Το να πεις τι είναι ένα δοκίμιο δεν είναι τόσο εύκολο. Ευκολότερο θα ήταν να πεις τι δεν είναι: συγκεκριμένα, δεν είναι οπωσδήποτε μια έκθεση και προπαντός δεν είναι μια πραγματεία.
Ποιος άραγε έκανε την ελληνική μετάφραση: "δοκίμιο"; Η λέξη είναι επιτυχημένη, όπως και η πρωτογενής γαλλική: essai. Στη σκέψη των δόκιμων συγγραφέων που τη χρησιμοποίησαν σημαίνει ένα σύντομο, γρήγορα γραμμένο, ευπρόσιτο στο πλατύ κοινό κείμενο, που αποτελεί μιαν απόπειρα να προσεγγίσει κανείς, σε αρκετό βαθμό, ένα θέμα κριτικής, επιστήμης, τέχνης, ηθών κτλ. με γνώση και καλλιέπεια, χωρίς όμως να το εξαντλεί - γιατί τούτο θα απαιτούσε συστηματική και διεξοδική διερεύνηση, επομένως μια πολυσέλιδη "πραγματεία" (tractatus, traite, treatise). [...]
Στην "πραγματεία" περιμένεις και ανέχεσαι πολλά πράγματα: όγκο σελίδων, βάρος εννοιών, περίπλοκη, κουραστική γραφή. Στο δοκίμιο όχι όμως. Αυτό πρέπει να είναι σύντομο, ευσύνοπτο (ίσως γι' αυτό ο Σεφέρης ονόμασε τις φιλολογικοκριτικές μελέτες του "δοκιμές" και όχι δοκίμια). Εύληπτο και καλογραμμένο.
(Ε. Π. Παπανούτσος)
Το δοκίμιο, στην ακαδημαϊκή του τουλάχιστον εκδοχή, βρίσκεται στο διάμεσο της λογοτεχνίας και της πληροφορίας. Η σύνταξη του είναι λιγότερο ελεύθερη από εκείνην του λογοτεχνήματος αλλά πιο προσωπική από εκείνην της πληροφοριακής ανακοίνωσης. Τέλος, το δοκίμιο είναι κατά βάση λόγος διδακτικός, καθώς δεν επικαλείται την ανιδιοτέλεια της τέχνης, αλλά ούτε και την ουδετερότητα της επιστήμης. Αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ, θα έλεγα ότι η δοκιμιακή έκφραση είναι κατεξοχήν παράδειγμα ιδεολογικής ομολογίας για θέματα και προβλήματα επίμαχα και ριψοκίνδυνα.
Το δοκίμιο στην Ελλάδα είναι μια έννοια σχεδόν παρεξηγημένη. Δεν πρόκειται σίγουρα για ακαδημαϊκό κείμενο, με ανεξάντλητη παράθεση πηγών και επιστημονικό λόγο, από την άλλη, όσες λογοτεχνικές δάφνες και να δρέπει, υπόκειται σε περιορισμούς που δεν έχει η υπόλοιπη λογοτεχνία. Πρόκειται ένα είδος μεταιχμιακό: στις ωραίες στιγμές του είναι γοητευτικό και μεγαλειώδες, στις κακές είναι στριφνό και καταπιεστικό.
Ο "Αλλόκοτος Ελληνισμός" ανήκει σε εκείνα τα δοκίμια που χαίρεσαι να τα διαβάζεις. Ήδη, η ιδέα που είχε ο συγγραφέας του, ο
Νικήτας Σινιόσογλου- που οι ακαδημαϊκές του περγαμηνές εγγυώνται για την εγκυρότητα των πληροφοριών αν μη τι άλλο- είναι άκρως σαγηνευτική. Ένας φιλόσοφος αποφασίζει να ασχοληθεί όχι με τα μεγάλα Ελληνικά πνεύματα, αλλά με τους παρίες, αυτούς που τους έκαναν πέρα, ή έθεσαν οι ίδιοι τους εαυτούς στους στο περιθώριο
· παρ’ όλα αυτά οι ιδέες τους, συχνά πρωτοποριακές για την εποχή τους, έβαλαν ένα λιθαράκι για να προχωρήσουμε παρακάτω.
Το βιβλίο ασχολείται με επτά φυσιογνωμίες Ελλήνων, από την εποχή περίπου της άλωσης, έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, που θεωρήθηκαν λοξές, σαλές, λοιδορήθηκαν και ξεχάστηκαν. Τι τους ενώνει; Για αρχή πως ήταν αλλόκοτοι και διαφορετικοί. Τους ενώνει όμως και κάτι άλλο, δεν πρόκειται για σαλεμένους τρελούς χωρίς γνώση. Είναι άνθρωποι οριακοί, που όμως μελέτησαν και αγάπησαν πολύ το αντικείμενό τους, προσπάθησαν να στήσουν σχολές, να αλλάξουν την Ιστορία. Και απέτυχαν. Πρόκειται επίσης για ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θέλησαν να ορίσουν την Ελληνικότητα, κινήθηκαν ανάμεσα στον Παγανισμό και την Ορθοδοξία, ασχολήθηκαν ενεργά με τη φιλοσοφία και είχαν πολιτικό ρόλο στα πράγματα.
Η αφήγηση ξεκινά με τον Κυριακό Αγκωνίτη, γύρω στο 1400, έναν μη Έλληνα, που όμως δραστηριοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο, έγινε «περιπατητής ερειπίων» σε μια εποχή που η έννοια της αρχαιολογίας δεν υπήρχε και προσπάθησε να νιώσει εκεί στα ερείπια τι ενώνει το τότε με το τώρα του. Στον Κυριακό οφείλουμε μερικές από τις πιο πρώιμες περιγραφές των αρχαίων μνημείων, αν και η αισθηματοποίηση, μερικές φορές τον οδηγούσε στην ψευδοτεκμηρίωση.
Δεύτερη προσωπικότητα, ο Γεμιστός Πλήθων, ένας καθαρόαιμος ουτοπιστής, που αντιτάχθηκε σθεναρά στον Γεννάδιο Σχολάριο, που προσπάθησε να στήσει την ουτοπία του στο Μυστρά, που επανέφερε τις ιδέες του Πλάτωνα στο προσκήνιο, και τελικά απέτυχε παταγωδώς.
Τρίτος ο Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ένας Δον Κιχώτης του καιρού του, αναγκασμένος να ζει εκτός Ελλαδικού χώρου ως πληρωμένος μισθοφόρος ιππότης μετά την Άλωση. Ένας ποιητής που τραγούδησε για τον νόστο και τον ανεκπλήρωτο έρωτα.
Ενδιάμεσα ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, τον 18ο αιώνα, εκφραστής του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, ο βλάσφημος που ζήτησε την αποδέσμευση της φιλοσοφίας από τα χριστιανικά σημαινόμενα, και τελικά έμπλεξε σε προσωπικές έριδες με εκπροσώπους της Εκκλησίας που τον ισοπέδωσαν.
Ο Θεόφιλος Καΐρης, τον 19ο αιώνα, ένας οπαδός του Ορθού Λόγου που ταυτόχρονα έστησε μια ολόκληρη νέα θρησκεία τη «Θεοσέβεια» με νέα τελετουργικά, μια έλλογη θρησκεία ή έναν ένθρησκο Λόγο, μας προκαλεί σήμερα κατάπληξη, αλλά αν κανείς εξετάσει τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, δεν μπορεί παρά να νιώσει συμπάθεια, για έναν άνθρωπο που έμεινε πιστός στις ιδέες του ως το τέλος.
Ο πολύ γοητευτικός και ειλικρινά αλλόκοτος Παναγιώτης Σοφιανόπουλος ακολουθεί. Οπαδός ενός χαμερπούς Διαφωτισμού, παγανιστής μόνο για το θέαμα, εκδότης και ίσως μοναδικός αναγνώστης περιοδικών, νεολογιστής από τους λίγους, ο άνθρωπος που εισήγαγε τον όρο «νεοελληνικός», είναι προσωπικότητα ειλικρινά οριακή.
Και τέλος, ο μόνος φιλοορθόδοξος αλλόκοτος, ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, αυτός που έπαιξε με την έννοια της επιστημονικής τεκμηρίωσης όσο κανένας άλλος, ο ψευδολόγος και κιβδηλοποιός που αρεσκόταν να φτιάχνει πηγές, διακειμενικές αναφορές, να συσκοτίζει την επιστημονική αλήθεια. Ο άνθρωπος που ακόμα και τώρα βασανίζει τους ελληνιστές φιλολόγους που αναρωτιούνται κάθε φορά για κάθε πηγή αν είναι αληθινή ή μια παραχάραξη του Σιμωνίδη.
Ο Νικήτας Σινιόσογλου σκύβει πάνω από το αλλόκοτο με αγάπη, με ειλικρινές ενδιαφέρον, ψάχνει να βρει, εκεί στις παρυφές της φιλοσοφίας, στους ήσσονος σημασίας εκφραστές της, τα σπέρματα για αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα. Τον ενδιαφέρει πως οι σαλές και οριακές ιδέες μπορεί τελικά να επηρεάσουν το αύριο. Η γλώσσα του είναι λογοτεχνική, ο τρόπος του σχεδόν βάζει τις βάσεις για ένα νέου τύπου δοκίμιο στην Ελλάδα. Και αυτό καθιστά τον «Αλλόκοτο ελληνισμό» ένα από τα λίγα ελληνικά δοκίμια που απόλαυσα συνολικά. Δεν κουράστηκα, δεν παρέλειψα ούτε μια λέξη. Και νομίζω πως ο Νικήτας Σινιόσογλου πρέπει να ασχοληθεί και με άλλα λογοτεχνικά είδη στο μέλλον.
"Αλλόκοτος Ελληνισμός. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών", Νικήτας Σινιόσογλου, εκδόσεις Κίχλη, 2017, σελ.357
Ακούστε εδώ τη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε ο Νικήτας Σινιόσογλου σε μένα και τον
Άγη Αθανασιάδη στην εκπομπή
Διαβάζοντας: