Η
Κίρκη είναι το εκτενέστερο κεφάλαιο του Οδυσσέα. Περίπου 180 σελίδες. Το
κεφάλαιο είναι γραμμένο σε θεατρική μορφή και αυτό έχει τα καλά του και τα κακά
του. Το θετικό είναι ότι ύστερα από την συμπύκνωση του λόγου που συναντήσαμε
στα Βόδια του Ήλιου, κάθε λευκό κομμάτι σελίδας μοιάζει να είναι σαν
καλοκαιρινές διακοπές για το μυαλό! Επίσης, η παιγνιώδης και ερεθιστική διάθεση
της πλοκής, ενισχύει αυτήν την εντύπωση. Το αρνητικό (για μένα, μακάρι να βρω
και υποστηρικτές) είναι ότι δεν συμπαθώ καθόλου τα θεατρικά κείμενα, νιώθω μια
δυσανεξία προς αυτά, τα θεωρώ ατελείς μορφές λόγου. Κυρίως με ενοχλούν οι
ατελείωτες παρενθέσεις που μοιάζουν να προοικονομούν την συμπεριφορά και την
στάση του ήρωα, μια τεχνική που δεν εκτιμώ διόλου στον γραπτό λόγο. Βέβαια, ο
Τζόυς είναι η μεγαλειώδης εξαίρεση που επιβεβαιώνει περίτρανα τον κανόνα (μου).
Εδώ
ο Τζόυς πυροδοτεί έναν ανεξέλεγκτο κόσμο φαντασίας με ένα κόντό φιτίλι
πραγματικότητας. Βρισκόμαστε στην Νυχτερινή Πόλη, την περιοχή με τους οίκους
ανοχής, όπου ο Μπλουμ καθώς την διασχίζει επιστρέφοντας στο σπίτι, βλέπει τον
Στέφανο να κινείται στην περιοχή και σχεδόν αθέλητα τον ακολουθεί. Θα τον χάσω. Τρέχα. Γρήγορα. Καλύτερα να περάσω απέναντι
εδώ. Μετά τις πρώτες 4-5 σελίδες που παρουσιάζεται το σκηνικό με τους
οίκους ανοχής, τις πόρνες στις πόρτες και τους διάφορους πελάτες τους, ο Μπλουμ
κυριαρχείται απόλυτα από το υποσυνείδητό του και γίνεται το υποχείριο μιας
αλλοπρόσαλλης παραισθητικής ένωσης, σαν να είναι το θύμα μιας διανοητικής
σαδομαζοχιστικής σχέσης. Και φυσικά, υποσυνείδητο χωρίς σεξ, τι σόι
υποσυνείδητο είναι! Ο Έλμαν ερμηνεύει την απόφαση του Τζόυς να επιλέξει το
συγκεκριμένο σκηνικό, ως εξής: Ακολουθώντας την
μακρά σειρά των ομηρικών σχολιαστών, οι οποίοι ερμήνευσαν με ηθικούς όρους το
άντρο της Κίρκης σαν χώρο πειρασμού, όπου αναδύονται τα ζωώδη ένστικτα των
ανδρών, ο Τζόυς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως σκηνικό του την περιοχή του
Δουβλίνου με τα κόκκινα φανάρια.
Σε
ένα υποσυνείδητο έχει λόγο το καθετί. Μιλούν οι καρέκλες, το σαπούνι, οι
γλάροι, το πιάνο, οι καμπάνες, τα πάντα. Κυρίως όμως μιλάει ο άνθρωπος που
κυριαρχείται από αυτό, δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, δεν μπορεί να του
επιβληθεί, αυτή τη φορά νιώθει ευάλωτος και αδύναμος. Ο Μπλουμ των έντεκα
προηγούμενων κεφαλαίων, ο κυρίαρχος και συνειδητοποιημένος Μπλουμ, σε αυτό το
κεφάλαιο διαλύεται και σκορπίζεται, και ο αναγνώστης με υπομονή μαζεύει τα
κομμάτια του για να προσθέσει ένα ακόμα ψηφιδωτό στην εικόνα του αγαπημένου του
ήρωα! Η αθώα Ναυσικά του 13ου κεφαλαίου γίνεται εδώ πόρνη εξαιτίας του Μπλουμ
και παρά τις αρνήσεις του τελευταίου.
ΓΚΕΡΤΥ: Με ό,τι έχω και δεν έχω σε σένα κι εσύ. (Μουρμουρίζει)
Εσύ το έκανες αυτό. Σε μισώ.
ΜΠΛΟΥΜ: Εγώ; Πότε; Ονειρεύεσαι. Ποτέ δε σε είδα.
ΓΚΕΡΤΥ: (Στον Μπλουμ) Όταν είδες όλα τα μυστικά του βρακιού του
πισινού μου. (Πιάνει το μανίκι του, μυξοκλαίγοντας) Βρομερέ παντρεμένε άνρθωπε!
Σε αγαπώ που μου το έκανες αυτό.
Το υποσυνείδητο του Μπλουμ διαστρεβλώνει και αναπλάθει κάθε μία
σκέψη του που ξέραμε από τα προηγούμενα κεφάλαια, που τίποτα όμως δεν μας
επιτρέπει να αμφιβάλλουμε για την γνησιότητά τους (Το ένστικτο
κυβερνά τον κόσμο. Στη ζωή. Στο θάνατο). Στην ουσία αυτές οι σκέψεις είναι περισσότερο αληθινές από τις
“αληθινές”, δίνουν όλη την ανθρώπινη ουσία και προετοιμάζουν τον Οδυσσέα-Μπλουμ
για την επιστροφή του στην Ιθάκη, όπως ονομάζεται το τρίτο μέρος του βιβλίου
που ξεκινάει αμέσως μετά. Στο κεφάλαιο Κίρκη, συναντούμε λοιπόν τον Μπλουμ να
κυριαρχείται από κρίσεις μεγαλείου και λίγο μετά να αυτοταπεινώται, με την
μορφή ενός λαικού δικαστηρίου της συνείδησης που στήνεται εναντίον του. Την
ταπείνωση θα γνωρίσει και στα χέρια της Μπέλλα Κοέν (μιας αρχιπουτάνας, υπαρκτό
πρόσωπο της Νυχτερινής Πόλης) μέσω μιας σαδομαζοχιστικής σχέσης που θα υποστεί
στα χέρια της (του). Ο Τζόυς βάζει τον ανδρόγυνο Μπλουμ να γίνεται υποχείριο
στα χέρια της Μπέλλα η οποία σιγά σιγά αποκτά ανδρική υπόσταση και μετατρέπεται
σε Μπέλλο.
ΜΠΛΟΥΜ: Μη γίνεσαι σκληρή, νοσοκόμα! Όχι!
ΜΠΕΛΛΟ: (Στραμπουλώντας) Ακόμη μια φορά!
ΜΠΛΟΥΜ: (Ουρλιάζει) Ω, η κόλαση η ίδια! Κάθε νεύρο στο κορμί μου
πονάει σαν τρελό!
ΜΠΕΛΛΟ: (Φωνάζει) Ωραία, μα τον πισωγλέντη στρατηγό! Αυτά είναι
τα καλύτερα νέα που άκουσα αυτές τις έξι βδομάδες. Άρπα τη, μη με κάνεις να
περιμένω, π' ανάθεμά σε! (Τη χαστουκίζει στο πρόσωπο).
ΜΠΛΟΥΜ: (Κλαψουρίζοντας) Με χτυπάς. Θα το πω...
ΜΠΕΛΛΟ: Κρατάτε τον, κορίτσια, μέχρι να κάτσω οκλαδόν επάνω του.
Αυτό το επειδόσιο απηχεί τον Σάχερ Μαζόχ και το βιβλίο του “Η
Αφροδίτη με την γούνα” που ο Τζόυς γνώριζε καλά. Παρότι ο Τζόυς ακολούθησε την πηγή
εκ του σύνεγγυς, προχώρησε σε δυο βασικές τροποποιήσεις. Κατ' αρχάς η δική του
εκδοχή του Σάχερ Μαζόχ παραπέμπει στο βαριετέ. Και δεύτερον, οι μαζοχιστικές
φαντασιώσεις του Μπλουμ εξελίσσονται στο υποσυνείδητό του: μέμφεται τον εαυτό
του και τον παρουσιάζει χειρότερο απ' ό,τι είναι, διότι έχει πλήρη συνείδηση
ότι στην πραγματικότητα έχει κάνει υπερβολικά πολλές υποχωρήσεις.
Ο Μπλουμ μέσα στο υποσυνείδητό του φέρεται προστατευτικά απέναντι
στον επαναστατημένο νεαρό, τον Στέφανο. Αν και στην αρχή του κεφαλαίου, μια
νεαρή πόρνη, η Ζωή, τον ρωτά:
ΖΩΗ: (Καχύποπτα) Δεν είστε ο πατέρας, έτσι;
ΜΠΛΟΥΜ: Όχι εγώ.
...στην συνέχεια “αναιρεί” αυτή του την δήλωση μέσω των
προστατευτικών κινήσεων απέναντι στον Στέφανο (τον παροτρύνει να μην πίνει
πολυ, να φάει κάτι, κτλ). Αυτή η προστασία φθάνει στην κορύφωσή της μαζί με την
κορύφωση του κεφαλαίου, όπου ο Στέφανος απειλείται από έναν στρατιώτη ο οποίος
πιστεύει ότι πρόσβαλε την κοπέλα του. Ο
Τζόυς χρησιμοποιεί υπέροχα και το γεγονός ότι μετά τον Πόλεμο των Μπόερς
διάφοροι στρατιώτες έβρισκαν παρηγοριά στις αγκάλες της Νυχτερινής Πόλης.
Μάλιστα, εκείνη την εποχή ο Γκόγκαρτι (ο Μπακ Μάλλιγκαν του Οδυσσέα) είχε
δημοσιεύσει ένα ποίημα γεμάτο συναισθηματισμό για τους ήρωες του πολέμου, που
οι πρώτες λέξεις κάθε στίχου όμως σχημάτιζαν την ακροστιχίδα “Θα βρουν δουλειά
οι πόρνες”, πράγμα που ήταν αρκετό για να κλείσει η εφημερίδα, όπως μας
πληροφορεί ο Έλμαν. Μαζί με την μετέωρη προσβολή προς την κοπέλα του, ο
στρατιώτης θίγεται για την ακόμα μεγαλύτερη προσβολή προς τον βασιλιά του.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: [...] (Χτυπάει ελαφρά το κούτελό του) Αλλά μέσα εδώ
είναι που πρέπει να σκοτώσω τον ιερέα και τον βασιλιά.
[...]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡ: (Ελευθερώνεται και βγαίνει μπροστά) Τι είναι
αυτά που λες για τον βασιλιά μου;
[...]
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: [...] Καταλαβαίνω την άποψή σου, αν και εγώ δεν έχω ο
ίδιος βασιλιά προς το παρόν. [...] Εσύ πεθαίνεις για την πατρίδα σου. [...] Όχι
ότι σου το εύχομαι. Αλλά εγώ λέω: Ας πεθάνει η πατρίδα μου για μένα.
[...]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡ: [...] Θα του τσακίσω το σβέρκο οποιανού γαμιά
πει μια λέξη για τον γαμημένο μου βασιλιά.
Σ' αυτό το σημείο ο Τζόυς ανακαλεί ένα αληθινό περιστατικό όπου ο
Μπλέηκ έδιωξε
δυο στρατιώτες από τον κήπο του παρ' όλες τις διαμαρτυρίες τους ότι ως
στρατιώτες του βασιλιά δεν έπρεπε να έχουν τέτοια μεταχείριση. Τους αποκρίθηκε
ή φέρεται ότι τους αποκρίθηκε, “Ο διάβολος να τον πάρει τον βασιλιά”. Μπλουμ και
Στέφανος αντιτάσσονται στην σκληρότητα με την καλοσύνη, ο Στέφανος με την
διανοητική του υπεροχή (Αυτός προσβάλλει την νοημοσύνη μου) και ο Μπλουμ με την σθεναρή
απόρριψη της σκληρότητας και της βίας (βλέπε Κύκλωπες). Αυτό είναι σταθερό
μοτίβο στο βιβλίο του Τζόυς και έχει σαφώς την πηγή του στον Μπλέηκ (Αυτή είναι η
κεντρική ιδέα του Μπλέηκ για την άλωση της τυραννίας με όπλο τη φαντασία). Σύμφωνα με τα
λόγια του Έλμαν, ο Τζόυς, ο Στήβεν και ο Μπλουμ συμμερίζονται τη φιλοσοφία της
παθητικότητας στην δράση, της ενεργητικότητας στη σκέψη και της εμμονής στις
πεποιθήσεις.
Κάπου το έχω ξαναπεί αυτό αλλά δεν βλάπτει μια επανάληψη. Η
καλύτερη ανάγνωση του Οδυσσέα είναι πάντα η δεύτερη! Τα περισσότερα κεφάλαια
του Οδυσσέα τα διάβασα δύο φόρες και πάντα ένιωθα μια μικρή αποκάλυψη. Μια
αίσθηση ότι η λογοτεχνία του Τζόυς ξεδιπλώνει τα θέλγητρά της πολύ καλύτερα
έτσι. Μια συνωμοσία, ένα μασονικό νεύμα ανάμεσα σε μένα (τον αναγνώστη) και στο
μεγάλο Διδάσκαλο που επιβεβαιώνει την βαθιά μας ένωση και αφήνει όλους εκείνους
τους τεμπέληδες της μιας φοράς, έξω από τη μέθεξη. Η δεύτερη ανάγνωση κάνει τις
συνδέσεις καθαρότερες, την ενόραση βαθύτερη και την διασκέδαση απόλυτη! Σε ένα
πισωξεφύλλισμα της Κίρκης, ο Μπλουμ φαντάζεται τον πατέρα του να του λέει:
ΡΟΥΝΤΟΛΦ: (Αυστηρά) Κάποια νύχτα θα σε κουβαλάνε σπίτι μεθυσμένο
σαν σκυλί έτσι που ξοδεύεις τα ωραία σου λεφτά.
Αυτό το απόσπασμα ήταν πολύ στην αρχή και ήταν σχεδόν αδύνατο να
το θυμάμαι μετά από 180 σελίδες ψυχεδελικών φαντασιώσεων. Όταν όμως στο τέλος
του κεφαλαίου, ο μεθυσμένος Στέφανος εμπλέκεται σε καβγά με τους στρατιώτες για
τις προσβολές στην νεαρή πόρνη και τον βασιλιά, ο Μπλουμ βρίσκεται εκεί σαν
στοργικός πατέρας που θέλει να τον προστατεύσει.
ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέχει στον Στέφανο) Έλα μαζί μου τώρα πριν συμβεί κάτι
χειρότερο. Να το μπαστούνι σου.
Ο Στέφανος δέχεται τελικά μερικές γροθιές και κείτεται στο δρόμο
μεθυσμένος, με τον Μπλουμ να τον φροντίζει και να ετοιμάζεται να τον πάει
σπίτι. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, η τελευταία φαντασίωση που περνά από το μυαλό
του Μπλουμ είναι ο νεκρός (μόλις 11 ημερών) γιος του Ρούντυ, ο γιος που δεν
απέκτησε ποτέ και μοιάζει να αντικαθιστά αυτόν τον ρόλο ο νεαρός Δαίδαλος.
Η Κίρκη είναι ένα θεσπέσιο κεφάλαιο που σε πολλούς ενδεχομένως να
φανεί και γελοίο. Άλλωστε, από το θεσπέσιο μέχρι το γελοίο δεν είναι παρά ένα βήμα. Σίγουρα όμως μέσα
στα πάμπολλα ετερόκλητα περιστατικά του, γεννάται η ίδια η ουσία του Οδυσσέα, η
αποτίναξη της σκληρότητας και η νίκη της καλοσύνης. Η συνειδητοποίηση του
ανθρώπου. Η συνειδητοποίηση του εαυτού μας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απότομα) Αυτό που πήγε μέχρι το τέλος του κόσμου για
να μη διασχίσει τον εαυτό του. Θεός, ήλιος, Σαίξπηρ, ένας περιοδεύων εμπορικός
αντιπρόσωπος, έχοντας αυτός ο ίδιος διασχίσει στην πραγματικότητα τον εαυτό
του, καθίσταται ο ίδιος ο εαυτός.
"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098