως ο Μίσιμα θεωρούσε πως όχι μόνο του άξιζε το Νόμπελ, αλλά και πως ήταν – το δίχως άλλο – ιδιοφυΐα. «Θέλω να ταυτίσω το λογοτεχνικό έργο μου με τον Θεό» είπε κάποτε σ' έναν φανατικό ακροδεξιό, που πιθανότατα να ήταν συνηθισμένος σε παρόμοια παραληρήματα μεγαλείου.


Σχεδόν όλες οι ζωές των συγγραφέων που παρουσιάζονται στο βιβλίο ήταν τραγικές και αυτοκαταστροφικές, μοναδική φωτεινή αχτίδα ήταν ο Λώρενς Στερν (παρά τα βάσανά του), του οποίου τον Τρίστραμ Σάντι όποιος έχει διαβάσει καταλαβαίνει αμέσως την πηγαία αισιοδοξία του δημιουργού του. Στο τελευταίο κεφάλαιο που τιτλοφορείται “Τέλειοι καλλιτέχνες”, ο Μαρίας έχει συγκεντρώσει μερικές κάρτ-ποστάλ αγαπημένων του συγγραφέων και προσπαθεί μέσα από την εικόνα που έχει μπροστά του να μαντέψει συμπεριφορές και κρυφά αισθήματα των εικονιζομένων. Βέβαια, στην εποχή των εικόνων (κινούμενων και μη) και της υπερπληροφόρησης πλέον, ποιος θα χάσει τον χρόνο του σε τέτοιες παλιομοδίτικες διαδικασίες και επισφαλείς εικασίες; Αλλά είπαμε, εδώ μιλάμε για τον χαμένο χρόνο και έχουμε κάθε δικαίωμα να αναφέρουμε και αυτό!
Το βιβλίο του Μαρίας διαβάζεται εξίσου ιλιγγιωδώς όπως και ένα αστυνομικό, όμως μού δίνει τον χρόνο να δω κρυφές θεάσεις των κτιρίων, που έχω παρατηρήσει με την ησυχία μου εκατοντάδες άλλες φορές. Γι' αυτό και μένει περισσότερο στην μνήμη μου. Επίσης, δεν μου φαντάζει τέλειο. Κάθε άλλο. Φθάνει ως εδώ! Μην χάνετε τον χρόνο σας με ανόητες αερολογίες. Χάστε τον χρόνο σας υπεύθυνα. Διαβάζοντας. 


"Γράφοντας τις ζωές των άλλων", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ.352



                                                                                             Μαραμπού 

23/5/14

"Η Βικτώρια δεν υπάρχει", Γιάννης Τσίρμπας




Ένα μικρό βιβλιαράκι είναι «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα, μια κεντρική (πολύ καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία) και 5 εμβόλιμες μικρότερης έντασης. Μια νουβέλα λοιπόν ή μια συλλογή διηγημάτων; Οι ταμπέλες με άφηναν πάντοτε αδιάφορη, ένα κείμενο με χαλαρούς δεσμούς, ένα βιβλίο που ρέει, που δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου και ταυτόχρονα σε πονάει, λέει σκληρές αλήθειες, πληγώνει.

Ένας άνθρωπος αναγκάζεται να ακούσει τον παραληρηματικό μονόλογο του -άγνωστού του- διπλανού που μένει στην πλατεία Βικτωρίας. Ο τύπος που μιλά είναι σχεδόν άνεργος, βλέπει την γειτονιά του να βρωμά από την φτώχεια των μεταναστών που στοιβάζονται εκεί, ενοχλείται από τα τραγούδια τους, μυρίζει τα φαγητά τους, το "χόρτο" που καπνίζουν, νιώθει απειλημένος. Είναι ένας βίαιος ρατσιστής του κερατά. Αυτός που ακούει μένει στην Αγία Παρασκευή και ντρέπεται μήπως τους κρυφακούει κανείς μες το βαγόνι και νομίσει πως είναι κι αυτός μια από τα ίδια. Σβήνει συνεχώς διαφημιστικά μηνύματα στο κινητό του.

Το βιβλίο θίγει με καίριο τρόπο αυτό που συμβαίνει στις γειτονιές του κέντρου, το πώς διαμορφώνεται ο ρατσισμός, η κουλτούρα της βίας, πως ενώ θα περίμενε κανείς η πολυπολιτισμικότητα να ανοίγει το μυαλό του ανθρώπου καταλήγουμε με μετανάστες με ανοιγμένο κεφάλι. Αλλά και πως ο βολεμένος ταρακουνιέται για λίγο και τελικά δεν ασχολείται. Λύση δεν δίνει. Γιατί εν πολλοίς δεν υπάρχει.

Οι μικρότερες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο, ανθρώπων που ζούσαν στη Βικτώρια, μένουν ελαφρά μετέωρες, αποφεύγουν το μελό μόλις την τελευταία στιγμή, μόνο και μόνο από την απλότητα της γλώσσας και τη δωρικότητα του συγγραφέα. Αυτό- το πόσο λιγόλογο είναι το βιβλίο- είναι το βασικό ατού του. Ο Γιάννης Τσίρμπας οφείλει τη δύναμή του στο ότι ξέρει τα όρια της ιστορίας του και χειρίζεται άριστα τον λόγο. Κι αυτό το σφρίγος εύχομαι να το διατηρήσει και στα επόμενα κείμενα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, αδιάφορο.

«Η Βικτώρια δεν υπάρχει», Γιάννης Τσίρμπας, εκδ. Νεφέλη, 2013, σελ. 58

Υ.Γ.1 Τελικά η Βικτώρια υπάρχει; (η απάντηση εδώ)
Y.Γ.2 Ο Γιάννης Τσίρμπας είναι υποψήφιος για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Αναγνώστης».
Υ.Γ.42 Την Δευτέρα 26/5 στις 7:30μ.μ στο Booktalks.

    

21/5/14

"Μπετόν", Thomas Bernhard





Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα είναι το «Μπετόν» του Τόμας Μπέρνχαρντ που εκδόθηκε την ίδια χρονιά με τον «Ανιψιό του Βίτγκενσταιν» και μοιάζει πολύ και με τους «Φτηνοφαγάδες». Πρόκειται για έναν μικρό, σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο ενός άντρα που δεν κατάφερε ποτέ τίποτα να ολοκληρώσει στην ζωή του.

Ο Ρούντολφ είναι  προσπαθεί δέκα χρόνια να γράψει μια πραγματεία για τον Μέντελσον Μπαρτόλντυ, αλλά αυτή η αρχική φράση του διαφεύγει. Κατηγορεί την αδελφή του για αυτό, και τις συνεχείς αντιπνευματικές της παρεμβάσεις, την ασθένεια του, το μέρος, το σπίτι του, τον κακό του τον καιρό. Αποφασίζει να φύγει και να πάει στην Μαγιόρκα που είναι το κλίμα ευκολότερο για την σαρκοείδωση του. Ούτε κι εκεί όμως έρχεται η πολυπόθητη συγκέντρωση.

Ο Ρούντολφ είναι ένας χαρακτηριστικός άντρας του Μπερχαρντικού σύμπαντος∙ μόνος στα σαρανταοκτώ του, δεν μπορεί να ανεχτεί ούτε καν την αδελφή του που όπως αποδεικνύεται νοιάζεται για αυτόν και τον αγαπά, ζει απομονωμένος στο πατρικό του στο Πάισχαμ, ενώ κάποτε ζούσε την πολύβουη ζωή της Βιέννης. Ένας άντρας αποτραβηγμένος από τους φίλους του, που δεν τελείωσε όποιες σπουδές κι αν ξεκίνησε, δεν δούλεψε ποτέ, ένας άνθρωπος που συνειδητοποιεί σε όλο της το μεγαλείο τη ζωή ως ανίατη ασθένεια.

Μέσα από το δίχως παραγράφους κείμενο ο συγγραφέας στηλιτεύει μια ολόκληρη γκάμα κοινωνικών συνθηκών, τον εύκολο πλουτισμό, τις τάχαμου φιλανθρωπίες, την πολιτική, τα «καλλιτεχνικά σαλόνια», τις εκκεντρικότητες. Και φυσικά αναδεικνύει και την ματαιότητα της απομόνωσης, της κατηγορίας των άλλων για τις δικές μας αδυναμίες. Ο ήρωας του- που τόσο του μοιάζει, και που τόσο μοιάζει με πολλούς από τους ήρωες του- είναι αδύναμος, τυλιγμένος στις φοβίες, ανίκανος να ανταποκριθεί στα βασικά κοινωνικά καθήκοντα με οποιονδήποτε τρόπο. Ένας εν δυνάμει συγγραφέας που δεν έγραψε τίποτα ποτέ.

Το «Μπετόν», αν και μου πήρε κάποιες μέρες να το διαβάσω, ήταν η παρηγοριά μου σε μια περίοδο που το διάβασμα έμοιαζε περισσότερο αγγαρεία παρά ευχαρίστηση. Στην αρχή φοβήθηκα πως ούτε κι αυτό θα με έβγαζε από την αναγνωστική ανία. Όμως τελικά ο Μπέρχαρντ έκανε καλά τη δουλειά του. Κλείνοντας την τελευταία σελίδα του επαναληπτικού σύμπαντός του συνειδητοποίησα- όχι δίχως κάποια θλίψη- πως η λαχτάρα μου για διάβασμα επέστρεψε.


«Μπετόν», Τόμας Μπέρνχαρντ, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Εστία, 2008, σελ. 183 


17/5/14

Αηδία ή Μήπως πρέπει να ξαναπιάσω τον Προυστ;





Πάντοτε έγραφα νωρίς. Τώρα πολύ απλά δεν γράφω. Οι πρώτες πρωινές ώρες, τότε που το μυαλό έχει μια διαύγεια εντελώς απαλλαγμένη από τις καθημερινές σκοτούρες, με βοηθούν να εξαγνιστώ, να βρω ξανά τη μουσικότητα και τον ρυθμό μου. Μου λείπει το σταθερό βήμα στις λέξεις, έχω ανάγκη να διαβάσω δυνατά, μόνη. Κι έπειτα να γράψω βυθισμένη, εντελώς ξένη με το περιβάλλον γύρω μου, μια άλλη.

Κάποτε διάβαζα ως αργά, τώρα αυτή η μοναξιά μου διαφεύγει, αναλώνομαι. Ακόμα κι εκείνα τα βιβλία, τα δικά μου, που φυλάω χωρίς περιστροφές ως καβάτζα στην αναγνωστική θλίψη, δεν μπορούν να με γιατρέψουν. Δεν είναι αγρανάπαυση, είναι κρίση.

Πάντοτε προσδιοριζόμουν μέσα από τα βιβλία. Όχι ως καλός ή κακός άνθρωπος, ως γυναίκα, μάνα σύζυγος ή γιαγιά ρέιβερ. Ως εγώ. Ακουμπούσα πάνω τους το βάρος της μαυρίλας, τα κατηγορούσα για αυτή, τα αγαπούσα. Πίστευα στη μη κανονικότητά μου. Οι αναγνώστες αγαπούν τον εαυτό τους, οι συγγραφείς το εγώ τους.

Τώρα με προσδιορίζουν τα βιβλία με άλλους τρόπους, το μυστικό είναι εκεί έξω. Θα ‘θελα να ανοίξω ένα μπλογκ από την αρχή, εντελώς ανώνυμο. Να σας πως ανοιχτά για την αηδία. Μια αηδία διάχυτη, που δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, μην με παρεξηγήσετε, όμως με διαπερνά για το γαμημένο το σύστημα. Για το τι εκδίδεται, και πως, στην Ελλάδα. Μιλάω για τους «πρωτοεμφανιζόμενους», που όλοι σχεδόν τον κύκλο τους στο κύκλωμα τον έχουν κάνει με κάποιο τρόπο πριν πρωτοεμφανιστούν, για τους «καταξιωμένους» που έπειτα από κάποια βιβλία δικαιούνται να βγάλουν ό,τι να ‘ναι∙  ακόμα μιλώ και για το μεταφράζεται, τι προωθείται, τι πουλιέται.

Πάντοτε προσδιοριζόμουν μέσα από τα βιβλία. Τώρα συνειδητοποιώ πως εν πολλοίς κάποιος άλλος με ορίζει μέσα από αυτά, ευθύνεται για το τι διαβάζω και τι όχι. Πολύ απλά, αν κάτι δεν μεταφραστεί στην Ελλάδα, δεν θα το διαβάσω. Βλέπω την κυνικότητα των κριτηρίων, το πώς τα βιβλία πεθαίνουν εμπορικά ύστερα από ένα χρόνο κι αποσύρονται.

Πάντοτε έγραφα νωρίς. Πιο νωρίς από ότι έπρεπε, δεν ήμουν αρκετά ώριμη, έλεγαν. Μια παρορμητική νεαρή κυρία. Τώρα η ωριμότητά τους με μπλοκάρει, η γνώση -έστω και στις παρυφές της- του τι γίνεται. Δεν γράφω και δεν διαβάζω. Αυτά ήταν πάντα ο τρόπος μου να βρω ποια είμαι. Αυτό κανείς δεν το σέβεται, όλοι το παραπετάνε. Θα αρχίσω να συχνάζω στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Να ανασάνω. Ίσως θα έπρεπε να ξαναπιάσω τον Προυστ.  


     

13/5/14

'Μάρτυς μου ο Θεός", Μάκης Τσίτας





Ο Χρυσοβαλάντης είναι 50 ετών, μένει ακόμα με την μαμά, τον μπαμπά του και τις δυο του αδελφές, και έχει μείνει άνεργος τα τελευταία δύο χρόνια. Παλαιότερα δούλευε τυπογράφος. Τώρα όλες τις δουλειές τις έχουν φάει οι Αλβανοί κι οι Ρώσοι. Ο Χρυσοβαλάντης είναι 136 κιλά, έχει ζάχαρο και πάρεση, και θα ήθελε να βρει μια καλή κοπέλα, κατά προτίμηση Αγγλίδα, για να του κάνει τα παιδιά του. Δεν είχε ποτέ του κανονική σχέση με γυναίκα, αλλά επειδή είναι αγνό αγόρι πήγαινε συστηματικά στα μπουρδέλα και του τα έτρωγαν οι Ρωσιδούλες. Οι Ρωσιδούλες, εν αντιθέσει με τους Ρώσους, είναι καλά κορίτσια.

Ο Χρυσοβαλάντης πάντα άκουγε τους γονείς του κι έμενε μακριά από παρέες και γκόμενες που δεν ήθελαν το καλό του. Ήταν το τσιράκι του αφεντικού του, μέχρι που χρεοκόπησε και τον άφησε απλήρωτο, ο καλός γιος του ταγματασφαλίτη και μέθυσου πατέρα και της σαλεμένης μάνας του. Ο Χρυσοβαλάντης είναι θρησκευόμενος και χρεωμένος μέχρι τον λαιμό. Παίρνει και χάπια, όχι μόνο αυτά του σακχάρου αλλά και τα άλλα του ψυχιάτρου. Α, και δεν του σηκώνεται πια, λόγω διαβήτη κάτι πάθαν τα πεϊκά του αγγεία.

Όλη η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας συμπυκνώνεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χρυσοβαλάντη. Η αγία ελληνική οικογένεια που ευνουχίζει τα παιδιά της και τα κρατά στο σπίτι ως τα γεράματα, η ανεργία, η θρησκοληψία, ο επιλεκτικός ρατσισμός, τα χρέη από τις πιστωτικές, τα ψυχοφάρμακα, τα μπουρδέλα. Ο ήρωας είναι μια καρικατούρα- μισογύνης, ρατσιστής, μαμάκιας, ανέραστος. Όμως αυτή η καρικατούρα ζει ανάμεσά μας, την αναγνωρίζουμε στον γείτονα, βλέπουμε στο πρόσωπό της τα παιδιά μας. Ο Χρυσοβαλάντης είναι καλός άνθρωπος. Και Μάρτυς του ο Θεός αδικήθηκε σε τούτη τη ζωή.

Η αφήγηση είναι ρέουσα, σχεδόν θεατρική, το βιβλίο απολαυστικό και ρουφηχτό, υποδειγματικά γραμμένο. Η ειρωνεία και το πικρό χιούμορ για τα χάλια μας σε κάνουν να νιώσεις ταύτιση. Ο ήρωας- αν και έχει όλα τα κακά της μοίρας πάνω του- είναι ολοκληρωμένος, συνεπής, λογικός μες στην παράνοια. Κι η ιστορία μια από αυτές τις καθημερινές που βιώνουμε όλοι γύρω μας.

«Σε τσοντάδικο έχω πάει και το ‘χω μετανιώσει. Μάρτυς μου ο Θεός. Ήταν ένα θέαμα που δεν μου προσέφερε τίποτα. Αυτά είναι τα λεγόμενα παρασεξουαλικά. Λόγω των προβλημάτων υγείας που έχω και κυρίως λόγω της καρδιάς, οι γιατροί μου απαγόρευσαν αυτοϊκανοποίηση και πορνοταινίες. Παλιά προτιμούσα τον αυνανισμό. Σ’ έναν νέο σήμερα θα έλεγα να ψάξει να βρει γυναίκα- με τον αυνανισμό δεν θα κερδίσει τίποτα. Αντιθέτως, θα του πειραχτούν τα μυαλά και τα νεύρα, θα γίνει χαρακτήρας εσωστρεφής. Κάνει ζημιά ο αυνανισμός στους νέους, είναι διαπιστωμένο.»

«Μάρτυς μου ο Θεός», Μάκης Τσίτας, εκδ. Κίχλη, 2013, σελ. 264

Υ.Γ. 42 Ο τίτλος θα με έκανε να μην το πάρω. Μετά την ανάγνωση βεβαίως μου φαίνεται ιδιαζόντως επιτυχής.

Υ.Γ. 42-42 Ο Μάκης Τσίτας αύριο στο Booktalks υποψιάζομαι πως θα έχει πολλά να πει. Άλλα τόσα θα του πούμε κι εμείς J  



11/5/14

"Κόρσακοφ", Éric Fottorino




Ξεκινά εντυπωσιακά  το  "Κόρσακοφ" του Έρικ Φοτορίνο. 156 σελίδες τριτοπρόσωπης αφήγησης που ρουφιούνται απολαυστικά. Έπειτα οι ρυθμοί  πέφτουν, ακολουθεί ένα πρωτοπρόσωπο κι ένα τριτοπρόσωπο κομμάτι που μπλοκάρει την ανάγνωση και αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου.

Στο πρώτο μέρος κεντρικός ήρωας είναι ο Φρανσουά Αρντανουί, ένα δεκάχρονο αγόρι που μένει με την ανύπαντρη -και σχεδόν παιδί- μητέρα του Λίνα και την αποστεγνωμένη γιαγιά του. Η αίσθηση του αγοριού που νιώθει πως δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, πως δεν μπορεί να βρει τον εαυτό του γιατί δεν ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του είναι κλειστοφοβική.  Το χειρισμός του θέματος της ταυτότητας, της παιδικής ηλικίας που στοιχειώνεται από τα λάθη των ενηλίκων είναι εξαιρετικός από τον συγγραφέα. Κι ο μικρός Φρανσουά συγκινητικός όταν βρίσκει στο πρόσωπο του πατριού του Μαρσέλ Σινιορέλλι- και της οικογένειάς του- το λιμάνι που γύρευε.

Στο δεύτερο μέρος ο γιατρός πια-γνωστός νευρολόγος ειδικευμένος στις ασθένειες της μνήμης-  Φρανσουά Σινιορέλλι μας μιλά για το πως τον χτύπησε το Κόρσακοφ. Το σύνδρομο Κόρσακοφ που κατά κανόνα πλήττει νέους ανθρώπους χαρακτηρίζεται από αμνησία τύπου Αλτσχάιμερ, με μια μεγάλη διαφορά, ο ασθενής εγκέφαλος, επειδή είναι νεαρός και εύρωστος, στη θέση των χαμένων αναμνήσεων βάζει άλλες οργιαστικές, που τις πιστεύει με πάθος, που γίνονται η ζωή που χάνεται. Το σύνδρομο έχει γρήγορη εξέλιξη και οδηγεί στον θάνατο.  Ο Σινιορέλλι θυμάται τον θετό παππού του Φόσκο, την μητέρα του, τον  πραγματικό του πατέρα ΜΑΜΑ που τον γνώρισε ενήλικος για πολύ λίγο.

Στο τρίτο μέρος αναλαμβάνει το Κόρσακοφ κι ο Σινιορέλλι χάνεται στις αναμνήσεις του Φόσκο, γίνεται αυτός, και μας οδηγεί στο τέλος.

Αν και η ιστορία του παιδιού είναι εκπληκτική, και η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος ιδιαίτερη, η αφήγηση μένει λειψή από τα μέσα και μετά. Θα περίμενε κανείς το εναλλακτικό σύμπαν του Κόρσακοφ να αναλάβει να μας πει κάποιες ιστορίες, όμως αυτό χάνεται και βλέπουμε τον νευρολόγο μονάχα στις πιο νηφάλιες στιγμές του. Όσο για την τελευταίο κομμάτι, είναι δομημένο έτσι που δεν δίνει την νοσηρότητα της κατάστασης.

Η συνολική αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο είναι θετική, δεν θα μπορούσε να μην είναι. Ο Φοτορίνο ξέρει με σιγουριά να αφηγείται καλά και να στήνει το σύμπαν του με μαεστρία. Από την άλλη, θεωρώ πως είναι ένα βιβλίο που του άξιζε πιο δυνατό φινάλε, μια ιδέα δυνατή που να κρατά τον αναγνώστη και να τον αναγκάζει να μην το αφήσει από τα χέρια του.

"Κόρσακοφ", Έρικ Φοτορίνο, μετ. Στέργια Κάββαλου, εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 457


7/5/14

Auster-o-mania



Γνώρισα τον Paul Auster σχετικά αργά, μια διετία πριν. Αιτία η Μαρία Ξυλούρη και η παθoλογική της αγάπη που εκφραζόταν συχνά πυκνά στο blog της (περίπου μια φορά την εβδομάδα για να είμαστε ακριβείς). Διάβασα το The New York Trilogy στα Αγγλικά και η δύναμη της γραφής του με συνεπήρε.

Ο Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιού Τζέρσι από γονείς Εβραίους, Πολωνικής καταγωγής. Η μητέρα και ο πατέρας του είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας κι έναν εν πολλοίς αταίριαστο γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο. Τα παιδικά χρόνια του δεν είναι ευτυχή- ειδικά μετά την γέννηση της ψυχικά διαταραγμένης αδελφής του, ο μικρός Πολ άρχισε να νιώθει σαν «οικιακός μετανάστης, ένας εξόριστος μες στο ίδιο του το σπίτι».

Μοναδική του παρηγοριά τα βιβλία που διαβάζει αχόρταγα από την πρώτη του επαφή μαζί τους, όταν ένας θείος του τους άφησε τα δικά του σε κούτες να τα φυλάνε. Στα 16 του ρουφά το «Έγκλημα και Τιμωρία» και αποφασίζει πως αυτό θέλει να κάνει στην ζωή του. Στα 18 μαγεύεται από τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Οι αγαπημένοι του συγγραφείς πάρα πολλοί, κατά καιρούς έχει αναφέρει τούς Θερβάντες, Ντίκενς, Κάφκα, Μπέκετ, Χόθορν, Πόε, Μέλβιλ, Γουίτμαν, Έμερσον, Θορώ, Χέμινγουει, Σάλιντζερ, Φιτζέραλντ, Φώκνερ, Τζόυς. Λέει χαρακτηριστικά:


«Δεν μπορώ να φανταστώ πως κανείς μπορεί να γίνει συγγραφέας αν δεν ήταν ένας αδηφάγος αναγνώστης ως έφηβος. Ένας πραγματικός αναγνώστης καταλαβαίνει πως τα βιβλία είναι ένας κόσμος από μόνος του και πως αυτός ο κόσμος είναι πλουσιότερος και περισσότερο ενδιαφέρων από οποιονδήποτε άλλο στον οποίο έχουμε ταξιδέψει. Νομίζω πως αυτό κάνει τους νεαρούς ανθρώπους συγγραφείς, η ευτυχία που ανακαλύπτεις ζώντας μέσα από τα βιβλία»

Στα 18 του ξεκινά για 4 χρόνια ένα τουρ της Ευρώπης, Ισπανία, Ιταλία, Παρίσι, Δουβλίνο ως φόρο τιμής. Όταν γυρίζει στην Αμερική, κι αφού τραβήξει μεγάλο αριθμό στην σχετική λοταρία και αποφύγει το Βιετνάμ, πιάνει δουλειά στο παλιό του Κολλέγιο. Γράφει ποίηση από πολύ μικρός, αλλά τότε καταπιάνεται πια με το πεζό. Είναι εξαιρετικά πιεσμένος οικονομικά (γράφει με ψευδώνυμο ένα μυθιστόρημα ευρείας κατανάλωσης που νομίζει πως θα τον ξελασπώσει, αλλά δεν καταφέρνει να το εκδώσει τότε), συντηρείται οριακά από διάφορες μικρές υποτροφίες. 

Εν τω μεταξύ ο πατέρας του πεθαίνει και η μικρή κληρονομιά τον αφήνει απερίσπαστο να γράψει δίχως να σκέφτεται τα χρήματα. «Η ανακάλυψη της Μοναξιάς», ένα αυτοβιογραφικό κείμενο για την σχέση με την οικογένεια, τον πατέρα του και την πρώτη γυναίκα του, την συγγραφέα Λίντια Ντείβις, εκδίδεται το 1984.


To πρώτο βιβλίο της "Τριλογίας της Νέας Υόρκης" εκδίδεται το 1986 από έναν μικρό εκδοτικό οίκο- έπειτα από απανωτές απορρίψεις- κι έκτοτε ο Όστερ δεν κοιτά πίσω. Γράφει μανιασμένα, μόνος, σε ένα διαμέρισμα με τα απολύτως απαραίτητα- χαρτιά με τετραγωνάκια, μολύβια και μια αρχαία γραφομηχανή Olympus- εκδίδει ποίηση, ανεβάζει θεατρικά, γράφει σενάρια ταινιών και φυσικά 16 μυθιστορήματα. Γίνεται, μαζί με την δεύτερη γυναίκα του (πολύ γνωστή) συγγραφέα Σίρι Χουστβεντ κεντρική φιγούρα στα κουλτουριάρικα λογοτεχνικά πράγματα της Αμερικής. Μόνο που οι Αμερικάνοι δεν τον διαβάζουν. Οι αναγνώστες του είναι κυρίως Ευρωπαίοι που αναγνωρίζουν τις βαθιές λογοτεχνικές του ρίζες, που δεν θίγονται όταν κάνει πολιτική, που μπορούν να αφεθούν σε μια μη γραμμική αφήγηση.

Ο Όστερ μες στην απλότητα του λόγου του, την ροή της γραφής του και την έμφυτη ροπή του να πει μια ιστορία ολοκληρωμένη υπηρετεί τις εμμονές του- λογοτεχνικές και προσωπικές. Οι ήρωες του είναι συχνά άνθρωποι κατεστραμμένοι- σε δυο βιβλία ο ήρωας έχει χάσει γυναίκα και παιδιά και βρίσκεται στα σαράντα του ξεκρέμαστος, σε κάποιο άλλο μετακομίζει σε καινούργια πόλη για να ανασυνταχτεί έπειτα από διαζύγιο και καρκίνο- που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους, αναζητούν την χαμένη τους ταυτότητα. Ο Όστερ πιστεύει στην τυχαιότητα, σε κείνο το γεγονός που από καθαρή σύμπτωση συμβαίνει και σου αλλάζει την ζωή, την κοσμοθεωρία, που σε πάει παρακάτω. Στην Τριλογία ένας λάθος αριθμός τηλεφώνου οδηγεί έναν άνθρωπο στην τρέλα.

Αγαπά την διακειμενικότητα, παντού στο έργο του οι επιρροές του είναι εμφανείς- σε κάποια σημεία τόσο μάλιστα που δανείζεται ονόματα ηρώων άλλων συγγραφέων. Είναι μεταμοντέρνος - αρέσκεται να διασπά την ροή της αφήγησης, να πηδά στον χρόνο και τον χώρο, να παίρνει ένα κλασικό λογοτεχνικό είδος (κυρίως τις ιστορίες αστυνομικού μυστηρίου) και να το αποδομεί- ταυτόχρονα όμως προχωρά κι ένα βήμα παρακάτω, δεν αφήνεται στην ακατάληπτη λούπα του μεταμοντερνισμού. Λατρεύει το παιχνίδι με τις ταυτότητες, να βάζει τους ήρωες του και τον εαυτό του να μην είναι αυτοί που είναι, τοποθετεί τους κεντρικούς του χαρακτήρες κατά κανόνα στην Νέα Υόρκη, πολύ συχνά τους κάνει συγγραφείς, γράφει και ξαναγράφει την αυτοβιογραφία του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως έχει γράψει ήδη 3 από αυτές.

Με τα χρόνια η γραφή του έχει αποκτήσει μια σταθερή μανιέρα που είναι αναγνωρίσιμη- η αφήγηση που αψηφά τον χρόνο και τον χώρο, ο ήρωας που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, οι συχνότατα αναξιόπιστοι αφηγητές. Αυτό που αλλάζει είναι η πολιτική του τοποθέτηση που γίνεται σαφής. Παλαιότερα έμενε στην ενδοσκόπηση, τώρα το περιβάλλον είναι τέτοιο που λέει δυο τρία λογάκια για αυτό που πιστεύει.

Η πιο τρανταχτή πολιτική του παρέμβαση ήταν όταν αρνήθηκε να πάει στην Τουρκία, λόγω της μεταχείρισης των Τούρκων συγγραφέων από την κυβέρνηση. Προκάλεσε την μήνι του Ερντογάν που λίγο ως πολύ τον αποκάλεσε ανύπαρκτο και το θέμα αναδύθηκε και πάλι στην επικαιρότητα.

Ο Όστερ είναι ένας αριστοκράτης της γραφής. Εξαιρετικά ωραίος άντρας, και στα νιάτα του αλλά και τώρα, γλυκός και ευγενικός συνδαιτημόνας, ακούραστος γραφιάς - γράφει ένα οκτάωρο απομονωμένος ακόμα και τις Κυριακές- ένα κλασικό "καλό παιδί". Μέχρι να διαβάσει κανείς τα βιβλία του και να καταλάβει τι παίζει μέσα στο κεφάλι του.






Μυθιστορήματα:

The New York Trilogy (1987)
In the Country of Last Things (1987)
Moon Palace (1989)
The Music of Chance (1990)
Auggie Wren's Christmas Story (1990)
Leviathan (1992)
Mr. Vertigo (1994)
Timbuktu (1999)
The Book of Illusions (2002)
Oracle Night (2003)
The Brooklyn Follies (2005)
Travels in the Scriptorium (2006)
Man in the Dark (2008)
Invisible (2009)
Sunset Park (2010)
4321 (2017)

Υ.Γ. 42 Στα Ελληνικά ο Όστερ κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Πρόσφατα οι εκδόσεις Μεταίχμιο πήραν τα συγγραφικά δικαιώματα και κυκλοφορούν ήδη "Ο Αόρατος" και "Η Τριλογία της Νέας Υόρκης"(προχθές #yes!).


5/5/14

"Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους", του Μαραμπού





Καημένε Καβάφη! Πολύπαθοι οι στίχοι σου, έχουν τραβήξει τα πάνδεινα, κατακερματισμένοι έξω από τα ποιήματά σου, να πηγαινοέρχονται από δω και από κει χωρίς σταματημό και συνείδηση – μπορούν να προλογίσουν μια ταινία βίας ή μια κομεντί, να κοσμήσουν τα πλαϊνά ενός λεωφορείου ή ενός ταξί, να δώσουν επίφαση θάρρους σε δειλές πολιτικές αποφάσεις ή ακόμα, ποιος ξέρει, ίσως και να φωλιάζουν μέσα στο τραγανό κουκούλι ενός fortune cookie! Εγώ είμαι ο τελευταίος θύτης (ταυτόχρονα με εκατοντάδες άλλους ανά τον κόσμο) που χρησιμοποιώ άκριτα τους στίχους σου, χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ, μόνο και μόνο για να παρουσιάσω ένα βιβλίο που τυγχάνει να φέρει στον τίτλο του την λέξη βάρβαρος. Τι βαρβαρότητα, αλήθεια!

Η κίνηση της ανάγνωσης είναι σπειροειδής, μοιάζει με κύκλο αλλά δεν τελειώνει ποτέ, απλώς κινείται αενάως προς ένα κέντρο που συνεχώς απομακρύνεται. Μπορείς να φανταστείς την σπείρα είτε κινούμενη προς ένα απύθμενο βάθος σαν θαλάσσια δίνη είτε προς ένα απροσμέτρητο ύψος σαν επίκληση στα θεία. Προτιμώ την δίνη. Λίγες μέρες πριν βυθιστώ στο σημείο που βρίσκομαι τώρα, διάβασα το βιβλίο του Εμίλ Σιοράν “Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν” όπου μεταξύ άλλων ανέφερε μερικά ανέκδοτα από την γνωριμία του με τον Ανρί Μισώ και σκέφτηκα ότι θα με ενδιέφερε να διαβάσω κάτι του Μισώ, αδικαιολόγητα τον είχα παραγκωνίσει, σύμφωνα και με την κρίση του Σιοράν. Έτσι, όταν λίγες μέρες αργότερα ανακάλυψα ένα βιβλίο του στο βιβλιοπωλείο, το αγόρασα χωρίς πολλά πολλά, και όταν παρατήρησα, στο σπίτι πια, ότι το επίμετρο ήταν γραμμένο από τον Εμίλ Σιοράν, ένιωσα μια ανακουφιστική ολοκλήρωση. Αν η σπείρα ήταν κύκλος, σε εκείνο το σημείο θα έκλεινε οριστικά.
Το όνομα προδίδει στοιχεία του χαρακτήρα, ισχυρίζονται εκείνοι που προβαίνουν σε τέτοιου είδους παρεπιστημονικές εικασίες. Ο Ανρί Μισώ (απαντάται συχνά και ως Ανρί Μισό) τούς επιβεβαιώνει περίτρανα (έστω και  μέσω της μετάφρασης!). Οι έννοιες της άρνησης και του ανολοκλήρωτου συνυπάρχουν μέσα του – (...)επιχειρώντας κατ' αρχάς να αρνηθεί την πραγματικότητα για να καταφύγει στο φανταστικό, τελικά θα αποπειραθεί να εξερευνήσει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά τον ανθρώπινο χώρο του μυαλού, των νοητικών δυνατοτήτων... μίζερος με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τα άλλα, με το όλον... “δεν μπορώ να ξεκουραστώ, η ζωή μου είναι μια αϋπνία, δεν είναι η προσοχή που με κρατάει ξύπνιο, γιατί, ψάχνοντας και ψάχνοντας, είναι πολύ αδιάφορο και αν ακόμη βρω αυτό που γυρεύω, γιατί αυτό που γυρεύω δεν το γνωρίζω”.

Το βιβλίο του “Ένας βάρβαρος στην Ασία” περιέχει τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια στην Ανατολή και  Άπω Ανατολή. Είναι χαρακτηριστική η λέξη “βάρβαρος” στον τίτλο που υποδηλώνει σκωπτικά τον δυτικό “πολιτισμένο” άνθρωπο που περιδιαβαίνει την μαγευτική και αισθαντική Ανατολή. Με τα μάτια ενός δυτικού, λοιπόν, ο Μισώ περιγράφει τα πρόσωπα, τις συνήθειες, τις θρησκείες, τα σπίτια, το θέατρο, την γλώσσα, την μουσική ξένων τόπων και ανθρώπων. Δεν βοηθάει έναν επίδοξο ταξιδιώτη που ίσως περιμένει συγκεκριμένες οδηγίες για μέρη και μνημεία, παρά μάλλον, προσφέρει ένα συνονθύλευμα εικόνων και αισθήσεων ενός άγνωστου εξωτερικού κόσμου που αναμίχθηκε και γονιμοποιήθηκε από έναν εξίσου άγνωστο εσωτερικό. Γραμμένο το 1931, “χρονολογείται από τον καιρό της απλοϊκότητάς μου, της άγνοιάς μου, της απομυθοποιητικής ψευδαίσθησής μου”, παραδέχεται ο Μισώ στο πρόλογο του 1967. Mea culpa, δηλώνει. “Όχι τόσο γιατί δεν είδα αρκετά καλά, όσο γιατί δεν αισθάνθηκα αυτό που κυοφορούσε η εποχή και το οποίο επρόκειτο να ξεκάνει το φαινομενικά μόνιμο”. Τα πράγματα άλλαξαν, ναι, όμως οι μνήμες εντυπώθηκαν και σαν να μην έφτανε αυτό, αποτυπώθηκαν και σε βιβλίο!
Διαβάζοντας ταξιδιωτικές εντυπώσεις, πολλές φορές αισθάνεσαι σαν να κλείνεις εισιτήριο χωρίς επιστροφή στον τόπο της πλήξης! Αυτό όμως δεν συμβαίνει στο βιβλίο του Μισώ. Οι παρατηρήσεις του είναι οξυδερκείς, εναργείς, σαρκαστικές, ποιητικές. “Στις Ινδίες, αν δεν προσευχηθείτε, τζάμπα κάνατε το ταξίδι σας. Είναι χρόνος πεταμένος απ'  το παράθυρο”. Ο συγγραφέας περνάει πολύ χρόνο του βιβλίου στις Ινδίες, τόσο που το αίσθημα του ωραίου που τον συντηρεί, αρχίζει να λιμοκτονεί. “Στις Ινδίες μπορεί να συνηθίσει κανείς να μην τρώει παρά μόνο ρύζι, να μην καπνίζει, να μην πίνει αλκοόλ ή κρασί, να τρώει λίγο. Αλλά το να σε περιτριγυρίζει η ασχήμια, είναι η χειρότερη στέρηση. Η πιο σκληρή. Γιατί τόση ασχήμια; Σ' αυτό τον γέρικο λαό, που έχει τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, ο πλούσιος διατηρεί το γούστο ενός νεόπλουτου”. Παρατηρεί τις συνήθειες των ανθρώπων, “αν ο Ινδός σας μιλήσει θα το κάνει μύτη με μύτη. Σας κλέβει την ανάσα από το στόμα. Δε θεωρεί ποτέ ότι είναι αρκετά κοντά. Το κατακτητικό του κεφάλι και τα ανάρμοστα μάτια του μπαίνουν ανάμεσα σ' εσάς και τον ορίζοντα”. Στην Κίνα, βρίσκεται στον αντίποδα. “Αυτό που ο Κινέζος κατέχει καλύτερα, είναι η τέχνη τού να ξεφεύγει. Ζητάτε μια πληροφορία στον δρόμο από έναν Κινέζο κι αμέσως γίνεται καπνός. Λαός που τα πάντα τον τρέπουν σε φυγή, τα μικρά του μάτια τρέχουν δεξιά κι αριστερά όταν τον κοιτάτε καταπρόσωπο”. Παρόλα αυτά του φαίνονται ευγενικοί και χαμογελούν συνεχώς. “Ο φόβος της ταπείνωσης είναι τόσο κινέζικος, που κυριαρχεί στον πολιτισμό τους. Γι' αυτό είναι ευγενικοί. Για να μην ταπεινώσουν τον άλλον. Αυτοταπεινώνονται για να μην τους ταπεινώσουν. Η ευγένεια είναι μια τακτική ενάντια στην ταπείνωση. Χαμογελούν. Δε φοβούνται τόσο να ντροπιαστούν οι ίδιοι, όσο να ντροπιαστούν ενώπιον των άλλων. Η ευαισθησία αυτή, πραγματικά αρρωστημένη στα μάτια του Ευρωπαίου, προσδίδει μια ιδιαίτερη όψη σ' ολόκληρο τον πολιτισμό τους”.
Όταν ο βάρβαρος φτάνει στην Ιαπωνία, τους βρίσκει όλους (και όλα) κακούς – σοβαροφανείς, φιλοπόλεμοι, πειθαρχημένοι και ωραιοπαθείς μέχρι εμμονής. Ο Μισώ νιώθει την ανάγκη να προσθέσει ένα σημείωμα (1984) στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, για να αποδεσμευτεί από εκείνες τις απογοητευτικές εντυπώσεις που είχαν αφήσει σε εκείνον τον αλλοτινό ταξιδιώτη. Τώρα πλέον, αποτελούν απλώς ένα ντοκουμέντο για όσους επιθυμούν να μελετήσουν εκείνη την ιδιάζουσα προπολεμική περίοδο της Ιαπωνίας. “Αυτή η Ιαπωνία με τη στενόκαρδη, δύσπιστη και απειλητική όψη αποτελεί παρελθόν. Οι πολλαπλές της έρευνες, η επικαιρότητα των έργων της, η χωρίς όρια περιέργειά της σε τόσους τομείς της επιστήμης και της τέχνης – και από τους πιο καινοφανείς – όπου αλληλοκοιταζόμαστε, ανταγωνιστές ή θαυμαστές, προκαλούν μια παράξενη συνενοχή που διευρύνεται”.
Το βιβλίο περιέχει μερικά σκίτσα του ζωγράφου Ανρί Μισώ, υπερρεαλιστικού ύφους αλλά με ένα έντονο προσωπικό στίγμα που τα αποτρέπει (όπως άλλωστε και τα γραπτά του) να φωλιάσουν στην θαλπωρή μιας ταμπέλας. “Η πραμάτεια του Μισώ είναι τόσο τονωτική, ακριβώς γιατί δεν καταδέχτηκε καμιά συνταγή σωτηρίας, καμιά επιφοίτηση. Δεν σας προτείνει τίποτα, είναι αυτό που είναι, δεν διαθέτει ουδεμία συνταγή γαλήνης, συνεχίζει, ψηλαφεί, σαν να βρίσκεται ακόμα στην αρχή. Και σας αποδέχεται, υπό τον όρο να μην του προτείνετε ούτε εσείς οτιδήποτε”.


"Ένας βάρβαρος στην Ασία", Ανρί Μισώ, μετ. Αλέξανδρος Βέλιος, Μαρία Ρέγκου, Printa, 1994, σελ.253


                                                                                      Μαραμπού 

3/5/14

«Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι κυρίου από σόι», Laurence Sterne





Το να ξεκινήσει κανείς να γράφει για το «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντυ κυρίου από σόι» είναι μια περιπέτεια. Φυσικά περιπετειώδης είναι και η ανάγνωση. Γραμμένο στα μέσα του 18ου αιώνα είναι ένα κείμενο ανατρεπτικό, γεμάτο χιούμορ, που δεν κρατά τον χρόνο, τον χώρο, που συνεχώς ανασυντάσσει τις δυνάμεις του για μια καίρια παρέκβαση που αφορά… τα μουστάκια και τις μύτες. Τόσο που καταλήγεις να κλαις από τα γέλια.

Θυμίζοντας έντονα Δον Κιχώτη (τον οποίο βεβαίως αγαπά να μνημονεύει) ο Λώρενς Στερν ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο σε τόμους και δεν κατόρθωσε να εκδώσει τους πρώτους δυο παρά με δικά του χρήματα. Όμως όταν το βιβλίο ξεπούλησε, τα υπόλοιπα κομμάτια του έργου τυπώθηκαν με όλες τις εκδοτικές τιμές και έγιναν σύντομα το bestseller της εποχής.

Ο Τρίστραμ, αν και αφηγητής και θεωρητικά ήρωας του μυθιστορήματος, στην ουσία δεν γεννιέται πριν από τον 5ο τόμο, κι αφού έχουν κυλήσει καμιά 400αριά σελίδες. Δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα για τη ζωή του, μήτε για τις απόψεις του. Το βιβλίο είναι μια συρραφή επεισοδίων σε άναρχη σειρά που αφορούν κυρίως τον πατέρα του  και τον θείο του τον Τόμπι. Που τους πλαισιώνουν ένα σωρό χαρακτήρες όπως ο υπηρέτης-δεκανέας Τριμ και ο ιερέας Γιόρικ.

Όμως μαθαίνουμε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τον Τρίστραμ, όπως ας πούμε πως την ώρα της σεξουαλικής πράξης η μαμά του (που σημειωτέον ποτέ δεν έκανε ερωτήσεις) έκανε μια ερώτηση στον πατέρα του κι έτσι διαταράχτηκε η ισορροπία της σύλληψής του. Πως οι μύτες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ζωή του ανθρώπου και ο μαιευτήρας κατάφερε με τις κουτάλες να σπάσει την δική του στην γέννα. Πως τα ονόματα είναι σημαδιακά κι αυτός κατέληξε αντί για Τρισμέγιστος να λέγεται Τρίστραμ, ένα όνομα που σιχαινόταν ο πατέρας του.

Μιλάμε για ένα έπος γέλιου, ένα σουρεαλιστικό μυθιστόρημα πριν τον σουρεαλισμό, ένα μοντέρνο -με υποψίες μεταμοντέρνου- κείμενο πριν τους μοντερνισμούς, που αρέσκεται να κοροϊδεύει τον εαυτό του, να κοιτά με καλοσύνη τους άλλους, να σπρώχνει την αφήγηση στην έρημο των λεπτομερειών που κάνουν την ζωή μας ευκολότερη. Κι αν και – όπως λέει η μεταφράστρια Έφη Καλλιφατίδη στην εξαιρετική εισαγωγή της- κάποιος κριτικός της εποχής του είπε «Τίποτε το αλλόκοτο δεν μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Ο Τρίστραμ Σάντι δεν άντεξε», σήμερα μιλάμε για ένα έργο διαχρονικό, άχρονο σχεδόν σαν την ιστορία του, που υποψιάζομαι πως θα κάνει και τις επόμενες γενιές να ξεκαρδίζονται όσο δίνει δυο τρία μαθήματα υψηλής λογοτεχνίας.  

Υ.Γ 42 Και ναι, πως θα μπορούσε κανείς να μην συμπαθήσει ένα βιβλίο που εκεί στην αρχή του ήδη αφιερώνει δυο ολόκληρες κατάμαυρες σελίδες στο τίποτα;


«Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι κυρίου από σόι», Λώρενς Στέρν, μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Gutenberg, 1992, σελ. 743