31/7/15

Τα επαχθή vol2: γράφει η Μάρθα

Αύγουστος του 2010. Ξεκινούσα για διακοπές και στις διακοπές  πάντα  θέλω  να έχω μαζί μου μερικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Εκτιμώ πολύ την ευφυΐα τους, με απορροφούν και με ξεκουράζουν ταυτόχρονα και γι' αυτό τα καταπίνω σαν κουφέτα. Με τα μπαγκάζια φορτωμένα στο αυτοκίνητο και την οικογένεια να περιμένει,  μπήκα  ασθμαίνοντας στο βιβλιοπωλείο της Βιβής: « Δώσε μου στα γρήγορα δύο-τρία βιβλία, φεύγω διακοπές και δεν έχω τίποτε να διαβάσω .»  Φεύγοντας είχα στα χέρια μου και ένα βιβλίο με τίτλο τα “Δείπνα της Εκάτης” του Λεωνίδα Καληδόνη.

Τα πρώτα σημάδια ήταν ευοίωνα. Η  γραφή καλή. Η διήγηση έρεε αβίαστα από σελίδα σε σελίδα. Η δράση εξελισσόταν σε μία σύγχρονη, ατμοσφαιρική, νουάρ Αθήνα. Pas mal.   Βεβαίως, συμβαίνουν κάποιοι μυστηριώδεις φόνοι και πρέπει να βρεθεί ο δολοφόνος.  Όλα όπως πρέπει. Ήταν ωραίο και το ξενοδοχείο, ωραία  και η Λευκάδα! Το πρωί στην ξαπλώστρα, το μεσημέρι στην κρεββατάρα και το βράδυ στην αυλή, γύριζα σελίδες και έψαχνα για το δολοφόνο.  Dolce vita! Υπήρχε βέβαια και μία γενναία δόση  παγανισμού, ανακατωμένου με δεισιδαιμονίες και αρχαιοελληνική μυθολογία. Ολίγη από Λιακόπουλο και ολίγη από  Μάγισσες της Σμύρνης, αλλά δεν χαλιόμουν.  Άλλωστε από τον Dan Brown και μετά είχαμε υπερεκτεθεί αναγνωστικά στο μεταφυσικό, συνωμοτικό. Βροχή έπεφταν τότε  στα βιβλία οι μάγισσες, οι νεράιδες , τα ξωτικά και τα βαμπιρ. Επιείκεια, το λοιπόν, στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.

Με την πλοκή σε πλήρη εξέλιξη, στο ζενίθ της αγωνίας, όταν όλοι πλέον ήταν ύποπτοι για serial killers, οι  δύο βασικοί άρρενες ήρωες κάνουν ένα θεαματικό  come- out  και από στρειτ -καζανόβας ο ένας και στρειτ- ιντελεκτουέλ ο άλλος, έρχονται και ζουν ένα  τρελό ομοφυλοφιλικό πάθος επί αρκετές  σελίδες. Κάθε αστυνομικό θρίλερ, που σέβεται τον εαυτό του έχει μία τουλάχιστον femme fatale.  Εδώ θα έχουμε έναν μοιραίο ανήρ, σκέφτηκα. Γιατί όχι;  





Μετά από αυτό, όμως, όλα αλλάζουν. Αλλάζει ο τόνος, αλλάζει το χρώμα. Οι φόνοι αρχίζουν να ωχριούν μπροστά στις σκέψεις, στις ενοχές, στο πάθος, στην αγωνία και στην έλξη που νιώθει ο ιντελεκτουέλ και ήδη γκέι βασικός ήρωας μας. Ο πρώην καζανόβας και ήδη μοιραίος ανήρ, έχει φρικτά παιδικά τραύματα, τα οποία ο συγγραφέας  ξεδιπλώνει  με λύσσα από σελίδα σε σελίδα. Αυτό  θα έπρεπε να θυμίσει λίγο «Seven» , λίγο σιωπή των αμνών, αλλά τελικά  δεν τα θυμίζει καθόλου. Ακολουθώ υπάκουα τον συγγραφέα, μέσα από ατέλειωτες σελίδες περιγραφών φρικτών παιδικών βασανιστηρίων και διαστροφικών ενήλικων συμπεριφορών. Ο συγγραφέας βασανίζεται και μας βασανίζει. Άλλο επιθυμεί  να αφηγηθεί, κάτι διαφορετικό από αυτό που ξεκίνησε να γράφει.  Παρόλα αυτά, τον ακολουθώ, για να φτάσουμε μαζί, όπως ξεκινήσαμε, στην αποκάλυψη του δολοφόνου και στην κάθαρση.

Καθώς,όμως, οι σελίδες πλησιάζουμε στο τέλος, η αποκάλυψη του δολοφόνου ενδιαφέρει  ολοένα και λιγότερο τον συγγραφέα. Οι περιγραφές έχουν ήδη κατακτήσει τα βασικά του  σαδομαζοχισμού. Τίποτε αστυνομικό δεν έχει απομείνει. Μόνο βία, σάρκα και αίμα. Θηλές που στάζουν αίμα. Η αφήγηση έχει πλέον απογειωθεί στα ύψη του μαρκησίου ντε σαντ. Αλλά εγώ εκεί. Πιστή στον συγγραφέα και στον μύθο του, μένω για το τέλος και την κάθαρση.  Όσο  μεγαλώνει η αποστροφή μου για τα ποτάμια ωμής βίας, αίματος και πόνου, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ανάγκη μου για το τέλος. Όποιο τέλος διαλέξει ο συγγραφέας!  

Αμ δε! Ο ιντελεκτουέλ ήρωας, συγκλονισμένος, δραπετεύει από τον φρικτό κόσμο του πρώην καζανόβα και τρέχει να φύγει για να σωθεί ώσπου ξαφνικά … στην τελευταία σελίδα...  κάνει μια σκέψη: Τον αγαπάει! Τον πρώην στρειτ -καζανόβα, φρικτά κακοποιημένο, διεστραμμένο και ήδη διαλυμένο κατ΄ εξακολούθηση δολοφονο αλλά η αγάπη είναι το παν και όλα τα γιατρεύει!  Όλα γίνονται ροζ!  Αλλάζει ρότα και χάνεται με το αυτοκίνητο του στο ηλιοβασίλεμα, γυρνώντας  πίσω στη Μάνη (!) εκεί που τον είχε αφήσει με τα κουζινομάχαιρα και τις ματωμένες θηλές στην ταράτσα του μανιάτικου πύργου (!) για να τον αγκαλιάσει, να του αφοσιωθεί και να ζήσουν ερωτευμένοι  happily ever after!  
Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να θύμωσα τόσο πολύ με ένα βιβλίο:
Για την ματαίωση των υψηλών προσδοκιών των πρώτων σελίδων; Ναι, αλλά όχι κυρίως για αυτό.
Για την τεράστια ποσότητα αίματος, βίας και πόνου που χρειάστηκε να υποστώ προκειμένου ο συγγραφέας να βρει το θάρρος να γράψει την ομοφυλοφιλική ιστορία αγάπης που εξ αρχής ήθελε να γράψει , αλλά δεν το τόλμησε; Ναι και για αυτό!

Για την κάθαρση,  που μου στέρησε;   Ναι,  αυτό μου την έδωσε στα νεύρα.

Για το χλιαρό,  ροζ τέλος, που σε τίποτε δεν ζηλεύει όλα τα Αρλεκιν και τα Βίπερ-Νόρα του κόσμου; Αυτό μου έκανε τα νεύρα σμπαράλια.  

Για την προδοτική, ανάλγητη και χυδαία προσβολή στον αγώνα και στο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων; Αυτό με έκανε έξαλλη. Το βιβλίο αυτό, όχι μόνο ήθελε να γράψει για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και δίστασε να το κάνει ευθέως αλλά επιπλέον ήθελε και να πουλήσει! Και για το λόγο αυτό συνέδεσε την έκρηξη του γκέι-πάθους με παγανιστικές δοξασίες,μητέρες- θεές,  serial-killers, σκληρά παιδικά τραύματα, βιασμούς και βασανιστήρια και για να πουλήσει … πούλησε  κοψοχρονιά την ομοφυλοφιλία σαν αρρώστια.

Αυτό είναι ένα βιβλίο που με θύμωσε πολύ και δεν το συστήνω σε κανέναν.  Βεβαίως με κάτι περιγραφές σαν τις παραπάνω, μου το έχουν ζητήσει και το έχω δανείσει σε καμιά ντουζίνα ανθρώπους και μάλλον έχω γίνει η καλύτερη διαφημίστρια του Καληδόνη.  Τώρα που τα γράφω αυτά, αναλογίζομαι ότι δεν θυμάμαι καθόλου τα άλλα βιβλία που είχα διαβάσει σε εκείνες τις διακοπές, τις τελευταίες διακοπές… Γιατί κάποτε πηγαίναμε και διακοπές σε ξενοδοχεία και αγοράζαμε και μία ντάνα βιβλία μόνο για τις διακοπές! Κοίτα να δεις τώρα, καθώς με τυλίγει η προσωπική μου θλίψη, τα δείπνα της Εκάτης  με θυμώνουν όλο και λιγότερο, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.



Μάρθα


Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ.

30/7/15

Τα επαχθή vol1: γράφει ο Μαραμπού.

Η σούτρα του σαλεμένου Προφήτη και η κούτρα του πονεμένου αναγνώστη

Το πιο απεχθές βιβλίο που έχω διαβάσει ήταν αναμφίβολα “Ο κήπος του Προφήτη”. Τι μαύρο χάλι(λ) ήταν αυτό το βιβλίο! Ένας wannabe προφήτης που μιλούσε σαν εξάχρονο και έδινε τις “σοφές” συμβουλές του περιδιαβαίνοντας τον κήπο του. Πόσος λαικισμός θεέ μου! Δεν είναι μετά να απορείς που πολλοί άνθρωποι ψοφάνε να βρουν έναν προφήτη να τους πήξει στις αρλούμπες. Θύμιζε πολύ τον “Μικρό πρίγκιπα” μόνο που εκεί μιλούσε ένα μικρό αγόρι για πράγματα που θα ενδιέφεραν και έναν ενήλικα ενώ εδώ μιλά ένας ενήλικας με τόσο παιδιάστικο τρόπο που δε θα αποσπούσε όμως ούτε την ελάχιστη προσοχή από ένα παιδί. Διάχυτη θρησκευτικότητα, ανόητες παραβολές, απλοικές συμβουλές που υποκρίνονταν τις απλές, κανένα βάθος. Ακόμα και ο Κοέλιο με τον “Αλχημιστή” του, φαντάζει μπροστά του ο Τολστόι του είδους!




Ένα παρόμοιο βιβλίο με περισσότερα ναρκωτικά αλλά εξίσου απεχθές με το πρώτο, ήταν “Η σούτρα της χρυσής αιωνιότητας” του Τζακ Κέρουακ. Εδώ ανεβήκαμε επίπεδο. Χρησιμοποιούμε τον Βουδισμό που μοιάζει σαν εξωτικό φρούτο για έναν δυτικό και με μια καλή δόση παραισθησιογόνα γράφουμε ένα βιβλίο τίγκα στο μυστηριακό και πνευματιστικό αχταρμά κοτσάροντας μια φανταχτερή λέξη (σούτρα) που σημαίνει τα ιερά κείμενα των βουδιστών ή κάτι τέτοιο, και εκβιάζοντας την υστεροφημία μας χρησιμοποιώντας λέξεις όπως “χρυσή” και “αιωνιότητα”, για να καλύψουμε την ανεπάρκεια του συγγραφικού μας ταλέντου, πετυχαίνοντας ένα αποτέλεσμα που θα φράξει τις εγκεφαλικές αρτηρίες όλων των αναγνωστών, Βουδιστών ή μη. Είπαμε, η θρησκεία είναι το όπιο του λαού αλλά αν δεν έχεις κάτι επιδραστικότερο στο σπίτι καλύτερα μην ξεκινήσεις την ανάγνωση. Αν θυμάμαι καλά, στην εισαγωγή του βιβλίου αναφερόταν ότι ο Κέρουακ είχε δηλώσει πως αν δεν έγραφε αυτό το βιβλίο μάλλον θα αυτοκτονούσε. Αυτό για να δείτε, σε τι τρομερή κατάσταση μπορεί να περιέλθει ένας άνθρωπος στην προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή!!


                                                                                                      Μαραμπού


Υ.Γ. 42 Απεχθή ή επαχθή. Μπορείτε να μάθετε εδώ. Εγώ πάντως το λογοπαίγνιο το κρατάω, γιατί μου αρέσει. Το χρέος. :P 

Υ.Γ. 42-42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ.


29/7/15

«αυτοβιογραφία ενός βρέφους», Συμεών Τσακίρης





Στο κενό ανάμεσα στην ποίηση και την πρόζα αιωρείται η «αυτοβιογραφία ενός βρέφους», το μικρό βιβλιαράκι του Συμεών Τσακίρη. Τα κείμενα υπερβατικά και κρυπτικά άλλοτε και κάποτε εντελώς πεζά και καθημερινά, έχουν ρυθμό και ένταση κι όσο διαβάζει κανείς παύει πια να αναρωτιέται για τον τίτλο· ξέρει. Είναι η πορεία ενός νεαρού άντρα προς ένα βαθμό ωρίμανσης. 

συναντήθηκε με μια ιδέα
την ερωτεύτηκε
την παντρεύτηκε
της ορκίστηκε μονογαμία
την αγάπησε
και γέρασε στην αγκαλιά της
εκείνη του έκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια
και ξαναβγήκε στον δρόμο

Οι λέξεις είναι προσεγμένες κι ακριβοδίκαιες. Οι εικόνες κάποτε εντελώς οικείες. Άλλοτε τελείως διαφορετικές, από αυτές που μόνο στο μυαλό ενός άντρα θα σχηματίζονταν. Το σίγουρο είναι πως το σύνολο έχει κάτι το γοητευτικό, το παράξενο και το κοντινό μαζί. 

[]τελικά πέρασε η έλενα ισιμπάγιεβα, η ρωσίδα πρωταθλήτρια του άλματος επί κοντώ κι έκατσε το χαμόγελό της δίπλα μου. εγώ είχα κάτσει πάνω σε μασημένη big bubble φράουλα. με κοίταξε με εκείνα τα μάτια που όσοι άντρες την έχετε δει σε κοντινά πλάνα που της κάνουν οι σκηνοθέτες στίβου μάλλον με νιώθετε. πήγα να βήξω, να βάλω τα δάχτυλά μου μπροστά στο στόμα και με την γλώσσα να υγράνω το ένα πολύ συγκεκριμένο, να ρουφήξω και να καταπιώ όσο πιο διακριτικά γινότανε τη βέρα μου. πουθενά βήχας. Μόνο ένα ξερό κάπα κατάφερα να φτύσω από την σπλήνα μου βαθιά. []

Τα κείμενα του Τσακίρη διαβάζονται μάλλον σαν ποίηση – αργά, το καθένα με τον χρόνο του και την αντίστοιχη θέαση του ταβανιού για λίγα δευτερόλεπτα. Κι αφήνουν τελικά ένα αίσθημα ανάτασης, σαν να λύθηκε ένας κόμπος. Από αυτούς που δεν ήξερες ποτέ ότι έχεις δεμένους μέσα σου. 



«αυτοβιογραφία ενός βρέφους», Συμεών Τσακίρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2015, σελ.62



28/7/15

Τα επαχθή





Την προσοχή σας παρακαλώ, εγκαινιάζουμε καινούργια στήλη, με τον ευφάνταστο τίτλο "Τα επαχθή". Καλείστε να γράψετε κείμενο, όχι μεγαλύτερο από 1500 λέξεις, για το ποιο βιβλίο ήταν αυτό που δεν θα προτείνατε ποτέ σε κάποιο συνάνθρωπό σας παρεκτός αν τον μισούσατε σφόδρα. Η στήλη είναι σκέπτομαι και γράφω, δηλαδή θα χρειαστούμε και το γιατί. Λογοκρισία θα πέσει μονάχα αν το κείμενό σας είναι ακατάληπτο ή χυδαίο. Το κείμενο μπορείτε να το στείλετε στο πολύπαθο email:  kmalakate@gmail.com ,  με τίτλο αυτόν της ανάρτησης για να μην χαθεί ανάμεσα στα άλλα. 

Για ποιο βιβλίο θα γράψετε, αν θέλετε λοιπόν. Μα για αυτό που σιχαθήκατε πιο πολύ από όλα τα άλλα, αυτό που μισήσατε, ίσως- κι εδώ μπαίνει ένα παράθυρο- αυτό που αγαπάτε να μισείτε. Αυτό από το οποίο θα θέλατε να προφυλάξετε τους συναναγνώστες σας. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για μεγάλο παγκόσμιο αριστούργημα, για βιβλίο της πρόσφατης ή της παλιάς παραγωγής, αν είναι Έλληνα ή ξένου, αρκεί να είναι βιβλίο. Και να το διαβάσατε και να έχετε άποψη. 



Το blog όπως θα έχετε καταλάβει έχει ήδη μπει στην εποχή της πολυφωνίας, με δύο τακτικούς συνεργάτες. Που αυτοπροτάθηκαν και οι δύο. Μπορείτε να αυτοπροταθείτε κι εσείς. Και δεν μιλώ μονάχα για την στήλη. Αν έχετε όρεξη να γράψετε κριτική, θα είναι ευπρόσδεκτη, αν και εφόσον αφορά βιβλίο που εμπίπτει στα ενδιαφέροντα του blog. Και να θυμάστε, διαφημίσεις- παγίως, πλαγίως και άλλα συναφή- δεν δεχόμαστε. Επίσης να ξέρετε πως θα μου κάνετε χάρη, γιατί είμαι σε αυστηρή συνταγή αποτοξίνωσης από την ανάγνωση λόγω συγγραφής. Σε λίγο θα με πάνε και σε reabilitation centre.  

Εκ της ολοκληρωτικής διευθύνσεως (again).
Κατ. 


26/7/15

"Black swan green", David Mitchell



Είναι χαρακτηριστικό των προικισμένων συγγραφέων, αυτών που ακολουθούν το δικό τους όραμα, η δουλειά τους να μην μπορεί να περιγραφεί περιφραστικά. Ωστόσο, με κάθε καινούρια ανάγνωση, θα αναφωνήσει κανείς πως, ναι, αυτή είναι άλλη μια χαρακτηριστική δουλειά του συγγραφέα. Ο Μίτσελ, πολυσχιδής, με ετερόκλητες αναφορές που διατρέχουν είδη όπως φαντασία, ε.φ., ιστορική λογοτεχνία, κλπ, με κάθε του βιβλίο προσθέτει έναν λίθο στο οικοδόμημα της καλής λογοτεχνίας, της ωραίας.

Εδώ γράφει κάτι πραγματικά διαφορετικό: μια εν μέρει αυτοβιογραφική αφήγηση, όπου ο ομοδιηγητικός ήρωας, στις παρυφές της εφηβείας, μας δίνει μια ματιά της ζωής του, σε μια χρονιά στην μικρή πόλη της Βρετανίας - black swan green, σαν αστείο, δίχως ούτε καν λευκούς κύκνους στην λίμνη του, όπως λέει προσπαθώντας να κάνει απεγνωσμένα φλερτ σε μια τουρίστρια. Ο νεαρός Τζέισον Τέιλορ έχει προβλήματα τραυλισμού, αντιμετωπίζει εκφοβισμό και τραμπουκισμό στο σχολείο, η οικογένειά του αντιμετωπίζει τα συνήθη προβλήματα που μπορεί να μαυρίσουν την ψυχή ενός παιδιού. Κι ενώ τίποτα δεν εξωραΐζεται, η ιστορία είναι ένα παραμύθι με την ανέμελη φωνή του πρωταγωνιστής της. Τα καθημερινά βιώματά του γίνονται ένας μύθος που θα διασκεδάσει τον αναγνώστη, θα τον κάνει να στεναχωρηθεί με την σκληρότητα των νταήδων, με την ρουτινιάρικη σχολική ζωή, με εκείνη την προσμονή για το αύριο. Μα τελικά, πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή μέσα από τα μάτια ενός παιδιού; Πολύ!

Και εκεί είναι που ο Μίτσελ επιστρατεύει το μέγιστο όπλο του - αυτή την διαολική ευχέρεια με την οποία μπορεί να μπαίνει στο πετσί των ηρώων του. Θαρρείς πως δεν γράφει, αλλά ερμηνεύει. Όπως ερμηνεύει μάγους, σοφούς, επηρμένους φοιτητές, δαιμονικούς λόγιους, γιατρούς, εμπόρους και αιωνόβιους υπερανθρώπους, εδώ μετουσιώνεται στον νεαρό ήρωά του και μας παίρνει μαζί του. Μια τέτοια ανάγνωση θα έχει κάτι το μαγικό το δίχως άλλο. Ο Μίτσελ είναι εγγύηση σε αυτό: να βγαίνεις από το σαλόνι σου, από το σπίτι σου και να μεταφέρεσαι στα μέσα της δεκαετίας του '80, να μπαίνεις στις ντισκοτέκ, να ακούς τα χιτ της εποχής στην Βρετανία της νεολαίας, να μυρίζεις τα καθίσματα από τα αμάξια και τα τρένα, να νιώθεις τα αδυσώπητα σαγόνια του κυνηγόσκυλου του μουρλού γείτονα στο κατόπι σου.

Α, και φυσικά διαβάζεται όπως λέμε απνευστί! Ειδικά κάποια αδηφάγα πλάσματα της ανάγνωσης θα το τελειώσουν σε 2-3 καθισιές.

Εν όψει της νέας του κυκλοφορίας, που έχει δρομολογηθεί για το Φθινόπωρο (ένα αναπάντεχο νέο! Slade house λέγεται και αποτελεί μια, ας πούμε, συνέχεια του τελευταίου του βιβλίου), αυτό το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει μια Μιτσελική απόδραση πρώτης τάξεως.

Καλή ανάγνωση!

                                                                                       Παναγιώτης Κροκιδάς



"Black swan green", David Mitchell, Sceptre, 2006, pg. 371

24/7/15

"Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη", Laurent Mauvignier




Ένα σπαρακτικό κείμενο για τον θάνατο και την κλειστή, πολύ κλειστή ομάδα ανθρώπων που αφορά ο θάνατος του καθενός μας, είναι το βιβλίο του Laurent Mauvignier «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη». Με αφορμή ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός- ένας άντρας ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου από τους σεκιουριτάδες του Carrefour γιατί ήπιε ένα κουτάκι μπίρα από τα ράφια του καταστήματος χωρίς να έχει να πληρώσει το αντίτιμο- ο συγγραφέας γράφει ένα κείμενο ασθματικό, δίχως τελεία καμιά, αφηγείται ξανά και και ξανά εκείνα τα λίγα λεπτά που ο άντρας γρονθοκοπείται, και τελικά πέφτει. Από την πλευρά των σεκιουριτάδων, του ίδιου, του εαυτού του, του εισαγγελέα, αλλάζει ο αφηγητής συνείδηση- κάποτε απευθύνεται στον αδελφό του θύματος- χωρίς να αλλάζει η πρόταση κι αυτό δίνει στην ιστορία την μεγαλειότητα που της πρέπει. 

Ο θάνατος, στην μικρότητα και την ασημαντότητά του έχει την αμετάκλητη θέση που αρμόζει σε όλα τα τραγικά συμβάντα. Ο θάνατος, οι ελάχιστες στιγμές πριν, οι ελάχιστες στιγμές μετά- που έχει ζήσει όποιος τον καταλαβαίνει- αφορά λίγους. Ελάχιστους. Ίσως ο θάνατος του καθενός μας να νοιάζει από μια χούφτα ανθρώπους ως και κανέναν. Από αυτήν την άποψη το περιστατικό είναι ανάξιο λόγου. Από την άλλη η αμετάκλητη φύση του, η ύβρις της κοπής του νήματος της ζωής που φαίνεται να είναι το μοναδικό που έχει μια κάποια σημασία για τον καθένα μας, είναι τόσο μεγάλη, τόσο σημαντική, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Και η πολιτική νύξη, μόνον νύξη και όχι απαίτηση συναίνεσης, είναι τέτοια που θα συγκινήσει κάθε αναγνώστη.

Θεωρώ πως τίποτα άλλο κι αν δεν γράψει ο σχετικά νέος ακόμα Mauvignier, με αυτό το πεζογράφημα φαίνεται να κατανοεί όλο το μεγαλείο της λογοτεχνίας, αυτό που προσπαθεί με πολλά λόγια όλους αυτούς τους αιώνες να πει η τέχνη· τον ανείπωτο πόνο του θανάτου για ένα κουτάκι μπίρα του Carrefour και την ματαιότητά του. 



"Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη", Λωράν Μωβινιέ, μετ. Σπύρος Γιανναράς, εκδ. Άγρα, 2014, σελ. 75

21/7/15

Μέσα σε κείνο το κουτί




Με τοποθέτησες
μέσα σε κείνο το κουτί.
Χωρούσα,
ήταν αργή η σύλληψη.

Με τοποθέτησες
μέσα στο πλαίσιο της σελήνης.
Δεν υπήρχε καμία άλλη θέση
για μένα.

Με τοποθέτησες
στο κουτί του μυαλού σου που ταίριαζα.
Εκεί,
έκανα την πρακτική μου στην αιχμαλωσία.

Ήταν ό,τι μου έπρεπε.

Με τοποθέτησες.
Στο κουτί του μυαλού σου που χώραγα.

Κάποτε. Τότε. Τώρα όχι πια. 




20/7/15

Ο γνωστός-άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ





Ένα οποιοδήποτε βιβλίο του να έχεις διαβάσει (και να σου έχει αρέσει, αν και πολύ δυσκολεύομαι να πιστέψω πώς αυτό μπορεί να μην συμβεί!) θα σου είναι πλέον γνωστός. Όχι όπως συμβαίνει συνήθως με βιβλία άλλων συγγραφέων που όταν τους πρωτοδιαβάζουμε θεωρούμε ότι κάναμε μια δειλή πρώτη γνωριμία με τα θέματα και το ύφος αυτών. Με τον Τόμας Μπέρνχαρντ θα νιώσεις αμέσως μια βαθύτατη οικειότητα, μια μακροχρόνια σχέση που ανοήτως θα απορείς πώς στο καλό κατάφερε να εδραιωθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!


Πολλοί συγγραφείς είναι παράφρονες, αυτοκαταστροφικοί, καταθλιπτικοί, πεισιθάνατοι, βίαιοι, μισάνθρωποι, εγκληματίες. Σίγουρα δεν θα απολάμβανες την γνωριμία μαζί τους! Όμως μέσα στα έργα τους επιζητάς διακαώς την οικειότητα, βρίσκονται εκεί για να σε βοηθήσουν, να επωμιστούν ένα μερίδιο της θλίψης σου, να δικαιολογήσουν ένα μερίδιο της μοναξιάς σου, να αποκρούσουν με ξεχαρβαλωμένες ασπίδες τα χτυπήματα της μοίρας σου, να υποβάλουν τα διαπιστευτήρια της ήττας σου. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ο καλύτερος σύμμαχός σου. “Γι' αυτό και η λογοτεχνία ποτέ δεν παραδίδεται οριστικά στην θλίψη. Γι' αυτό και η τέχνη είναι πρόσχαρη. Ακόμη και η τέχνη του Τόμας Μπέρνχαρντ”.

Οι άγνωστες πτυχές των συγγραφέων έχουν μια ισχυρή γοητεία αλλά ελάχιστη ουσία. Όταν το έργο και ο μύθος του συγγραφέα έχουν χτιστεί με τόσο στέρεα υλικά από τον ίδιο, καμία βλαβερή λεπτομέρεια δεν μπορεί να συνταράξει τα θεμέλια και κανένα εγκωμιαστικό γαλβάνισμα να ωραιοποιήσει τεχνητά την πρόσοψη. Ο μύθος απορροφά σαν δίνη τις ανούσιες λεπτομέρειες, και όχι το αντίστροφο. Ο δημιουργός γίνεται το έργο του! Αυτή η αίσθηση είναι πολύ έντονη στο συγκεκριμένο βιβλίο. Νιώθεις ότι δεν διαβάζεις ένα παράπλευρο κομμάτι του έργου, αλλά μια όψη του ίδιου του έργου. Προσπαθεί να φωτίσει τον άνθρωπο Μπέρνχαρντ και καταλήγει να φωτίζει τον συγγραφέα Μπέρνχαρντ.



Το βιβλίο ανθολογεί μερικές συνεντεύξεις του ίδιου του Μπέρνχαρντ, διάφορα περιστατικά που εξιστορούν φίλοι του καθώς και κρίσεις για το έργο του από σπουδαίους ομοτέχνους του, που προσπαθούν να ρίξουν φως στην “άγνωστη” πλευρά του ιδιόρρυθμου συγγραφέα. Ήταν τελικά τόσο μισάνθρωπος και αντικοινωνικός όσο του καταλόγιζαν; Η Αυστρία έβριθε πράγματι από ηλιθίους; Οι απαντήσεις σερβίρονται με την γνωστή ειρωνική μπερνχαρντική συνταγή και είναι στην κρίση του αναγνώστη, πόσες και ποιες θα πιστέψει.


[...] Υπάρχει ακόμα στο μυαλό σας η αυτοκτονία;

«Το σκέπτομαι. Δεν είναι όμως στα άμεσα σχέδιά μου».

Γιατί όχι;

«Από περιέργεια, νομίζω, από καθαρή περιέργεια. Θέλω να δω πού το πάει αυτή η ζωή, η περιέργεια είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει στη ζωή».

Τι εννοείτε «το μόνο»; Άλλοι άνθρωποι δεν είναι καν περίεργοι και παρά ταύτα συνεχίζουν να ζουν.

«Μα δεν έχω τίποτα κατά της ζωής».

Και όμως υπάρχουν άνθρωποι που ερμηνεύουν τα βιβλία σας ως παραινέσεις αυτοκτονίας.

«Ναι, μόνο που κανείς δεν τις ακολουθεί».


Η έκδοση είναι θαυμάσια, με ποιοτικό χαρτί, όμορφα δομημένη και με αρκετές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Μπέρνχαρντ. Τα τυπογραφικά στοιχεία της έκδοσης μού έκαναν τρομερή εντύπωση. Όχι γιατί κουβαλούν κάποια ορατή ιδιαιτερότητα αλλά γιατί όσα βιβλία του Μπέρνχαρντ έχω διαβάσει, ήταν με εκείνη την μικροσκοπική γραμματοσειρά του Εξάντα και είχα τόσο πολύ πειστεί ότι οι σκέψεις του Μπέρνχαρντ συνοδεύονται μόνο με εκείνη την συγκεκριμένη γαρνιτούρα! Η μετάφραση είναι του Θεόδωρου Λουπασάκη και είναι πολύ καλή, αν και όπως συνέβη και με την γραμματοσειρά, με ξένισε αρκετά. Οι μεταφράσεις του Βασίλη Τομανά (ασχέτως αν είναι σωστές ή όχι) έχουν επιβληθεί σαρωτικά στους αναγνώστες και δεν μπορείς εύκολα να τις αποποιηθείς. Έτσι σε αυτό το βιβλίο, η “αμβλύνοια” μετατράπηκε στην πιο σύγχρονη λέξη “ηλιθιότητα” και η “ποταπότητα” έλειψε ολοκληρωτικά ως λέξη αλλά όχι και ως έννοια μέσα στις σκέψεις που αναπτύσσονται στο εν λόγω βιβλίο. Εσχάτως, είχα διαβάσει και την μετάφραση του Βασίλη Τσαλή για την συλλογή διηγημάτων του Μπέρνχαρντ, Πρόζα, και την βρήκα πολύ όμορφη. Όμως για να κρίνω καλύτερα, θα ήθελα μια νέα μετράφραση σε ένα μεγάλο του μυθιστόρημα, εκεί όπου ο λόγος του ρέει ορμητικός και η μετάφραση πρέπει μοιραία να συντονιστεί με την ροή του. Η έκδοση ολοκληρώνεται με μια χορταστική εγκωμιαστική εισαγωγή του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.

Μετά την ανάγνωση δεν νιώθεις ότι διάβασες απλώς ένα βιβλίο για τον Μπέρνχαρντ αλλά ένα βιβλίο του Μπέρνχαρντ! Αν σου αρέσουν τα βιβλία του Αυστριακού, τότε θα σου αρέσει και αυτό. Συμπερίλαβέ το στην συλλογή σου και αναλογίσου με χιουμοριστική διάθεση, πόσο ποταπά ειρωνικό είναι το γεγονός ότι ο συγγραφεάς που έγραψε τόσο εξαντλητικά και διαχρονικά για τον εαυτό του, φιλοξενείται από τις εκδόσεις “Νάρκισσος”!!




Το δίπολο “γνωστός-άγνωστος” έχει να κάνει και με τους δικούς μας γιαλαντζί γνωστούς-αγνώστους που λυμαίνονται το κέντρο της Αθήνας. Κάνοντας έναν παραλληλισμό και χρησιμοποιώντας την ρητορική που αναμασούν τα σαπισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θα έλεγα ότι ο Τόμας Μπέρνχαρντ, είναι απροκάλυπτος προβοκάτορας, διασαλευτής της δημόσιας τάξης, εμπρηστικός και βομβιστικός απέναντι στις καλογυαλισμένες βιτρίνες των φιλήσυχων ανθρώπων, ένα απόβρασμα της κοινωνίας και ταραχοποιό στοχείο που βάζει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Κυβερνώσας Ηθικής. Ας ελπίσουμε μόνο, τέτοια περιστατικά να (μην) είναι μεμονωμένα. Όπως το έχει διατυπώσει με την ταραχώδη γραφή του και ο ίδιος ο ταραχοποιός, σε μια φράση που συμπυκνώνει όλο του το έργο και κοσμεί το αυτί αυτού του υπέροχου βιβλίου:




[...] Δεν είχα ποτέ ένα πρότυπο και ποτέ δεν ήθελα να έχω. Ήθελα πάντα να είμαι μόνο ο εαυτός μου και έγραψα μόνο όσα σκέφτηκα ο ίδιος. Όσο μακρύτερα μπορώ να αναφερθώ στο παρελθόν, με θεωρούσαν γενικά ταραχοποιό. Παρέμεινα πάντοτε ταραχοποιός, σε κάθε μου ανάσα, μέσα σε κάθε γραμμή που έγραψα. Η ζωή μου ολόκληρη ως ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο από σταθερή βούληση να ενοχλώ και να ερεθίζω.


Σπάσ' τα όλα, Τόμας!


                                                                                                            Μαραμπού

"Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ", Τ. Μπέρνχαρντ, Ε. Γέλινεκ, Μ. Ρ. Ρανίτσκι, Α. Μίλλερ, Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν,Μπότο Στράους, κ.ά., μετ. Θεόδωρος Λουπασάκης, εκδ. Νάρκισσος, 2005, 395 σελ.

14/7/15

«Για να μη χάνεσαι στην γειτονιά», Patrick Modiano



Κάπως υποτονικό το «Για να μη χάνεσαι στην γειτονιά» του Πατρίκ Μοντιανό, με υποτυπώδη υπόθεση και αραιή δράση. Μια καταβύθιση στην μνήμη, ένα ταξίδι εσωτερικό με ελάχιστη εξωτερική πλοκή, όπου στην ουσία τίποτα δεν λέγεται κι όλα υπονοούνται. Θυμίζει λιγάκι ταινία του Ταρκόφσκι το σκηνικό, μαύρο, αργό, ατμοσφαιρικό. Εκεί όμως που διαφέρει από τις ταινίες του μεγάλου Ρώσου είναι στην ένταση. Στον Μοντιανό τίποτα δεν κορυφώνεται, τίποτα δεν βράζει. Κι αν βράζει, είναι μόνον λίγο. 

Όταν το τηλέφωνο χτυπά, ο γέρος πια συγγραφέας Ζαν Νταραγκάν δεν θέλει καν να το σηκώσει. Τελικά το κάνει και μιλά με τον άγνωστό του Ζιλ Οττολινί που έχει βρει την ατζέντα του. Η συνάντησή τους και η αναφορά του Οττολινί σε ένα συγκεκριμένο όνομα θα φέρει πίσω αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία και μια ολόκληρη ιστορία απώθησης. 

Το βιβλίο χειρίζεται θέματα όπως η μνήμη, η απώλεια, η εγκατάλειψη, η αγάπη, με περισσή μαστοριά. Η ιστορία δεν μας δίδεται ούτε καν στο τέλος και ως ένα βαθμό αυτό δεν έχει σημασία. Πάντως, μια τόσο αποσπασματική εικόνα να δικαιολογούνταν ίσως από ένα κείμενο βαθύτερο. Έχω την αίσθηση πως το βιβλίο πάσχει γιατί δεν κάνει τίποτα από τα δύο εντελώς καλά. Δεν είναι ένα σύνολο θραυσμάτων που μας οδηγεί στην κάθαρση, και σίγουρα δεν είναι μια γραμμική ιστορία που φωτίζονται οι πτυχές της. 

Ιδιοσυγκρασιακά ο Μοντιανό δεν μου ταιριάζει, συμπαθώ τα κείμενα υψηλότερης θερμοκρασίας. Δεν μπορώ να παραβλέψω τις αρετές του. Φαντάζομαι όμως πως ποτέ δεν θα μπει σε κείνο το πάνθεον των αγαπημένων μου. 



«Για να μην χάνεσαι στην γειτονιά», Πατρίκ Μοντιανό, μετ. Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδ. Πόλις, 2015, σελ. 196

12/7/15

"Ο ζωντανός νεκρός", William Wilkie Collins



Με ολίγη ντροπή πρέπει να ομολογήσω το εξής: Ουίλκι Κόλλινς δεν έχω διαβάσει, δηλαδή δεν είχα. Αν και εδώ που τα λέμε, αν δεν διαβάσει κανείς το Αρμαντέιλ» δεν δικαιούται να λέει πως διάβασε. Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, που θεωρείται ο μπαμπάς του μυθιστορήματος μυστηρίου, κατατάσσεται ήδη ανάμεσα στους κλασικούς συγγραφείς που πρέπει κάθε βιβλιόφιλος που σέβεται τον εαυτό του να έχει προσεγγίσει. 

Στην μικρή νουβέλα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Βακχικού παίρνει ο αναγνώστης μια γεύση από την δύναμη της γραφής του Κόλλινς. Πρόκειται για ένα δικαστικό δράμα βασισμένο σε αληθινή ιστορία που καθιέρωσε τον συγγραφέα της στην συνείδηση των αναγνωστών της εποχής ως σημαντικό. 

Ο αφηγητής μας φτάνει από την Αγγλία σε μια φάρμα συγγενών του στην Αμερική γιατί κινδύνεψε από την καρδιά του κι ο γιατρός τον συμβούλεψε να αναπαυθεί. Στο αγρόκτημα όμως επικρατεί μεγάλη ένταση. Ο οικοδεσπότης είναι γέρος και άρρωστος, τα δυο παιδιά του δεν έχουν καταφέρει να αναλάβουν σωστά τις δουλειές και έχουν πολύ μεγάλη αντιζηλία με τον επιστάτη που προσέλαβε κρυφά από αυτούς ο πατέρας τους. Ο Τζον Ιάγο είναι ένας άνθρωπος οξύθυμος, που έχει ήδη τραυματίσει το ένα από τα αδέλφια και είναι ερωτευμένος με την μικρή, ωραιότατη ξαδέλφη τους που είναι σχεδόν αρραβωνιασμένη με ένα από τα αδέλφια. Οι καυγάδες μεταξύ τους είναι συχνοί και δημόσιοι. Ώσπου ο Ιάγο εξαφανίζεται, τα αγόρια κατηγορούνται για τον φόνο του και καταδικάζονται σε θάνατο. 

Το σασπένς δεν λείπει από την ιστορία, ούτε ο έρωτας και το φλερτ, το βιβλιαράκι μπορεί κανείς να το διαβάσει με την μία, να ευχαριστηθεί μια καλή ιστορία. Έχει μια ύπουλη ιδιότητα ο συγγραφέας, ενώ ποτέ δεν μιλά πολύ για τους ήρωες του και προτιμά να προχωρά την πλοκή, κατορθώνει να τους ψυχογραφήσει ως την τελευταία λεπτομέρεια, να τους ξέρουμε σαν να είναι συγγενείς μας. Κι αυτό υποψιάζομαι πως είναι το μεγάλο του προσόν. Και για αυτό, αν και ο όγκος του με τρομάζει, θα διαβάσω και «Αρμαντέιλ» φέτος το καλοκαίρι. 



«Ο ζωντανός νεκρός», Ουίλκι Κόλλινς, μετ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, εκδ. Βακχιχκόν, 2015, σελ. 103

9/7/15

"Ο Κύκλος", Dave Eggers





Όποιος με κάποιο τρόπο –στα forums, στο facebook, στα blogs- έχει έστω και λίγο έρθει σε επαφή με την μαυλιστική, απατηλή ευδαιμονία της δημοφιλίας στο διαδίκτυο, θα γοητευτεί από τον «Κύκλο» του Ντέιβ Έγκερς, θα ενοχληθεί και τελικά θα κάτσει να σκεφτεί αν μια τέτοια δυστοπία μπορεί σε κάποια φάση να γίνει πραγματικότητα. Για κάποιους, μπορεί να έχει ήδη γίνει.

Η Μέι είναι μια νεαρή κοπέλα που δούλευε σε μια πάρα πολύ βαρετή δημόσια υπηρεσία. Όταν η φίλη της από το Πανεπιστήμιο, η Άνι, θα της βρει δουλειά σε μια από τις πιο ανερχόμενες εταιρείες στον κόσμο, τον «Κύκλο», θα νιώσει έτοιμη να τα δώσει όλα για να πετύχει. Ο Κύκλος είναι η εταιρεία που διαχειρίζεται μεταξύ άλλων το «Αληθινό Εγώ», μια υπηρεσία που μαζεύει όλους σου τους κωδικούς σε έναν και κάνει το προφίλ σου ένα και μοναδικό. Και αληθινό. Το «Αληθινό Εγώ» είναι το Twitter, και το “Facebook”, και όλα τα άλλα μαζί, απαιτεί τα πραγματικά σου στοιχεία και είναι γραμμένοι σε αυτό 88% των ανθρώπων της γης.

Στην αρχή τα πάντα μοιάζουν ειδυλλιακά. Η δουλειά της είναι πιεστική, αλλά το βασικό είναι να της δίνουν καλό βαθμό οι πελάτες. Η ασφάλιση είναι εκπληκτική, η υγεία της τσεκάρεται συνέχεια με ένα βραχιολάκι στον καρπό της, όταν της εφιστούν την προσοχή αρχίζει να γίνεται ενεργή, πολύ ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξαιρετικά δημοφιλής.

Οι οθόνες στο γραφείο της πολλαπλασιάζονται, η ζωή της γίνεται μέρος της εικονικής και φτάνει στο απώτατο όριο, την Διαφάνεια: ό,τι λέει, και ό,τι κάνει καταγράφεται πια μέσω κάμερας και μπορεί οποιοσδήποτε να το δει ανά πάσα στιγμή. Το ίντερνετ γίνεται ο Μεγάλος Αδελφός, τόσο με την Οργουελική έννοια, όσο και με την πεζή των ανθρωποφαγικών τηλεπαιχνιδιών. Οι πραγματικές φιλίες της Μέι κλονίζονται, έχει σημασία πια μόνον η τηλεθέαση και η βαθμολογία της στα κοινωνικά δίκτυα, όσο ο Κύκλος προχωρά προς την Ολοκλήρωσή του, τον πλήρη έλεγχο όλων των πολιτών που θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά εγγεγραμμένα μέλη του και να ψηφίζουν. Μια άμεση δημοκρατία που απαιτεί να ξέρει την μάρκα του σαμπουάν σου.

Εφιαλτικό το σκηνικό, υπερβολικό όπως σε όλες τις δυστοπίες, αλλά όχι διδακτικό. Αν κάποιες φορές κρύος ιδρώτας στάζει στην ραχοκοκκαλιά του αναγνώστη είναι γιατί σκέφτεται τα δικά του τα χαΐρια· πόσο αφήνεται στην εξουσία της «δημοφιλίας», πόσο για χάρη της «ασφάλειας» παραχωρεί την προσωπική του ελευθερία. Τις χαρές της σιωπής και τις απομόνωσης, που μας στερεί το διαδίκτυο. Γιατί και τις ώρες που είμαστε φαινομενικά μόνοι, δεν είμαστε. Πια.

Ένιωσα άβολα διαβάζοντας τον «Κύκλο». Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν του. Κατά τα άλλα το μυθιστόρημα είναι ένα κλασικό page-turner με όλα τα φόντα να γίνει best-seller, γρήγορη πλοκή, σεξ και έρωτα στην λάιτ του μορφή στις τουαλέτες, όμορφες, σέξι γυναίκες που γοητεύονται από φλούφλικα νερντάκια, κλισέ και εύπεπτους διαλόγους για να δικαιολογήσει τον όγκο του. Όμως οι 534 – κακοτυπωμένες είναι η αλήθεια και σε άθλιο εφημεριδόχαρτο- σελίδες του Κύκλου με ξαναέβαλαν σε αναγνωστικό ρυθμό, τις τελείωσα σε 2 μερούλες, με νανούρισαν και με παρηγόρησαν. Και για αυτό, τις ευγνωμονώ.



«Ο Κύκλος», Ντέιβ Έγκερς, μετ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου, εκδ. Κέδρος,2014, 534

7/7/15

Πεθαίνω σαν χώρα




Μισώ αυτήν την χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ' εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μας ένωσε νύχτες και νύχτες... και σ' άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας... τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε.. διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές... τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων... Ποτέ δεν θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη... να είναι τόσο απύθμενη...να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της... Τέλος πάντων μισώ τους ανθρώπους αλλ' αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα χεις από μένα. Μισώ αυτήν την χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα 'φαγε. Την μισώ. Ναι, την μισώ, την μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της.  Όσο το σκέφτομαι, μου 'ρχεται να ξεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Νιώθω σαν ξέρασμα, μπορεί και να 'μαι. Μια γυναίκα.. δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπια της, τους τάφους της..πού τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα... ζώντας από αυτά. Εγώ δεν θέλω να 'μαι χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός, φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα θελα να ζήσω[]

[] Δεν είμαι πια γυναίκα.. Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας... Μας τα πήρε όλα αυτή... Τι θα μείνει όμως από αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είν' αυτή όταν δεν θα 'χει μείνει τίποτα από μας;... Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου... Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της... Έχω μέσα μου την μοίρα της... Πεθαίνω σαν χώρα..." (...)








"Πεθαίνω σαν χώρα", Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2010, σελ. 46

Με ένα βιβλίο (δεν) ξεχνιέμαι.

Eugenio Viti (Napoli, 1881 – 1952), Il libro bianco, 1926

Έχω με το διάβασμα περίπου τις αντιδράσεις που έχω με το φαγητό. Πιθανολογώ γιατί τα δυο έχουν μέσα στο μυαλό μου τις ίδιες διαστάσεις απόλαυσης. Έτσι, το πόσο διαβάζω και το τι διαβάζω εξαρτάται εν πολλοίς από την ψυχική μου διάθεση. Όταν είμαι αγχωμένη τρώω περισσότερο, κυρίως χαζομαρούλες. Όταν είμαι αγχωμένη διαβάζω περισσότερο πράγματα που για καιρό μένουν στο ράφι με τα βιβλία «ανάπαυλας». Θέλω να καταβροχθίζω σελίδες, όχι πάντα της ανώτερης ποιότητας.

Από την άλλη, η θλίψη μού κόβει την όρεξη. Δεν διαβάζω και δεν τρώω, χάνω απότομα κιλά και τη διάθεση για ανάγνωση, αποσυντονίζομαι. Είμαι παιδί με κάποιες καταθλιπτικές τάσεις, κι αυτές περιλαμβάνουν το να κοιτάω αυτιστικά το ταβάνι στις ελεύθερες μου ώρες, να καίγομαι σωματικά και ψυχικά στο ίντερνετ, να αναλώνομαι με ανθρώπους που δεν τους πρέπει. Ο τρόπος μου στην θλίψη είναι μια βίαιη απάθεια, ασκώ βία στον εαυτό μου μένοντας αδρανής. Αυτό δεν περιλαμβάνει κανενός τύπου βιβλία.

Στις υπόλοιπες φάσεις της ζωής μου, εκείνες που χαμογελάω συχνά, που σαρώνω όλα τα πράγματα στο διάβα μου σαν οδοστρωτήρας, σε εκείνες που όλοι αναρωτιούνται "μα πώς τα προλαβαίνει" κι άλλα τέτοια χαρούμενα, διαβάζω επίσης σαν καλοκουρδισμένο μηχάνημα. Και γράφω.

Γράφω στους ρυθμούς της καθημερινότητας, ανάμεσα σε δυο δουλειές και δυο παιδιά και δυο βιβλία, γράφω, όταν η περίοδος της περισυλλογής έχει τελειώσει και το άγχος έχει μετριαστεί, γράφω μαζί με την ζωή. Αυτό δεν είναι σύνηθες στο σινάφι, συνήθως χρειάζεται ηρεμία στους γραφιάδες. Για μένα η μπόρα καταλαγιάζει- γιατί πρέπει να ηρεμήσει για να την αποτυπώσεις στο χαρτί- στην τρίτη φάση. Όταν έχω αρχίσει να ζω ήδη μια άλλη ιστορία, όταν μοιάζει αυτό που απασχολούσε μακρινή ανάμνηση.

Jean Seberg, "Lilith" (1964, Robert Rossen)
Αλλά ας γυρίσουμε στο διάβασμα. Αυτό τον τελευταίο μήνα λοιπόν εναλλάξ ή διαβάζω πολλές σελίδες που κατεβαίνουν εύκολα ή διαβάζω πολύ πολύ αργά ενδιαφέροντα βιβλία. Για να σας κατατοπίσω για την ψυχική μου κατάσταση, να έχετε κι εσείς μιαν ιδέα. Δεν έχω σταματήσει τελείως το διάβασμα, υπήρξε όμως και τριήμερο που δεν διάβασα γραμμή. Πάντως έχω σταματήσει εντελώς το γράψιμο. Αντ’ αυτού κάηκα στο ίντερνετ ή βγήκα μέχρι τελικής πτώσεως- ευτυχώς χωρίς να πιω μέχρι τελικής πτώσεως, οπότε κάτι είναι κι αυτό.

Δεν έχει να κάνει μόνο με τα πολιτικά, κι ας έχουν κι αυτά ένα σεβαστό κομμάτι ευθύνης για το άγχος μου. Όμως στην τελική, αυτό το blog είναι ένας καθρέφτης. Κάθε φορά φαίνεται εδώ, με ενάργεια, για αυτούς που παρακολουθούν, ποια είμαι και πώς είμαι. Το έχουν αυτό τα βιβλία, να καθορίζουν τη ζωή μας. 





6/7/15

Αβάδιστα



Είσαι λογοτεχνικά περπατημένος; Ή παραπαίεις πάνω σε σαθρά δεκανίκια; Η λέξη “κουτσό” χαρακτηρίζει το περπάτημά σου ή το διάβασμά σου; Αυτές οι μεταφορές γεννήθηκαν στο μυαλό μου από μια παρεξήγηση. Όταν διάβασα “Θεωρία του διαβάσματος” αντί για “Θεωρία του βαδίσματος”! Δες, πόσο μοιάζουν! Ο Μπαλζάκ εμπνέεται την Θεωρία του βαδίσματος από ένα τυχαίο περιστατικό της παιδικής του ηλικίας και απορεί που κανείς μέχρι τότε δεν ασχολήθηκε επιστημονικά με το θέμα της κίνησης των ανθρώπων.

[...] Στο κείμενο αυτό θα κινούμαι πάντα ανάμεσα στο μέτρο του επιστήμονα και στον ίλιγγο του τρελού. Οφείλω να προειδοποιήσω εντίμως όποιον θέλει να με διαβάσει: Χρειάζεται τόλμη για να ισορροπήσει κανείς ανάμεσα σ' αυτές τις δυο ασύμπτωτες. Αυτή η Θεωρία δεν θα μπορούσε να γραφτεί παρά μόνο από έναν άνθρωπο αρκετά τολμηρό ώστε να προσεγγίζει την τρέλα χωρίς τρόμο και την επιστήμη χωρίς φόβο.


Στην αρχή του δοκιμίου, ο Μπαλζάκ κάνει μερικές έξοχες παρατηρήσεις για την ψυχολογία της επιστήμης, για το πώς εμφανίζονται οι σπουδαίες σκέψεις στους ανθρώπους, για τις τρεις ηλικίες της σκέψης – την πρώτη, όπου η σκέψη πυρωμένη καθώς είναι πασχίζει να αποδειχθεί άμεσα, την δεύτερη, όπου η σκέψη καταλαγιάζει και μένει κάπου αθέατη και ήσυχη αλλά ακόμα ενεργή, και την τρίτη, όπου πλεόν η σκέψη έχει ωριμάσει στο μυαλό και εμφανίζεται μεστή και σίγουρη για τον εαυτό της. Σ' αυτή την τρίτη ηλικία έχει φθάσει η σκέψη του Μπαλζάκ για τη Θεωρία του βαδίσματος.

[...] Έκτοτε για μένα η ΚΙΝΗΣΗ συμπεριλαμβάνει την Σκέψη, την πιο καθαρή δράση του ανθρώπου˙ τον Λόγο, μετάφραση των σκέψεών του˙ και εν συνεχεία το Βάδισμα και τη Χειρονομία, παθιασμένο συμπλήρωμα λίγο πολύ του Λόγου.


Πόσες φορές δεν έχουμε κρίνει τους ανθρώπους από το βάδισμά τους, την στάση του σώματος, τις χειρονομίες ή την φωνή τους; Όλα αυτά είναι ενδείξεις της ζωτικής ενέργειας, του ρευστού υγρού που κρύβουμε μέσα μας και εξωτερικεύεται με την κίνηση. Ο Μπαλζάκ προχωρά σε μια σειρά αφορισμών σχετικών με την κίνηση, παρατηρώντας με προσοχή διάφορους ανθρώπους να περνούν από τα βουλεβάρτα του Παρισιού και κρατώντας σημειώσεις για το βάδισμά τους. Αυτά τα αποσπάσματα είναι και τα πιο διασκεδαστικά και επιβεβαιώνουν αυτό που λέγεται για τον Μπαλζάκ, ότι ήταν εξαιρετικός παρατηρητής της κοινωνικής και ηθικής ζωής των ανθρώπων της εποχής του.


[...] Έπειτα, μια νεαρή δεσποινίς, ακολουθούμενη από έναν υπηρέτη, κατέφθασε χοροπηδώντας σαν τις Αγγλίδες. Έμοιαζε με κότα που της έχουν κόψει τα φτερά και παρ' όλα αυτά δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες να πετάξει. Η κίνησή της φαινόταν να ξεκινάει από το ύψος των νεφρών. Βλέποντας τον υπηρέτη της οπλισμένο με μια ομπρέλα, θα λέγατε ότι η δεσποινίς φοβόταν μη δεχτεί κανένα χτύπημα στην περιοχή απ' όπου ξεκίναγε το ψευτοπέταγμά της. Ήταν μια κοπέλα από καλό σπίτι, αλλά πολύ αδέξια˙ απρεπής με τον πιο αθώο τρόπο του κόσμου.

[...] Σε λιγάκι πέρασε ένας διπλωμάτης, ένας άνθρωπος κάτισχνος σαν σκελετός, ο οποίος περπατούσε μονοκόμματα, σαν ξεχασμένη μαριονέτα που κρέμεται από τα σχοινάκια της˙ φαινόταν σφιγμένος, σαν μούμια μες στις φασκιές της. Ήταν φυλακισμένος στη γραβάτα του, σαν μήλο σε παγωμένο ρυάκι. Αν στρεφόταν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα παρέμενε καρφωμένος στον άξονά του, οπότε ο επόμενος περαστικός θα έπεφτε πάνω του.


Η Θεωρία του βαδίσματος εντάσσεται στις Αναλυτικές μελέτες, όπου μαζί με τις Φιλοσοφικές μελέτες και τις Μελέτες των ηθών, συγκροτούν την Ανθρώπινη Κωμωδία. Η μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου είναι πολύ καλή, με πλήθος σημειώσεων στο τέλος του βιβλίου που ζωντανεύουν την εποχή του Μπαλζάκ. Η υπόλοιπη έκδοση είναι...


Με τις εκδόσεις Πατάκη έχω παρατηρήσει το εξής αξιοσημείωτο. Όλοι ξέρουμε ότι έξεδωσε ένα εμετικό “μυθιστόρημα” που έβγαλε τ' άντερά του σε χρήμα (το βιβλίο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάτι ανάλογο σε αντίστοιχη κλίμακα συνέβη και με τον εκδοτικό). Με γεια του με χαρά του! Δεν κρίνω τους αναγνώστες του βιβλίου. Αυτό που κρίνω με το σάπιο μου μυαλό είναι ότι οι “Πενήντα αποχρώσεις του Γκρι” δεν είναι λογοτεχνία! Ένα ποτήρι καλό κόκκινο κρασί που φύλαξε ευλαβικά τα αρώματά του μερικές δεκαετίες στα σκοτεινά κελάρια της ντροπής, με ένα ποτήρι πρασινοκίτρινο φρεσκοαναγουλιασμένο εμετό δεν έχουν απολύτως καμία σχέση. Μην μπερδεύεσαι επειδή και τα δύο σερβίρονται στο ίδιο ποτήρι! Ο εμετός δε θα γίνει ποτέ καλό κρασί και το καλό κρασί, αν τύχει και καταλήξει εμετός, θα είναι μόνο επειδή ο οργανισμός που το δέχθηκε δεν άντεξε την ποιότητά του!!

Ο Πατάκης λοιπόν, χρησιμοποίησε αυτό το “λογοτεχνικό” ξέπλυμα για να μας σερβίρει μερικά
μπουκάλια καλής μυρωδάτης λογοτεχνίας. Και εδώ του βγάζω το καπέλο! Δεν προσπάθησε να αναμείξει, όπως κάνουν άλλοι εκδοτικοί, το κρασί με τον εμετό σε ένα αμφιβόλου ποιότητας κοκτέιλ, προσφέροντάς μας ένα φαινομενικά καλαίσθητο περιτύλιγμα με μια ολότελα αηδιαστική γεύση, αλλά ξεχωρίσε αμέσως και διακριτά, τις δύο γευστικές απολαύσεις! Τα τελευταία χρόνια έχει εκδώσει μερικά σπουδαία βιβλία σε πολύ προσιτές τιμές (σε σημείο κάποιες φορές να νιώθω έκπληξη) και σε άριστη ποιότητα έκδοσης. Στα συν του συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι τα εξώφυλλα των βιβλίων (με τα έντονα χρώματά τους) χαρακτηρίζονται από μια πραγματικά μοντέρνα ματιά και όχι μια μοντερνίζουσα θωριά που προβάλλουν άλλοι εκδοτικοί, οι οποίοι, πράγματι, κάπου το' χάσαν με την δοσολογία του κοκτέιλ! Συγχαρητήρια στον Πατάκη!

Δεν έχω διαβάσει πολύ Μπαλζάκ (γιατί άραγε;) αλλά αυτό το βιβλιαράκι αποδείχτηκε μια καλή ευκαιρία να διαβάσω μερικά ακόμα δικά του. Λεπτολόγος και γλαφυρός, ευχάριστος και παρατηρητικός, γράφει σε μια γλώσσα που δεν σε απογοητεύει διόλου. Δεν ξέρω πόσοι από σας διαβάσατε “Θεωρία του διαβάσματος” αντί για “Θεωρία του βαδίσματος” όταν το αγοράσατε, ξέρω όμως πόσοι από σας, αφού το διαβάσετε, θα έχετε “περιδιαβάσει” άθελά σας και μια υπέροχη Θεωρία του διαβάσματος! Όλοι σας!

                                                                                                Μαραμπού




Υ.Γ. 42 Ο τίτλος διατηρεί μια χαλαρή νοηματική σχέση με τα Κολ-γκερλς της προηγούμενης ανάρτησης. Οποιαδήποτε παραχάραξή του και χρήση για πολιτικές σκοπιμότητες θα κατασταλεί εν τη γενέσει της!

"Η θεωρία του βαδίσματος", Ονορέ ντε Μπαλζακ, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2015, σελ.151




















Disclaimer: O Μαραμπού κι εγώ δεν είμαστε το ένα και το αυτό πρόσωπο. 
Αν είναι να τα βάλετε με κάποιον, βάλτε τα με κείνον.
Εκ της διευθύνσεως.
Κατ.  

4/7/15

"Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών", Jean Rhys



Κάποτε- σχεδόν πάντα για να είμαστε ακριβείς- οι αρνητικοί ήρωες δεν δικαιώνονται, μένουν στην συλλογική συνείδηση ως κακοί, τρελοί, επονείδιστοι. Αυτή την αδικία προσπάθησε να διορθώσει η Τζην Ρυς με την «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» για μια ηρωίδα που ίσως έχει διαβαστεί περισσότερο από καμία άλλη. Η Μπέρθα, η τρελή σύζυγος του καλού κύριου Ρότσεστερ που τρομοκρατεί την Τζέην Έυρ και απειλεί να σκοτώσει τον άντρα της, βρίσκει σε τούτο το μυθιστόρημα την πραγματική φωνή της. Η συγγραφέας στέκει πάνω από την «τρελή που τα έκαψε όλα», την συμπονά και την συντρέχει, την καταλαβαίνει, μεγαλώνει μαζί της στις Δυτικές Ινδίες τότε που την έλεγαν ακόμα Αντουανέτ, την ακολουθεί στον άτυχο γάμο της. Και τελικά τη δικαιώνει.

Γραμμένο σε 3 μέρη- το πρώτο με αφηγήτρια την ηρωίδα, που αφορά τα παιδικά χρόνια της, το δεύτερο με αφηγητή τον Ρότσεστερ που μιλά για τα πρώτα χρόνια του γάμου τους και το τρίτο με αφηγήτρια την Γκρέις Πουλ, υπηρέτρια στην Τζέην Έυρ και δεσμοφύλακα της Μπέρθα- το βιβλίο ξετυλίγει την ιστορία της Αντουανέτ-Μπέρθα με πολλή αγάπη και στοργή . Η Αντουανέτ Κόσγουελ – πριν γίνει Μπέρθα Μέισον- είναι μια κρεολή, μια «λευκή νέγρα», ή μια «μαύρη λευκή» που δεν ανήκει πουθενά. Από μικρό παιδί βιώνει συνεχείς ξεριζωμούς, πεθαίνει ο πατέρας της, τους εγκαταλείπουν οι εργάτες-σκλάβοι στο κτήμα, η μητέρα της δεν ασχολείται παρά μόνον με τον καθυστερημένο αδελφό της και μοιάζει να τα ‘χει χαμένα. Όταν τελικά ξαναπαντρεύεται τον Μέισον, όλα πάνε στραβά. 

Η Αντουανέτ μεγαλώνει μες στην μοναξιά, τον φόβο, με μια νέγρα, την Κριστοφίν, που αγαπά την μαύρη μαγεία στην αρχή κι έπειτα σε ένα οικοτροφείο-μοναστήρι. Ο Ρότσεστερ την παντρεύεται μόνο από συμφέρον, για να οικειοποιηθεί την περιουσία της. Στην αρχή την ποθεί, γιατί είναι πολύ όμορφη, αλλά γρήγορα οι φήμες για την ίδια και την τρελή μητέρα της εξαφανίζουν τον έρωτα του και μένει μόνο μίσος για τις Ινδίες και τα χρόνια του που χάθηκαν. 

Η Τζην Ρυς, μια γυναίκα που ήταν κι η ίδια κρεολή, ένιωσε έντονα αδικημένη όταν διάβασε την Τζέην Έυρ κι έγραψε την «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» συνομιλώντας με την Μπροντέ ως ίση προς ίση. Αυτό είναι το μεγάλο ατού του βιβλίου, επεξεργάζεται τον χαρακτήρα της Αντουανέτ ως αυτόνομο ήρωα, χρησιμοποιεί ως πρόσχημα το μεγάλο βιβλίο που προηγήθηκε για να πει αυτό που πνίγει την συγγραφέα του. Είναι μια καταβύθιση στην γυναικεία ψυχή, μια αλλιώτικη ιστορία για ανθρώπους που γεννήθηκαν με άλλες προσδοκίες και τελικά βρέθηκαν χωρίς ταυτότητα και εν πολλοίς χωρίς πατρίδα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα ευγενείς, ακόμα πλούσιοι, ακόμα ευνοημένοι, ακόμα για λύπηση. 

«Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» σε βάζει σε πειρασμό να ξαναδιαβάσεις την «Τζέην Έυρ», αν και για ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα που μεγάλωσε με αλλεπάλληλες αναγνώσεις της, τα πάντα ήρθαν πολύ φυσιολογικά, δεν ένιωσα να μου λείπει καμιά πληροφορία. Και είναι σίγουρα ένα βιβλίο, μεγάλο, σημαντικό, που του πρέπει- δίκαια και πανηγυρικά- να στέκεται δίπλα στο κλασικό. 

«Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών», Τζην Ρυς, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μελάνι, 2007, σελ.222